ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΤΙΩΝ ΛΙΜΝΩΝ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑ ΑΣ»

Σχετικά έγγραφα
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΜΕ ΘΕΜΑ «ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΤΙΩΝ ΛΙΜΝΩΝ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ» ΖΟΥΡΝΑΤΖΙΔΗΣ ΜΙΧΑΗΛ

AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα

SAM002 - Έλος Μεσοκάμπου

AND019 - Έλος Κρεμμύδες

AND002 - Έλος Άχλα. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία

AND003 - Λίμνη Ατένη. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία. Καθεστώτα προστασίας

AND011 - Έλος Καντούνι

SAT010 - Λιμνοθάλασσα Κουφκή (η Κουφκή)

AND001 - Έλος Βιτάλι. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία. Καθεστώτα προστασίας

AND007 - Εκβολή Γιάλια (Ρύακα Αφουρσές)

Φορέας ιαχείρισης Υγροτόπων Κοτυχίου Στροφυλιάς Καραµπέρου Γεωργία, ασολόγος-συντονίστρια έργου Αρετή Ζαχαροπούλου, Περιβαλλοντολόγος Βασιλική

SAM003 - Έλος Γλυφάδας

PAR011 - Αλυκές Λάγκερη (Πλατιά Άμμος)

SAM009 - Εκβολή Ποτάμι Καρλοβάσου

THA002 - Βάλτα Ραχωνίου

Περιοδική Έκδοση ΕΘΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ - ΘΡΑΚΗΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2015

ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΛΙΜΝΗΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ

MIL006 - Εκβολή Αγκάθια

ΕΘΝΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ

«ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΓΡΙΑ ΖΩΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ»

MIL007 - Αλμυρό λιμνίο Αδάμα

EUB003 - Έλος Ψαχνών ή Κολοβρέχτης

AND016 - Εκβολή Πλούσκα (Γίδες)

AND012 - Έλος Βόρη. Περιγραφή. Γεωγραφικά στοιχεία. Θεμελιώδη στοιχεία

Οι υγρότοποι της Θεσπρωτίας στο διεθνές προσκήνιο Δρ. Τσιακίρης Ρήγας

PAR006 - Έλος Χρυσής Ακτής

αμφίβια (Triturus cristatus) (Bufo viridis)

SAT001 - Εκβολή ποταμού Βάτου

SAT002 - Εκβολή ρύακα Φονιά

MIL012 - Εκβολή ρύακα Σπυρίτου

ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΠΡΟΓΑΜΜΑΤΟΣ «ΚΑΘΑΡΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΠΟΛΕΙΣ» ΣΤΟ ΔΗΜΟ ΔΕΛΤΑ. Εθελοντικός Οργανισμός για τη Προστασία Αστικού Περιβάλλοντος

THA001 - Φραγμολίμνη Μαριών

Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ ΑΝΘΡΑΚΑΣ Ή ΘΗΣΑΥΡΟΣ; ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΖΙΩΡΤΖΙΗΣ, ΒΙΟΛΟΓΟΣ ENALIA PHYSIS ENVIRONMENTAL RECEARCH CENTER

AND006 - Εκβολή Παραπόρτι (Μεγάλου Ποταμού)

AIG001 - Εκβολή Μαραθώνα (Βιρού)

ιαχείριση Υδατικών Οικοσυστηµάτων: Μεταβατικά ύδατα ρ. Παναγιώτης ΠΑΝΑΓΙΩΤΙ ΗΣ /ντης Ερευνών Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών

22. ΛΙΜΝΗ ΑΓΙΑΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ: Νοτιοδυτικά της πόλης των Χανίων στον δρόµο προς τον Οµαλό φαράγγι Σαµαριάς. Κατάλληλος χώρος στάθµευσης κοντά στην

SAT009 - Εκβολή ρύακα Κατσαμπά

Το Εθνικό Πάρκο ΑΜ-Θ και το Πρόγραμμα Σήμανσης Ποιότητας & Συνεργασίας.

AND008 - Εκβολή Ζόρκου (Μεγάλου Ρέματος)

Υ Α Δ Τ Α ΙΝΑ ΟΙΚ ΙΝΑ ΟΙΚ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑ Α Κ Ποϊραζ Ποϊραζ δης Χειμερινό

AIG003 - Εκβολή ρύακα Αννίτσα

AND018 - Εκβολή ρύακα Άμπουλου (όρμος Μεγάλη Πέζα)

MIL003 - Λιμνοθάλασσα Ριβάρι

ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΥΦΑΛΜΥΡΩΣΗΣ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗΣ

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό

IKA001 - Εκβολή ποταμού Χάλαρη (Να)

SAT003 - Λιμνοθάλασσα Αγίου Ανδρέα

KRI148 - Εκβολή ρύακα Πλατύ

SAT013 - Εκβολή Ξηροποτάμου

ROD022 - Έλος Κατταβιάς

Υ Α Δ Τ Α ΙΝΑ ΟΙΚ ΙΝΑ ΟΙΚ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΣΤΗΜΑ Α Κ Ποϊραζ Ποϊραζ δης Εαρινό

ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Αλιευτική Διαχείριση Λιμνοθαλασσών στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας &Θράκης

KRI107 - Εκβολή ρύακα Καρτερού

SAL002 - Αλυκή ναυτικής βάσης

SAM004 - Έλη Λιμνών αεροδρομίου

SAM010 - Εκβολή Κερκητείου Ρέματος

ΤΟ ΔΕΛΤΑ ΚΑΛΑΜΑ ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΓΙΑ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΤΥΟ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ (ΣΥΜΒΑΣΗ RAMSAR)

KRI146 - Έλος παραλίας Κόκκινου Πύργου (Καταλυκή)

MIL016 - Λίμνη ορυχείων Μπροστινής Σπηλιάς 1

«Εθνικό Πάρκο Δέλτα Αξιού: 12 χρόνια δράσεις για τη φύση και τον άνθρωπο»

SAT007 - Έλος Παλαιάπολης

Η ΛΙΜΝΗ ΚΟΡΩΝΕΙΑ ΩΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΓΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΤΗΝΟΠΑΝΙΔΑ. Μπίρτσας Π. Κ., Χ. Κ. Σώκος, & Κ. Ε. Σκορδάς Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας & Θράκης

Υγρότοποι: μία ιστορία για το νησί μου. Καλουστ Παραγκαμιάν / WWF Ελλάς

ΛΙΜΝΟΛΟΓΙΑ. Αποτελεί υποσύνολο της επιστήμης της Θαλάσσιας Βιολογίας και της Ωκεανογραφίας.

Το πρόγραμμα LIFE Φύση «Αποκατάσταση και διαχείριση της λιμνοθάλασσας ράνας στο έλτα Έβρου»

Υγρότοποι: μία ιστορία για το νησί μου. Καλουστ Παραγκαμιάν / WWF Ελλάς

Οι προστατευόμενες περιοχές στον χάρτη

Η προστασία του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος προβλέπεται από το Σύνταγµα της χώρας και συγκεκριµένα στο άρθρο 24, όπου αναφέρονται τα εξής:

Αλιευτική Διαχείριση Λιμνοθαλασσών στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας &Θράκης

MIL009 - Λίμνη ορυχείου Χονδρού Βουνού 1

PAR001 - Έλος Κολυμπήθρες

Η συνολική κατανοµή των συστηµάτων θέρµανσης, σύµφωνα µε µελέτη που εκπονήθηκε από το ΥΠΕΧΩ Ε για το Νοµό Καβάλας διαµορφώνεται ως εξής:

ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΚΑΡΛΑΣ

EUB057 - Εκβολή ποταμού Μανικιάτη

MIL019 - Εποχικό αλμυρό λιμνίο όρμου Αγ. Δημητρίου

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 5. ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΡΥΔΑΤΙΑ ΠΤΗΝΑ

Περιεχόµενα. 1 Εισαγωγή 4 2 Η όδευση του αγωγού σε τµήµατα 5

PAR005 - Έλος Παροικιάς

1. Oι τύποι οικοτόπων κοινοτικού ενδιαφέροντος ( η διατήρηση των οποίων απαιτεί το

MIL017 - Λίμνη ορυχείων Μπροστινής Σπηλιάς 2

ROD002 - Φραγμολίμνη Απολακκιάς

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Προστασία του περιβάλλοντος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ - ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ

ΕΠΑΝ II, KOYΠΟΝΙΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Κωδικός Αριθμός Κουπονιού:

PAR004 - Έλος Μώλου ή Κέφαλου

Η ιχθυοπανίδα του ποταμού Νέστου μετά την κατασκευή των δύο υδροηλεκτρικών φραγμάτων

HRY001 - Αλυκή Χρυσής

Υγρότοποι: μια ιστορία για το νησί μου

Για την ομάδα έργου: Παλάσκας Δημήτρης

Υδρόφιλη βλάστηση κοντά στο φράγµα

Οι αξίες των υγροτόπων

ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΕΣ ΛΙΜΝΕΣ ΤΗΣ ΔΕΗ

ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ 2 ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ. ΕΡΓΑΣΙΑ: «Οι υγρότοποι του Κόλπου Καλλονής»

Τεχνητές Υδατοσυλλογές της Κρήτης Ταµιευτήρες νερού ή και Υγρότοποι; υνατότητες Πολλαπλών ρόλων

ΠΙΛΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗΣ ΛΕΚΑΝΗΣ ΠΟΤΑΜΟΥ ΝΕΣΤΟΥ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ 6. ΧΗΝΕΣ ΠΑΠΙΕΣ

Προστατευόμενεςπεριοχέςως εργαλεία διατήρησης και διαχείρισης του θαλάσσιου περιβάλλοντος

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΛΙΒΑ ΟΠΟΝΙΑΣ-ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙ ΑΣ ΚΑΙ ΙΧΘΥΟΠΟΝΙΑΣ ΓΛΥΚΕΩΝ Υ ΑΤΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙ ΑΣ ΚΑΙ ΙΧΘΥΟΠΟΝΙΑΣ ΓΛΥΚΕΩΝ Υ ΑΤΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΚΤΙΩΝ ΛΙΜΝΩΝ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑ ΑΣ» ΠΡΑΣΣΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ασολόγος Περιβαλλοντολόγος Α.Π.Θ. Επιβλέπων καθηγητής: Κοκκινάκης Α., Επ. Καθηγητής ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2012

Ευχαριστίες Η παρούσα µεταπτυχιακή διατριβή εκπονήθηκε στη Σχολή ασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης. Η διατριβή αυτή αποτελεί καρπό µιας µακροχρόνιας προσπάθειας και χωρίς την υποστήριξη κάποιων ανθρώπων δεν θα ήταν δυνατή η περαίωση της. Αρχικά, θα ήθελα να εκφράσω ένα θερµό ευχαριστώ στον επιβλέποντα της µεταπτυχιακής µου επίκουρο καθηγητή κ. Αντώνη Κοκκινάκη, τόσο για την ευκαιρία που µου έδωσε και την εµπιστοσύνη που µου επέδειξε µε την ανάθεση του πολύ ενδιαφέροντος αυτού θέµατος, όσο και για την επιστηµονική καθοδήγηση, την ουσιαστική επίβλεψη και την αµέριστη υποστήριξη που µου παρείχε. Τον καθηγητή κ. Χρήστο Βλάχο, µέλος της τριµελούς επιτροπής, για τις συµβουλές του και τις υποδείξεις του, τη βοήθεια του και την άριστη συνεργασία. Τον κ. Αποστολίδη Απόστολο, επίκουρο καθηγητή και µέλος της τριµελούς επιτροπής. Tην κ. Ανδρεοπούλου Ζαχαρούλα, επίκουρη καθηγήτρια, για τη βοήθεια της στην αρχειοθέτηση, στη κωδικοποίηση και στην στατιστική ανάλυση και επεξεργασία των δεδοµένων. Τον κ. Παραλικίδη Νίκο για το ιδιαίτερο ενδιαφέρον και την ενθάρρυνση σε όλη τη διάρκεια των µεταπτυχιακών µου σπουδών. Τους υπαλλήλους στις περιφέρειες των Ν. Ξάνθης, Ροδόπης και Καβάλας για την χορήγηση των αλιευτικών δεδόµενων. Τους συνάδελφους µεταπτυχιακούς φοιτητές: Αλεξίου Βαγγέλη, Παπαδούλη Αθανάσιο, Πασανίδου Φρόσω για το ενδιαφέρον τους και τη βοήθεια τους αυτά τα χρόνια. Ένα ιδιαίτερο ευχαριστώ στους φίλους µου που στάθηκαν δίπλα µου µε υποµονή και αφοσίωση. Το µεγαλύτερο ευχαριστώ ανήκει δικαιωµατικά στην οικογένεια µου, που όλο αυτό το χρονικό διάστηµα υπήρξαν το ηθικό µου στήριγµα και µε την υποµονή και τη συµπαράσταση τους µε βοήθησαν να αντιµετωπίσω όλες τις δυσκολίες. 1

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αντικείµενο της παρούσας διατριβής είναι η καταγραφή της Αλιευτικής, Περιβαλλοντικής και Αναπτυξιακής κατάστασης των παράκτιων λιµνών των Ν. Καβάλας, Ξάνθης και Ροδόπης για τα έτη 1982 2010, 1974 2010 και 1980 2010 αντίστοιχα. Με βάση την ανάλυση των αλιευτικών δεδοµένων που έγινε στην παρούσα εργασία, φαίνεται η δυναµική της αλιευτικής ικανότητας των υγροτόπων, καθώς επίσης και η άµεση επίδραση των περιβαλλοντικών αλλαγών στην αλιευτική παραγωγή. Η ανάλυση των δεδοµένων ξεκινάει µε την παρουσίαση της συνολικής ποσοστιαίας αλιευτικής σύνθεσης της κάθε περιοχής και επιµέρους ανά δεκαετίες. Με αυτόν τον τρόπο γίνονται ευδιάκριτες οι όποιες αλλαγές έχουν επέλθει στις αλιευτικές παραγωγές µε την πάροδο του χρόνου. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η συνολική αλιευτική παραγωγή της κάθε λίµνης και παράκτιας λίµνης, ενώ συγχρόνως γίνεται µια προσπάθεια επεξήγησης των κατώτατων και των ανώτατων τιµών της παραγωγής ανά έτος. Οι αλιευτικές παραγωγές αποδίδονται ανα δεκαετίες και ελέγχονται οι πιθανές ανοδικές ή καθοδικές τάσεις αυτών. Παρουσιάζονται, επίσης, οι µεταβολές της αλιευτικής παραγωγής των κυριαρχούντων ειδών του κάθε οικοσυστήµατος. Με βάση τις µεθόδους της ανάλυσης τάσεων (Trend Analysis), του κινητού µέσου όρου (Moving Average) και των µοντέλων ARIMA, εκτιµήθηκε η συνολική αλιευτική παραγωγή για τα επόµενα έτη. Τέλος η επιλογή του κατάλληλου µοντέλου ARIMA βασίστηκε στη µέθοδο Box-Jenkins ABSTRUCT The subject of this dissertation is the recording of Piscatorial, Environmental and Developmental status of coastal lakes of Kavala, Xanthi and Rodopi and the years 1982 2010, 1974 2010 and 1980 2010 in correspondence. Based on the analysis of the data made in this paper, it is showed the dynamic capacity of wetlands, as well as the direct effect of environmental change on fish production. The data analysis begins with the presentation of the total percent composition of each fishing area and per individual decades. Thereby are getting visible any changes have occurred in fisheries yields over time. Then is presented the total fish production of each lake and lagoon, while attempting to explain the minimum and maximum values of production per year. The fish production is attributable per decade and is checked for any upward or downward trends of these. Are presented the changes in fisheries production of predominant species in each ecosystem. Based on the methods of Trend Analysis, moving average and ARIMA model, the production of total fisheries of the following years was estimated. The selection of the most suitable ARIMA model was based on the Box-Jekins method 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 5 1.1 Υγρότοποι και οι χρήσεις τους... 5 1.2 Γενικά χαρακτηριστικά παράκτιων λιµνών (λιµνοθαλασσών)... 7 2. ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ... 9 2.1 Οι παράκτιες λίµνες του Ν. Καβάλας... 9 2.1.1 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Βάσσοβας... 9 2.1.2 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Βάσσοβας... 9 2.1.3 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Ερατεινού... 9 2.1.4 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Ερατεινού... 10 2.1.5 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Αγιάσµατος... 10 2.1.6 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Αγιάσµατος... 11 2.1.7 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Κεραµωτής... 11 2.1.8 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Κεραµωτής... 11 2.1.9 Χλωρίδα και Πανίδα της ευρύτερης περιοχής... 12 2.1.10 Κλιµατολογικά και εδαφολογικά χαρ/κά της ευρύτερης περιοχής... 14 2.1.11 Καθεστώς προστασίας υγροτόπων... 14 2.2 Η λίµνη Βιστωνίδα και οι παράκτιες λίµνες του Ν. Ξάνθης... 15 2.2.1 Γενικά στοιχεία λίµνης Βιστωνίδας... 15 2.2.2 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Βιστωνίδας... 15 2.2.3 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Λαγού... 16 2.2.4 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Λαγού... 16 2.2.5 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Λάφρης... 16 2.2.6 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Λαφρούδας... 17 2.2.7 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Λάφρης- Λαφρούδας... 17 2.2.8 Χλωρίδα και Πανίδα της ευρύτερης περιοχής... 18 2.2.9 Κλιµατολογικά και εδαφολογικά χαρ/κά της ευρύτερης περιοχής... 21 2.2.10 Καθεστώς προστασίας υγροτόπων... 22 2.3 Η λίµνη Ισµαρίδα (Μητρικού) και οι παράκτιες λίµνες του Ν. Ροδόπης... 23 2.3.1 Γενικά στοιχεία λίµνης Ισµαρίδας... 23 2.3.2 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Ισµαρίδας... 23 2.3.3 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Έλους... 24 2.3.4 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Πτελέας (Καραγκατσέλια)... 24 2.3.5 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Έλους-Πτελεάς... 25 2.3.6 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Αλυκής (Τούζλα)... 25 2.3.7 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Αλυκής... 25 2.3.8 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Μαυρολίµνης (Καρατζά)... 26 3

2.3.9 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Μαυρολίµνης... 26 2.3.10 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Ξηρολίµνης (Φαναρίου)... 26 2.3.11 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Ξηρολίµνης... 27 2.3.12 Χλωρίδα και Πανίδα της ευρύτερης περιοχής... 27 2.3.13 Κλιµατολογικά και εδαφολογικά χαρ/κά της ευρύτερης περιοχής... 30 2.3.14 Καθεστώς προστασίας υγροτόπων... 30 3. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ ΟΙ... 31 3.1 Συλλογή αλιευτικών δεδοµένων... 31 3.2 Επεξεργασία αποτελεσµάτων... 31 4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ... 32 4.1 Οι παράκτιες λίµνες του Ν. Καβάλας... 32 4.2 Η λίµνη Βιστωνίδα και οι παράκτιες λίµνες του Ν. Ξάνθης... 53 4.3 Η λίµνη Ισµαρίδα και οι παράκτιες λίµνες του Ν. Ροδόπης... 66 5. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 78 5.1 Οι παράκτιες λίµνες του Ν. Καβάλας... 78 5.2 Η λίµνη Βιστωνίδα και οι παράκτιες λίµνες του Ν. Ξάνθης... 79 5.3 Η λίµνη Ισµαρίδα και οι παράκτιες λίµνες του Ν. Ροδόπης... 81 5.4 Γενικά συµπεράσµατα..82 6. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 83 4

1.1 Υγρότοποι και οι χρήσεις τους 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Υγρότοποι -σύµφωνα µε το άρθρο 1 της Σύµβασης για τους Υγροτόπους ιεθνούς σηµασίας ως Ενδιαιτήµατος Υδροβίων Πουλιών (1971), η οποία είναι ευρύτερα γνωστή ως συνθήκη Ramsar- είναι: «φυσικές ή τεχνητές περιοχές αποτελούµενες από έλη µε ποώδη βλάστηση (marsh), από µη αποκλειστικώς οµβροδίαιτα έλη µε τυρφώδες υπόστρωµα (fen) από τυρφώδεις γαίες ή από νερό. Οι περιοχές αυτές είναι µόνιµα ή προσωρινά κατακλυζόµενες από νερό το οποίο είναι στάσιµο ή τρεχούµενο, γλυκό, υφάλµυρο ή αλµυρό και περιλαµβάνουν επίσης εκείνες που καλύπτονται από θαλασσινό νερό, το βάθος του οποίου κατά τη ρηχία δεν υπερβαίνει τα έξι µέτρα». Οι συνηθέστεροι τύποι υγροτόπων είναι: ποταµοί, ποτάµιες εκβολές και δέλτα, λίµνες, λιµνοθάλασσες, πηγές, παρόχθιες περιοχές, τεχνητοί ταµιευτήρες νερού, αλυκές. Οι υγρότοποι έχουν πολυδιάστατο ρόλο εξαιτίας των λειτουργιών που επιτελούν. Κατά τους Νovitzki et al., 2000, Hruby et al., 2000, Hruby et al., 1995, Hruby et al., 2000, Grillas et al., 2004, οι υγρότοποι επιτελούν διάφορες λειτουργίες και από αυτές απορρέουν οι διάφορες αξίες τους οι οποίες έχουν ορισµένη δυναµική για κάθε υγροτοπική περιοχή. Έτσι, µε τη γνώση των αξιών κάθε υγροτόπου µπορεί να διαπιστωθεί η σηµαντικότητα ή όχι της περιοχής. Όσες από τις αξίες µπορούν να χρησιµοποιηθούν ή να αξιοποιηθούν από τον άνθρωπο αποτελούν τις χρήσεις του υγροτόπου, δηλαδή την κινητική ενέργεια του συστήµατος και εποµένως, η ορθολογική χρήση κάθε υγροτόπου µπορεί να συντελέσει στη διατήρησή του και στην οικονοµική ανάπτυξη της περιοχής που τους κατέχει. Σύµφωνα µε τους (Τσιουρή, Γεράκη, 1991), οι διάφορες αξίες µέσω των οποίων µπορούν να αναδείξουν σήµερα τους υγροτόπους ως ένα οικονοµικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και φυσικό κεφάλαιο στον άνθρωπο περιλαµβάνουν: Συγκράτηση και προσφορά νερού (π.χ. πότισµα ζώων, άρδευση, εµπλουτισµός υπόγειων νερών, προστασία από πληµµυρικά φαινόµενα). Παραγωγή τροφής (π.χ. βόσκηση αγροτικών ζώων, συντήρηση των τροφικών πλεγµάτων της άγριας ζωής). Ποικιλία ενδιαιτηµάτων και υποστήριξη της βιοποικιλότητας (οικολογική σηµασία). Βελτίωση της ποιότητας του νερού και ακινητοποίηση - µετασχηµατισµός των ρύπων σε ανενεργά συστατικά (βιο-γεωχηµική σηµασία). Επηρεάζουν το µικρο-κλίµα της περιοχής µειώνοντας τις ζηµιές από παγετούς και καύσωνες (κλιµατική σηµασία). Πολυποίκιλες ευκαιρίες για έρευνα, εκπαίδευση, οικοτουρισµό, αναψυχή κ.ά. Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, οι υγρότοποι επιτελούν µια σειρά λειτουργιών ανάλογα µε τη δοµή τους και το ευρύτερο περιβάλλον µέσα στο οποίο 5

