Σουφλέρη Ευσταθία Α.Μ Φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών

Σχετικά έγγραφα
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

Διακρίσεις ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων

Σελίδα 1 από 5. Τ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Εισαγωγή στο Συγκριτικό Δίκαιο

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 3: Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Γεράσιμος Θεοδόσης «Συνταγματική Αναθεώρηση και Συνταγματικό Δικαστήριο»

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Προπτυχιακή Εργασία. Σπυρίδων Σπυρίδης. Ο Έλεγχος Συνταγματικότητας των Νόμων σε Ελλάδα και Γερμανία ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΘΗΝΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Οι δημόσιες δαπάνες - Ο έλεγχος των δημοσίων δαπανών

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ

Οι δημόσιες δαπάνες - Ο έλεγχος των δημοσίων δαπανών

Συνταγματικό Δίκαιο (Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας) LAW 102

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΜΕ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

Ο ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΒΟΥΛΗΣ Αριθμ. Πρωτ.:. S L Q J... Ημερομ. \ z q a 5 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

Οικογενειακό Δίκαιο. Τίτλος Μαθήματος LAW 201. Κωδικός Μαθήματος. Υποχρεωτικό. Τύπος μαθήματος. Προπτυχιακό. Επίπεδο. 2 ο / 3 ο (Χειμερινό)

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. 4. Ποια από τις ακόλουθες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαιτείται να φέρει και την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού :

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΘΕΜΑ

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Νομιμοποίηση και ενστάσεις

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Εισαγωγή στο Συγκριτικό Δίκαιο

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

IV. ΜΟΝΤΕΛΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Σημειώνω τις εξής παρατηρήσεις επί του σχεδίου του ΒΙΒΛΙΟΥ IV (ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ):

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Η Εκτελεστική Εξουσία. Δρ. Κωνσταντίνος Αδαμίδης

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΠΡΟΣ. Την Εκτελεστική Επιτροπή της «Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών. Γιατρών Ελλάδας» (ΟΕΝΓΕ)

Εισαγωγή στο δίκαιο ΕΕ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ OΓΔΟΗΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2015

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

17η ιδακτική Ενότητα ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ:Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΥΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

Προς: τις Ομοσπονδίες Μέλη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ. Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης. Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο. Εργασία α έτους ΘΕΜΑ:

A8-0469/79. Helmut Scholz, Merja Kyllönen, Jiří Maštálka, Patrick Le Hyaric, Paloma López Bermejo εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Transcript:

Σουφλέρη Ευσταθία Α.Μ. 1340200900342 Φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών

2

3 Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ Η.Π.Α.. 4-24 Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 4 ΙΙ. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ... 5-9 α. Η έννοια της συνταγματικότητας.. 5 β. Διακρίσεις του ελέγχου συνταγματικότητας. 6 γ. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων... 7 δ. Βασικές προϋποθέσεις ελέγχου συνταγματικότητας 8 ΙΙΙ ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ.. 10-21. α. Ο δικαστικός έλεγχος στις Η.Π.Α. 10 β. Το άρθρο ΙΙΙ... 13 γ. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στις Η.Π.Α.... 14 δ. Ο δικαστικός έλεγχος στην Ελλάδα μέσα από τα άρθρα του Συντάγματός μας.. 18 ε. Άρθρο 93 4. 18 στ. Αρθρο 100 19 ζ. Έλεγχος από άλλα όργανα. 21 η. Κριτή αντιπαράθεση Η.Π.Α. με Ελλάδα... 22 IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ.. 23 σελ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 25

4 Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΩΝ Η.Π.Α. Ι. Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι ένας θεσμός μεγάλης σημασίας για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας, της νομιμότητας και της ελευθερίας σε κάθε δημοκρατική χώρα με σύνταγμα. Το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου είναι ένα πολυδιάστατο ζήτημα με εξαιρετικό ενδιαφέρον και σπουδαιότητα. Η παρακάτω εργασία ασχολείται με το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ( στο εξής ΗΠΑ ). Αρχικά θα εξεταστεί το θέμα αυτό σε ένα γενικό πλαίσιο, ώστε αφού θίξουμε γενικά ζητήματα, να μπορέσουμε να εξετάσουμε αναλυτικά το αμερικανικό σύστημα. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει ορισμό και ανάλυση της έννοιας της συνταγματικότητας, τις διακρίσεις της έννοιας αυτής καθώς και τις προϋποθέσεις ελέγχου της συνταγματικότητας. Θα επιχειρηθεί να αποδειχθεί η αναγκαιότητα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων σε μια δικαιϊκή έννομη τάξη και θα αναφερθούν συνοπτικά όλα τα είδη ελέγχου, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί από τη συνταγματική θεωρία. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας αφορά ειδικότερα το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας σύμφωνα με το σύνταγμα των ΗΠΑ: πως αυτός καθιερώθηκε μέσω της περίφημης υπόθεσης Marbury v. Madison, τί ορίζει το άρθρο 3 του Συντάγματος, ποιο είναι το αντικείμενό του και στη συνέχεια θα εμβαθύνουμε στον δικαστικό έλεγχο σύμφωνα με το αμερικανικό σύστημα. Με βάση την επισκόπηση αυτή τέλος, θα επιχειρήσουμε μία ανάλυση του τι ισχύει στη δικιά μας χώρα και θα προβούμε σε μία κριτική αντιπαράθεση των δύο συστημάτων.

5 ΙΙ. Γ Ε Ν Ι Κ Ο Μ Ε Ρ Ο Σ α) Η έννοια της συνταγματικότητας Η έννοια της συνταγματικότητας νοείται σε συστήματα δικαίου που έχουν Σύνταγμα με αυξημένη τυπική ισχύ, σε συστήματα δικαίου που θεωρούν το Σύνταγμα «the fundamental and paramount law of the nation», όπως επεσήμανε ο δικαστής Marshall επιχειρηματολογώντας στη διαβόητη απόφαση Marbury v. Madison το 1803. Για παράδειγμα, στην Αγγλία όπου το Σύνταγμα είναι «ήπιο», τον έλεγχο τον νόμων, αποκλείει η αρχή της υπεροχής του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με την οποία δεν υφίσταται όριο στη νομοθετική εξουσία του Κοινοβουλίου, η οποία δύναται να θεσπίζει, να καταργεί ή να μεταβάλει οποιονδήποτε νόμο. Με τον όρο «συνταγματικότητα», νοείται η συμφωνία των νόμων προς το τυπικά ανώτερο Σύνταγμα, ως προς τον τρόπο παραγωγής και την ουσία του περιεχομένου τους 1. Η συμφωνία του τυπικά κατώτερου κοινού νόμου μπορεί να είναι δύο ειδών: ως προς τον τύπο (τυπική) και ως προς την ουσία της συνταγματικής ρύθμισης (ουσιαστική). Η πρώτη αφορά τη διαδικασία και συνδέεται με την υλική πλευρά του νόμου (corpus) και η δεύτερη το περιεχόμενο, που συνδέεται με την ουσία (animus). Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί «φυσική» συνέπεια της τυπικής υπεροχής του Συντάγματος απέναντι στο νόμο. Αυτή η τυπική του υπεροχή οδήγησε στον θεσμό του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Η νομική δύναμη, η υπόσταση του κοινού δικαίου εξαρτάται από το αν συμφωνεί ή όχι με το Σύνταγμα. Η μη συμφωνία του νόμου με αυτό μπορεί να έχει ως συνέπεια τη μη εφαρμογή του πρώτου από τα δικαστήρια. Για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων δεν υπήρχαν αρχικά ειδικές διατάξεις. Ίσχυε και ισχύει και σήμερα ένα τεκμήριο συνταγματικότητας των νόμων που προκύπτει από την αναγκαιότητα για την ασφάλεια και τη λειτουργία της έννομης τάξης. Κάθε νόμος δηλαδή από την ολοκλήρωση της διαδικασίας παραγωγής του θεωρείται σύμφωνος προς τους κανόνες του Συντάγματος και παράγει πλήρη νομική 1 (Δημητρόπουλος, σελ. 396. Γενική Συνταγματική Θεωρία)

