Το Δικαίωμα Παροχής Δικαστικής Προστασίας κατά το Άρθρο 20παρ.1 του Συντάγματος

Σχετικά έγγραφα
την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Σελίδα 1 από 5. Τ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Ένδικα μέσα και κυρώσεις σε υποθέσεις διακρίσεων: ενισχύοντας την αποτελεσματικότητα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΣΧΕΤΑ ΑΠΟ ΦΥΛΕΤΙΚΗ Ή ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Προπτυχιακή Εργασία. Χαλμούκου Χριστίνα. Σύνταγμα και Αρχές της Πολιτικής Δικονομίας

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Προς: τις Ομοσπονδίες Μέλη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

811 Ν. 23/90. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Δικαστήρια Δικαστές Γραμματεία

A8-0469/79. Helmut Scholz, Merja Kyllönen, Jiří Maštálka, Patrick Le Hyaric, Paloma López Bermejo εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Πρακτικός οδηγός. Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο Σε Αστικές Και Εμπορικές Υποθέσεις

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

... ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ *****

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

«Η Έννοµη Προστασία»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

SN 1316/14 AB/γομ 1 DG D 2A LIMITE EL

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0402(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Transcript:

Προπτυχιακή Εργασία Το Δικαίωμα Παροχής Δικαστικής Προστασίας κατά το Άρθρο 20παρ.1 του Συντάγματος Εισαγωγή Στα πλαίσια αυτής της εργασίας έγινε προσπάθεια για την όσο το δυνατό καλύτερη κατανόηση του θεμελιώδους δικονομικού δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας. Το δικαίωμα αυτό υπήρξε μια από τις καινοτομίες του Συντάγματος του 1975 και διατηρήθηκε μέχρι σήμερα στην ελληνική έννομη τάξη με το ίδιο περιεχόμενο. Το τελευταίο, μάλιστα, προσδιορίζει ιδεολογικά τις υπόλοιπες συνταγματικές ρυθμίσεις που κατοχυρώνουν το Κράτος δικαίου και εγγυώνται τη δημοκρατική αρχή. Αυτό συνάγεται και από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 1 1 και 2 1 του Συντάγματος. Για να επιτευχθεί, λοιπόν, ο βασικός σκοπός εκπόνησης της παρούσας εργασίας κρίθηκε σημαντικό να ξεκινήσει η μελέτη του θέματος με μια ιστορική αναδρομή της παρουσίας του δικαιώματος στην ελλαδική έννομη τάξη και με την αναφορά στα πρότυπα που επηρέασαν το συντακτικό νομοθέτη να προβεί στην κατοχύρωσή του. Στη συνέχεια προσδιορίζεται η νομική φύση του δικαιώματος προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι επιπτώσεις που έχει κατά τη θέσπιση και εφαρμογή κανόνων δικαίου και ακολουθεί ο κλασικός τρόπος προσέγγισης κάθε δικαιώματος, δηλαδή το περιεχόμενο, το αντικείμενο και το υποκείμενό του. Ιστορική αναδρομή Ο προάγγελος του άρθρου 20 1 του Σ εμφανίστηκε ήδη από την περίοδο της Ελληνικής επανάστασης και του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα κατά των Τούρκων. Το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827) περιείχε διάταξη σύμφωνα με την οποία «κανείς δε δύναται ν αποφύγη το ανήκον δικαστήριον, ουδέ να εμποδισθή από το να καταφύγη εις αυτό», με συνέπεια να κατοχυρώνεται ρητά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και προσφυγής στα δικαστήρια. Ουσιαστικός, όμως, πρόδρομος του άρθρου 20 1 του Συντάγματος του 1975 στη σύγχρονη ελληνική εποχή υπό δημοκρατικό καθεστώς υπήρξε το άρθρο 1 της από 7.8.1974 Συντακτικής Πράξεως «Περί συμπληρώσεως της από 1ης Αυγούστου 1974 Συντακτικής Πράξεως και προσαρμογής συνταγματικών διατάξεων αναφερόμενων εις την λειτουργίαν της Δικαιοσύνης», το οποίο στάθηκε η βάση για το άρθρο 20 2 του Συντάγματος της 1ης Ιανουαρίου του 1952. Στη συνέχεια, περιλήφθηκε στο Σχέδιο Συντάγματος της 23.12.1974 όπως επίσης και στο επόμενο Σχέδιο Συντάγματος της 7.1.1975 το άρθρο 21, το οποίο έλαβε τελικά στο ισχύον Σύνταγμα τον αριθμό 20. Πρότυπα Τα πρότυπα του ισχύοντος δικαιώματος δικαστικής προστασίας πρέπει να αναζητηθούν σε τρία επίπεδα. 1. Στο χώρο των συνταγματικών κειμένων των αλλοδαπών έννομων τάξεων Κύριο και βασικό ηθελημένο πρότυπο- με την έννοια ότι αυτό έλαβε υπόψη του ο Έλληνας συντακτικός νομοθέτης και όχι με την έννοια ότι προέβη σε στείρα αντιγραφή της λεκτικής του διατύπωσης- είναι η διάταξη του άρθρου 19 4 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης, ο οποίος αποτελεί το Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Επίσης, πρόσφορη και χρήσιμη για την ορθή και αληθή αναλόγως εφαρμογή και ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 20 του Συντάγματος καθώς και για τη εύρεση του αληθούς νοήματος και περιεχομένου του δικαιώματος δικαστικής προστασίας υπήρξε και η διάταξη του άρθρου 24 του Ιταλικού Συντάγματος του 1947 κατά την οποία: «όλοι έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν στη δικαιοσύνη για την προστασία των δικαιωμάτων και των εννόμων συμφερόντων τους». Τέλος, το άρθρο 103 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης έπαιξε κι αυτό κάποιο ρόλο- αν και μικρό- στην τελική διαμόρφωση του άρθρου 20 1 του Συντάγματος του 1975. 2. Στο χώρο του δημοσίου διεθνούς δικαίου