βρίσκονται. Πολλές από αυτές τις λειτουργίες ωφελούν έµµεσα ή άµεσα τον άνθρωπο, οπότε µπορούµε να µιλάµε για χρήσεις που απορρέουν από αυτές τις λειτουργίες, χωρίς βέβαια να επιβαρύνεται η υπόσταση τους περιβαλλοντικά, συντελώντας έτσι στην υποβάθµισή τους. Η προσπάθεια καταγραφής υγροτόπων από το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων (ΕΚΒΥ) έχει καταµετρήσει και εκτιµήσει 14 διαφορετικές χρήσεις, οι οποίες απορρέουν από τις φυσικές λειτουργίες/αξίες που επιτελεί ο υγρότοπος (Ζαλίδης κ.α. 1994). Σύµφωνα, µε τους (Ζαλίδης κ.α. 1994) οι σπουδαιότερες σηµερινές χρήσεις των υγροτόπων από τον άνθρωπο, οι οποίες απορρέουν από τις φυσικές λειτουργίες που επιτελεί ο υγρότοπος είναι οι ακόλουθες: Ύδρευση: Η αξία των υγροτόπων για πόσιµο νερό αποκτά όλο και µεγαλύτερη σηµασία εξαιτίας της εξάντλησης ή και αλάτωσης των υπόγειων νερών. Άρδευση: Όλες οι φυσικές υδατοσυλλογές χρησιµοποιούνται για την άρδευση των χωραφιών. Το νερό, είτε χρησιµοποιείται απευθείας µε άντληση, είτε µέσω καναλιών, είτε µε τη δηµιουργία φραγµάτων σε ποτάµια. Κτηνοτροφική: Πολλές παρόχθιες υγροτοπικές εκτάσεις περιέχουν πλούσια βοσκήσιµη ύλη και µεγαλύτερη περίοδο βλάστησης. Αλιεία Υδατοκαλλιέργεια: Πολλοί υγρότοποι, κυρίως οι υφάλµυρες λιµνοθάλασσες και οι λίµνες γλυκού νερού, έχουν τις προϋποθέσεις για υψηλή παραγωγή αλιευµάτων, δηλαδή επάρκεια χώρων αναπαραγωγής, προστατευόµενους χώρους για διαχείµαση, υψηλή πρωτογενή παραγωγή κ.ά. Επιστηµονική και εκπαιδευτική: Η ποικιλία των φυσικών γνωρισµάτων, η ποικιλότητα των ειδών, η οµορφιά των υδρόβιων πουλιών και οι ποικίλες χρήσεις καθιστούν τους υγρότοπους ιδιαίτερα ελκυστικούς χώρους για έρευνα και εκπαίδευση. Αναψυχή Τουρισµός - Αθλητισµός: Οι υγρότοποι προσφέρονται για διαφόρου είδους δραστηριότητες αναψυχής, όπως κολύµπι, βαρκάδα, πεζοπορία, ποδηλασία, παρατήρηση και φωτογράφηση ζώων και φυτών. Επίσης αποτελούν στην κυριολεξία πηγή για ανάπτυξη ερευνητικού και εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος. Άλλες αξίες που µπορεί κανείς να αναφέρει είναι η αντιδιαβρωτική, η υδροηλεκτρική, η αµµοληπτική, η αλατοληπτική και η θηραµατική. Η ορθολογική και ήπια χρήση κάθε υγροτόπου µπορεί να αποτελέσει ένα σηµαντικό παραγωγικό συντελεστή και συγκριτικό πλεονέκτηµα για την κάθε περιοχή, συµβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη κάποιων οικονοµικών δραστηριοτήτων και περαιτέρω στην οικονοµική ανάπτυξη της κάθε περιοχής που τους κατέχει. (Αναγνώστου κ.ά. 2009). Σκοπός της ανάλυσης που θα ακολουθήσει στις επόµενες ενότητες αυτής της µελέτης είναι να διερεύνησει την δυναµική της αλιευτικής ικανότητας των υγροτόπων, καθώς επίσης και την άµεση επίδραση των περιβαλλοντικών αλλαγών στην αλιευτική παραγωγή. Ακόµη, γίνεται εκτίµηση της πρόβλεψης της µελλοντικής συνολικής αλιευτικής παραγωγής, µε βάση τις µεθόδους της ανάλυσης τάσεων (Trend Analysis), του κινητού µέσου όρου (Moving Average) και των µοντέλων ARIMA. 6

1.2 Γενικά χαρακτηριστικά παράκτιων λιµνών (λιµνοθαλασσών) Το καταγεγραµµένο σύνολο των υδατοσυλλογών της χώρας είναι 76. Σε αυτό δε συµπεριλαµβάνονται οι περιπτώσεις της Κρήτης, των νησιών του Αιγαίου και ορισµένων νησιών του Ιονίου πελάγους. Η συνολική τους έκταση (µε πιθανή απόκλιση 50-60%) υπολογίζεται σε περίπου 350 km². Το µεγαλύτερό τους ποσοστό (περίπου 44%) χαρακτηρίζει περιοχές της υτικής Ελλάδος, από την Πάτρα έως την Ηγουµενίτσα, ακολουθούµενη από εκείνη µεταξύ της Καβάλας και του Έβρου ποταµού (περίπου 30%). Οι περισσότερες (περίπου 72%) είναι κλειστού τύπου και οι υπόλοιπες (περίπου 8%) ανοικτού ή ποικίλου ασαφούς τύπου. Η µεγαλύτερης εκτάσεως είναι η παράκτια λίµνη του Μεσολογγίου (περίπου 86.5 km²) ακολουθούµενη από της Βιστωνίδας (45 km²) και την παράκτια λίµνη της Λογαρού Αρτας (35 km²). Ορισµένες έχουν «χαρακτηρισθεί προστατευόµενες περιοχές» (εθνικά πάρκα, συνθήκη Ramsar, Φύση 2000 κ.ά.), ενώ στο καθεστώς της ιδιοκτησίας τους περιλαµβάνονται κυρίως το ηµόσιο (63), ακολουθούµενο από την Εκκλησία (4), τον ΟΤΑ (3), το ΓΕΝ (1) και ιδιώτες. Βασικό χαρακτηριστικό όλων των ελληνικών παράκτιων λιµνών (λιµνοθαλασσών) αποτελεί η εντονότατη διαφοροποίηση όλων των υδρολογικών και υδροβιολογικών τους παραµέτρων, σχεδόν ανεξάρτητα από την περιοχή στην οποία βρίσκονται και την εποχή. Έτσι, εκτός από την εµφανώς συχνή διαφοροποίηση (από 0 έως 60%) των εκτάσεων που καταλαµβάνουν, οι υδατοσυλλογές αυτές παρουσιάζουν, όχι µόνο µεταξύ τους, ποικίλη παροχή γλυκών υδάτων (αποστραγγιστικά κανάλια, πηγές, ποτάµια, ατµοσφαιρικά κατακρηµνίσµατα), µεταβολές του µέσου βάθους τους (από περίπου 0,5 έως 3m) και ανθρωπογενούς προέλευσεως παρεµβάσεις (γεωργία, βιοµηχανίες-βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, κτηνοτροφία, γεωτρήσεις, ελεγχόµενη ή όχι αλιεία, υδατοκαλλιέργειες, χωµατερές, ελεγχόµενη ή όχι κολυµβητική δραστηριότητα, ελεγχόµενη ή όχι κυνηγητική δραστηριότητα κ.ά.). Από τα προαναφερθέντα µπορεί να διατυπωθεί η άποψη ότι η γενική εικόνα των υδατοσυλλογών αυτών µπορεί να χαρακτηρισθεί από λίγο έως έντονα ασταθής. Ειδικότερα, πρέπει να τονισθούν οι πιθανές και σηµαντικού επιπέδου διακυµάνσεις των τιµών της θερµοκρασίας, της διαφάνειας - θολότητας και του χρώµατος, καθώς και σε αρκετές περιπτώσεις, η εκάστοτε διαµορφούµενη κινητική κατάσταση των υδάτων τους. Εντονότερες και πιθανότατα απρόβλεπτης εµφανίσεώς πρέπει να θεωρούνται οι διακυµάνσεις του επιπέδου της αλατότητας, του οξυγόνου, του διοξειδίου του άνθρακα, του ph, των θρεπτικών συστατικών, των διαφόρων βαρέων µετάλλων-πετρελαίων, καθώς και διαφόρων φαρµακευτικών ουσιών (εντοµοκτόνα, µυκητοκτόνα, αντιβιοτικά κ.ά.). Σε ό,τι αφορά την παρουσία της υδρόβιας ζωής τους, ως γενική παρατήρηση, µπορεί να αναφερθεί ότι στις περισσότερες ελληνικές λιµνοθάλασσες αν όχι σχεδόν σε όλες η εµφάνιση του φαινοµένου του υπερτροφισµού (παθολογική-ανεπιθύµητη κατάσταση), µπορεί να θεωρηθεί πιθανότατη τόσο από την άποψη της εκτάσεως του τµήµατός τους που καταλαµβάνει, όσο και από την άποψη της εντάσεως, καθώς και της χρονικής διάρκειας και της εποχής της παρουσίας του. 7

Σε ό,τι αφορά τη σύνθεση των ειδών των εκπροσώπων των διαφόρων τροφικών τους επιπέδων, µπορεί να σηµειωθεί ότι συχνότατα ποικίλλει όχι µόνο µεταξύ των διαφόρων λιµνοθαλασσών, αλλά και στις ίδιες τις λιµνοθάλασσες (ιδιαίτερα στις µεγάλες εκτάσεις), κυρίως λόγω της εντάσεως µε την οποία µπορεί να διαφοροποιείται η αλατότητα των υδάτων τους, ή λόγω της συνυπάρξεως (αν και ασαφών ορίων των περιοχών τους), στην ίδια λιµνοθάλασσα, γλυκών και θαλασσίων υδάτων. Έτσι, τα τελευταία τροφικά επίπεδά τους µπορεί να χαρακτηρίζονται από την παρουσία γλυκών, υφάλµυρων και θαλάσσιων υδάτων ειδών ιχθύων και διαφόρων ασπονδύλων, µε, στις περισσότερες περιπτώσεις, σαφέστατη και σχεδόν µόνιµη παρουσία ευρύαλων ειδών (Παπουτσόγλου 2011). 8

2. ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 2.1 Οι παράκτιες λίµνες του Ν. Καβάλας 2.1.1 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Βάσσοβας Η παράκτια λίµνη Βάσσοβα βρίσκεται σε απόσταση 30 km από την πόλη της Καβάλας και σχηµατίζεται ανατολικά του κόλπου αυτής. Ανατολικά βρίσκονται ελώδεις εκτάσεις και ο δρόµος που συνδέει την Καβάλα µε την Κεραµωτή. Νότια οριοθετείται από τη παράκτια λίµνη του Ερατεινού, ενώ βόρεια βρίσκονται εγκαταστάσεις πετρελαίου. υτικά διαχωρίζεται µε φυσική αµµονησίδα µήκους 1700 m. και πλάτους 30 m. από τον Κόλπο της Καβάλας. Πρόκειται για µικρή σε έκταση παράκτια λίµνη, 2.700 στρεµµάτων περίπου, αβαθείς, µε µέσο βάθος 0,3 m. και µέγιστο 0,5 m. Η ανανέωση των νερών της παράκτιας λίµνης γίνεται µέσω καναλιών επικοινωνίας µε το Βόρειο Αιγαίο. 2.1.2 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Βάσσοβας Το σχέδιο αλιευτικής διαχείρισης ακολουθεί τη γενική αλιευτική διαχείριση των παράκτιων λιµνών της Βόρειας Ελλάδας. Οι ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις κατασκευάστηκαν το 1986 και είναι σύγχρονες (µπετόν και κράµα αλουµινίου).η τάφρος διαχείµασης αποτελείται από 3 κανάλια και έχει βάθος 2,5 m. Ανήκει στο Ελληνικό ηµόσιο και έχει µισθωθεί µε απ ευθείας ανάθεση στον Αγροτικό Αλιευτικό Συνεταιρισµό Ιχθυοτροφείων Καβάλας. Εικόνα 9. Παράκτια λίµνη Βάσσοβα ( ορυφορική εικόνα από Google Earth) 2.1.3 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Ερατεινού Η παράκτια λίµνη Ερατεινού βρίσκεται σε απόσταση 35 km. από την πόλη της Καβάλας και σχηµατίζεται ανατολικά του κόλπου αυτης, δυτικά του Νέστου ποταµού. Στο Βόρειο τµήµα της βρίσκεται η παράκτια λίµνη της Βάσσοβας. Νότια βρίσκεται η παράκτια λίµνη του Αγιάσµατος. Το υτικό τµήµα της διαχωρίζεται µε φυσική αµµοωησίδα 6 km. από τον κόλπο της Καβάλας. Ανατολικά βρίσκονται 9

ελώδεις εκτάσεις και ο δρόµος που συνδέει την Καβάλα µε την Κεραµωτή. Πρόκειται για µια παράκτια λίµνη, 3.500 στρεµµάτων, µήκους 6 km, πλάτους 1,5 km. και περίµετρο 17 km. περίπου, είναι αβαθείς, µε µέσο βάθος 0,3 m. και µέγιστο 0,5m. Η τάφρος διαχείµασης έχει µήκος 500 m., πλάτος 20 m. και βάθος 2-2,5 m. 2.1.4 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Ερατεινού Αποτελεί αντικείµενο εκµετάλλευσης από τον Αγροτικό Αλιευτικό Συνεταιρισµό Ιχθυοτροφείων Καβάλας από το 1946. Το σχέδιο αλιευτικής διαχείρισης ακολουθεί τη γενική αλιευτική διαχείριση των παράκτιων λιµνών της Βόρειας Ελλάδας. Οι ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις κατασκευάστηκαν το 1983 και χρειάζονται αντικατάσταση. Η τάφρος διαχείµασης έχει µήκος 500 m., πλάτος 20 m. και βάθος 2-2,5 m. Ανήκει στο Ελληνικό ηµόσιο και έχει µισθωθεί µε απ ευθείας ανάθεση στον Αγροτικό Αλιευτικό Συνεταιρισµό Ιχθυοτροφείων Καβάλας. Εικόνα 10. Παράκτια λίµνη Ερατεινού ( ορυφορική εικόνα από Google Earth) 2.1.5 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Αγιάσµατος Η παράκτια λίµνη Αγιάσµατος βρίσκεται σε απόσταση 35 km. από την πόλη της Καβάλας και σχηµατίζεται ανατολικά του κόλπου αυτης, δυτικά του Νέστου ποταµού. Στο Βόρειο τµήµα της βρίσκεται η παράκτια λίµνη του Ερατεινού. Νότια βρίσκεται η παράκτια λίµνη της Κεραµωτής. Το υτικό τµήµα της διαχωρίζεται µε φυσική αµµονησίδα 4 km. από τον κόλπο της Καβάλας. Ανατολικά βρίσκονται ελώδεις εκτάσεις και ο δρόµος που συνδέει την Καβάλα µε την Κεραµωτή. Πρόκειται για µια παράκτια λίµνη, 4.300 στρεµµάτων, στενή επιµήκης, µήκους 7 km, πλάτους 1,5 km. περίπου, είναι αβαθής, µε µέσο βάθος 0,3 m. και µέγιστο 0,5m. Με την θάλασσα επικοινωνεί µέσω ενός µικρού και στενού διαύλου στο νοτιοανατολικό τµήµα της, ενώ χωρίζεται από αυτή µε φυσική αµµονησίδα µήκους 4 km. Τα γλυκά νερά της προέρχονται από παρακείµενο αποστραγγιστικό κανάλι που τροφοδοτεί σηµειακά το βόρειο τµήµα της. Η τάφρος διαχείµασης έχει µήκος 600 m., πλάτος 50 m. και βάθος 5 m. 10

2.1.6 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Αγιάσµατος Η παράκτια λίµνη αποτελεί αντικείµενο εκµετάλλευσης από τον Αγροτικό Αλιευτικό Συνεταιρισµό Ιχθυοτροφείων Καβάλας. Το σχέδιο αλιευτικής διαχείρισης ακολουθεί τη γενική αλιευτική διαχείριση των παράκτιων λιµνών της Βόρειας Ελλάδας. Οι ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις κατασκευάστηκαν το 1981 και χρειάζονται αντικατάσταση. Η τάφρος διαχείµασης έχει µήκος 600 m., πλάτος 50 m. και βάθος 5 m. Ανήκει στο Ελληνικό ηµόσιο και έχει µισθωθεί µε απ ευθείας ανάθεση στον Αγροτικό Αλιευτικό Συνεταιρισµό Ιχθυοτροφείων Καβάλας. Εικόνα 11. Παράκτια λίµνη Αγιάσµατος ( ορυφορική εικόνα από Google Earth) 2.1.7 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Κεραµωτής Η παράκτια λίµνη Κεραµωτής βρίσκεται σε απόσταση 40 km. από την πόλη της Καβάλας και σχηµατίζεται ανατολικά του κόλπου αυτης, δυτικά του Νέστου ποταµού. Βρίσκεται εντός του οικισµού της Κεραµωτής και εξαπλώνεται δυτικά και ανατολικά από αυτόν. Πρόκειται για µια παράκτια λίµνη, 1.500 στρεµµάτων, είναι αβαθής, µε µέσο βάθος 0,3 m. και µέγιστο 0,5m. Με τηνθάλασσα επικοινωνεί µέσω ενός µικρού και στενού διαύλου βάθους 2 m. και µήκους 150 m. περίπου. Η παράκτια λίµνη τροφοδοτείται µε γλυκό νερό από 3 κανάλια. 2.1.8 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Κεραµωτής Αποτελεί αντικείµενο εκµετάλλευσης από τον Αγροτικό Αλιευτικό Συνεταιρισµό Ιχθυοτροφείων Καβάλας. Το σχέδιο αλιευτικής διαχείρισης ακολουθεί τη γενική αλιευτική διαχείριση των παράκτιων λιµνών της Βόρειας Ελλάδας. Οι ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις είναι σύγχρονες και είναι κατασκευασµένες από µπετόν και κράµα αλουµινίου. Η τάφρος διαχείµασης έχει µήκος 600 m., πλάτος 30 m. και βάθος 2,5 m. Ανήκει στο Ελληνικό ηµόσιο και έχει µισθωθεί µε απ ευθείας ανάθεση στον προαναφερθέντα Αλιευτικό Συνεταιρισµό. 11

Εικόνα 12. Παράκτια λίµνη Κεραµωτής ( ορυφορική εικόνα από Google Earth) 2.1.9 Χλωρίδα και Πανίδα της ευρύτερης περιοχής Χλωρίδα Τα φυτά που εντοπίζονται στις αµµόφιλες φυτοκοινωνίες, είναι: το Αµµόφιλο ή Ψάθα (Amophila arenaria) και ο Θαλασσόκρινος (Pancratium maritimum). Στις αλόφιλες φυτοκοινωνίες, υπάρχει η Αρµυρήθρα (Salicornia europea) και το Αρµυρίκι (Suaeda maritima) και η Αλιµιόνη (Halimione portulacoides). Στα λιβάδια µε βούρλα, συναντάµε το Θαλασσόβουρλο (Juncus maritimys), το Βούρλο (Juncus acutus) και την Αγριαδα (Cynodon dactylon). Φυτά που εντοπίζονται στις υδρόφιλες φυτοκοινωνίες είναι: το Λευκό νούφαρο (Nymphea alba), το Νεροκάστανο (Trapa natans) και ο Ποταµογείτονας (Potamogeton natans). Αντίστοιχα, στους καλαµώνες της περιοχής, υπάρχει το Αγριοκάλαµο (Phragmites australis) και το Σάζι (Typha latifolia). Τέλος στην περιοχή φύονται: Λεύκες (Γένος Populus), Πλατάνια (Platanus orientalis), Ιτιές (Γένος Salix), Σκλήθρες (Alnus glutinosa) και Φράξοι (Fraxinus angustifulia) (Κουτράκης κ.α. 2000). Πανίδα Στο έλτα του Νέστου έχουν καταγραφεί µέχρι σήµερα 20 είδη θηλαστικών, 11 είδη αµφιβίων, 22 είδη ερπετών, 30 είδη ψαριών γλυκού νερού καθώς και 277 είδη πτηνών. Στις παράκτιες λίµνες Βάσσοβα, Ερατεινού, Αγιάσµατος και Κεραµωτής απαντώνται τα παρακάτω είδη ιχθύων: Πίνακας 1. Ιχθυοπανίδα στις λιµνοθάλασσες του Ν. Καβάλας Οικογένεια Είδος Κοινή Ονοµασία ANGUILIDAE Anguilla anguilla Χέλι MUGILIDAE Mugil cephalus Κέφαλος Liza aurata Μυξινάρι Liza saliens Ψωµώνι Liza ramada Μαυράκι Chelon labrosus Χειλωνάρι 12

SERRANIDAE Dicentrarchus labrax Λαυράκι SPARIDAE Sparus aurata Τσιπούρα Diplodus sargus Σαργός Lithognathus mormyrus Μουρµούρα Diplodus annularis Σπάρος Oblada melanura Μελανούρι PLEURONECTIDAE Platichthys flesus Χειµάρα SOLEIDAE Γένος Solea Γλώσσα ATHERINIDAE Atherina boyeri Αθερίνα MULLIDAE Mullus barbatus Κουτσοµούρα CYPRINIDAE Leuciscus cephalus Τυλινάρι CLUPEIDAE Alosa fallax Φρίσσα CYPRINODONTIDAE Aphanius fasciatus Ζαχαρίας Tα πτηνά που απαντώνται στην περιοχή είναι: η Μουστακοποταµίδα (Acrocephalus melanopogon), η Σταχτόχηνα (Anser anser), ο Χρυσαετός (Aquila chrysaetos), ο Στικταετός (Aquila clanga), ο Βασιλαετός (Aquila heliacal), ο Κραυγαετός (Aquila pomarina), ο Πορφυροτσικνιάς (Ardea purpurea), η Βαλτόπαπια (Aythya nyroca), η Κοκκινολαιµόχηνα (Branta ruficollis), η Πετροτρίλιδα (Burhinus oedicnemus), η Αετοβαρβακίνα (Buteo buteo), το Μουστακογλάρονο (Chlidonias hybrida), το Μαυρογλάρονο (Chlidonias niger), ο Μαυροπελαργός (Ciconia nigra), ο Καλαµόκιρκος (Circus aeruginosus), ο Λιβαδόκιρκος (Circus pygargus), ο Κισσόκουκος (Clamator glandarius), το Φασσοπερίστερο (Columba oenas), η Χαλκοκουρούνα (Coracias garrulous), ο Ασπροτσικνιάς (Egretta alba), ο Χρυσογέρακας (Falco biarmicus), το Σπιρτοκιρκίνεζο (Falco naumanni), το Γελόγλαρονο (Gelochelidon nilotica), το Νεροχελίδονο (Glareola platincola), το Όρνιο (Gyps fulvus), ο Θαλασσαετός (Haliaetus albicilla), ο Σπιζαετός (Hieraaetus fasciatus), ο Γερακαετός (Hieraaetus pennatus), ο Καλαµοκάνας (Himantopus himantopus), η Αγκαθοκαληµάνα (Hoplopterus spinosus), ο Παρδαλοκεφαλάς (Lanius nubicus), ο Σπαθάτος (Larus genei), ο Μαυροκεφαλόγλαρος (Larus melanocephalus), ο Τσίφτης (Milvus migrans), ο Ασπροπάρης (Neophron percnopterus), η Ροπαλόπαπια (Netta rufina), η Λεπτοµύτα (Numenius tenuirostris), ο Αµµοπετροκλής (Oenanthe isabellina), ο Αργυροπελεκάνος (Pelecanus crispus), ο Ροδοπελεκάνος (Pelecanus onocrotalus), η Πεδίνη Πέρδικα (Perdix perdix), ο Θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis), η Λαγγόνα (Phalacrocorax pygmeus), ο Φασιανός (Phasianus colchicus), το Φλαµίνγκο (Phoenicopterus ruber), η Χουλιαροµύτα (Platalea leucorodia), η Χαλκόκοτα (Plegadis falcinellus), η Μικροπουλάδα (Porzana parva), η Αβοκέτα (Recurvirostra avosetta), η Καστανόχηνα (Tadorna ferruginea) και η Βαρβάρα (Tadorna tadoma). Τα σηµαντικότερα είδη θηλαστικών είναι: ο Λύκος (Canis lupus), το Τσακάλι (Canis aureus), η Βίδρα (lutra lutra), ο Ασβός (Meles meles) και η Αγριόγατα (Felvis silvestris). Όσον αφορά τα ερπετά, κάποια από τα είδη που συναντούµε, είναι: ο Κυρτοδάκτυλος (Cyrtodactylus kotschyi), η Ταυρική Γουστέρα (Podacris taurica), ο Λαφίτης (Elaphe quatuorlineata) και το Νερόφιδο (Natrix natrix). 13

Τέλος, κάποια από τα αµφίβια που εντοπίζονται, είναι τα εξής:. Ο ενδροβάτραχος (Hyla arborea), ο Λιµνοβάτραχος (Rana ridibunda), ο Πρασινόφρυνος (Βufo viridis), ο Φρύνος (Bufo bufo) και ο Πηλοβάτης (Pelobates syriacus), (Υ.ΠΕ.ΧΩ..Ε. 1984, Υ.ΠΕ.ΧΩ..Ε. 1996, Κουτράκης κ.α. 2000, www.fd-nestosvistonis.gr). 2.1.10 Κλιµατολογικά και εδαφολογικά χαρ/κά της ευρύτερης περιοχής Κλίµα H µέση θερµοκρασία του αέρα ήταν 14,9 o C για τα έτη 1984-2004 µε ελάχιστη µέση τιµή τον Ιανουάριο (5,34 o C) και µέγιστη µέση τίµη τον Ιούλιο (26,01 o C). Το ετήσιο ύψος βροχής είναι σχετικά χαµηλό (499 mm), ενώ παρατηρείται παρατεταµένη περίοδος ξηρασίας (Κακούρος, Π. και Σ. Ντάφης 2005). Τα στοιχεία αυτά κατατάσουν την περιοχή σε αυτές µε µεσογειακό κλίµα (Ντάφης Σ. 1986) Οι επικρατέστεροι άνεµοι στην περιοχή είναι Α-ΒΑ και Ν-Ν διεύθυνσης και µεταβάλλονται εποχικά. Η ένταση των ανέµων κυµαίνεται από 1-18 m/sec µε µέγιστη τιµή το εκέµβριο (Κουτράκης κ.α. 2000). Έδαφος Τα εδάφη της περιοχής είναι αλλουβιακές αποθέσεις του ποταµού Νέστου, ενώ η σύστασή τους ποικίλει µεταξύ του αµµώδους και του αµµοπηλώδους. Αµµώδεις εκτάσεις βρίσκονται στις παλιές κοίτες του ποταµού, τις διακλαδώσεις του και τις εκβολές του. Η άµµος προέρχεται από τη διάβρωση των εδαφών, από τα ορεινά συγκροτήµατα της Ροδόπης και του Φαλακρού, τα οποία αποτελούνται εξ ολοκλήρου από µεταµορφωσιγενείς η κρυσταλλοσχιστώδεις σχιστόλιθους. Ακόµη παρατηρούνται αµµοαργιλώδη και αργιλοαµµώδη εδάφη (Αλεξιάδης 2009). Γενικά κυριαρχούν πετρώµατα όπως: γνεύσιοι, µάρµαρα, γρανίτες και ηφαιστειακά πετρώµατα όπως οι ρυόλιθοι (Κακούρος και Ντάφης 2005). 2.1.11 Καθεστώς προστασίας υγροτόπων Η περιοχή έχει ενταχθεί στο πρόγραµµα ΦΥΣΗ 2000, ανήκει στο Εθνικό Πάρκο Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης, στην περιοχή Ramsar «έλτα του Νέστου και γειτονικές παράκτιες λίµνες» και είναι επίσης χαρακτηρισµένη ως σηµαντική περιοχή για πουλιά (ΣΠΠ) (Κουτράκης κ.α. 2000). 14