6 ενέργεια. Το τεκμήριο αυτό δεν είναι αμάχητο και κατά συνέπεια, κάθε νόμος είναι συνταγματικός μέχρι εξακριβώσεως του αντιθέτου. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας είναι βασικά έλεγχος για το εάν το κοινό δίκαιο περιέχει ένα minimum προστατευτικό περιεχόμενο των αντίστοιχων συνταγματικών διατάξεων 2. β) Διακρίσεις του ελέγχου συνταγματικότητας Διακρίνονται διάφορα είδη ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. Ανάλογα με το χρόνο άσκησής του, ο έλεγχος της συνταγματικότητας διακρίνεται σε προληπτικό (άσκησή του πριν τη δημοσίευση και τη θέση του νόμου σε ισχύ) και σε κατασταλτικό (άσκηση μετά τη δημοσίευση). Αναφορικά ως προς τα όργανα που διενεργούν τον έλεγχο της συνταγματικότητας ο προληπτικός έλεγχος διενεργείται από τον πολιτικό και ο κατασταλτικός ανατίθεται στα δικαστήρια, στη δικαστική εξουσία. Ο δικαστικός έλεγχος με τη σειρά του διακρίνεται σε συγκεντρωτικό (ο έλεγχος ασκείται από ένα δικαστήριο) και σε αποκεντρωτικό (ο έλεγχος ασκείται από όλα τα δικαστήρια). Με κριτήριο τον τρόπο πρόκλησής του, ο δικαστικός έλεγχος διακρίνεται σε κατ αίτηση και κατ ένσταση. Κατ αίτηση είναι ο έλεγχος που προκαλείται με ένδικο μέσο προσβολή του νόμου ως αντισυνταγματικού. Συνδέεται με το συγκεντρωτικό σύστημα, άρα ασκείται από το συνταγματικό δικαστήριο, το οποίο αν κρίνει ένα νόμο ως αντισυνταγματικό, έχει δυνατότητα ολικής ή μερικής ακύρωσής του. Αντίθετα, ο κατ ένσταση έλεγχος συνδέεται με τον αποκεντρωτικό και παρεμπίπτοντα σε αντιδιαστολή με τον κατ αίτηση που συνδέεται με το συγκεντρωτικό και αφηρημένο. Τέλος, ο δικαστικός έλεγχος διακρίνεται σε σχετικό και απόλυτο. Απόλυτο έλεγχο έχουμε όταν το δικαστήριο έχει εξουσία ακύρωσης του νόμου, ενώ σχετικό όταν ο δικαστής δεν έχει τέτοια εξουσία αλλά μονάχα εξουσία μη εφαρμογής του αντισυνταγματικού νόμου στη συγκεκριμένη περίπτωση. 2 (Δημητρόπουλος σελ. 400. Γενική Συνταγματική Θεωρία).

7 γ) Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων Το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος, θεμελιώδης νόμος του κράτους δηλαδή ένα σύνολο κανόνων δικαίου με νομική δεσμευτικότητα 3. Κάθε διάταξη του Συντάγματος περιέχει κανόνες δικαίου και δεσμεύει νομοθέτη και δικαστή. Από αυτήν την αυξημένη τυπική ισχύ του Συντάγματος προκύπτει ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων που σημαίνει την υπαγωγή στου νομοθέτη στο Σύνταγμα. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας εκτείνεται σε όλες τις διατάξεις. Δεν υπάρχει περιοχή νομοθετικής ή διοικητικής δραστηριότητας που να είναι απαλλαγμένη από τις επιταγές και τις απαγορεύσεις του Συντάγματος. Εξαιρούνται μόνο από το δικαστικό έλεγχο τα interna corporis της Βουλής, οι διαδικαστικές πράξεις και οι κυβερνητικές πράξεις. Ο δικαστικός έλεγχος είναι νοητός μόνο επί νόμων ή υποδεέστερων πηγών του δικαίου και όχι επί συνταγματικών διατάξεων (ισχύει η αρχή της ισοδυναμίας των διατάξεων του Συντάγματος). Πιο συγκεκριμένα ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση αντιθέσεων μεταξύ του Συντάγματος και της εξεταζόμενης νομοθετική διάταξης: Και η τυχόν διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας οδηγεί στη μη εφαρμογή της επίμαχης διατάξεως, όχι στην αναβίωση του προϊσχύσαντος δικαίου ή στην ανάλογη εφαρμογή άλλης διατάξεως, εκτός αν ο νομοθέτης συνδέει την κατάργηση του παλαιού δικαίου με την αντικατάστασή του με νέες διατάξεις 4. Ένας νόμος, όμως, δεν μπορεί να κηρυχθεί αντισυνταγματικός αν μπορεί μέσα στα όρια του γράμματος και του σκοπού του να ερμηνευθεί κατά τρόπο που συμφωνεί το περιεχόμενό του με το Σύνταγμα. Προέχει δηλαδή η εναρμονισμένη με το Σύνταγμα ερμηνεία. Εξίσου σημαντικό να καταστεί σαφές είναι ότι από το δικαστικό έλεγχο προκύπτει τι δεν μπορεί να κάνει ο νομοθέτης ποτέ όμως το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να λάβει. Ο δικαστής δεν μπορεί να διορθώνει τις αυθαίρετες παραλείψεις του νομοθέτη, νομοθετώντας αντ αυτού και προπάντων δεν δικαιούται να επεμβαίνει στο έργο της νομοθετικής εξουσίας, να επεκτείνει στο έργο της νομοθετικής εξουσίας, να επεκτείνει τον κανόνα και στην περιοχή της εξαιρέσεως, είτε επεκτείνει την εξαίρεση, υπάγοντας σ αυτήν και κατηγορίες προσώπων ή περιπτώσεων που δεν αναφέρονται στο νόμο. 3 (Δαγτόγλου - Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο). 4 (Δαγτόγλου Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο).

