Ίλια Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister Παλαιά βιβλία: η ματιά μιας ερευνήτριας Η ιδέα για την έκθεση «Παλαίτυπα, θησαυροί της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κύπρου» διαμορφώθηκε μέσα από αντιφατικά ερεθίσματα. Από τη μια, ήταν η πνευματική και αισθητική χαρά αλλά και η υπερηφάνεια για τις πολύτιμες εκδόσεις που φυλάσσονται στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου μας. Από την άλλη ήταν η δυσάρεστη διαπίστωση ότι τα περισσότερα παλαίτυπα έχουν ήδη υποστεί μεγάλες φθορές και χρήζουν άμεσης συντήρησης. Στην ιδέα της έκθεσης αποκρυσταλλώνεται λοιπόν η επιθυμία μας να κάνουμε ευρύτερα γνωστούς τους θησαυρούς της Βιβλιοθήκης, και, παράλληλα, να καταδείξουμε την επιτακτική ανάγκη να διαφυλαχθούν τα παλαίτυπα από την καταστροφή. Η συστηματική συντήρηση των παλαιών βιβλίων δεν είναι πια ένα αυτονόητο αίτημα. Στις μέρες μας, ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός παλαιών βιβλίων και περιοδικών ψηφιοποιούνται και είναι ευρύτερα προσιτά μέσω του διαδικτύου. Έτσι, κάθε δημόσια βιβλιοθήκη, και ιδιαίτερα μία νεαρή πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, όπως η δική μας, αντιμετωπίζει ένα μεγάλο δίλημμα: να εγκαταλείψει το παλαιό βιβλίο ως υλικό σώμα και να αρκεστεί στην ψηφιοποιημένη εκδοχή του, ή να συνεχίσει, παράλληλα με τις όποιες ψηφιοποιημένες συλλογές, να συντηρεί, ίσως μάλιστα και να εμπλουτίζει με αγορές, τις συλλογές παλαιών εντύπων βιβλίων και περιοδικών που περιλαμβάνει; Σαφώς το δεύτερο! Θα ήταν η απάντησή μας. Η έκθεση που διοργανώσαμε, όχι μόνο προοικονομεί αυτήν την απάντηση, αλλά αποτελεί και το ισχυρότερο επιχείρημά της, γιατί, εκθέτοντας τα παλαίτυπα, προβάλλουμε την υλική υπόστασή τους, δηλαδή εκείνη τη θεμελιώδη ιδιότητά τους η οποία χάνεται μέσω της ψηφιοποίησης. Τα τα ψηφιοποιημένα βιβλία μεταφέρουν κείμενα, όπως και τα έντυπα αντίθετα όμως από αυτά, τα ψηφιοποιημένα βιβλία δεν έχουν τρισδιάστατη υπόσταση.
Ωστόσο, η σημασία που έχει η υλική υπόσταση του εντύπου είναι μεγάλη και πολύπλευρη. Σε αυτή μας στρέφει εξάλλου και η πρώτη λέξη που χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική γλώσσα για να δηλώσει το «αντίτυπο», η λέξη «σώμα». Η υλική υπόσταση, η σωματικότητα των εντύπων συνιστά την αφετηρία ή την έκφραση μιας σειράς ιδιοτήτων οι οποίες καθορίζουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των εντύπων ως μέσου παράδοσης των κειμένων και τα διαφοροποιούν ριζικά από τα ψηφιοποιημένα βιβλία και περιοδικά. Οι ιδιότητες αυτές επηρεάζουν άλλωστε και την τελική «ανάγνωση» του κειμένου που παραδίδεται μέσω του έντυπου βιβλίου. Επιτρέψετέ μου λοιπόν να συνοψίσω τις ιδιότητες που απορρέουν από τη σωματικότητα των εντύπων με τη μορφή έξι θέσεων. Θέση πρώτη: τα παλαίτυπα, ως υλικά σώματα, είναι φορείς ιστορικών πληροφοριών για τις κοινωνίες που τα παρήγαγαν. Έχετε δει βιβλία που κυκλοφόρησαν πριν το 1830 περίπου; Τα προβιομηχανικά βιβλία, όπως χαρακτηρίζονται τα βιβλία που δημοσιεύτηκαν μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, πριν οι τεχνικές αλλαγές να εκμηχανίσουν την παραγωγή και να καταστήσουν δυνατή τη μαζική εκτύπωση βιβλίων, διαφέρουν πολύ από τα σημερινά. Πρώτα-πρώτα στην εξωτερική τους εμφάνιση. Σήμερα, όλα τα αντίτυπα μίας έκδοσης έχουν το ίδιο εξώφυλλο. Αυτό δεν συνέβαινε ανέκαθεν. Τα προβιομηχανικά βιβλία διατίθενταν στο εμπόριο άδετα ή το πολύ πολύ- με ένα πρόχειρο δέσιμο. Ο αγοραστής αν ήθελε- παρέδιδε ο ίδιος το βιβλίο στον βιβλιοδέτη και επέλεγε το δέσιμο ανάλογα με τις τεχνικές δυνατότητες και τις αισθητικές προτιμήσεις της εποχής του, και, βέβαια, ανάλογα με το βαλάντιό του. Έτσι, το κάθε αντίτυπο μίας έκδοσης αποκτούσε μια διαφορετική εμφάνιση, μια διαφορετική προσωπικότητα. Άλλο ήταν δεμένο με περγαμηνή, άλλο με δέρμα ή χαρτί. Άλλο είχε έντυπα κοσμήματα από φύλλα χρυσού, άλλο χρωματιστή μαρμαρόκολλα, άλλο χαρτί μονόχρωμο ή με διακοσμητικά μοτίβα.