2.2 Η λίµνη Βιστωνίδα και οι παράκτιες λίµνες του Ν. Ξάνθης 2.2.1 Γενικά στοιχεία λίµνης Βιστωνίδας Η λίµνη Βιστωνίδα βρίσκεται ανάµεσα στους νοµούς Ροδόπης και Ξάνθης και σε απόσταση 25 km περίπου από την πόλη της Ξάνθης. Έχει τοξοειδές σχήµα µε µέγιστο µήκος πλευράς 11,5 km. Η έκταση που καταλαµβάνει η λίµνη υπολογίζεται σε 40.000-50.000 στρέµµατα µε εποχική διακύµανση 6.000 στρεµµάτων περίπου και αποτελεί µια κοίλη επιφάνεια υψοµετρικά χαµηλότερη της υπόλοιπης περιοχής. Το µέσο βάθος της είναι 2-2,5 m και το µέγιστο 3,5 m περίπου. Το µέγιστο πλάτος της, που εντοπίζεται στο κεντρικό της τµήµα, είναι 4,5 km. Η λίµνη επικοινωνεί µε την παράκτια λίµνη Πόρτο Λάγος µε τρία στόµια και απ ευθείας µε τη θάλασσα µέσα από έναν τεχνητό δίαυλο (Κουτράκης κ.α. 2000). Χαρακτηριστικό γνώρισµα της λίµνης είναι ότι το νότιο τµήµα της είναι υφάλµυρο, αφού προέρχεται από την παράκτια λίµνη Πόρτο Λάγος, ενώ το βόρειο τµήµα της εχει γλυκό νερό καθώς τροφοδοτείται από τα ποτάµια Κόσυνθος, Κοµψάτος, Ασπροπόταµος, που αποτελούν τους κύριους φορείς της λεκάνης απορροής της λίµνης. Ο υδάτινος όγκος της Βιστωνίδας χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά εύτροφες συνθήκες και από έντονη ρύπανση. Η Γιαννακοπούλου (1989) χαρακτηρίζει τη λίµνη εύτροφη, σύµφωνα µε διάφορους δείκτες ευτροφισµού, (διαλυµένο οξυγόνο. συγκεντρώσεις αλάτων Ρ και Ν, λόγος Ν/Ρ, συγκέντρωση χλωροφύλλης-α, δοµή και διαδοχή των φυτοπλαγκτονικών πληθυσµών). Η περιοχή απειλείται από την αποξήρανση του ανατολικού τµήµατος της Βιστωνίδας, και τη µόλυνση των υδάτων από γεωργικά, βιοµηχανικά και αστικά λύµατα. Ο υγρότοπος απειλείται επίσης από την γεωργική και αστική επέκταση, την υπεράντληση υδάτων και το κυνήγι. Εικόνα 1. Λίµνη Βιστωνίδα ( ορυφορική εικόνα από Google Earth) 2.2.2 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Βιστωνίδας Η αλιευτική διαχείριση στη λίµνη γίνεται αποκλειστικά από τον Αλιευτικό Συνεταιρισµό Βιστωνίδας και Βιστωνικού Κόλπου Ο Άγιος Νικόλαος, µε ιδιαίτερα 15

ορθολογικό τρόπο, µιας και αλιεύονται µόνο τα µεγαλύτερα άτοµα ψαριών, κυρίως γριβαδιού, ενώ τα µικρότερα όταν συλλαµβάνονται ρίχνονται πάλι στην λίµνη. Οι ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις δηµιουργήθηκαν το 1965, ενώ η τάφρος διαχείµασης ξεκίνησε το 1987 και ολοκληρώθηκε µε κάποια συµπληρωµατικά έργα το 2000. Το µήκος της τάφρου είναι 2000 m, το µέσο πλάτος 30 m και το µέσο βάθος 5 m. Ιδιοκτησιακά ανήκει στο ελληνικό δηµόσιο και έχει µισθωθεί µε απ ευθείας ανάθεση στον προαναφερθέντα αλιευτικό συνεταιρισµό. 2.2.3 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Λαγού Η παράκτια λίµνη Λαγός βρίσκεται σε απόσταση 25 km περίπου από την πόλη της Ξάνθης και σχηµατίζεται βορειοανατολικά του Θρακικού Πελάγους. Το βόρειο και ανατολικό τµήµα της επικοινωνεί µε τη λίµνη Βιστωνίδα, ενώ νότια διαχωρίζεται από αυτη µε φυσική αµµονησίδα. Η έκταση που καταλαµβάνει υπολογίζεται στα 3.000 στρέµµατα. Η παράκτια λίµνη είναι εκβολικού τύπου µε υψηλής αλατότητας νερά. Επικοινωνεί µε τη θάλασσα µε ένα φυσικό δίαυλο µήκους 700 m. περίπου, ενώ στο υπόλοιπο τµήµα της χωρίζεται από τη θάλασσα µε λουρονησίδα. Εικόνα 2. Παράκτια λίµνηλαγού ( ορυφορική εικόνα από Google Earth) 2.2.4 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Λαγού Το σχέδιο αλιευτικής διαχείρισης ακολουθεί τη γενική αλιευτική διαχείριση των ελληνικών παράκτιων λιµνών. Η αλιευτική διαχείριση γίνεται αποκλειστικά από τον Αλιευτικό Συνεταιρισµό Βιστωνίδας και Βιστωνικού Κόλπου. Η τάφρος διαχείµασης µαζί µε το εσοδευτικό στόµιο του Λαγού κατασκευάσθηκε το 1987. Ιδιοκτησιακά ανήκει στο ελληνικό δηµόσιο και έχει µισθωθεί µε απ ευθείας ανάθεση στον προαναφερθέντα αλιευτικό συνεταιρισµό. 2.2.5 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Λάφρης Η Λάφρη είναι παράκτια λίµνη που βρίσκεται σε απόσταση 30 km από την πόλη της Ξάνθης και σχηµατίζεται ανάµεσα στο Πόρτο Λάγος και τα Άβδηρα, ανατολικά 16

του ποταµού Νέστου και νοτιoδυτικά τις λίµνης Βιστωνίδας. Το υτικό της τµήµα επικοινωνεί µε τη παράκτια λίµνη Λαφρούδα, ενώ βόρεια και ανατολικά βρίσκονται αγροτικές εκτάσεις και βοσκότοποι. Το νότιο τµήµα της διαχωρίζεται µε αµµονησίδα από το Θρακικό Πέλαγος. Είναι αβαθής, λασπώδης, µε υφάλµυρο νερό, καθώς επικοινωνεί συνεχώς µε την θάλασσα. Το βάθος της µεταβάλλεται ανάλογα µε την ένταση και την διεύθυνση των ανέµων και δεν ξεπερνά τα 70 cm. Η έκταση που καταλαµβάνει είναι περίπου 1.200 στρέµµατα. Έχει οβάλ µορφή, µε τη µεγάλη διάµετρό της παράλληλη προς την ακτογραµµή από την οποία απέχει ελάχιστα. Η επικοινωνία µε τη θάλασσα γίνεται µε έναν εσοδευτικό δίαυλο µήκους 300 m. Βόρεια της παράκτιας λίµνης υπάρχουν οι λόφοι Πύργος και Πετρόλοφος, νότια αυτής έχει σχηµατιστεί µια νησίδα µε µισό µέτρο ύψος 2.2.6 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Λαφρούδας Η Λαφρούδα βρίσκεται σε απόσταση 30 km από την πόλη της Ξάνθης και σχηµατίζεται ανάµεσα στο Πόρτο Λάγος και τα Άβδηρα, ανατολικά του ποταµού Νέστου και νοτιοδυτικά της λίµνης Βιστωνίδας. Είναι αβαθής, λασπώδης, µε υφάλµυρο νερό καθώς επικοινωνεί συνεχώς µε τη θάλασσα. Το µέσο βάθος της είναι 0,3 m και το µέγιστο 2,5-3 m. Η έκταση που καταλαµβάνει είναι περίπου 750 στρέµµατα.. Η επικοινωνία µε τη θάλασσα γίνεται µε έναν εσοδευτικό δίαυλο µήκους 300 m. Βόρεια υπάρχουν οι λόφοι Πύργος και Πετρόλοφος, νότια αυτης εχει σχηµατιστεί µια νησίδα µε µισό µέτρο ύψος. Για την καλύτερη κυκλοφορία του νερού στη παράκτια λίµνη έχουν διαµορφωθεί στο βυθό τεχνητά κανάλια σχήµατος V και µε βάθος 2,5 m. 2.2.7 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Λάφρης- Λαφρούδας Το σχέδιο αλιευτικής διαχείρισης ακολουθεί τη γενική αλιευτική διαχείριση των παράκτιων λιµνών της Βορείου Ελλάδας. Οι ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις είναι σύγχρονες και αποτελούνται από µπετόν και κράµα αλουµίνιου. ιατάσσονται σε 3 σειρές, οι δύο είναι απλές πόρτες (ιχθυοφραγµοί) και η τρίτη (µεσαία) είναι ιχθυοσυλληπτική. Έχουν κατασκευαστεί τάφροι διαχείµασης, (στη Λάφρη το 1985, στη Λαφρούδα το 1990), παράλληλα στην αµµονησίδα. Ιδιοκτησιακά ανήκουν στο ελληνικό δηµόσιο και έχουν µισθωθεί µε απ ευθείας ανάθεση στον Αλιευτικό Συνεταιρισµό Λάφρης-Λαφρούδας «Άγιος Νικόλαος». Τη διαχείριση εώς το 1945 είχε ο Συνεταιρισµός της Βιστωνίδας. Στη συνέχεια την ανέλαβε ο τοπικός συνεταιρισµός Μάνδρας, ενώ µόνο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας 1967 74 εκµεταλλευόταν από ιδιώτη (Κουτράκης κ.α. 2000, www.agrotour.net, http://ecoview.gr/limnh-vistonida, http://ornithologiki.gr). 17

Εικόνα 3. Λιµνοθάλασσες Λάφρη-Λαφρούδα ( ορυφορική εικόνα από Google Earth) 2.2.8 Χλωρίδα και Πανίδα της ευρύτερης περιοχής Χλωρίδα Η περιοχή της Βιστωνίδας χαρακτηρίζεται από µεγάλη ποικιλία οικοτόπων και πλούσια χλωρίδα. Η βλάστηση της λίµνης αποτελείται από αµµόφιλες και αλόφιλες φυτοκοινωνίες, λιβάδια, καλαµώνες και θαµνώνες. Τα φυτά που εντοπίζονται στις αµµόφιλες φυτοκοινωνίες, είναι: το Αµµόφιλο ή Ψάθα (Amophila arenaria), η Σαλσόλα (Salsola kali), η Γαλατσίδα (Euphorbia paralias), το Aσπράγκαθο (Xanthium spinosum), το Aσπράγκαθο (Scolymus hispanicus), η Κεντάυρια (Centayrea solstitialis), η Γαλατσίδα (Euphorbia peplis), ο Θαλασσόκρινος (Pancratium maritimum) και το Γαλανάγκαθο (Eryngium maritimum). Στις αλόφιλες φυτοκοινωνίες, υπάρχει η Αλιµιόνη (Halimione portulacoides), η Αρµυρήθρα (Salicornia europea), οι Αρµύρες (Arthrocnemum fruticosum) και το Αρµυρίκι (Suaeda maritima). Στα λιβάδια µε βούρλα, συναντάµε το Θαλασσόβουρλο (Juncus maritimys), το Βούρλο (Juncus acutus), την Αγριάδα (Cynodon dactylon), τον Κυνόσουρο (Cynosurus sp.), το Μαρούβιο (Marrybium) και το Πολύγωνο (Polygonum sp.). Αντίστοιχα, στους καλαµώνες της περιοχής, υπάρχει το Καλάµι (Arundo donax) και το Σάζι (Typha latifolia). Τέλος, στους θαµνώνες έχουµε τα αρµυρίκια (Tamarix sp.). Πανίδα Μεγάλη είναι και η ποικιλία των ψαριών που υπάρχουν στη λίµνη αν και τα τελευταία χρόνια αυτά έχουν περιοριστεί εξαιτίας των µεταβολών των περιβαλλοντικών συνθηκών. Στη λεκάνη απορροής της Βιστωνίδας, των δύο ποταµών που εκβάλλουν σε αυτή (Κοµψάτο και Κόσυνθο), καθώς στις παράκτιες λίµνες που περιλαµβάνει (Πόρτο Λάγος, Λαγός, Λάφρη, Λαφρούδα) έχουν καταγραφεί συνολικά 58 είδη. Η ιχθυοπανίδα της περιοχής παρουσιάζεται στον παρακάτω πίνακα. 18

Πίνακας 2. Ιχθυοπανίδα λίµνης Βιστωνίδας και των παράκτιων λιµνών του Ν. Ξάνθης. Οικογένεια Είδος Κοινή Ονοµασία CLUPEIDAE Alosa falax nilotica Σαρδελοµάνα Alosa caspia vistonica Λιπαριά Alosa vistonica Θρίτσα Sardina pilchardus Σαρδέλα CYPRINIDAE Rutilus rutilus Τσιρώνι Leuciscus cephalus Τυλινάρι Scardinius erythrophalmus Κοκκινοφτέρα Chondrostoma vardarense Σύρτης Leucaspius delineatus Μικροσίρκο Gobio gobio Γυφτόψαρο Barbus cyclolepis Βριάνα Cyprinus carpio Γριβάδι, Κυπρίνος Alburnus vistonicus Αλάϊα Rhodeus amarus Μουρµουρίτσα Carassius auratus Πεταλούδα Alburnus alburnus Σίρκο Chalcalburnus chalcoides macedonicus Γελάρτζα Squalius orpheus Ποταµοκέφαλος Θράκης Petroleuciscus borysthenicus Τσαϊλάκι Vimba melanops Μαλαµίδα BLENNIIDAE Lipophrys pavo Σαλιάρα Salaria fluviatilis Ποταµοσαλιάρα MUGILIDAE Mugil cephalus Κέφαλος Liza aurata Μυξινάρι Liza saliens Γάστρος Liza ramada Μαυράκι Chelon labeo Βελάνιτσα Chelon labrosus Χειλωνάρι CYPRINODONTIDAE Aphanius fasciatus Ζαµπαρόλα ATHERINIDAE Atherina boyeri Αθερίνα SCIAENIDAE Umbrina cirrhosa Μυλοκόπι SCOMBRIDAE Scomber scombrus Σκουµπρί Scorpaena scrofa Σκορπίνα SOLEIDAE Solea vulgaris Γλώσσα SPARIDAE Boops boops Γόπα Diplodus annularis Σπάρος Diplodus sargus Σαργός Lithognathus mormyrus Μουρµούρα Pagellus bogaraveo Κεφαλάς Sparus aurata Τσιπούρα TRIGLIDAE Trigla lineata Καπόνι CARANGIDAE Trachurus mediterraneus Σαφρίδι ANGUILIDAE Anguilla anquilla Χέλι ENGAULIDAE Engraulis encrausicolus Γαύρος BELONIDAE Belone belone acus Ζαργάνα SYNQNATHIDAE Syngnathus acus Σακκοράφα GASTEROSTEIDAE Gasterosteus gymnurus Αγκαθερό 19

GOBIIDAE Cobitis strumicae Θρακοβελονίτσα Knipowichia caucasica Ποντογωβιός Zosterissesor ophiocephalus ophiocephalus Πρασινογωβιός Pomatoschistus marmoratus Γωβιός POECILLIIDAE Gambusia affinis Κουνουπόψαρο BLENNIIDAE Salaria pavo Λειροσαλιάρα SERRANIDAE Dicentrarchus labrax Λαβράκι MULLIDAE Mullus surmuletus Μπαρµπούνι PLEURONECTIDAE Platichthys flesus luscus Φασί Platichthis sp. Χειµάρα Η περιοχή της Βιστωνίδας φιλοξενεί αξιόλογη πανίδα. Υπάρχουν περίπου 260 είδη πουλιών. Από αυτά, τα 9 είδη είναι σπάνια ή απειλούµενα σε διεθνές επίπεδο. Σε αυτά περιλαµβάνονται η Κοκκινόχηνα (Branta ruficollis), η Βαλτόπαπια (Aythya nyroca) και αετοί όπως ο Θαλασσαετός (Haliaeetus albicilla), ο Στικταετός (Aquila clanga) και το Κιρκινέζι (Falco naumanni). Ένα από τα σπανιότερα είδη πουλιών στον κόσµο, µε πληθυσµό που δεν ξεπερνάει τις 13.000 άτοµα παγκοσµίως, είναι το Κεφαλούδι (Oxyura leucocephala). Στην Ελλάδα το συναντάµε µόνο στη λίµνη Βιστωνίδα. Στα είδη πτηνών που αναπαράγονται εδώ, εντάσσονται ο Κορµοράνος (Phalacrocorax carbo), ο Νυχτοκόρακας (Nycticorax nycticorax), ο Σταχτοτσικνιάς (Ardea cinerea), ο Κρυπτοτσικνιάς (Ardeola ralloides), ο Λευκοτσικνιάς (Egretta garzetta), ο Αργυροτσικνιάς (Egretta alba), ο Καλαµοκανάς (Himantopus himantopus), η Αβοκέτα (Recurvirostra avosseta) και η Χαλκοκουρούνα (Coracias garrulous). Στα είδη που µεταναστεύοντας περνούν από εδώ, περιλαµβάνονται η Χαλκόκοτα (Plegadis falcinelys), ο Ροδοπελεκάνος (Pelecanus onocrotalus), και η Λεπτοµύτα (Numenius tenuirosris). Eπίσης πολλά υδρόβια πουλιά παρατηρούνται στην λίµνη τον χειµώνα, όπως η Καστανόπαπια (Tadorna ferruginea), η Βαρβάρα (Tadorna tadorna), η Πρασινοκέφαλη (Anas platyrhynchos), η Χουλιαρόπαπια (Anas clypeata), το Σφυριχτάρι (Anas Penelope), το Κιρκίρι (Anas crecca), το Γκισάρι (Aythya ferina), η Σταχτόπαπια (Aythya marila), η Νανόχηνα (Anser erythropus), η Σταχτόχηνα (A. Anser), η Αβοκέτα (Recurvirostra avosseta), η Καληµάνα (Vannellus vanellus), το Φοινικόπτερο (Phoenicopterus ruber) και η Μαυροκέφαλη πάπια (Aythya fuligula). Τέλος πτηνά που απαντώνται στην ευρύτερη περιοχή είναι: o Θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis), η Λαγγόνα (P.pygmaeus), ο Αργυροπελεκάνος (P. Crispus), ο Αργυροτσικνιάς (Egretta alba), ο Μαυροπελαργός (Ciconia nigra), η Νανόχηνα (Anser erythropus), η Σταχτόχηνα (A. Anser), το Φερεντίνι (Netta rufina), ο Τσίφτης (Milvus migrans), ο Ασπροπάρης (Neophron percnopterus), το Όρνιο (Gyps fulvus), η Αετογερακίνα (Buteo rufinus), ο Κραυγαετός (Aquila pomarina), το Νεροχελίδονο (Glareola platincola), ο Μαυροκέφαλος Γλάρος (Larus melanocephalus), ο Λεπτόραµφος γλάρος (Larus genei), ο Αιγαιόγλαρος (Larus audouinii), το Γερογλάρονο (Gelochelidon nilotica), το Μαυρογλάρονο (C.niger) και το Φασσοπερίστερο (Columba oenas). 20

Στην περιοχή της Βιστωνίδας εντοπίζονται επίσης, περίπου 20 είδη θηλαστικών, 19 είδη ερπετών και 11 είδη αµφιβίων, η πλειοψηφία των οποίων βρίσκεται υπό καθεστώς προστασίας, βάση του Προεδρικού ιατάγµατος 67/1981 «για την προστασία της αυτοφυούς χλωρίδας και πανίδας της Ελλάδος», της ιεθνούς Σύµβασης της Βέρνης «για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης» ή συµπεριλαµβάνονται στο Red Data Book (Κόκκινο Βιβλίο των απειλούµενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδος). Τα σηµαντικότερα είδη θηλαστικών είναι: η Νυφίτσα (Mustela nivalis), το Κουνάβι (Martes foina), ο Ασβός (Meles meles), η Βίδρα (Lutra lutra), η Αλεπού (Vulpes vulpes), ο Λύκος (Canis lupus), το Τσακάλι (Canis aureus), η Αγριόγατα (Felis sylvestris), το Αγριογούρουνο (Sus scrofa), ο Λαγός (Lepus europaeus), ο Σκαντζόχοιρος (Erinaceus europaeus), ο Μαυροποντικός (Ratus ratus), ο Νεροαρουραίος (Arvicola terrestris), ο Σταχτοποντικός (Mus domesticus), ο ασοµυoξώς (Gils gils) και ο Ασπάσακλας (Talpa romana). Όσον αφορά τα ερπετά, κάποια από τα είδη που συναντούµε, είναι: η Ποταµοχελώνα (Mauremus caspica), η Βαλτοχελώνα (Emys orbicularis), η Χερσοχελώνα (Testudo hermanni), η Ελληνική χελώνα (Testudo graeca),η Πρασινόσαυρα (Lacreta viridis), το Σαµιαµίδι (Hemidactylus turcicus), η Βαλκανόσαυρα (Podarchis taurica), η Αιγαιόσαυρα (Podarchis erhardii), η Σαύρα (Podarcis erhadii), το Γιατρόφιδο (Elaphe longissima), o Λαφιάτης (Elaphus quatorlineata), το Σπιτόφιδο (Elaphe situla), η Οχιά (Vipera ammodytes), το Νερόφιδο (Natrix natrix) και ο Σαπίτης (Malpolon monsenssulanus). Κάποια από τα αµφίβια που εντοπίζονται, είναι τα εξής:. Ο ενδροβάτραχος (Hyla arborea), ο Πρασινόφρυνος (Rufo viridis), ο Πηδοβάτραχος (Rana dalmatica), ο Κοινός Τρίτωνας (Triturus vulgaris), o Τελαµοτρίτωνας (Triturus vulgaris), ο Λιµνοβάτραχος (Rana ridibunda), ο Φρύνος (Bufo bufo), ο Χωµατόφρυνος (Bufo bufo), η Σαλαµάνδρα (Salamandra salamandra), ο Γραικοβάτραχος (Rana gracea) και η Πηλοβατίδα (Pelobates syriacus) (Οικονοµίδης 1974, Σίνης κ.ά. 1985, Y.ΠΕ.ΧΩ..Ε. 1986, Economidis & Sinis 1991, Σίνης κ.α. 1993, Κουτράκης 1994, Κοκκινάκης, Ψαλτοπούλου 1998, Μπέλος κ.ά 1999, Koutrakis et al. 2005 Kottelat & Freyhof 2007, http://www.fd-nestosvistonis.gr). 2.2.9 Κλιµατολογικά και εδαφολογικά χαρ/κά της ευρύτερης περιοχής Κλίµα Το κλίµα της ευρύτερης περιοχής, χαρακτηρίζεται ως µεσογειακό, µε σχετικά ήπιο και βροχερό χειµώνα και µε ξηρό και θερµό θέρος. Όπως προκύπτει από τα βροχοµετρικά στοιχεία της υδρολογικής λεκάνης της λίµνης Βιστωνίδας (Πίνακας 3), καταγράφεται σηµαντική µέση ετήσια βροχόπτωση στην ορεινή ζώνη της συγκεκριµένης λεκάνης. Η µέση ετήσια βροχόπτωση της πεδινής ζώνης, της ίδιας λεκάνης, καταγράφεται αρκετά περιορισµένη. Η διαφοροποίηση των τιµών µεταξύ της µέσης ετήσιας και της µέγιστης βροχόπτωσης όλων των αναφεροµένων σταθµών δικαιολογεί τις έντονες πληµµυρικές καταστάσεις τόσο στην ορεινή ζώνη, όσο και στην πεδινή περιοχή της υδρολογικής 21