8 δ) Βασικές προϋποθέσεις ελέγχου συνταγματικότητας Βασικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη και τη σωστή λειτουργία συστήματος δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων: Πρώτον, η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας 5. Η προϋπόθεση αυτή είναι αυτονόητη αφού μόνο μία ανεξάρτητη δικαιοσύνη μπορεί να κρίνει αντικειμενικά αν ο κατώτερος κανόνας δικαίου είναι σύμφωνος ή όχι στο Σύνταγμα, χωρίς να επηρεάζεται από πολιτικές ή κυβερνητικές σκοπιμότητες και συμφέροντα. Η δικαστική όμως ανεξαρτησία δεν περιορίζεται μόνο από τις άλλες δύο εξουσίες (νομοθετική και εκτελεστική) αλλά και από την ίδια τη δικαστική εξουσία. Με αυτήν την έννοια προϋπόθεση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας είναι να μην εξαρτάται η σύνδεση των δικαστηρίων 6 και να μη δεσμεύεται ο κατώτερος δικαστής από την απόφαση του ανώτερου (εσωτερική δικαστική ανεξαρτησία). Δεύτερη προϋπόθεση είναι η ετοιμότητα της διοίκησης και της κυβέρνησης να συμμορφωθούν με τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό ως αντισυνταγματικής μιας διάταξης νόμου από ένα ανώτερο δικαστήριο. Αν δεν ισχύει αυτό δεν έχει πρακτικό νόημα ο δικαστικός έλεγχος και αντί να λειτουργεί ως ενισχυτικός θεσμός του Κράτους δικαίου, θα οδηγούσε σε κρίση και ανοικτή σύγκρουση της δικαστικής με άλλες εξουσίες. Μια τρίτη προϋπόθεση που αποτελεί θεμέλιστης ίδιας της έννοιας «συνταγματικότητα» και αποτελεί προϋπόθεση κάθε είδους ελέγχου συνταγματικότητας είναι η αποδοχή του Συντάγματος από τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού και η πανηγυρική του αναγνώριση ως υπέρτατου ή θεμελιώδους νόμου του κράτους 7. Αλλωστε όπως ανέφερε ο Ν.Ι. Σαρίπολος στην Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου για να αποκρυσταλλώσει τη σημαίνουσα θέση του Συντάγματος μέσα στην έννομη τάξη διαπίστωσε ότι με την υπαγωγή και της νομοθετικής εξουσίας στο Σύνταγμα επιτυγχάνεται και η υπαγωγή συνολικά της κρατικής εξουσίας στο Δίκαιο και εμποδίζεται έτσι «πάσαν βίαν είτ από την αρχών το μέρος, είτε από το του λαού 5 (Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα 1991, σελ. 125. 6 (Δαγτόγλου, σελ. 1252). 7 (Μανιτάκης).

9 προέρχεται», αφού εγκαθίσταται ως «ανώτατος της πόλεως άρχων ο Δίκαιον». Το πολίτευμά μας λοιπόν στηρίζεται στην αρχή της νομιμότητας και στον αυτοπεριορισμό της κρατικής εξουσίας. Μια τελευταία προϋπόθεση είναι το minimum ομοιογένειας των κύριων πολιτικών συνασπισμών της χώρας με το Σύνταγμα ως κοινή βάση. Αυτό σημαίνει μία σημαντική επικάλυψη των απόψεών τους, κυρίως σχετικά με τις θεμελιώδεις αποφάσεις δομήσεως της κοινωνίας και της οικονομίας που προέρχονται από το Σύνταγμα 8. ΙΙΙ. Ε Ι Δ Ι Κ Ο Μ Ε Ρ Ο Σ α) Ο δικαστικός έλεγχος στις Η.Π.Α. 8 (Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο,σελ. 106).

10 Υπόθεση Marbury v. Madison Η υπόθεση Marbury v. Madison βοήθησε να καλλιεργηθεί το έδαφος, ώστε να αναγνωρισθεί το δικαίωμα των δικαστικών λειτουργών να προβαίνουν σε έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων που εφάρμοζαν στις εκάστοτε υποθέσεις. (Υπόθεση Madison) Marbury v. Madison (1803). To πρώτο σύστημα διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου στις νεοσύστατες ΗΠΑ. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων άρχισε να εφαρμόζεται στις ΗΠΑ αμέσως μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας, όταν τέθηκε το ζήτημα, αν οι πολιτειακοί νόμοι έπρεπε να ελέγχονται κατά τη συμφωνία της προς τα πολιτειακά Συντάγματα, σύμφωνα με την ήδη ισχύσασα, κατά την αποικιοκρατική περίοδο αντίληψη, ότι οι παρεχόμενοι από την Αγγλία στις αμερικανικές Πολιτείες αποικιακοί χάρτες υπερείχαν του πολιτειακού δικαίου. Τα πολιτειακά δικαστήρια δεν άργησαν να διακηρύξουν την ανώτερη τυπική ισχύ των πολιτειακών Συνταγμάτων έναντι των πολιτειακών νόμων, των οποίων άρχισε να ασκείται έλεγχος. Ετσι δημιουργήθηκε το ερώτημα αν η ομοσπονδιακή νομοθεσία μπορούσε να υπαχθεί σε έλεγχο συνταγματικότητας. Απάντηση δόθηκε στις αρχές του 19 ου αιώνα για πρώτη φορά στις Η.Π.Α. με την εφαρμογή του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας ομοσπονδιακού νόμου, με αφορμή την υπόθεση Marbury v. Madison το 1803. Η υπόθεση αυτή λόγω των πολυάριθμων αναφορών στην ακαταμάχητη επιχειρηματολογία του Chief Justice John * Marshall έθεσε με σαφήνεια την αρχή του υποχρεωτικού δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από όλα τα δικαστήρια. * Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης χρονολογούνται στο μεταίχμιο δύο προεδρικών θητειών (1801) και ήταν το αποτέλεσμα μιας δριμείας πολιτικής σύγκρουσης στις τελευταίες μέρες τη διακυβέρνησης των φεντεραλιστών. Με αφορμή * * κ. Μαυριάς, το Σύνταγμα, 1979 σελ. 677. Σκουρής

11 την υπόθεση Marbury, αντιπαρατάθηκαν τα δύο πολιτικά συστήματα των αντίπαλων πολιτικών κομμάτων, των φεντεραλιστών και των ρεπουμπλικάνων. Το Δεκέμβριο του 1800, διαφαινόταν ήδη μετά βεβαιότητας ότι οι φεντεραλιστές θα έχαναν τις εκλογές και ότι και τα δύο σώματα του κογκρέσου θα προέρχονταν από ρεπουμπλικάνους με τον Thomas Jefferson επόμενο Πρόεδρο. Ετσι, οι φεντεραλιστές επιχείρησαν να περάσουν μία σειρά προσκλητικών νόμων, ώστε να επανδρώσουν τη χώρα με δικαστική εξουσία προσκείμενη στο κόμμα τους («Federalist Judiciary»). Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια των μηνών που προηγήθηκαν της εγκατάστασης του ρεπουμπλικάνου Thomas Jefferson ως νέου Προέδρου, ο αποχωρών John Adams είχε προβεί στην πλήρωση πολλών θέσεων δικαστών με οπαδούς του κόμματός του, μεταξύ των οποίων ο John Marshall στη θέση του αρχιδικαστή (Chief Justice) του Α.Δ. και ο William Marbury στη θέση του Ειρηνοδίκη του District of Columbia. Οι δικαστές αυτοί, των οποίων ο διορισμός απαιτούσε την επίδοση σφραγισμένων εγγράφων στους ενδιαφερόμενους από τον ασκούντα ακόμη υπουργικά καθήκοντα John Marshall αναφέρονται ως δικαστές του μεσονυκτίου, επειδή ο διορισμός τους έγινε δύο μέρες πριν αναλάβει καθήκοντα ο Thomas Jefferson. Η επίδοση, όμως, δεν κατέστη δυνατή πριν αναλάβει καθήκοντα ο Thomas Jefferson, ο οποίος αρνήθηκε δια του υπουργού Madison, την επίδοση των υπολοίπων μη επιδοθέντων εγγράφων διορισμού Ειρηνοδικών. Ο William Marbury προσέφυγε στο Α.Δ. των Η.Π.Α. ζητώντας, κατ εφαρμογή της παρ. 13 του Jurdiciary Act του 1789, να απευθύνει διαταγή προς τον Madison να κοινοποιήσει το διορισμό του (writ of madamus). Όταν η υπόθεση έφθασε προς κρίση, ο Thomas Jefferson εξέφρασε την άποψη ότι ούτε το Α.Δ. ούτε άλλο δικαστήριο μπορούσε να τον διατάξει να προβεί σ αυτή την ενέργεια, ο δε Madison, ενεργώντας προς την άποψη αυτή, αρνήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον του Α.Δ. Στο διάστημα που ακολούθησε το Α.Δ. αποφάνθηκε ότι διέθετε την εξουσία να κρίνει τη συνταγματικότητα των πράξεων της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας τόσο επειδή το Σύνταγμα είναι ανώτερης τυπικής ισχύος νόμος, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Judiciary Act του 1789 περιείχε διάταξη αντίθετη προς το Σ απονέμοντας στο Α.Δ. αρμοδιότητα την οποία δεν διέθετε κατά το άρθρο 3 του

