ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - Τμήμα Νομικής. Διπλωματική Εργασία με θέμα:

Σχετικά έγγραφα
ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ)

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Η Δεοντολογία διδάσκει τη σωστή, την άψογη στάση και συμπεριφορά του γιατρού απέναντι στον άρρωστο συνάνθρωπό του, απέναντι στο συνάδελφό του και

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. MEΡOΣ A Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

Το ποινικό φαινόμενο και η τυποποίησή του

Ποινικές όψεις της μετάβασης από το θεραπευτικό στον παρηγορικό στόχο σε ασθενείς ανιάτων χρόνιων θανατηφόρων νόσων

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Τα νομικά πρόσωπα και οι κανόνες γνώσης - Μια πρόκληση για τη νομική σκέψη και πράξη

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Σελίδα 1 από 5. Τ

Παραβίαση της ασφάλειας των προσωπικών δεδομένων

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΓΙΑΤΡΩΝ ΓΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ Ή ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

Εισαγωγή στο ίκαιο των Πληροφοριακών Συστημάτων, των Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και του ιαδικτύου Α.Μ Χριστίνα Θεοδωρίδου 2

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

Περιεχόμενα ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Α ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ. Πρώτο Κεφάλαιο

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος. Συντομογραφίες..

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

ΙΙ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

16542/1/09 REV 1 ΛΜ/νικ 1 DG H 2B

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

Πρόταση νόμου: «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις»

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

Αρείου Πάγου 2440/2008 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Πηγή: WPyfb8Gf6LeV&apof=2440_2008

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

Ποινική ιατρική ευθύνη από αμέλεια σε πεδία κατανομής αρμοδιοτήτων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 3: Δισσοί Λόγοι. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

Περιβαλλοντική Πολιτική και Βιώσιμη Ανάπτυξη

Κύριε εκπρόσωπε του Συμβουλίου της Ευρώπης, Κύριε Πρόεδρε του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας,

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Η υποχρέωση εχεμύθειας και ο κύκλος των προσώπων που αφορά

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Η υποχρέωση εχεμύθειας και ο κύκλος των προσώπων που αφορά

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Η έννοια της εξωτερικής αμέλειας των ιατρών

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΛΥΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

II29 Θεωρία της Ιστορίας

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

Ιατρική Ευθύνη &Βιοηθική Μαρτίου Ζητήματα απόδειξης στην ποινική ιατρική ευθύνη

23η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ - ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

Η ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς,

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Ο κ. Παπαϊωάννου επισήμανε την «επιτακτική ανάγκη για νέους Κώδικες σε όλο το φάσμα του δικαιϊκού μας συστήματος».

Για να μπορέσουν να κατανοήσουν πλήρως τη νέα κατάσταση και να αποδεχτούν πως είναι οριστική, θα χρειαστεί να περάσουν αρκετοί μήνες.

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (Α.Ε.Π.Π.)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

1 Μνηστεία Επιστροφή δώρων και συμβόλων

Ευθύνες και ποινές στην άσκηση της Επίβλεψης. Η Νοµολογία των Ελληνικών ικαστηρίων.

-Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου.»

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Δεύτερη Γραπτή Εργασία. Διοικητικό Δίκαιο. Θέμα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

GEORGE BERKELEY ( )

Η Αριστοτελική Φρόνηση

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - Τμήμα Νομικής Διπλωματική Εργασία με θέμα: Η έννοια του κινδύνου στο ελληνικό ποινικό δίκαιο και τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα Υπεύθυνοι καθηγητές: Συμεωνίδου Καστανίδου Ελισάβετ Παρασκευόπουλος Νικόλαος Της Μάρθας Ιωακειμίδου του Χαραλάμπους Μεταπτυχιακής φοιτήτριας του τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών Α.Ε.Μ 556 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Συντομογραφίες 4 Α. Εισαγωγή Αναζητώντας μία κατευθυντήρια γραμμή για την ανάλυση της έννοιας του κινδύνου.5 Β. Έννοια του κινδύνου και οι διάφορες θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί από αντιπροσωπευτικούς εκφραστές της ποινικής επιστήμης..8 Γ. Κατάσταση ανάγκης 17 Δ. Υπαίτια κατάσταση ανάγκης.20 Ε Τα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης 21 Ζ Τα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης 28 ΣΤ. Τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης και μία προσπάθεια ερμηνείας τους 35 Η. Ο κίνδυνος στην αποδεικτική διαδικασία 50 Θ. Τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα.55 Ι. Η έννοια του κοινού κινδύνου..56 Κ. Η άποψη της ελληνικής θεωρίας..67 Λ. Η άποψη της ελληνικής νομολογίας 70 Μ. Επίλογος..71 Βιβλιογραφία.74

Συντομογραφίες ΑγορΚ ΑιτΕκθ α.ν. ΑΠ Άρ. β.δ. ΓνωμΕισΑΠ Διατ.ΕισΕφΑθ εδ. επ. ΕρμΠΚ ΕτΚ ΕφΑθ ΕφΠειρ ΕφΠατρ Αγορανομικός Κώδικας Αιτιολογική Έκθεση αναφορικός νόμος Άρειος Πάγος Άρθρο βασιλικό διάταγμα Γνωμοδότηση εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Διάταξη Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης εδάφιο επόμενα Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα Εφημερίδα της Κυβέρνησης Εφετείο Αθηνών Εφετείο Πειραιώς Εφετείο Πατρών

ΚΟΚ κ.ε.ε κλπ λ.χ ΝοΒ Ν.Π.Δ.Δ ΟλΑΠ ό.π. ΠλΑθ ΠλΘες ΠλΧαλκ ΠλΚω ΠοινΔικ ΠοινΛογ ΠοινΧρ Πρβλ. σελ. ΣυμβΠλημ τευχ. ΤιμΤομ Κώδικας οδικής κυκλοφορίας κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα και τα λοιπά λόγου χάριν Νομικό Βήμα Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου Ολομέλεια Αρείου Πάγου όπως παραπάνω Πλημμελειοδικείο Αθηνών Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης Πλημμελειοδικείο Χαλκιδικής Πλημμελειοδικείο Κω Ποινική Δικαιοσύνη Ποινικός Λόγος Ποινικά Χρονικά παράβαλε σελίδα Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Τεύχος Τιμητικός Τόμος

ΤρΝομΠλ Υπερ Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Υπεράσπιση Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η οριοθέτηση της έννοιας του κινδύνου έχει απασχολήσει σημαντικά μέχρι και σήμερα την νομικά επιστήμη. Στον χώρο των διάφορων θεωριών που έχουν υποστηριχθεί για τον κίνδυνο κατάλληλη κατά την γνώμη μου είναι η εξής ότι ο κίνδυνος γενικά είναι ένα δημιούργημα της λογικής που στηρίζεται σε μία πραγματική κατάσταση (οντολογική βάση κινδύνου) και σε ορισμένους γενικής ισχύος κανόνες της πείρας (νομολογική βάση κινδύνου). Κατά συνέπεια δεν είναι κάτι υποκειμενικό αλλά έχει βάσεις που μπορούν να ελεγχθούν και αντικειμενικά. Στην προσπάθεια ορισμού της έννοιας του κινδύνου έχει συμβάλει μία σειρά απόψεων που στρέφονται γύρω από το δίπολο των αντικειμενικών και υποκειμενικών θεωριών. Ο βασικός άξονας για τον ορισμό του κινδύνου είναι η αλληλεξάρτησή του με την έννοια της βλάβης. Από την γερμανική κυρίως νομολογία έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις σχετικά με τον κίνδυνο, οι οποίες στάθηκαν αφορμή για την διατύπωση αντίστοιχων θέσεων από την ελληνική νομολογία. Ουσιαστικός πυρήνας των διαφόρων ορισμών που θα ακολουθήσουν είναι ο χαρακτήρας του κινδύνου ως μίας κατάστασης που με την συνδρομή αιτιακών όρων μπορεί να οδηγήσει στην βλάβη. Από την μία πλευρά οι υποκειμενικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι ο κίνδυνος είναι μία κρίση για την πιθανότητα ή την δυνατότητα επέλευσης της βλάβης. Γίνεται λόγος για πιθανότητα καθώς η πραγματικότητα δεν μπορεί από μόνη της να προβλέψει πάντα με βεβαιότητα την μελλοντική πορεία των πραγμάτων. Ούτε είναι βέβαια δυνατό με την διατύπωση μίας υποκειμενικής κρίσης να γίνει αντιληπτή η μέλλουσα κατάσταση. Ωστόσο η πιθανότητα ως αόριστη έννοια έχει ανάγκη από προσδιορισμό ανάλογα και με τον βαθμό της και θα