λεκάνης της λίµνης της Βιστωνίδας. Τελικός αποδεκτής των πληµµύρων αυτών είναι σήµερα η λίµνη, ενώ πριν τις τεχνικές παρεµβάσεις στο υδρογραφικό δίκτυο της λίµνης ένα µέρος τους κατέληγε απ ευθείας στη θάλασσα. Πίνακας 3. Βροχοµετρικά στοιχεία σταθµών της λεκάνης απορροής της λίµνης Βιστωνίδας για την περίοδο 1964-1998. Υψόµετρο Ελάχιστο ύψος Μέγιστο ύψος Μέσο ύψος Θέρµες 560 413,0 1352,6 942,6 ηµάριο 750 916,1 2014,4 1467,2 Εχίνος 350 353,6 1413,5 843,6 Ίασµος 21 262,2 933,3 639,2 Γενισέα 20 360,5 925,0 594,2 Όσον αφορά τους ανέµους που πνέουν στην περιοχή, είναι γενικά ισχυροί βόρειοι και λαµβάνουν χώρα την περίοδο Μάιο εως Σεπτέµβριο. Στην ανοιχτή θάλασσα η ένταση τους είναι µεγάλη 9-10 Beaufort, µε κύµατα που φθάνουν τα 5-7 m ύψος, (Πλοηγός, Τόµος,1987), ενώ προς τα παράλια της Θράκης ελαττώνεται (Κατσούλης 1970, Φλόκας 1997, εληµάνη 2000, εληµάνη και Ξειδάκης 2004, www.fd-nestosvistonis.gr) Έδαφος Όσον αφορά τα εδάφη της περιοχής, είναι εδάφη µε ιστορία εκατοµµυρίων χρόνων, πάνω από τα οποία επικάθησαν υλικά που µετέφεραν µε την πάροδο του χρόνου οι ποταµοί και οι χείµαρροι της περιοχής. Στα πετρώµατα της περιοχής συγκαταλέγονται µεταµορφωσιγενή (γνεύσιοι, σχιστόλιθοι, αµφίβολοι) και πυριγενή στο βόρειο τµήµα, εκεί που αρχίζει η ορεινή µάζα της Ροδόπης, ενώ η λεκάνη της λίµνης καλύπτεται από παλαιογενή, πλειοστογενικά ιζήµατα (κροκάλες, άµµος, άργιλος) και πρόσφατες τεταρτογενείς αποθέσεις (αλλουβιακές), (Μπουδαλίκα 2010). 2.2.10 Καθεστώς προστασίας υγροτόπων Η περιοχή περιλαµβάνεται στον Κατάλογο Υγροτόπων ιεθνούς Σηµασίας (Σύµβαση Ραµσάρ) και έχει ενταχθεί στο ίκτυο Φύση (Natura) 2000 ως Τόπος Κοινοτικής Σηµασίας, µε την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Προστατεύεται ως Περιοχή Σηµαντική για τα Πουλιά, σύµφωνα µε την Οδηγία 79/409/ΕΟΚ, ενώ τµήµα της είναι καταφύγιο ή εκτροφείο θηραµάτων και απαγορεύεται το κυνήγι. Τέλος, έχει χαρακτηριστεί Εθνικό Πάρκο µε δύο αποφάσεις (ΚΥΑ), το 1996 και το 2008 (Κουτράκης κ.α. 2000). 22

2.3 Η λίµνη Ισµαρίδα (Μητρικού) και οι παράκτιες λίµνες του Ν. Ροδόπης 2.3.1 Γενικά στοιχεία λίµνης Ισµαρίδας Η λίµνη Ισµαρίδα βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του νοµού Ροδόπης και σε απόσταση 18 km από την πόλη της Κοµοτηνής. Είναι µια από της ελάχιστες φυσικές λίµνες γλυκού νερού της Ελλάδας και η µοναδική στη Θράκη. υτικά της λίµνης υπάρχουν οι παράκτιες λίµνες: Έλος ή Καρατζαλί, Πτελέα, Αλυκή ή Μέση, Καρατζά ή Αρωγή και Ξηρολίµνη ή Φαναρίου. Η λίµνη τροφοδοτείται από τον ποταµό Βοσβόζη, που αποτελεί την κύρια εισροή νερού και από τον ποταµό Λίσσο. Το σχήµα της είναι ελλειψοειδές, η απόσταση της από τη θάλασσα είναι 3 χιλιόµετρα και χαρακτηρίζεται απο το µικρό της βάθος (µέγιστο 1,2 m και ελάχιστο 0,4 m). Η έκταση που καταλαµβάνει η λίµνη είναι 1600-2800 στρέµµατα, ανάλογα µε την εισροή νερού του Βοσβόζη. Οι κύριες απειλές που αντιµετωπίζει η λίµνη Ισµαρίδα είναι η µόλυνση από λύµατα και χηµικά, (καθώς αποτέλει αποδέκτη των επεξεργασµένων λυµάτων της πόλης της Κοµοτηνής και των ακατέργαστων αποβλήτων από µεταποιητικές µονάδες), οι υπερβολικές υδροληψίες, η επέκταση των γεωργικών καλλιεργειών και υποδοµών. Η λίµνη χαρακτηρίζεται υπερεύτροφη (Γιαννακοπούλου 1995). Εικόνα 4. Λίµνη Ισµαρίδα ( ορυφορική εικόνα από Google Earth) 2.3.2 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Ισµαρίδας Η αλιευτική διαχείριση γίνεται από τον Αλιευτικό Συνεταιρισµό Μαρώνειας. Η αλιευτική δραστηριότητα στην περιοχή διαρκεί περίπου έξι µήνες, παρουσιάζει δε πιο έντονο ενδιαφέρον στην περιοχή των παράκτιων λιµνών της περιοχής και όχι στη λίµνη, όπου πλέον εξασκείται ευκαιριακά. Υπάρχουν ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις, καθώς υπήρχε άµεση επικοινωνία της λίµνης µε τις παρακείµενες παράκτιες λίµνες. Η επικοινωνία αυτή έχει περιορισθεί, κυρίως λόγω της εισόδου πολλών θαλασσινών νερών. Ιδιοκτησιακά ανήκει στο ελληνικό δηµόσιο και έχει 23

µισθωθεί µε απ ευθείας ανάθεση στον Αλιευτικό Συνεταιρισµό Μαρώνειας. (Κοκκινάκης κ.α. 2000, Μπουδαλίκα 2010). 2.3.3 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Έλους Η παράκτια λίµνη Έλος βρίσκεται σε απόσταση 25 km. περίπου από την πόλη της Κοµοτηνής και σχηµατίζεται βορειοδυτικά του Θρακικού Πελάγους. Νότια διαχωρίζεται µε φυσική αµµονησίδα πλάτους 50-60 m. περίπου από το Θρακικό Πέλαγος µε το οποίο επικοινωνεί µε δίαυλο. υτικά επικοινωνεί µε την παράκτια λίµνη Πτελέα ενώ βόρεια και ανατολικά οριοθετείται µε καλλιεργήσιµες και ελώδεις εκτάσεις. Καταλαµβάνει έκταση 2.000 στρεµµάτων περίπου και είναι κλειστού τύπου. Το µέσο βάθος της είναι 0,8 m. και το µέγιστο 1 m. περίπου. Συνδέεται µε τη θάλασσα µε έναν φυσικό εσοδευτικό δίαυλο µήκους 80 m, µέσου πλάτους 40 m. και βάθους 1,3 m. περίπου, ενώ χωρίζεται από την παράκτια λίµνη Πτελέα µε ένα ανάχωµα. Η τάφρος διαχείµασης έχει µήκος 210 m, πλάτος 48 και βάθος 4,8 m. περίπου. Η παράκτια λίµνη ανήκει στο ελληνικό δηµόσιο και έχει µισθωθεί µε απ ευθείας ανάθεση στον Αλιευτικό Συνεταιρισµό Μαρώνειας µε τη διαδικασία του άρθρου 50 του Π 420/70. 2.3.4 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Πτελέας (Καραγκατσέλια) Η παράκτια λίµνη Πτελέα (Καραγκατσέλια) βρίσκεται σε απόσταση 25 km. περίπου από την πόλη της Κοµοτηνής και σχηµατίζεται βορειοδυτικά του Θρακικού Πελάγους. Νότια διαχωρίζεται µε φυσική αµµονησίδα πλάτους 40 m από το Θρακικό Πέλαγος µε το οποίο επικοινωνεί µε δίαυλο. Ανατολικά επικοινωνεί µε την παράκτια λίµνη Έλος, ενώ βόρεια και δυτικά οριοθετείται µε καλλιεργήσιµες εκτάσεις. Η παράκτια λίµνη καταλαµβάνει έκταση 2.000 στρεµµάτων περίπου και είναι κλειστού τύπου. Το µέσο βάθος της είναι 0,8 m. και το µέγιστο 1 m. περίπου. Συνδέεται µε τη θάλασσα µε έναν φυσικό εσοδευτικό δίαυλο µήκους 80 m, µέσου πλάτους 40 m. και βάθους 1,3 m. περίπου, ενώ χωρίζεται από την παράκτια λίµνη Έλος µε ένα ανάχωµα. Εικόνα 5. Λιµνοθάλασσες Έλος-Πτελέα ( ορυφορική εικόνα από Google Earth) 24

2.3.5 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Έλους- Πτελέας Η αλιευτική διαχείριση γίνεται από τον Αλιευτικό Συνεταιρισµό Μαρώνειας. Το σχέδιο αλιευτικής διαχείρισης ακολουθεί τη γενική αλιευτική διαχείριση των παράκτιων λιµνών της Βορείου Ελλάδας. Η ένταση της αλιευτικής δραστηριότητας που εξασκείται µπορεί να θεωρηθεί µέτρια. Η τάφρος διαχείµασης έχει µήκος 210 m, πλάτος 48 και βάθος 4,8 m. περίπου. Ανήκει στο ελληνικό δηµόσιο και έχει µισθωθεί µε απ ευθείας ανάθεση στον Αλιευτικό Συνεταιρισµό Μαρώνειας. 2.3.6 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Αλυκής (Τούζλα) Η παράκτια λίµνη Αλυκή (Τούζλα) βρίσκεται σε απόσταση 25 km. περίπου από την πόλη της Κοµοτηνής και σχηµατίζεται βορειοανατολικά του Θρακικού Πελάγους. Νότια διαχωρίζεται µε φυσική αµµονησίδα από το Θρακικό Πέλαγος. Καταλαµβάνει έκταση 3.000 στρεµµάτων περίπου,ενώ το µέσο βάθος της είναι 0,8 m και το µέγιστο 1,1 m περίπου. Συνδέεται µε τη θάλασσα µε έναν εσοδευτικό δίαυλο µήκους 200 m, µέσου πλάτους 20 m και βάθους 1,4 m. Εικόνα 6. Παράκτια λίµνη Αλυκή ( ορυφορική εικόνα από Google Earth) 2.3.7 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Αλυκής Αποτελεί αντικείµενο εκµετάλλευσης από τον Αλιευτικό Συνεταιρισµό Μέσης. Το σχέδιο αλιευτικής διαχείρισης ακολουθεί τη γενική αλιευτική διαχείριση των παράκτιων λιµνών της Βορείου Ελλάδας. Νέα τάφρος διαχείµασης κατασκευάστηκε το 1998, η οποία εχει µήκος 150 m, πλάτος 40 m και βάθος 3,2 m περίπου, ενώ είναι συνδεδεµένη µε το στόµιο της λιµνοθάλασσας για να οδηγούνται τα ψάρια άµεσα στην τάφρο. Ανήκει στο ελληνικό δηµόσιο και έχει µισθωθεί µε απ ευθείας ανάθεση στον Αλιευτικό Συνεταιρισµό Μέσης. 25

2.3.8 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Μαυρολίµνης (Καρατζά) Η παράκτια λίµνη Μαυρολίµνη (Καρατζά) βρίσκεται σε απόσταση 30 km. περίπου από την πόλη της Κοµοτηνής και σχηµατίζεται βορειοδυτικά του Θρακικού Πελάγους, ανατολικά του ακρωτηρίου Κουρουσµηλού. Νότια διαχωρίζεται µε φυσική αµµονησίδα από το Θρακικό Πέλαγος και δυτικά οριοθετείται από τον οικισµό της Αρωγής. Η παράκτια λίµνη καταλαµβάνει έκταση 1.500 στρεµµάτων περίπου. Το µέσο βάθος της είναι 0,7 m. και το µέγιστο 1 m. περίπου. Συνδέεται µε τη θάλασσα µε έναν εσοδευτικό δίαυλο µήκους 80 m, µέσου πλάτους 20 m. και βάθους 1,2 m. περίπου. Εικόνα 7. Παράκτια λίµνη Μαυρολίµνη ( ορυφορική εικόνα από Google Earth) 2.3.9 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Μαυρολίµνης Το σχέδιο αλιευτικής διαχείρισης ακολουθεί τη γενική αλιευτική διαχείριση των παράκτιων λιµνών της Βορείου Ελλάδας. Η τάφρος διαχείµασης κατασκευάστηκε το 1987 και το 1998 έγιναν επιπλέον εργασίες επέκτασης και εκβάθυνσης. Εχει µήκος 80 m, πλάτος 33 m. και βάθος 3,5 m. περίπου και επικοινωνεί µε το στόµιο της παράκτιας λίµνης για να οδηγούνται τα µικρά ψάρια µέσα στην τάφρο. Ανήκει στο ελληνικό δηµόσιο και έχει µισθωθεί µε απ ευθείας ανάθεση στον Αλιευτικό Συνεταιρισµό Μέσης. 2.3.10 Γενικά στοιχεία παράκτιας λίµνης Ξηρολίµνης (Φαναρίου) Η παράκτια λίµνη Ξηρολίµνη (Φαναρίου) βρίσκεται σε απόσταση 35 km. περίπου από την πόλη της Κοµοτηνής και σχηµατίζεται βορειοανατολικά του Θρακικού Πελάγους στην ανατολική πλευρά του όρµου Βιστωνίας (Πόρτο-Λάγος). Νότια διαχωρίζεται από τη θάλασσα µε φυσική αµµονησίδα πάνω στην οποία βρίσκεται η παραλία Φαναρίου και ασφαλτοστρωµένος δρόµος. Ανατολικά οριοθετείται από ένα κάµπινγκ. Βρίσκεται µέσα στον οικισµό του Φαναρίου και περιβάλλεται από σπίτια. Έχει έκταση 2500 στρεµµάτων, ενώ το µέσο βάθος της είναι 0,6 m. και το µέγιστο 1 26

m. περίπου. Συνδέεται µε τη θάλασσα µε έναν εσοδευτικό δίαυλο µήκους 70 m, πλάτους 26 m. και βάθους 1,2 m. περίπου. 2.3.11 Αλιευτική δαχείριση και ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις Ξηρολίµνης Το σχέδιο αλιευτικής διαχείρισης ακολουθεί τη γενική αλιευτική διαχείριση των παράκτιων λιµνών της Βορείου Ελλάδας. Οι σύγχρονες ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις και οι ιχθυοφραγµοί είναι κατασκευασµένες από τσιµέντο και κράµα αλουµίνιου. ιατάσσονται σε τρεις διπλές σειρές ενώ υπάρχουν δύο σειρές διπλών ιχθυοφραγµών που δηµιουργούν το χαύτη (αυλή) όπου µαζεύονται τα ψάρια κατά την αλιευτική περίοδο και η οποία επικοινωνεί µε την τάφρο διαχείµασης. Η τάφρος διαχείµασης έχει µήκος 200 m, πλάτος 36 και βάθος 6,7 m. περίπου και επικοινωνεί τόσο µε τις ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις, όσο και µε την παράκτια λίµνη µέσω διαύλων. Ανήκει στο Ελληνικό ηµόσιο και έχει µισθωθεί µε απ ευθείας ανάθεση στον Αλιευτικό Συνεταιρισµό Φαναρίου «Ο Άγιος Νεκτάριος» (Κουτράκης κ.α. 2000). Εικόνα 8. Παράκτια λίµνη Ξηρολίµνη ( ορυφορική εικόνα από Google Earth) 2.3.12 Χλωρίδα και Πανίδα της ευρύτερης περιοχής Χλωρίδα Ο υγροβιότοπος χαρακτηρίζεται από µεγάλη ποικιλία βιοτόπων µε πολλές ζωοκοινωνίες και φυτοκοινωνίες από διαφορετικά τάξα. Ιδιαίτερη σηµασία, έχουν οι εξής περιοχές του: α) η επιπλέουσα βλάστηση της λίµνης Μητρικού µε τα χαρακτηριστικά είδη το Trapa natans και το Nymphea alba β) η ελώβια βλάστηση στις ζώνες γύρω από τη λίµνη, γ) οι εκτάσεις αλοφυτικής βλάστησης βόρεια και νότια των λιµνοθαλασσών, ανατολικά και δυτικά της λίµνης Ισµαρίδας (Μητρικού) µαζί µε θαµνώδεις εκτάσεις από Tamarix και δ) οι αµµοθίνες µε την αµµόφιλη βλάστηση 27

Αναφορικά κάποια από τα φυτά εντοπίζονται στις αµµόφιλες φυτοκοινωνίες είναι: το Αµµόφιλο ή Ψάθα (Amophila arenaria), η Γαλατσίδα (Euphorbia peplis), η Σαλσόλα (Salsola kali) και ο Θαλασσόκρινος (Pancratium maritimum). Στις αλόφιλες φυτοκοινωνίες, υπάρχει η Αρµυρήθρα (Salicornia europea) και το Αρµυρίκι (Suaeda maritima) και η Αλιµιόνη (Halimione portulacoides). Στα λιβάδια µε βούρλα, συναντάµε το Θαλασσόβουρλο (Juncus maritimys), το Βούρλο (Juncus acutus), το Πολύγωνο (Polygonum sp.), το Μαρούβιο (Marrybium), την Αγριαδα (Cynodon dactylon) και τον Κυνόσουρο (Cynosurus sp.). Φυτά που εντοπίζονται στις υδρόφιλες φυτοκοινωνίες είναι: το Λευκό νούφαρο (Nymphea alba), το Μυριόφυλλο (Myriophyllum sp.), το Κίτρινο νούφαρο (Nuphar lutea) και ο Ποταµογείτονας (Potamogeton natans). Αντίστοιχα, στους καλαµώνες της περιοχής, υπάρχει το Καλάµι (Arundo donax) και το Σάζι (Typha latifolia) (Κοκκινάκης κ.α. 2000, Κουτράκης κ.α. 2000). Πανίδα Έχουν καταγραφεί 37 είδη ιχθυοπανίδας στην Ισµαρίδα και στις γύρω παράκτιες λίµνες (Economou et. al. 2007, Περγαντής κ.α. 2010 ). Πίνακας 4. Ιχθυοπανίδα στη Λ. Ισµαρίδα και στην ευρύτερη περιοχή. Οικογένεια Είδος Κοινό όνοµα CLUPEIDAE Alosa falax nilotica Σαρδελοµάνα CYPRINIDAE Rutilus rutilus Τσιρώνι Abramis brama Πλατσούκα, Λεστιά Scardinius erythrophalmus Κοκκινοφτέρα Chondrostoma vardarense Γουρουνοµύτης Chalcalburnus chalcoides macedonicus Αλάϊα Gobio gobio vulgaricus Γυφτόψαρο Barbus cyclolepis Μπρίανα Cyprinus carpio Κυπρίνος Leucaspius delineatus Μικρόσιρκο Rhodeus amarus Φλασκούνι, Μουρµουρίτσα Leuciscus cephalus Τσαϊλάκι Esox lucius Τούρνα Carassius auratus Πεταλούδα Aspius aspius Ασπρογρίβαδο Tinca tinca Γλίνι Phoxinus strymonicus Κοκκινόγαστρος Vimba melanops Μαλαµίδα Squalius orpheus Ποταµοκέφαλος Θράκης GASTEROSTEIDAE Gasterosteus aculeatus Αγκαθερό ANGUILIDAE Anguilla anquilla Χέλι COBITIDAE Cobitis strumicae Θρακοβελονίτσα Sabanejewia balcanica Χρυσοβελονίτσα Knipowitschia caucasia Ποντογωβιός MUGILIDAE Mugil cephalus Κέφαλος Liza aurata Μυξινάρι Liza saliens Γάστρος MUGILIDAE Liza ramada Μαυράκι 28

Chelon labrosus Χειλωνάρι Liza haematocheilus Σαζανοκέφαλος MORONIDAE Dicentrarchus labrax Λαβράκι SPARIDAE Sparus auratus Τσιπούρα SALMONIDAE Salmo macedonicus Πέστροφα Νέστου SOLEIDAE Solea vulgaris Γλώσσα POECILIIDAE Gambusia holbrooki Κουνοποφάγος NAMACHEILINAE Oxynoemachelius buureschi Πετροχείλι LUSIOPERCINAE Sander lucioperca Ποταµολαύρακο Στην περιοχή της Ισµαρίδας εντοπίζονται επίσης, περίπου 20 είδη θηλαστικών, 225 είδη πτηνών και 8 είδη αµφιβίων. Τα σηµαντικότερα είδη θηλαστικών είναι: Η βίδρα (lutra lutra), ο λύκος (Canis lupus), το τσακάλι (Canis aureus), το αγριογούρουνο (Sus scrofa) και το ζαρκάδι (Capreolus capreolus). Συναντούµε ακόµη αλεπούδες (vlupes vlupes), σκαντζόχοιρους (Erinaceus europaeus), µυγαλές τρωκτικά κ.α. Ορνιθοπανίδα: Πολλά είδη πουλιών έχουν καταγραφεί στη λίµνη Ισµαρίδα. Συγκεκριµένα 225. Τα περισσότερα προστατεύονται από διεθνείς συµβάσεις. Μερικά από αυτά είναι: το µαυροβουτηχτάρι (Podiceps nigricollis), ο κορµοράνος (Phalacrocorax carbo), η λαγγόνα (Phalacrocorax pygmeus) κ.α. Στην περιοχή ακόµη ξεχειµωνιάζουν 20.000 από πάπιες (tardona tardona), η βαρβάρα, (T. Ferruginea), η βαλτόπαπια, (Aythya nyroca), η κοκκινοκέφαλη (Anas Penelope) κ.α. Η χουλιαροµύτα (Platalea leucorodia) είναι ένα πουλί, το οποίο συναντούµε εδώ και σε 3-4 άλλες αποικίες πτηνών. Θεωρείται σπάνιο πουλί. Είδη τα οποία αναπαράγονται στη λίµνη είναι: η αγκαθοκαληµάνα (Hoplopterus spinosus), ο κρυπτοτσικνίας (Ardeola ralloides), ο µικροτσικνίας (Ixobrychus minutus) κ.α. Αξίζει να αναφέρουµε τον αµµοπετροκλή (Oenanthe isabellina), ο οποίος ανήκει στην οικογένεια των Turdidae και απαντάται µόνο στην περιοχή αυτή και στον Έβρο. Χαρακτηριστικοί αντιπρόσωποι αρπακτικών που ζουν στην περιοχή είναι ο βασιλαετός (Aquila heliaca) και το κιρκινέζι (Falco naumanni). Περίπου 160 είδη πουλιών έχουν καταγραφεί στις γύρω λιµνοθάλασσες. Τα σπουδαιότερα είναι: o Θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis), το Φοινικόπτερο (Phoenicopterus ruber), ο Θαλασσαετός (Haliaetus albicilla), ο Καλαµοκανάς (Himantopus himantopus), η Αβοκέτα (Recurvirostra avosetta), η Πετροτριλίδα (Burbinus oedicnemus), το Νεροχελίδονο (Glareola platincola), ο Μαυροκέφαλος Γλάρος (Larus melanocephalus), ο Λεπτόραµφος γλάρος (Larus genei), το Γερογλάρονο (Gelochelidon nilotica), το Μαυρογλάρονο (C.niger) και το Μουστακογλάρονο (Chlidonias hybrida). Έχουν καταγραφεί 8 είδη αµφίβιων: ο Τελµατοτρίτωνας (Triturus vulgaris), ο Πηλοβάτης (Pelobatus syriacus), ο ενδροβάτραχος (Hyla arborea), ο Λιµνοβάτραχος (Rana ridibunda), ο Πρασινόφρυνος (Rufo viridis), ο Πηδοβάτραχος (Rana dalmatica) και ο Κοινός Τρίτωνας (Triturus vulgaris). Όσον αφορά τα ερπετά που συναντούµε εντός της λίµνης και στις τριγύρω περιοχές και έλη είναι: η Στικτόλαιµη νεροχελώνα (Emys orbicularis), η Ριγόλαιµη νεροχελώνα (Mauremys caspica), η Νερόφιδα (Natrix natrix, N. Tesselata). 29

