ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΙΚΟΝΟΜΙΑ

Σχετικά έγγραφα
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΚΩ ΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΟΝΟΜΙΑΣ. ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ Άρθρα Σελ. ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα 1

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

ΑΝΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΕΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΘΩΩΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ. ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα. ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ποινική δικαιοδοσία

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Ευγένιος Αρ. Γιαρένης Αντεισαγγελέας του Στρατοδικείου Ιωαννίνων ρ. ηµοσίου ικαίου Παντείου Πανεπιστηµίου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Γενικοί ορισμοί ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα... 11

Προς. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας. και δι' αυτών στους Εισαγγελείς Πρωτοδικών περιφερείας τους

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΕΙΔΙΚΑ: Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 1. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΝΑΓΚΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΟΥΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5969-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 181/2014

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

ΣΤΑ ΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΗΣ (είναι 4) 2 Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ. Προπαρασκευαστική. Κύρια διαδικασία ΑΡΧΕΣ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

1. Το µονοµελές δικαστήριο ανηλίκων συγκροτείται από έναν πρωτοδίκη σε κάθε πρωτοδικείο, ο οποίος ορίζεται µαζί µε έναν αναπληρωτή για δύο χρόνια, µε

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΑΠ ΝΔΦΚ ΝΟΜΙΚΗΣ

Π Ρ Ο Σ ΕΝΣΤΑΣΗ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΛΗΨΗΣ DNA

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Αρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής του νόμου

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ

(Αποστολή µε FAX) Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2122-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 34/2017

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΔΑ: ΒΙΨΒΗ-Π1Ι Α Α: ΑΝΑΡΗΤΕΑ ΣΤΟ ΙΑ ΙΚΤΥΟ Αθήνα, 17 Ιανουαρίου 2014

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Θέμα: ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Νομοθεσία Δίκαιο

ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

6) Το γεγονός ότι σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο άρθρο 227 παρ.2 του Ν.3852/2010 «Ο Ελεγκτής Νοµιµότητας αποφαίνεται επί της προσφυγής µέσα σε αποκλειστι

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6312-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 168/2014

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

«ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΘΩΩΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ»

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ Θεσσαλονίκη 14 και 15 Μαρτίου

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ (Κ.Ε.Π.)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΠ. ΜΑΝΤΖΟΥΤΣΟΣ Σύμβουλος ΔΣΑ, π. Πρόεδρος ΕΑΝΔΑ Ο ΝΕΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

859/2010 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

Σηµειώνεται πάντως ότι τα ανωτέρω θα πρέπει να εφαρµόζονται σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου όντως δεν υφίσταται σχετική νοµολογία.

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α. Ποινικός Κώδικας Άρθρο 1

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕΚΤΕΛΕΣΉΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ ΓΙΑ 1ΉN ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 66/2017 (Τµήµα)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Ποινική Δικονομία ΟΙ ΑΠΟΛΥΤΕΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ.

ΝΟΜΟΣ 3904/2010 (ΦΕΚ Α - 218/ )

1.Δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση και εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

Υπηρεσιών.. µε θέµα «ΟΡΙΣΜΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΓΙΑ ΕΛΕΓΧΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ

Δ Ι Π Λ Ω Μ Α Τ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α Σ Ι Α. Της φοιτήτριας ΕΛΙΣΑΒΕΤ Ν. ΚΕΡΑΜΥΔΑ (A.E.M )

Β.13 Τι καλείται αυτόφωρο έγκλημα κατά τον κώδικα Ποινικής δικονομίας;

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/7500/

Transcript:

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ (Ν.Ο.Π.Ε) ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Τοµέας Ποινικών και Εγκληµατολογικών Σπουδών - Β έτος µεταπτυχιακών σπουδών - ΜΑΣΤΑΚΑΣ ΑΘ. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Α.Μ : 573 ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΙΚΟΝΟΜΙΑ «Η άσκηση των ενδίκων µέσων από τον Εισαγγελέα» Καθηγητής: Κ Μαργαρίτης Λάµπρος. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Αύγουστος 2008

2 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α 1. Εισαγωγή επισκόπηση-βασικές αρχές. σελ 4 2. Προϋποθέσεις παραδεκτού ενδίκου µέσου από εισαγγελέα 2.1 Να παρέχεται από νόµο δικαίωµα άσκηση του........ 5-7 2.2 Να πρόκειται για απόφαση/βούλευµα που υπόκειται σε ένδ. µέσο...8 2.3 Προθεσµία άσκησης 1. Βουλεύµατα 1.α Έφεση κατά βουλεύµατος... 8-9 2.β Αναίρεση κατά βουλεύµατος... 9-10 2. Αποφάσεις 2.α Έφεση κατά απόφασης 11 2.β Αναίρεση κατά απόφασης.. 12-13 3. Αναστολή προθεσµιών ενδίκων µέσων........13 4. Ειδικές προθεσµίες άσκησης ενδίκων µέσων.. 14 2.4 Τρόπος άσκησης ενδίκων µέσων.... 15-17 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β ΈΝ ΙΚΑ ΜΕΣΑ 1. Εναντίον Βουλευµάτων 1.1 Έφεση εναντίον βουλευµάτων...18-24 1.2 Αναίρεση εναντίον βουλευµάτων....25-26 2. Εναντίον αποφάσεων 2.1 Έφεση κατά αθωωτικής απόφασης.. 26-31 2.2 Έφεση κατά απόφασης περί αναρµοδιότητας..31-32 2.3 Έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης... 22-37 2.4 Έφεση εναντίον καταδ. απόφασης ιδίως από εισαγγελέα...37-38

3 2.5 Έφεση κατά αποφάσεως σε συρρέοντα αδικήµατα..39-40 2.6 Αναίρεση εναντίον απόφασης Γενικά.41-42 Ειδικά 42-45 3. Τελικές παρατηρήσεις...46 4. Βιβλιογραφία.... 47 5. Αρθρογραφία..... 48-49

4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α 1. Εισαγωγή επισκόπηση Βασικές αρχές Είναι γνωστό πως τα δικαιούµενα πρόσωπα καθώς και οι ευχέρειες στην άσκηση ενδίκων µέσων (έφεσης και αναίρεσης) στην Ποινική ικονοµία, καθορίζονται τόσο από τις γενικές διατάξεις για τα ένδικα µέσα, όσο και από τις ειδικές διατάξεις αναφορικά µε την προσβολή βουλευµάτων και αποφάσεων (κυρίως στα άρθρα 464, 473 παρ 1, 474, 475, 478 παρ 2, 479, 486, 490-496, 497 παρ 4 του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας ΚΠ - κ.λ.π). Κοµβική διάταξη που καθιδρύει δικαίωµα άσκησης ενδίκων µέσων από τον εισαγγελέα είναι η διάταξη του άρθρου 464 του ΚΠ, σύµφωνα µε την οποία ο εισαγγελέας εφετών και ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών µπορούν να ασκήσουν τα ένδικα µέσα που προβλέπει ο νόµος. Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 72, 463, 464 και 465 του ΚΠ, προκύπτει ότι, ο εισαγγελικός λειτουργός δεν είναι διάδικος αλλά ασκεί τα ένδικα µέσα «στο όνοµα της Πολιτείας και µε στόχο την επίτευξη της ορθής απονοµής της δικαιοσύνης». Σύµφωνα δε µε την διάταξη του άρθρου 463 εδ β του ΚΠ, ο δικαιούµενος σε ένδικο µέσο είναι απαραίτητο να έχει συµφέρον για την άσκησή του, ειδικά για τους εισαγγελείς, δεν απαιτείται να αποδεικνύεται η ύπαρξη συµφέροντος σε κάθε περίπτωση και τούτο διότι το συµφέρον του απορρέει από τη νοµική τους θέση στην ποινική δίκη- δηλ. από την ιδιότητά τους ως οργάνων της δικαιοσύνης. 1 Κατ εξαίρεση είναι αναγκαία η απόδειξη συνδροµής συµφέροντος και για τον εισαγγελέα στην περίπτωση του άρθρου 70 ΚΠ, όπου δηλ αυτός ασκεί την πολιτική αγωγή για τον µην έχοντα νόµιµα διορισµένο αντιπρόσωπο ανίκανο λόγω ψυχικής νόσου ή για το ζηµιωθέν δηµόσιο. 2 1 Βλ Λ. Μαργαρίτη Ποιν ικ-ένδικα µέσα Ι 2005 σελ 77 όπου και παραποµπές. 2 Βλ Λ. Μαργαρίτη ο.π