πρέπει να αναζητηθούν ορισμένα κριτήρια όπως υποστηρίζουν Γερμανοί συγγραφείς. Για την έννοια της δυνατότητας έχει τεθεί το ερώτημα αν αυτή αρκεί να είναι οποιαδήποτε ή αν θα πρέπει να αυξημένη και εάν ναι έως ποιον βαθμό. Η έννοια της δυνατότητας περικλείει πολλά νοήματα και η διευκρίνησή της κρίνεται απαραίτητη και για τον καθορισμό του κινδύνου. Έχει υποστηριχθεί από τους υποκειμενιστές ότι η δυνατότητα είναι αποτέλεσμα της σκέψης και αποτελεί την αφετηρία περιγραφής μίας μελλοντικής κατάστασης. Μάλιστα πολλοί θεωρητικοί προκειμένου να δείξουν ότι δεν αρκεί οποιαδήποτε δυνατότητα κάνουν λόγο για εγγύς δυνατότητα. Αυτό κατά την άποψή μου είναι λάθος καθώς η σκέψη από μόνη της δεν μπορεί να έχει τόσο ενεργό ρόλο στην πορεία των πραγμάτων αφού υπάρχουν και εξωτερικοί παράγοντες που είναι απρόβλεπτοι, πολλές φορές μη αναστρέψιμοι που μπορούν να ανατρέψουν την δημιουργηθείσα κρίση. Επίσης, είναι αδύνατο για έναν άνθρωπο να είναι σε θέση να γνωρίζει και να κρίνει όλα τα πραγματικά περιστατικά σε μία δεδομένη χρονική στιγμή. Όπως άλλωστε θα ήταν παρακινδυνευμένο να γίνεται η αξιολόγηση του κινδύνου με βάση τις υποκειμενικές θεωρίες από τον δικαστή γιατί αυτός θα έκρινε με βάση την προσωπική του άποψη και όχι με βάση την κοινωνική πραγματικότητα. Χρήσιμο εργαλείο για τον δικαστή αποτελούν επίσης και οι κανόνες της κοινής πείρας που αποτελούν υλικό που έχει συναχθεί από πολύχρονη πείρα, αρκεί βέβαια να γίνεται η επίκλησή τους σε περιπτώσεις απόλυτα όμοιες με αυτές από όπου οι κανόνες προήλθαν. Τέλος, η άποψη που υποστηρίζεται για την εγγύς δυνατότητα έχει το μειονέκτημα ότι δεν προσδιορίζεται επακριβώς το κριτήριο για να ξεχωρίζει κανείς την κατάσταση που αποτελεί κίνδυνο από εκείνη που δεν αποτελεί κίνδυνο. Μία θεωρία για τον προσδιορισμό του κριτηρίου εκείνου που χρειάζεται για τη κατάφαση του κινδύνου είναι αυτή που υποστήριξε ο Binding. Συγκεκριμένα, θεώρησε ως προϋπόθεση της ύπαρξης κινδύνου οι θετικοί όροι του βλαπτικού αποτελέσματος να αποκτούν την υπεροχή έναντι των αρνητικών έτσι ώστε η αιτιώδης εξέλιξη να έχει φτάσει σε αποφασιστικό σημείο και να τείνει να κλίνει προς την πλευρά του ίδιου του βλαπτικού αποτελέσματος. Η άποψη αυτή έχει αδυναμίες καθώς απαιτεί για τον κρίνοντα να γνωρίζει από πριν όλους τους όρους που είναι τυχόν σχετικοί με το αποτέλεσμα της βλάβης και να είναι σε θέση να τους εκτιμήσει. Παράλληλα προς αυτή την άποψη αναπτύχθηκε και μία άλλη που υποστήριξε ότι στην κρίση δυνατότητας θα πρέπει να τίθενται ως βάση ορισμένοι συγκεκριμένοι όροι που να είναι γνωστοί και εν μέρει να προσδιορίζουν το αποτέλεσμα, αφήνοντας όμως χώρο ελεύθερο και για γενικούς και αόριστους όρους. Από αυτούς τους όρους, ορισμένοι σε συνάρτηση με τους ήδη συγκεκριμένους θα επέφεραν το αποτέλεσμα και

ορισμένοι θα το απέτρεπαν. Από τους όρους που βρίσκονται στον ελεύθερο χώρο και την σχέση τους με τους ορισμένους γνωστούς θα συνάγεται ο βαθμός της δυνατότητας. Η άποψη αυτή έχει το μειονέκτημα όπως και η προηγούμενη να λαμβάνει υπόψη της όρους που ανήκουν στον ελεύθερο χώρο και είναι ως εκ τούτου άγνωστοι και αστάθμητοι. Τέλος αξίζει να αναφερθεί η θεωρία που ανέπτυξε ο Henckel για την πρόσφορη αιτία που δέχεται ότι ο κίνδυνος είναι μία αφηρημένη κρίση αιτιότητας και ειδικότερα η εφαρμογή της θεωρίας αυτής. Άρα με βάση τις επιταγές της εν λόγω θεωρίας θα πρέπει να συντρέξουν όλοι εκείνοι οι αναγκαίοι όροι που αν συμπληρωθούν και από άλλους, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη επέλθει ακόμη αλλά η επέλευσή τους είναι συνηθισμένη κατά την πορεία των πραγμάτων, μπορούν να επιφέρουν την βλάβη. Η εν λόγω θεωρία παρά τις επικρίσεις που έχει δεχθεί θεωρείται από ορισμένους συγγραφείς ως καταλληλότερη για την ερμηνεία του κινδύνου. Επειδή εμπερικλείει μία δυνατότητα επέλευσης του βλαπτικού αποτελέσματος ακόμη και εκεί που το αποτέλεσμα είναι δεδομένο βρίσκει εύκολα εφαρμογή στα εγκλήματα διακινδύνευσης. Το μειονέκτημα αυτής της θεωρίας είναι ότι έχει ως βάση της γενικούς και αφηρημένους κανόνες που στηρίζουν μία εκ των υστέρων πρόγνωση. Συνεπώς, ο κίνδυνος πρέπει να αντιμετωπίζεται με βάση ορισμένα αντικειμενικά διαπιστωμένα περιστατικά και κάποιους γενικής ισχύος εμπειρικούς κανόνες έτσι ώστε να γίνεται η εκτίμησή του με βάση τους κανόνες αιτιότητας και τις επιταγές του νόμου. Εντούτοις, το μέγεθός του είναι δύσκολο να διαπιστωθεί καθώς δεν περιλαμβάνει πάντα ένα ορατό αποτέλεσμα όπως η βλάβη. Προκειμένου να οριοθετήσουμε τον κίνδυνο είναι σημαντικό να προβούμε στην ακόλουθη διαπίστωση, ότι ο κίνδυνος αποτελεί μία κατάσταση εμπειρικά διαπιστώσιμη, που συνίσταται στη δημιουργία αιτιακών όρων με αυτοδύναμη και διαβαθμίσιμη εξέλιξη προς την βλάβη. Αρωγός σε αυτή την προσπάθεια θα σταθεί η αντικειμενική θεώρηση, η οποία αναγνωρίζει τον κίνδυνο ως μία κατάσταση του εξωτερικού κόσμου αντιληπτή από τις αισθήσεις μας σε αντίθεση με την υποκειμενική σύλληψη που θεωρεί τον κίνδυνο ως κρίση για την εξέλιξη μίας αιτιακής διαδρομής που υπαγορεύεται από την αδυναμία του ανθρώπου να προβλέψει την ακριβή και προκαθορισμένη της έκβαση. Λόγω της ανυπαρξίας των αμιγών υποκειμενικών προσεγγίσεων κρίνεται προτιμότερη η προσέγγιση του κινδύνου με βάση τις μικτές θεωρίες που προσπαθούν να απαντήσουν σε αυτό το δίπολο κατάστασης και κρίσης.

Β. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ Η συζήτηση γύρω από τον κίνδυνο μπορεί να έχει πολλές διαστάσεις ανάλογα με τον τομέα που κάθε φορά αφορά, με αποτέλεσμα να αναφέρεται στις επιστήμες, την τεχνολογία, την οικονομία ή την πολιτική. Πάντως οι διάφορες θεωρήσεις ξεκινούν από ένα κοινό σημείο την παγκοσμιοποίηση των κινδύνων. Αυτή η καθολικότητα του κινδύνου πηγάζει από διάφορους παράγοντες όπως από τις κοινωνικές ανισότητες, τις πολεμικές συγκρούσεις, την ένδεια και την κατασκευή οπλικών συστημάτων. Οι κίνδυνοι που προκαλούνται είναι αδύνατο να περιοριστούν ή να παραχθούν σε υποβαθμισμένες χώρες. Επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις κρίνεται ότι οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες που έχουν οι κίνδυνοι είναι ίσες ή και μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες βλάβες. Πέρα από αυτήν την σύγχρονη εκτίμηση των κινδύνων που προηγήθηκε η γενικευμένη παρουσία του κινδύνου οφείλεται και σε συλλογικές δραστηριότητες κρατών, πολυεθνικών εταιρειών και ενώσεων προσώπων που δραστηριοποιούνται μέσω του διαδικτύου. Σε αυτές τις περιπτώσεις κρίνεται απαραίτητη η οργάνωση μίας γενικευμένης ανασχετικής πολιτικής και η αντιμετώπιση των δραστών με οικονομικά και κοινωνικά αντικίνητρα. Στην επιστήμη της κοινωνιολογίας η ύπαρξη αυτών των φαινομένων άσκησε επίδραση με συνέπεια να οδηγήσει στην ανάπτυξη θεωριών και την προσπάθεια ένταξης των κινδύνων σε κατηγορίες. Μετά την ανάπτυξη των βασικών θέσεων στον χώρο αυτό σημαντική είναι η θέση του N. Luhman που εισάγει την διάκριση διακινδύνευσης και κινδύνου, ή με άλλα λόγια ρίσκου και κινδύνου. Στο ποινικό δίκαιο αυτή η διάκριση σημαίνει ότι ο όρος ρίσκο αφορά τους δράστες των εγκλημάτων διακινδύνευσης ενώ ο κίνδυνος την κατάσταση ανάγκης και τα θύματα διακινδύνευσης. Σύγχρονος βασικός εκφραστής της κοινωνιολογικής σχολής που θεωρεί τη διακινδύνευση ως θεμελιώδες χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας είναι ο U. Beck που εισάγει τον όρο «κοινωνία της διακινδύνευσης». Στην μελέτη του με τον ομώνυμο τίτλο εκφράζει ότι στο σημερινό επίπεδο ανάπτυξης