Υπάρχουν ακόµη και χερσαίες χελώνες, η Ελληνική χελώνα (Testudo graeca), η Βαλκανική χελώνα (Testudo hermanni) και η Πρασινόσαυρα (Lacerta viridis). Από φίδια απαντώνται ο Λαφιάτης (Elaphe quatuorlineata) και ο σπάνιος Σαΐτης (Coluber caspius) (Κουτράκης κ.α. 2000, Μπουδαλίκα 2010). 2.3.13 Κλιµατολογικά και εδαφολογικά χαρ/κά της ευρύτερης περιοχής Κλίµα Το κλίµα στην περιοχή είναι κάτι ανάµεσα σε Μεσογειακό και Μεσευρωπαϊκό. Η µεγαλύτερη θερµοκρασία το καλοκαίρι είναι 23 o C και η χαµηλότερη το χειµώνα 5 o C. Περισσότερες βροχές και χιόνια παρουσιάζονται κατά τους χειµερινούς µήνες, χωρίς να λείπουν και οι καλοκαιρινές καταιγίδες. Ισχυροί βόρειοι άνεµοι επικρατούν στο διάστηµα Νοεµβρίου Μαρτίου και νοτιοανατολικοί τον Απρίλιο (Μπουδαλίκα 2010). Έδαφος Η περιοχή της λίµνης Ισµαρίδας αποτελείται από κρυσταλλοσχιστώδη πετρώµατα υψηλής µεταµόρφωσης που είναι παλαιοζωικής ηλικίας και αποτελούν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο επικάθονται τα νεώτερα ιζήµατα της πεδιάδας στο νότιο τµήµα του νοµού. Τα ιζήµατα αυτά είναι τριτογενή (παλαιογενή και νεογενή) και άρχισαν να δηµιουργούνται στο τέλος του Μεσοζωικού όταν µετά από αλλεπάλληλες πτυχώσεις (Καληδονική, Ερκόνια, Αυστριακή) καταβυθίστηκε το νότιο τµήµα του νοµού και σκεπάστηκε από τη θάλασσα. Πάνω σε αυτά τέλος, επικάθονται τα τεταρτογενή ιζήµατα. Πιο συγκεκριµένα τα µεταµορφωµένα πετρώµατα αναπτύσσονται από γνευσίους και σχιστόλιθους. Η λίµνη εντοπίζεται στις εκβολές των ποταµών Βοσβόζη και Φυλιούρη. Χωρίζεται µε µία ζώνη 3 km από τη θάλασσα, στην οποία εντοπίζονται εναλλαγές αµµωδών και αργιλούχων υλικών σε διάταξη οφειλόµενη αποκλειστικά σε δελταϊκή δράση και είναι αποτέλεσµα της εξελικτικής διαδικασίας και της δράσης αντίθετων ρευµάτων, τόσο από την πλευρά της λίµνης, όσο και από την πλευρά της θάλασσας. 2.3.14 Καθεστώς προστασίας υγροτόπων Η περιοχή έχει ενταχθεί στο πρόγραµµα ΦΥΣΗ 2000, ανήκει στο Εθνικό Πάρκο Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, είναι υγρότοπος διεθνούς σηµασίας Ramsar Λίµνη Βιστωνίδα, Πόρτο Λάγος, Λίµνη Ισµαρίδα και γειτονικές παράκτιες λίµνες και είναι επίσης χαρακτηρισµένη ως σηµαντική περιοχή για τα πουλιά (ΣΠΠ). Η οικολογική αξία του υγροβιότοπου της λίµνης Ισµαρίδας (Μητρικού) γίνεται περισσότερο κατανοητή, όταν θεωρηθεί ως ένα τµήµα του συγκροτήµατος των αλληλοδιαδεχόµενων υγροβιοτόπων της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας. Μαζί µε τη Βιστωνίδα και το δέλτα του Νέστου, αποτελεί ένα τεράστιο οικοσύστηµα µε περίπου 100 km συνεχόµενη παραλία, που λειτουργεί σαν λεκάνη συλλογής και σταθµός της ανατολικής Μεσογείου για την µετανάστευση της ορνιθοπανίδας από Σιβηρία, Σκανδιναβία,, Κεντρική Ρωσία, Κεντρική Ευρώπη, Βαλκάνια και Μ. Ασία. (Κοκκινάκης κ.α. 2000). 30

3. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ ΟΙ 3.1 Συλλογή αλιευτικών δεδοµένων Για τα αποτελέσµατα σχετικά µε τις αλιευτικές παραγωγές των παράκτιων λιµνών χρησιµοποιήθηκαν και διασταυρώθηκαν τα ετήσια καταγεγραµµένα αλιευτικά δεδοµένα από τις υπεύθυνες διευθύνσεις και εποπτείες αλιείας των εν λόγω περιοχών, σε συνδυασµό µε βιβλιογραφικά στοιχεία και εκθέσεις, αλλά και πληροφορίες από τοπικούς αλιευτικούς συνεταιρισµούς. Τα δεδοµένα της µελέτης βασίζονται στις καταγραφές της ετήσιας αλιευτικής παραγωγής των κυριότερων ειδών των παράκτιων λιµνών των Νοµών Καβάλας, Ξάνθης και Ροδόπης και καλύπτουν τις περιόδους 1982 2010, 1974 2010 και 1980 2010 αντίστοιχα. Τα δεδοµένα προέρχονται από τα δελτία παραγωγής που καταθέτουν οι εκµισθωτές-συνεταιρισµοί των παραπάνω παράκτιων λιµνών στις ιευθύνσεις Αλιείας των αντίστοιχων νοµών, αλλα και από απευθείας στοιχεία που κρατούνται από τους αλιευτικούς συνεταιρισµούς. Η καταγραφή γίνεται τόσο µε την επιστηµονική όσο και µε την κοινή ονοµασία. Στην παρούσα εργασία οι παραγωγές των επιµέρους εµπορικών οµάδων του κάθε είδους αθροίστηκαν σε µια, ενώ για την αποφυγή συγχύσεων οι εµπορικές κατηγορίες των 5 ειδών των κεφαλοειδών οµαδοποιήθηκαν σε µια (Mugilidae). 3.2 Επεξεργασία αποτελεσµάτων Τα δεδοµένα καταγράφηκαν σε Η/Υ, σε ηλεκτρονική µορφή και αφού πρώτα κωδικοποιήθηκαν, επεξεργάσθηκαν στατιστικά µε το πρόγραµµα MS Εxcel. Στη συνέχεια η εκτίµηση της πρόβλεψης της µελλοντικής αλιευτικής παραγωγής έγινε µε την ανάλυση τάσεων (Trend Analysis) και µε την µέθοδο του κινητού µέσου όρου (Moving Average), ενώ για την επιλογή του κατάλληλου µοντέλου ARIMA χρησιµοποιήθηκε η µέθοδος Box-Jenkins στις χρονικές σειρές των ετήσιων αλιευτικών παραγωγών. Η ανάλυση πραγµατοποιήθηκε µε το λογισµικό Minitab 15 Statistical Software. Για κάθε οικοσύστηµα εκτιµήθηκε, µε την ανάλυση τάσεων (Trend Analysis) και µε την µέθοδο του κινητού µέσου όρου (Moving Average), η πρόβλεψη της συνολικής αλιευτικής παραγωγής για τα επόµενα έτη. Η ανάλυση τάσης αποδίδει µια γενική τάση για τα δεδοµένα της χρονοσειράς και παρέχει προβλέψεις ως προεκτάσεις της τάσης. Η µέθοδος του κινητού µέσου m-περιόδων (moving average), χρησιµοποιεί ως πρόβλεψη την τιµή του αριθµητικού µέσου όρου των m- πρόσφατων παρατηρήσεων της χρονοσειράς. Οι πρόσφατες παρατηρήσεις της χρονοσειράς θεωρούνται περισσότερο αντιπροσωπευτικές για τη δηµιουργία προβλέψεων από ότι οι πιο αποµακρυσµένες στο παρελθόν. Ονοµάζεται κινητός, επειδή η τιµή του δεν είναι σταθερή, καθώς αλλάζει κάθε φορά που γίνεται διαθέσιµη µια νέα παρατήρηση της χρονοσειράς. Τέλος, χρησιµοποιήθηκε η µέθοδος Box-Jenkins για την επιλογή του κατάλληλου µοντέλου ARIMA, η οποία αποτελείται από τη φάση της αναγνώρισης των όρων µε τη βοήθεια των συναρτήσεων αυτοσυσχέτισης (ACF) και µερικής αυτοσυσχέτισης 31

(PACF), τη φάση υπολογισµού των αριθµητικών όρων και τέλος τον έλεγχο της καταλληλότητας του µοντέλου µε ιστόγραµµα των υπολοίπων, µε τις συναρτήσεις αυτοσυσχέτισης και µερικής αυτοσυσχέτισης των υπολοίπων, σε διάστηµα εµπιστοσύνης 95% (Box & Jenkins 1976, Liu 1990). εδοµένου ότι το ρ είναι η τάξη του όρου αυτοπαλινδρόµησης (AR) στο µοντέλο, q είναι η τάξη του όρου του κινούµενου/µεταβαλλόµενου µέσου όρου (MA) και d ο βαθµός των διαδοχικών αφαιρέσεων ως την επίτευξη στάσιµων χρονοσειρών, το µοντέλο αναπαριστάται ως ARIMA (p,q,d). Στη συνέχεια η τιµή x (παραγωγή) την χρονική στιγµή t µπορεί να περιγραφεί από τις ακόλουθες ισότητες 1 και 2, όπως προτείνεται από τους Box & Jenkins (1976): (1-φ 1 Β ρ )(1-Β d )X t = (1-θ 1 Β q ))e t (1) όπου φ, θ είναι οι συντελεστές, e t ο όρος του σφάλµατος κατά την χρονική στιγµή, t και B ρ καλείται τανιστής και ισχύει: B ρ X t = X t-ρ (2) Η ανάλυση των δεδοµένων έγινε µε την παρουσίαση της ποσοστιαίας αλιευτικής σύνθεσης της κάθε περιοχής συνολικά και επιµέρους ανά δεκαετίες. Με αυτόν τον τρόπο γίνονται ευδιάκριτες οι όποιες αλλαγές έχουν επέλθει στις αλιευτικές παραγωγές µε την πάροδο του χρόνου. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η συνολική αλιευτική παραγωγή της κάθε παράκτιας λίµνης, ενώ συγχρόνως γίνεται µια προσπάθεια επεξήγησης των κατώτατων και των ανώτατων τιµών της παραγωγής ανά έτος. Οι αλιευτικές παραγωγές αποδίδονται ανα δεκαετίες και ελέγχονται οι τυχόν ανοδικές ή καθοδικές τάσεις αυτών. Παρουσιάζονται οι µεταβολές της αλιευτικής παραγωγής των κυριαρχούντων ειδών του κάθε οικοσυστήµατος. Τέλος, γίνεται η εκτίµηση της πρόβλεψης της µελλοντικής συνολικής αλιευτικής παραγωγής. 4. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 4.1 Οι παράκτιες λίµνες του Ν. Καβάλας Η παράκτια λίµνη Βάσσοβας Στις παράκτιες λίµνες Βάσσοβα, Ερατεινού, Αγιάσµατος και Κεραµωτής απαντώνται 19 είδη. Στην παράκτια λίµνη εργάζονται 35 άτοµα ως αλιείς και φύλακες. Η εποχή εσόδευσης διαρκεί από Φεβρουάριο ως και Απρίλιο κάθε έτους. Η εξαλίευση γίνεται στις ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις από Αύγουστο ως και Ιανουάριο, µε δίχτυα µανωµένα και απλάδια, κυρίως τους µήνες Αύγουστο, Σεπτέµβριο, Οκτώβριο, Ιανουάριο και Φεβρουάριο, ενώ τέλος, ένα µικρό ποσοστό της παραγωγής προέρχεται από αλιεία µε καµάκι (πυροφάνι) και µε βολόδιχτο. Η ένταση της αλιευτικής δραστηριότητας µπορεί να χαρακτηριστεί µεγάλη. Ο Συνεταιρισµός διαθέτει ένα µηχανοκίνητο σκάφος και ένα κωπήλατο. Έχουν γίνει προσπάθειες εµπλουτισµου µε τσιπούρα και λαυράκι. Η πρώτη ήταν το 1994 και δεύτερη το 1996 που ήταν σχετικά επιτυχείς. Από το 1996 η παράκτια 32

λίµνη έχει εµπλουτιστεί µε 60.000 ιχθύδια που προέρχονται από ιχθυογεννητικό σταθµό (Κουτράκης κ.α. 2000). Η µελέτη της ποσοστιαίας αλιευτικής παραγωγής για την περίοδο 1982 2010 (εικόνα 1), εµφανίζει τα κεφαλοειδή να αποτελούν το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα της περιοχής µε ποσοστό 79%, ενώ ακολουθεί η παραγωγή της τσιπούρας µε ποσοστό 12% και των λαυρακίων µε ποσοστό 7%. Εικόνα 1. Ποσοστά εµφάνισης των ειδών στη συνολική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Βάσσοβας για τις περιόδους 1982 2010, 1982 1989, 1990 1999, 2000 2010. Η αλιευτική σύνθεση την περίοδο 1982 1989 εµφανίζει τα κεφαλοειδή να αποτελούν το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα της περιοχής µε ποσοστό 90%, ενώ ακολουθεί η παραγωγή της τσιπούρας µε ποσοστό 5% και των λαυρακίων µε ποσοστό 1%. Στην επόµενη δεκαετία (1990 1999) οι αλιευτικές παραγωγές, τόσο των λαυρακίων όσο και των τσιπούρων, εµφανίζουν ανοδικές τάσεις. Τα κεφαλοειδή παραµένουν κυρίαρχο αλίευµα. Η µεταβολή αυτή αποτυπώνεται στην εικόνα 1, που απεικονίζει την ποσοστιαία αλιευτική σύνθεση για τα έτη 2000-2010. Παρατηρούµε πως τα κεφαλοειδή συµµετέχουν στην ποσοστιαία αλιευτική σύνθεση για την περίοδο 2000 2010 µε ποσοστό 56%, ενώ συνεχίζεται η ανοδική τάση των λαυρακίων και των τσιπούρων. Οι τσιπούρες εµφανίζουν ποσοστό 27% και τα λαυράκια 15%. Η συνολική αλιευτική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Βάσσοβας για τα έτη 1982 2010 δείχνει να έχει πολλές διακυµάνσεις (εικόνα 2). Η αυξοµείωση της παραγωγής σχετίζεται µε ακραία καιρικά φαινόµενα όπως, παγετός, καύσωνας, άνθιση ύδατος, η 33

ένταση των οποίων αυξήθηκε δραµατικά τα τελευταία χρόνια, καθώς επίσης και µε τη ρύπανση από τα φυτοφάρµακα που καταλήγουν στη λιµνοθάλασσα.. Παγετός καταγράφηκε κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου 2000 (20-28/1/2000) και στη συνέχεια επαναλήφθηκε στο διάστηµα 2-7/1/2002, 19-25/2/2003, 31/1-12/2/2005 και 23-27/1/2006. Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι πέντε φορές στα επτά τελευταία χρόνια είχαµε παγετό στις λιµνοθάλασσες, ο οποίος προκάλεσε γενικευµένο σχεδόν θάνατο στα ψάρια των παράκτιων λιµνών (Κουτράκης Μ. & Καλλιανιώτης Α., 2011). Η παραγωγή τα έτη 2005, 2006 και 2009 ανέρχεται µόλις στα 9.758 kg και 10.930 kg και 8.950 kg αντίστοιχα (εικόνα 2). Εικόνα 2. Μεταβολή της αλιευτικής παραγωγής της παράκτιας λίµνης Βάσσοβας για τα έτη 1982 2010. ιαπιστώνεται ανοδική τάση της ολικής αλιευτικής παραγωγής τη δεκαετία του 90 µε την παραγωγή να ανέρχεται στα 345.964 kg, τάση η οποία υποχωρεί, καθώς την περίοδο 2000 2010 η παραγωγή µειώνεται στα 223.615 kg (εικόνα 3). Εικόνα 3. Αλιευτική παραγωγή παράκτιας λίµνης Βάσσοβας ανά δεκαετία. 34

Στη συνέχεια, βλέπουµε την ανάλυση των χρονοσειρών για το σύνολο της αλιευτικής παραγωγής,, χρησιµοποιώντας την ανάλυση τάσεων (Trend Analysis), τη µέθοδο του κινητού µέσου όρου (Moving Average), καθώς και τη µέθοδο των µοντέλων ARIMA, αφού έχει επέλθει διαφοροποίηση βαθµού d για το σύνολο της παραγωγής. Από το διαγνωστικό έλεγχο των προσαρµοσµένων στα µοντέλα χρονοσειρών, την ανάλυση των υπολοίπων πραγµατικών - προβλεπόµενων τιµών µε συναρτήσεις αυτοσυσχέτισης (ACF), ετεροσυσχέτισης (PACF) και τις εκτιµήσεις που έγιναν για το έτος 2010, προέκυψε ότι η πρόβλεψη είναι πολύ κοντά στην πραγµ µατική τιµή του έτους αυτού και είναι µέσα στην περιοχή του διαστήµατος εµπιστοσύνης 95% (Box & Jenkins 1976, Liu 1990). Εποµένως, τα µοντέλα ARIMA που χρησιµοποιήθηκαν εδώ, µπορούν να κάνουν ασφαλείς προβλέψεις για τη µελλοντική αλιευτική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Βάσσοβας, τουλάχιστον για σύντοµο χρονικό διάστηµα (Makridakis & Wheelwright 1989), οι οποίες θα µπορούν να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασµό των αλιευτικών διαχειριστικών µέτρων των αµέσως επόµενων ετών. Εικόνα 4. Προβλέψεις της συνολικής παραγωγής στη παράκτια λίµνη Βάσσοβα µε α) Ανάλυση τάσης, β) Κινητό µέσο όρο και γ) Μοντέλα ARIMAA Με την εφαρµογή κατάλληλων εργαλείων πρόβλεψης (µοντέλα ARIMA), µπορεί να γίνεται ασφαλής εκτίµηση της παραγωγικότητας του οικοσυστήµατος, τουλάχιστον για το άµεσο µέλλον. Οι προβλέψεις βάση του µοντέλου Arima (0,1,1) για τα έτη 2011, 2012 και 2013, παρουσιάζουν σταθεροποίηση της συνολικής 35

αλιευτικής παραγωγής του οικοσυστήµατος (εικόνα 4). Οι προβλέψεις της συνολικής αλιευτικής παραγωγής για τα έτη 2011, 2012 και 2013 εκτιµώνται στα 13.941.1 kg (πίνακας 5). Πίνακας 5. Μοντέλα ARIMA των αλιευτικών χρονοσειρών του συστήµατος της παράκτιας λίµνης Βάσσοβας, για τα έτη 1974 2010. Ετήσια Αλιευτική Παραγωγή Βάσσοβας 1982-2010 (kg) Trend analysis Moving average ARIMA model (0,1,1) Ολική παραγωγή 1982-2010 Yt = 48803,1 * (0,96274**t) Περίοδος Actual values Forecast Forecast Forecast Lower Upper 2010 18375,0 15923,5 17516,7 13941,1-4281,2 32163,3 2011 15315,0 17516,7 13941,1-7398,3 35280,4 2012 14729,8 17516,7 13941,1-10114,8 37997,0 2013 14166,9 17516,7 13941,1-12554,3 40436,4. Οι κατανοµές και οι τάσεις των κυριότερων ειδών της παράκτιας λίµνης Βάσσοβας φαίνονται στις εικόνες 5 και 6 αντίστοιχα Η αλιευτική παραγωγή των κεφαλοειδών παρουσιάζει πτωτικές τάσεις, ιδιαίτερα την περίοδο 2000-2010. Η παραγωγή των κεφαλοειδών τη δεκαετία του 80 ήταν 281.933 kg, τη δεκαετία του 90 ανέρχεται στα 287.922 kg, ενώ αντίθετα την περίοδο 2000 2010 έχει πτωτική τάση µε 124.658 kg. Εικόνα 5. Κατανοµές των κυριότερων ειδών της παράκτιας λίµνης Βάσσοβας (ανά δεκαετία). Αντίθετα, η αλιευτική παραγωγή των λαυρακίων και της τσιπούρας έχει ανοδική τάση (εικόνα 6). Η παραγωγή των λαυρακίων τη δεκαετία του 80 ήταν 2.456 kg, ενώ 36

την περίοδο 2000 2010 ανέρχεται στα 33.104 kg. Όµοίως, η παραγωγή της τσιπούρας την περίοδο 1982 1989 ήταν 16.654 kg, ενώ την περίοδο 2000 2010 ανέρχεται στα 61.849 kg (εικόνα 6). Εικόνα 6. Ανάλυση τάσεων των κυριότερων ειδών του οικοσυστήµατος παραγωγής της παράκτιας λίµνης Βάσσοβας.. Η παράκτια λίµνη Ερατεινού Στις παράκτιες λίµνες Βάσσοβα, Ερατεινού, Αγιάσµατος και Κεραµωτής απαντώνται 19 είδη. Στην παράκτια λίµνη εργάζονται 35 άτοµα ως αλιείς και φύλακες. Η εποχή εσόδευσης διαρκεί από Φεβρουάριο έως και Απρίλιο κάθε έτους. Η εξαλίευση γίνεται στις ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις από Αύγουστο έως και Ιανουάριο, µε δίχτυα µανωµένα και απλάδια, κυρίως τους µήνες Αύγουστο, Σεπτέµβριο, Ιανουάριο και Φεβρουάριο, ενώ τέλος ένα µικρό ποσοστό της παραγωγής προέρχεται από αλιεία µε καµάκι (πυροφάνι) και µε βολόδιχτο. Η ένταση της αλιευτικής δραστηριότητας µπορεί να χαρακτηριστεί µεγάλη. Ο Συνεταίρισµός διαθέτει ένα µηχανοκίνητοο σκάφος και ένα κωπήλατο (Κουτράκης κ.α.. 2000). Η µελέτη της ποσοστιαίας αλιευτικής παραγωγής για την περίοδο 1982 2010 (εικόνα 7), εµφανίζει τα κεφαλοειδή να αποτελούν το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα της περιοχής µε ποσοστό 69%, ενώ ακολουθεί η παραγωγή της τσιπούρας µε ποσοστό 10% και των λαυρακίων µε ποσοστό 8%. Τέλος, τα χέλια παρουσιάζουν ποσοστό 3%. 37

Εικόνα 7. Ποσοστά εµφάνισης των ειδών στη συνολική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Ερατεινού για τις περιόδους 1982 2010, 1982 1989, 1990 1999, 2000 2010. Η αλιευτική σύνθεση της παράκτιας λίµνης Ερατεινού δεν εµφανίζει ραγδαίες µεταβολές όσον αφορά την εναλλαγή των ειδών στην παραγωγή. Η διαφορά εντοπίζεται στα ποσοστά που καταλαµβάνουν τα είδη, χωρίς όµως να αλλάζει ριζικά η ιεράρχησή τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αύξηση της παραγωγής της τσιπούρας και των λαυρακίων. Τα ποσοστά που λαµβάνουν τα είδη (εικόνα 7), την περίοδο 1982 1989 είναι: 69% τα κεφαλοειδή, 5% τα χέλια, 4% οι τσιπούρες και τέλος 1% τα λαυράκια. Στην επόµενη δεκαετία (1990 1999) οι αλιευτικές παραγωγές, τόσο των λαυρακίων, όσο και των τσιπούρων, εµφανίζουν ανοδικές τάσεις µε ποσοστά 8% και 5% αντίστοιχα. Κυρίαρχο αλίευµα παραµένουν τα κεφαλοειδή. Οι ανοδικές τάσεις των λαυρακίων και των τσιπούρων γινονται πλέον ευδιάκριτες την περίοδο 2000 2010. Οι τσιπούρες εµφανίζουν ποσοστό 22% και τα λαυράκια ποσοστό 16%, έναντι των 4% και 1% αντίστοιχα της περιόδου 1982 1989. Η συνολική αλιευτική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Ερατεινού τα έτη 1982 2010 εµφανίζει πολλές διακυµάνσεις (εικόνα 8). Η αυξοµείωση της παραγωγής σχετίζεται µε ακραία καιρικά φαινόµενα όπως, παγετός, καύσωνας, άνθιση ύδατος, η ένταση των οποίων αυξήθηκε δραµατικά τα τελευταία χρόνια, καθώς επίσης και µε τη ρύπανση από τα φυτοφάρµακα που καταλήγουν στη λιµνοθάλασσα. Παγετός καταγράφηκε κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου 2000 (20-28/1/2000) και στη συνέχεια 38

επαναλήφθηκε στο διάστηµα 2-7/1/2002, 19-25/2/2003, 31/1-12/2/2005 και 23-27/1/2006. Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι πέντε φορές στα επτά τελευταία χρόνια είχαµε παγετό στις λιµνοθάλασσες, ο οποίος προκάλεσε γενικευµένο σχεδόν θάνατο στα ψάρια των παράκτιων λιµνών (Κουτράκης Μ. & Καλλιανιώτης Α., 2011). Η παραγωγή τα έτη 1999, 2004 και 2006 ανέρχεται στα 25.040 kg, 29.333 kg και 27.471 kg αντίστοιχα. Εικόνα 8. Μεταβολή της αλιευτικής παραγωγής της παράκτιας λίµνης Ερατεινού για τα έτη 1982 2010. Η ολική αλιευτική παραγωγή την περίοδο 1982 2010 παρουσιάζει σχετική οµοιοµορφία (εικόνα 9). Αναφορικά η συνολική παραγωγή την περίοδο 1982 1989 ήταν 335.424 kg, τη δεκαετία του 1990 καταγράφεται στα 306.462 kg, ενώ τέλος την περίοδο 2000-2010 ανέρχεται στα 314.702 kg. Εικόνα 9. Αλιευτική παραγωγή παράκτιας λίµνης Ερατεινού ανά δεκαετία. 39

