ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ: Γρηγόρης Καλφέλης Λάμπρος Μαργαρίτης Αδάμ Παπαδαμάκης Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η E Ρ Γ A Σ I A Του Θεόδωρου Δ. Καβαλιώτη ΘΕΜΑ: «Η αίτηση ακύρωσης διαδικασίας στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρα 341, 501 παρ 1 εδ. τελ., 435 ΚΠΔ)» Θ Ε Σ Σ Α Λ Ο Ν Ι Κ Η 2011
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑιτΕκθΣχΚΠΔ ΑΠ Αιτιολογική Έκθεση Σχεδίου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας Άρειος Πάγος άρθρ. άρθρο βλ βλέπε εδ. εδάφιο Διατ Διάταξη ΔιατΕισΠλημ Διάταξη Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ΕΔΔΑ Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΕΕΝ Εφημερίς των Ελλήνων Νομικών ΕισΕκθΚΠΔ Εισηγητική Έκθεση Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εκδ εκδόσεις επ. επόμενα ΕΣΔΑ Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Εφ Εφετείο κ.ά. και άλλα κλπ και λοιπά ΚΟΚ Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας ΚΠΔ Κώδικας Ποινικής Δικονομίας λ.χ. λόγου χάρη ΜΟΔ Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο ΜΟΕ Μικτό Ορκωτό Εφετείο ΜονΔικΑνηλ Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων Θεσσαλονίκης Ν. Νόμος ΝοΒ Νομικό Βήμα ΟΗΕ Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ΟλΑΠ Ολομέλεια Αρείου Πάγου ό.π. όπως παραπάνω παρ. παράγραφος ΠειρΝομολογία Πειραϊκή Νομολογία περ. περίπτωση ΠΚ Ποινικός Κώδικας Πλημ Πλημμελειοδικείο ΠοινΔικ Ποινική Δικαιοσύνη ΠοινΛογ Ποινικός Λόγος ΠοινΧρ Ποινικά Χρονικά πχ παραδείγματος χάριν Σ Σύνταγμα σελ σελίδα ΣΠΚ Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας στοιχ. στοιχείο ΣυμβΠλημ Συμβούλιο Πλημμελειοδικών τελ. τελευταίο Τριμ Τριμελές I
II
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Συντομογραφίες... Εισαγωγή... I 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α: Αίτηση ακύρωσης διαδικασίας στα πλημμελήματα (άρθρο 341 ΚΠΔ) 1. Προϊσχύσαν δίκαιο... 3 2. Σκοπός και νομική φύση της αίτησης... 5 2.1. Έννοια και σκοπός... 5 2.1. Νομική φύση... 5 3. Προϋποθέσεις άσκησης της αίτησης... 11 3.1. Καταδικαστική απόφαση για πλημμέλημα... 11 3.2. Ανέκκλητη απόφαση... 16 3.3. Ανυπέρβλητο κώλυμα - λόγοι ανώτερης βίας... 19 3.3.1. Αδυναμία εμφάνισης αδυναμία γνωστοποίησης... 19 3.3.2. Ανώτερη βία, ανυπέρβλητα αίτια, ανυπέρβλητο κώλυμα... 23 3.3.3. Κακή ή ανύπαρκτη κλήτευση: 341 ή 430 ΚΠΔ;... 24 3.4. Δεν απαιτείται υποβολή στην εκτέλεσης της απόφασης... 28 4. Προθεσμία υποβολής της αίτησης... 32 4.1. 15νθήμερη προθεσμία... 32 4.2. Εκπρόθεσμη άσκηση... 34 5. Διατυπώσεις αίτησης... 39 5.1. Περιεχόμενο αίτησης... 39 5.2. Υποβολή αίτησης... 39 6. Ανασταλτικό αποτέλεσμα... 41 7. Προπαρασκευαστική διαδικασία... 42 7.1. Αρμόδιο δικαστήριο... 42 7.2. Δικάσιμος... 42 8. Συζήτηση της αίτησης... 43 8.1. Απουσία κατηγορουμένου απόρριψη αίτησης... 43 8.2. Εμφάνιση του κατηγορουμένου εκπροσώπηση... 45 8.3. Το δικαστήριο «αποφασίζει αμετάκλητα»... 46 9. Παραδοχή της αίτησης αποτελέσματα... 51 9.1. Παραγραφή του εγκλήματος... 52 9.2. Προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης... 56 III
10. Νέα συζήτηση της υπόθεσης μετά την ακύρωση... 59 10.1. Αναβολή της συζήτησης... 59 10.2. 341 2 εδ τελ.: «Δεύτερη» αίτηση ακύρωσης... 60 10.3. Μη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου... 64 10.4. Επεκτατικό αποτέλεσμα... 66 10.5. Πολιτική αγωγή... 68 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β: Αίτηση ακύρωσης διαδικασίας του 341 στην κατ έφεση δίκη (άρθρο 501 ΚΠΔ) 1. Στα πλημμελήματα... 71 2. Στα κακουργήματα... 73 3. Στα πταίσματα... 76 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ: Αίτηση ακύρωσης διαδικασίας στα κακουργήματα (άρθρο 435 ΚΠΔ) 1. Ερήμην εκδίκαση κακουργήματος... 77 1.1. Το καθεστώς πριν τις τροποποιήσεις του Ν.3904/2010... 77 1.2. Ισχύον δίκαιο... 78 1.2.1. Οι τροποποιήσεις του Ν. 3904/2010... 78 1.2.2. Αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου... 79 2. Αίτηση ακύρωσης διαδικασίας (άρθρο 435 ΚΠΔ)... 82 2.1. Προϋποθέσεις... 83 2.2. Προθεσμία... 85 2.3. Ανασταλτικό αποτέλεσμα... 85 2.4. Παραδοχή αίτησης νέα συζήτηση... 86 2.5. Προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων κατά της ερήμην καταδικαστικής για κακούργημα απόφασης... 86 2.5.1. Προθεσμία άσκησης έφεσης... 87 2.5.2. 2.5.3. Προθεσμία άσκησης αναίρεσης... Συμπέρασμα... 3. Διαφορές 341 ΚΠΔ και 435 ΚΠΔ... 93 88 91 Επίλογος... 95 Βιβλιογραφία... 99 IV
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Αντικείμενο της παρούσας είναι το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας. Το ένδικο αυτό βοήθημα δίνεται στον κατηγορούμενο που για λόγους ανώτερης βίας ή άλλα ανυπέρβλητα αίτια δεν κατάφερε να γνωστοποιήσει στο δικαστήριο ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισής του στη δίκη και να ζητήσει αναβολή, με αποτέλεσμα να δικαστεί ερήμην. Η αίτηση στρέφεται κατά ερήμην καταδικαστικής απόφασης εφόσον ο καταδικασθείς είχε κλητευθεί ως γνωστής διαμονής (άρθρο 155 ΚΠΔ). Με το ένδικο αυτό βοήθημα, ο ανυπαιτίως ερημοδικασθείς κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της ερήμην απόφασης, ώστε να δικαστεί και πάλι κατ αντιμωλία και να εκφράσει τις απόψεις του. Ο γενικός κανόνας «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα» (: impossibilium nulla est obligatio), από τον οποίο απορρέει η έννοια της ανώτερης βίας, αποτελεί θεμελιώδη δικαιική παραδοχή στο πλαίσιο ενός Κράτους Δικαίου 1. Κανείς δεν πρέπει να υφίσταται δυσμενείς συνέπειες στη νομική του κατάσταση, στη δικονομική του θέση και στην άσκηση των δικαιωμάτων του από γεγονότα απρόβλεπτα, που δεν του επιτρέπουν να τα ασκήσει, εφόσον δεν συντρέχει υπαιτιότητά του. Η ανυπαίτια ανυπέρβλητη αδυναμία του προσώπου να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια ή να ασκήσει ένα δικαίωμά του δεν επιτρέπεται να του καταλογίζεται, ούτε να οδηγεί στην επιβολή κύρωσης ή την παραγωγή αρνητικών συνεπειών σε βάρος του 2. Η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας στηρίζεται στο αξίωμα «μηδένα δικάζειν ανήκουστον» σε συνδυασμό με την παραπάνω αρχή «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα». Το 341 ΚΠΔ αποσκοπεί στην παροχή δυνατότητας επανορθώσεως ενδεχόμενης αδικίας σε βάρος του κατηγορουμένου, αδικίας οφειλόμενης σε ανυπαίτια ερημοδικία του. Η εργασία είναι χωρισμένη σε τρία κεφάλαια: Στο πρώτο κεφάλαιο, αναλύεται η αίτηση ακύρωσης διαδικασίας που στρέφεται κατά καταδικαστικών για πλημμέλημα αποφάσεων (άρθρο 341 ΚΠΔ). Μέσα από την ανάλυση των ρυθμίσεων του άρθρου 341 ΚΠΔ 1. Βλ. Δ. Συμεωνίδη, Η αναβολή της ποινικής δίκης σύμφωνα με το άρθρο 349 ΚΠΔ Κανονιστικά όρια και ερμηνευτική προσέγγιση, ΠοινΔικ 2004, σελ 72 2. Βλ. Δ. Συμεωνίδη, ό.π. 1