Για την ιστορία του βιβλίου όλα αυτά τα χαρακτηριστικά αποτελούν τεκμήρια για τη χρονολόγηση των βιβλίων ή για την κοινωνική θέση των κατόχων τους. Η περγαμηνή μας προϊδεάζει για ένα δέσιμο που έγινε πριν το 1700, ενώ η μαρμαρόκολλα για ένα βιβλίο που δέθηκε κατά τον 18ο αιώνα. Ένα δερμάτινο δέσιμο με διακόσμηση από χρυσό μας παραπέμπει σε έναν εύπορο κάτοχο, συνήθως σ έναν αριστοκράτη ή ανώτατο κληρικό, ενώ ένας συνδυασμός δέρματος και χαρτιού, ή ένα απλό χαρτί σε κάποιον λόγιο αστό.
Θέση δεύτερη: Τα παλαίτυπα, όπως κάθε χειροποίητο δημιούργημα, δίνουν υλική υπόσταση στη μεγάλη εμπειρία και στο ευρύ φάσμα εξειδικευμένων γνώσεων που έχουν συγκεντρώσει πολλές γενεές. Έχετε πιάσει με τα χέρια σας το χαρτί κάποιου βιβλίου που κυκλοφόρησε πριν το 1800; Το χειροποίητο αυτό χαρτί διαφέρει πολύ από το σημερινό. Η αφή του θυμίζει πολύ λεπτό κολλαρισμένο λινό ύφασμα. Και δεν είναι τυχαίο. Η πρώτη ύλη για την κατασκευή του προβιομηχανικού χαρτιού ήταν τα υπολείμματα υφασμάτων και τα κουρέλια από τα παλιωμένα ρούχα. Στις πρώτες «βιοτεχνίες χαρτιού», στους χαρτόμυλους που έκαναν την εμφάνισή τους στην Ευρώπη στον 13ο αιώνα, τα κουρέλια πολτοποιούνταν με τη βοήθεια νερού. Εξειδικευμένοι εργάτες, χρησιμοποιώντας παραλληλόγραμμα καλούπια που είχαν ως πάτο συρμάτινα πλέγματα, αντλούσαν τον παχύρευστο πολτό από τις δεξαμενές και τον στράγγιζαν. Στα καλούπια έμενε μόνο ένα λεπτό στρώμα που όταν ξεραινόταν μετατρεπόταν σε φύλλο χαρτιού. Αυτή η διαδικασία είναι αποτυπωμένη επάνω στο χειροποίητο χαρτί. Εάν κρατήσουμε ένα φύλλο του στο φως θα διακρίνουμε πολλές λεπτές κάθετες και
οριζόντιες γραμμές. Είναι τα χνάρια από τα συρμάτινα πλέγματα στα καλούπια που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του. Κάποτε ανακαλύπτουμε και μια εικόνα υφασμένη -θα λέγαμε- μέσα στο χαρτί. Πρόκειται για το υδατόσημο, το σήμα του κατασκευαστή του χαρτιού. Για τους φιλολόγους και τους ιστορικούς είναι ένα πολύτιμο τεκμήριο που τους βοηθά να χρονολογήσουν το χαρτί και μαζί του τα κείμενα που είναι γραμμένα ή τυπωμένα σε αυτό. Θέση τρίτη: Τα παλαίτυπα, όπως κάθε χειροποίητο δημιούργημα, συμπυκνώνει και συμβολίζει τον ανθρώπινο μόχθο. Η παραγωγή του προβιομηχανικού χαρτιού απαιτούσε μεγάλο μόχθο. Κάποια στοιχεία που διαθέτουμε από το έτος 1785 για τον μύλο Μονγκολφιέ στην πόλη Ανονέ της Γαλλίας είναι αντιπροσωπευτικά