Στη συνέχεια, βλέπουµε την ανάλυση των χρονοσειρών για το σύνολο της αλιευτικής παραγωγής, χρησιµοποιώντας την ανάλυση τάσεων (Trend Analysis), τη µέθοδο του κινητού µέσου όρου (Moving Average), καθώς και τη µέθοδο των µοντέλων ARIMA, αφού έχει επέλθει διαφοροποίηση βαθµού d για το σύνολο της παραγωγής. Από το διαγνωστικό έλεγχο των προσαρµοσµένων στα µοντέλα χρονοσειρών, την ανάλυση των υπολοίπων πραγµατικών - προβλεπόµενων τιµών µε συναρτήσεις αυτοσυσχέτισης (ACF), ετεροσυσχέτισης (PACF) και τις εκτιµήσεις που έγιναν για το προηγούµενο έτος (2010), προέκυψε ότι η προβλέψη είναι πολύ κοντά στη πραγµατική τιµή του έτους αυτού και είναι µέσα στην περιοχή του διαστήµατος εµπιστοσύνης 95% (Box & Jenkins 1976, Liu 1990). Εποµένως, τα µοντέλα ARIMA που χρησιµοποιήθηκαν εδώ, µπορούν να κάνουν ασφαλείς προβλέψεις για τη µελλοντική αλιευτική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Ερατεινού, τουλάχιστον για σύντοµο χρονικό διάστηµ µα (Makridakis & Wheelwright 1989), οι οποίες θα µπορούν να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασµό των αλιευτικών διαχειριστικών µέτρων των αµέσως επόµενων ετών. Εικόνα 10. Προβλέψεις της συνολικής παραγωγής στη παράκτια λίµνη Ερατεινού µε α) Ανάλυση τάσης, β) Κινητό µέσο όρο και γ) Μοντέλα ARIMA. Με την εφαρµογή κατάλληλων εργαλείων πρόβλεψης (µοντέλα ARIMA), µπορεί να γίνεται ασφαλής εκτίµηση της παραγωγικότητας του οικοσυστήµατος, τουλάχιστον για το άµεσο µέλλον. Οι προβλέψεις βάση του µοντέλου Arima (0,1,1) 40

για τα έτη 2011, 2012 και 2013, παρουσιάζουν ήπια πτωτική τάση της συνολικής αλιευτικής παραγωγής του οικοσυστήµατος (εικόνα 10). Αναλυτικά οι προβλέψεις της συνολικής αλιευτικής παραγωγής φαίνονται στον (πίνακα 6), ενώ για τα έτη 2011, 2012 και 2013 εκτιµώνται στα 23.995,2 kg, 23.421,3 kg και 22.847,4 kg αντίστοιχα, όταν για το έτος 2010 η προβλεπόµενη τιµή είναι 24.569,2 kg. Πίνακας 6. Μοντέλα ARIMA των αλιευτικών χρονοσειρών του συστήµατος της παράκτιας λίµνης Ερατεινού, για τα έτη 1974 2010. Ετήσια Αλιευτική Παραγωγή Ερατεινού 1982-2010 (kg) Trend analysis Moving average ARIMA model (0,1,1) Ολική παραγωγή 1982-2010 Yt = 35814 + 496*t - 34,8*t**2 Περίοδος Actual values Forecast Forecast Forecast Lower Upper 2010 21266,0 20789,8 15583,7 24569,2-4771,6 53909,9 2011 19212,6 15583,7 23995,2-5428,0 53418,5 2012 17564,7 15583,7 23421,3-6084,2 52926,8 2013 15846,1 15583,7 22847,4-6740,1 52434,9 Οι κατανοµές και οι τάσεις των κυριότερων ειδών της παράκτιας λίµνης Ερατεινού φαίνονται στις εικόνες 11 και 12 αντίστοιχα Η αλιευτική παραγωγή των κεφαλοειδών παρουσιάζει πτωτικές τάσεις, ιδιαίτερα την περίοδο 2000 2010. Η παραγωγή τους τη δεκαετία του 80 ήταν 232.406 kg, τη δεκαετία του 90 ανέρχεται στα 242.132 kg, ενώ αντίθετα την περίοδο 2000 2010 εχει πτωτική τάση µε 188.138 kg. Εικόνα 11. Κατανοµές των κυριότερων ειδών της παράκτιας λίµνης Ερατεινού (ανά δεκαετία). 41

Αντίθετα, η αλιευτική παραγωγή των λαυρακίων και της τσιπούρας έχει σταθερά ανοδική τάση (εικόνα 12). Η παραγωγή των λαυρακίων τη δεκαετίαα του 80 ήταν 3.485 kg, ενώ την περίοδο 2000 2010 ανέρχεται στα 50.300 kg. Όµοίως, η παραγωγή της τσιπούρας την περίοδο 1982 1989 είναι 12.212 kg, ενώ την περίοδο 2000 2010 ανέρχεται στα 68.403 kg. Εικόνα 12. Ανάλυση τάσεων των κυριότερων ειδών του οικοσυστήµατος παραγωγής της παράκτιας λίµ µνης Ερατεινού. Η παράκτια λίµνη Αγιάσµατος Στις παράκτιες λίµνες Βάσσοβας, Ερατεινού, Αγιάσµατος και Κεραµωτής απαντώνται 19 είδη. Στην παράκτια λίµνη εργάζονται 35 άτοµα ως αλιείς και φύλακες. Η εποχή εσόδευσης διαρκεί από Φεβρουάριο έως και Μάιο κάθε έτους. Η εξαλίευση γίνεται στίς ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις από Σεπτέµβριο έως και Ιανουάριο, µε δίχτυα µανωµένα και απλάδια, κυρίως τους µήνες Αύγουστο, Σεπτέµβριο, Ιανουάριο και Φεβρουάριο, ενώ τέλος ένα µικρό ποσοστό της παραγωγής προέρχεται από αλιεία µε καµάκι (πυροφάνι). Η ένταση της αλιευτικής δραστηριότητας µπορεί να χαρακτηριστεί υψηλή. Ο Συνεταιρισµός διαθέτει ένα µηχανοκίνητο σκάφος και ένα κωπήλατο (Κουτράκης κ.α. 2000). Η µελέτη της ποσοστιαίας αλιευτικής παραγωγής για την περίοδο 1982 2010 (εικόνα 13), εµφανίζει τα κεφαλοειδή να αποτελούν το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα της περιοχής µε ποσοστό 80%, ενώ ακολουθεί η παραγωγή του λαυρακίου µε ποσοστό 6% και της τσιπούρας µε ποσοστό 5%. Τέλος, τα χέλια εµφανίζουν ποσοστό 3%. 42

Εικόνα 13. Ποσοστά εµφάνισης των ειδών στη συνολική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Αγιάσµατος για τις περιόδους 1982 2010, 1982 1989, 1990 1999, 2000 2010. Η αλιευτική σύνθεση της παράκτιας λίµνης Αγιάσµατος δεν εµφανίζει ραγδαίες µεταβολές όσον αφορά την εναλλαγή των ειδών στην παραγωγή. Η διαφορά εντοπίζεται στα ποσοστά που καταλαµβάνουν τα είδη, χωρίς όµως να αλλάζει ριζικά η ιεράρχησή τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αύξηση της παραγωγής της τσιπούρας και των λαυρακίων. Τα ποσοστά που λαµβάνουν τα είδη (εικόνα 13) την περίοδο 1982 1989 είναι: 78% τα κεφαλοειδή, 5% τα χέλια, 2% οι τσιπούρες και τέλος 1% τα λαυράκια. Στην επόµενη δεκαετία (1990 1999) οι αλιευτικές παραγωγές, τόσο των λαυρακίων όσο και των τσιπούρων, εµφανίζουν ανοδικές τάσεις µε ποσοστά 5% και 2% αντίστοιχα. Κυρίαρχο αλίευµα παραµένουν τα κεφαλοειδή. Οι ανοδικές τάσεις των λαυρακίων και των τσιπούρων γινονται πλέον ευδιάκριτες την περίοδο 2000 2010. Οι τσιπούρες εµφανίζονται µε ποσοστό 10% και τα λαυράκια µε ποσοστό 12% έναντι των 2% και 1% αντίστοιχα της περιόδου 1982 1989. Η συνολική αλιευτική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Ερατεινού για τα έτη 1982 2010 δείχνει να εχει πολλές διακυµάνσεις (εικόνα 14). Η αυξοµείωση της παραγωγής σχετίζεται µε ακραία καιρικά φαινόµενα όπως, παγετός, καύσωνας, άνθιση ύδατος, η ένταση των οποίων αυξήθηκε δραµατικά τα τελευταία χρόνια καθώς επίσης και µε τη ρύπανση από τα φυτοφάρµακα που καταλήγουν στην παράκτια λίµνη. 43

Παγετός καταγράφηκε κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου 2000 (20-28/1/2000) και στη συνέχεια επαναλήφθηκε στο διάστηµα 2-7/1/2002, 19-25/2/2003, 31/1-12/2/2005 και 23-27/1/2006. Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι πέντε φορές στα επτά τελευταία χρόνια είχαµε παγετό στις λιµνοθάλασσες, ο οποίος προκάλεσε γενικευµένο σχεδόν θάνατο στα ψάρια των παράκτιων λιµνών (Κουτράκης Μ. & Καλλιανιώτης Α., 2011). Η παραγωγή τα έτη 1993, 1996 και 2002 ανέρχεται µόλις στα 11.349 kg, 19.473 kg και 27.918 kg αντίστοιχα. Εικόνα 14. Μεταβολή της αλιευτικής παραγωγής της παράκτιας λίµνης Αγιάσµατος για τα έτη 1982 2010. ιαπιστώνεται ανοδική τάση της ολικής αλιευτικής παραγωγής την περίοδο 1982 2010 (εικόνα 15). Η συνολική παραγωγή την περίοδο 1982-1989 ήταν 443.925 kg, τη δεκαετία του 1990 καταγράφεται στα 459.480 kg, ενώ τέλος την περίοδο 2000 2010 ανέρχεται στα 475.650 kg. Εικόνα 15. Αλιευτική παραγωγή παράκτιας λίµνης Αγιάσµατος ανά δεκαετία. 44

Στη συνέχεια, βλέπουµε την ανάλυση των χρονοσειρών για το σύνολο της αλιευτικής παραγωγής, χρησιµοποιώντας την ανάλυση τάσεων (Trend Analysis), τη µέθοδο του κινητού µέσου όρου (Moving Average), καθώς και τη µέθοδο των µοντέλων ARIMA, αφού έχει επέλθει διαφοροποίηση βαθµού d για το σύνολο της παραγωγής. Από τον διαγνωστικό έλεγχο των προσαρµοσµένων στα µοντέλα χρονοσειρών, την ανάλυση των υπολοίπων πραγµατικών - προβλεπόµενων τιµών µε συναρτήσεις αυτοσυσχέτισης (ACF), ετεροσυσχέτισης (PACF) και τις εκτιµήσεις που έγιναν για το προηγούµενο έτος 2010, προέκυψε ότι η πρόβλεψη είναι πολύ κοντά στις πραγµατική τιµή του έτους αυτού και είναι µέσα στην περιοχή του διαστήµατος εµπιστοσύνης 95% (Box & Jenkins 1976, Liu 1990). Εποµένως, τα µοντέλα ARIMA που χρησιµοποιήθηκαν εδώ, µπορούν να κάνουν ασφαλείς προβλέψεις για τη µελλοντική αλιευτική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Αγιάσµατος, τουλάχιστον για σύντοµο χρονικό διάστηµ µα (Makridakis & Wheelwright 1989), οι οποίες θα µπορούν να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασµό των αλιευτικών διαχειριστικών µέτρων των αµέσως επόµενων ετών. Εικόνα 16. Προβλέψεις της συνολικής παραγωγής στη παράκτια λίµνη Αγιάσµατος µε α) Ανάλυση τάσης, β) Κινητό µέσο όρο και γ) Μοντέλα ARIMA. Με την εφαρµογή κατάλληλων εργαλείων πρόβλεψης (µοντέλα ARIMA), γίνεται ασφαλής εκτίµηση της παραγωγικότητας του οικοσυστήµατος, τουλάχιστον για το άµεσο µέλλον. Οι προβλέψεις βάση του µοντέλου Arima (2,1,0) για τα έτη 2011, 45

2012 και 2013, (εικόνα 16),παρουσιάζουν ανοδική τάση για το έτος 2011 µε 36.390,7 kg, ενώ για επόµενα δύο χρόνια 2012 και 2013 πτωτική τάση µε 12.031,3 kg και 23.142,2 kg αντίστοιχα, όταν για το έτος 2010 η προβλεπόµενη τιµή είναι 29.270,6 kg (πίνακας 7). Πίνακας 7. Μοντέλα ARIMA των αλιευτικών χρονοσειρών του συστήµατος της παράκτιας λίµνης Αγιάσµατος, για τα έτη 1974 2010. Ετήσια Αλιευτική Παραγωγή Αγιάσµατος 1982-2010 (kg) Trend analysis Moving average ARIMA model (2,1,0) Ολική παραγωγή 1982-2010 Yt = 46107 + 1577*t -75,3*t**2 Περίοδος Actual values Forecast Forecast Forecast Lower Upper 2010 26125,0 29428,2 13062,5 29270,6-10254,7 68795,9 2011 26693,5 13062,5 36390,7-5447,3 78228,6 2012 23815,7 13062,5 12031,3-29993,0 54055,5 2013 20794,8 13062,5 23142,2-27194,0 73478,4 Οι κατανοµές και οι τάσεις των κυριότερων ειδών της παράκτιας λίµνης Αγιάσµατος φαίνονται στις εικόνες 17 και 18 αντίστοιχα Η αλιευτική παραγωγή των κεφαλοειδών παρουσιάζει ανοδική τάση τη δεκαετία 1990 1999, η οποία υποχωρεί την περίοδο 2000 2010. Η παραγωγή τη δεκαετία του 80 ήταν 348.922 kg, τη δεκαετία του 90 ανέρχεται στα 406.300 kg, ενώ την περίοδο 2000 2010 ήταν 354.368 kg. Εικόνα 17. Κατανοµές των κυριότερων ειδών της παράκτιας λίµνης Αγιάσµατος (ανά δεκαετία). 46

Αντίθετα, η αλιευτική παραγωγή των λαυρακίων και της τσιπούρας είχαν σταθερά ανοδική τάση (εικόνα 18) ). Αναφορικά, η παραγωγή των λαυρακίων τη δεκαετία του 80 ήταν 4.288 kg, ενώ την περίοδο 2000 2010 ανέρχεται στα 55.853 kg. Οµοίως η παραγωγή της τσιπούρας την περίοδο 1982 1989 ήταν 8.312 kg, ενώ την περίοδο 2000 2010 ανέρχεται στα 49.805 kg. Εικόνα 18. Ανάλυση τάσεων των κυριότερων ειδών του οικοσυστήµατος παραγωγής της παράκτιας λίµνης Αγιάσµατος. Η παράκτια λίµνη Κεραµ µωτής Στις παράκτιες λίµνες Βάσσοβας, Ερατεινού, Αγιάσµατος και Κεραµωτής απαντώνται 19 είδη. Στην παράκτια λίµνη εργάζονται 35 άτοµα ως αλιείς και φύλακες. Η εποχή εσόδευσης διαρκεί από Φεβρουάριο έως και Απρίλιο κάθε έτους. Η εξαλίευση γίνεται στις ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις από Σεπτέµβριο έως και Ιανουάριο, µε δίχτυα µανωµένα και απλάδια, κυρίως τους µήνες Αύγουστο, Σεπτέµβριο, Ιανουάριο και Φεβρουάριο, ενώ τέλος ένα µικρό ποσοστό της παραγωγής προέρχεται από αλιεία µε καµάκι (πυροφάνι) και µε βολόδιχτο. Η ένταση της αλιευτικής δραστηριότητας µπορεί να χαρακτηριστεί υψηλή. Ο Συνεταιρισµός διαθέτει ένα µηχανοκίνητοο σκάφος και ένα κωπήλατο (Κουτράκης κ.α.. 2000). Η µελέτη της ποσοστιαίας αλιευτικής παραγωγής για την περίοδο 1982 2010 (εικόνα 19), εµφανίζει τα κεφαλοειδή να αποτελούν το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα της περιοχής µε ποσοστό 69%, ενώ ακολουθεί η παραγωγή της τσιπούρας µε ποσοστό 10% και των λαυρακίων µε ποσοστό 7%. Τέλος, τα χέλια εµφανίζουν ποσοστό 6%. 47

Εικόνα 19. Ποσοστά εµφάνισης των ειδών στη συνολική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Κεραµωτής για τις περιόδους 1982 2010, 1982 1989, 1990 1999, 2000 2010. Η αλιευτική σύνθεση της παράκτιας λίµνης Κεραµωτής δεν εµφανίζει ραγδαίες µεταβολές όσον αφορά την εναλλαγή των ειδών στην παραγωγή. Η διαφορά εντοπίζεται στα ποσοστά που καταλαµβάνουν τα είδη, χωρίς όµως να αλλάζει ριζικά η ιεράρχησή τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αύξηση της παραγωγής της τσιπούρας και των λαυρακίων. Τα ποσοστά που λαµβάνουν τα είδη (εικόνα 19) την περίοδο 1982 1989 είναι: 63% τα κεφαλοειδή, 18% τα χέλια, 2% οι τσιπούρες και τέλος 1% τα λαυράκια. Στην επόµενη δεκαετία (1990 1999) οι αλιευτικές παραγωγές, τόσο των λαυρακίων όσο και των τσιπούρων, εµφανίζουν ανοδικές τάσεις µε ποσοστά 7% και 5% αντίστοιχα. Κυρίαρχο αλίευµα παραµένουν τα κεφαλοειδή. Οι ανοδικές τάσεις των λαυρακίων και των τσιπούρων γίνονται πλέον ευδιάκριτες την περίοδο 2000 2010. Οι τσιπούρες εµφανίζονται µε ποσοστό 22% και τα λαυράκια µε ποσοστό 12% έναντι των 2% και 1% αντίστοιχα της περιόδου 1982 1989. Η συνολική αλιευτική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Κεραµωτής τα έτη 1982 2010 δείχνει να εχει πολλές διακυµάνσεις (εικόνα 20). Η αυξοµείωση της παραγωγής σχετίζεται µε ακραία καιρικά φαινόµενα όπως, παγετός, καύσωνας, άνθιση ύδατος, η ένταση των οποίων αυξήθηκε δραµατικά τα τελευταία χρόνια, καθώς επίσης και µε τη ρύπανση από τα φυτοφάρµακα που καταλήγουν στη λιµνοθάλασσα. Παγετός καταγράφηκε κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου 2000 (20-28/1/2000) και στη συνέχεια επαναλήφθηκε στο διάστηµα 2-7/1/2002, 19-25/2/2003, 31/1-12/2/2005 48

και 23-27/1/2006. Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι πέντε φορές στα επτά τελευταία χρόνια είχαµε παγετό στις λιµνοθάλασσες, ο οποίος προκάλεσε γενικευµένο σχεδόν θάνατο στα ψάρια των παράκτιων λιµνών (Κουτράκης Μ. & Καλλιανιώτης Α., 2011). Για τα έτη 1999, 2004 και 2009 η παραγωγή ανέρχεται στα 16.864 kg, 14.703 kg και 6.600 kg αντίστοιχα. Εικόνα 20. Μεταβολή της αλιευτικής παραγωγής της παράκτιας λίµνης Κεραµωτής για τα έτη 1982 2010. ιαπιστώνεται άνοδος της ολικής αλιευτικής παραγωγής (εικόνα 21), τη δεκαετία 1990 1999, µε την παραγωγή να ανέρχεται στα 254.567 kg, η οποία όµως δε συνεχίζεται την επόµενη περίοδο 2000 2010, καθώς η παραγωγή εµφανίζει µικρή πτωτική τάση στα 237.031 kg. Εικόνα 21. Αλιευτική παραγωγή παράκτιας λίµνης Κεραµωτής ανά δεκαετία. 49

Στη συνέχεια, βλέπουµε την ανάλυση των χρονοσειρών για το σύνολο της αλιευτικής παραγωγής, χρησιµοποιώντας την ανάλυση τάσεων (Trend Analysis), τη µέθοδο του κινητού µέσου όρου (Moving Average), καθώς και τη µέθοδο των µοντέλων ARIMA, αφού έχει επέλθει διαφοροποίηση βαθµού d για το σύνολο της παραγωγής. Από το διαγνωστικό έλεγχο των προσαρµοσµένων στα µοντέλα χρονοσειρών, την ανάλυση των υπολοίπων πραγµατικών - προβλεπόµενων τιµών µε συναρτήσεις αυτοσυσχέτισης (ACF), ετεροσυσχέτισης (PACF) και τις εκτιµήσεις που έγιναν για το προηγούµενο έτος 2010, προέκυψε ότι η πρόβλεψη είναι πολύ κοντά στην πραγµατική τιµή του έτους αυτού και είναι µέσα στην περιοχή του διαστήµατος εµπιστοσύνης 95% (Box & Jenkins 1976, Liu 1990). Εποµένως, τα µοντέλα ARIMA που χρησιµοποιήθηκαν εδώ, µπορούν να κάνουν ασφαλείς προβλέψεις για τη µελλοντική αλιευτική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Κεραµωτής, τουλάχιστον για σύντοµο χρονικό διάστηµ µα (Makridakis & Wheelwright 1989), οι οποίες θα µπορούν να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασµό των αλιευτικών διαχειριστικών µέτρων των αµέσως επόµενων ετών. Εικόνα 22. Προβλέψεις της συνολικής παραγωγής στη παράκτια λίµνη Κεραµωτής µε α) Ανάλυση τάσης, β) Κινητό µέσο όρο και γ) Μοντέλα ARIMA. Με την εφαρµογή κατάλληλων εργαλείων πρόβλεψης (µοντέλα ARIMA), µπορεί να γίνεται ασφαλής εκτίµηση της παραγωγικότητας του οικοσυστήµατος, τουλάχιστον για το άµεσο µέλλον. Οι προβλέψεις βάση του µοντέλου Arima (4,1,1) 50

για τα έτη 2011, 2012 και 2013, (εικόνα 22), παρουσιάζουν ανοδική τάση για τα έτη 2011 και 2012 µε 21.576,5 kg και 21.308,7 kg αντίστοιχα, ενώ για το έτος 2013 πτωτική τάση µε 14.724,3 kg, όταν για το έτος 2010 η προβλεπόµενη τιµή είναι 15.001,5 kg (πίνακας 8). Πίνακας 8. Μοντέλα ARIMA των αλιευτικών χρονοσειρών του συστήµατος της παράκτιας λίµνης Κεραµωτής, για τα έτη 1974 2010. Ετήσια Αλιευτική Παραγωγή Κεραµωτής 1982-2010 (kg) Ολική παραγωγή 1982-2010 Trend analysis Yt = 27287,1 * (0,98678**t) Moving average ARIMA model (4,1,1) Περίοδος Actual values Forecast Forecast Forecast Lower Upper 2010 15937,0 18976,7 11268,5 15001,5-5912,2 35915,3 2011 18748,3 11268,5 21576,5-7703,9 44977,4 2012 18522,6 11268,5 21308,7-1824,4 44906,7 2013 18299,7 11268,5 14724,3-9887,4 39336,0 Οι κατανοµές και οι τάσεις των κυριότερων ειδών της παράκτιας λίµνης Κεραµωτής φαίνονται στις εικόνες 23 και 24 αντίστοιχα Η αλιευτική παραγωγή των κεφαλοειδών παρουσιάζει ανοδική τάση τη δεκαετία 1990 1999. Τα κεφαλοειδή τη δεκαετία του 80 εµφανίζονται µε παραγωγή 132.845 kg, τη δεκαετία του 90 ανέρχεται στα 204.510 kg, ενώ την περίοδο 2000 2010 ήταν 143.686 kg. Εικόνα 23. Κατανοµές των κυριότερων ειδών της παράκτιας λίµνης Κεραµωτής (ανά δεκαετία). Αντίθετα, η αλιευτική παραγωγή των λαυρακίων και της τσιπούρας είχαν ανοδική τάση (εικόνα 24). Η παραγωγή των λαυρακίων τη δεκαετία του 80 ήταν 1.817 kg, 51

ενώ την περίοδο 2000 2010 ανέρχεται στα 28.791 kg. Οµοίως η παραγωγή της τσιπούρας την περίοδο 1982 1989 ήταν 4.754 kg, ενώ την περίοδο 2000 2010 ανέρχεται στα 52.967 kg. Εικόνα 24. Ανάλυση τάσεων των κυριότερων ειδών του οικοσυστήµατος παραγωγής της παράκτιας λίµνης Κεραµωτής. 52