Η δικαστική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων κατοχυρώνεται σε διεθνείς διακηρύξεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Κατ αρχήν, στο άρθρο 10 της Οικουμενικής Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών του 1948, που δεν είναι νομικά δεσμευτική, προβλέπεται η κατοχύρωση της δικαστικής προστασίας. Αλλά και στο άρθρο 11 1εδ.2 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ περί ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του 1966, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το νόμο 2462/1997, υπάρχει ανάλογη πρόβλεψη. Τέλος, προβλέπεται επίσης από το άρθρο 8 1 της Αμερικανικής Συμβάσεως περί των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. 3. Στο χώρο του κοινοτικού δικαίου Το πρότυπο για το 20 1 του Συντάγματος του 1975 στον τομέα αυτό υπήρξε το άρθρο 6 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (της 4ης Νοεμβρίου 1950) «δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», στο οποίο προβλέπεται ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικαστεί δικαίως, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που να λειτουργεί νόμιμα, και το οποίο θα αποφασίσει είτε αναφορικά με τις αμφισβητήσεις στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του που είναι αστικής φύσεως είτε αναφορικά με το βάσιμο κάθε κατηγορίας ποινικής φύσεως που θα διατυπωθεί εις βάρος του. Το ίδιο άρθρο επιβάλλει όπως η δικαστική απόφαση, που θα εκδοθεί αναφορικά με τα προηγούμενα θέματα, εκδοθεί δημόσια με διαδικασία δημόσια και μόνο κατ εξαίρεση επιτρέπεται η απαγόρευση της εισόδου στην αίθουσα συνεδριάσεων του τύπου και του κοινού καθ όλη τη διάρκεια της δίκης ή για ένα τμήμα αυτής προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας σε δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται από τα συμφέροντα του ανηλίκου ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων ή στο βαθμό που τούτο κρίνεται από το δικαστήριο ως απολύτως αναγκαίο μέτρο, όταν λόγω των ειδικών συνθηκών η δημοσιότητα, σύμφωνα με την κρίση του δικαστηρίου, θα μπορούσε να παραβλάψει τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Δικονομικό χαρακτήρα μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει και το δικαίωμα που καθιερώνεται από το άρθρο 13 της ίδιας Συμβάσεως. Σύμφωνα με αυτό κάθε πρόσωπο του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των». Στο κεφάλαιο αυτό κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν και τα ειδικότερα θεμέλια στα οποία εδράζεται η συνταγματική καθιέρωση του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, εκτός από μόνο το άρθρο 20 1 του Συντάγματος.αυτά είναι τα ακόλουθα: α) το άρθρο 26 του Συντάγματος το οποίο καθιερώνει το χωρισμό των τριών βασικών κρατικών λειτουργιών- της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής- ορίζει στην 3 ότι η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια και ότι οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του ελληνικού λαού. Από αυτή τη διάταξη συνάγεται ότι υφίσταται δικαστική λειτουργία με υποκείμενο ένα δικαστήριο που συντίθεται από ανεξάρτητους δικαστικούς λειτουργούς και με αντικείμενο τη διάγνωση των διαφορών ή υποθέσεων των προσώπων. Αυτή η δικαστική λειτουργία είναι μάλιστα ανεξάρτητη από τη νομοθετική και την εκτελεστική. Η ανεξαρτησία αυτή αναφέρεται όχι μόνο στην προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών αλλά και στην ανεξαρτησία των δικαστηρίων ως δικαιοδοτικών οργάνων από εντολές, αποφάσεις ή υποδείξεις της διοίκησης της νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας. β) το άρθρο 87 του Συντάγματος, το οποίο θεσπίζει ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία». γ) τα άρθρα 93επ., με τα οποία ρυθμίζεται η οργάνωση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων. Κατοχύρωση Μετά από τα παραπάνω εισαγωγικά για το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, γίνεται αντιληπτό ότι το άρθρο 20 θωρακίζει συνταγματικά το δικαίωμα του κάθε ατόμου να καταφεύγει στα δικαστήρια και να αξιώνει την παροχή εννόμου προστασίας. Όπως εξάλλου αναφέρθηκε παραπάνω, το άρθρο 20 του Συντάγματος αποτελεί ένα από τα στηρίγματα του Κράτους δικαίου. Συμβάλλει στην πληρέστερη λειτουργία του σύγχρονου Κράτους δικαίου