12 Συντάγματος, δεν ήταν δυνατή η έκδοση από μέρους της διαταγής για την επίδοση του εγγράφου του διορισμού του στον William Marbury. Από την ανάγνωση της εκτενούς επιχειρηματολογίας του Marshall φαίνεται η προσπάθειά του να καταδείξει την αντίθεση της Judiciary Act προς το Σύνταγμα. Τον ενδιέφερε πιο πολύ μέσω αυτής της υπόθεσης να επιχειρηματολογήσει για την τυπική υπεροχή του Συντάγματος και να αποδείξει εισάγοντας το σύστημα του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια. Το Α.Δ. ενώ φάνηκε εκ πρώτης όψεως να δικαιώνει τον Madison ο οποίος αρνήθηκε το διορισμό του Marbury, το αίτημα του τελευταίου θεωρήθηκε βάσιμο στην ουσία του και το δικαστήριο κήρυξε εαυτόν αναρμόδιο. Από τη μία, φάνηκε να δικαιώνει δηλαδή τον Madison, οπότε η νέα Κυβέρνηση δεν μπορούσε παρά να αποδεχτεί την απόφαση που νομιμοποιούσε την πράξη της. Από την άλλη, ενίσχυσε το ρόλο του Α.Δ. και ανέδειξε τη δικαστική εξουσία ισότιμη με την εκτελεστική και τη νομοθετική. Συμπλήρωσε το σύστημα ελέγχου της μιας εξουσίας από την άλλη ( checks and balances ). Μπορεί, βέβαια, τα πραγματικά περιστατικά στα χρόνια που πέρασαν να λησμονήθηκαν όπως αναφέρει ο Σκουρής παρέμεινε νωπή η υποδειγματική νομική της αιτιολογία. Αλλά και σ αυτό το σημείο δημιουργούνται δύο ερωτήματα: Πρώτον προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι ο Marshall δεν ζήτησε την εξαίρεσή του μολονότι ως υπουργός έφερε την ευθύνη για την καθυστέρηση των κοινοποιήσεων και δεύτερον είναι συζητήσιμο, αν ήταν αναγκαία η κήρυξη του Judiciary Act 1789 ως αντισυνταγματικού, αφού οι διατάξεις του μπορούσαν να ερμηνευθούν έτσι ώστε να μην αντιβαίνουν στο Σύνταγμα. Με άλλα λόγια, δεν είναι βέβαιο ότι η υπόθεση αυτή προσέφερε το κατάλληλο έδαφος για την πρώτη εμφάνιση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων κατά τον Σκουρή. Ωστόσο, παρά τις επιφυλάξεις, η υπόθεση πραγματοποίησε βαθιά τομή επειδή θεμελίωσε το δικαίωμα του δικαστή να εξετάζει τη συνταγματικότητα των πράξεων της νομοθετικής εξουσίας. Οι αναρίθμητες αναφορές στην απόφαση βοήθησαν να σχηματιστεί η πεποίθηση ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στις ΗΠΑ οφείλει την ύπαρξη και την έκτασή του στην επιχειρηματολογία του Marshall.

13 Αλλωστε και η εξέλιξή της νομολογίας τον δικαίωσε, αφού το Α.Δ. και άλλα δικαστήρια ασπάσθηκαν την άποψή του. Σήμερα στις Η.Π.Α. δεν αμφισβητείται καθόλου η δυνατότητα και η υποχρέωση των δικαστών να μη εφαρμόζουν αντισυνταγματικούς νόμους. β) To άρθρο ΙΙΙ Το άρθρο ΙΙΙ είναι μέρος του Συντάγματος των Η.Π.Α. και ορίζει το δικαστικό κλάδο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, που αποτελείται από δικαστές, χωρίς το άρθρο να αναφέρεται σε συγκεκριμένο αριθμό και το Chief Justice, ο οποίος προεδρεύει στη δίκη. Ο αριθμός των δικαστών ορίζεται από το νόμο και είναι εννέα δικαστές, οκτώ συνεργάτες δικαστές και ο επικεφαλής του Α.Δ. Το Α.Δ. είναι το μόνο ομοσπονδιακό δικαστήριο που επιβάλλεται ρητά από το Σύνταγμα. Όμως, το Κογκρέσο μπορεί να δημιουργήσει κατώτερα δικαστήρια στο πλαίσιο του άρθρου 3. Οι δικαστές μπορούν να διατηρήσουν τη θέση τους για το υπόλοιπο της ζωής τους, εκτός αν παραιτηθούν ή συνταξιοδοτηθούν. Ακόμη, ο δικαστής μπορεί να απομακρυνθεί λόγω διατύπωσης μομφής με πεποίθηση του Κογκρέσου. Η αποζημίωσή τους δεν μπορεί να μειωθεί κατά τη διάρκεια της θητείας τους αλλά μπορεί να αυξηθεί. Το Α.Δ. λειτουργεί ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο όμως λειτουργεί και ως πρωτοβάθμιο για υποθέσεις που αφορούν πρέσβεις, υπουργούς, συμβούλους. Το Κογκρέσο σύμφωνα με τον Marbury δεν μπορεί να επεκτείνει ούτε να περιορίζει την αρχική δικαιοδοσία του Α.Δ. Ωστόσο, η κατ έφεση δικαιοδοσία του Α.Δ. είναι διαφορετική και δεδομένη. Η πιο σημαίνουσα δύναμη του ομοσπονδιακού δικαστικού σώματος είναι η δύναμή του να εκλέγει τη συνταγματικότητα ενός νόμου, μιας συνθήκης ή το ίδιο το Σύνταγμα. Η δύναμη αυτή αποτελεί σιωπηρή δύναμη του Συντάγματος που προέρχεται εν μέρει από τη ρήτρα 2 του Τμήματος 2. Αν και το Σύνταγμα δεν προέβλεπε ρητώς ότι η ομοσπονδιακή δικαστική εξουσία έχει την εξουσία του δικαστικού ελέγχου, πολλοί από τους συντάκτες του Συντάγματος, είδαν μία τέτοια ενέργεια ως κατάλληλη δυνατότητα για την ομοσπονδιακή δικαστική εξουσία να κατέχει.