5 2. Προϋποθέσεις παραδεκτού ενδίκου µέσου, ειδικά για εισαγγελέα 2.1. Να παρέχεται από το νόµο το δικαίωµα άσκησης του ενδίκου µέσου. Σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 463, 464 του ΚΠ, ένδικο µέσο µπορεί να ασκήσει εκείνος, στον οποίο ο νόµος παρέχει ρητά το δικαίωµα αυτό. Σε ποιες περιπτώσεις ο εισαγγελέας δικαιούται να ασκήσει τα ένδικα µέσα που προβλέπονται, προσδιορίζεται γενικά (άρθρα 464, 477 ΚΠ ) αλλά και ειδικά (479 για έφεση κατά βουλεύµατος, 483 για αναίρεση κατά βουλεύµατος, 486 έφεση κατά αθωωτικής απόφασης, 487 έφεση κατά απόφασης που κηρύσσει αναρµοδιότητα, 490 έφεση κατά απόφασης, 505-506 αναίρεση κατά βουλεύµατος) στα αντίστοιχα ένδικα µέσα (παράθεση-ανάλυση, ακολουθεί), εδώ όµως σηµειώνονται τα ακόλουθα : 1. Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 464 του ΚΠ, παρέχεται στον εισαγγελέα (πρωτοδικών ή εφετών) η δυνατότητα µεταβολής άποψης, µετά την εκφορά γνώµης ή πρότασης του εάν εκδόθηκε βούλευµα ή απόφαση που µετά ταύτα τα θεωρεί εσφαλµένα. Έτσι οι ανωτέρω µπορούν να ασκήσουν τα ένδικα µέσα που τους αναγνωρίζει ο νόµος, οποιαδήποτε γνώµη ή πρόταση και εάν είχαν διατυπώσει κατά τη συζήτηση ύστερα από την οποία εκδόθηκε το προσβαλλόµενο βούλευµα ή η προσβαλλόµενη απόφαση είτε οι ίδιοι είτε κατώτερος εκπρόσωπος της εισαγγελικής αρχής. 3 2. Ο ανώτερος ιεραρχικά εισαγγελικός λειτουργός έχει την ίδια δυνατότητα, ακόµα και ο κατώτερος αποδέχτηκε την απόφαση. 3 Βλ. Λ Μαργαρίτη Ποιν ικ-ένδικα µέσα Ι 2005 σελ 67 επ Ε. Ζαχαρή «Η άσκηση ενδίκων µέσων από τον Εισαγγελέα ΠοινΧρ Ν /2004 σελ 196 Μ Μαργαρίτη σε ΕρµΚΠ άρθρο 464 σελ 918 Καρρά σε ΕρµΚΠ Γ έκδ σηµ 811 σελ 873 - ΑΠ 377/66 ΠοινΧρ 1967/18 ΑΠ 799/74 ΠοινΧρ 1975/134

6 3. Σε όσες περιπτώσεις ο νόµος χορηγεί το ένδικο µέσο στον εισαγγελέα, χωρίς ειδικότερο προσδιορισµό (όπως ο νοµοθέτης ορίζει σχετικά στις διατάξεις των άρθρων 487, 489, 511, 551 παρ 1, 565, 566, 569 και 580 του ΚΠ ), ως τέτοιος νοείται ο εισαγγελέας του δικαστηρίου ή του συµβουλίου που εξέδωσε την απόφαση ή το βούλευµα που προσβάλλονται, καθότι όπου ο νοµοθέτης θέλησε να χορηγήσει το ένδικο µέσο και στον ανώτερο ιεραρχικά εισαγγελέα το όρισε ρητά (άρθρα 479, 483, 486, 490, 505 παρ 1, 2 και 506 ΚΠ ). 4 4. Όπου ο νόµος ορίζει ρητά τον δικαιούµενο σε άσκηση ενδίκου µέσου, παραλείποντας τον εισαγγελέα, ο τελευταίος δεν δικαιούται σε άσκηση του ενδίκου µέσου (άρθρα 302 παρ 3, 303, 310 παρ 2 και 562 ΚΠ ). 5. Όταν ο νόµος δεν χορηγεί δικαίωµα άσκησης ενδίκου µέσου στον ανώτερο ιεραρχικά εισαγγελέα, ο τελευταίος δύναται να παραγγείλει τον κατώτερο του εισαγγελέα να ασκήσει το χορηγούµενο σ αυτόν ένδικο µέσο µε βάση την ιεραρχική σχέση που θεσπίζεται στο άρθρο 24 του Ν. 1756/88 «Κώδικας Οργανισµού ικαστηρίων και ικαστικών Λειτουργών». Στην περίπτωση αυτή γίνεται δεκτό ότι το ένδικο µέσο θεωρείται ασκούµενο από τον κατώτερο εισαγγελέα και πρέπει να τηρείται η τασσόµενη γι αυτόν (τον κατώτερο) προθεσµία. 5 6. Ο εισαγγελέας εφετών µπορεί να ασκήσει το χορηγούµενο σ αυτόν ένδικο µέσο δίδοντας σχετική παραγγελία στον εισαγγελέα πρωτοδικών. Σε µια τέτοια περίπτωση γίνεται 4 Βλ. Λ Μαργαρίτη Ποιν ικ-ένδικα µέσα Ι 2005 σελ 67 - Μπουρόπουλο ΕρµΚΠ Τοµ Β 1957 σελ. 134 - Ε Ζαχαρή ο.π - Μ Μαργαρίτη ο.π - Α Καρρά ο.π - ΑΠ 227/53 ΠοινΧρ 1953/399. 5 Βλ. Κονταξή ο.π - Μπουρόπουλο στα ΠοινΧρ 1955/160 Ε Ζαχαρή ο.π Α. Καρρά ο.π - Φ Ανδρέου ΕρµΚΠ Β έκδοση άρθρο 464 σελ 1247 - Εφ Πατρών 47/53 ΠοινΧρ 1953/450 ΕφΑθ 595/54 ΠοινΧρ 1955/93.

7 δεκτό, ο πρωτοβάθµιος εισαγγελέας εκφράζει τη βούληση του εισαγγελέα εφετών και πρέπει να ασκήσει το ένδικο µέσο εντός της προβλεπόµενης προθεσµίας που ο νόµος τάσσει για τον εισαγγελέα εφετών. 6 7. Εάν ταυτόχρονα οι εισαγγελέας πρωτοδικών και εισαγγελέας εφετών ασκήσουν ένδικο µέσο, το αρµόδιο δικαστικό συµβούλιο επί βουλεύµατος ή το δικαστήριο επί αποφάσεως, θα αποφανθεί και για τα δύο µόνο εάν οι λόγοι είναι διαφορετικοί. 7 8. Όταν το ένδικο µέσο ασκείται από τον αντεισαγγελέα εφετών ή πρωτοδικών, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της άσκησής του, ενόψει του ότι αρκεί και σιωπηρή έγκριση, να δηλώνεται στη σχετική έκθεση ότι η άσκηση γίνεται κατόπιν σχετικής παραγγελίας του προϊσταµένου εισαγγελέα (εφετών ή πρωτοδικών αντίστοιχα). Εάν όµως αποδεικνύεται από κάποιο στοιχείο της δικογραφίας ότι ο αντεισαγγελέας ενήργησε παρά τη ρητή απαγόρευση ή εναντίωση του εισαγγελέα, τότε το ένδικο µέσο θεωρείται ότι ασκήθηκε από µη δικαιούµενο πρόσωπο και είναι ως εκ τούτο απαράδεκτο 8. Το αντίθετο βεβαίως συµβαίνει όταν ο κατώτερος εισαγγελικός λειτουργός (αντεισαγγελέας) αναπληρώνει τον ανώτερο (εισαγγελέα), οπότε τότε έχει όλα τα δικαιώµατα του τελευταίου και δεν απαιτείται έγκριση-σύµφωνη γνώµη ή παραγγελία 9. Γίνεται πάντως δεκτό πως ως εισαγγελέας δεν 6 Βλ. Ζαχαρή ο.π - Ζησιάδη Ποιν ικ τ. Γ 1977 σηµ 102 Κονταξή ο.π Εφ Πατρ 47/53 ο.π 7 Βλ. Ζησιάδη ο.π Κονταξή ο.π. Φ Ανδρέου ο.π 8 Βλ. Λ Μαργαρίτη Ποιν ικ-ένδικα µέσα Ι 2005 σελ 69 όπου και επιµέρους παραποµπές Α Καρρά Ποιν ικ ικαιο Γ έκδοση σηµ 811 σελ 873 - Εφ Πατρών 1209/96 Υπερ 1996/1036 όπου σχόλια Λ Μαργαρίτη. 9 Βλ. Μ. Μαργαρίτη ΕρµΚΠ άρθρο 464 σελ 919 Α. Καρρά ο.π - ΑΠ 381/85 ΠοινΧρ ΛΕ/782 ΑΠ 1323/83 ΠοινΧρ Λ /265 ΓνωµΕισΑΠ 16/80 ΠοινΧρ ΛΑ/91

8 νοείται ο εκτελών χρέη εισαγγελέα, πταισµατοδίκηςειρηνοδίκης. 10 2.2. Να πρόκειται για απόφαση ή βούλευµα που υπόκειται σε ορισµένο ένδικο µέσο Εναντίον ποιών ακριβώς βουλευµάτων ή αποφάσεων, επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων µέσων, ορίζεται αναλυτικά στις επιµέρους ειδικές διατάξεις που ρυθµίζουν τα βουλεύµατα (άρθρα 477, 479, 482, 483 ΚΠ ) και τις αποφάσεις (άρθρα 486, 487, 489, 490, 491, 492, 504, 505, 506επ ΚΠ ), εναντίων των οποίων δικαιούται ο εισαγγελέας να ασκήσει ορισµένο ένδικο µέσο. Αναλυτική παράθεση, θα ακολουθήσει στα επόµενα κεφάλαια. 2.3 Προθεσµία άσκησης ενδίκων µέσων για τον εισαγγελέα Το ένδικο µέσο πρέπει για να είναι παραδεκτό, να ασκείται εντός της υπό του νόµου οριζόµενης προθεσµίας. 11 Σύµφωνα µε το άρθρο 473 του ΚΠ, ως αντικ. µε 37 Ν. 3160/03 και ισχύει, η προθεσµία για την άσκηση ενδίκων µέσων είναι, εκτός ο νόµος δεν ορίζει κάτι διαφορετικό : 1. Για τα βουλεύµατα 1.1 Για έφεση βουλεύµατος Για τον εισαγγελέα (αντεισαγγελέα) πληµµελειοδικών : Η προθεσµία άσκησης έφεσης κατά βουλεύµατος είναι δέκα (10) ηµέρες και αρχίζει 10 Βλ. Λ Μαργαρίτη Ποιν ικ-ένδικα µέσα Ι 2005 σελ 69 Ζαχαρή ο.π Κονταξή ο.π Γ Αρβανίτη-Γ Καλφέλη-Λ Καράµπελα-Λ Μαργαρίτη στην ΕρµΚΠ Β τόµ 2001 σελ 996 ΠληµΑµαλ 10/84 ΠοινΧρ ΛΕ/88. 11 Βλ Λ Μαργαρίτη σε Ποινική ικονοµία-ένδικα µέσα Β έκδοση σελ 84 όπου και ειδικότερες παραποµπές.