4.2 Η λίµνη Βιστωνίδα και οι παράκτιες λίµνες του Ν. Ξάνθης Η λίµνη Βιστωνίδα Η σύνθεση της ιχθυοπανίδας στη λίµνη Βιστωνίδα και την παράκτια λίµνη Λαγός ανέρχεται στα 58 είδη. Στη λίµνη εργάζονται 48 άτοµα ως αλιείς και φύλακες. Η εποχή εσόδευσης διαρκεί από Φεβρουάριο ως και Μάρτιο κάθε έτους. Η εξαλίευση πραγµατοποιείται µε ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις, µε µανωµένα δίχτυα, µε βολκούς (χρησιµοποιούνται κυρίως για τα χέλια το καλοκαίρι) και µε βολόδιχτο. Η ένταση της αλιευτικής δραστηριότητας µπορεί να χαρακτηριστεί υψηλή. Έχουν γίνει προσπάθειες εµπλουτισµού. Η πρώτη προσπάθεια εµπλουτισµού τσιπούρας έγινε το 1992, η οποία όµως απέτυχε λόγω χαµηλών θερµοκρασιών που επικράτησαν τη χρονιά εκείνη. Η δεύτερη προσπάθεια έγινε το 1998 1999, όταν δοκιµάστηκε η εκτροφή τσιπούρας σε κλωβούς στην τάφρο διαχείµασης της παράκτιας λίµνης του Λαγού, από το Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας στα πλαίσια ερευνητικού προγράµµατος (Κοκκινάκης 1998-2001). Επίσης, το 1995 έγινε πείραµα εγκλιµατισµού και ανάπτυξης της γαρίδας Peneaus japonicus, στις κλειστές τσιµεντένιες δεξαµενές από τους Κεβρεκίδη και Ψαλτοπούλου, µε σκοπό την πλήρη πάχυνση σε δεξαµενές. Τέλος, το 1995 έγινε αναπαραγωγή κυπρίνων στη ιαλαµπή µε γεννήτορες που πάρθηκαν από την Ισµαρίδα (Κουτράκης κ.α. 2000). Η µελέτη της ποσοστιαίας αλιευτικής παραγωγής για την περίοδο 1974 2010 (εικόνα 25) εµφανίζει τα κεφαλοειδή να αποτελούν το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα της περιοχής µε ποσοστό 33%, ενώ ακολουθεί η παραγωγή της αθερίνας µε ποσοστό 32%. Με την είσοδο της αθερίνας στην αλιευτική παραγωγή τη δεκαετία του 1980 και µετά, έχουµε ραγδαία µεταβολή των ποσοστών σύνθεσης των αλιευµάτων. Η µεταβολή αυτή αποτυπώνεται στην εικόνα 25, όπου απεικονίζεται η αλιευτική σύνθεση στην πάροδο του χρόνου. Τα κεφαλοειδή είναι το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα κατά τη δεκαετία του 80 µε ποσοστό 33%, ενώ ακολουθούν τα γριβάδια και τα χέλια µε ποσοστά 31% και 29% αντίστοιχα. Η παραγωγή της αθερίνας ήταν ακόµη σε µηδενικό επίπεδο. Στην επόµενη δεκαετία (1990 1999) αποτυπώνεται η µεταβολή της αλιευτικής παραγωγής µε το ποσοστό της αθερίνας να εκτοξεύεται στο 46% και να αποτελεί το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα. Ακολουθούν τα κεφαλοειδή µε ποσοστό 25%, τα χέλια µε 5% και τέλος τα γριβάδια µε ποσοστό 3%. Όσον αφορά την περίοδο 2000 2010 η αθερίνα εξακολουθεί να αποτελεί το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα µε ποσοστό 49%, ενώ τα κεφαλοειδή συµµετέχουν στην ετήσια συνολική παραγωγή µε ποσοστό 47%. Το υψηλό ποσοστό της συγκεκριµένης περιόδου οφείλεται στη σηµαντική µείωση της παραγωγής των χελιών (ποσοστό 2%) και της απουσίας του γριβαδιού (ποσοστό 1%). 53

Εικόνα 25. Ποσοστά εµφάνισης των ειδών στη συνολική παραγωγή της λίµ µνης Βιστωνίδας για τις περιόδους 1974 2010, 1980 1989, 1990 1999, 2000 2010. Έως το 1990 η λίµνη δεχόταν αστικά λύµατα και βιοµηχανικά απόβλητα κυρίως από την πόλη και τη βιοµηχανική περιοχή της Ξάνθης. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην αύξηση της ρύπανσης και τον υπερτροφισµό της λίµνης. Αρκεί να αναφέρουµε τις συνολικές αλιευτικές παραγωγές ορισµένων ετών εντός της εικοσαετίας 1970 1990. Οι διακυµάνσεις της αλιευτικής παραγωγής φαίνονται στην εικόνα 26. Το 1985 είναι το έτος µε τη µικρότερη παραγωγή της συγκεκριµένης περιόδου, η οποία κυµάνθηκε στα 80.666 kg. Το 1974 η συνολική παραγωγή κυµάνθηκε στα 104.303 kg, ενώ το 1989 η παραγωγή ήταν 96.957 kg. Έντονη κακοκαιρία µε πληµµυρικά φαινόµενα έπληξαν τον νοµό της Ξάνθης το έτος 1992, µε αποτέλεσµα να προκληθούν καταστροφές στις εγκαταστάσεις, στην αλιευτική παραγωγή, καθώς επίσης και στις συνθήκες διαβίωσης των ψαριών. Η συνολική παραγωγή για το 1992 ήταν 176.853 kg. Τον Ιούλιο του 1993 επικράτησαν ανοξικές συνθήκες στη λίµνη, µε αποτέλασµα το µαζικό θάνατο ψαριών. Οι χαµηλές θερµοκρασίες που έπληξαν την περιοχή κατά τα έτη 1998 και 2002, είχε ως αποτέλεσµα το µαζικό θάνατο των ψαριών. Η συνολική παραγωγή του έτους 1998 ήταν 220.536 kg, ενώ για το έτος 2002 µόλις 12.423 kg. Αντίθετα το καλοκαίρι του 2005 στην περιοχή επικράτησε καύσωνας, µε αποτέλεσµαα την άνθηση του ύδατος, την πτώση του οξυγόνου και την απελευθέρωση τοξικών ουσιών από τα φήκη. Η συνολική παραγωγή του έτους κυµάνθηκε στα 289.465 kg. Παγετός καταγράφηκε στις 23-27/1/2006, µε αποτέλεσµα 54

το θάνατο µεγάλου αριθµού ψαριών. Οι βροχοπτώσεις και οι έντονες πληµµύρες το Νοεµβρίου του 2007 προκάλεσαν µείωση στην αλιευτική παραγωγή. Εικόνα 26: Μεταβολή της αλιευτικής παραγωγής της λίµνης Βιστωνίδας για την περίοδο 1974 2010. Στην Εικόνα 27, διαπιστώνεται σηµαντική ανάκαµψη της ολικής παραγωγής τη δεκαετία 1990 1999, η οποία συνεχίζεται και την επόµενη δεκαετία 2000 2009. Από τα 1.554,747 kg τη δεκαετία του 80, η παραγωγή ανήλθε στα 3.123,909 kg την περίοδο 2000 2010. Η αύξηση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στη συµµετοχή της αθερίνας στην παραγωγή, η οποία έχει αυξητικές τάσεις. Η παραγωγή της Αθερίνας τη δεκαετία του 80 είναι 4.310 kg, ενώ τη δεκαετία του 2000 ανέρχεται στα 1.522,613 kg. Εικόνα 27: Αλιευτική παραγωγή λίµνης Βιστωνίδας ανά δεκαετία. 55

Στη συνέχεια, βλέπουµ µε (εικόνα 4),.την ανάλυση των χρονοσειρώνν για το σύνολο της αλιευτικής παραγωγής, χρησιµοποιώντας την ανάλυση τάσεων (Trend Analysis), τη µέθοδο του κινητού µέσου όρου (Moving Average), καθώς και τη µέθοδο των µοντέλων ARIMA, αφού έχει επέλθει διαφοροποιήση βαθµού d για το σύνολο της παραγωγής. Σύµφωνα µε το διαγνωστικό έλεγχο των προσαρµοσµένων στα µοντέλα χρονοσειρών, την ανάλυση των υπόλοιπων πραγµατικών-προβλεπόµ µενων τιµών µε συναρτήσεις αυτοσυσχέτισης (ACF), ετεροσυσχέτισης (PACF) και τις εκτιµήσεις που έγιναν για τα προηγούµενα έτη 2009, 2010, προέκυψε ότι οι προβλέψεις είναι κοντά στις πραγµατικές τιµές και είναι όλες µέσα στην περιοχή του διαστήµατος εµπιστοσύνης 95% (Box & Jenkins 1976, Liu 1990). Εποµένως, τα µοντέλα ARIMA που χρησιµοποιήθηκαν, µπορούν να κάνουν ασφαλείς προβλέψεις για τη µελλοντική αλιευτική παραγωγή της Βιστωνίδας, τουλάχιστον για σύντοµο χρονικό διάστηµα (Makridakis & Wheelwright 1989), οι οποίες θα µπορούν να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασµό των αλιευτικών διαχειριστικών µέτρων των αµέσως επόµενων ετών. Εικόνα 28. Προβλέψεις της συνολικής παραγωγής στη λίµνη Βιστωνίδα µε α) Ανάλυση τάσης, β) Κινητό µέσο όρο και γ) Μοντέλα ARIMA. Με την εφαρµογή κατάλληλων εργαλείων πρόβλεψης (µοντέλα ARIMA), µπορεί να γίνεται ασφαλής εκτίµηση της παραγωγικότητας του οικοσυστήµατος, τουλάχιστον για το άµεσο µέλλον. Οι προβλέψεις βάση του µοντέλου Arima (2,1,0) για τα έτη 2011, 2012 και 2013, παρουσιάζουν ήπιες ανοδικές διακυµ µάνσεις (εικόνα 28). Αναλυτικά οι προβλέψεις της συνολικής αλιευτικής παραγωγής φαίνονται στον 56

πίνακα 9, ενώ για τα έτη 2011, 2012 και 2013 εκτιµώνται στα 307.317 kg, 329.823 kg και 333.008 kg αντίστιχα. Πίνακας 9. Μοντέλα ARIMA των αλιευτικών χρονοσειρών του συστήµατος της λίµνης Βιστωνίδας, για τα έτη 1974 2010. Ετήσια Αλιευτική Παραγωγή Βιστωνίδας 1974-2010(kg) Trend analysis Moving average ARIMA model (2,1,0) Ολική παραγωγή 1974-2010 Yt = 196945 + 339*t + 83*t**2 Περίοδος Actual values Forecast Forecast Forecast Lower Upper 2009 163077 366158 224993 352580 137850 567310 2010 306114 378290 224993 333173 90203 576143 2011 390852 224993 307317 59875 554759 2012 403844 224993 329823 49316 610330 2013 417266 224993 333008 24839 641178 Οι κατανοµές και οι τάσεις των κυριότερων ειδών της λίµνης Βιστωνίδας φαίνονται στις εικόνες 29 και 30 αντίστοιχα. Η αλιευτική παραγωγή των κεφαλοειδών τα έτη 1974 2010 παρουσιάζει ανοδικές τάσεις. Τη δεκαετία 1980 1989 η παραγωγή ήταν 507.533 kg, ενώ την περίοδο 2000 2010 ανέρχεται στα 1.483,763 kg. Αντίθετα, η αλιευτική παραγωγή των χελιών παρουσιάζει πτωτική τάση ιδιαίτερα µετά τη δεκαετία του 80. Από τα 478.317 kg τη δεκαετία του 80, η παραγωγή µειώθηκε στα 72.900 kg την περίοδο 2000-2010. Εικόνα 29: Κατανοµές των κυριότερων ειδών της λίµνης Βιστωνίδας (ανά δεκαετία). 57

Η αλιευτική παραγωγή του γριβαδιού έχει δραµατικά πτωτικές τάσεις τα τελευταία έτη. Τη δεκαετία του 60 η παραγωγή του ήταν 2.177,067 kg, ενώ τη περίοδο 2000 2010 ανέρχεται µόλις στα 23.509 kg. Η σηµαντική πτώση της παραγωγής του γριβαδιού επηρεάστηκε από την ερυθροδερµατίτιδα που ενδηµούσε στη λίµνη, ασθένεια που δηλώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Κιλικίδης κ.α., 1984, Κωτσοβίνος, Γιανακοπούλου 1985). Από το 1992 µέχρι το 1996 η παραγωγή µηδενίζεται. Την περίοδοο 1997 2000 παρατηρείται ανάκαµψη της παραγωγής, η οποία και πάλι όµως µηδενίζεται από το 2001 µέχρι και το 2010. Η εµφάνιση του γριβαδιού κατά την περίοδο αυτή οφείλεται στη λειτουργία του ιχθυογεννητικού σταθµού της αλαµπής. Εικόνα 30. Ανάλυση τάσεων των κυριότερων ειδών του οικοσυστήµατος της λίµνης Βιστωνίδας. Η παράκτια λίµνη Λαγός Η σύνθεση της ιχθυοπανίδας στη λίµνη Βιστωνίδα και την παράκτια λίµνη Λαγός ανέρχεται στα 58 είδη. Στην παράκτια λίµνη σήµερα εργάζονται 48 άτοµα ως αλιείς και φύλακες. Η εποχή εσόδευσης διαρκεί από Φεβρουάριο ως και Μάρτιο κάθε έτους. Η εξαλίευση γίνεται µε ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις και µε δίχτυα µανωµένα. Η ένταση της αλιευτικής δραστηριότητας µπορεί να χαρακτηριστεί µέτρια. Ο Λαγός έχει το χαρακτηριστικό να περιλαµβάνει είδη όπως τσιπούρες, γλώσσες, χειµάρες κ.λ.π.. Ειδικά οι τσιπούρες παρουσιάζουν υψηλή θνησιµότητα µέσα στη τάφρο όταν η θερµοκρασία είναι χαµηλή. Για την αντιµετώπιση του προβλήµατος κατασκευάστηκαν τάφροι δαιχείµασης µε τη χρήση της γεωθερµίας από το πλούσιο γεωθερµικό πεδίο της Νέας Κεσσάνης, µε αποτέλεσµα να προστατεύονται κατά τους χειµερινούς µήνες τα ψάρια. Η πρώτη προσπάθεια εµπλουτισµού µε τσιπούρες έγινε το 1992, η οποία όµως απέτυχε λόγω χαµηλών θερµοκρασιών που επικράτησαν τη χρονιά εκείνη. Η δεύτερη προσπάθεια έγινε το 58

1998-1999, όταν δοκιµάστηκε η εκτροφή τσιπούρας σε κλωβούς στην τάφρο διαχείµασης της παράκτιας λιµνης του Λαγού, από το Ινστιτούτο Αλιευτικής Έρευνας στα πλαίσια ερευνητικού προγράµµατος (Κοκκινάκης 1998-2001). Επίσης, το 1995 έγινε πείραµα εγκλιµατισµού και ανάπτυξης της γαρίδας Peneaus japonicus, στις κλειστές τσιµεντένιες δεξαµενές από τους Κεβρεκίδη και Ψαλτοπούλου, µε σκοπό την πλήρη πάχυνση σε δεξαµενές. Τέλος, το 1995 έγινε αναπαραγωγή Κυπρίνων στη ιαλαµπή µε γεννήτορες που πάρθηκαν από την Ισµαρίδα (Κουτράκης κ.α. 2000). Η µελέτη της ποσοστιαίας αλιευτικής παραγωγής (εικόνα 31), για την περίοδο 1974 2010 εµφανίζει τα κεφαλοειδή να αποτελούν το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα της περιοχής µε ποσοστό 69%, ενώ ακολουθεί η παραγωγή της τσιπούρας µε ποσοστό 24% και των λαυρακίων µε ποσοστό 4%. Η αλιευτική σύνθεση την περίοδο 1980 1989 δεν εµφανίζει ραγδαίες µεταβολές όσον αφορά την εναλλαγή των ειδών στην παραγωγή. Η διαφορά εντοπίζεται στα ποσοστά που καταλαµβάνουν τα είδη, χωρίς όµως να αλλάζει η ιεράρχησή τους. Αναφορικά τα κεφαλοειδή παραµένουν το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα της περιοχής µε ποσοστό 89%, ενώ ακολουθεί η τσιπούρα µε ποσοστό 9% και τα λαυράκια µε µηδενικό ποσοστό. Εικόνα 31. Ποσοστά εµφάνισης των ειδών στη συνολική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Λαγού για τις περιόδους 1974 2010, 1980 1989, 1990 1999, 2000 2010. Τα ποσοστά της αλιευτικής παραγωγής κατά τη δεκαετία 1990 1999 δεν παρουσιάζουν µεταβολές (εικόνα 31). Το ποσοστό των κεφαλοειδών είναι 79% και ακολουθούν οι τσιπούρες και τα λαυράκια µε ποσοστά 10% και 8% αντίστοιχα. Τέλος, την περίοδο 2000 2010 οι τσιπούρες είναι πλέον το πρώτο σε παραγωγή 59

αλίευµα µε ποσοστό 49%, ενώ ακολουθούν τα κεφαλοειδή µε ποσοστό 46% και τα λαυράκια µε 5%. Η συνολική αλιευτική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Λαγού για τα έτη 1974 2010 (εικόνα 32), παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όταν συγκριθεί µε αυτήν της λίµνης Βιστωνίδας. Παρατηρούµε µια αµφίδροµη µετακίνηση των ειδών από το ένα οικοσύστηµα στο άλλο. Σε περιόδους που το ένα οικοσύστηµα εµφανίζει πτωτική τάση, το δεύτερο αντίστοιχα έχει ανοδική. Συγκρίνοντας τις συνολικές αλιευτικές παραγωγές και των δυο οικοσυστηµάτων τα έτη 1977, 1983, 1993 και 2000, παρατηρούµε ότι η παράκτια λίµνη Λαγού εµφανίζει µειωµένη αλιευτική παραγωγή, ενώ αντίθετα η λίµνη Βιστωνίδα εµφανίζει αυξηµένη. Όµοιως τα έτη 1992, 1994, 2002 και 2009 στην παράκτια λίµνη Λαγού εµφανίζεται αυξηµένη η αλιευτική παραγωγή, ενώ αντίθετα στη λίµνη Βιστωνίδα εµφανίζεται µειωµένη. Εάν το γεγονός των αµφίδροµων διακυµάνσεων της συνολικής αλιευτικής παραγωγής συσχετιστεί µε τα ακραία περιβαλλοντικά φαινόµενα που έλαβαν µέρος στη συγκεκριµένη περιοχή, µπορούµε να εξάγουµε ορισµένα χρήσιµα συµπεράσµατα. Προτείνεται η διαχείριση των δύο οικοσυστηµάτων ξεχωριστά, ώστε να διακρίνουµε τις µεταβολές της αλιευτικής σύνθεσης. Ακόµη, γίνεται ευδιάκριτη η προσµαρµογή και οι απειλές που αντιµετωπίζουν τα είδη στα ακραία καιρικά φαινόµενα, ώστε η δραστηριοποίησή µας να είναι άµεση για τη βελτίωση των υπαρχόντων έργων υποδοµής των οικοσυστηµάτων. Εικόνα 32. Μεταβολή της αλιευτικής παραγωγής της παράκτιας λίµνης Λαγού για την περίοδο 1974 2010. Στην εικόνα 33 διαπιστώνεται µια σηµαντική ανάκαµψη της ολικής παραγωγής τη δεκαετία 1990 1999, η οποία συνεχίζεται και την επόµενη περίοδο 2000 2010. Η αύξηση αυτή οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στους εµπλουτισµούς που έγιναν στην παράκτια λίµνη και στη βελτιώση των τάφρων διαχείµασης. 60

Εικόνα 33. Αλιευτική παραγωγή παράκτιας λίµνης Λαγού ανά δεκαετία. Στη συνέχεια (εικόνα 34), βλέπουµε την ανάλυση των χρονοσειρώνν για το σύνολο της αλιευτικής παραγωγής, χρησιµοποιώντας την ανάλυση τάσεων (Trend Analysis), την µέθοδο του κινητού µέσου όρου (Moving Average), καθώς και τη µέθοδο των µοντέλων ARIMA, αφού έχει επέλθει διαφοροποίηση βαθµού d για το σύνολο της παραγωγής. Εικόνα 34. Προβλέψεις της συνολικής παραγωγής στη παράκτια λίµνη Λαγού µε α) Ανάλυση τάσης, β) Κινητό µέσο όρο και γ) Μοντέλα ARIMA. 61

Από το διαγνωστικό έλεγχο των προσαρµοσµένων στα µοντέλα χρονοσειρών, την ανάλυση των υπολοίπων πραγµατικών - προβλεπόµενων τιµών µε συναρτήσεις αυτοσυσχέτισης (ACF), ετεροσυσχέτισης (PACF) και τις εκτιµήσεις που έγιναν για τα προηγούµενα έτη 2009 και 2010, προέκυψε ότι οι προβλέψεις είναι πολύ κοντά στις πραγµατικές τιµές των ετών αυτών και είναι όλες µέσα στην περιοχή του διαστήµατος εµπιστοσύνης 95% (Box & Jenkins 1976, Liu 1990). Εποµένως, τα µοντέλα ARIMA που χρησιµοποιήθηκαν εδώ, µπορούν να κάνουν ασφαλείς προβλέψεις για τη µελλοντική αλιευτική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Λαγού, τουλάχιστον για σύντοµο χρονικό διάστηµα (Makridakis & Wheelwright 1989), οι οποίες θα µπορούν να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασµό των αλιευτικών διαχειριστικών µέτρων των αµέσως επόµενων ετών. Με την εφαρµογή κατάλληλων εργαλείων πρόβλεψης (µοντέλα ARIMA), µπορεί να γίνεται ασφαλής εκτίµηση της παραγωγικότητας του οικοσυστήµατος, τουλάχιστον για το άµεσο µέλλον. Οι προβλέψεις βάση του µοντέλου Arima (2,1,0) για τα έτη 2011, 2012 και 2013, παρουσιάζουν ήπιες διακυµάνσεις (εικόνα 34), χωρίς να αποκλίνουν σε µεγάλο βαθµό από την αλιευτική παραγωγή των δύο τελευταίων ετών. Αναλυτικά οι προβλέψεις της συνολικής αλιευτικής παραγωγής φαίνονται στον πίνακα 10, ενώ για τα έτη 2011, 2012 και 2013 εκτιµώνται στα 10.695,6 kg, 10.917,7 kg και 12.147,6 kg αντίστιχα, όταν για το έτος 2010 η προβλεπόµενη τιµή είναι 11.326,5 kg. Πίνακας 10. Μοντέλα ARIMA των αλιευτικών χρονοσειρών του συστήµατος της παράκτιας λίµνης Λαγού, για τα έτη 1974 2010. Ετήσια Αλιευτική Παραγωγή Λαγού 1974-2010 (kg) Ολική παραγωγή 1974-2010 Trend analysis Yt = 8369 + 858*t - 16,5*t**2 Moving average ARIMA model (2,1,0) Περίοδος Actual values Forecast Forecast Forecast Lower Upper 2009 13837,0 21015,2 10554,5 11326,5-6715,5 29368,5 2010 11306,0 21039,0 10554,5 13556,5-7127,8 34240,9 2011 21046,9 10554,5 10695,6-10638,9 32030,0 2012 21039,0 10554,5 10917,7-13109,5 34945,0 2013 21015,3 10554,5 12147,6-14179,5 38474,7 Οι κατανοµές και οι τάσεις των κυριότερων ειδών της λίµνης Βιστωνίδας φαίνονται στις εικόνες 35 και 36 αντίστοιχα. Η αλιευτική παραγωγή των κεφαλοειδών παρουσιάζει ήπιες πτωτικές τάσεις, µε την παραγωγή της περιόδου 2000 2010 να ανέρχεται στα 103.370 kg. 62

Εικόνα 35. Κατανοµές των κυριότερων ειδών της παράκτιας λίµνης Λαγού (ανά δεκαετία). Αντίθετα, η αλιευτική παραγωγή της τσιπούρας παρουσιάζει ανοδική τάση (εικόνα 36), ιδιαίτερα την περίοδο 2000 2010 µε 110.001 kg, τη στιγµη που τη δεκαετία του 80 ήταν 13.471 kg. Σε χαµηλά επίπεδα βρίσκεται η αλιευτική παραγωγή του λαυρακίουυ µε τη δεκαετία του 90 να συγκεντρώνει την υψηλότερη παραγωγή. Η παραγωγή τη δεκαετία του 90 ήταν 13.711 kg. Εικόνα 36. Ανάλυση τάσεων των κυριότερων ειδών του οικοσυστήµατος της παράκτιας λίµνης Λαγού. 63