διότι παρέχει ουσιαστική προστασία σε συνταγματικό επίπεδο. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι η συνταγματική αυτή διάταξη αναφέρεται στο παραδεκτό της αγωγής και όχι στο βάσιμο, δηλαδή κατοχυρώνει το δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια, της αξιώσεως να κινηθεί η δικαστική διαδικασία αντικειμενικής δικαιοσύνης. Βασική προϋπόθεση για την εκπλήρωση αυτής της αξίωσης είναι η προσβολή ενός δικαιώματος ή ενός από το νόμο προστατευόμενου συμφέροντος. Επιπλέον, όμως, απαιτείται να προβληθεί αυτή η αξίωση από τον πολίτη. Το δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε αναγνώριση, διάπλαση ή καταψήφιση δικαιώματος αν δεν του ζητηθεί. Αυτό συνάγεται και από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 20 του Συντάγματος. («καθένας έχει δικαίωμα.και μπορεί»). Είναι, μάλιστα, σύμφωνο και με το άρθρο 106ΚπολΔ που ρυθμίζει την αρχή της διαθέσεως, κατά την οποία το δικαστήριο δεν δικαιούται να εκδικάσει μια διαφορά χωρίς να του υποβληθεί σχετική αίτηση, καθώς επίσης δεν μπορεί να επιδικάσει κάτι διαφορετικό ή κάτι πέρα από αυτό που ζητήθηκε. Συνεπώς, διαπιστώνεται μια άμεση σχέση μεταξύ των δύο άρθρων που προαναφέρθηκαν και συνάγεται η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της διαθέσεως. Για αυτό το λόγο, κάθε κατάλυση της αρχής της διαθέσεως κρίνεται ως αντισυνταγματική. Βέβαια, αυτό δε σημαίνει ότι απαγορεύεται κάθε απόκλιση από την αρχή της διαθέσεως. Ωστόσο είναι δυνατές στο αστικό δικονομικό δίκαιο διατάξεις που επιτρέπουν την αυτεπάγγελτη διάγνωση της διαφοράς, οι οποίες παραμένουν εξαιρέσεις. Η διάταξη αυτή επομένως δε δημιουργεί αλλά προϋποθέτει ουσιαστικά δικαιώματα, την ύπαρξη και άσκηση των οποίων προστατεύει με την παροχή «έννομης προστασίας από τα δικαστήρια». Αυτή η προστασία, η δικαστική, κατοχυρώνεται απευθείας από το Σύνταγμα και δεν εξαρτάται από την έκδοση νόμου. Ισχύει πάντως μέσα στα πλαίσια που ορίζουν οι εκάστοτε δικονομικοί νόμοι- «όπως νόμος ορίζει». Οι νόμοι αυτοί δεν περιορίζουν αλλά προσδιορίζουν- ή τουλάχιστον οφείλουν να το κάνουν- τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.η ρήτρα επιφύλαξης αναφέρεται, δηλαδή, μόνο στη θέσπιση διαδικαστικών προϋποθέσεων, οι οποίες δεν πρέπει να πλήττουν τον πυρήνα του συγκεκριμένου ατομικού δικαιώματος. Ο νομοθέτης δε δικαιούται να εμποδίζει την προσφυγή του ιδιώτη στα δικαστήρια προκειμένου να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του ούτε, αξιοποιώντας τη ρυθμιστική λειτουργία, να την περιορίζει, γεγονός που οδηγεί στη συρρίκνωση ή αναίρεση της συνταγματικά κατοχυρωμένης δικαστικής προστασίας.οι μόνοι περιορισμοί που μπορεί να επιβάλει ο νομοθέτης είναι οι γενικές διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης. Βέβαια, είναι δυνατή και η καθιέρωση δικαιολογημένων ειδικών διαδικαστικών προϋποθέσεων, αρκεί να εμπίπτουν πράγματι στην έννοια και τη φύση της διαδικαστικής προϋπόθεσης και όχι να θεσπίζονται εικονικά με σκοπό την αναίρεση του δικαιώματος. Τέλος, δεν πρέπει να αμφισβητείται και η δυνατότητα του κοινού νομοθέτη να καθορίζει πού, πώς και με ποιες προϋποθέσεις θα απονέμεται δικαιοσύνη, αρκεί αυτές να μην μεταπίπτουν «σε οχήματα ασκήσεως της φορολογικής ή οποιασδήποτε άλλης πολιτικής του κράτους». H σημασία της συνταγματικής κατοχύρωσης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας διαφαίνεται και από τη μη δυνατότητα αναθεώρησης του άρθρου 20 1 του Συντάγματος. Η παροχή δικαστικής προστασίας στον πολίτη για την ικανοποίηση των δικαιωμάτων και έννομων συμφερόντων του αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του Κράτους δικαίου, που είναι ένα «μέγεθος καθοριστικό της βάσεως και της μορφής του πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας». Για αυτό το λόγο, άλλωστε η παραπάνω διάταξη δεν περιλαμβάνεται σε εκείνες των οποίων η ισχύς αναστέλλεται, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 48 του Συντάγματος.(«σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος»). Νομική φύση Όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή της παρούσας εργασίας ο προσδιορισμός των επιπτώσεων του άρθρου 20 του Συντάγματος κατά τη θέσπιση και εφαρμογή κανόνων δικονομικού δικαίου εξαρτάται κατά μεγάλο μέρος από τη νομική φύση της συνταγματικής διάταξης. Ωστόσο, το ζήτημα της νομικής φύσης προκάλεσε μεγάλη διάσταση. Αν και το άρθρο 20 του Συντάγματος (βλ. παραπάνω στο κεφάλαιο της ιστορικής αναδρομής) δε δημιούργησε εκ του μηδενός μία νέα αρχή ή ένα νέο δικαίωμα, καθιέρωσε μία νέα νομική κατάσταση και προσέδωσε στο θεσμό της δικαστικής προστασίας αυξημένη τυπική ισχύ, ανάγοντάς τον σε θεσμό τυπικής ισχύος. Για αυτό το λόγο ο κοινός νομοθέτης αδυνατεί να τροποποιήσει την κείμενη νομοθεσία κατά τρόπο που να καθιστά δυσχερέστερη την