επιχειρείται, ελπίζω επιτυχώς, να ξεπεραστούν ερμηνευτικές δυσχέρειες καθώς και να καταδειχθούν οι τυχόν ελλείψεις ή αστοχίες της ρύθμισης. Στο δεύτερο κεφάλαιο, αναλύεται η εφαρμογή του άρθρου 341 ΚΠΔ στη δευτεροβάθμια δίκη (341 σε συνδυασμό με το 501 παρ 1 εδ τελ. ΚΠΔ). Σε αυτό το κεφάλαιο γίνεται και εκτενής αναφορά στην αναλογική εφαρμογή του 341 ΚΠΔ και στις αποφάσεις που απορρίπτουν τη, στρεφόμενη κατά καταδικαστικής για κακούργημα απόφασης, έφεση ως ανυποστήρικτη. Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύεται η αίτηση ακύρωσης διαδικασίας που στρέφεται κατά αποφάσεων που καταδίκασαν ερήμην τον, γνωστής διαμονής παραπεφθέντα για κακούργημα, κατηγορούμενο (άρθρο 435 ΚΠΔ: Αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας επί κακουργημάτων). Πρόκειται για νέα ρύθμιση (Ν. 3904/2010) που εκφράζει την προσπάθεια του νομοθέτη για επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας. 2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΑΙΤΗΣΗ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΗΜΜΕΛΗΜΑΤΑ (άρθρο 341 ΚΠΔ) 1. ΠΡΟΪΣΧΥΣΑΝ ΔΙΚΑΙΟ Στα πλαίσια εφαρμογής του προϊσχύσαντος ΚΠΔ (1834) αναγνωριζόταν στον κατηγορούμενο το ένδικο μέσο της ανακοπής κατά των ερήμην καταδικαστικών αποφάσεων των πλημμελειοδικείων και των πταισματοδικείων 3. Η ανακοπή μπορούσε να ασκηθεί μέσα σε προθεσμία πέντε ημερών από την επίδοση της ερήμην καταδικαστικής απόφασης και η άσκησή της είχε ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης και τη νέα συζήτηση της υπόθεσης, χωρίς όμως την εκ νέου κλήτευση των μαρτύρων, αφού αυτοί είχαν εξετασθεί στην προηγούμενη δίκη, τα πρακτικά της οποίας διαβάζονταν. Η ανακοπή μπορούσε να ασκηθεί αποτελεσματικά χωρίς να χρειάζεται ο κατηγορούμενος να δικαιολογήσει την απουσία του, με άλλα λόγια δεν απαιτείτο να προβληθούν ειδικοί λόγοι 4. Έτσι, «ο κατηγορούμενος που ήθελε να παρελκύσει τη δίκη δεν είχε παρά να αφήσει να καταδικαστεί ερήμην και να ασκήσει στη συνέχεια ανακοπή» 5. Όπως παρατηρήθηκε 6, η σχετική ρύθμιση είχε πολλά μειονεκτήματα με σημαντικότερα την παρέλκυση της δίκης, τη συμφόρηση των δικαστηρίων με την επαναληπτική αντιμετώπιση των ίδιων αντικειμένων, την αντικατάσταση της προφορικής εξετάσεως των μαρτύρων με ανάγνωση των καταθέσεών τους, επιβάρυνση με περιττές δαπάνες κ.ά. 3. Βλ. αναλυτικά για το ένδικο αυτό μέσο Χ. Εμμανουηλίδη, Η αίτησις ακυρώσεως της διαδικασίας (άρθρ. 341 ΚΠΔ), 1976, σελ 23 επ., Λ. Μαργαρίτη σε: Γ. Καλφέλη/Λ. Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία Ειδικές Διαδικασίες, Τόμος Α, 1998, σελ 241 επ., Γ. Σταθέα, Αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας και αποφάσεως κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 1987, σελ 15 επ. και τις εκεί παραπομπές. 4. Αρκούσε η δήλωσή του ότι ανακόπτει την απόφαση, βλ. Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 24. 5. Βλ. Έτσι ο Ν. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 2007, σελ 440, υποσημείωση 497. 6. Βλ. Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 24, Λ. Μαργαρίτη, ό.π. 3
Άρση των σχετικών προβλημάτων και βελτίωση της κατάστασης επιχειρήθηκε με το Νόμο ΓΨΟ/1911, που περιόρισε ουσιαστικά το απόλυτο δικαίωμα ανακοπής, θέτοντας ως προϋπόθεση για την άσκησή της είτε τη μη τήρηση των σχετικών με τις προθεσμίες διατάξεων είτε τη μη εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο λόγω νόμιμου κωλύματος (ανώτερη βία ή άλλα ανυπέρβλητα αίτια) 7. Η ρύθμιση του Ν. ΓΨΟ του 1911 μετρίασε τα ανωτέρω προβλήματα, χωρίς όμως να τα εξαλείψει, αφού «και μετά τον ειρημένον νόμον, όστις ουσιωδώς περιώρισε το προς ανακοπήν δικαίωμα, δεν έπαυσεν η ερημοδικία του κατηγορουμένου να χρησιμοποιείται ως το σπουδαιότερον μέσον παρελκύσεως των ποινικών δικών» 8. Η διατήρηση ή όχι του ανωτέρω ενδίκου μέσου της ανακοπής αποτέλεσε αντικείμενο πολλών συζητήσεων στους κόλπους της συντακτικής και της αναθεωρητικής επιτροπής του ισχύοντος Κώδικος Ποινικής Δικονομίας 9. Η όλη συζήτηση κατέληξε στην κατάργηση του ενδίκου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας και την εισαγωγή της αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας (άρθρο 341 ΚΠΔ). Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του ΚΠΔ, η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας, είναι μέσο ανάλογο «προς τον εν Γερμανία και Αυστρία υφιστάμενον θεσμόν της αποκαταστάσεως εις ακέραιον (wiedereinsetzung in der voriger Stand)» 10. Η αίτηση ακύρωσης διαδικασίας δεν είναι ξένη προς τον καταργηθέντα θεσμό της ανακοπής, αλλά συγγενεύει με αυτόν, δεδομένου ότι και στην αίτηση ακύρωσης, όπως και στην ανακοπή, αφενός μεν απαιτείται η ύπαρξη λόγων ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητων αιτίων, αφετέρου δε καθίσταται καθ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο το εκδόν την ερήμην απόφαση δικαστήριο 11. 16. 7. Βλ. Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 26 επ., Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 242, Γ. Σταθέα, ό.π., σελ 16. 8. Βλ Εισηγητική Έκθεση ΚΠΔ, σε Ελληνική Ποινική Δικονομία, εκδ. Ζαχαρόπουλου, 1950, σελ 9. Για τα εκατέρωθεν επιχειρήματα βλ. Διάγραμμα Σχεδίου ΚΠΔ, 1932, σε Ελληνική Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ 343 και Αιτιολογική Έκθεση Σχεδίου ΚΠΔ του 1934, σε Ελληνική ποινική δικονομία, ό.π., σελ 538 539. Βλ. επίσης Κ. Αβραάμ, Αναβολή της ποινικής δίκης και ακύρωσις διαδικασίας, ΕΕΝ, σελ 796, Κ. Βουγιούκα, Ποινικόν Δικονομικόν Δίκαιον ΙΙ, 1988, σελ 108 επ., Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 33 επ., Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 243 επ., Γ. Σταθέα, ό.π., σελ 18, Γ. Χρηστέα, Ποινική ερημοδικία και αίτησις ακυρώσεως κατ άρθρ. 341 ΚΠΔ, ΝοΒ 1958, σελ 80. 10. Βλ. ΕισΕκθΚΠΔ, ό.π., σελ 17 και ΑιτΕκθΣχΚΠΔ, ό.π., σελ 539. 11. Βλ. Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 36, Γ. Χρηστέα, ό.π., σελ 80. 4
2. ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ 2.1. Έννοια και σκοπός της αίτησης Η αίτηση ακύρωσης διαδικασίας δίνεται στον κατηγορούμενο που για λόγους ανώτερης βίας ή άλλα ανυπέρβλητα αίτια δεν μπόρεσε να γνωστοποιήσει στο δικαστήριο ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισής του στη δίκη, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί ερήμην. Η αίτηση ακύρωσης στρέφεται κατά ανέκκλητων μόνο αποφάσεων. Σκοπός της αίτησης δεν είναι η εξαφάνιση κάθε ερήμην καταδικαστικής απόφασης, πράγμα που γινόταν με το καταργημένο πια σύστημα της ανακοπής ερημοδικίας, αλλά εκείνης που αφορά ανυπαιτίως ερημοδικασθέντα κατηγορούμενο. Η ισχύουσα ρύθμιση αποβλέπει βασικά στο εξής: η τυχόν σε βάρος του κατηγορουμένου, σε περίπτωση ανυπαίτιας ερημοδικίας, γενόμενη αδικία, να μην είναι ανεπανόρθωτη 12. Αν η αδικία είναι επανορθώσιμη με την οδό της εφέσεως ή αν η ερημοδικία οφείλεται σε υπαιτιότητα του καταδικασθέντος, αίτηση ακύρωσης δεν επιτρέπεται. 2.2. Νομική φύση της αίτησης Σχετικά με τη νομική φύση της αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας έχουν διατυπωθεί δύο απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη, η οποία υποστηρίχθηκε περιορισμένα, η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας δεν συνιστά ένδικο μέσο, αλλά αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης 13. Οι υποστηρικτές της απόψεως αυτής, προέβαλαν για την θεμελίωσή της τα εξής επιχειρήματα: α) Η Εισηγητική Έκθεση του ΚΠΔ αναφέρει σαφώς ότι η αίτηση δεν συνιστά ένδικο μέσο αλλά αντιρρήσεις κατά της εκτελέσεως, ενώ σε άλλο σημείο της αναφέρει ότι η αίτηση είναι ανάλογη προς τον υφιστάμενο στη Γερμανία και την Αυστρία θεσμό της «αποκαταστάσεως εις ακέραιον» 14. 12. Βλ. Λ. Μαργαρίτη σε: Γ. Καλφέλη/Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 248 249. 13. Βλ. Α. Κούρτη, Η ερημοδικία εν τη ποινική δίκη κατά τον ΚΠΔ, ΝοΒ 1953, σελ 835, Χ. Κωνσταντάρα, Ποινική δικονομία, τόμος Ε, 1962, σελ 159, Γ. Χρόνη, Η αίτησις ακυρώσεως της διαδικασίας (ΚΠΔ ΑΡΘΡ. 341), ΠοινΧρ 1959, σελ 542 επ. 14. Βλ. Γ. Χρόνη, ό.π., σελ 542. Η Εισηγητική Έκθεση αναφέρει: «και δια της καθιερώσεως υπό ωρισμένας προϋποθέσεις του ενδίκου μέσου της αιτήσεως ακυρώσεως της διαδικασίας, ήτις, κυρίως ειπείν, δεν συνιστά ένδικον μέσον αλλ αντιρρήσεις κατά της εκτελέσεως», βλ ΕισΕκθΚΠΔ, ό.π., σελ 28. 5