Οι παράκτιες λίµνες Λάφρη και Λαφρούδα Η δήλωση της παραγωγής γίνεται και για τις δύο λιµνοθάλασσες µαζί, καθώς η Λάφρη και η Λαφρούδα θεωρούνται ενιαίο ιχθυοτροφείο. Η σύνθεση της ιχθυοπανίδας ανέρχεται στα 9 είδη. Στις παράκτιες λίµνες εργάζονται 11 άτοµα ως αλιείς και φύλακες. Ο Συνεταιρισµός διαθέτει τέσσερα σκάφη. Η εποχή εσόδευσης διαρκεί από Ιανουάριο ως και Απρίλιο κάθε έτους. Η εξαλίευση γίνεται µε ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις από Σεπτέµβριο ως και Ιανουάριο, ενώ παράλληλα χρησιµοποιούνται και µανωµένα δίχτυα (Κουτράκης κ.α. 2000). Η µελέτη της ποσοστιαίας αλιευτικής παραγωγής για την περίοδο 1999 2010 (εικόνα 37), εµφανίζει τα κεφαλοειδή να αποτελούν το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα της περιοχής µε ποσοστό 70%, ενώ ακολουθούν η παραγωγή της τσιπούρας µε ποσοστό 23%, του λαυρακίου και της γλώσσας µε ποσοστά 4% και 2% αντίστοιχα. Εικόνα 37. Ποσοστά εµφάνισης των ειδών στη συνολική παραγωγή των παράκτιων λιµνών Λάφρης-Λαφρούδας για την περίοδο 1999 2010. Οι δύο παράκτιες λίµνες (Λάφρη-Λαφρούδα) αντιµετωπίζουν δύο κύρια προβλήµατα. Το πρώτο είναι οι προσχώσεις από φερτά υλικά που φράζουν τη µπούκα και κατ επέκταση την επικοινωνία της παράκτιας λίµνης µε τη θάλασσα. Το δεύτερο πρόβληµα είναι η µεγάλη θνησιµότητα των ψαριών, λόγω του µικρού βάθους της λίµνης, που σε συνδιασµό µε τις ακραίες καιρικές συνθήκες πλήγουν την περιοχή τόσο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όσο και κατά το χειµώνα (Κουτράκης κ.α. 2000). Η έντονη κακοκαιρία τον Ιανουάριο του 2000 (20-28/1/2000) και του 2002 (2-7/1/2002), είχε ως αποτέλεσµα µαζικούς θανάτους ψαριών στις παράκτιες λίµνες, λόγω παγετού. Η συνολική αλιευτική παραγωγή το έτος 2000 ήταν 2.553 kg., το 2001 µηδενίστηκε, ενώ το 2002 ήταν 641 kg. Στις 21 και 22 Νοεµβρίου του 2007 καταγράφηκαν έντονες βροχοπτώσεις µε βίαιες πληµµύρες. Η παραγωγή του έτους 2007 ήταν 2.205 kg (εικόνα 38). 64

Εικόνα 38. Μεταβολή της αλιευτικής παραγωγής των λιµνοθαλασσών Λάφρης-Λαφρούδας για την περίοδο 1999 2010. Σηµεία ανάκαµψης στην παραγωγή των κεφάλων αποτελούν τα έτη 2005 και 2008 µε παραγωγές που ανέρχονται στα 3.171 kg και 3.283 kg αντίστοιχα. Όσον αφορά τις τσιπούρες η υψηλότερη παραγωγή εµφανίζεται το 2004 µε 2.031 kg. Τέλος, η υψηλότερη παραγωγή για τα λαυράκια καταγράφεται το 2005 µε 392 kg (εικόνα 39). Εικόνα 39: Ανάλυση τάσεων των κυριότερων ειδών του οικοσυστήµατος των παράκτιων λιµνών Λάφρης-Λαφρούδας. 65

4.3 Η λίµνη Ισµαρίδα και οι παράκτιες λίµνες του Ν. Ροδόπης Η λίµνη Ισµαρίδα Η σύνθεση της ιχθυοπανίδας στη λίµνη Ισµαρίδα και την ευρύτερη περιοχή ανέρχεται στα 37 είδη (Economou et. al. 2007, Περγαντής κ.α. 2010). Στη λίµνη εργάζονται 18 άτοµα. Η αλιευτική δραστηριότητα στην περιοχή διαρκεί περίπου έξι µήνες, παρουσιάζοντας µάλιστα πιο έντονο ενδιαφέρον στην περιοχή των λιµνοθαλασσών και όχι στη λίµνη (όπου εδώ πλέον εξασκείται ευκαιριακά) (Κουτράκης κ.α. 2000). Η µελέτη της ποσοστιαίας αλιευτικής παραγωγής (εικόνα 40), για την περίοδο 1980-2010 εµφανίζει τα γριβάδια να αποτελούν το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα της περιοχής µε ποσοστό 41%, ενώ ακολουθεί η παραγωγή των χελιών µε ποσοστό 29% και των κεφαλοειδών µε ποσοστό 21%. Αναλυτικότερα, η δεκαετία 1980 1989 εµφανίζει τα γριβάδια ως πρώτο σε παραγωγή αλίευµα µε ποσοστό 54%, ενώ ακολουθούν τα χέλια µε ποσοστό 33%. Η παραγωγή των κεφαλοειδών είναι µηδενική. Εικόνα 40. Ποσοστά εµφάνισης των ειδών στη συνολική παραγωγή της λίµνης Ισµαρίδας για τις περιόδους 1980 2010, 1980 1989, 1990 1999, 2000 2010. Στην επόµενη δεκαετία (1990 1999) τα γριβάδια παραµένουν το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα µε ποσοστό 38%, ενώ ακολουθούν τα χέλια µε 34%. Τέλος, τα κεφαλοειδή εµφανίζονται µε ποσοστό 21%, έναντι του µηδενικού ποσοστού της 66

προηγούµενης δεκαετίας. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί πως µετά την διάνοιξη και εκβάθυνση της δίαυλου επικοινωνίας µε τη θάλασσα, αυξήθηκε η παραγωγή των κεφαλοειδών το έτος 2000, ενώ είναι αξιοσηµείωτο ότι η αλίευση του γριβαδιού µηδενίστηκε µετά το 2002 και η αλίευση του χελιού µειώθηκε σε µεγάλο βαθµό. Η µεταβολή αυτή αποτυπώνεται στην εικόνα 40, που απεικονίζει την ποσοστιαία αλιευτική σύνθεση για τα έτη 2000 2010. Παρατηρούµε πως τα κεφαλοειδή συµµετέχουν στην ποσοστιαία αλιευτική σύνθεση για την περίοδο 2000 2010 µε ποσοστό 75%, ενώ τα γριβάδια και τα χέλια έχουν πτωτική τάση µε ποσοστά 13% και 9% αντίστοιχα. Η λίµνη Ισµαρίδα αντιµετωπίζει προβλήµατα έντονης υποβάθµισης που οφείλονται τόσο στη ρύπανση, όσο και στη µείωση του υδάτινου όγκου της, µε αποτέλεσµα η παραγωγή ψαριών τα τελευταία χρόνια να έχει σχεδόν µηδενισθεί. Μαζικοί θάνατοι ψαριών παρουσιαστηκαν το έτος 1978 και αφορούσαν επιλεκτικά τους κυπρίνους, ενώ το 1980 όλα τα εναποµείναντα είδη. Η παραγωγή το έτος 1986 κυριολεκτικά µηδενίστηκε (εικόνα 41). Εικόνα 41. Μεταβολή της αλιευτικής παραγωγής της λίµνης Ισµαρίδας για την περίοδο 1980 2010. Το 1993, µε κριτήριο τη συγκέντρωση του ολικού αζώτου (406µg/l), η λίµνη χαρακτηρίστηκε µεσότρoφη µε το σύστηµα κατάταξης κατά SAKAMOTO (Σκουλάς 1993). Με βάση την περιεκτικότητα του νερού σε φώσφορο και χλωροφύλλη και µε τη χρήση του συστήµατος κατάταξης των Λιµνών του ΟΟΣΑ (WHO 1988), η λίµνη χαρακτηρίζεται ως υπερεύτροφη. Επιπρόσθετο στοιχείο ευτροφισµού αποτελεί και η έλλειψη οξυγόνου στον πυθµένα. Το ετήσιο φορτίο ολικού Φωσφόρου που δέχτηκε η λίµνη το έτος 1994 ήταν ίσο µε 5.983 kg. ιαιρώντας µε την επιφάνεια της λίµνης υπολογίζεται το ετήσιο φορτίο Φωσφόρου ανά επιφάνεια λίµνης ίσο µε 2,6g/m 2 (5983x10 3 g-yr/2,3x10 6 ). Σε συνδυασµό µε το µέσο βάθος της λίµνης, που είναι ίσο µε 1m, η λίµνη χαρακτηρίζεται ευτροφική (Κοκκινάκης κ.α. 2000).Η συνολική παραγωγή για το έτος 1991 ήταν 390 kg (εικόνα 41). Τα επόµενα χρόνια παρουσιάζεται ανοδική τάση στην παραγωγή µε 5.330 kg για το έτος 1993. Η τάση αυτή δε συνεχίζεται, αφού το 1996 η παραγωγή µειώνεται στα 978 kg. Οι βροχοπτώσεις και οι έντονες πληµµύρες του Νοεµβρίου του 2007 προκάλεσαν 67

µείωση στην αλιευτική παραγωγή. Η συνολική παραγωγή για το έτος 2007 κυµάνθηκε στα 548 kg. Το 2010 επικράτησε πολικό κρύο στην περιοχή µε αποτέλεσµα να παγώσουν τα χειµαδιά των ιχθυοτροφείων της Ροδόπης. Οι αιτίες υποβάθµισης της λίµνης (όπως η ρύπανση, η υπεράντληση των υδάτων, η µείωση του υδάτινου όγκου της, η είσοδος αλµυρού νερού, η µείωση της απαλλαγµένης από ρύπους τροφής για τα ψάρια), σε συνδιασµό µε τις ακραίες καιρικές συνθήκες, ουσιαστικά εκµηδένισε την παραγωγή µετά το 2000. Εκτός από µερικές χρονιές µικρής ανάκαµψης (2003 2008), τελικά η παραγωγή εκµηδενίστηκε το έτος 2009 (εικόνα 41). Στο Εικόνα 42 διαπιστώνεται πτωτική τάση της ολικής παραγωγής τη δεκαετία 1990-1999, η οποία συνεχίζεται και την επόµενη περίοδο (2000 2010). Η ολική παραγωγή από τα 43.558 kg τη δεκαετία του 80, ανέρχεται µόλις στα 17.646 kg την περίοδο 2000 2010. Εικόνα 42: Αλιευτική παραγωγή λίµνης Ισµαρίδας ανά δεκαετία. Στη συνέχεια, βλέπουµε την ανάλυση των χρονοσειρών για το σύνολο της αλιευτικής παραγωγής, χρησιµοποιώντας την ανάλυση τάσεων (Trend Analysis), τη µέθοδο του κινητού µέσου όρου (Moving Average), καθώς και τη µέθοδο των µοντέλων ARIMA, αφού έχει επέλθει διαφοροποίηση βαθµού d για το σύνολο της παραγωγής. Από το διαγνωστικό έλεγχο των προσαρµοσµένων στα µοντέλα χρονοσειρών, την ανάλυση των υπολοίπων πραγµατικών προβλεπόµενων τιµών µε συναρτήσεις αυτοσυσχέτισης (ACF), ετεροσυσχέτισης (PACF) και τις εκτιµήσεις που έγιναν για το έτος 2010, προέκυψε ότι η πρόβλεψη είναι πολύ κοντά στην πραγµατική τιµή του έτους αυτού και είναι µέσα στην περιοχή του διαστήµατος εµπιστοσύνης 95% (Box & Jenkins 1976, Liu 1990). Εποµένως, τα µοντέλα ARIMA που χρησιµοποιήθηκαν εδώ, µπορούν να κάνουν ασφαλείς προβλέψεις για τη µελλοντική αλιευτική παραγωγή της Ισµαρίδας, τουλάχιστον για σύντοµο χρονικό διάστηµα (Makridakis & Wheelwright 1989), οι οποίες θα µπορούν να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασµό των αλιευτικών διαχειριστικών µέτρων των αµέσως επόµενων ετών. 68

Πίνακας 11. Μοντέλα ARIMA των αλιευτικών χρονοσειρών του συστήµατος της λίµνης Ισµαρίδας, για τα έτη 1980 2010. Ετήσια Αλιευτική Παραγωγή Ισµαρίδας 1982-2010 (kg) Ολική παραγωγή 1982-2010 Trend analysis Yt = 5161-91*t - 1,58*t**2 Moving average ARIMA model (4,1,0) Περίοδος Actual values Forecast Forecast Forecast Lower Upper 2010 0,00 2011 2012 2013 1089,79 0 992,90-3169,55 5155,35 936,54 0 422,82-3844,14 4689,77 782,13 0 349,24-4039,21 4737,69 626,56 0 336,04 4053,61 4725,70 Εικόνα 43. Προβλέψεις της συνολικής παραγωγής στη λίµνη Ισµάριδα µε α) Ανάλυση τάσης, β) Κινητό µέσο όρο και γ) Μοντέλα ARIMA. Με την εφαρµογή κατάλληλων εργαλείων πρόβλεψης (µοντέλα ARIMA), µπορεί να γίνεται ασφαλής εκτίµηση της παραγωγικότητας του οικοσυστήµατος, τουλάχιστον για το άµεσο µέλλον. Οι προβλέψεις βάση του µοντέλου Arima (4,1,0) για τα έτη 2011, 2012 και 2013, παρουσιάζουν πτωτική τάση της συνολικής αλιευτικής παραγωγής του οικοσυστήµατος (εικόνα 43). Εδώ θα πρέπει να αναφερθει το γεγονος πως στη λίµνη Ισµαρίδα, (για λόγους που αναφέρονται παραπάνω), η 69

παραγωγή εκτός από µερικές χρονιές µικρής ανάκαµψης (2003 εκµηδενίστηκε το έτος 2009. 2008), τελικά Εικόνα 44. Κατανοµές των κυριότερων ειδών της λίµνης Ισµαρίδας (ανά δεκαετία). Οι κατανοµές και οι τάσεις των κυριότερων ειδών της λίµνης Ισµαρίδας φαίνονται στις εικόνες 44 και 45 αντίστοιχα. Η αλιευτική παραγωγή των κεφαλοειδών παρουσιάζει ανοδικές τάσεις (εικόνα 45), καθώς τη δεκαετία του 90 ήταν 7.817 kg ενώ την περίοδο 2000 2010 ανέρχεται στα 13.275 kg. Εικόνα 45. Ανάλυση τάσεων των κυριότερων ειδών του οικοσυστήµατος της λίµνης Ισµαρίδας. 70

Αντίθετα, η αλιευτική παραγωγή των χελιών παρουσιάζει πτωτική τάση (εικόνα 45). Από τα 14.465 kg την δεκαετία του 80 η παραγωγή των χελιών µειώνεται δραµατικά στα 1.521 kg την περίοδο 2000-2010. Σε παρόµοια πτωτική κατάσταση βρίσκεται και η αλιευτική παραγωγή του γριβαδιού. Η παραγωγή των γριβαδιών τη δεκαετία του 80 ήταν 23.495 kg ενώ την περίοδο 2000 2010 ανέρχεται µόλις στα 2.383 kg. Οι παράκτιες λίµνες Έλος Πτελέα Τα κύρια είδη που αλιεύονται είναι ο κέφαλος, η τσιπούρα, το λαυράκι, η γλώσσα και η αθερίνα. Στις παράκτιες λίµνες εργάζονται 18 άτοµα ως αλιείς και φύλακες. Η εποχή εσόδευσης διαρκεί από Μάρτιο ως και Μάιο κάθε έτους. Η εξαλίευση γίνεται κυρίως µε τις ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις, µε τη χρήση γρίπου και απόχης. Ο συνεταιρισµός διαθέτει δύο σκάφη. Η ένταση της αλιευτικής δραστηριότητας µπορεί να χαρακτηριστεί µέτρια (Κουτράκης κ.α. 2000). Η µελέτη της ποσοστιαίας αλιευτικής παραγωγής για την περίοδο 1999 2010 (εικόνα 46), εµφανίζει τα κεφαλοειδή να αποτελούν το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα της περιοχής µε ποσοστό 87%, ενώ ακολουθεί η παραγωγή της τσιπούρας µε ποσοστό 9% και των λαυρακίων µε ποσοστό 3%. Εικόνα 46. Ποσοστά εµφάνισης των ειδών στη συνολική παραγωγή των παράκτιων λιµνών Έλους Πτελέας για τα έτη 1998 2010. Κατά τα έτη 1998 2010 παρατηρείται πτώση της ολικής παραγωγής (εικόνα 47). Η υψηλότερη τιµή της συνολικής παραγωγής εµφανίζεται το έτος 1999 µε 19.192 kg, ενώ σήµειο ανάκαµψης αποτελεί το έτος 2008 µε 5.156 kg. 71

Εικόνα 47. Μεταβολή της αλιευτικής παραγωγής των παράκτιων λιµνών Έλους Πτελέας για τα έτη 1998 2010. Η αλιευτική παραγωγή των κεφαλοειδών παρουσιάζει πτωτικές τάσεις. Η παραγωγή των κεφαλοειδών το έτος 2000 ήταν 15.190 kg ενώ το έτος 2009 µόλις 646 kg. Σε παρόµοια πτωτική κατάσταση βρίσκονται οι αλιευτικές παραγωγές της τσιπούρας, του λαυρακίουυ και της γλώσσας. Η παραγωγή της τσιπούρας το έτος 2000 ήταν 1.031 kg ενώ το έτος 2009 ανέρχεται µόλις στα 293 kg (εικόνα 48). Εικόνα 48. Ανάλυση τάσεων των κυριότερων ειδών του οικοσυστήµατος παραγωγής των παράκτιων λιµνών Έλους Πτελέας. Η παράκτια λίµνη Αλυκή Τα κύρια είδη που αλιεύονται είναι ο κέφαλος, η τσιπούρα, το λαυράκι, η γλώσσα και η αθερίνα. Στην παράκτια λίµνη εργάζονται 20 άτοµα ως αλιείς και φύλακες. Ο Συνεταιρισµός διαθέτει δύο σκάφη. Η εποχή εσόδευσης διαρκεί από Μάρτιο εώς και 72

Μάιο κάθε έτους. Η εξαλίευση γίνεται στις ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις από Σεπτέµβριο ως και Φεβρουάριο (Κουτράκης κ.α. 2000). Η µελέτη της ποσοστιαίας αλιευτικής παραγωγής για την περίοδο 1998 2010 (εικόνα 49), εµφανίζει τα κεφαλοειδή να αποτελούν το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα της περιοχής µε ποσοστό 82%, ενώ ακολουθεί η παραγωγή της τσιπούρας µε ποσοστό 10% και των λαυρακίων µε ποσοστό 7%. Εικόνα 49. Ποσοστά εµφάνισης των ειδών στη συνολική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Αλυκής για τα έτη 1998 2010. Η συνολική αλιευτική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Αλυκής για την περίοδο 1998 2010 δείχνει να εχει πολλές διακυµάνσεις (εικόνα 50). Οι υψηλότερες τιµές της συνολικής παραγωγής εµφανίζονται κατά τα έτη 2000, 2004 και 2008 µε 18.333 kg, 9.569 kg και 13.301 kg αντίστοιχα. Αντιθέτως, οι χαµηλότερες τιµές παραγωγής εντοπίζονται τα έτη 2002 και 2006 µε 2.367 kg, 2.692 kg αντίστοιχα. Εικόνα 50. Μεταβολή της αλιευτικής παραγωγής της παράκτιας λίµνης Αλυκής για τα έτη 1998 2010. Η υψηλότερη παραγωγή των κεφαλοειδών εµφανίζεται τα έτη 1996, 2000, 2004 και 2008 µε 12.125 kg, 16.949 kg, 7.932 kg και 10.898 kg αντίστοιχα (εικόνα 51). Αντίθετα τα έτη 1999, 2002 και 2006 εµφανίζεται η χαµηλότερη παραγωγή, που ανέρχεται µόλις στα 2.432 kg 2.000 kg και 1.829 kg αντίστοιχα. Η υψηλότερη παραγωγή της τσιπούρας εµφανίζεται τα έτη 1999, 2003 και 2005 ήταν 1.256 kg, 73

1.334kg και 1.615kg αντίστοιχα. Τέλος η υψηλότερη παραγωγή του λαυρακίου εµφανίζεται τα έτη 2005 (1.466 kg) και 2008 (1.799 kg), (εικόνα 51). Εικόνα 51. Ανάλυση τάσεων των κυριότερων ειδών του οικοσυστήµατος παραγωγής της παράκτιας λίµ µνης Αλυκής. Η παράκτια λίµνη Ξηρολίµνη Τα κύρια είδη που αλιεύονται είναι ο κέφαλος, η τσιπούρα, το λαυράκι, η γλώσσα και η αθερίνα. Στην παράκτια λίµνη εργάζονται 11 άτοµα ως αλιείς και φύλακες. Ο Συνεταιρισµός διαθέτει δύο µηχανοκίνητα σκάφη. Η εποχή εσόδευσης διαρκεί από Μάρτιο εώς και Μάιο κάθε έτους. Η εξαλίευση γίνεται στις ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις (ποσοστό παραγωγής 60 %) από Οκτώβριο έως Φεβρουάριο, και µε στατικά δίχτυα (ποσοστό παραγωγής 40 %) από Ιούλιο µέχρι και Σεπτέµβριο. Έχουν γίνει εµπλουτισµοί µε γόνο από εκκολαπτήριο. Η ένταση της αλιευτικής δραστηριότητας µπορεί να χαρακτηριστεί µέτρια (Κουτράκης κ.α. 2000). Εικόνα 52. Ποσοστά εµφάνισης των ειδών στη συνολική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Ξηρολίµνης για τα έτη 1998 2010. 74

Η µελέτη της ποσοστιαίας αλιευτικής παραγωγής για την περίοδο 1998 2010 (εικόνα 52), εµφανίζει τα κεφαλοειδή να αποτελούν το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα της περιοχής µε ποσοστό 70%, ενώ ακολουθεί η παραγωγή της τσιπούρας µε ποσοστό 17% και των λαυρακίων µε ποσοστό 13%. ιαπιστώνεται πτωτική τάση της ολικής παραγωγής κατά τα έτη 1998 2010 (εικόνα 53). Σηµείο ανάκαµψης αποτελεί το έτος 2007 µε 8.461 kg. Παρόλο αυτά η συνολική παραγωγή ακολουθεί πτωτική πορεία. Εικόνα 53. Μεταβολή της αλιευτικής παραγωγής της παράκτιας λίµνης Ξηρολίµνης για τα έτη 1998 2010. Οι τάσεις των κυριότερων ειδών της παράκτιας λίµνης φαίνονται στην εικόνα 54. Η παραγωγή των κεφαλοειδών το έτος 1998 είναι 16.450 kg ενώ το έτος 2009 µόλις 2.854 kg. Η υψηλότερηη τιµή παραγωγής της τσιπούρας και του λαυρακίου σηµειώθηκε το έτος 2007 µε 2.935 kg και 1.657 kg αντίστοιχα (εικόνα 54). Εικόνα 54. Ανάλυση τάσεων των κυριότερων ειδών του οικοσυστήµατος παραγωγής της παράκτιας λίµνης Ξηρολίµνης. 75

Η παράκτια λίµνη Μαυρολίµνη Τα κύρια είδη που αλιεύονται είναι ο κέφαλος, η τσιπούρα, το λαυράκι, η γλώσσα και η αθερίνα. Στην παράκτια λίµνη εργάζονται 20 άτοµα ως αλιείς και φύλακες. Η εποχή εσόδευσης διαρκεί από Μάρτιο εώς και Μάιο κάθε έτους. Η εξαλίευση γίνεται στις ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις σε ποσοστό 100 % από Σεπτέµβριο µέχρι Φεβρουάριο. Εµπλουτισµοί δεν έχουν γίνει. Ο συνεταιρισµός διαθέτει δύο σκάφη. Η ένταση της αλιευτικής δραστηριότητας µπορεί να χαρακτηριστεί µέτρια (Κουτράκης κ.α. 2000). Η µελέτη της ποσοστιαίας αλιευτικής παραγωγής για την περίοδο 1998 2010 (εικόνα 55), εµφανίζει τα κεφαλοειδή να αποτελούν το πρώτο σε παραγωγή αλίευµα της περιοχής µε ποσοστό 83%, ενώ ακολουθεί η παραγωγή του λαυρακίου µε ποσοστό 9% και της τσιπούρας µε ποσοστό 8%. Εικόνα 55. Ποσοστά εµφάνισης των ειδών στη συνολική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Μαυρολίµνης για τα έτη 1998 2010. Η συνολική αλιευτική παραγωγή της παράκτιας λίµνης Μαυρολίµνης για την περίοδο 1998 2010 δείχνει να έχει πολλές διακυµάνσεις (εικόνα 56). Οι υψηλότερες τιµές της συνολικής παραγωγής εµφανίζονται κατά τα έτη 2000, 2005 και 2007 µε 5.728 kg, 3.045 kg και 3.383 kg αντίστοιχα. Αντιθέτως, οι χαµηλότερες τιµές παραγωγής εντοπίζονται τα έτη 1998 και 2004 µε 653 kg και 815 kg αντίστοιχα. Εικόνα 56. Μεταβολή της αλιευτικής παραγωγής της παράκτιας λίµνης Μαυρολίµνης για τα έτη 1998 2010. 76