παρεχόμενη δικαστική προστασία. Σχετικά με το ζήτημα της νομικής φύσεως, η επιστημονική συζήτηση έχει επικεντρωθεί κατά κύριο λόγο στο ερώτημα, αν η διάταξη του άρθρου 20 1 του Συντάγματος καθιερώνει στην πραγματικότητα ένα δικαίωμα ή μόνο κατευθυντήρια ή προγραμματική αρχή και εμμέσως ή δευτερευόντως στο ερώτημα, αν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας συνιστά ένα δημοκρατικά ουδέτερο δικαίωμα ή όχι. Για το πρώτο από τα προαναφερθέντα ερωτήματα διατυπώθηκαν οι ακόλουθες απόψεις. Πρώτον, το άρθρο 20 1 του Συντάγματος έχει απλώς προγραμματικό χαρακτήρα και αποτελεί κατευθυντήρια αρχή. Αποτελεί μια ανώτατη θεσμική αρχή, μια «ιδεατή αφετηρία για τη λειτουργία των συναφών δικαιωμάτων του ατόμου». Η άποψη αυτή βασίστηκε στον προβληματισμό των Γερμανών θεωρητικών του συνταγματικού δικαίου αλλά και στην ίδια τη γερμανική νομολογία σχετικά με τη ρύθμιση που καθιερώνει το άρθρο 19 4 του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης. Ωστόσο, εγκαταλείφθηκε οριστικά από την ελληνική έννομη τάξη, διότι κρίθηκε ατεκμηρίωτη και αποκομμένη από τα ελλαδικά δεδομένα. Η δεύτερη άποψη που υποστηρίχθηκε και θεωρείται σήμερα κρατούσα από πλήθος συνταγματολόγων (Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, τ.β, σελ.1405επ., Εκδ.Σάκκουλα, 2005, Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα, Ειδικό Μέρος, τομ.3ημ.β, Αθήνα 2005, σελ.270επ., Μανιτάκης, Δ 1982, σελ.631.) και άλλων θεωρητικών του δικαίου ( κυρίως δικονομολόγων, π.χ. Κλαμαρής Νικ. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά το άρθρο 20 1 Συντάγματος 1975, Εκδ.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή,1989), είναι ότι η διάταξη που μας απασχολεί δεν καθιερώνει μόνο ένα θεμελιώδες δικαίωμα δημοσίου δικαίου, αλλά και μία βασική δικονομική αρχή προς όφελος της αντικειμενικής και αμερόληπτης δικαιοσύνης, και μια έννομη αξίωση του ατόμου στο επίπεδο του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος. Αυτό προκύπτει εξάλλου και από τη θέση του άρθρου 20 στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος υπό τον τίτλο «Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα». Είναι αναμφισβήτητο, λοιπόν, ότι πρόκειται για δικαίωμα, το οποίο με βάση την τριμερή διάκριση των δημοσίων δικαιωμάτων κατά τη θεωρία του Georg Jellinek - θεωρία που ακολουθεί και ο καθηγητής Συνταγματικού δικαίου Ανδρ.