9 από την πραγµατική κοινοποίηση του στον εισαγγελέα, εάν δε δεν έχει γίνει κοινοποίηση, η προθεσµία είναι ενός (1) µηνός από την έκδοση του βουλεύµατος (άρθρο 473 παρ 1 εδ δ και ε του ΚΠ ). Πρακτικά η κοινοποίηση λαµβάνει χώρα µε παράδοση αντιγράφου του βουλεύµατος από τον γραµµατέα του δικαστικού συµβουλίου προς τον γραµµατέα της εισαγγελίας ή τον ίδιο τον εισαγγελέα. Προσοχή πρέπει να επιδείξει κανείς βεβαίως στην αναστολή των προθεσµιών κατά το χρονικό διάστηµα από 1 η -31 η Αυγούστου κατά την παράγραφο 4 του 473 ΚΠ. Για τον εισαγγελέα (αντεισαγγελέα) εφετών, η προθεσµία άσκησης έφεσης κατά βουλεύµατος είναι σήµερα ένας (1) µήνας από την έκδοσή του, η οποία (έκδοσή του) κατά το άρθρο 306 παρ 1 εδ τελ, νοείται ότι λαµβάνει χώρα µόλις το βούλευµα καθαρογραφεί και υπογραφεί (άρθρο 479 παρ 2 ΚΠ, ως αυτό τροπ. µε 40 Ν. 3160/03). Με τη νέα διάταξη ο µήνας υπολογίζεται κατά το τρέχον ηµερολόγιο δηλ. σε 28, 29, 30 ή 31 ηµέρες, ενώ σύµφωνα µε την παλαιά διάταξη η προθεσµία ήταν ορισµένη σε 30 ηµέρες. 12 ιευκρινίζεται πάντως ότι για τον υπολογισµό της προθεσµίας δεν προσµετράται η ηµέρα έκδοσης του βουλεύµατος και αν η τελευταία ηµέρα είναι εξαιρετέα, η προθεσµία παρεκτείνεται έως και την επόµενη µη εξαιρετέα ηµέρα (άρθρο 168 ΚΠ και 242 ΑΚ). 13 1.2. Για αναίρεση βουλεύµατος Για τον εισαγγελέα πληµµελειοδικών, η προθεσµία αναίρεσης εναντίον βουλεύµατος, αρχίζει κατά ρητή επιταγή της νοµικής διάταξης του άρθρου 473 παρ 1 εδ τελ ΚΠ, ως αντικ µε άρθρο 37 παρ 2 του Ν. 3160/03, από τη λήξη της προθεσµίας εφέσεως. 14 12 Βλ Ε. Ζαχαρή ο.π σελ 198 Λ. Μαργαρίτη σε Εµβάθυνση στην Ποιν ικ σελ. 658επ 13 Βλ. ΕφΠατρ 37/59 ΠοινΧρ 1959, 37 ΕφΑθ 160/61 ΠοινΧρ 1961, 150 14 Βλ Α. Κονταξή σε ερµκπ άρθρο 473 σελ. 2742 Γάφο ερµ ΚΠ Γ σελ 11-13

10 Για τον εισαγγελέα εφετών, η προθεσµία αναίρεσης εναντίον βουλεύµατος, αρχίζει από της εκδόσεως του βουλεύµατος κατά τα άρθρα 306, 479 παρ 2 του ΚΠ ). Σε σχέση µε τα ανωτέρω, παρατηρούνται τα εξής : Η έννοια του τελ. εδαφ. της παραγ. 1 του άρθρου 473 ΚΠ, προϋποθέτει βούλευµα που υπόκειται και σε έφεση και σε αναίρεση και έχει το ίδιο αντικείµενο. 15 Εάν το βούλευµα υπόκειται σε έφεση και η αναίρεση ασκήθηκε πριν την εκπνοή της προθεσµίας έφεσης, τότε είναι απαράδεκτη λόγω προώρου ασκήσεώς της. 16 Εάν το βούλευµα δεν υπόκειται σε έφεση (όπως π.χ στην περίπτωση του 308 παρ 3 του ΚΠ ), αναίρεση µπορεί να ασκηθεί µέσα στην προθεσµία των δέκα (10) ηµερών από την επίδοσή του. 17 Εάν το συµβούλιο εφετών, που θα επιληφθεί της ασκηθείσας έφεσης εναντίον πρωτόδικου βουλεύµατος, την απορρίψει ως απαράδεκτη (λ.χ ως εκπρόθεσµη), τότε σε αναίρεση υπόκειται τόσο το βούλευµα του ΣυµβΕφ όσο και το βούλευµα του ΣυµβΠληµ. Έτσι η συζήτηση της αναίρεσης του πρωτόδικου βουλεύµατος πρέπει να εισάγεται µετά τη συζήτηση της αναίρεσης κατά του εφετειακού βουλεύµατος. Η προθεσµία του πρώτου αρχίζει από την επίδοσή του, του δε δευτέρου από τότε που καταστεί αµετάκλητο το βούλευµα του ΣυµβΕφ, είτε µε την πάροδο της προς αναίρεση προθεσµίας είτε δια της απορρίψεως της ασκηθείσας κατά αυτού αναιρέσεως. 18 15 Βλ. Λ. Μαργαρίτη σε Ποιν ικον - ένδικα µέσα έτος Β έκδοση, 2000, σελ 75επ. 16 Βλ. Λ. Μαργαρίτη ο.π σελ 86 - ΑΠ 235/03 ΠραξΛογ 2003, 25 ΑΠ 587/01 ΠοινΛογ Α 606. 17 Βλ ΑΠ 368/94 Υπερ 1994, 852. 18 Βλ Βλ. Λ. Μαργαρίτη ο.π σηµ IV σελ 87 - Κονταξή σε ερµ ΚΠ άρθρο 473 σελ. 2743 όπου και παραποµπές.

11 Για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η προθεσµία άσκησης αναίρεσης για οποιοδήποτε βούλευµα, είναι ένας (1) µήνας από την έκδοσή του (άρθρο 483 παρ 3 σε συνδ. µε 479 παρ 2 του ΚΠ ). 19 2. Για αποφάσεις 2.1 Για έφεση αποφάσεως 20 Για τον εισαγγελέα (αντεισαγγελέα) πληµµελειοδικών, η προθεσµία άσκησης έφεσης κατά απόφασης είναι δέκα (10) ηµέρες και αρχίζει από την δηµοσίευση της απόφασης (άρθρο 473 παρ 1 εδ α - 486, 489, 490 του ΚΠ ). Για τον εισαγγελέα (αντεισαγγελέα) εφετών, η προθεσµία άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής-καταδικαστικής απόφασης είναι (10) ηµέρες από την δηµοσίευση της απόφασης (486 παρ 1 εδ τελ. 490 παρ 1 εδ τελ, ΚΠ ). Για τον εισαγγελέα (αντεισαγγελέα) εφετών, η προθεσµία άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής-καταδικαστικής απόφασης του ΜΟ και τριµελούς εφετείου κακουργηµάτων είναι δεκαπενθήµερη (15) από την δηµοσίευση της απόφασης (486 παρ 2 και 490 παρ 2 ΚΠ.) 2.2. Για αναίρεση απόφασης Για τους εισαγγελείς πληµµελειοδικών, εφετών, σύµφωνα µε τις επιµέρους διακρίσεις της διάταξης του άρθρου 505 ΚΠ (εκτενή ανάλυση ακολουθεί), η προθεσµία αναίρεσης εναντίον απόφασης είναι δέκα (10) ηµέρες και αρχίζει από την δηµοσίευση της απόφασης (άρθρο 507 παρ 1 εδ α σε συνδ. µε 473 ΚΠ ). 19 Βλ ΑΠ 197/89 ΝοΒ 1989, 1090 κ ΠοινΧρ ΛΘ, 805 20 Βλ. Καίσαρη «Η έφεση του εισαγγελέα στην Ποιν 2001, 296-96 - Α Καρρά σε «Κριτική επισκόπηση της ποινικής νοµολογίας του ΑΠ 1999-2000 στ ΠοινΧρ 2000, 961-967 Λ Μαργαρίτη ο.π σελ 83 επ