για τις συνθήκες εργασίας που επικρατούσαν γενικά. Οι εργάτες δούλευαν καθημερινά από τις 4 το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ. Εάν εξαιρέσουμε τρία παρεμβαλλόμενα διαλείμματα ο καθαρός χρόνος εργασίας ήταν 9 ώρες και 15 λεπτά. Το διαρκές σκύψιμο και η υγρασία προκαλούσαν προβλήματα υγείας στους εργάτες, ενώ το συνεχές βύθισμα των χεριών στο νερό διέλυε τα νύχια τους. Το προβιομηχανικό χαρτί θα δείτε στην έκθεση δείγματα από τον 16ο, 17ο και 18ο αιώνα- διατηρεί για αιώνες το χρώμα και την υφή του χωρίς αλλοιώσεις. Στην ανθεκτικότητά του αναγνωρίζει κανείς τον ανθρώπινο μόχθο που επενδύθηκε στην παραγωγή του. Θέση τέταρτη: Στα παλαίτυπα ως υλικό σώμα αποκρυσταλλώνεται ως αισθητικό αποτέλεσμα η σχέση του τεχνίτη των προβιομηχανικών κοινωνιών με την τέχνη του και με το δημιούργημά του. Μεγάλος μόχθος, εξειδικευμένες γνώσεις και πολύ μεράκι απαιτούνταν όχι μόνο για την κατασκευή χαρτιού, αλλά και για όλες τις φάσεις παραγωγής του προβιομηχανικού βιβλίου: για τον σχεδιασμό και την κατασκευή των τυπογραφικών στοιχείων, δηλαδή των μεταλλικών γραμμάτων που χρησιμοποιούσαν οι τυπογράφοι για να στοιχειοθετήσουν μία-μία τις λέξεις των κειμένων που τύπωναν για την στοιχειοθέτηση των κειμένων, δηλαδή για τον σχηματισμό μιας-μιας των λέξεων και των κενών του κειμένου μέσω των τυπογραφικών στοιχείων για το τύπωμα των βιβλίων και για το δίπλωμα των τυπογραφικών φύλλων. Όλοι όσοι εργάζονταν στα τυπογραφεία, οι στοιχειοθέτες, εκείνοι που χειρίζονταν τις τυπογραφικές πρέσσες, όσοι δίπλωναν τα τυπογραφικά φύλλα ήταν άνθρωποι που είχαν μαθητεύσει από μικρά παιδιά στην τέχνη της τυπογραφίας. Παρότι είχαν εξειδικευτεί σε κάποια εργασία, γνώριζαν τη συνολική διαδικασία της βιβλιοπαραγωγής.
Μερικοί μάλιστα από τους μεγάλους τυπογράφους, όπως ο Johann Gutenberg, ο γνωστός μας Γουτεμβέργιος, ο Claude Garamond, ο Giambatista Bodoni, ή ο Πούμπλιος Μαρκίδης Πούλιου, ένας από τους πρωτεργάτες της ελληνικής τυπογραφίας, ήταν ταυτόχρονα εξαιρετικοί σχεδιαστές γραμματοσειρών. Ο Garamond και ο Bodoni είναι μάλιστα σήμερα ευρέως γνωστοί, από τις γραμματοσειρές που φέρουν το όνομά τους. Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν ότι οι άνθρωποι που δημιούργησαν τα παλαίτυπα, ήταν τεχνίτες που παρά την εξειδίκευσή τους, δεν έχαναν τη συνολική εποπτεία. Διέθεταν δηλαδή τη σφαιρική γνώση που ήταν απαραίτητη για να κατανοήσουν τη θέση που κατείχαν οι επιμέρους φάσεις στο πλαίσιο της συνολικής διαδικασίας και συνεπώς να κατανοήσουν την αξία, το νόημα και την αλληλεξάρτηση της ατομικής και της συλλογικής εργασίας. Η αρμονία που διέπει τα παλαίτυπα (αναγνωρίσιμη στο συνταίριασμα του μαύρου ή κόκκινου μελανιού με το υπόλευκο του χαρτιού, στη φροντισμένη στοιχειοθεσία, στο ζυγιασμένο στήσιμο των σελίδων), η αρμονία αυτή απορρέει απο τη σχέση του τεχ νίτη με την τέχνη και το δημιούργημά του.