β) Ο χαρακτηρισμός της αίτησης ακύρωσης ως ενδίκου μέσου, έρχεται σε αντίθεση με το ισχύον σύστημα των ενδίκων μέσων και κυρίως «από της σκοπιάς της ενάρξεως των προθεσμιών αρχομένων πάντοτε από της επιδόσεως της αποφάσεως, εφ όσον ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελίαν της (ΚΠΔ 473)» 15. γ) Η ερήμην απόφαση που εκδίδεται είναι αμέσως εκτελεστή 16. Σύμφωνα με τη δεύτερη, απολύτως κρατούσα τόσο στη θεωρία 17 όσο και στη νομολογία 18, άποψη, η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας αποτελεί ένδικο μέσο. Η άποψη αυτή έχει ως σημείο αναφοράς τον σκοπό που επιδιώκεται με την κατ άρθρον 341 ΚΠΔ αίτηση, που δεν είναι άλλος από την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Πραγματικά, η επιδίωξη ολικής ή μερικής εξαφάνισης (ακύρωσης) ή μεταρρύθμισης της απόφασης αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των ενδίκων μέσων. Με την αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας διώκεται η εξαφάνιση της ερήμην καταδικαστικής απόφασης. Από αυτή την σκοπιά γίνεται φανερό, ότι η εν λόγω αίτηση βρίσκεται εννοιολογικά πιο κοντά στα ένδικα μέσα παρά στις αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης, όπου αυτό που επιδιώκεται είναι η κήρυξη της απόφασης ως ανεκτέλεστης και όχι η εξαφάνισή της. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι ο χαρακτηρισμός της αίτησης ακύρωσης ως ενδίκου μέσου δεν έρχεται σε αντίθεση με το ισχύον σύστημα των ενδίκων μέσων και αυτό για τους ακόλουθους λόγους 19 : 15. Βλ. Γ. Χρόνη, ό.π., σελ 543. 16. Βλ. Α. Κούρτη, ό.π., σελ 835, Χ. Κωνσταντάρα, ό.π.. 17. Βλ. Φ. Ανδρέου, Ένδικα μέσα και ένδικα βοηθήματα, 2001, σελ 190, Κ. Βουγιούκα, ό.π., σελ 109, Γ. Γιαλιτάκη, Τα αποτελέσματα της αιτήσεως ακυρώσεως της διαδικασίας (341 ΚΠΔ) εις περίπτωσιν αποδοχής της ως ουσία βασίμου, ΝοΒ 1978, σελ 247, Χ. Δέδε, Ποινική Δικονομία, ένατη έκδοση, 1989, σελ 454, Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 45 επ., Ι. Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, Τόμος Β, 1977, σελ 498, Α. Κονταξή, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, τόμος Β, έκδοση δ, 2006, σελ 2184, Λ. Μαργαρίτη, σε Γ. Καλφέλη/Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 249 επ., Α. Μπουρόπουλο, Ερμηνεία ΚΠΔ, έκδοση β, Τόμος Α, 1957, σελ 472, Ι. Μπρίνια, Εφαρμογή του άρθρου 469 ΚΠΔ (επεκτατικόν αποτέλεσμα ενδίκων μεσων) και επί των αιτήσεων ακυρώσεως των άρθρων 341 και 430 ΚΠΔ, ΝοΒ 1964, σελ 292, Γ. Πυρομάλλη, Είναι δυνατή η παράσταση πολιτικής αγωγής το πρώτον στη νέα, μετά την ακύρωση, συζήτηση της υποθέσεως;, ΠοινΧρ 2004, σελ 176, Γ. Χρηστέα, ό.π., σελ 80. 18. Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 368/1953, ΠοινΧρ 1953.525, ΑΠ 7/1957, ΠοινΧρ 1957.171, ΑΠ 400/1957, ΠοινΧρ 1958.97, ΑΠ 422/1962, ΠοινΧρ 1963.155, ΑΠ 150/1966, ΠοινΧρ 1966.338, ΕφΑθ 839/1975, ΠοινΧρ 1975.229. 19. Βλ. Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 46, Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 249 250. 6
α) Τα ένδικα μέσα δεν αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 462 ΚΠΔ. Ένδικα μέσα, δηλαδή, δεν είναι μόνο η έφεση και η αναίρεση, αλλά είναι και όσα άλλα χορηγούνται με ειδικές διατάξεις του ΚΠΔ. β) Τα ένδικα μέσα δεν έχουν πάντα ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ακόμη και στην έφεση και την αναίρεση το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν είναι πάντα δεδομένο. Συνεπώς, το ανωτέρω επιχείρημα, ότι δηλαδή η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας δεν είναι ένδικο μέσο επειδή η ερήμην απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή, δεν ευσταθεί. γ) Το ότι η εν λόγω αίτηση στερείται μεταβιβαστικού αποτελέσματος, αφού η εκδίκασή της ανήκει στην δικαιοδοσία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, δεν αναιρεί το χαρακτήρα της ως ενδίκου μέσου. Και αυτό διότι, με την αίτηση ακύρωσης, δεν αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες, ώστε να ανατεθεί η κρίση της σε ανώτερο δικαστήριο, αλλά επιδιώκεται επανάκριση της υπόθεσης, με βάση νέα ή άγνωστα πριν στοιχεία. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω και με σημείο αναφοράς τον σκοπό της αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας, θεωρούμε ορθή την δεύτερη άποψη, που θέλει την αίτηση αυτή ένδικο μέσο. Και με βάση την υποστηριζόμενη διάκριση των ένδικων μέσων σε γνήσια ένδικα μέσα, οιονεί ένδικα μέσα και ένδικα βοηθήματα 20, η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας αποτελεί, σύμφωνα με την ορθότερη άποψη 21, ένδικο βοήθημα. Τα ένδικα βοηθήματα αποτελούν «δικονομικές πράξεις με τις οποίες ο ενδιαφερόμενος διατυπώνει αίτημα επανεκτίμησης κάποιας κρίσης ή κάποιων δεδομένων που συνεπάγονται έννομες συνέπειες» 22 ή, με άλλα λόγια, «αιτήσεις επανεκτίμησης από την ίδια δικαιοδοτική αρχή κάποιων δεδομένων που συνεπάγονται έννομες συνέπειες χωρίς ισχυρισμό από μέρους του 20. Για τη διάκριση σε γνήσια ένδικα μέσα, οιονεί ένδικα μέσα και ένδικα βοηθήματα βλ. Λ. Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία, Ένδικα μέσα Ι, γ έκδοση, 2005, σελ 10 επ. 21. Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ 440, Γ. Αρβανίτη, Περί της αιτήσεως ακυρώσεως της ασκούμενης υπό του παρά τον νόμον δικασθέντος ωσεί παρόντος κατηγορουμένου, ΠοινΧρ 1971, σελ 343, Χ. Δέδε, ό.π., Α. Ζαχαριάδη, Ποινική δίκη και παραίτηση από τα ένδικα μέσα, 1999, σελ 176, Β. Ζησιάδη, Δύο ποινικά δικονομικά ζητήματα, Αρμενόπουλος 1983, σελ 469, Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, δ έκδοση, 2011, σελ 751, Λ. Μαργαρίτη, σε Γ. Καλφέλη/Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 251, Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, Θεωρία πράξη νομολογία, ε έκδοση, 2011, σελ 500, Γ. Πυρομάλλη, ό.π., Χ. Σεβαστίδη, Οι νέες τροποποιήσεις του Ν. 3346/2005 στον ΚΠΔ, 2005, σελ 69. Διατυπώθηκε πάντως και η άποψη ότι η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας συνιστά «οιονεί» ένδικο μέσο, βλ. Γ. Καπετανάκη, Κώδιξ ποινικής δικονομίας, 1954, σελ 261. 22. Βλ Λ. Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ 15. 7