12 Για τον εισαγγελέα που δεν υπηρετεί στο δικαστήριο που έχει εκδώσει την απόφαση, η προθεσµία είναι δεκαπέντε (15) ηµερών, αρχίζει από την δηµοσίευσή της και δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της (άρθρο 507 παρ 1 εδ β ΚΠ ). Για τον εισαγγελέα του ΑΠ, η προθεσµία αναίρεσης οποιασδήποτε απόφασης, είναι ένας (1) µήνας και αρχίζει από τότε που η απόφαση θα καταχωρηθεί καθαρογραµµένη στο ειδικό βιβλίο (και συγκεκριµένα από την εποµένη ηµέρα της καταχώρισης). 21 Το σηµαντικότερο ζήτηµα που απασχόλησε ιδιαίτερα έντονα την νοµολογία του Αρείου Πάγου τα τελευταία χρόνια, ακόµα και σε επίπεδο ολοµέλειας, αναφέρεται στην προθεσµία αναίρεσης από τον εισαγγελέα του ΑΠ. Στο ζήτηµα αυτό η νοµολογία του ακυρωτικού µας δικαστηρίου, µάλιστα µετά από αρκετές αµφιταλαντεύσεις, καταλήγει σε διαφοροποιούσες λύσεις µε βάση τη διάκριση των αποφάσεων σε «εκκλητές», «ανέκκλητες» και «τελεσίδικες». Ειδικότερα, στα πλαίσια της παρούσας εργασίας, αναφέρουµε τα ακόλουθα : Σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 507 παρ 1 ΚΠ, η προθεσµία για την αναίρεση ορίζεται από το άρθρο 473, το οποίο όµως ορίζει στην παράγραφο 1 ότι η προθεσµία άσκησης ανέρχεται σε 10 ηµέρες από τη δηµοσίευση της απόφασης, στην δε παράγραφο 3 ορίζεται ότι για τις τελεσίδικες αποφάσεις η προθεσµία άρχεται από την καθαρογραφή-καταχώρηση της απόφασης στο ειδικό βιβλίο της γραµµατείας του ποινικού δικαστηρίου. Πάνω στο θέµα αυτό, µεταξύ θεωρίας και νοµολογίας αλλά µεταξύ αποφάσεων-τάσεων του ιδίου του ανωτάτου ακυρωτικού µας υπήρξαν διαφοροποιήσεις σχετικά µε το πότε αρχίζει η προθεσµία άσκησης αναίρεσης για τις εκκλητές, τελεσίδικες και ανέκκλητες αποφάσεις. 22 Ειδικότερα, η παράγραφος 3 του 473 ΚΠ κατά την γραµµατική της ερµηνεία προϋποθέτει «τελεσίδικη» απόφαση. Τι εννοεί όµως ο 21 Βλ Λ. Μαργαρίτη-Ζαχαριάδη σε Εφαρµοσµένη Ποινική δικονοµία 2006 σελ. 528 Κονταξή σε Ερµ ΚΠ άρθρο 473 σελ. 2730 22 Βλ ΟλΑΠ 3/00 ο.π και ΟλΑΠ 6/02 πάλι ο.π

13 νοµοθέτης µε την έννοια τελεσίδικη απόφαση; Τελεσίδικη είναι η απόφαση του εφετείου δηλ του εκάστοτε δευτεροβαθµίου δικαστηρίου ή στην έννοια αυτή υπάγονται και οι ανέκκλητες αποφάσεις δηλ οι αποφάσεις που κατά την έκδοσή τους δεν υπόκεινται σε έφεση από κανένα; Και συνεπεία αυτής της διάκρισης-διαφοροποίησης από πότε έρχεται η προθεσµία αναίρεσης, από την δηµοσίευση της απόφασης ή την καθαρογραφή και καταχώρηση στο ειδικό βιβλίο; Αρχικά στη νοµολογία είχε επικρατήσει η άποψη ότι η προβλεπόµενη, προκειµένου ιδίως περί προσβολής από τον ΕισΑΠ εκκλητής απόφασης, άρχιζε πάντοτε από την δηµοσίευση (ΟλΑΠ αριθ. 3/00), αφού αυτή δεν καταχωρούνταν στο ειδικό βιβλίο. 23 Στην θεωρία είχε διαδοθεί ευρύτατα η άποψη ότι η ρύθµιση του άρθρου 473 παρ 3 ΚΠ, αφορά τουλάχιστον κάθε είδους αποφάσεις δεκτικές αναιρέσεως, ήτοι τόσο αποφάσεις δευτεροβαθµίων δικαστηρίων, όσο και ανέκκλητες αποφάσεις πρωτοβαθµίων δικαστηρίων. 24 Μετά ταύτα, η ολοµέλεια του ανωτάτου ακυρωτικού µε την πιο πρόσφατη απόφαση, την αριθ. 6/02, χρησιµοποιώντας την ευρύτερη γραµµατική ερµηνεία και την προσήκουσα διασταλτική ή τελολογική ερµηνεία της διάταξης της παραγράφου 3, δέχτηκε πως στην έννοια τελεσίδικη περιλαµβάνονται όχι µόνο οι αποφάσεις των δευτεροβαθµίων δικαστηρίων που έχουν εκδοθεί ύστερα από άσκηση εφέσεως, αλλά και οι αποφάσεις που όπως απαγγέλθηκαν δεν προσβάλλονται µε έφεση από τους διαδίκους και τον εισαγγελέα (ανέκκλητες). 25 Στο πνεύµα-τάση της τελευταίας απόφασης της ολοµέλειας, οι αριθµ. 2024/02, 2229/02, 126/03, 67/05 και 343/07 αποφάσεις του ΑΠ δέχονται ότι η προθεσµία της αναίρεσης επί 23 Βλ. ΟλΑΠ 3/00 Υπερ 2000, 826 µε παρατηρήσεις Μαργαρίτη, ΠοινΧρ 2000, 122 µε παρατηρήσεις Σταθόπουλου - ΟλΑΠ 4/00 ΠοινΧρ 2000, 494 ΑΠ 719/00 ΠοινΧρ 2001, 56) 24 Βλ. Λ Μαργαρίτη σε ένδικα µεσα σελ 90 αλλά και σε παρατηρήσεις την ΟλΑΠ 3/00 ο.π - Καρρά σε επισκόπηση της ποινικής δικον. Νοµολογίας του ΑΠ ΠοινΧρ Ν. 961. 25 Βλ Βλ. ΟλΑΠ 6/02 ΠοινΧρ 2002, 702 µε παρατηρήσεις Σταθόπουλου ΑΠ 67/05 ΝοΒ 2005

14 ανέκκλητων αποφάσεων, αρχίζει από την καταχώριση της καθαρογραµµένης απόφασης στο οικείο βιβλίο. 26 3. Αναστολή προθεσµιών άσκησης ενδίκων µέσων (473 παρ 4 ΚΠ ) Με το άρθρο 19 του Ν. 2721/99 προστέθηκε στο άρθρο 473, τέταρτη παράγραφο, σύµφωνα µε την οποία «οι παραπάνω προθεσµίες για την άσκηση ενδίκου µέσου κατά βουλευµάτων και αποφάσεων, αναστέλλονται κατά το χρονικό διάστηµα από 1 ης έως 31 ης Αυγούστου». Λόγω της διατύπωσης της διάταξης αυτής, τίθεται θέµα εάν αυτή (η διάταξη) ισχύει και για τις ειδικές προθεσµίες που εισάγονται µε άλλες διατάξεις άρθρων (479 παρ 2 σχετικά µε τη µηνιαία προθεσµία για ΕισΕφ για προσβολή βουλεύµατος ΣυµβΠληµ, - 483 παρ 3 ΚΠ σχετικά µε την επίσης µηνιαία προθεσµία του ΕισΑΠ για αναίρεση βουλεύµατος, - 505 παρ 2 σχετικά µε την επίσης µηνιαία προθεσµία για ΕισΑΠ για αναίρεση απόφασης κλπ. Θεωρητικά και νοµολογιακά γίνεται δεκτό πως η διάταξη αυτή έχει γενική εφαρµογή και ότι ισχύει και για τις ειδικές αυτές προθεσµίες. 27 4. Ειδικές προθεσµίες άσκησης έφεσης και αναίρεσης κατά βουλευµάτων και αποφάσεων, από τους εισαγγελείς, κατά τους ειδικούς ποινικούς νόµους : Άρθρο 172 παρ 4 του Τελωνειακού Κώδικα : Ο εισαγγελέας εφετών εισάγει στο συµβούλιο εφετών προς επικύρωση ή µεταρρύθµιση του βουλεύµατος του συµβουλίου πληµµελειοδικών που αποφαίνεται ότι δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη λαθρεµπορίας, µέσα σε προθεσµία δέκα ηµερών από την έκδοσή του. 26 Βλ Κονταξή ερµκπ άρθρο 473, σελ 2731 όπου και παρατηρήσεις ΑΠ 67/05 ο.π ΑΠ 343/07 Νόµος ο.π 27 Βλ Λ. Μαργαρίτη ο.π σελ 110 όπου και παραποµπές