του ανθρώπινου και τεχνολογικού δυναμικού, η κοινωνική παραγωγή πλούτου συμβαδίζει συστηματικά με την κοινωνική παραγωγή κινδύνων και συνεχίζει επισημαίνοντας ότι οι σύγχρονοι κίνδυνοι, όπως εμφανίζονται στην τωρινή προηγμένη βαθμίδα της επιστημονικοτεχνικής - βιομηχανικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, εκφεύγουν της δυνατότητας άμεσης αντίληψης από τον άνθρωπο και μένουν κατά βάση αθέατοι. Οι βλάβες που προκαλούν είναι συχνά μη αναστρέψιμες και έχουν τέτοια εμβέλεια και ένταση ώστε να θέτουν σε κίνδυνο σφαιρικά όλες τις επιμέρους μορφές του πλανήτη. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η παρατήρηση που κάνει σχετικά με την παρουσία του κινδύνου στην σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, λέγοντας ότι οι διαγραφόμενες διαστάσεις των κινδύνων ανατρέπουν την αποδεικτική ισχύ και το βάρος του εξατομικευμένου στοιχείου. Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, κυκλοφορίας και χρήσης βλαπτικών ουσιών αποδυναμώνει την ουσία του αποδεικτικού υλικού εις βάρος μίας επιχείρησης και ενός δράστη. Το ατομικό ποινικό δίκαιο βρίσκεται σε αντίφαση με την συλλογική διακινδύνευση. Οι αιτίες, με την πατροπαράδοτη έννοια της βιομηχανικής εποχής, ανατρέπονται από τα οικουμενικά μεγέθη της διακινδύνευσης. Ενόψει αυτών το δίκαιο, εμμένοντας στην αναπόδεικτη στην πράξη ατομική ευθύνη, αρνείται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα με αποτέλεσμα να συμπράττει έτσι στην παραγωγή κινδύνων. Από την άλλη πλευρά η δικαιοσύνη περιχαρακώνοντας τα πλαίσια της δράσης της στα αναχρονιστικά όρια της αρχής της ατομικής ενοχής και εγκλωβισμένη στην γραφειοκρατική διαδικασία των εννόμων αξιώσεων, καταλήγει στην απαλλαγή της σωρείας των συναυτουργών. Η λύση που προτείνει ο Beck είναι η ριζική αναμόρφωση των κανόνων του ποινικού δικαίου σε όλα τα κρίσιμα σημεία, όπως στο πεδίο της αιτιώδους συνάφειας, της ενοχής, της ευθύνης, του καταλογισμού και του βάρους απόδειξης. Παρόλο που ο Beck στην ενδιαφέρουσα προσπάθειά του να καταγράψει το ρόλο του δικαίου στη κοινωνία των κινδύνων χρησιμοποιεί την καθημερινή γλώσσα για να υπάγει το πρόβλημα σε νομικούς κανόνες χωρίς να εμβαθύνει στους επιμέρους κλάδους της νομικής επιστήμης, η κριτική που κάνει βασίζεται σε μία ορθή παρατήρηση των γενικών κοινωνικών εξελίξεων και ειδικότερα την ανάγκη προστασίας από τους κινδύνους της τεχνολογικής εξέλιξης. Η επισήμανσή του ως προς τις ελλείψεις που παρουσιάζει η έννομη τάξη με την αποδοχή της ατομικής ευθύνης είναι ορθή, καθώς δεν νοείται στην σύγχρονη κοινωνία των πολυεθνικών και του management να ευθύνεται μόνο ένας. Πέρα από αυτά είναι αυτός που με παραστατικό τρόπο καταγράφει τους κινδύνους και που συνεπάγεται ο σύγχρονος πολιτισμός και δίνει έναυσμα με τον όρο Risikogesellsaft για

γόνιμο διάλογο στην γερμανική ποινική επιστήμη. Πέρα από την άποψη του Beck σχετικά με την έννοια το κινδύνου έχει υπάρξει πληθώρα θεωριών. Σε μία σύγχρονη κοινωνία των κινδύνων που χαρακτηρίζεται από τάσεις παγκοσμιοποίησης και πλέον καθίσταται φανερή η καταλυτική παρουσία του ποινικού δικαίου, η καταλληλότερη ερμηνεία της έννοιας αυτής θα αναζητηθεί μόνο στην παροχή μιας προωθημένης προστασίας για τα έννομα αγαθά, αλλά και στη δοκιμασία των ίδιων των ορίων του ποινικού δικαίου. Είναι σημαντικό το νόημα που θα δώσουμε στον κίνδυνο γιατί έτσι αποφασίζουμε τελικά αν το ποινικό δίκαιο τιμωρεί στη βάση μιας κρίσης για την προσβολή των εννόμων αγαθών, χωρίς κανένα πραγματικό υπόβαθρο μιας τέτοιας προσβολής. Γι αυτό τον λόγο κρίνεται σκόπιμο να δοθεί ένας ορισμός της έννοιας του κινδύνου. Με αφετηρία την φυσιοκρατική σύλληψη του Μανωλεδάκη ο κίνδυνος δεν μπορεί παρά να είναι μια κατάσταση με υλική υπόσταση, αντιληπτή από τις αισθήσεις μας. Η κατάσταση αυτή γίνεται κατανοητή αν συγκριθεί με την προηγούμενή της που δεν αποτελούσε κίνδυνο. Πρόκειται δηλαδή για μια μεταβολή πραγμάτων και όρων στον εξωτερικό κόσμο. Από τα παραπάνω μπορεί να συναχθεί ο ακόλουθος ορισμός. Κίνδυνος είναι η μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο που συνεπάγεται τη δημιουργία αιτιακών όρων ή συνθηκών (όρων κινδύνου) για την επέλευση μιας βλάβης που δεν συνέβη ακόμη γιατί απαιτούνται και άλλοι αιτιακοί όροι. Όσον αφορά τον τομέα της προσβολής των εννόμων αγαθών, κίνδυνο αποτελεί κάθε μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο που συνεπάγεται την δημιουργία αιτιακών όρων ή συνθηκών για την προσβολή ενός εννόμου αγαθού. Η προσβολή των εννόμων αγαθών συνιστά στοιχείο του «ποινικού φαινόμενου» και τυποποιείται, με την τυποποίηση τούτου σε νομικό έγκλημα. Με τον όρο «προσβολή» εκφράζουμε τόσο την βλάβη όσο και την διακινδύνευση των εννόμων αγαθών. Στην στενή έννοια του όρου, η προσβολή ταυτίζεται με την βλάβη. Ωστόσο για λόγους πληρέστερης προστασίας των εννόμων αγαθών, ο νομοθέτης τυποποιεί σε έγκλημα και πράξεις που δεν φτάνουν μέχρι την βλάβη αλλά συνιστούν κίνδυνο για τα έννομα αγαθά. Οι πράξεις κινδύνου, οι επικίνδυνες δηλαδή για τα έννομα αγαθά πράξεις που τυποποιούνται στους κυρωτικούς κανόνες, αποτελούν τα εγκλήματα διακινδύνευσης. Με βάση την νομολογία του γερμανικού ακυρωτικού ο κίνδυνος θεωρείται ως μία αντικανονική, ασυνήθιστη κατάσταση, που υπό συγκεκριμένες περιστάσεις επιτρέπει να θεωρήσουμε την επέλευση της βλάβης ως πιθανή. Ο Μυλωνόπουλος υποστηρίζει ότι η προσβολή του εννόμου αγαθού σε οποιοδήποτε έγκλημα μπορεί να επιτευχθεί με τρεις τρόπους, και συγκεκριμένα με βλάβη, διακινδύνευση και προσβολή της ειρηνευμένης

κατάστασής του. Ξεκινώντας από την έννοια της βλάβης θα πρέπει να ειπωθεί ότι είναι η άμεση, πραγματική και οριστική τρώση του εννόμου αγαθού εν όλω ή εν μέρει. Η βλάβη δεν αποκλείεται να έχει και υλικό χαρακτήρα όπως ένας τραυματισμός ή άυλο όπως η παραβίαση μυστικών της πολιτείας. Ο Χαραλαμπάκης υποστηρίζει ότι κίνδυνος είναι μια κατάσταση που δρομολογεί μία αιτιώδη συνάφεια, στο τέλος της οποίας βρίσκεται η απειλούμενη βλάβη ενός εννόμου αγαθού. Περαιτέρω, προβαίνει σε διάκριση των εγκλημάτων διακινδύνευσης σε αυτά της συγκεκριμένης, στα αφηρημένης και στα δυνητικής διακινδύνευσης. Ενώ, με βάση τους γερμανούς συγγραφείς ο κίνδυνος υφίσταται όταν δεν μπορεί να υπάρξει βλάβη του εννόμου αγαθού. Οι περισσότερες ξένες θεωρίες στρέφονται γύρω από την φυσιοκρατική σύλληψη με κύριους υποστηρικτές της τους Roxin, Horn, Demuth και Schunemann. Συγκεκριμένα ο Roxin υποστηρίζει ότι η μέθοδος που μπορεί να ερμηνεύσει όλες τις περιπτώσεις κινδύνου είναι η φυσιοκρατική, η οποία δέχεται κίνδυνο σ εκείνες τις περιπτώσεις όπου η βλάβη δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Παραπλήσια είναι και η άποψη του Horn που δέχεται την ύπαρξη κινδύνου όταν ο δράστης θέτει όρους, οι οποίοι με βάση τους γνωστούς κανόνες αιτιότητας θα έπρεπε να οδηγήσουν σε βλάβη του εννόμου αγαθού, αυτή όμως αποτρέπεται για λόγους που δεν μπορούν να ερμηνευθούν με βάση τους κανόνες των φυσικών επιστημών. Ενώ ο Schunemann διαφοροποιείται από τους προηγούμενους δεχόμενος κίνδυνο όταν το αποτέλεσμα της βλάβης μόνο από λόγους τύχης δεν επέρχεται. Για το τυχαίο υποστηρίζει ότι δεν εξηγείται με την φυσιοκρατική μέθοδο αλλά με κάτι που οφείλεται σε αστάθμητους παράγοντες. Στην ίδια λογική κινείται και ο Demuth, που για τον κίνδυνο υποστηρίζει ότι ο κίνδυνος είναι μία κατάσταση που εξωτερικά εμφανίζεται ως απειλή ενός εννόμου αγαθού, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με φυσιολογικά μέσα και η οποία προκαλεί αίσθημα αβεβαιότητας, καθώς η αποτροπή της βλάβης δεν είναι δυνατό να αποτραπεί με φυσιολογικά μέσα. Κατά συνέπεια θα πρέπει να υπάρχουν οι όροι εκείνοι που κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων θα οδηγούσαν σε βλάβη του αγαθού η οποία μόνο από τύχη θα μπορούσε να αποφευχθεί. Επιπλέον, παραθέτει και ένα παράδειγμα θέλοντας επεξηγήσει την σκέψη του, όπου ο Μ ρίχνει τον Α σε μία βαθειά λίμνη γνωρίζοντας ότι ο Α δεν έχει ιδέα από κολύμβηση. Σε αυτή την περίπτωση έχει ήδη τεθεί ένας όρος που από μόνος του μπορεί να οδηγήσει στην βλάβη του εννόμου αγαθού της ζωής. Στην περίπτωση όμως που στην λίμνη υπάρχει κάποιος ναυαγοσώστης που την εποπτεύει, ο οποίος σπεύδει εγκαίρως και σώζει τον Α, κίνδυνος για την ζωή του Α δεν έχει