Δημητρόπουλος- ανήκει στα δικαιώματα του θετικού status. Συνάγεται, λοιπόν, ότι η νομική φύση της διάταξης του άρθρου 20 1 του Συντάγματος είναι διττή: με αυτή θεσπίζεται ένα δικαίωμα του ατόμου, ενώ ταυτόχρονα ιδρύεται και μία θεσμική εγγύηση. Στη διάταξη περιλαμβάνεται κανόνας του δικονομικού δικαίου, αρχή δικονομική και δικαίωμα κάθε υποκειμένου δικαίου. Με το εν λόγω άρθρο, εξάλλου, δημιουργείται ένα γενικό δικονομικό δικαίωμα το οποίο, θα μπορούσε να λεχθεί ότι αντιστοιχεί στο γενικό δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (5 1 του Σ). Προϋποθέτει, άρα, την ύπαρξη ενός ουσιαστικού δικαιώματος του οποίου και εγγυάται την ύπαρξη, ικανοποίηση και άσκησή του. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν αποτελεί και αυτό δικαίωμα, απλώς λειτουργεί επιπλέον και ως τυπική εγγύηση ενός ουσιαστικού δικαιώματος. Κατά την πληρέστερη άποψη, που κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος, η νομική φύση της συνταγματικά κατοχυρωμένης δικαστικής προστασίας εμφανίζει τρεις επιμέρους εκφάνσεις, οι οποίες βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Με αυτές: α) καθιερώνεται θεμελιώδες δικαίωμα με αξίωση του καθενός για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, β) εισάγεται συνταγματική δικονομική αρχή και γ) υιοθετείται θεσμική εγγύηση με ανάλογο περιεχόμενο. Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα που αναφέρθηκε στην αρχή του παρόντος κεφαλαίου, πρέπει να επισημανθεί ότι το δικαίωμα αυτό, ανεξάρτητα από το αν περιέχεται σε συνταγματικά κείμενα με δημοκρατικό ή όχι χαρακτήρα, δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται ως δημοκρατικώς ουδέτερο, γιατί ο χαρακτηρισμός αυτός κρίνεται εσφαλμένος και μπορεί να οδηγήσει σε παρανοήσεις. Όπως είδαμε, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας αποτελεί έκφραση του Κράτους δικαίου. Αν γίνει, λοιπόν, δεκτό ότι το δικαίωμα αυτό ανήκει στα φιλελεύθερα δικαιοκρατικά στοιχεία και όχι στα δημοκρατικά καταλήγουμε σε ασυμβίβαστο αποτέλεσμα, καθώς και με βάση τα παραπάνω- δε νοείται μη δημοκρατικό φιλελεύθερο Κράτος δικαίου. Περιεχόμενο δικαιώματος δικαστικής προστασίας Το περιεχόμενο του δικαιώματος δικαστικής προστασίας είναι η κατοχύρωση ή αποκατάσταση του θιγόμενου δικαιώματος ή έννομου συμφέροντος. Για να εκπληρώσει η δικαστική προστασία το σκοπό της συνταγματικής τους εγγυήσεως πρέπει να είναι πλήρης και αποτελεσματική. Πλήρης είναι, πρώτον, όταν δεν υπάρχει υπόθεση για την οποία να αποκλείεται η δικαστική προστασία. Τέτοια περίπτωση αποτελεί ο αποκλεισμός των λεγόμενων «κυβερνητικών» πράξεων, από τον έλεγχο του ΣτΕ, ο οποίος είναι και ασυμβίβαστος με το Σύνταγμα. Δεύτερον, η δικαστική προστασία είναι πλήρης όταν δεν