14 Στο Federalist, o Alexander Hamilton έγραψε ότι ένα Σύνταγμα είναι και θα πρέπει να θεωρείται από τους δικαστές ως ο θεμελιώδης νόμος. Ως εκ τούτου, ανήκει σε αυτούς να γνωρίζουν τη σημασία του και να ερμηνεύουν κάθε συγκεκριμένη πράξη από το νομοθετικό σώμα σύμφωνα μ αυτό. Αν όμως ένα νόμος αντίκειται προς το Σύνταγμα, το Σύνταγμα πρέπει να προτιμάται από τους δικαστές. Ο Hamilton δεν προβάλλει μία ανωτερότητα της δικαστικής απέναντι στη νομοθετική εξουσία, αλλά θέλει να τονίσει ότι η δύναμη του λαού είναι ανώτερη και από τις δύο και όταν η βούληση του νομοθέτη έρχεται σε αντίθεση με τη βούληση των ανθρώπων, που δηλώνεται στο Σύνταγμα, οι δικαστές θα πρέπει να εφαρμόζουν το τελευταίο και όχι το πρώτο. γ) O δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στις Η.Π.Α. Η σχετική αρμοδιότητα ανήκει στα δικαστήρια όλων των ειδών και όλων των βαθμίδων. Στο Supreme Court, στα κατώτερα Ομοσπονδιακά Δικαστήρια καθώς και στα (τοπικά) δικαστήρια των 50 πολιτειών. Βέβαια τον κύριο λόγο έχει το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο λόγω της θέσεώς του στην ιεραρχία των οργάνων της δικαστικής εξουσίας. Είναι το μοναδικό δικαστήριο των ΗΠΑ, μάλιστα, που τυγχάνει ρητής συνταγματικής κατοχύρωσης στο άρθρο 3 παρ. 1 (Article III, Section 1). «The judicial of the United States shall be vested in one Supreme Court and in such inferior courts that the Congress may from time to time ordain and establish. Όμως το Supreme Court δεν είναι Συνταγματικό Δικαστήριο, δεν επιλύει δηλ. κατεξοχήν διαφορές συνταγματικού δικαίου, άλλα αποτελεί το ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο της Ομοσπονδίας. Αν το συγκρίνουμε με δικαστήρια των χωρών της Ηπειρωτικής Ευρώπης, θα το χαρακτηρίσουμε περισσότερο ως Ακυρωτικό Δικαστήριο, επειδή επιλαμβάνεται υποθέσεων ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου μετά την άσκηση ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων των κατωτέρων των ομοσπονδιακών δικαστηρίων. Μόνο στις περιπτώσεις της original jurisdiction το Δικαστήριο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Η θέση του Supreme Court στην ιεραρχία των δικαιοδοτικών οργάνων και οι αρμοδιότητές του δείχνουν εξάλλου ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας νόμων ασκείται και στις ΗΠΑ παρεμπιπτόντως: Μόνον όταν η έκβαση της υποθέσεως που

15 εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου εξαρτάται από την εφαρμογή νόμου, του οποίου αμφισβητείται η συνταγματικότητα, συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση του ελέγχου. Αντικείμενο της δίκης ενώπιον του Supreme Court δεν είναι λοιπόν η συνταγματικότητα των νόμων, αλλά πάντοτε μία συγκεκριμένη διαφορά μεταξύ διαδίκων. Αν τώρα για την επίλυση της διαφοράς είναι απαραίτητη η εφαρμογή διατάξεων με αμφίβολη συνταγματικότητα, το Δικαστήριο ασχολείται πρώτα με το προδικαστικό ζήτημα της συνταγματικότητας για να λάβει κατόπιν απόφαση επί του κυρίως αντικειμένου της διαφοράς. Το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής καταλαμβάνει την κορυφή ενός συστήματος απονομής της δικαιοσύνης. Στη δικαιοδοσία του ως πρωτοβάθμιου δικαστηρίου η οποία δεν μπορεί να διευρυνθεί από το Κογκρέσο, υπάγεται η εκδίκαση υποθέσεων στις οποίες ο ένας από τους διαδίκους είναι πρέσβης, πρόξενος, δημόσιος λειτουργός ή Πολιτεία. Στην κατ έφεση δικαιοδοσία του (appellate jurisdiction) υπάγονται όλες οι λοιπές υποθέσεις που απαριθμούνται στην παρ. 1 του Τμήματος 2 του άρθρου 3 του Συντάγματος και, συγκεκριμένα, εκτός από τις περιπτώσεις άμεσης δικαιοδοσίας του, όλες οι νομικές υποθέσεις που προκύπτουν από το Σύνταγμα, τους νόμους των Ηνωμένων Πολιτειών και τις διεθνείς συνθήκες, όλες οι υποθέσεις που υπάγονται στη δικαιοδοσία του πολεμικού και του εμπορικού ναυτικού, οι διαφορές στις οποίες οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι διάδικος, οι διαφορές μεταξύ δύο ή περισσότερων Πολιτειών, μεταξύ Πολιτείας και των Πολιτών της αυτής Πολιτείας, μεταξύ Πολιτών διάφορων Πολιτειών, μεταξύ πολιτών της αυτής Πολιτείας που διεκδικούν γαίες δυνάμει παραχωρήσεων διάφορων Πολιτειών, μεταξύ Πολιτείας και των πολιτών της αφενός και ξένων Κρατών, πολιτών ή υπηκόων αφετέρου. Η δικαιοδοσία του, όταν ασκείται ως εφετειακή, είτε το δικαστήριο δικάζει ως ακυρωτικό ουσίας, μπορεί να δεχθεί εξαιρέσεις σύμφωνα με ρυθμίσεις στις οποίες αρμόδιο να ορίσει είναι το Κογκρέσο. Κατά κανόνα, το Ανώτατο Δικαστήριο επιλαμβάνεται υποθέσεων που θέτουν ζητήματα «ομοσπονδιακού ενδιαφέροντος» (federal questions), όπως, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Κώδικα των Ηνωμένων Πολιτειών, όταν με άμεση και αποκλειστική αρμοδιότητα δικάζει υποθέσεις μεταξύ Πολιτειών. Για τις υποθέσεις δε για τις οποίες η αρμοδιότητα