αιτούντος για λαθεμένη κρίση από μέρους της εν λόγω αρχής και συνήθως επί τη βάσει επίκλησης νέων στοιχείων» 23. Το στοιχείο που διαφοροποιεί δηλαδή τα ένδικα βοηθήματα από τα ένδικα μέσα, βρίσκεται στο ότι τα ένδικα βοηθήματα δεν περιέχουν, σε αντίθεση με τα ένδικα μέσα, ισχυρισμό σφάλματος, γι αυτό και κρίνονται από την ίδια δικαιοδοτική αρχή 24. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας αποτελεί ένδικο βοήθημα, αφού, όπως σωστά έχει παρατηρηθεί 25, ασκείται ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, ενώ χαρακτηριστικό των ενδίκων μέσων (γνησίων και οιονεί) είναι ο έλεγχος της ορθότητας μιας προηγηθείσας κρίσης από ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο. Άλλωστε, και ο ίδιος ο νομοθέτης αναγνωρίζει ως ένδικο βοήθημα την αίτηση ακύρωσης, αφού στην Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου 3346/2005, οι αιτήσεις ακύρωσης διαδικασίας και απόφασης, αναφέρονται ρητά ως ένδικα βοηθήματα 26. Η πρακτική σημασία, το ουσιώδες αντίκρυσμα του χαρακτηρισμού της αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας ως ενδίκου βοηθήματος είναι ότι, με την επιφύλαξη αντίθετης ειδικής (ή από τη φύση του πράγματος συναγόμενης 27 ) πρόβλεψης, εφαρμόζονται και σ αυτή οι γενικοί ορισμοί που αφορούν τα γνήσια ένδικα μέσα 28. Συμπερασματικά, η κατ άρθρον 341 αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας ανήκει στο χώρο των ενδίκων μέσων. Δεν αποτελεί γνήσιο ένδικο μέσο, αλλά ένδικο βοήθημα, αφού ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να αποδίδει στην κρίση αυτή κάποιο σφάλμα ή πλημμέλεια. 23. Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ 246. 24. Βλ. Λ. Μαργαρίτη, ό.π. 25. Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., Α. Παπαδαμάκη, ό.π. 26. Βλ. Π. Τσιρίδη, Ο νέος Νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν. 3346/2005), 2005, σελ 125. 27. Βλ. Λ. Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ 18, του ιδίου, σε Γ. Καλφέλη/Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 250 επ. 28. Βλ. Κ. Βουγιούκα, ό.π., σελ 109, Ι. Ζησιάδη, ό.π., σελ 498 επ., Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 47, Α. Κονταξή, ό.π., Λ. Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία, ό.π., του ιδίου, σε Γ. Καλφέλη/Λ. Μαργαρίτη, ό.π., Ι. Μπρίνια, ό.π., Α. Παπαδαμάκη, ό.π., σελ 507. 8
Με την επιφύλαξη αντίθετης ειδικής ή από τη φύση του πράγματος συναγόμενης πρόβλεψης, εφαρμόζονται και στην αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας οι γενικοί ορισμοί των ενδίκων μέσων. Έτσι: 1. Η αίτηση ακύρωσης διαδικασίας έχει (δυνητικό) ανασταλτικό αποτέλεσμα 29. 2. Η αίτηση ακύρωσης διαδικασίας έχει επεκτατικό αποτέλεσμα (469 ΚΠΔ) 30. 3. Στη νέα, μετά την ακύρωση, συζήτηση της ουσίας της υποθέσεως απαγορεύεται να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου (470 ΚΠΔ) 31. 4. Η αίτηση ακύρωσης διαδικασίας στερείται μεταβιβαστικού αποτελέσματος, καθώς εκδικάζεται από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση 32. 5. Γίνεται δεκτό 33 ότι η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας ούσα ένδικο μέσο, μπορεί να ασκηθεί παραδεκτώς όχι μόνο ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (341 παρ 1 ΚΠΔ), αλλά και ενώπιον του προϊσταμένου της προξενικής αρχής στην αλλοδαπή 34, ή του γραμματέα του ειρηνοδικείου του τόπου κατοικίας ή προσωρινής διαμονής του κατηγορουμένου ή ενώπιον του διευθυντή των φυλακών, όταν κρατείται (άρθρο 474 παρ 1 ΚΠΔ). Αυτή η άποψη θα μπορούσε να απορριφθεί με το επιχείρημα ότι αφού, όπως δεχτήκαμε ανωτέρω, οι γενικοί περί ενδίκων μέσων ορισμοί εφαρμόζονται με την επιφύλαξη αντίθετης ειδικής ρύθμισης, στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει αντίθετη ειδική ρύθμιση του 341 παρ 1 ΚΠΔ. Παρ όλα αυτά όμως, η άποψη αυτή θα πρέπει να υιοθετηθεί, διότι «λόγοι πρακτικής και επιεικείας επιβάλλουν την παραδοχήν της άνω ορθής απόψεως, καθ όσον αυτή διευκολύνει τον κατηγορούμενον ευρισκόμενον μακράν της έδρας του εκδόντος την απόφασιν Δικαστηρίου, ή κρατούμενον εν φυλακαίς, ν ασκήση εμπροθέσμως την αίτησιν ακυρώσεως διαδικασίας, ώστε 29. Βλ κατωτέρω, Κεφάλαιο Α, υπό 6. 30. Βλ παρακάτω, Κεφάλαιο Α, υπό 10.4. 31. Βλ. παρακάτω, Κεφάλαιο Α, υπό 10.3. 32. Βλ. Χ. Δέδε, ό.π., σελ 454, Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 98, Α. Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ 507. 33. Βλ. ΕφΑθ 839/1975, ΠοινΧρ 1975.229. Βλ και Κ. Αβραάμ, ό.π., σελ 797, Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 71, Ι. Ζησιάδη, ό.π., σελ 499, Α. Καρρά, ό.π., σελ 753, Α. Κονταξή, ό.π., σελ 2186, Λ. Μαργαρίτη, σε Καλφέλη/Μαργαρίτη, ό.π., σελ 268 269, Α. Παπαδαμάκη, ό.π., σελ 501 υποσημείωση 33, Γ. Σταθέα, ό.π., σελ 82. 34. Βλ. ΟλΑΠ 187/1955, ΠοινΧρ 1955.379. 9
να μην κινδυνεύη ν απολέση την ανατρεπτικήν των 15 ημερών, από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, προθεσμίαν 35». 6. Γίνεται επίσης δεκτό 36, λόγω του χαρακτηρισμού της αίτησης ως ενδίκου μέσου, ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να παραιτηθεί από την ασκηθείσα αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας κατ άρθρον 475 ΚΠΔ. 35. Βλ. ΕφΑθ 839/1975, ό.π. 36. Βλ Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 129 130, Α. Ζαχαριάδη, Ποινική δίκη και παραίτηση από τα ένδικα μέσα, ό.π., σελ 179, Ι. Ζησιάδη, ό.π., σελ 499, Γ. Σταθέα, ό.π., σελ 133. 10
3. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ 3. 1. Καταδικαστική απόφαση για πλημμέλημα: Σύμφωνα με το άρθρο 341 παρ 1 εδ α ΚΠΔ «αν ο κατηγορούμενος που καταδικάστηκε μπορεί να υποβάλει αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας», ενώ σύμφωνα με την 341 παρ 2 εδ α «η αίτηση αυτή επιτρέπεται μόνο για πλημμελήματα για τα οποία εκδόθηκε ανέκκλητη απόφαση». Πρώτη, λοιπόν, προϋπόθεση για την άσκηση της κατ άρθρον 341 ΚΠΔ αίτησης είναι η έκδοση σε βάρος του κατηγορουμένου καταδικαστικής για πλημμέλημα απόφασης. Καταδικαστική είναι η απόφαση με την οποία κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος και επιβάλλεται σε αυτόν ποινή στερητική της ελευθερίας ή χρηματική 37. Η καταδικαστική απόφαση πρέπει να αφορά πλημμέλημα, χωρίς να ενδιαφέρει ποιο δικαστήριο την εξέδωσε. Η απόφαση μπορεί να είναι και δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αν ο εκκαλών δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου και η έφεσή του απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη, αφού το άρθρο 341 εφαρμόζεται αναλογικά σε αυτή την περίπτωση (501 παρ. 1 ΚΠΔ) 38. Συνεπώς, αίτηση ακύρωσης διαδικασίας μπορεί να ασκηθεί όχι μόνο κατά αποφάσεων πλημμελειοδικείων, αλλά και κατά αποφάσεων Τριμελών και Πενταμελών Εφετείων, Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων 39 ή Εφετείων που δικάζουν πλημμελήματα είτε σε πρώτο είτε σε δεύτερο βαθμό 40. Δικαστήρια ανηλίκων: Σύμφωνα με το άρθρο 489 παρ 1 περ δ, όπως ισχύει, οι αποφάσεις του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων, που επιβάλλουν περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων είναι πάντα εκκλητές και συνεπώς δεν μπορεί να ασκηθεί κατ αυτών αίτηση του 341 ΚΠΔ, αφού όπως θα αναλυθεί παρακάτω, τέτοια αίτηση επιτρέπεται μόνο κατά ανέκκλητων αποφάσεων. Πριν όμως από την αντικατάσταση της περίπτωσης 37. Βλ. ενδεικτικά ΟλΑΠ 5/2000, ΠοινΧρ 2000.687 (= ΠοινΔικ 2000.837), ΑΠ 572/1985, ΠοινΧρ 1986.42, ΑΠ 872/2002, ΠοινΛογ 2002.1008, ΑΠ 536/2003, ΠοινΛογ 2003.576, ΑΠ 1359/2004, ΠοινΛογ 2004.1622, ΑΠ 829/2005, ΠοινΛογ 2005.797, ΑΠ 766/2001, Αρμενόπουλος 2001.1252. 38. Βλ παρακάτω, Κεφάλαιο Β της παρούσας. 39. Βλ. ΜΟΔ Αθηνών 452/1976, ΠοινΧρ 1977.178. 40. Βλ. αναλυτικά Λ. Μαργαρίτη, σε Γ. Καλφέλη/Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 251 επ. 11