δημιουργηθεί, καθώς η σωστική επέμβαση του ναυαγοσώστη δεν αποτελεί τυχαίο περιστατικό. Από τη άλλη πλευρά έχει υποστηριχθεί στην Γερμανία και η εντελώς αντίθετη άποψη ότι σήμερα ο άνθρωπος είναι περισσότερο παρά ποτέ προστατευμένος από τους κινδύνους παρόλα αυτά όμως κατά παράδοξο τρόπο αισθάνεται ανασφαλής. Αυτό βρίσκει εξήγηση στο ότι τα στοιχεία ασφάλειας δεν εξαντλούν το περιεχόμενό τους στην αντικειμενικά παρεχόμενη προστασία. Την μεγαλύτερη σημασία έχει το υποκειμενικό κριτήριο ως κατάσταση αισθημάτων και συνείδησης. Στην σύγχρονη πραγματικότητα η ρευστότητα και αβεβαιότητα των συνθηκών που πηγάζουν από τις πολύπλοκες κοινωνικές συνθήκες υποχρεώνουν τον άνθρωπο στην αναζήτηση διαρκώς περισσότερης ασφάλειας και πρόνοιας. Όσο μεγαλύτερες γίνονται οι προσπάθειες για την βελτίωση της προστασίας τόσο διαφαίνεται η πολυπλοκότητα των συντελεστών στους οποίους βασίζονται οι δυσχέρειες των επιλογών και προσανατολισμών, με απώτερη συνέπεια την ανασφάλεια. Οι απόψεις του Kaufmann είναι φανερό ότι αδιαφορούν για τα δεδομένα, το χαρακτήρα και τις διαστάσεις των σύγχρονων τεχνολογικών κινδύνων αφού θέτουν ως μέτρο σύγκρισης τις παραδοσιακές μορφές κινδύνου που απηχούν σε παλαιότερες εποχές. Οι σημερινές μορφές του κινδύνου είναι πολύ πιο πολύπλοκες και παίρνουν μαζικές διαστάσεις όταν απειλούν την ύπαρξη τόσο του ανθρώπου όσο και άλλων βιοτικών παραγόντων. Η παραδοχή του Kaufmann ότι ο άνθρωπος ζει σε μία εντελώς ακίνδυνη κοινωνία δίνει την εντύπωση ότι ο άνθρωπος δεν έχει αξίωση προστασίας από την πολιτεία και άρα οποιαδήποτε ανάγκη του για ασφάλεια είναι προϊόν της φαντασίας του που το κράτος δεν απαιτείται να ικανοποιήσει. Αντίθετα, θεωρώ πως ειδικά σήμερα ο άνθρωπος ζει περισσότερο από ποτέ σε μία κοινωνία που μαστίζεται από κινδύνους σε όλα τα επίπεδα. Κατ αποτέλεσμα έχει ανάγκη από αυξημένη προστασία από το κράτος και από την παρεμβατική λειτουργία του. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την θέσπιση κανόνων που να αφορούν τους κινδύνους που παράγονται από την τεχνολογία και την επιβολή κυρώσεων στους υπεύθυνους για την παραγωγή τους. Ξεκινώντας από τα εγκλήματα διακινδύνευσης παρατηρούμε ότι στην ελληνική επιστήμη έχουν διατυπωθεί δύο βασικές θεωρίες για την έννοια του κινδύνου, η αντικειμενική που είναι και η επικρατούσα και η υποκειμενική. Άλλωστε η αντικειμενική θεωρία γίνεται δεκτή από τους περισσότερους συγγραφείς όπως προκύπτει και από τον ορισμό που έχει δοθεί στον κίνδυνο ως κατάστασης του εξωτερικού κόσμου. Όσον αφορά τις κρατούσες αντικειμενικές θεωρίες ο κίνδυνος

εμφανίζεται ως μία κατάσταση, είναι διαβαθμίσιμος από πλευράς έντασης και συνδέεται αιτιακά προς την βλάβη, αποτελώντας έτσι προστάδιό της. Κατά συνέπεια ο κίνδυνος είναι ποσοτικά και αξιολογικά κάτι έλασσον σε σχέση με την βλάβη. Επίσης, ο κίνδυνος είτε είναι μία ποιοτική αξιολογική αιτία της τυποποίησης και αναγωγής μιας συμπεριφοράς σε έγκλημα και αυτό συμβαίνει στα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης, είτε είναι νομοτυπικό συγχρόνως στοιχείο τους, άρα αποτέλεσμα της πράξης του δράστη και αυτό συμβαίνει στα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Σχετικά με τον κίνδυνο έχει υποστηριχθεί ότι χρειάζεται μία ex post διάγνωση της ύπαρξής του και άρα θα εκτιμώνται για την ύπαρξή του ακόμη και γεγονότα μεταγενέστερα της πράξης που αποδίδουν την ύπαρξή του ως όρου βλάβης. Πέρα από αυτό όμως μπορεί να επέλθει και αδυναμία πραγμάτωσης της βλάβης που σημαίνει ότι σε αυτή την περίπτωση η αντικειμενική υπόσταση δεν πληρούται και άρα αξιόποινο δεν υπάρχει. Οι υποκειμενικές θεωρίες, οι οποίες έχουν ολοένα και λιγότερους υποστηρικτές, προωθούν την αντίληψη ότι ο κίνδυνος είναι μία κρίση ενός ελλειπώς πληροφορημένου παρατηρητή που εξελισσόμενη οδηγεί αιτιακά προς την βλάβη. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο άνθρωπος αδυνατεί να προβλέψει την προκαθορισμένη της έκβαση καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα μπορούσε με σιγουριά να προβλέψει την επέλευση ή μη της βλάβης. Προκειμένου να διατυπωθεί ένας ορισμός του κινδύνου οποιαδήποτε κρίση περί αυτού επιχειρείται με εμπειρικά δεδομένα. Συνεπώς είναι δυνατή η προσφυγή σε κάποια από τις θεωρίες που υποστηρίζονται μόνο σε συνδυασμό με τα εμπειρικά δεδομένα. Ο Ανδρουλάκης, εκπρόσωπος των υποκειμενικών θεωριών, θεωρεί τον κίνδυνο ως μία κατάσταση μη κανονική ασυνήθιστη, που δρομολογεί την επέλευση βλάβης ενός αγαθού, προκαλώντας έτσι αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Ο κίνδυνος είναι έννοια διαθετική (Dispositionbegriff), καθώς στηρίζεται μεν στα δεδομένα της εμπειρίας αλλά ολοκληρώνεται με μία πιθανολογική κρίση στο επίπεδο της θεωρητικής γλώσσας. Είναι επίσης έννοια διαβαθμίσιμη γιατί όσο μεγαλύτερος είναι τόσο πιο πιθανή κρίνεται η πραγμάτωσή του. Κατ αυτό τον τρόπο, κίνδυνος υπάρχει όχι μόνο όταν η επέλευση του αποτελέσματος είναι «εξαιρετικά πιθανή» αλλά και όταν είναι «όχι απίθανη». Αντίθετα κρίνεται ότι δεν συντρέχει κίνδυνος όταν η πιθανότητα επέλευσης της βλάβης είναι τελείως απόμακρη ή απλώς θεωρητική. Η συνδρομή του κινδύνου υπάρχει όταν από το σύνολο των όρων που πρέπει να συντρέξουν για να επέλθει η βλάβη, έχουν ήδη πραγματωθεί κάποιοι ούτως ώστε να απομένει μόνο η κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανή ή και βέβαιη (χωρίς την επέμβαση τρίτου) επέλευση και των άλλων προκειμένου