16 του είναι συντρέχουσα, σπάνια δέχεται να προβεί σε εκδίκαση της υπόθεσης, αλλά την καταλείπει στο κατώτερο αρμόδιο δικαστήριο. Μια υπόθεση μπορεί να αχθεί ενώπιόν του κατά δύο τρόπους: 1 ον ) είτε δυνάμει ενός writ of certiorari, το οποίο, αιτήσει του έχοντος έννομου συμφέρον, αποτελεί εντολή του Ανώτατου Δικαστηρίου απευθυνόμενη προς κατώτερο δικαστήριο, να του μεταβιβάσει τον φάκελο υπόθεσης, εφόσον κριθεί, κατά διακριτική ευχέρεια από το ίδιο, σκόπιμος ο έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης. 2 ον ) είτε μετά από ασκηθείσα έφεση που, θεωρητικά, αποτελεί δικαίωμα παντός έχοντος έννομο συμφέρον. Έκταση του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από το Supreme Court. Από τις τέσσερις χιλιάδες υποθέσεις (4.000 5.000) που φέρονται ενώπιον του κάθε χρόνο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν συζητεί τελικά κατ ουσία παρά γύρω στις εκατόν πενήντα με διακόσιες (150-200). Μάλιστα, από τις αποφάσεις του αυτές, περίπου το ένα τέταρτο κρίνονται μεν άξιες συζήτησης. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχει όχι μόνο την ορθή εφαρμογή του νόμου αλλά, κατά περίπτωση, κατά το πραγματικό των υποθέσεων. Η παραχώρηση του δικαιώματος ελέγχου της συνταγματικότητας νόμων στους δικαστές των ΗΠΑ προκαλεί οπωσδήποτε εντύπωση και αποδεικνύει ότι η ρύθμιση του ζητήματος στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 δεν είναι εντελώς πρωτότυπη. Από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα συνάγεται εύκολα ότι το Δικαστήριο διστάζει ν αποκηρύξει νόμους ως αντισυνταγματικούς αντίθετα έχει ανακαλύψει μηχανισμούς που του επιτρέπουν ν αποφεύγει συχνές ρήξεις με τα άμεσα εκλεγμένα όργανα της νομοθετικής λειτουργίας. Μάλιστα ορισμένοι συγγραφείς διαβλέπουν στην επιφυλακτική στάση του Ανωτάτου Δικαστηρίου τη σταδιακή υποχώρηση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας νόμων. Τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διέπει αναμφισβήτητα ή τάση αυτοπεριορισμού στην άσκηση του ελέγχου της συνταγματικότητας (judicial

17 selfestraint). Καταρχήν το Δικαστήριο αρνείται να εξετάσει «political questions», εφαρμόζοντας περίπου τη θεωρία των «κυβερνητικών πράξεων», όπως είναι γνωστή στα δίκαια των χωρών της Ηπειρωτικής Ευρώπης. Επιπλέον, οι δικαστές ασχολούνται με το θέμα της συνταγματικότητας, όπου είναι τελείως απαραίτητο για να επιλύσουν τη διαφορά και δεν χαρακτηρίζουν ένα νόμο αντισυνταγματικό, όταν οι διατάξεις ου επιδέχονται μία ερμηνεία σύμφωνη προς το Σύνταγμα. Ακόμη το Ανώτατο Δικαστήριο δέχεται την ύπαρξη τεκμηρίου υπέρ της συνταγματικότητας του νόμου και προχωρεί στην ακύρωσή του, μόνον όταν διαπιστώσει σαφή παραβίαση του Συντάγματος αλλά και όταν κρίνει τον νόμο αντισυνταγματικό, περιορίζεται στην ακύρωση των πραγματικά αντισυνταγματικών διατάξεων και προσπαθεί να διασώσει το μέρος που δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι δεσμευτικές για όλα τα δικαστήρια, όταν αφορούν την ερμηνεία του Συντάγματος και των ομοσπονδιακών νόμων. Τα ανώτατα δικαστήρια των Πολιτειών έχουν, όμως, την αρμοδιότητα να ερμηνεύουν, ως «τελικοί ερμηνευτές», κάθε διάταξη του Συντάγματος της Πολιτείας στην οποία ανήκουν όπως και των πολιτειακών νόμων της, εφόσον δεν παραβιάζονται οι αρχές του ομοσπονδιακού δικαίου. Όπως όταν πρόκειται για την καθίδρυση από την πολιτειακή νομοθεσία ατομικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων που δεν περιλαμβάνονται στα δικαιώματα και τις εγγυήσεις του ομοσπονδιακού δικαίου. Το Α.Δ. ακολουθεί την ιστορική παράδοση του αγγλοσαξονικού δικαίου με την προσήλωση στην αρχή του stare decisis. Δηλαδή η νομολογία των δικαστηρίων αποτελεί τυπική πηγή του δικαίου και τα δικαστήρια οφείλουν να ακολουθούν αποφάσεις που έχουν εκδοθεί επί υποθέσεων με όμοια νομική και πραγματική βάση. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η συνέχεια και ομοιομορφία στην άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας και παράλληλα ο δικαστής διατηρεί ένα πολύ ισχυρό, το οποίο κατά τις συνθήκες μπορεί να μετατραπεί σε άλλοθι, για να εξασφαλίσει την εφαρμόζει την ίδια δικαστική πολιτική. μας δ) Ο δικαστικός έλεγχος στην Ελλάδα μέσα από τα άρθρα του Συντάγματός

18 Πρώτη ρητή συνταγματική ρύθμιση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στη χώρα μας εισήγαγε το Σύνταγμα του 1927 με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5. Στη συνέχεια θεσπίστηκαν τα άρθρα 87 2, 93 4 και 100 1 ε του Συντάγματος του 1975. Οι διατάξεις αυτές παρέμειναν αναλλοίωτες και μετά την αναθεώρηση του 1986. Η τελευταία αναθεώρηση του 2001 δεν τροποποίησε τα άρθρα 87 και 93 αλλά τροποποίησε το άρθρο 100 εισάγοντας και την παράγραφο 5. σ αυτές τις διατάξεις του Συντάγματός μας συνοψίζεται ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων πιο συγκεκριμένα το δικαίωμα και ταυτόχρονα η υποχρέωση των ελληνικών δικαστηρίων να ελέγχουν την συνταγματικότητα των νόμων ρυθμίζει το Σύνταγμα με τα άρθρα 87 2, 93 4 και 100 1(στοιχείο ε) 4 και 5. Το άρθρο 87 είναι το πρώτο στη σειρά από τα άρθρα του Συντάγματος που αφορούν τη δικαστική εξουσία. Σύμφωνα με την δεύτερη παράγραφο οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος. Η διάταξη αυτή, όσον αφορά την καθιέρωση δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας, θεωρείται επικουρική, ενώ βασική είναι η 93 4. Ο κύριος στόχος της είναι άλλος: η διακήρυξη της υποχρέωσης των δικαστών να μην συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν σκοπό την κατάλυση της συνταγματικής τάξης, με διατάξεις δηλαδή που έχουν τεθεί από όργανα που διεκδικούν επαναστατική εξουσία. ε) Άρθρο 93 4 Το ζήτημα του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας ρυθμίζεται κυρίως από την παράγραφο 4 του άρθρου 93 που ορίζει ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα. Σύμφωνα με τον Β. Σκουρή «ο Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να υιοθετήσει με το άρθρο 93 4 την ιστορικά ριζωμένη στη χώρα μας αλλά και τη συγκριτικά επικρατέστερη λύση». Προσθέτει, ακόμη, ότι ο δικαστής «εφόσον έχει ως βασική αποστολή να ερμηνεύει και να εφαρμόζει κανόνες δικαίου, είναι ο κατ αρχήν αρμόδιος ν ασχοληθεί και με το ζήτημα της συνταγματικότητας των νόμων».