δ της παρ 1 του 489 ΚΠΔ με το άρθρο 4 παρ 5 του Ν. 3189/2003, οπότε και η δυνατότητα άσκησης έφεσης δεν ήταν δεδομένη, γινόταν δεκτό 41 ότι η απόφαση που επέβαλλε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων μπορούσε να προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας, ενόψει του ότι από το συνδυασμό των 18 και 54 ΠΚ, προκύπτει ότι οι πράξεις που όταν τελούνται από ενηλίκους είναι κακουργήματα, όταν τελούνται από ανηλίκους θεωρούνται πάντα πλημμελήματα, οπότε η προϋπόθεση για απόφαση καταδικαστική για πλημμέλημα πληρούται. Τέθηκε το ζήτημα τι ισχύει στην περίπτωση που το Δικαστήριο Ανηλίκων επιβάλλει αναμορφωτικά μέτρα. Σύμφωνα με το 489 παρ περ δ ΚΠΔ όπως ισχύει, η απόφαση που επιβάλλει αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα είναι πάντοτε εκκλητή και συνεπώς δεν επιτρέπεται κατ αυτής αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας. Πριν όμως τις τροποποιήσεις του Ν. 3904/2010, οι αποφάσεις αυτές ήταν ανέκκλητες. Και είχε τεθεί το ζήτημα αν μπορούσε να ασκηθεί κατ αυτών αίτηση ακύρωσης. Σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας και μέρους της θεωρίας 42, οι αποφάσεις του δικαστηρίου ανηλίκων που επιβάλουν αναμορφωτικά μέτρα δεν είναι καταδικαστικές και γι αυτό δεν μπορούν να προσβληθούν με ένδικα μέσα 43, συνεπώς ούτε με αίτηση ακύρωσης διαδικασίας. Η επιχειρηματολογία της νομολογίας ήταν η εξής 44 : Τα επιβαλλόμενα στους ανήλικους παραβάτες αναμορφωτικά μέτρα έχουν διοικητικό χαρακτήρα, είναι μέτρα ασφαλείας sui generis ή αναπληρωματικά της ποινής ο ανήλικος δεν κηρύσσεται «ένοχος» από το δικαστήριο, αλλά το δικαστήριο αποφαίνεται ότι ο ανήλικος «τέλεσε την πράξη» η απόφαση δεν είναι καταδικαστική και συνεπώς δεν επιτρέπονται κατ αυτής ένδικα μέσα 45. 41. Βλ. Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 62, Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 253, υποσημείωση 38. 42. Ι. Ζησιάδης, ό.π., σελ 494, υποσημείωση 122, Α. Κονταξής, ΚΠΔ, ό.π., σελ 2189. 43. Βλ. ΑΠ 58/2010, ΠοινΔικ 2010.989, ΑΠ 2299/2004, ΠοινΧρ 2005.795, ΑΠ 366/1998, ΠοινΧρ 1998, σελ 986, ΕφΑιγ 8/1978, ΠοινΧρ 1978.634, ΣυμβΠλημΘεσ 1320/2010, ΠοινΔικ 2011.705. 44. Βλ. ΑΠ 58/2010, ό.π. 45. Πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι με το άρθρο 26 του Ν. 3904/2010 προβλέφθηκε ρητά η δυνατότητα του ανηλίκου να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων που επιβάλλει αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα (άρθρο 489 παρ 1 περ δ ΚΠΔ). 12
Ορθότερη όμως ήταν η αντίθετη άποψη 46, σύμφωνα με την οποία η απόφαση που επέβαλε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα έχει ουσιαστικά καταδικαστικό χαρακτήρα, εφόσον αποφαίνεται ότι ο ανήλικος τέλεσε αξιόποινη πράξη και ότι συνεπεία αυτής πρέπει να του επιβληθούν αναμορφωτικά μέτρα τα οποία, ως κάποιο είδος σωφρονιστικής κύρωσης που στηρίζεται και στις αρχές της ειδικής πρόληψης, συνεπάγονται οπωσδήποτε συνέπειες για τον ανήλικο και ενέχουν μομφή ποινής 47 και συνεπώς επιτρέπεται να ασκηθεί κατ αυτής αίτηση ακύρωσης. Δεν πρέπει επίσης να λησμονείται και το γεγονός ότι οι αποφάσεις που επιβάλλουν αναμορφωτικά μέτρα καταγράφονται στο δελτίο ποινικού μητρώου κατ άρθρον 574 παρ 2 περ. ββ. Άλλωστε, η μη δυνατότητα άσκησης ένδικων μέσων και τέτοιο είναι και η αίτηση ακύρωσης διαδικασίας κατά αποφάσεων που επιβάλλουν αναμορφωτικά μέτρα προσέκρουε στις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 40 παρ 2 περ β στοιχ. ν της Διεθνούς «Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού» του ΟΗΕ (κυρώθηκε με το Ν. 2101/1992) 48. Η επιλογή του νομοθέτη να θεσπίσει (με το άρθρο 26 του Ν. 3904/2010) τη δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά απόφασης μονομελούς ή τριμελούς Δικαστηρίου ανηλίκων που επιβάλλει αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα (άρθρο 489 παρ 1 περ δ ΚΠΔ), δικαίωσε απόλυτα την άποψη που προσέδιδε καταδικαστικό χαρακτήρα στις αποφάσεις αυτές. Πάντως σήμερα, λόγω της ανωτέρω δυνατότητας άσκησης έφεσης, αίτηση ακύρωσης διαδικασίας δεν επιτρέπεται. Πταίσματα: Σύμφωνα με το γράμμα του 341 ΚΠΔ, η καταδικαστική απόφαση πρέπει να αφορά πλημμέλημα. Κατά συνέπεια, όταν η καταδίκη αφορά σε πταίσμα, δεν χωρεί αίτηση ακύρωσης 49. Οι καταδικαστικές επί πταίσματι αποφάσεις εξαιρέθηκαν από το 341 ΚΠΔ λόγω της ελαφρότητας της ποινικής κύρωσης 50. Υποστηρίχθηκε 51 ωστόσο, ότι χωρεί αίτηση 46. Βλ ΜονΔικΑνηλΘεσ 332/1970, ΠοινΧρ 1971.330, Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 62, Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 253 254, Γ. Σταθέα, ό.π., σελ 51 47. Βλ. ΜονΔικΑνηλΘες 332/1970, ό.π., Γ. Σταθέα, ό.π., σελ 51. 48. Βλ. Κ. Κοσμάτο, Παρατηρήσεις στην ΣυμβΠλημΘεσ 1320/2010, ΠοινΔικ 2011, σελ 709, Λ. Μαργαρίτη, Ποινική δικονομία ένδικα μέσα, ό.π., σελ 60, Γ. Συλίκο, Το δικαίωμα έφεσης κατά των αποφάσεων των Δικαστηρίων Ανηλίκων, ΠοινΔικ 1998, σελ 679 επ. 49. Βλ. ΟλΑΠ 61/1959, ΠοινΧρ 1960.248. Βλ επίσης, Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 63, Ι. Ζησιάδη, ό.π., σελ 494,, Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 254, Γ. Χρηστέα, ό.π., σελ 80. 50. Βλ. Γ. Χρηστέα, ό.π.. 13
ακύρωσης κατά απόφασης μονομελούς πλημμελειοδικείου όταν αυτό απέρριψε ως ανυποστήρικτη έφεση στρεφόμενη κατά απόφασης Πταισματοδικείου, δεδομένου ότι το άρθρο 501 ΚΠΔ παραπέμπει στο άρθρο 341 ΚΠΔ χωρίς να κάνει σχετική διάκριση. Η αιτιολογία είναι ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να κριθεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και να μη μείνει το παράπονο ότι καταδικάστηκε αδίκως, αφού η απόρριψη της έφεσής του ως ανυποστήρικτης οδηγεί στην αδυναμία να ερευνηθεί η ουσία της υποθέσεως 52. Ορθότερη de lege lata φαίνεται να είναι η αντίθετη άποψη 53, σύμφωνα με την οποία, η ερμηνεία του 501 παρ 1 ΚΠΔ, χωρίς την προσφυγή στο 341 ΚΠΔ που αναφέρεται ρητά σε πλημμελήματα, δεν είναι δυνατή. Συνεπώς, αίτηση ακύρωσης δεν επιτρέπεται όταν η καταδίκη αφορά σε πταίσμα, ανεξάρτητα από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση και ανεξάρτητα από το αν δίκασε ως πρωτοβάθμιο ή ως δευτεροβάθμιο. Ο περιορισμός της αίτησης ακύρωσης μόνο στα πλημμελήματα κατακρίθηκε 54 και υποστηρίχτηκε ότι επειδή παρεμποδίζει προφανώς την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης στα υπόλοιπα εγκλήματα, θα πρέπει, κατ εφαρμογή του άρθρου 20 παρ 1 Σ. να παρέχεται η δυνατότητα υποβολής αίτησης ακύρωσης σε όλα τα εγκλήματα 55. Η κριτική αυτή είναι de lege ferenda ορθότατη, ιδίως μετά τις αλλαγές του άρθρου 31 του Ν. 3904/2010 οπότε και διογκώθηκε η ύλη των πταισματοδικείων. Με τις τροποποιήσεις του Ν. 3904/2010, πολλές αξιόποινες πράξεις που ήταν πλημμελήματα (παραβάσεις ΚΟΚ, αγορανομικά αδικήματα κλπ) χαρακτηρίστηκαν πταίσματα. Η απειλούμενη ποινική κύρωση σε πολλές από αυτές τις πράξεις (κράτηση έως έξι μήνες και πρόστιμο έως 3.000 ) αρμόζει περισσότερο σε μικρής απαξίας πλημμελήματα και όχι σε πταίσματα. Συνεπώς, τόσο λόγω του ύψους της απειλούμενης κύρωσης όσο και λόγω της κοινωνικής απαξίας μερικών εκ 51. Βλ. Σ. Παπασπύρου, Το ένδικον μέσον της εφέσεως κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, 1955, σελ 180, υποσημείωση 3. 52. Βλ. Γ. Σταθέα, ό.π., σελ 42. 53. Βλ Χ. Δέδε, ό.π., σελ 453, υποσημείωση 169, Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., Ι. Ζησιάδη, ό.π., σελ 494, υποσημείωση 121, Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 254, υποσημείωση 42, του ιδίου, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 929/1996, Υπεράσπιση 1996, σελ 1292. Βλ επίσης ΟλΑΠ 61/1959, ό.π. 54. Βλ. Α. Καρρά,, Η απουσία του κατηγορουμένου εις την ποινικήν δίκην, ΠοινΧρ 1977, σελ 295, του ιδίου, Η αρχή της δικαστικής ακροάσεως στην ποινική δίκη, 1989, σελ 117. 55. Βλ. Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ 752, υποσημείωση 6, του ιδίου, Η αρχή της δικαστικής ακροάσεως, ό.π.. 14