Θέση πέμπτη: το βιβλίο, ως υλικό σώμα, αφηγείται ιστορίες. Στο σώμα ενός βιβλίου τα ίχνη από τη χρήση του σημειώσεις, ακρωτηριασμοί, λεκέδες- αφηγούνται την ιστορία του και την ιστορία των ανθρώπων που συνόδευσε. Είναι ενδεικτικό για την ιδιότητα αυτή των εντύπων βιβλίων ότι ο μεγάλος βιβλιογράφος Φίλιππος Ηλιού, για να καθορίσει τι μπορούμε να θεωρήσουμε ως ελληνικό λαϊκό βιβλίο από τον 16ο έως και τις αρχές του 19ου αιώνα, άντλησε τα στοιχεία που χρειαζόταν από τα υλικά του βιβλίου, κυρίως όμως από τα ίχνη της χρήσης του. Όχι από το περιεχόμενό του. Να τι αφηγούνται τα σώματα των λαϊκών βιβλίων:
«Στο επίπεδο του εντύπου: κακή ποιότητα χαρτιού, χωρίς εξώφυλλο, αστάχωτα [δηλ. άδετα]. Από την άλλη πλευρά το κοινό, στο οποίο τα βιβλία αυτά απευθύνονται πρωταρχικά, δεν είναι εκείνο που έχει συνηθίσει να φροντίζει για τη διατήρηση του βιβλίου σε σπίτια χωρίς βιβλιοθήκες οι φυλλάδες σέρνονται ανάμεσα στο ράφι και την κασέλα, όταν δεν τις κουβαλούν μέσα στο ταγάρι μαζί με τις ελιές και τα κρεμμύδια. Η χρήση τους, τέλος: βρώμικα χέρια, σάλιο στα δάχτυλα για να γυρίσουν τις σελίδες, κάθε λογής τσαλακώματα. [...]. Δεν προκαλούν τον σεβασμό που έχει το λόγιο, ογκώδες, το επίσημο βιβλίο». Ιστορίες για τα βιβλία και για τους ανθρώπους που συναντήθηκαν με αυτά αφηγούνται και οι χειρόγραφες σημειώσεις που απαντούν στα φύλλα τους. Τα κτητορικά σημειώματα, για παράδειγμα, φανερώνουν τόσο σε ποιον ανήκε ένα βιβλίο, όσο και ποιος ήταν ο τρόπος σκέψης αυτού του ανθρώπου. «Ετούτος ο χρονογράφος», διαβάζουμε σε ένα βιβλίο του 18ου αιώνα, «είναι της τιμιωτάτης αρχοντίσσης κυρίας μπανέσσης και ήτης τον αποξενώσει εξ αυτής άνευ θελήματος αυτής να κληρωνομήσει την αγχώνην του ιούδα και την οργήν του θεού και πάντων των αγίων. Αμήν.». Τέτοιες κατάρες κτητόρων εναντίον εκείνων που θα διανοούνταν να κλέψουν το βιβλίο τους εμφανίζονται συχνά στα ελληνικά παλαίτυπα. Η αποτρεπτική κατάρα, τοποθετημένη στην αρχή ή στο τέλος του βιβλίου, σε μία από τις δύο «εισόδους του», το προστάτευε από το κακό. Σήμερα, αποκαλύπτει σε εμάς κάτι σημαντικό για να κατανοήσουμε εκείνη την εποχή, τους λεγόμενους Νέους Χρόνους: μας αποκαλύπτει την έντονη ακόμα παρουσία του μαγικού στοιχείου στην σκέψη των ανθρώπων της. Άλλες πάλι χειρόγραφες σημειώσεις σχολιάζουν το κείμενο και μας δείχνουν πώς το προσλάμβαναν οι αναγνώστες. «Βιβλίον εξαίρετον δια την πύρ καϊάν» σημειώνει ένας αναγνώστης του 18ου αιώνα δίπλα σε ένα ερωτικό ποίημα. Σε άλλα βιβλία πάλι βρίσκουμε σημειώματα-«ενθυμήσεις» που επιχειρούν συγκρατήσουν την ανάμνηση κάποιων γεγονότων σημαντικών για την ατομική ή για τη συλλογική μνήμη. Όπως για παράδειγμα, το ταξίδι δυο τυρναβιτών στην Άρτα: «ευγίκα εγώ ο παπά Γρηγόριος και ο γέρον ζωσιμάς ιουλείω ζ [=εβδόμη] να πάμε εις την άρτα από τον τούρναβον», ή το θάνατο ενός σουλτάνου: «1789 Μαρτίου κζ [=εικοστή εβδόμη] θάνατος βασιλέος αβδούλ χαμίτ αιφνίδιος