περιορίζεται στον έλεγχο της τυπικής νομιμότητας της διοικητικής πράξης, αλλά περιλαμβάνει και τον έλεγχο της τηρήσεως των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας. Εκτός, όμως, από την πληρότητα για να μη στερείται νοήματος στην πράξη η δικαστική προστασία, πρέπει να είναι και αποτελεσματική. Δηλαδή, πρέπει να παρέχεται σε χρόνο και με τρόπο που να εξασφαλίζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Αυτό σημαίνει ότι η δικαστική προστασία πρέπει να παρέχεται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, ώστε να αποφεύγεται η βραδύτητα κατά την απονομή της. Με το άρθρο 20 1 προστατεύονται συνταγματικά οι τρεις μορφές της έννομης προστασίας, όπως φαίνεται και στην ανάπτυξη που ακολουθεί. Πρώτον, η αξίωση για την αυθεντική διάγνωση της ισχύος των εννόμων συνεπειών που επικαλούνται οι διάδικοι (π.κ. υπό 1), η αξίωση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων (π.κ. υπό 2) και η αξίωση για αναγκαστική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων ή άλλων εκτελεστών τίτλων (π.κ. υπό 3). Δικαστική προστασία και ακρόαση Το άρθρο 20 1του Συντάγματος κατοχυρώνει δύο διακεκριμένα, αλλά συγγενή δικαιώματα και καλύπτει τις δύο διαδοχικές φάσεις της έννομης προστασίας που επιζητεί ο ιδιώτης στα δικαστήρια. Κατ αρχήν, ο ιδιώτης, του οποίου θίγονται τα δικαιώματα ή τα έννομα συμφέροντά του, έχει αξίωση να απευθυνθεί στο δικαστή. Το Σύνταγμα εγγυάται την ελεύθερη και ακώλυτη πρόσβαση στο δικαστήριο και δίνει στον πολίτη το δικαίωμα να κινήσει τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης. Στη συνέχεια, αφού αρχίσει η δίκη, ο κάθε διάδικος δικαιούται να επικαλεστεί τα κρίσιμα, κατά την άποψή του, πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά μέσα προκειμένου να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Το δικαστήριο, από τη δική του πλευρά, οφείλει να προστατεύσει τα δικαιώματα και συμφέροντα του προσφεύγοντος. Υποχρεούται, επίσης, να εξετάσει και να ελέγξει την ιστορική βάση των ισχυρισμών και το αποδεικτικό υλικό που επικαλείται και προσκομίζει ο κάθε διάδικος. Δικαστική προστασία και ασφαλιστικά μέτρα Η συνταγματική εγγύηση του άρθρου 20 1 περιλαμβάνει και το δικαίωμα λήψης ασφαλιστικών μέτρων. Ο θεσμός των ασφαλιστικών μέτρων και το δικονομικό δικαίωμα για υποβολή αίτησης για τη λήψη αυτών δεν οφείλονται στη δομή και λειτουργία του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, αλλά σε τεχνικούς- οργανωτικούς λόγους και, κυρίως, στην καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης και στην ύπαρξη αναγκών και κινδύνων που αναφύονται και επιβάλλουν την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Βέβαια, για να επιτευχθεί η ταχεία απονομή δικαιοσύνης θυσιάζονται κάποιες φορές βασικές εγγυήσεις της απονομής δικαιοσύνης, όπως η ορθότητα και η ποιότητα. Για να αποτραπεί κάτι τέτοιο, ο νομοθέτης πρέπει να βρίσκει κάθε φορά τη «χρυσή τομή» αφενός μεταξύ ορθής και ταχείας απονομής δικαιοσύνης, αφετέρου μεταξύ της εξασφάλισης των δικαιωμάτων του αιτούντος και αυτών του καθού. Για αυτό «η παλαιότερη εξαίρεση ποσού 20% του βεβαιωθέντος φόρου εισοδήματος από την ανασταλτική εξουσία των διοικητικών δικαστηρίων και η υποχρεωτική παρακαταθήκη του ενός τρίτου του βεβαιωθέντος βασικού χρέους ως προϋπόθεση της κατ αίτηση του ανακόπτοντος δικαστικής διαταγής της αναστολής της διοικητικής εκτελέσεως αντίκειται στην κατά το άρθρο 20 1 παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας». Δικαστική προστασία και αναγκαστική εκτέλεση Η συνταγματική εγγύηση αφορά και τη βάσει δικαστικής απόφασης ή άλλου εκτελεστού τίτλου αναγκαστική εκτέλεση. Αυτό γίνεται εύκολα κατανοητό, αν αναλογιστεί κανείς ότι η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί το τμήμα εκείνο που εκφράζει με την πιο έντονη μορφή την παροχή δικαστικής προστασίας, καθώς η αναγκαστική εκτέλεση είναι στην πραγματικότητα η πραγμάτωση της δικαστικής προστασίας, τόσο για το δανειστή όσο και για τον οφειλέτη. Χωρίς τη ρύθμιση της αναγκαστικής εκτέλεσης και τη συνδρομή των οργάνων της, το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας θα ήταν κενό και, ως εκ τούτου, αναποτελεσματικό. Κι αυτό γιατί κανείς δε θα προέβαινε σε εκούσια συμμόρφωση με το περιεχόμενο δικαστικής απόφασης που τον καταδίκαζε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, αν δεν υπήρχε η πρόβλεψη από το νόμο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η αναγκαστική εκτέλεση καλύπτεται, επομένως, από το 20 1 του Σ, επειδή είναι η αναγκαία συνέχεια για την