των ανωτέρω πταισμάτων (πρώην πλημμελημάτων), παρίσταται ως δυσμενές για τον κατηγορούμενο να χάνει ανυπαίτια και οριστικά τη δυνατότητα να αντικρούσει την κατηγορία. Πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 416 παρ 3 ΚΠΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ 4 του Ν. 3189/2003, ο κατηγορούμενος που ερημοδικάστηκε και καταδικάστηκε ανεκκλήτως για πταίσμα, μπορεί να προβάλει αντιρρήσεις μέσα σε 8 ημέρες από την επίδοση της απόφασης (415 εδ α ΚΠΔ), «εφόσον δεν είχε κλητευτεί νομίμως ή είχε καταβάλει το πρόστιμο για την παράβαση που καταμηνύθηκε πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης». Με τις εν λόγω αντιρρήσεις προστατεύεται ο ερημοδικασθείς όταν η ερημοδικία του οφείλεται σε άκυρη κλήτευση και όχι όταν η ερημοδικία του οφείλεται σε λόγους ανώτερης βίας. Ο εκ λόγων ανώτερης βίας ερημοδικασθείς και ανεκκλήτως καταδικασθείς επί πταίσματι κατηγορούμενος παραμένει απροστάτευτος. Κατά αποφάσεων που καθορίζουν συνολική ποινή: Αξίζει επίσης να ερευνηθεί αν επιτρέπεται αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας κατά απόφασης που καθορίζει συνολική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 551 ΚΠΔ, ενόψει του ότι η απόφαση αυτή, σύμφωνα με πάγια θέση της νομολογίας 56, δεν είναι καταδικαστική. Κρίθηκε 57, ότι σε αυτή την περίπτωση, η κατ άρθρον 341 αίτηση δεν επιτρέπεται, με το επιχείρημα ότι η απόφαση που επιβάλλει κατ άρθρον 551 ΚΠΔ συνολική ποινή δεν είναι καταδικαστική. Η στάση αυτή της νομολογίας επικρίθηκε από μέρος της θεωρίας 58, ως «τυπικά ευάλωτη και ουσιαστικά αδικαίωτη». Το επιχείρημα της νομολογίας χαρακτηρίστηκε «τυπικιστική δικαιολογία» και τονίστηκε ότι το, κατ άρθρον 20 παρ 2 του Συντάγματος, δικαίωμα ακροάσεως, επιτάσσει την προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου «για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του» 59. 56. Βλ. ενδεικτικά, ΑΠ 498/1981, ΠοινΧρ 1981.747, ΑΠ 556/1987, ΝοΒ 1987.1441, ΑΠ 896/1996, ΠοινΧρ 1997.683, ΑΠ 437/1999, ΠοινΧρ 2000.51, ΑΠ 466/2007, Αρμενόπουλος 2007.1226 (=ΠοινΧρ 2008.128), ΔιατΕισΠλημΠειρ 56/2000, ΠοινΔικ 2001.259. 57. Βλ. ΑΠ 35/1972, ΠοινΧρ 1972.356, ΕφΑθ 594/1974, ΠοινΧρ 1975.499. 58. Βλ. Λ. Μαργαρίτη, σε Γ. Καλφέλη/Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 255 επ. 59. Βλ. Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 256. 15
Η άποψη που υποστηρίζει την (αναλογική) εφαρμογή του 341 ΚΠΔ και στις (μη καταδικαστικές) αποφάσεις που επιβάλλουν συνολική ποινή, αν και δεν ευνοείται από το γράμμα του Νόμου, φαίνεται δικαιοπολιτικά ορθότερη, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι ο ίδιος ο νομοθέτης θεωρεί ιδιαίτερα σημαντική την παρουσία του καταδικασθέντος, ώστε να εκφράσει τις απόψεις του. Συγκεκριμένα, ο καταδικασθείς κλητεύεται ώστε να παραστεί στο ακροατήριο του δικαστηρίου (551 παρ 3 εδ α ΚΠΔ) και το δικαστήριο αποφαίνεται αφού ακούσει τον ίδιο ή τον συνήγορό του (551 παρ 3 εδ β ΚΠΔ). Μάλιστα, η παραβίαση της διάταξης του 551 παρ 3 εδ β ΚΠΔ, επειδή αναφέρεται στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται ρητώς από το νόμο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα (171 παρ εδ α ) και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ 1 στ. Α λόγο αναίρεσης 60. Επί πειθαρχικών παραπτωμάτων: Κρίθηκε από το Ακυρωτικό, ότι το 341 ΚΠΔ εφαρμόζεται αναλογικά και επιτρέπεται αίτηση ακυρώσεως και επί πειθαρχικών παραπτωμάτων τιμωρηθέντων στο ακροατήριο σύμφωνα με το άρθρο 299 παρ 1 του Οργανισμού Δικαστηρίων, επιτρεπόμενης αιτήσεως ακυρώσεως στον απόντα που τιμωρήθηκε, της προθεσμίας αρχομένης όχι από την έκδοση της αποφάσεως αλλά από την επίδοσή της 61. Κρίθηκε επίσης, ότι το 341 ΚΠΔ εφαρμόζεται αναλόγως και η αίτηση ακυρώσεως ασκείται και κατά της περί παύσεως δικαστικού λειτουργού απόφασης της Ολομέλειας του ΑΠ 62. Κατά αποφάσεων στρατοδικείων: Αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας επιτρέπεται και κατά αποφάσεων στρατοδικείων 63 (άρθρο 323 ΣΠΚ). 3. 2. Ανέκκλητη απόφαση: Σύμφωνα με το άρθρο 341 παρ 2 εδ α ΚΠΔ, η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας «επιτρέπεται μόνο για πλημμελήματα για τα οποία εκδόθηκε 60. Βλ. ΑΠ 337/2005, ΠοινΛογ 2005.336, ΑΠ 1111/2002, ΠοινΛογ 2002.1675, ΑΠ 1112/2002, ΠοινΛογ 2002.1675, ΑΠ 1191/2002, ΠοινΛογ 2002.1339, ΑΠ 1137/2000, ΝοΒ 2001.290, ΑΠ 719/1987, ΠοινΧρ 1987.628. 61. Βλ ΑΠ 265/1957, ΠοινΧρ 1957.517, ΑΠ 315/1957, ΠοινΧρ 1958.26, ΑΠ 338/1962, ΠοινΧρ 1963.32. 62. Βλ ΟλΑΠ 187/1955, ΠοινΧρ 1955, σελ 379. 63. Βλ. Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 64, Ι. Ζησιάδη, ό.π., σελ 494, Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 254. 16
ανέκκλητη απόφαση». Εφ όσον λοιπόν κατά της απόφασης επιτρέπεται έφεση, δεν χωρεί αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας. Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Σχεδίου ΚΠΔ, η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας έχει εφαρμογή «εις άς περιπτώσεις συντρέχει λόγος ανυπερβλήτου κωλύματος, επί των ανεκκλήτως απαγγελθεισών ερήμην καταδικαστικών αποφάσεων (εν αίς το ανέκκλητον καθιστά ανεπανόρθωτον την τυχόν επιγενόμενην τω κατηγορουμένω εκ της ερημοδικίας αδικίαν) 64». Αν εκδόθηκε απόφαση εκκλητή, τότε τυχόν σφάλματα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της ερήμην διαδικασίας, είναι επανορθώσιμα με την οδό της εφέσεως. Ο δικονομικός νομοθέτης έκρινε ότι με την έφεση μεταφέρεται η υπόθεση εξολοκλήρου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και συνεπώς δεν συντρέχει λόγος να παρελκύεται η υπόθεση με την αναδίκαση δύο φορές 65, ότι ο κατηγορούμενος έχει τη δυνατότητα στη δευτεροβάθμια δίκη να επαναφέρει την υπόθεση σε νέα ουσιαστική συζήτηση με όλες τις εγγυήσεις της κατ αντιδικία διαδικασίας 66. Η επιλογή του νομοθέτη να θέσει ως προϋπόθεση για το παραδεκτό της αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας το ανέκκλητο της απόφασης, επικρίθηκε από μεγάλο μέρος της θεωρίας 67, καθώς το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος περιορίζεται υπερβολικά. Πραγματικά, ο κατηγορούμενος που για λόγους ανώτερης βίας ή άλλα ανυπέρβλητα αίτια δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο και καταδικάστηκε, χάνει ανυπαίτια ένα βαθμό δικαιοδοσίας. Συγκεκριμένα: Αν η ερήμην καταδικαστική απόφαση είναι εκκλητή, ο κατηγορούμενος χάνει τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, αφού μπορεί να ασκήσει έφεση, όχι όμως αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας. Αν η ερήμην καταδικαστική απόφαση είναι ανέκκλητη, ο κατηγορούμενος χάνει το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, αφού μπορεί να ασκήσει αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας, όχι όμως έφεση, αφού 64. Βλ. ΑιτΕκθΣχΚΠΔ, ό.π., σελ 539. 65. Βλ. Γ. Σταθέα, ό.π., σελ 61. 66. Βλ. Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 66, Β. Ζησιάδη, ό.π., σελ 468, Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 256, Χ. Κωνσταντάρα, ό.π., σελ 160. 67. Βλ. Φ. Ανδρέου, ό.π., σελ 194, Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ 441, Β. Ζησιάδη, ό.π., σελ 468 επ., Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ 752, υποσημείωση 7, του ιδίου, Η απουσία του κατηγορουμένου εις την ποινικήν δίκην, ό.π., σελ 295, του ιδίου, Η αρχή της δικαστικής ακροάσεως στην ποινική δίκη, 1989, σελ 117, Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 256 επ., Α. Παπαδαμάκη, ό.π., σελ 502. Σύμφωνος με την επιλογή του νομοθέτη ο Ι. Ζησιάδης, ό.π., σελ 493. 17