να προκληθεί το αποτέλεσμα. Άρα όσο περισσότεροι από τους όρους έχουν πραγματωθεί, τόσο ο κίνδυνος της επέλευσής του καθίσταται οξύτερος. Ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα που πρέπει να αναλυθεί είναι αυτό που αφορά το πότε θα πρέπει να ερευνάται η πρόκληση του κινδύνου. Συγκεκριμένα, η νομική επιστήμη έχει έρθει πολλές φορές αντιμέτωπη με το θέμα της ex post ή της ex ante θεώρησης του κινδύνου. Στο παρελθόν γινόταν ευρέως δεκτό ότι ο κίνδυνος θα πρέπει να ερευνάται ex ante. Με βάση αυτή την άποψη θα έπρεπε η πρόκλησή του να εξετάζεται μόνο σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που ήταν γνωστά κατά τον κρίσιμο χρόνο της τέλεσης της πράξης. Στο παράδειγμα που ο οδηγός αυτοκινήτου Α βρήκε αιμόφυρτο να κείτεται σε επαρχιακή οδό τον Β που είχε χτυπηθεί από άλλο αυτοκίνητο η ύπαρξη ή όχι του κινδύνου ζωής και περαιτέρω της υποχρέωσης λύτρωσης από αυτόν (άρ. 307 ΠΚ) θα πρέπει να κριθεί με βάση τα δεδομένα που υπήρχαν τον χρόνο του συμβάντος και όχι με βάση αυτά που έχει στην διάθεσή του τώρα ο δικαστής. Καθώς το γεγονός ότι ο Β ανέρρωσε πλήρως λόγω της ισχυρής του κράσης και έτσι απέφυγε τον θάνατο, δεν είναι σε θέση να ανατρέψει την κατά αντικειμενική τότε ύπαρξη του κινδύνου ή την υποχρέωση του Α να παρέχει βοήθεια στον Β. Οι οπαδοί αυτής της θεώρησης ήταν κυρίως εκπρόσωποι της υποκειμενικής θεωρίας. Σχετικά με τις γνώσεις μάλιστα που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη για την κατάφαση του κινδύνου οι απόψεις που εκφράστηκαν ήταν πολλές και υποστήριζαν είτε ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι γνώσεις του δράστη, είτε οι γνώσεις ενός μέσου κοινωνικά ανθρώπου ή τέλος ενός αντικειμενικού παρατηρητή κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης. Εντούτοις, η ύπαρξη του κινδύνου με βάση τον αντικειμενικό παρατηρητή μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα και παρερμηνείες καθώς η εκτίμηση της κατάστασης με βάση τα γεγονότα που ήταν γνωστά προτού επέλθει η πράξη μπορεί να εμφανίζει ως συγκεκριμένο κίνδυνο μια κατάσταση που δεν περιέκλειε κανένα τέτοιο εμπειρικό μέγεθος, είτε λόγω κακής εκτίμησης του αντικειμενικού παρατηρητή, είτε γιατί τα στοιχεία που προέκυψαν μετά από την πράξη και πριν από την δικαστική κρίση αποδείκνυαν ότι κίνδυνος δεν υπήρχε. Επόμενο είναι ότι θα μπορούσε να συμβαίνει και το αντίστροφο, δηλαδή ο κίνδυνος να υπάρχει αλλά ο αντικειμενικός παρατηρητής να μην τον εκτιμά ως τέτοιον. Συνεπώς, ο κίνδυνος υπάρχει ως εμπειρικό μέγεθος όσο ο αντικειμενικός παρατηρητής ή οι άλλοι κοινωνοί τον αντιλαμβάνονται ως τέτοιον. Επίσης, υπάρχει κίνδυνος να υποκατασταθεί η έννοια του συγκεκριμένου κινδύνου από μία κρίση ενώ κάτι τέτοιο θα ενέπιπτε στην κατηγορία του αφηρημένου κινδύνου. Κοινό γνώρισμα και των δύο περιπτώσεων είναι ότι ο συνδυασμός

εμπειρικών δεδομένων και κρίσης αποβαίνει υπέρ τη τελευταίας, αφού ακόμα και στην περίπτωση που η κρίση του αντικειμενικού παρατηρητή διαψεύδεται από τα εμπειρικά δεδομένα, ο κίνδυνος μπορεί να υπάρχει. Με αυτό τον τρόπο όμως τον ποινικό δίκαιο δεν προωθεί σωστά την προστασία των εννόμων αγαθών όπως επίσης ούτε την εγγυητική του λειτουργία σέβεται. Συνεπής προς τις θέσεις των υποκειμενιστών η εν λόγω θεώρηση έκρινε ότι ο κίνδυνος έχει υποκειμενικό χαρακτήρα και όπως υποστηρίζει και ο Finger είναι τέκνο της άγνοιάς μας που ανάλογα με την έντασή του προξενεί μεγαλύτερο ή μικρότερο φόβο. Αυτή η άποψη είναι κατά την γνώμη μου προβληματική γιατί αν στηρίζονταν ο κίνδυνος σε ένα τόσο υποκειμενικό στοιχείο όπως η άγνοια τότε θα μπορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις που το υποκείμενο λόγω ανασφάλειας εκλαμβάνει ότι υπάρχει, να θεωρηθεί υπάρχων ενώ αντικειμενικά δεν υφίσταται. Σταδιακά λόγω της αμφισβήτησης που δέχτηκε η θεωρία αυτή έγινε αποδεκτή ως επικρατέστερη η ex post θεώρηση του κινδύνου. Με βάση την άποψη αυτή, για την ύπαρξη του κινδύνου θα πρέπει να εκτιμηθούν όχι μόνο τα στοιχεία που ήταν γνωστά κατά τον χρόνο της πράξης, αλλά και όσα έγιναν μετά το κρίσιμο αυτό χρονικό σημείο γνωστά. Στην παρούσα φάση η άποψη αυτή γίνεται δεκτή από την πλειοψηφία των θεωρητικών αν και υποστηρίζονται και αντίθετες απόψεις. Κατά την γνώμη μου είναι ορθότερη αυτή η θεώρηση, καθώς από την στιγμή που για την δημιουργία κινδύνου απαιτείται η πλήρωση ορισμένων αιτιακών όρων μίας αιτιώδους διαδρομής που οδηγεί προς την βλάβη, άρα θα χρειάζεται να συνεκτιμηθούν και οι όροι εκείνοι που έγιναν αργότερα γνωστοί και αφορούν την πρόκληση ή μη του κινδύνου. Όσον αφορά τον συγκεκριμένο κίνδυνο έχει υποστηριχθεί από ένα μεγάλο μέρος των θεωρητικών ότι είναι μία ασυνήθης κατάσταση η οποία δρομολογεί την αιτιακή διαδρομή επέλευσης της βλάβης ενός εννόμου αγαθού. Το έννομο αυτό αγαθό θα πρέπει να έχει ήδη πλησιάσει στην πηγή του κινδύνου καθώς επίσης θα πρέπει και ο δικαστής για την κατάφαση του κινδύνου να διερευνήσει ex ante αυτήν την κατάσταση. Η κρίση για το πότε το έννομο αγαθό βιώνει στην πηγή του κινδύνου, στοιχείο που θα πρέπει να υπάρχει απαραίτητα για να καταφαθεί συγκεκριμένος κίνδυνος, θα κρίνεται με βάση τον αντικειμενικό παρατηρητή. Όπως έχει υποστηριχθεί «η είσοδος του εννόμου αγαθού στην πηγή του κινδύνου ως εμπειρικό γεγονός υπάρχει όταν από την συμπεριφορά του δράστη διαταράσσεται η υπαρξιακή ασφάλεια του απειλούμενου αγαθού με συνέπεια να προκαλούνται σ ένα αντικειμενικό παρατηρητή αισθήματα αβεβαιότητας και ανασφάλειας σχετικά με την ευτυχή κατάληξη της δημιουργηθείσας κατάστασης. Ο

φόβος των ανθρώπων επιβεβαιώνει την δημιουργία συγκεκριμένου κινδύνου, προϋπόθεση του οποίου αποτελεί ακριβώς η πρόκληση τέτοιων συναισθημάτων. Όσον αφορά την έννοια του κινδύνου την συναντάμε στην κατηγορία των εγκλημάτων διακινδύνευσης που δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί το minimum καθώς η πρακτική σημασία του υπερβαίνει τα όρια αυτής της κατηγορίας και ασκεί επιρροή σε διάφορα θέματα όπως η άμυνα, η κατάσταση ανάγκης, τα διά παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα ενέργειας, η απόπειρα και η συμμετοχή. Με αφετηρία μία νεότερη δογματική τάση το σύνολο των εγκλημάτων αποτελέσματος συνιστούν από μία άποψη και εγκλήματα διακινδύνευσης. Κυρίως στα εγκλήματα αποτελέσματος είναι σημαντική μία διάκριση που γίνεται ανάμεσα σε εγκλήματα βλάβης και εγκλήματα διακινδύνευσης. Το κριτήριο της διάκρισης έγκειται στο αν το αποτέλεσμα έγκειται σε βλάβη ή σε διακινδύνευση ενός συγκεκριμένου εννόμου αγαθού. O νομοθέτης δεν είναι λίγες οι φορές που μεταθέτει προς τα εμπρός το όριο της ποινικής προστασίας και δεν περιμένει την επέλευση της βλάβης αλλά αρκείται σε μία πρόκληση κινδύνου επέλευσής της. Βέβαια από την θεωρία υποστηρίζεται ότι ανάμεσα σε αυτές τις δύο έννοιες υπάρχει ένα συνεχές καθώς αν υπάρχει η πιθανότητα παρά την πράξη να μην επέλθει βλάβη, τότε θα βρισκόμαστε στην περιοχή του κινδύνου. Ενώ η διακινδύνευση δείχνει να έχει ήσσονα βαρύτητα σε σχέση με την βλάβη σε ορισμένες περιπτώσεις συναντάμε εγκλήματα όπου βλάβη και διακινδύνευση μπορεί να συνυπάρχουν όπως στην μετατροπή μίας σωματικής βλάβης από απλή σε βαριά. Στην δεδομένη περίπτωση ενδέχεται να είναι ο κίνδυνος που βαραίνει περισσότερο. Σε γενικές γραμμές παρά την παραδεγμένη διάκριση των εγκλημάτων που γίνεται από την θεωρία υπάρχουν περιπτώσεις που από τον νόμο απαιτείται η βλάβη προκειμένου να καταφαθεί το άδικο, όπως συμβαίνει στην απάτη, και οι περιπτώσεις όπου αναφέρεται το αποτέλεσμα και κρίνεται από τον ερμηνευτή η ύπαρξη βλάβης ή διακινδύνευσης όπως συμβαίνει στα εγκλήματα κατά της τιμής. Γ. Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΓΚΗΣ Ο κίνδυνος στο ποινικό δίκαιο εκτός από τις περιπτώσεις των εγκλημάτων διακινδύνευσης, μπορεί να καταφαθεί και σε άλλες περιπτώσεις. Ειδικότερα, η παρουσία του μπορεί να είναι περιγραφική όπως στα άρθρα 25 και 32 ΠΚ όπου περιγράφεται η κατάσταση ανάγκης όπως και για την θεμελίωση παροχής βοήθειας στα άρθρα 288, 306 παρ. 1 στοιχ. β και 307 ΠΚ και τέλος στο άρθρο 310 παρ. 2 ΠΚ ως επιβάρυνση της ήδη