ολοκλήρωση της δικαστικής προστασίας που προηγήθηκε με την έκδοση δικαστικής απόφασης ( αν και η αναγκαστική εκτέλεση δεν έχει καθαρά δικαστικό χαρακτήρα, αλλά, αντίθετα, αποτελεί μια σειρά εξώδικων, διαδικαστικών πράξεων). Ωστόσο, υπάρχει διχογνωμία σχετικά με την ύπαρξη ή ανυπαρξία της συνταγματικής κατοχύρωσης της αναγκαστικής εκτέλεσης σε περίπτωση που ο εκτελεστός τίτλος δεν είναι δικαστική απόφαση. Σύμφωνα με τους περισσότερους, η αναγκαστική εκτέλεση υπάρχει και σε αυτήν την περίπτωση. Δικαστική προστασία και το πρόβλημα της καθιέρωσης των ενδίκων μέσων Αμφισβητείται αν η άσκηση ενδίκων μέσων περιλαμβάνεται στο περιεχόμενο του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας και για αυτό το θέμα έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Προτού, όμως, αναφερθούμε στις διάφορες αυτές απόψεις, κρίνεται σημαντικό να αναφερθούμε γενικά στο ρόλο και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων. Με τα ένδικα μέσα, όπως προσδιορίζονται από τους εκάστοτε κλάδους του ισχύοντος δικαίου, δεν επιδιώκεται η παροχή αυτοτελούς έννομης προστασίας αλλά κατά κύριο λόγο ο ουσιαστικός και νομικός έλεγχος της δικαστικής προστασίας που παρεσχέθη με την προσβαλλόμενη δικαστική απόφαση. Το κύριο χαρακτηριστικό των ενδίκων μέσων είναι η συνέχεια της δικαστικής διαδικασίας που είχε αρχίσει ενώπιον του δικαστηρίου, και αυτό διαφαίνεται και από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων. Επομένως, για να καταστεί δυνατός ο έλεγχος με τη βοήθεια των ενδίκων μέσων είναι αναγκαία η διαγνωστική διαδικασία του πρώτου βαθμού, χωρίς την οποία δεν μπορεί να γίνει. Ένδικα μέσα και Σύνταγμα: το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει την ύπαρξη δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε αντίθεση με τις οικείες διατάξεις του ΚπολΔ ή του ΚΠΔ. Το βασικό πρόβλημα που ανακύπτει σε αυτό το σημείο είναι αν η δυνατότητα προσβολής των δικαστικών αποφάσεων με τα ένδικα μέσα είναι απλώς ένα διαδικαστικό ζήτημα ή περιλαμβάνεται στον πυρήνα του ατομικού δικαιώματος της δικαστικής προστασίας. Έτσι, λοιπόν, η κρατούσα γνώμη δέχεται ότι το άρθρο 20 1 του Σ διασφαλίζει μεν πλήρη δικαστική προστασία, χωρίς όμως να εγγυάται δύο ή και περισσότερους βαθμούς δικαιοδοσίας. Για αυτό το αν θα παρασχεθεί στον πολίτη η δυνατότητα να ασκήσει ένδικα μέσα είναι ένα ζήτημα που ρυθμίζεται από τον κοινό νομοθέτη. Αν ο συντακτικός νομοθέτης δεν είχε υπόψη του τις παραμέτρους του χρονικού παράγοντα ή της παρέλκυσης της δίκης θα είχε κατοχυρώσει ρητά το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Βέβαια, υποστηρίζεται και εν μέρει η άποψη ότι μόνο με τη θέσπιση των ενδίκων μέσων θα επιτευχθεί πλήρης και αποτελεσματική δικαστική προστασία, που είναι και ο σκοπός του άρθρου 20 1 του Συντάγματος. Μάλιστα, «πιο πειστική και σύμφωνη με τις καταβολές του συνταγματικού δικαιώματος φαίνεται η εκδοχή, κατά την οποία το άρθρο 20 1 του Συντάγματος έχει γενικό περιεχόμενο και δεν ορίζει ποιος κλάδος δικαστηρίων παρέχει την έννομη προστασία, ούτε ασχολείται με το θέμα των βαθμών δικαιοδοσίας. Η συνταγματική εγγύηση έχει την έννοια της εξασφάλισης της εντελώς απαραίτητης δικαστικής προστασίας, ενώ αφήνει στη διακριτική εξουσία του νομοθέτη τη διαμόρφωση και επέκταση των ενδίκων μέσων». Σύμφωνη με την τελευταία αυτή άποψη είναι και η νομολογία κατά την οποία η απαγόρευση με νόμο της ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά μιας κατηγορίας αποφάσεων ή βουλευμάτων δεν είναι αντίθετη στο άρθρο 20 1 του Σ. Συμπερασματικά, το άρθρο 20 1 δεν κατοχυρώνει την υποχρεωτική καθιέρωση των ένδικων μέσων. Προκειμένου, όμως, να μην υπάρχουν αμφιβολίες στον πολίτη ότι τυχόν χρησιμοποιείται αυτή η μη συνταγματική κάλυψη με σκοπό να θιγεί προσωπικά από τη μη καθιέρωση των ένδικων μέσων, πρέπει οι λόγοι αποκλεισμού τους να είναι αντικειμενικοί. Αντικείμενο δικαιώματος δικαστικής προστασίας Αντικείμενο του δικαιώματος δικαστικής προστασίας είναι τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του ενάγοντος ή προσφεύγοντος και όχι κατά κανόνα άλλων προσώπων. Χαρακτηριστικό είναι ότι η διάταξη τους όρους «δικαιώματα» και «συμφέροντα», διευρύνοντας τη συνταγματική προστασία. Τίθεται, όμως, το ερώτημα αν και σε ποιο βαθμό το άρθρο 20 1 παραχωρεί, αναγνωρίζει και πολλαπλασιάζει υποκειμενικής φύσεως δικαιώματα και συμφέροντα: πού θα αναζητήσει ο ιδιώτης τα δικαιώματα και συμφέροντα, την προσβολή των οποίων θα προβάλει ενώπιον των δικαστηρίων κατ εφαρμογή του άρθρου 20 1 του Συντάγματος; Δικαιώματα και συμφέροντα