19 Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι α) το Σύνταγμα καθιερώνει σύστημα ελέγχου από όλα τα δικαστήρια όλων των βαθμών και κλάδων, β) ο έλεγχος δεν είναι το βασικό αντικείμενο της δίκης, άρα είναι παρεμπίπτων και γ) ο έλεγχος αφορά συγκεκριμένη διάταξη νόμου. Συνέπεια του ελέγχου είναι ο παραμερισμός της διάταξης στην εκδικαζόμενη υπόθεση. Το άρθρο 93 4, όπως και το 87 2, καθιερώνει υποχρέωση ανυπακοής του δικαστή σε αντισυνταγματικούς νόμους. Από αυτή την άποψη μπορεί να εκληφθεί και ως δείγμα της εμπιστοσύνης που έχει ο συντακτικός νομοθέτης στους ανεξάρτητους δικαστικούς λειτουργούς, αφού σε αυτούς εμπιστεύεται τον έλεγχο συμφωνίας των νόμων με το Σύνταγμα, και περαιτέρω την διαφύλαξη της αρχής της υπεροχής του Συντάγματος. Ο συντακτικός νομοθέτης με το άρθρο αυτό δείχνει την απεριόριστη εμπιστοσύνη του στην συνταγματική κρίση του δικαστή. στ) Άρθρο 100 Εξαίρεση στο σύστημα διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου που ορίζουν τα παραπάνω άρθρα εισάγει το άρθρο 100 του Συντάγματος που αναφέρεται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Ανάμεσα στις αρμοδιότητες του ΑΕΔ είναι σύμφωνα με το πέμπτο στοιχείο της πρώτης παραγράφου η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου τη Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Πρόκειται για υπό προϋποθέσεις άσκηση συγκεντρωτικού ελέγχου. Προϋπόθεση για να φτάσει ζήτημα συνταγματικότητας στο ΑΕΔ είναι να έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις του ΣτΕ, του ΑΠ ή του ΕΣ αλλιώς, αν δεν συντρέξει η προϋπόθεση αυτή ο κάθε δικαστής οφείλει να εξετάζει τη συνταγματικότητα στο πλαίσιο της υπόθεσης που δικάζει χωρίς να ζητά την συνδρομή του ΑΕΔ. Αν όμως ένα από αυτά τα δικαστήρια αποφανθεί για την συνταγματικότητα αντίθετα από άλλο οφείλει να παραπέμψει το θέμα με ειδική απόφαση στο ΑΕΔ. Η υπόθεση που εκδικαζόταν παραμένει εκκρεμής μέχρις ότου κοινοποιήσει την απόφασή του το ΑΕΔ, απόφαση με την οποία το αρχικό δικαστήριο πρέπει να συμμορφωθεί και να προχωρήσει σε οριστική εκδίκαση της υπόθεσης. Η απόφαση του ΑΕΔ ισχύει erga

20 omnes (απόλυτος έλεγχος). Όπως ορίζεται στην παράγραφο 4 οι αποφάσεις του δικαστηρίου είναι αμετάκλητες. Διάταξη νόμου, που κηρύσσεται αντισυνταγματική, είναι ανίσχυρη από τη δημοσίευσή της σχετικής απόφασης ή από το χρόνο που ορίζεται με την απόφαση. Η αμφισβήτηση για ουσιαστική συνταγματικότητα εισάγεται στο ΑΕΔ ως κύριο αντικείμενο της δίκης, όχι παρεμπιπτόντως, άρα πρόκειται για συγκεντρωτικό και αφηρημένο έλεγχο. Ζήτημα παρεμπίπτοντος ελέγχου σε διάταξη που έχει παραπεμφθεί για να διασαφηνιστεί η έννοιά της δεν τίθεται. Επίσης, σε περίπτωση αντίθετων αποφάσεων του ΣτΕ, του ΑΠ ή του ΕΣ το ΑΕΔ καλείται να «άρει» την αμφισβήτηση που σημαίνει όχι μόνο να διαλέξει μια από τις δύο αποφάσεις ως σωστή αλλά να αποφανθεί το ίδιο με επιχειρήματα για το αν η διάταξη είναι συνταγματική ή όχι. Σύμφωνα με τον Βενιζέλο το ΑΕΔ είναι ένας από τους τρεις «μηχανισμούς συγκέντρωσης» του ελέγχου. Οι άλλοι δύο είναι, πρώτον, η παραπομπή του ζητήματος στις ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων (βλ. επόμενη παράγραφο) καθώς και η έντονη επιρροή που ασκεί η νομολογία αυτών στα κατώτερα δικαστήρια και, δεύτερον, η ιδιαίτερη θέση του ΣτΕ στο ελληνικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.32 Πάντως, αναφορικά με το ΑΕΔ τονίζεται ότι χαρακτηριστικό του είναι η προσοχή και η φειδώ στην άσκηση ελέγχου της συνταγματικότητας όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μέχρι σήμερα έχουν κριθεί αντισυνταγματικές μόνο δύο διατάξεις (αποφάσεις 8/1979 και 30/1985). Με την τελευταία αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε η παράγραφος 5 στο άρθρο 100 που προβλέπει τα εξής: Όταν τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρίνει διάταξη νόμου αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην οικεία ολομέλεια, εκτός αν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας ή του Ανώτατου Ειδικού δικαστηρίου του άρθρου αυτού. Η ολομέλεια συγκροτείται σε δικαστικό σχηματισμό και αποφαίνεται οριστικά, όπως νόμος ορίζει. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και κατά την επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Αυτό σημαίνει ότι τα τμήματα των ανώτατων δικαστηρίων δεν μπορούν να εφαρμόσουν το

21 93 4 και υποχρεούνται να παραπέμψουν στην ολομέλεια την υπόθεση. Ο Δημητρόπουλος επισημαίνει με αφορμή τη νέα αυτή συνταγματική διάταξη τον κίνδυνο «οι ολομέλειες να καταστούν οιονεί συνταγματικά δικαστήρια με παρεπόμενη καθυστέρηση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης». ζ) Έλεγχος από άλλα όργανα Εκτός από τα δικαστήρια, σε έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων προβαίνουν και η Βουλή και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το άρθρο 100 1 του Κανονισμού της Βουλής κατά την ψήφιση ενός νόμου ο Πρόεδρος της Βουλής και κάθε βουλευτής ή μέλος της κυβέρνησης μπορεί να ζητήσει στο στάδιο της κατ αρχήν συζήτησης να αποφανθεί η Βουλή αναφορικά με συγκεκριμένες αντιρρήσεις που προβάλλει για τη συνταγματικότητα νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την έκδοση και δημοσίευση νόμου μπορεί να αναπέμψει ψηφισθέν νομοσχέδιο επειδή το έκρινε ως αντισυνταγματικό (αρ. 42 του Συντάγματος «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναπέμψει στη Βουλή νομοσχέδιο...εκθέτοντας και τους λόγους της αναπομπής»). Ο έλεγχος τόσο από τη Βουλή όσο και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι προληπτικός και αφηρημένος. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι: Το Σύνταγμά μας καθιερώνει κατ αρχήν σύστημα αποκεντρωτικού, σχετικού, διάχυτου κατ ένσταση, παρεμπίπτοντος δικαστικού ελέγχου και κατ εξαίρεση συγκεντρωτικό και απόλυτο σύστημα. Πρόκειται, επομένως για μικτό σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι στην Ελλάδα δεν υιοθετείται μονόπλευρη λύση αλλά αφενός δίνεται εξουσία σε όλους τους δικαστές να μην εφαρμόζουν αντισυνταγματικό νόμο μόνο σε συγκεκριμένη υπόθεση, αφετέρου προβλέπεται για ιδιαίτερες περιπτώσεις και οριστική απόφανση του ΑΕΔ. Με αυτόν τον τρόπο