15 Άρθρο 65 παρ 2 του Ν. 5060/31 «περί τύπου», η προθεσµία έφεσης- αναίρεσης κατά βουλευµάτων-αποφάσεων που αφορούν εγκλήµατα διαπραχθέντα δια του τύπου είναι το µισό των προβλεποµένων στον ΚΠ. 28 2.4 Τρόπος άσκησης ενδίκου µέσου από τον εισαγγελέα Το ένδικο µέσο πρέπει για να είναι επίσης παραδεκτό, να ασκείται σύµφωνα µε τις διατυπώσεις της διάταξης του άρθρου 474 ΚΠ. Ειδικότερα, η παράγραφος 1 εδ δ της άνω διάταξης ορίζει ότι ο εισαγγελέας µπορεί να δηλώσει την άσκηση του ενδίκου µέσου και τηλεγραφικά οπότε το ένδικο µέσο θεωρείται ότι ασκήθηκε µε την κατάθεση του τηλεγραφήµατος. Η διάταξη αυτή αναφέρεται ουσιαστικά στον εισαγγελέα εφετών και εισαγγελέα πληµµελειοδικών που βρίσκονται µακριά από την γραµµατεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την υπό προσβολή δικαιοδοτική κρίση (βούλευµα ή απόφαση). 29 Ο γραµµατέας που παίρνει το τηλεγράφηµα, το οποίο πρακτικά περιέχει και τους λόγους της έφεσης (αιτιολογηµένους ιδίως εάν πρόκειται για αθωωτικές αποφάσεις) οφείλει να συντάξει τη σχετική έκθεση, όπου προσαρτάται το τηλεγράφηµα προς διασφάλιση της λήψης της δήλωσης και τη δυνατότητα ελέγχου από τον ενδιαφερόµενο. 30 Για την υπογραφή της έκθεσης άσκησης από τον ασκούντα το ένδικο µέσο, στην υπό κρίση περίπτωση, γίνεται δεκτό ότι αρκεί η υπογραφή του γραµµατέα του πρωτοδικείου και η προσάρτηση του τηλεγραφήµατος. Ζήτηµα τίθεται στην προφορική ανάπτυξη της έκθεσης έφεσης από τον εισαγγελέα. 31 28 Βλ Λ. Μαργαρίτη ο.π σελ 97 ΑΠ 294/07 Ποιν ικ 2007, 1276 ΑΠ 762/07 Αρµ 2007, 1561, - ΑΠ 361/06 Νόµος-Τράπεζα νοµικών πληροφοριών - ΣυµΑΠ 180/01 Ποιν ικ 2001, 687 -ΑΠ 136/00 ΝοΒ 2000, 834. 29 Βλ Ζησιάδη, ΕρµΚΠ τοµ Γ, σελ 130 -ΑΠ 805/74 ΠοινΧρ 1975, 137 Βασιλάκου «Νόµιµος η άσκηση εφέσεως από εισαγγελέα δια τηλεφωνικής παραγγελίας;» ΠοινΧρ 1982, 331 επ. 30 Βλ ΑΠ 1036/74 ΠοινΧρ 1975, 302 ΕφΘεσσαλ 36/88 ΠοινΧρ 1988, 423 31 Βλ ειδικότερα Π Καίσαρη «Η έφεση του Εισαγγελέα» Ποιν ικ 3/2001, 298

16 Επ αυτού υποστηρίχτηκαν στη νοµολογία οι ακόλουθες δύο αντίθετες απόψεις : 1. Κατά µεταγενέστερη και επικρατέστερη άποψη του ακυρωτικού 32, η µη ανάπτυξη της έφεσης από τον εισαγγελέα, δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα εκτός εάν η ανάγνωση της έφεσης ζητήθηκε από τον κατηγορούµενο, ή τον εισαγγελέα και το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί, οπότε επέρχεται έλλειψη ακρόασης. 33 Η απόλυτη ακυρότητα, αποκρούεται µε τα κάτωθι επιχειρήµατα : Α) ιότι το άρθρο 502 παρ 1 δεν επιτάσσει κάτι υπέρ του κατηγορουµένου ούτε αναφέρεται στην υπεράσπιση ή εκπροσώπηση ή άσκηση των προσηκόντων σ αυτόν δικαιωµάτων, στα οποία αναφέρονται τα άρθρα 96-100, 328, 354, 340, 344, 346, 360, 369, 371 επ ΚΠ ), απλά καθιερώνει τρόπο διαδικασίας άνευ περαιτέρω συνεπειών εάν αυτό παραληφθεί. Β) εν προσκρούει στο άρθρο 329 του ΚΠ, µε το οποίο καθιερώνεται η δηµόσια συζήτηση. Γ) εν προσκρούει ούτε στο άρθρο 331 του ΚΠ, κατά το οποίο η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά. ) εν επιφέρει ακυρότητα η παράβαση της διάταξης του άρθρου 343 του ΚΠ, που αναφέρεται στην απαγγελία της κατηγορίας. Ο εκκαλών λαµβάνει γνώση της άσκησης και των λόγων έφεσης από τον εισαγγελέα δια της κλήσεως και συνεπώς δύναται να προετοιµάσει την υπεράσπισή του. 34 2. Κατ άλλη άποψη, επί εφέσεως του εισαγγελέα, ο τελευταίος, κατά την έναρξη της συζήτησης, οφείλει να αναπτύξει την περί της εφέσεως έκθεση κατά το άρθρο 502 παρ 1 ΚΠ, άλλως επέρχεται απόλυτη ακυρότητα λόγω παράβασης των 32 Βλ ΑΠ 900/93 ΠοινΧρ ΜΓ, 681 33 Βλ ΑΠ 265/79 ΠοινΧρ ΚΘ, 471, ΑΠ 724/78 ΠοινΧρ ΚΗ, 774, ΑΠ 530/78 ΠοινΧρ ΚΗ, 625 και ΑΠ 479/78 ΠοινΧρ ΚΗ, 608 34 Βλ ΑΠ 1656/81 ΠοινΧρ ΛΒ, 741, ΑΠ 307/81 ΠοινΧρ ΛΑ, 628 - ΑΠ 112/80 ΠοινΧρ Λ, 434

17 διατάξεων των άρθρων 138 παρ 2-3, 171 παρ 1 δ, 329, 331, 369 και 510 παρ 1 Α ΚΠ., την οποία ακυρότητα δεν θεραπεύει η ανάπτυξη της κατηγορίας. 35 35 Βλ. ΑΠ 1050/77 ΠοινΧρ ΚΗ, 227 - ΑΠ 707/76 ΠοινΧρ ΚΖ, 147

18 Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝ ΙΚΑ ΜΕΣΑ 1. Εναντίον Βουλευµάτων 1.1 Έφεση κατά βουλεύµατος (Άρθρα 477-479 ΚΠ ) Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 477 σε συνδυασµό µε 479 του ΚΠ, ως τελευταίο αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 40 του Ν. 3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003 : 1. Ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών έχει τη δυνατότητα να εκκαλεί (να προσβάλλει µε έφεση) τα βουλεύµατα του συµβουλίου πληµµελειοδικών όταν πρόκειται για κακούργηµα και το συµβούλιο: α) παραπέµπει τον κατηγορούµενο στο δικαστήριο, β) παύει προσωρινά ή οριστικά την ποινική δίωξη εναντίον του 36 γ) κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη 37 ή δ) αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία 38 Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι : Α) Ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών δεν έχει το δικαίωµα να ασκήσει έφεση εναντίον βουλεύµατος συµβουλίου πληµµελειοδικών όταν πρόκειται για πληµµέληµα. Β) Ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών δεν έχει το δικαίωµα να ασκήσει έφεση εναντίον βουλεύµατος που αποφαίνεται ότι δε πρέπει να γίνει κατηγορία λόγω εµπράκτου µετανοίας ή µε αιτιολογία, η οποία θίγει, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, την υπόληψη του κατηγορουµένου. Γ) 36 Βλ. Ζησιάδη ΕρµΚΠ τοµ Γ, σελ 175 37 Βλ. Ζησιάδη σε Αρµ Ζ σελ 559 Στάικο Τοµ Γ, 332 38 Βλ. έδε 1983 σελ. 593 σηµ 5 Μπουρόπουλο σε ΕρµΚΠ τοµ Β σελ 183

19 Η προθεσµία άσκησης της έφεσης από τον εισαγγελέα πληµµελειοδικών, είναι 10ήµερη και αρχίζει σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ 1 εδ δ και 165 παρ 2 ΚΠ από την πραγµατική κοινοποίηση του (βλέπετε ανάλυση που προηγήθηκε). ) Ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών, ως αναφέρθηκε και παραπάνω, δεν δεσµεύεται να ασκήσει έφεση, έστω και εάν διατύπωσε διαφορετική γνώµη για νοµικό ζήτηµα. 39 Ε) Ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών δικαιούται να εκκαλέσει µόνο τα τελειωτικά βουλεύµατα, περιορισµός βεβαίως που δεν τίθεται για τον εισαγγελέα εφετών, ως παρακάτω αναφέρεται. 2. Ο εισαγγελέας εφετών, είτε ο ίδιος είτε παραγγέλλοντας τον εισαγγελέα πληµµελειοδικών, έχει τη δυνατότητα να εκκαλεί (να προσβάλλει µε έφεση) οποιοδήποτε βούλευµα του συµβουλίου πληµµελειοδικών µέσα σε προθεσµία ενός (1) µηνός από την έκδοσή του (άρθρο 306). Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι : Α) Ο εισαγγελέας εφετών, ως αναφέρθηκε και παραπάνω, εκκαλεί το βούλευµα ανεξαρτήτως ποια πρόταση είχε διατυπώσει πριν την έκδοσή του βουλεύµατος ο αρµόδιος εισαγγελέας, ακόµα και εάν αυτός (ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών) είχε αποδεχτεί το βούλευµα. 40 Β) Ο εισαγγελέας εφετών δεν έχει το δικαίωµα να ασκήσει έφεση εναντίον βουλεύµατος που αποφαίνεται ότι δε πρέπει να γίνει κατηγορία λόγω εµπράκτου µετανοίας ή µε αιτιολογία, η οποία θίγει, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, την υπόληψη του κατηγορουµένου (καθόσον το ένδικο µέσο στρέφεται µόνο κατά του διατακτικού και όχι του αιτιολογικού). Γ) Όπως προκύπτει από την διάταξη του 479 παρ 2 α ΚΠ, έτσι όπως αυτή αντικ. µε 40 παρ 2 Ν. 3160/03, η προθεσµία άσκησης της έφεσης από τον εισαγγελέα εφετών, η οποία είναι ένας (1) 39 Βλ. Λ. Μαργαρίτη, ο.π- ΣυµΠληµΠατρών 1209/96 ο.π 40 Βλ. Μ. Μαργαρίτη, ΕρµΚΠ άρθρο 479 σελ 973 -