επικίνδυνης κατάστασης. Σύμφωνα με τον Μανωλεδάκη στην κατάσταση ανάγκης υπάρχει κίνδυνος όταν το έννομο αγαθό βρίσκεται στα πρόθυρα επικείμενης βλάβης που καθιστά αναγκαία την σωστική επέμβαση του ατόμου. Ειδικότερα, στα προαναφερθέντα άρθρα (288 παρ.2, 306 παρ. 1 εδ β και 307) στηρίζεται η υποχρέωση και όχι απλά η δυνατότητα παρέμβασης για την σωτηρία του εννόμου αγαθού. Διαφορετικά δεν μπορεί να γίνεται λόγος για κίνδυνο για τα έννομα αγαθά της ζωής ενός ή περισσοτέρων ατόμων που επιτάσσει την σωστική παρέμβαση ενός ατόμου όταν μιλάμε με μία κρίση που ανάγεται στο μέλλον. Η σωστική παρέμβαση μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο αν η δυνατότητα βλάβης είναι αυξημένη ώστε να μην χρειάζεται η προσθήκη κανενός άλλου όρου. Όταν μιλάμε για κατάσταση ανάγκης αναφερόμαστε σε μία κατάσταση σύγκρουσης των εννόμων αγαθών με τέτοιο τρόπο ώστε η σωτηρία του ενός να μην είναι δυνατή παρά μόνο εάν θυσιαστεί το άλλο έννομο αγαθό. Σε αυτήν την περίπτωση όπου υπάρχει ένα λογικό αδιέξοδο ισχύει η αρχή του υπέρτερου συμφέροντος. Αυτό σημαίνει ότι το έννομο αγαθό που έχει την χαμηλότερη αξία θυσιάζεται υπέρ του άλλου, του οποίου η αξία είναι σημαντικά υψηλότερη. Όταν συμβαίνει αυτό η θυσία του χαμηλότερης αξίας εννόμου αγαθού όχι μόνο δεν αποδοκιμάζεται αλλά επιδοκιμάζεται από την έννομη τάξη, η οποία όπως είναι λογικό μεριμνά για την διάσωση των υπέρτερης αξίας εννόμων αγαθών. Εξ αυτού του λόγου αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης με συνέπεια να κρίνεται η πράξη ατιμώρητη. Η κατάσταση ανάγκης περιγράφεται στο άρθρο 25 ΠΚ που ορίζει στην πρώτη παράγραφο ότι δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί την το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και την σπουδαιότητα από την βλάβη που απειλήθηκε. Προς την ίδια κατεύθυνση που κινείται το άρ. 25 στρέφεται και το άρ. 285 Α.Κ που τιτλοφορείται ως κατάσταση ανάγκης και ορίζει ότι δεν αποτελεί παράνομη πράξη η καταστροφή ξένου πράγματος, εφόσον είναι αναγκαία για να αποτραπεί δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημία αυτού που επιχειρεί την καταστροφή ή άλλου. Σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην άμυνα στην κατάσταση ανάγκης δεν υφίσταται άδικη επίθεση εναντίον του πράττοντος ούτε του τρίτου και κατά συνέπεια δεν κρίνεται επιβεβλημένη η επιβεβαίωση της αυθεντίας τη έννομης τάξης που θα πλήττονταν εάν υπήρχε επίθεση. Στην κατάσταση ανάγκης λαμβάνει χώρα μία σύγκρουση δύο συμφερόντων από την μία του πράττοντος, που θέλει να διασώσει το έννομο αγαθό που κινδυνεύει και από την άλλη του τρίτου, το οποίο επιλέγει ο πράττων να πλήξει προκειμένου να

σώσει το δικό του έννομο αγαθό. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο κίνδυνος δεν είναι απαραίτητο να προέρχεται από το πληττόμενο έννομο αγαθό, αρκεί η θυσία το τελευταίου να είναι ο μόνος πρόσφορος τρόπος προκειμένου να διασωθεί το τελικά σωζόμενο. Προκειμένου να πει κανείς ότι υπάρχει κατάσταση ανάγκης θα πρέπει να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Η πρώτη και βασικότερη προϋπόθεση είναι η συνδρομή του κινδύνου. Σ αυτό το σημείο εμφανίζεται μία προβληματική ως προς την έννοια του κινδύνου. Σχετικά με αυτή την προβληματική έχουν διατυπωθεί τρεις απόψεις. Η πρώτη άποψη διατείνεται ότι ο κίνδυνος θα πρέπει να είναι ο ίδιος με τα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, γι αυτό άλλωστε θεωρείται ως στενή ερμηνεία. Μία δεύτερη άποψη υποστηρίζει μία γενικότερη έννοια του κινδύνου που συμπεριλαμβάνει και όλες τις περιπτώσεις όπου η βλάβη δεν εμφανίζεται τελείως απίθανη. Τέλος μία τρίτη άποψη υιοθετεί μία μέση λύση με την οποία προτείνεται ο συσχετισμός της έντασης του κινδύνου με την αξία του θυσιαζόμενου και του σωζόμενου εννόμου αγαθού. Γενικά είναι κρίσιμο η ύπαρξη του κινδύνου να διαπιστώνεται με αντικειμενική εκ των προτέρων κρίση. Αναφορικά με το αντικείμενο του κινδύνου λεκτέα είναι τα εξής. Ο κίνδυνος πρέπει να απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του πράξαντος ή τρίτου. Κατά συνέπεια η κατάσταση ανάγκης δεν εφαρμόζεται όταν απειλούνται άλλα έννομα αγαθά πέραν από τα προσωπικά ή τα περιουσιακά. Επίσης επιτρέπεται η σε κατάσταση ανάγκης καταστροφή ξένου πράγματος όταν απειλείται αγαθό που ανήκει στο κοινωνικό σύνολο αλλά έχει περιουσιακή υπόσταση όπως η κοινωφελής εγκατάσταση. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του κινδύνου είναι ότι πρέπει να είναι παρών, δηλαδή να υπάρχει επίθεση την στιγμή κατά την οποία απειλείται το πρόσωπο ή η περιουσία ενός προσώπου. Αυτό σημαίνει ότι όταν λαμβάνει χώρα μία άδικη πράξη π.χ. μία γροθιά εκείνη ακριβώς την στιγμή που ακόμη το θύμα βρίσκεται αντιμέτωπο με τον δράστη μπορεί να αμυνθεί και να προστατέψει τον εαυτό του και όχι αφού απομακρυνθεί ο δράστης και πόσο μάλλον αν παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα. Παράλληλα ο κίνδυνος θα πρέπει να είναι άλλως αναπότρεπτος ούτως ώστε στην κρινόμενη περίπτωση να μην υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας του αγαθού που κινδυνεύει εκτός από την προσβολή του αγαθού που τελικά θυσιάζεται. Το άδικο δεν αίρεται όταν η αποτροπή του κινδύνου ήταν δυνατή και με λιγότερο επαχθή μέσα. Συνεπώς υπάρχει υποχρέωση αναζήτησης του κατά το δυνατόν λιγότερο επαχθούς τρόπου. Εδώ έγκειται και η διαφορά με την άμυνα, καθώς δεν παίζει ρόλο η ανάγκη προστασίας της αυθεντίας της έννομης τάξης.

Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας που πρέπει να συντρέχει είναι η αντιστάθμιση αξιών. Κάτω από την έννοια αυτή εννοείται ότι η επελθούσα βλάβη πρέπει να είναι τόσο κατά το είδος όσο και κατά την σπουδαιότητα σημαντικά κατώτερη από την απειληθείσα. Μέσω αυτής της ρύθμισης ο Π.Κ. έλυσε ένα σημαντικό ζήτημα. Εκτός αυτού θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη ότι η κατάσταση ανάγκης που αίρει το άδικο υπάρχει κατά κανόνα όταν ο δράστης ενεργεί από ένστικτο αυτοσυντήρησης χωρίς να παίζει ρόλο η τυχόν αντιστάθμιση της αξίας των δύο συγκρουόμενων εννόμων αγαθών. Εντούτοις κατά πολλούς ορθά ο Κώδικας ακολούθησε άλλη λύση, αποδεχόμενος άρσης του άδικου χαρακτήρα μόνο στην περίπτωση εκείνη που σώζεται σημαντικά υπέρτερης αξίας έννομο αγαθό, καθώς σε αυτή την περίπτωση πέραν του συμφέροντος του φορέα υπάρχει και η επιδίωξη της έννομης τάξης να διατηρήσει τα μεγαλύτερης αξίας έννομα αγαθά, ακόμη και σε βάρος ορισμένων κατώτερης αξίας από την στιγμή που δεν γίνεται διαφορετικά. Ο νομοθέτης τοποθετεί το ένστικτο αυτοσυντήρησης που οδηγεί ακόμη και σε θυσία ανάλογης αξίας εννόμου αγαθού στο άρθρο 32 Π.Κ και ειδικότερα στους λόγους άρσης του καταλογισμού. Όταν η σπουδαιότητα κρίνεται με βάση το ποιοτικό κριτήριο ιδιαίτερη σημασία έχει η αξία της μεταχείρισης των εννόμων αγαθών. Η έννομη τάξη δεν επιθυμεί να διασωθεί εδώ το πολυτιμότερο έννομο αγαθό με τον τρόπο που γίνεται προσπάθεια να διασωθεί. Κατά την απόλυτα κρατούσα ερμηνεία δεν υπάγεται στην ρύθμιση του άρ. 25 ΠΚ αλλά σε αυτήν του 32ΠΚ η περίπτωση κατά την οποία το σωζόμενο έννομο αγαθό έχει μεγαλύτερη αξία από το θυσιαζόμενο. Όταν η σπουδαιότητα κρίνεται με βάση το ποσοτικό κριτήριο τότε λαμβάνονται υπόψη το μέγεθος της απειλούμενης ζημίας, το ύψος του κινδύνου καθώς όσο υψηλότερος είναι ο κίνδυνος που πρόκειται να αποτραπεί τόσο σημαντικότερη θα πρέπει να θεωρηθεί η βλάβη και τέλος η προέλευση του κινδύνου καθώς όταν ο κίνδυνος προέρχεται από την προσωπική σφαίρα του εννόμου αγαθού που θυσιάζεται, η ανάγκη προστασίας του μειώνεται ανάλογα. Όπως συμβαίνει στο ακόλουθο παράδειγμα: ο Α κλείνει την γυναίκα του που βρίσκεται σε κρίση πανικού στην κουζίνα για όσο διάστημα διαρκεί η κρίση της με σκοπό να αποτρέψει την καταστροφή των επίπλων. Κατά καιρούς έχει απασχολήσει την γερμανική επιστήμη η επίδραση της συναίνεσης του ατόμου στην διακινδύνευση. Σε αυτό το σημείο οι γνώμες διχάζονται. Από την μία πλευρά υπάρχουν οι υποστηρικτές της άποψης ότι η συναίνεση του διακινδυνεύοντος αίρει τον άδικο χαρακτήρα της διακινδύνευσης, ενώ από την άλλη αυτοί που υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη. Κατά την σύλληψη του Έλληνα νομοθέτη η θεμελίωση αυτών των