Το Σύνταγμα, όπως προαναφέρθηκε, καλύπτει με τις εγγυήσεις του άρθρου 20 1 και τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του ιδιώτη. Και ενώ η αναγνώριση ενός δικαιώματος πραγματοποιείται κάτω από αυστηρότερες προϋποθέσεις, η θεμελίωση ενός απλού συμφέροντος εμφανίζεται ευκολότερη. Ωστόσο, τα πράγματα περιπλέκονται αν αναλογιστούμε ότι η επιστήμη του ιδιωτικού δικαίου ορίζει ως δικαίωμα την εξουσία, την οποία απονέμει το δίκαιο για την ικανοποίηση έννομου συμφέροντος. Το έννομο συμφέρον προάγεται σε συστατικό στοιχείο της έννοιας του δικαιώματος. Έτσι, εξάλλου, επιβεβαιώνεται ότι οι απαιτήσεις για την αποδοχή του δικαιώματος είναι μεγαλύτερες από ότι για την αποδοχή (έννομου) συμφέροντος. Μάλιστα, ως «συμφέρον» πρέπει να θεωρείται μόνο το «έννομο», δηλαδή από το νόμο αναγνωριζόμενο και όχι το οικονομικό απλώς συμφέρον ή τα αντανακλαστικά δικαιώματα, όπως είναι οι δυσμενείς επιρροές κανόνων ή γενικών διοικητικών μέτρων στην υποκειμενική κατάσταση ενός ιδιώτη. Αλλά και ένα απλό συμφέρον μπορεί να εξελιχθεί σε έννομο, όταν αναγνωρίζεται και προστατεύεται από το δίκαιο, ενώ μπορεί να αναχθεί σε άρτιο δικαίωμα όταν αποκτά και τη δύναμη για την ικανοποίησή του. Στο πεδίο εφαρμογής της συνταγματικής διατάξεως εμπίπτουν, λοιπόν, εκτός από τα δικαιώματα, και τα έννομα συμφέροντα, τα οποία παραδέχεται και ξεχωρίζει η έννομη τάξη. Οι πηγές των δικαιωμάτων και συμφερόντων Το γεγονός ότι το άρθρο 20 1 του Συντάγματος αναφέρει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα ως αντικείμενό του δεν πρέπει να μας επηρεάσει, έτσι ώστε να θεωρήσουμε και το άρθρο αυτό ως πηγή και θεμέλιο για τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα του ιδιώτη. Όπως, έχει ήδη αναφερθεί και σε προηγούμενο κεφάλαιο της εργασίας αυτής, η παρούσα συνταγματική διάταξη δε δημιουργεί και δεν εγκαθιδρύει, αλλά προϋποθέτει και προαπαιτεί ουσιαστικά δικαιώματα και έννομα συμφέροντα. Η προστατευτική λειτουργία της συνταγματικής αξιώσεως δε φθάνει στο σημείο να παραχωρεί νέα δικαιώματα ή συμφέροντα. Το ουσιαστικό δικαίωμα και το έννομο συμφέρον εκπηγάζουν από κείμενες ρυθμίσεις ή από τρέχουσες συμφωνίες και τελειοποιούνται με τις πρόσθετες δικονομικές εγγυήσεις του άρθρου 20 του Συντάγματος. Όργανα Η συνταγματική εγγύηση της διάταξης του άρθρου 20 1 εκπληρώνεται μόνο με την παροχή έννομης προστασίας από δικαστήρια. Δεν εκπληρώνεται, λοιπόν, όταν η έννομη προστασία παρέχεται από διάφορες διοικητικές επιτροπές, από τα πειθαρχικά συμβούλια δημοσίων υπαλλήλων και, τέλος, από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, τα οποία αποτελούν διοικητικά όργανα και όχι δικαστήρια. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, δικαστήρια είναι μόνο αυτά που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας(άρθρο 87 1 Σ). Επίσης, κατά την έννοια του Συντάγματος, δικαστήρια είναι μόνο τα κρατικά. Δεν υπάγεται, λοιπόν, στην έννοια των δικαστηρίων η συναινετική διαιτησία, που βασίζεται στη συμφωνία των μερών, ούτε τα εκκλησιαστικά δικαστήρια που δεν υπάγονται καν στην έννοια του άρθρου 87 του Σ. Τέλος, η προστασία του άρθρου 20 1 αναφέρεται μόνο σε αυτήν που παρέχεται από τα ελληνικά δικαστήρια. Αυτό που πρέπει να επισημανθεί σε αυτό το σημείο είναι ότι η δικαστική προστασία της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης δε νοείται ως δικαστική προστασία παρεχόμενη από συγκεκριμένο είδος ή κλάδο δικαστηρίων, ούτε από περισσότερους του ενός βαθμού δικαιοδοσίας. Δικαιούχοι Το δικαίωμα του άρθρου 20 1 του Συντάγματος παρέχεται σε κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, είτε του ιδιωτικού είτε του δημοσίου δικαίου, είτε κατοικούν είτε εδρεύουν στην Ελλάδα είτε όχι, ακόμα και σε ανιθαγενείς. Καμία διάκριση δεν είναι θεμιτή. Αυτό φαίνεται και από το γράμμα του συγκεκριμένου άρθρου («καθένας δικαιούται»). Μοναδική και αναγκαία προϋπόθεση είναι να ζητείται η προστασία ουσιαστικών δικαιωμάτων που παρέχονται σε άλλες διατάξεις του Συντάγματος ή σε άλλους νόμους.