20 µήνας από την έκδοσή του (υπολογίζεται κατ άρθρο 243 ΑΚ) 41, δεν αναστέλλει την αποφυλάκιση του κατηγορουµένου που έχει διαταχθεί µε το προσβαλλόµενο βούλευµα. Το ένδικο µέσο της έφεσης ασκείται όπως ορίζεται στο άρθρο 474 παρ 1 ΚΠ, µε βάση δε την τελευταία αυτή πρόβλεψη ο εισαγγελέας µπορεί να δηλώσει την άσκηση του οικείου ενδίκου µέσου και τηλεγραφικά (επειδή πολλές φορές είναι εκτός της έδρας του πρωτοδικείου που εκδόθηκε το προσβαλλόµενο βούλευµα), οπότε το ένδικο µέσο θεωρείται ότι ασκήθηκε µε την κατάθεση του τηλεγραφήµατος 42. ) ο εισαγγελέας εφετών, έχει τη δυνατότητα να εκκαλεί όχι µόνο τα βουλεύµατα, τα οποία επιτρέπεται να προσβάλει ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών, αλλά και οποιοδήποτε άλλο βούλευµα έστω και για πληµµέληµα ή προδικαστικό ή τέλος παρεµπίπτον 43. Ειδικότερα το δικονοµικό δικαίωµα που παρέχει στον εισαγγελέα του δευτέρου βαθµού η διάταξη του 479 παρ 2 ΚΠ, χαρακτηρίζεται υποκειµενικά από αποκλειστικότητα, καθόσον αναγνωρίζεται µόνο στον εισαγγελέα εφετών, αντικειµενικά από γενικότητα, καθόσον στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε βουλεύµατος του συµβουλίου πληµµελειοδικών και διαδικαστικά, εµφανίζει µερικότητα αφού αφορά τα βουλεύµατα και την προσβολή τους µε το ένδικο µέσο της έφεσης. 44 Έτσι ο εισαγγελέας εφετών µπορεί να εκκαλέσει βούλευµα : Που επιλύει θέµατα απόλυσης υπό όρο. 45 Που διατάσσει κατά τα άρθρα 309 παρ 1 και 312 ΚΠ, περαιτέρω ανάκριση. 46 41 Βλ ειδικά Λ. Μαργαρίτη ο.π- Ε. Ζαχαρή «Η άσκηση ενδίκων µέσων από τον Εισαγγελέα ΠοινΧρ Ν /2004 σελ 197επ Σεβαστίδη «τροπ Ν. 3160/03 στον ΚΠ» σελ 306. 42 Βλ. Καίσαρη «Η έφεση του εισαγγελέα» στην Ποιν ικ 2001/296 Παύλου «Η άσκηση της έφεσης από τον εισαγγελέα» στην Υπερ 2000/1169επ ΑΠ 1074/03 Ποιν ικ 2003/1287. 43 Βλ. Μπουρόπουλο ΠοινΧρ 1951/441 - Α. Κονταξή ΕρµΚΠ έκδοση σελ2848 Μ. Μαργαρίτης ΕρµΚΠ σελ 972 Λ. Μαργαρίτης «Εισαγγελέας Εφετών προσβολή µε έφεση οποιαδήποτε βουλεύµατος του ΣυµΠληµ» στην Ποιν ικ 8-9/1025 - Καρρά ΕρµΚΠ Γ σελ 141 Ζησιάδη Γ /177. 44 Βλ. Λ. Μαργαρίτης «Εισαγγελέας Εφετών προσβολή µε έφεση οποιαδήποτε βουλεύµατος του ΣυµΠληµ» ο.π 45 Βλ Ζυγουρα «Ο εισαγγελέας δικαιούται να εκκαλεί βούλευµα που αποφαίνεται για απόλυση µε όρους» ΠοινΧρ 1989/783επ - Σταθόπουλο στα ΠοινΧρ 1989/541 επ ΑΠ 1410/87 ΠοινΧρ 1988/127 ΑΠ 1382/88 Ελλ ικ 1989/669 ΕφΠατρών 173/90 ΠοινΧρ 1991/220

21 Κηρύσσει την ενώπιόν του εισαγωγή της υπόθεσης απαράδεκτης, επειδή ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών δεν µπορούσε στα πλαίσια του άρθρου 322 να υποβάλει παραπεµπτική πρόταση 47. ιατάσσει χωρισµό ή ένωση συναφών υποθέσεων. Αποφασίζει για την αρµοδιότητα κατά παραποµπή από ένα πταισµατοδικείο σε άλλο. Κηρύττει κατ άρθρο 176 ακυρότητα πράξεων της προδικασίας 48. Επιτρέπει κατ άρθρο 311 ΚΠ, νέα δίωξη. 49 Απορρίπτει αίτηση του κατηγορουµένου για αναστολή της σε βάρος του δίωξης. Αίρει στα πλαίσια του άρθρου 247 και 307 περ α του ΚΠ διαφωνία εισαγγελέα-ανακριτή. 50 ιατάσσει απόδοση κατεσχηµένων πραγµάτων. 51 Κανονίζει ένα δυσχερές κατά την προδικασία ζήτηµα (άρση κατάσχεσης) 52. Αποφαίνεται επί προσφυγής του κατηγορουµένου κατά της διατάξεως του ανακριτή που κρίνει αίτηση του περί άρσεωςαντικατάστασης της προσωρινής κράτησης µε περιοριστικούς όρους (286 παρ 1 ΚΠ ) 53. 46 Βλ Ζησιάδη ο.π Καρρά ο.π - Κονταξή ο.π - Λ.Μαργαρίτης «Εισαγγελέας Εφετών προσβολή µε έφεση οποιαδήποτε βουλεύµατος του ΣυµΠληµ» ο.π 47 Βλ Λ. Μαργαρίτη ο.π - ΕφΑθ 2524/90 ΠοινΧρ 1991/91 48 Βλ. Λ. Μαργαρίτη «Εισαγγελέας Εφετών προσβολή µε έφεση οποιαδήποτε βουλεύµατος του ΣυµβΠληµ» στην Ποιν ικ 8-9/1027 όπου και παραποµπές ΑΠ 456/03 ΠραξΛογ 2003/101 - ΕφΑθ 1716/00 ΠραξΛογ 2002/277 ΕφΑθ 2466/02 Ποιν ικ 2002/1251 49 Βλ. Λ. Μαργαρίτη «Εισαγγελέας Εφετών προσβολή µε έφεση οποιαδήποτε βουλεύµατος του ΣυµΠληµ» στην Ποιν ικ 8-9/1027 όπου και παραποµπές - ΠληµΠειρ 350/53 ΠοινΧρ 1953/349 ΠληµΓρεβ 30/68 ΠοινΧρ 1969/237 ΠληµΠειρ 790/69 ΠοινΧρ 1969/497 50 Βλ. Ζησιάδη ο.π - Σταθέα «ιαφωνία ανακριτή-εισαγγελέα και των λοιπών παραγόντων της ανακριτικής διαδικασίας ΠοινΧρ 1980/1επ ΠληµΑθ 451/95 ΠοινΧρ 1996/205 ΠληµΑθ 1817/95 ΠοινΧρ 1995/366 ΠληµΘεσσαλ 1615/97 Υπερ 1998/1259 51 Ζησιάδη ο.ο Λ. Μαργαρίτη ο.π ΕφΛαµ 11/03 Ποιν ικ 2003/269 52 ΑΠ 1096/80 ΠοινΧρ 1981/178 ΑΠ 142/01 ΠοινΧρ 2001/899 ΕφΙωαν 48/95 Υπερ 1997/68 ΠληµΚαβ 79/99 Υπερ 1999/1473 ΠληµΚαβ 97/00 Ποιν ικ 2002/28 όπου και παρατ Λ. Μαργαρίτη. 53 Ζησιάδη ο.π - ΕφΑθ 1293/95 ΠοινΧρ 1995/486 ΕφΘεσσαλ 504/98 Υπερ 1999/355 ΕφΘεσσαλ 451 Υπερ 1998/595 όπου παρατ Λ. Μαργαρίτη ΠληµΘεσσαλ 563/00 Υπερ 2000/1045 όπου παρατ Μανωλεδάκη-