[ ] βασιλεία και προβιβασμός σουλτάν σελήμ [ ] γεννηθέντος δεκεμβρίου ιγ [=δεκάτη τρίτη] 1761». Θέση έκτη και τελευταία: τα παλαίτυπα, ως υλικά σώματα, μας οδηγούν σε ανθρώπους Κοίταζα ξανά και ξανά το βιβλίο χωρίς να βγάζω άκρη. Έπρεπε να χρονολογήσω το έντυπο η σελίδα τίτλου έλειπε- και το μόνο που είχα στη διάθεσή μου ήταν μερικές λέξεις γραμμένες στο περιθώριο μιας σελίδας με μπλε μελάνι. Κοίταζα ξανά και ξανά. Στο τέλος αποφάσισα να ρωτήσω τον πολύ ψηλό και πολύ αδύνατο βιβλιοθηκάριο που επιτηρούσε στο αναγνωστήριο χειρογράφων και παλαιτύπων της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης. Πλησίασα δειλά - μόλις είχα πάει τότε στη Βιέννη, νεαρή μεταπτυχιακή φοιτήτριακαι ζήτησα τη βοήθειά του. «Νομίζετε, είπα, ότι αυτή η σημείωση θα μπορούσε να είναι του 18ου αιώνα;» Κοιτάζοντάς με πάνω από τα γυαλιά του μου απάντησε κάπως ξερά: «Μόνο εάν το μπλε μελάνι είχε εφευρεθεί έναν αιώνα νωρίτερα»! Στα χρόνια που ακολούθησαν τον συμβουλεύτηκα αρκετές φορές για βιβλιολογικά και βιβλιογραφικά προβλήματα παλαιτύπων. Έφυγα ωστόσο από τη Βιέννη χωρίς να έχω μάθει το όνομά του. Πολλά χρόνια αργότερα επισκέφθηκα μαζί με μεταπτυχιακούς φοιτητές του Π.Κ. την αυστριακή πρωτεύουσα. Στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, όπου είχα κανονίσει να μας ξεναγήσουν, εμφανίστηκε μπροστά μας ο πολύ ψηλός και πολύ αδύνατος βιβλιοθηκάριος. Μόλις άκουσε ότι είμαστε Έλληνες είχε ζητήσει να μας ξεναγήσει εκείνος. Το πρώτο που έκανε ήταν βέβαια να μας συστηθεί. Ήταν ο Δρ. Λεοπόλδος Cornaro, απόγονος της γνωστής βενετσιάνικης οικογένειας Cornaro, από την οποία καταγόταν κι ο Βιτσέντζος Κορνάρος, ο ποιητής του Ερωτόκριτου. Τα παλαίτυπα μας οδηγούν σε ανθρώπους. Σε ανθρώπους που μοιράζονται τα επιστημονικά ενδιαφέροντά μας ή σε ανθρώπους με ενδιαφέρουσες προσωπικές ιστορίες. Τα παλαίτυπα μας οδηγούν σε ανθρώπους. Πάνω απ όλα σε ανθρώπους με τους οποίους μπορούμε να μοιραστούμε την αγάπη για τα πνευματικά και αισθητικά δημιουργήματα του ανθρώπου και τον ενθουσιασμό μας για την έρευνα. Σε ανθρώπους, όπως οι έξι νεαροί φιλόλογοι που
εργάστηκαν για την έκθεση η Βαρβάρα Γεωργίου, ο Χρήστος Κυριάκου, η Μαίρη Μούζουρου, η Σταυρούλα Μπίου, η Σκεύη Παφίτη και ο Στέφανος Πελεκανής και η βιβλιοθηκονόμος Χαρούλα Δημητρίου. Εκείνους τους ευχαριστώ θερμά για τον ενθουσιασμό τους και εσάς για την προσοχή σας. 27 Απριλίου 2012, στήνοντας την έκθεση