22 συγκεντρώνονται τα πλεονεκτήματα και των δυο συστημάτων (αποκεντρωτικού και συγκεντρωτικού). η) Κριτή αντιπαράθεση Η.Π.Α. με Ελλάδα Τον Αποκεντρωτικό έλεγχο της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας των νόμων υιοθετούν οι ΗΠΑ. Όλα τα δικαστήρια διαθέτουν εξουσία ελέγχου της ουσιαστικής συνταγματικότητας όπως σε εμάς, η βεβαιότητα του δικαίου και η ταχύτητα στην τελειωτική κρίση εξασφαλίζονται από την σε ομοσπονδιακό επίπεδο λειτουργία ενός μόνο Α.Δ. που αποτελεί την κορυφή του υπάρχοντος μοναδικού είδους δικαιοδοσίας. (δεν υπάρχουν διοικητικά δικαστήρια, όπως στη χώρα μας). Οι αποφάσεις του Α.Δ. στο θέμα αντισυνταγματικού νόμου χάρη στην stare decisis ή precedent που σημαίνει υποχρέωση του δικαστή να ακολουθεί σε νομικά θέματα νομολογία του Α.Δ., παράγουν δεδικασμένο που ξεπερνά τους συγκεκριμένους διαδίκους με συνέπεια η κηρυχθείσα αντισυνταγματική διάταξη να καταργείται de facto έναντι όλων (erga omnes) και να διαγράφεται από τις επίμαχες συλλογές της ισχύουσας νομοθεσίας. Έτσι, αποφεύγεται η «αβεβαιότητα δικαίου» που δημιουργείται μιας και δεν θεωρούμε τη νομολογία πηγή δικαίου στη δική μας έννομη τάξη, στην οποία το αποκεντρωτικό σύστημα συνδυάζεται με την ύπαρξη περισσότερων δικαιοδοσιών που φυσικά καταλήγουν σε περισσότερα του ενός ανώτατα δικαστήρια. Διαφορά του αμερικανικού συστήματος με δικό μας: είναι η διαφορά «νομικού πολιτισμού», ότι το ελληνικό δικανικό σύστημα κατατάσσεται στην ευρύτερη οικογένεια που ανάγει τις ρίζες της στο ρωμαϊκό δίκαιο, ενώ το αμερικάνικο ανήκει στην αγγλοσαξωνική οικογένεια του common law, λόγω της ομοσπονδιακής δομής των ΗΠΑ, ενώ η Ελλάδα αποτελεί ενιαίο κράτος. Στις Η.Π.Α. τα δικαστήρια 1 ου και 2 ου βαθμού δικαιοδοσίας όπως και Α.Δ. λειτουργούν τόσο σε κάθε ομόσπονδη πολιτεία, σε κάθε «state», όσο και σε επίπεδο Ομοσπονδίας. Όμως, στο θέμα ελέγχου της συνταγματικότητας που μας απασχολεί εν προκειμένω το Α.Δ. της Ουάσιγκτον (Supreme Court) εκφέρει την τελειωτική κρίση όσον αφορά της συμμόρφωση των νόμων της Ομοσπονδίας ή των States έναντι του ομοσπονδιακού Συντάγματος τα δε Ανώτατα Δικαστήρια των States ελέγχουν τη

23 συμμόρφωση των τοπικών νόμων απέναντι στον αντίστοιχο καταστατικό χάρτη του State. Για τους λόγους αυτούς, το σύστημα του Supreme Court είναι ανεφάρμοστο στη χώρα μας. IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια είναι ένα ουσιώδες στοιχείο των μηχανισμών ελέγχου και των ισορροπιών που χαρακτηρίζουν τα σύγχρονα δημοκρατικά καθεστώτα και αποτελεί θεμελιώδη θεσμό και αναπόσπαστο στοιχείο του αμερικανικού και του δικού μας συστήματος. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στις ΗΠΑ, τα συντάγματα έχουν ένα ιδιαίτερο ιστορικό βάρος και αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερο σεβασμό εκφράζοντας την εμπιστοσύνη προς το πολίτευμα και την προσήλωση στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από αυτήν την εξέχουσα θέση του συντάγματος και την αρχή της υπεροχής του απορρέει ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Η ρύθμιση αυτή που εισήχθη στη Ελλάδα για πρώτη φορά το 1927 δεν είναι εντελώς πρωτότυπη καθώς θεμελιώθηκε και αναγνωρίστηκε πριν 2 αιώνες στις ΗΠΑ, κάτι που αποδεικνύει και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ. Επομένως, διακρίνουμε ότι το ελληνικό δίκαιο συμβαδίζει με το αμερικανικό ως προς την πλήρη αναγνώριση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Το αμερικανικό σύστημα αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για το ελληνικό δίκαιο καθώς καθιέρωσε τον διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο και σ αυτό συνέβαλε η σπουδαία επιχειρηματολογία του Marshall και το αμερικανικό δικαιοδοτικό σύστημα και η αρχή του state desisis που συνέβαλε στην διαμόρφωση μιας πάγιας νομολογίας του Supreme Court. Όμως το ελληνικό δίκαιο διαφοροποιήθηκε. Καθιέρωσε μικτό σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που συγκεντρώνει πλεονεκτήματα από συστήματα τα οποία διαμορφώθηκαν και στις ηπειρωτικές χώρες όπως η Αυστρία. Επομένως στην Ελλάδα δεν υιοθετείται μονόπλευρη λύση αλλά αφενός δίνεται εξουσία σε όλους τους δικαστές να μην εφαρμόζουν αντισυνταγματικό νόμο μόνο σε συγκεκριμένη υπόθεση, αφετέρου προβλέπεται για ιδιαίτερες

24 περιπτώσεις και οριστική απόφανση του ΑΕΔ. Με αυτόν τον τρόπο συγκεντρώνονται τα πλεονεκτήματα και των δυο συστημάτων (αποκεντρωτικού και συγκεντρωτικού). Μεγάλο πλεονέκτημα του αποκεντρωτικού συστήματος που δεν απενεργοποιεί το νόμο, απλά δεν τον εφαρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι η αποφυγή υποκατάστασης του έργου του νομοθέτη από το δικαστή και αντίστοιχα το πλεονέκτημα του συγκεντρωτικού ελέγχου είναι η αποφυγή του κινδύνου έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Ταυτόχρονα αποφεύγονται τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται η υιοθέτηση ενός αμιγώς συγκεντρωτικού ή αμιγώς αποκεντρωτικού συστήματος. Κλείνοντας, θα λέγαμε (λαμβάνοντας υπόψη μας και την κριτική αντιπαράθεση που έγινε παραπάνω) 54 βλ. επίσης Δημητρόπουλο, ό.π., σελ.409 : «Από τις παραπάνω σκέψεις προκύπτει ότι το ελληνικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων περιέχει πολλές ορθές ρυθμίσεις» ότι το ελληνικό σύστημα ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα από τα ορθά και αποτελεσματικά συστήματα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Constitution of United States of America 2. Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο Δαγλότλου

25 3. Γενική Συνταγματική Θεωρία, Ανδρέας Δημητρόπουλος 4. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Μάθημα Συγκριτικού Δικαίου, βλ. Ι. Παπαγρηγορίου (1983). 5. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα και στις Η.ΠΑ. (2006.) 6. Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων (Σκουρής, Βενιζέλος, 1985).