22 Αποφαίνεται για την εξακολούθηση ή την παράταση της προσωρινής κράτησης ή επιλύει αµφιβολίες ή αντιρρήσεις ως προς την παράταση ή συµπλήρωση των ανωτάτων ορίων αυτής (άρθρο 287 παρ 1 α, 2β και 5 ΚΠ ) 54. Ε) Ο εισαγγελέας εφετών δεν δύναται να ασκήσει έφεση κατά βουλευµάτων του συµβουλίου πληµµελειοδικών, όταν αυτό είναι κατά το νόµο αµετάκλητο, όπως στις παρακάτω περιπτώσεις : Όταν αποφαίνεται περί αντιρρήσεων κατά της παράστασης της πολιτικής αγωγής ή κηρύσσει ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα είτε αυτεπάγγελτα απαράδεκτη την δήλωση παράστασης (άρθρα 86, 87, 480 παρ 2 ΚΠ ) 55 ιατάσσει αµετάκλητα την επ αόριστο αναστολή της ποινικής δίωξης για πράξη κατά της οποίας η επιβληθησόµενη ποινή και οι άλλες συνέπειές της κατά τον ΠΚ είναι µηδαµινές συγκριτικά µε την ποινή που έχει επιβληθεί στο ίδιο το δράστη αµετάκλητα στο παρελθόν για άλλη πράξη και που τώρα εκτίει (44 παρ 1 ΚΠ ) 56. Ανέκκλητα αποφασίζει επί προσφυγής του κατηγορουµένου κατά διατάξεως του ανακριτή περί εγκλεισµού του σε δηµόσιο ψυχιατρείο για παρατήρηση (άρθρο 200 παρ 1 ΚΠ ). 57 Αποφασίζει ανέκκλητα επί προσφυγής του πραγµατογνώµονα εναντίον της διάταξης ανακριτή που επέβαλε εις βάρος του ποινή για µη εµπρόθεσµη παράδοση εκθέσεως (άρθρο 201 παρ 2 ΚΠ ) 58 54 Βλ. Λ. Μαργαρίτη ο.π - Ζαχαριάδη «Έλεγχος διάρκειας προσωρινής κράτησης µετά Ν 2207/94 2298/95 Υπερ 1996/161 επ ΑΠ 168/00 ΠοινΧρ 2000/499 ΑΠ 1132/00 ΠοινΧρ 2001/349 ΑΠ 1935/01 ΠοινΧρ 2002/601 ΑΠ 2201/02 ΠραξΛογ 2002/500 - ΑΠ 1835/03 ΠραξΛογ 2003/345 55 Βλ ΑΠ 1081/76 ΠοινΧρ 1977/361 ΑΠ 135/87 ΝοΒ 35/406 ΑΠ 90/92 Υπερ 1992/829 ΑΠ 1037/98 ΝοΒ 1999/103 ΑΠ 2006/03 Ποιν ικ 2004/1337 όπου παρατηρήσεις Κονταξή ΕφΘρακ 17/92 Αρµ 46/538 56 Βλ. Λ. Μαργαρίτη σε «Εισαγγελέας εφετών προσβολή µε έφεση οποιαδήποτε βουλεύµατος του ΣυµβΠληµ» στην Ποιν ικ 8-9/1027 Μπακουµάτσου σε «παρεµβάσεις στην προδικασία για ορθολογική απονοµή της ποινικής δικαιοσύνης σε Υπερ 2000/911επ. 57 Βλ Λ Μαργαρίτη ο.π Σταθέα σε «Ψυχιατρική πραγµατογνωµοσύνη σε ΝοΒ 37/526επ ΑΠ 1397/87 ΠοινΧρ 1988/121 ΑΠ 1584/01 ΠοινΛογ 2001/2274 ΓνωµΕισΑΠ 1/81 ΠοινΧρ 1981/195επ - ΠληΑθ 1443/01 Ποιν ικ 2001/707 58 Βλ. ΕφΝαυπ 36/90 ΠοινΧρ 1990/754.

23 Αποφαίνεται αµετάκλητα επί προσφυγής του κατηγορουµένου κατά εντάλµατος για την προσωρινή κράτηση και της ανακριτικής διάταξης που επέβαλε περιοριστικούς όρους (άρθρο 285 ΚΠ ) 59 Αποφασίζει ανέκκλητα για κάθε αµφισβήτηση που προκύπτει ως προς την παροχή εγγυήσεως που το ίδιο συµβούλιο διέταξε (άρθρο 297 παρ 3 ΚΠ ) 60 Αποφαίνεται αµετάκλητα επί προσφυγής του ενδιαφεροµένου κατά διατάξεως του εισαγγελέα πληµµελειοδικών, µε την οποία επιλύονται αµφισβητήσεις σχετικές µε την τήρηση ποινικού µητρώου ή για διορθώσεις των δελτίων ποινικού µητρώου (άρθρο 580 παρ 1-2 ΚΠ ) 61. ΣΤ) Ζήτηµα προκύπτει ως προς το εάν το ίδιο δικαίωµα απονέµεται και στους εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και στον αντεισαγγελέα εφετών. Από την γραµµατική διατύπωση των άρθρων 479 παρ 1 και 483 παρ 3 του ΚΠ, διαπιστώνει κανείς πως ο εισαγγελέας του ΑΠ δεν έχει την δυνατότητα προσβολής µε έφεση οποιουδήποτε βουλεύµατος του συµβουλίου πληµµελειοδικών 62. ύναται όµως να παραγγείλει τον εισαγγελέα εφετών να ασκήσει το χορηγούµενο σ αυτόν κατά το άρθρο 479 παρ 2 ΚΠ ένδικο µέσο της έφεσης «ιδίω ονόµατι» από τον εισαγγελέα εφετών, εντός της τασσόµενης για τούτον προθεσµίας και υπό την προϋπόθεση ότι το βούλευµα δεν είναι κατά νόµο ανέκκλητο. 63 Ως προς τον αντεισαγγελέα εφετών, δικαιούται εν όψει της γενικά αναγνωρισµένης αρχής του ενιαίου και αδιαιρέτου της εισαγγελικής 59 Βλ. ΑΠ 41/99 ΠοινΧρ 1999/221 ΑΠ 187/00 Υπερ 2000/998 ΕφΘεσσαλ 27/82 ΠοινΧρ 1982/686 60 Βλ. Εφ Θεσσαλ 88/98 Υπερ 1998/1093 ΕφΘεσσαλ 1278/98 Αρµε 1999/259 ΠληµΘεσσαλ 1724/95 Υπερ 1996/336 61 Βλ. Κ. Σοφουλάκη «Αµφισβητήσεις, διορθώσεις εσφαλµένων εγγράφων στα δελτία ποινικού µητρώου και σε αντίγραφα Π.Μ κατ άρθρο 580 ΚΠ» ΑρχΝοµ 2002/550επ ΓνωµΕισΑΠ 5/90 Ελλ ικ 31/1566 ΠληµΑθ 1973/02 Ποιν ικ 2003/778. 62 Βλ. Λ. Μαργαρίτη Ποιν ικ-ένδικα µέσα Ι σελ 62-68 Α. Κονταξή σε ΕρµΚΠ έκδ άρθρο 479 σελ 2849 - έδε. ο.π σελ 593 Ζαγκαρόλα ΠοινΧρ Ε/1955/93 Ζησιάδη ο.π σελ 102. 63 Βλ. Λ Μαργαρίτη ο.π Κονταξή ο.π - Μπουρόπουλο, «Ο Εισαγγελεύς του ΑΠ δικαιούται να παραγγείλει τω παρ εφέταις εισαγγελεί να ασκήσει έφεση κατά του βουλεύµατος; ΠοινΧρ 1955/165 - Καρρά σε Ποιν ικ ίκαιο Γ έκδοση σελ. 922.

24 αρχής (άρθρο 24 παρ 2 Ν. 1756/88 Κ.Ο..Κ..Λ), να ασκεί κατά το άρθρο 479 παρ 2 ένδικο µέσο 64, χωρίς να είναι απαραίτητο για το παραδεκτό της άσκησής του, ενόψει του ότι αρκεί και σιωπηρή έγκριση, να δηλώνεται στη σχετική έκθεση ότι η άσκηση γίνεται κατόπιν σχετικής παραγγελίας του προϊσταµένου εισαγγελέα εφετών. Εάν όµως αποδεικνύεται από κάποιο στοιχείο της δικογραφίας ότι ο αντεισαγγελέας ενήργησε παρά τη ρητή απαγόρευση ή εναντίωση του εισαγγελέα, τότε το ένδικο µέσο θεωρείται ότι ασκήθηκε από µη δικαιούµενο πρόσωπο και είναι ως εκ τούτο απαράδεκτο. 65 Αυτό βεβαίως δεν ισχύει όταν ο αντεισαγγελέας αναπληρώνει νόµιµα τον εισαγγελέα, οπότε τότε δύναται να ασκήσει το ένδικο µέσο χωρίς τους ανωτέρω περιορισµούς. Ζ) Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, ο εισαγγελέας εφετών δύναται να ασκήσει το ένδικο µέσο της έφεσης και µε σχετική παραγγελία προς τον εισαγγελέα πληµµελειοδικών. Αναφορικά µε την παραγγελία αυτή, διευκρινίζεται πως έχει την έννοια της ειδικής εντολής, δίδεται µε έγγραφο ή τηλεγράφηµα που προσαρτάται στην έκθεση εφέσεως και είναι υποχρεωτική, έστω και εάν ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών είχε ή έχει διαφορετική άποψη. Η έφεση συντελείται για λογαριασµό του εισαγγελέα εφετών µέσα στην προθεσµία του άρθρου 479 παρ 2 ΚΠ. 66 Η) Ειδικά ως προς το θέµα της εξακολούθησης της προσωρινής κράτησης, πρέπει να γίνουν οι κάτωθι επισηµάνσεις : 1) Όπου η εξακολούθηση της προσωρινής κράτησης γινόταν ή γίνεται µε βούλευµα του Συµβουλίου Εφετών, δυνατότητα άσκησης εφέσεως από τον εισαγγελέα εφετών κατ εφαρµογή του 479 παρ 2 ΚΠ δεν υφίσταται. 2) Σε όσες όµως περιπτώσεις η εξακολούθηση της προσωρινής κράτησης γινόταν ή γίνεται µε βούλευµα του συµβουλίου πληµµελειοδικών, τότε γίνεται δεκτό ότι ο 64 Βλ. ΑΠ 381/85 ΠοινΧρ 1985/782 ΑΠ 634/96 ΠοινΧρ 1997/650 ΑΠ 900/96 ΠοινΧρ 1997/1271 ΑΠ 589/01 ΠοινΛογ 2001/607 ΑΠ 16/04 Ποιν ικ 2004/604 ΑΠ 555/05 Αρµ 2005/755. 65 Βλ. Λ Μαργαρίτη Ποιν ικ-ένδικα µέσα Ι 2005 σελ 69 όπου και επιµέρους παραποµπές Α Καρρά σελ 873 Ποιν ικ ικαιο Γ έκδοση - Εφ Πατρών 1209/96 Υπερ 1996/1036 όπου σχόλια Λ Μαργαρίτη. 66 Βλ. Ζησιάδη ο.π Μπουρόπουλο ο.π Κονταξή ο.π - Λ Μαργαρίτη ο.π ΕφΛαρ 733/63 ΠοινΧρ 1964/48 -