απόψεων είναι προβληματική, καθώς το άδικο της συμπεριφοράς που στρέφεται κατά αγαθών του κοινωνικού συνόλου δεν είναι δυνατό να αίρεται με μόνη την συναίνεση του φορέα του έμμεσα προστατευόμενου ατομικού αγαθού. Σχετικά με το ζήτημα αυτό διαφαίνεται η ακόλουθη λύση, ότι δεν υπάρχει κοινός κίνδυνος από την στιγμή που δεν υπάρχει ούτε καν δυνατότητα διακινδύνευσης περισσοτέρων εννόμων αγαθών. Άρα, εν προκειμένω γίνεται λόγος για ατομικά αγαθά όπου βρίσκει εφαρμογή η συναίνεση του φορέα του κινδυνεύοντος αγαθού. Δ. ΥΠΑΙΤΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΓΚΗΣ Ο νόμος για την αποδοχή κατάστασης ανάγκης απαιτεί αυτή να επήλθε χωρίς την υπαιτιότητα του ενεργούντος. Σ αυτό το σημείο τίθεται το ζήτημα ποιος βαθμός υπαιτιότητας απαιτείται προκειμένου να μην αναγνωρισθεί κατάσταση ανάγκης. Η άποψη που υποστηρίχθηκε από τον Ανδρουλάκη είναι ότι μόνο η επιδίωξη μπορεί να αναιρέσει την κατάσταση ανάγκης, όταν δηλαδή ο κίνδυνος προκλήθηκε για να χρησιμεύσει η κατάσταση ανάγκης ως πρόσχημα για να προξενηθεί η βλάβη στο έννομο αγαθό. Το εν λόγω επιχείρημα προτάθηκε κατ αναλογία με την ρύθμιση της υπαίτιας πρόκλησης άμυνας που ρυθμίζεται στο άρθρο 24 ΠΚ. Μία άλλη άποψη υποστηρίζει ότι στην υπαίτια κατάσταση ανάγκης περιλαμβάνονται όλα τα είδη δόλου ενώ μία τρίτη υποστηρίζει ότι περιλαμβάνεται και η ελαφρά αμέλεια με βάση την γνωστή ρήση του Binding όποιος εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο ας χαθεί από αυτόν. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες μία άλλη άποψη υποστηρίζει ότι στην υπαίτια κατάσταση ανάγκης περιλαμβάνεται και ο δόλος και η βαρεία αμέλεια. Τέλος, ο Μανωλεδάκης διατείνεται ότι υπαιτιότητα υπάρχει όταν υπήρξε παράβαση απαγορευτικής διάταξης όπως στο παράδειγμα που ο καπετάνιος Κ αποφασίζει να ξεκινήσει για το καθορισμένο δρομολόγιο παρά την σχετική απαγόρευση απόπλου. Ορθότερη εμφανίζεται η άποψη που αποκλείει την επίκληση κατάστασης ανάγκης στην περίπτωση που αυτή προκλήθηκε από τον υπαίτιο με οποιαδήποτε μορφή δόλου. Η κατάσταση ανάγκης δεν υπάρχει για τα πρόσωπα που είναι υποχρεωμένα να εκτεθούν σε κίνδυνο όπως για τους αστυνομικούς, στρατιωτικούς, ιατρούς, πυροσβέστες κλπ. όπως άλλωστε και το άρθρο 25 παρ. 2 ΠΚ ορίζει. Όμως η υποχρέωση αυτή αφορά τον κίνδυνο που είναι συνυφασμένος με την εκτέλεση νόμιμου καθήκοντος ή που δύναται να προκύψει λόγω της εκτέλεσης και κατά την εκτέλεση αυτού και όχι άσχετους με την εκτέλεση κινδύνους. Εντούτοις τιμωρείται η

υπέρβαση των ορίων της κατάστασης ανάγκης όπου και βρίσκει εφαρμογή το άρθρο 25 παρ. 3 ΠΚ. Κατά συνέπεια όποιος υπερβαίνει τα όρια της κατάστασης ανάγκης τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ελαττωμένη ποινή (άρθρο 83), και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με αυτήν. Ο δράστης μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενέργησε με αυτό τον τρόπο εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η η κατάσταση κινδύνου. Μία ακόμη σχετική ρύθμιση είναι του αυτή του άρθρου 137 Δ παρ. 1 ΠΚ όπου ορίζεται ότι ειδικά σε πράξεις που χαρακτηρίζονται από τον νόμο ως βασανιστήρια ουδέποτε μπορεί να λάβει χώρα άρση του άδικου χαρακτήρα λόγω συνδρομής της κατάστασης ανάγκης. Ε. ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗΣ ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΣΗΣ Μία πρώτη κατηγορία εγκλημάτων διακινδύνευσης που θα μας απασχολήσει είναι η κατηγορία των εγκλημάτων συγκεκριμένης διακινδύνευσης, η οποία εμπεριέχει μεγαλύτερης έντασης κίνδυνο για το έννομο αγαθό σε σχέση με τις άλλες μορφές διακινδύνευσης και πλησιάζει περισσότερο προς την βλάβη. Αυτή η κατάσταση συνίσταται στην διατάραξη του συγκεκριμένου και υλικά προσδιορισμένου status ασφαλούς ύπαρξης του προσώπου ή του πράγματος-εννόμου αγαθού, ή ασφαλούς ύπαρξης ή λειτουργίας της συγκεκριμένης ιδιότητας προσώπου ή πράγματος, η οποία συνιστά έννομο αγαθό. Στα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης η «πρόκληση κινδύνου» τυποποιείται ως αυτοτελές μέγεθος», με άλλα λόγια ο κίνδυνος τυποποιείται ως αποτέλεσμα της αξιόποινης συμπεριφοράς στον κυρωτικό κανόνα. Ο κίνδυνος, ως μεταβολή που συμβαίνει στον εξωτερικό κόσμο είναι κατ ανάγκη μέγεθος αντικειμενικό. Κατά συνέπεια στοιχεία υποκειμενικά όπως «η δημιουργία αισθημάτων αβεβαιότητας και ανασφάλειας σε έναν αντικειμενικό παρατηρητή» δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την περιγραφή του. Η έννοια του κινδύνου είναι αναλλοίωτη, είτε επέλθει η βλάβη είτε όχι. Έχει υποστηριχθεί και η άποψη από τον Χωραφά ότι ο κίνδυνος είναι έννοια αμιγώς υποκειμενική και είναι αποτέλεσμα του περιορισμένου και ελλιπούς της ανθρώπινης γνώσης. Τα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης αποτελούν ολοκληρωμένα εγκλήματα διακινδύνευσης, αφού για τη τελείωσή τους απαιτείται η επέλευση του κινδύνου που περιλαμβάνεται στην αντικειμενική τους υπόσταση. Τα βασικότερα χαρακτηριστικά του κινδύνου έχουν ήδη επισημανθεί στο κεφάλαιο του κινδύνου αν και η έννοια του κινδύνου είναι από τις πλέον