η ποινή που θα του επιβληθεί στη νέα, μετά την ακύρωση, συζήτηση της υποθέσεως, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ύψος της ερήμην επιβληθείσας ποινής («αρχή μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου»). Αληθινή πρακτική σημασία έχει το εν λόγω ένδικο βοήθημα κυρίως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπου εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη του 341 ΚΠΔ σε περίπτωση μη εμφάνισης του εκκαλούντος και απόρριψης για το λόγο αυτό της έφεσής του ως ανυποστήρικτης (άρθρο 501 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο) 68. Ορθώς, λοιπόν, σύμφωνα με τα ανωτέρω, επικρίθηκε η επιλογή του νομοθέτη ως προς την προϋπόθεση του ανεκκλήτου. Δεδομένου όμως του γεγονότος ότι το γράμμα του νόμου δεν επιτρέπει καμία αντίθετη ερμηνεία 69, το μόνο που θα μπορούσε κανείς να αναμένει είναι η απάλειψη της προϋπόθεσης αυτής με τροποποίηση του άρθρου 341 ΚΠΔ. Αυτό, όμως, είναι ελάχιστα πιθανό να γίνει, ειδικά σήμερα που ο νομοθέτης έχει ως πρώτη προτεραιότητα την «επιτάχυνση της διαδικασίας». Από τη διατύπωση της διάταξης («εκδόθηκε ανέκκλητη απόφαση»), προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αίτησης, η απόφαση θα πρέπει να είναι εξυπαρχής ανέκκλητη. Κατά συνέπεια, η διάταξη του 341 ΚΠΔ δεν εφαρμόζεται όταν η απόφαση δεν ήταν εξυπαρχής, αλλά κατέστη ανέκκλητη είτε με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας εφέσεως είτε με ρητή παραίτηση από το δικαίωμα εφέσεως είτε με παραίτηση από την ασκηθείσα έφεση 70. Η κρίση για το αν μια απόφαση είναι εξυπαρχής ανέκκλητη γίνεται με βάση το άρθρο 489 ΚΠΔ. Επίσης, δεν επιτρέπεται αίτηση ακύρωσης όταν ασκήθηκε έφεση από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή Εφετών σύμφωνα με το άρθρο 490 ΚΠΔ 71. Ακόμη, σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων που εκδικάστηκαν με την ίδια απόφαση, το εκκλητό της απόφασης προσδιορίζεται από την επιβληθείσα συνολική ποινή (491 ΚΠΔ). Το ανέκκλητο της απόφασης θα κριθεί σε σχέση με τον αιτούντα την ακύρωση της διαδικασίας κατηγορούμενο. Έτσι, όταν δύο κατηγορούμενοι 68. Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., Α. Παπαδαμάκη, ό.π. 69. Διατυπώθηκε πάντως η άποψη από τον Α. Καρρά, ότι η διάταξη του 341 παρ 1 εδ α ΚΠΔ δεν πρέπει να εφαρμόζεται επειδή έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 20 παρ 1 του Συντάγματος, βλ. Α. Καρρά, Η αρχή της δικαστικής ακροάσεως, ό.π. 70. Βλ. Κ. Βουγιούκα, ό.π., σελ 110, Ι. Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, ό.π., σελ 493. 71. Βλ. Χ. Δέδε, ό.π., σελ 453, υποσημείωση 167, Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 67, Ι. Ζησιάδη, ό.π., Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 257, Α. Παπαδαμάκη, ό.π., σελ 502, Γ. Σταθέα, ό.π., σελ 61. 18
καταδικάστηκαν απόντες για πλημμέλημα, η άσκηση αίτησης ακύρωσης από τον κατηγορούμενο, ως προς τον οποίο η απόφαση είναι ανέκκλητη, δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι η ίδια απόφαση ως προς τον άλλο κατηγορούμενο είναι εκκλητή 72. Είναι δε αδιάφορο αν ο άλλος κατηγορούμενος έχει ήδη ασκήσει έφεση με επεκτατικό αποτέλεσμα 73. Προϋπόθεση για την άσκηση αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας αποτελεί το ανέκκλητο και όχι το αμετάκλητο της απόφασης. Συνεπώς, η δυνατότητα άσκησης αναιρέσεως κατά της ανέκκλητης ερήμην καταδικαστικής απόφασης δεν αναιρεί την δυνατότητα άσκησης αίτησης ακύρωσης κατ άρθρον 341 ΚΠΔ. Αν όμως ευδοκιμήσει η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας, η τυχόν ασκηθείσα αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος 74. Αν με την αίτηση του 341 ΚΠΔ ζητείται ακύρωση διαδικασίας δευτεροβάθμιου (για πλημμέλημα καταρχήν) δικαστηρίου, δεν απαιτείται η αίτηση να στρέφεται κατά απόφασης που εκδόθηκε ανεκκλήτως, αφού όπως άλλωστε αναφέρθηκε παραπάνω ο Νόμος προβλέπει ρητά την δυνατότητα ακύρωσης της διαδικασίας αυτής (άρθρο 501 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο) 75. 3. 3. Ανυπέρβλητο κώλυμα λόγοι ανώτερης βίας 3.3.1. Αδυναμία εμφάνισης αδυναμία γνωστοποίησης Προϋπόθεση για την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατ άρθρον 341 ΚΠΔ είναι η ύπαρξη λόγων ανώτερης βίας ή άλλων ανυπέρβλητων αιτίων, εξαιτίας των οποίων δεν κατέστη δυνατόν στον κατηγορούμενο να γνωστοποιήσει με οποιοδήποτε μέσο στο δικαστήριο ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισής του στη δίκη και να ζητήσει αναβολή της συζήτησης. Θα πρέπει δηλαδή να συντρέχουν σωρευτικά: α) ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισης του κατηγορουμένου (αδυναμία εμφάνισης) και β) λόγοι ανώτερης βίας ή άλλα 72. Βλ. ΠλημΗλείας 1130/1986, Αρμενόπουλος 1986.1093. 73. ΠλημΗλείας 1130/1986, ό.π. 74. Βλ. Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 44, Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 257, Α. Παπαδαμάκη, ό.π.., σελ 502. Βλ. επίσης σε νομολογία ΑΠ 1666/1994, ΠοινΧρ 1994.1419, ΑΠ 2074/2003, ΠοινΔικ 2004.539, ΑΠ 2334/2003, ΠοινΔικ 2004.809, ΑΠ 2254/2004, ΠοινΛογ 2004.2734. 75. Βλ. Α. Καρρά, Η απουσία του κατηγορουμένου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 501 ΚΠΔ), ΠοινΧρ 1983, σελ 566, Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 257 258. 19
ανυπέρβλητα αίτια που εμπόδισαν τον κατηγορούμενο να γνωστοποιήσει στο δικαστήριο το ανωτέρω κώλυμα και να ζητήσει αναβολή (αδυναμία γνωστοποίησης). Η γνωστοποίηση του ανυπέρβλητου κωλύματος και η αίτηση αναβολής της συζήτησης δεν υπόκειται σε καμία διατύπωση και μπορεί να γίνει με κάθε πρόσφορο μέσο, ήτοι αίτηση, απλή επιστολή, τηλεγράφημα και με οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει ειδική για τη γνωστοποίηση εντολή, η οποία αποδεικνύεται με κάθε αποδεικτικό μέσο, ακόμα και με μάρτυρες 76. Η αδυναμία γνωστοποίησης του κωλύματος στο δικαστήριο μπορεί να οφείλεται σε έλλειψη τηλεφωνικής επικοινωνίας ή άγνοια της αρμόδιας υπηρεσίας ή βραδεία άφιξη του προσώπου το οποίο εστάλη στο δικαστήριο να ειδοποιήσει κ.ά 77. Η εκτίμηση του πρόσφορου μέσου γνωστοποίησης, το οποίο είναι ανάλογο προς τον τόπο και τις συνθήκες του δικαζόμενου, ανήκει στην κρίση του δικαστηρίου, που θα λάβει υπόψη το έκτακτο των περιστάσεων 78. Μολονότι η γνωστοποίηση επιτρέπεται να γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο, ωστόσο στην πράξη ο πιο συνηθισμένος τρόπος είναι η εμφάνιση κάποιου προσώπου εκ μέρους του κατηγορουμένου που ανακοινώνει το κώλυμα στο δικαστήριο και προσάγει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία (πχ ιατρικά πιστοποιητικά) ή καταθέτει το ίδιο βεβαιώνοντας το κώλυμα 79. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι δεν είναι απαραίτητο η αδυναμία εμφάνισης και η αδυναμία γνωστοποίησης να οφείλονται σε διαφορετικά αίτια. Είναι δυνατόν το ίδιο γεγονός να αποτελεί το θεμέλιο και των δύο αδυναμιών 80. Το τελευταίο είναι και το συνήθως συμβαίνον. Σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν μπορεί να ασκηθεί αίτηση ακύρωσης διαδικασίας όταν το ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισης μπορούσε να γνωστοποιηθεί στο δικαστήριο και να ζητηθεί αναβολή της συζήτησης 81. 76. Έτσι η ΑΠ 369/1954, ΠοινΧρ 1955.87. Βλ. και Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 55, Α. Κονταξή, ό.π., σελ 2183, Α. Μπουρόπουλο, ό.π., σελ 471. 77. Βλ. Γ. Σταθέα, ό.π., σελ 26 27. 78. Βλ. Γ. Χρηστέα, ό.π., σελ 82. 79. Βλ. Α. Καρρά, Ποινικό δικονομικό δίκαιο, ό.π., σελ 753. 80. Βλ. Α. Καρρά, ό.π., Λ. Μαργαρίτη, ό.π. σελ 261. 81. Βλ. ΕφΔωδ 84/1951, ΠοινΧρ 1952.23, Χ. Δέδε, ό.π., σελ 452, υποσημείωση 164., Γ. Καπετανάκη, ό.π., σελ 262, Α. Κονταξή, ό.π., σελ 2185, Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 258, Α. Κούρτη, ό.π., σελ 835. 20
Αδυναμία προς εμφάνιση δεν σημαίνει άνευ ετέρου και αδυναμία προς γνωστοποίηση του κωλύματος προς εμφάνιση. Ακόμη, δεν μπορεί να ασκηθεί αίτηση ακύρωσης όταν γνωστοποιήθηκε εγκαίρως στο δικαστήριο το κώλυμα εμφάνισης και ζητήθηκε αναβολή, αλλά το σχετικό αίτημα απορρίφθηκε 82. Στην περίπτωση αυτή, η απορριπτική κρίση του δικαστηρίου επί του αιτήματος αναβολής δημιουργεί «οιονεί» δεδικασμένο ως προς την ανυπαρξία ανυπέρβλητου κωλύματος εμφάνισης και η τυχόν επανάκριση των ίδιων πραγματικών περιστατικών και η ενδεχόμενη έκδοση διαφορετικής απόφασης στα πλαίσια εκδίκασης αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας θα προσέκρουε στο δεδικασμένο αυτό 83. Βέβαια, όπως σωστά παρατηρήθηκε 84, ο «επιμελής και σεβόμενος τη δικαιοσύνη» κατηγορούμενος που καθιστά γνωστή την αδυναμία εμφάνισής του στο δικαστήριο και το αίτημα αναβολής απορρίπτεται ως αναπόδεικτο, βρίσκεται σε χειρότερη θέση από εκείνον που, εντός της 15νθήμερης προθεσμίας του 341 ΚΠΔ, συγκεντρώνει όλα τα αποδεικτικά μέσα και «πάνοπλος» προσέρχεται να υποστηρίξει την αίτηση ακύρωσης. Έτσι, ο κατηγορούμενος συχνά οδηγείται στο να μην υποβάλλει αίτημα αναβολής για να μην απορριφθεί, έτσι ώστε να ασκήσει μεταγενέστερα αίτηση ακύρωσης. Για το λόγο αυτό υποστηρίχθηκε η άποψη 85 ότι η αίτηση αναβολής κατ άρθρον 349 ΚΠΔ πρέπει να θεωρείται άσχετη με την αίτηση ακύρωσης και συνεπώς, δεν θα πρέπει να ασκείται επιρροή επί του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης από την απόρριψη του αιτήματος αναβολής. Αυτή η άποψη δεν μπορεί να γίνει δεκτή αναντίρρητα και χωρίς τις ακόλουθες διακρίσεις, διότι δεν στηρίζεται στο γράμμα του νόμου, αφού προϋπόθεση της αίτησης ακύρωσης είναι η αδυναμία γνωστοποίησης του κωλύματος εμφάνισης. Αίτηση ακύρωσης επιτρέπεται, παρά την υποβολή αιτήματος αναβολής, στις εξής περιπτώσεις: 82. Βλ. ΕφΑιγ 4/1955, ΠοινΧρ 1955.96, ΕφΠειρ 187/1998, Πειρ.Νομολογία 1998.219. Βλ. επίσης Φ. Ανδρέου, ό.π., σελ 195, Χ. Δέδε, ό.π., σελ 452, Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 42 και σελ 55, Ι. Ζησιάδη, ό.π., σελ 491, Α. Κούρτη, ό.π., Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 258, Α. Μπουρόπουλο, ό.π., σελ 472 473, Α. Παπαδαμάκη, ό.π, σελ 503. 83. Βλ Λ. Μαργαρίτη, Παρατηρήσεις στην ΤριμΕφΘεσ 2750/1993, Υπεράσπιση 1994, σελ 610, Α. Κούρτη, ό.π., Α. Παπαδαμάκη, ό.π., σελ 504. 84. Βλ. Κ. Αβραάμ, ό.π., σελ 797, Γ. Χατζηκώστα, Η αναβολή της δίκης του άρθρ. 349 ΚΠΔ εν σχέσει με την ακύρωσιν της διαδικασίας, ΝοΒ 1954, σελ 1018. 85. Βλ. Κ. Αβραάμ, ό.π., Γ. Χατζηκώστα, ό.π. 21
Α) Όταν ο κατηγορούμενος είχε ζητήσει εγκαίρως να αναβληθεί η δίκη λόγω ανυπέρβλητου κωλύματός του προς εμφάνιση κατά το άρθρο 349 ΚΠΔ, το δικαστήριο όμως δεν απεφάνθη επί του αιτήματός του, είτε διότι δεν ετέθη αυτό υπόψη του Δικαστηρίου από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, είτε διότι το παρέβλεψε 86, είτε διότι δεν περιήλθε το αίτημα στον Εισαγγελέα, καίτοι αποδεδειγμένως του απεστάλη εγκαίρως 87. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει κρίση του δικαστηρίου σε σχέση με το υποβληθέν αίτημα αναβολής και, συνεπώς, ούτε οιονεί δεδικασμένο. Β) Όταν παρά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής μεσολάβησε στο μεταξύ άλλο ανυπέρβλητο κώλυμα, διαφορετικό από το πρώτο είτε κατ είδος είτε κατ ένταση, το οποίο δεν γνωστοποιήθηκε στο δικαστήριο για λόγους ανώτερης βίας ή άλλα ανυπέρβλητα αίτια 88. Στην περίπτωση αυτή το νέο κώλυμα δεν τέθηκε υπόψη του δικαστηρίου και επομένως δεν υπάρχει οιονεί δεδικασμένο που να καθιστά απαράδεκτη την αίτηση ακύρωσης. Γ) Όταν το αίτημα αναβολής απορρίφθηκε ως αναπόδεικτο και τώρα προσάγονται νέα στοιχεία που αποδεικνύουν και ενισχύουν τη βασιμότητα του ανυπέρβλητου κωλύματος 89. Στην περίπτωση αυτή παρόλο που το ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισης παραμένει το ίδιο και έχει ήδη κριθεί, το οιονεί δεδικασμένο μπορεί να ανατραπεί εξαιτίας της προσαγωγής νέων αποδεικτικών στοιχείων. 86. Βλ. ΟλΑΠ 187/1955, ΠοινΧρ 1955, σελ 379. Βλ. και Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 57, Ι. Ζησιάδη, ό.π., σελ 494-495, Α. Κονταξή, ό.π., σελ 2185, Λ. Μαργαρίτη, σε Γ. Καλφέλη/Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ 259, του ιδίου, Παρατηρήσεις στην ΤριμΕφΘεσ 2750/1993, ό.π., Α. Μπουρόπουλο, ό.π., σελ 471, Α. Παπαδαμάκη, ό.π., σελ 504. 87. Βλ. Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., Α. Μπουρόπουλο, ό.π. 88. Βλ.. Χ. Εμμανουηλίδη, ό.π., σελ 43, Α. Ζαχαριάδη, παρατηρήσεις στην ΕφΘεσ 3259/2000, Αρμενόπουλος 2001, σελ 252, Ι. Ζησιάδη, ό.π., σελ 492, Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ 754, του ιδίου, Η απουσία του κατηγορουμένου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ό.π., σελ 567, του ιδίου, Η αρχή της δικαστικής ακροάσεως, ό.π., σελ 121, Ε. Λιβιεράτο, Παρατηρήσεις στην ΠλημΠειρ 1251/1956, ΝοΒ 1956, σελ 738, Λ. Μαργαρίτη, Παρατηρήσεις στην ΤριμΕφΘεσ 2750/1993, ό.π., σελ 610, Α. Μπουρόπουλο, ό.π., σελ 472 473, Α. Παπαδαμάκη, ό.π., σελ 504, Γ. Σταθέα, ό.π., σελ 31, του ιδίου, Ανασταλτική δύναμις της εφέσεως (Άρθρον 497 παρ 2 ΚΠΔ), ΠοινΧρ 1983, σελ 107. Βλ επίσης στη νομολογία, ΕφΑθ 5104/1971, ΠοινΧρ 1971.777, ΤριμΕφΘεσ 2750/1993, Υπεράσπιση 1994.608 με σύμφωνες παρατηρήσεις Λ. Μαργαρίτη, ΕφΑθ 12180/1996 με αντίθετη μειοψηφία, ΠοινΧρ 1998.73, ΕφΠειρ 187/1998, ΠειρΝομολ 1998.219, ΕφΠατρ 371/1999, ΠοινΔικ 1999.1242, ΕφΠειρ 17/2000, ΠοινΔικ 2001.147, ΕφΠειρ 93/2004, ΠοινΧρ 2004.1082. Αντίθετη η ΕφΘεσ 3259/2000, Αρμενόπουλος 2001.250 με αντίθετες παρατηρήσεις Α. Ζαχαριάδη. 89. Πχ πιστοποιητικά ή βεβαιώσεις ιατρών ή νοσοκομείων σχετικά με το τυχόν ανυπέρβλητο κώλυμα της ασθενείας του κατηγορουμένου. Βλ. Α. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., σελ 754, του ιδίου, Η απουσία του κατηγορουμένου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ό.π., του ιδίου, Η αρχή της δικαστικής ακροάσεως, ό.π., σελ 121, Λ. Μαργαρίτη, Παρατηρήσεις στην ΤριμΕφΘεσ 2750/1993, ό.π., Α. Παπαδαμάκη, ό.π., σελ 505, 22