εριζόμενες και γι αυτό έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες οι σημαντικότερες των οποίων κρίνεται απαραίτητο να αναφερθούν. Όπως έχει υποστηρίξει ο Μανωλεδάκης κίνδυνος είναι η μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο που συνεπάγεται την δημιουργία αιτιακών όρων για την επέλευση μίας βλάβης, που δεν συνέβη ακόμη γιατί απαιτούνται και άλλοι αιτιακοί όροι. Αντίστοιχα έχει υποστηρίξει και ο Ανδρουλάκης, ότι κίνδυνος υπάρχει όταν από το σύνολο των όρων που πρέπει να συντρέξουν για να επέλθει η βλάβη έχουν ήδη πραγματωθεί κάποιοι, έτσι ώστε να υπολείπεται μόνο η κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων πιθανή ή και βέβαιη πραγμάτωση και των άλλων προκειμένου να επέλθει το αποτέλεσμα. Παράλληλα και ο Χαραλαμπάκης έχει δώσει έναν ανάλογο ορισμό, ότι κίνδυνος είναι η κατάσταση που δρομολογεί μία αιτιώδη διαδρομή, στο τέλος της οποίας βρίσκεται η απειλούμενη βλάβη ενός εννόμου αγαθού. Η Μπενάκη υποστηρίζει ότι για την συγκεκριμένη διακινδύνευση δε χρειάζεται να έχει εκτεθεί πραγματικά κάποιο έννομο αγαθό σε κίνδυνο, καθώς αυτή αποτελεί, όπως ο κίνδυνος γενικότερα, μία λογική κρίση για την προσφορότητα της πράξης να επιφέρει ένα επιβλαβές αποτέλεσμα και απλώς την κρίση αυτή την ανέθεσε ο νομοθέτης στο δικαστή. Για την συγγραφέα συγκεκριμένος κίνδυνος υπάρχει και με την επιχείρηση μίας πράξης η οποία μετά από αντικειμενική εκτίμηση εμφανίζεται πρόσφορη να επιφέρει ένα επιβλαβές αποτέλεσμα. Άρα, μέσα από αυτή την προοπτική αρκεί και μία απλή δυνατότητα της πράξης να επιφέρει το επιβλαβές αποτέλεσμα. Πιστεύω πως μία τέτοια άποψη θα οδηγούσε σε αδιέξοδο καθώς θα έδινε έναν βαρύ χαρακτηρισμό σε πράξεις που ενέχουν απλά τον κίνδυνο χωρίς όμως να φτάνουν σε απόπειρα προσβολής του εννόμου αγαθού. Έτσι θα είχαμε την τυποποίηση περισσότερων εγκλημάτων συγκεκριμένης διακινδύνευσης με την μετάθεση αυτών που ανήκουν στην κατηγορία της δυνητικής σε αυτήν των συγκεκριμένης με αποτέλεσμα την κατάργηση των δυνητικής διακινδύνευσης εγκλημάτων και τον αντίστοιχο περιορισμό σε δύο μόνο κατηγορίες εγκλημάτων. Η Συμεωνίδου Καστανίδου δέχεται ότι για να υπάρχει συγκεκριμένος κίνδυνος θα πρέπει το έννομο αγαθό να βιώνει μέσα στην πηγή του κινδύνου και για την κατάφασή του διακρίνει τρία επιμέρους χαρακτηριστικά, τα οποία θεμελιώνουν την ειδοποιό διαφορά του συγκεκριμένου κινδύνου από τις άλλες μορφές διακινδύνευσης. Συγκεκριμένα σύμφωνα με την συγγραφέα ο συγκεκριμένος κίνδυνος α) είναι κατάσταση που εξελίσσεται προς την βλάβη, β) για την επέλευση της οποίας δε χρειάζεται η προσθήκη κανενός επιπλέον όρου, και τέλος γ) αποτελεί μία κατάσταση στα πλαίσια της οποίας η βλάβη είναι ορατή και επικείμενη. Ενώ ο Ανδρουλάκης διατείνεται ότι στα εγκλήματα κινδύνου,

σε αντίθεση με τα εγκλήματα βλάβης, αρκεί η πρόκληση μια κατάστασης κινδύνου βλάβης του οικείου εννόμου αγαθού. Ο κίνδυνος αυτός, ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του δράστη, είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που πρέπει να διαπιστώνεται ότι συντρέχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Εάν δεν επήλθε in concreto κίνδυνος, το έγκλημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τελειωμένο. Στην περίπτωση του άρ. 306 ΠΚ σε κατάσταση κινδύνου βρίσκεται και το αβοήθητο πρόσωπο όπως επίσης και στο άρ. 286 ΠΚ «και έτσι προξενεί κίνδυνο για την ζωή ή τη υγεία ανθρώπου». Τέλος η Καϊάφα δέχεται ότι κίνδυνος υπάρχει όταν το έννομο αγαθό εισέρχεται ή βιώνει σε μία «λειτουργική πηγή κινδύνου», εννοώντας ως τέτοια μία λειτουργική δυνατότητα βλάβης. Ενώ το αν θα απαιτήσει κανείς να συντρέχουν επιπλέον και άλλοι όροι, ώστε η σωτηρία του εννόμου αγαθού να φαίνεται ότι εναπόκειται στην τύχη ή ότι γι αυτήν χρειάζεται η λήψη εξαιρετικών μέτρων, είναι ένα ζήτημα, που αφορά κυρίως έναν παραπέρα περιορισμό της έννοιας του συγκεκριμένου κινδύνου, και τούτο μόνο από τη λογική συγκεκριμένων διατάξεων θα μπορούσε να δικαιολογηθεί. Πάντως με την είσοδο του εννόμου αγαθού στην πηγή διακινδύνευσης ο κίνδυνος πραγματώνεται ήδη και η επέλευση παραπέρα αιτιακών όρων μόνο ως ιδιαίτερη έντασή του μπορεί να ισχύσει. Οι θέσεις που εκτέθηκαν είναι σημαντικές και διαφοροποιούν την ουσία του κινδύνου όπως θα φανεί και στο ακόλουθο παράδειγμα. Ο Δ βάζει φωτιά σε ένα κτίριο που λόγω της παλιάς κατασκευής του και της δυσλειτουργικότητας των χώρων του είναι σχεδόν ερημωμένο. Κατά τον Ανδρουλάκη ακόμη και σε αυτή την περίπτωση το γράμμα του 264 παρίπτ. β πληρούται ακόμη και αν στην συγκεκριμένη περίπτωση κανένας δεν βρέθηκε μέσα στο κτίριο για να κινδυνεύσει. Το ίδιο δεν θα συνέβαινε αν ήταν διαπιστωμένο γεγονός ότι το ερειπωμένο κτίριο, που κάηκε εσκεμμένα, ήταν μη προσιτό σε οποιονδήποτε και μόνο τυχαία θα μπορούσε κάποιος να καταφύγει εκεί. Ενώ κατά την Συμεωνίδου Καστανίδου βλάβη θα υπήρχε όταν στο κτίριο υπήρχαν άνθρωποι που κινδύνευαν ή η εξάπλωση της φωτιάς ήταν τέτοια ώστε να κινδυνεύσουν τα γειτονικά κτίρια που κατοικούνταν ή ήταν προσβάσιμα σε αόριστο αριθμό ατόμων. Συνεπώς προτού η φωτιά εξαπλωθεί στα γειτονικά κτίρια δεν μπορούμε να κάνουμε ακόμη λόγο για συγκεκριμένο κίνδυνο ανθρώπου αλλά μπορούμε παρόλα αυτά να πούμε ότι η πράξη εξελισσόμενη από μόνη της μπορεί να οδηγήσει σε βλάβη όταν αρκεί να συνεχιστεί απλά και μόνο η εξέλιξή της για να αγγίξει τα όρια των γειτονικών κτιρίων και να επεκταθεί σε αυτά. Από την άλλη πλευρά η Καϊάφα Γκμπάντι αποδέχεται τον κανόνα ότι αποφασιστικό κριτήριο για να καταφαθεί ο συγκεκριμένος κίνδυνος είναι το

να βιώνει τα έννομο αγαθό μέσα στην πηγή του κινδύνου, το να εισέρχεται δηλαδή σε μία υπαρξιακή κρίση η οποία δείχνει ότι σε κάθε στιγμή θα μπορούσε να επέλθει βλάβη. Παρόλα αυτά όμως διαφωνεί με την θεώρηση της Καστανίδου για τον συγκεκριμένο κίνδυνο και ειδικότερα ως προς το δεύτερο χαρακτηριστικό της έννοιας του κινδύνου, ότι δηλαδή για την επέλευση του κινδύνου δεν χρειάζεται η προσθήκη κανενός άλλου όρου. Την θέση αυτή την στηρίζει στο ότι δεν μπορεί μία κατάσταση που μέσα από μία αιτιώδη διαδρομή οδηγεί στην βλάβη να μην έχει ανάγκη από την συνδρομή νέων όρων και επισημαίνει την ανάγκη να βρεθεί ένα πιο ασφαλές κριτήριο για την για την κατάφαση του συγκεκριμένου κινδύνου σε κάθε περίπτωση. Κατά την γνώμη μου, για την στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου κινδύνου θα πρέπει να υπάρχει μία σαφής οριοθέτηση ανάμεσα στην χαρακτηριζόμενη ως συγκεκριμένη από τις άλλες μορφές διακινδύνευσης ούτως ώστε να είναι κανείς σίγουρος για την υπαγωγή ή όχι μίας περίπτωσης στην έννοια του συγκεκριμένου κινδύνου. Άρα, για να μιλάμε για συγκεκριμένο κίνδυνο, το έννομο αγαθό θα πρέπει όχι μόνο να πλησιάζει αλλά να βρίσκεται όσο πιο κοντά γίνεται στην πηγή του κινδύνου ώστε να είναι αναπόφευκτη η επικείμενη βλάβη του. Αυτή η αιτιώδης διαδρομή οδηγεί αναπόφευκτα προς την βλάβη ως αποτέλεσμα χωρίς να στηρίζεται στην συνδρομή νέων όρων. Οποιοδήποτε κριτήριο και αν χρησιμοποιηθεί για τον χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου κινδύνου είναι ελλειπές και μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση καθώς δεν υπάρχει μία κοινά ακολουθούμενη άποψη ως προς τον ειδικότερο χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου κινδύνου. Στην γερμανική θεωρία έχει υποστηριχθεί ότι για να καταφαθεί συγκεκριμένος κίνδυνος θα πρέπει καταρχήν από την συμπεριφορά του δράστη να προκληθεί συγκεκριμένος κίνδυνος που να οδηγεί στην είσοδο του εννόμου αγαθού στην πηγή του κινδύνου. Εδώ όμως ανακύπτει το ερώτημα πότε θα πρέπει να γίνει δεκτή η είσοδος του εννόμου αγαθού στην πηγή του κινδύνου. Κατά τον Demuth αυτό συμβαίνει όταν δημιουργηθούν αισθήματα ανασφάλειας και αβεβαιότητας σχετικά με την σωτηρία του εννόμου αγαθού. Συνεχίζει με την διαπίστωση ότι αυτά τα συναισθήματα δημιουργούνται όταν η σωτηρία του εννόμου αγαθού εναπόκειται στην τύχη ή όταν για αυτήν χρειάζεται να ληφθούν έκτακτα μέτρα. Σύμφωνα με την θεωρία του η πραγμάτωση του κινδύνου γίνεται στις περιγραφόμενες περιπτώσεις. Στις περιπτώσεις που η σωτηρία του εννόμου αγαθού οφείλεται σε φυσιολογικούς παράγοντες τότε δεν μπορεί να υπάρξει συγκεκριμένος κίνδυνος. Για τον Demuth η πρόκληση αισθημάτων αβεβαιότητας εξαρτάται από