25 εισαγγελέας εφετών δύναται να ασκήσει έφεση, εφόσον ο νόµος δεν θεωρεί το βούλευµα αµετάκλητο. 67 1.2 Αναίρεση κατά βουλεύµατος (Άρθρο 482 ΚΠ ) Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 483 παρ 1 του ΚΠ, ως τελευτ αντικ. µε 41 Ν.3160/2003, ΦΕΚ Α 165/30.6.2003 : 1. Ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών (άρθρο 483 παρ 1 του ΚΠ ) µπορεί να ζητήσει την αναίρεση βουλεύµατος του συµβουλίου πληµµελειοδικών, όταν αυτό : Παραπέµπει τον κατηγορούµενο (µόνο) για κακούργηµα, Αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, Παύει προσωρινά ή οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη. 2. Ο εισαγγελέας εφετών (άρθρο 483 παρ 2 ΚΠ ) µπορεί να ζητήσει την αναίρεση βουλεύµατος του συµβουλίου των εφετών. 3. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου (άρθρο 483 παρ 3 α ΚΠ ) µπορεί, σε αντίθεση µε τους εισαγγελείς πληµµελειοδικών και εφετών, να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύµατος, είτε οριστικού είτε προπαρασκευαστικού ή παρεµπίπτοντος, εφόσον ο νόµος δεν απαγορεύει την άσκηση του ενδίκου µέσου της αναίρεσης (22, 44 παρ 1, 86 παρ 1 ΚΠ ). 68 Το τελευταίο αυτό θέµα συζητείται, χωρίς ωστόσο µέχρι στιγµής να έχουν οµόφωνη τελική κατάληξη επ 67 Βλ. Λ. Μαργαρίτη «Ένδικα µέσα κατά βουλευµάτων που διατάσσουν εξακολούθηση - παράταση προσωρινής κράτησης Ποιν ικ 12/07 σελ. 1427επ όπου και παραποµπές σε νοµολογία Ζαχαριάδη σε Υπερ 1996/161 επ 68 Βλ. Μπουρόπουλο τόµος Β 193 Ζησιάδη τόµ Γ 286 Γάφος τοµ Γ 38 - ΣυµβΑΠ 871/93 ΠοινΧρ 1993/672

26 αυτού. 69 Η προθεσµία άσκησης της αναίρεσης καθώς και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την τυχόν αποφυλάκιση του κατηγορουµένου που έχει διαταχθεί µε το αναιρεσιβαλλόµενο βούλευµα. 4. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επίσης µπορεί να ασκήσει αναίρεση του βουλεύµατος υπέρ του νόµου και για οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων που αφορούν την προδικασία χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώµατα των διαδίκων. Η εν λόγω αναίρεση αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ορθής έννοιας του νόµου και στη διαµόρφωση ενιαίας νοµολογίας, χωρίς να επιφέρει έννοµες συνέπειες στους διαδίκους, όπως είναι η αθώωση, η αναγνώριση ευθύνης στον κατηγορούµενο που ενδιαφέρει τον πολιτικώς ενάγοντα. 70 2. Εναντίον αποφάσεων 2.1 Έφεση κατά αθωωτικής απόφασης (Άρθρο 486 ΚΠ ) Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 486 του ΚΠ, ως τελευτ αντικ. µε Ν.2408/96 και ισχύει : 1. Ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών έχει τη δυνατότητα να εκκαλεί (να προσβάλλει µε έφεση) κάθε αθωωτική απόφαση των πταισµατοδικείων και των πληµµελειοδικείων (τριµελών και µονοµελών) και του δικαστηρίου των ανηλίκων όπου ασκεί τα καθήκοντά του (άρθρο 486 παρ 1 ΚΠ ). 69 Βλ. Λ. Μαργαρίτη «Ένδικα µέσα κατά βουλευµάτων που διατάσσουν εξακολούθηση - παράταση προσωρινής κράτησης Ποιν ικ 12/07 σελ. 1430 70 Βλ. Ε. Ζαχαρή «Η άσκηση ενδίκων µέσων από τον εισαγγελέα στα ΠοινΧρ Ν /197επ - Φ Ανδρέου ΕρµΚΠ Β έκδοση σελ. 1331

27 2. Ο εισαγγελέας εφετών έχει τη δυνατότητα να εκκαλεί (να προσβάλει µε έφεση) κάθε αθωωτική απόφαση του εφετείου όπου ασκεί τα καθήκοντά του (άρθρ. 111 αριθ. 6 και 116) µέσα σε προθεσµία δέκα (10) ηµερών κατά των αποφάσεων των πληµµελειοδικείων (ουχί των πταισµατοδικείων) που υπάγονται στην περιφέρεια του (άρθρο 486 παρ 2 ΚΠ ). 3. Ο εισαγγελέας εφετών µπορεί να προσβάλει µε έφεση αθωωτική απόφασης του µεικτού ορκωτού δικαστηρίου της περιφέρειας όπου ασκεί τα καθήκοντά του και του τριµελούς εφετείου για κακουργήµατα, µόνον εφόσον η απόφαση δεν είναι οµόφωνη και το µέλος ή τα µέλη που µειοψήφησαν είχαν τη γνώµη ότι ο κατηγορούµενος έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος για πράξη που τιµωρείται σε βαθµό κακουργήµατος (άρθρο 486 παρ 2 ΚΠ ). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ιδίως, ότι Α) Αθωωτικές είναι οι αποφάσεις µε βάση τις οποίες το δικαστήριο αποφαίνεται ότι δεν συντρέχουν, είτε οι ουσιαστικές, είτε οι δικονοµικές προϋποθέσεις τιµώρησης του κατηγορουµένου. Αυτό στην πράξη καταγράφεται, άλλοτε µε την εκτίµηση ότι το πείστηκε ότι ο κατηγορούµενος είναι αθώος και άλλοτε µε την αµφίβολης δικονοµικής ορθότητας διαπίστωση, ότι δεν πείστηκε ότι είναι ένοχος (αµφιβάλει για την ενοχή). 71 Β) Οι εισαγγελείς ασκούν έφεση µόνο κατά του ποινικού µέρους της απόφασης, εκτός εάν ο ίδιος, ο εισαγγελικός λειτουργός είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής. Γ) Γίνεται δεκτό ότι ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών έχει το δικαίωµα να ασκεί έφεση και κατά αθωωτικής για πταίσµα διατάξεως της αποφάσεως του µονοµελούς πληµµελειοδικείου σε περίπτωση συνάφειας 72. Η ίδια λύση ισχύει και προκειµένου περί αθωωτικής αποφάσεως του τριµελούς πληµµελειοδικείου που δίκασε λόγω 71 Βλ Α. Παπαδαµάκη σε ΕρµΚΠ Γ έκδοση σελ 500 72 Βλ ΑΠ 124/88 ΠοινΧρ 1988/596

28 συνάφειας αδίκηµα υπαγόµενο στην καθ ύλη αρµοδιότητα του µονοµελούς πληµµελειοδικείου. 73 ) Περαιτέρω, γίνεται επίσης δεκτό ότι παρά το γεγονός ότι στο νόµο δεν προβλέπεται ρητά η δυνατότητα του εισαγγελέα εφετών να εφεσιβάλει αθωωτικές αποφάσεις των δικαστηρίων των ανηλίκων, στη θεωρεία αναγνωρίζεται αυτή η δυνατότητα. 74 Αντιθέτως δεν αναγνωρίζεται στον εισαγγελέα εφετών (ούτε στο δηµόσιο κατήγορο) το δικαίωµα να ασκεί έφεση εναντίον αθωωτικών αποφάσεων των πταισµατοδικείων. 75 Τέλος, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, ο εισαγγελέας εφετών µπορεί να ασκήσει έφεση κατά των αθωωτικών αποφάσεων και του ΜΟ της περιφέρειας του, εφόσον η σχετική απόφαση δεν ήταν οµόφωνη και το µέλος ή τα µέλη που µειοψήφησαν είχαν την άποψη ότι ο Κατ έπρεπε να κηρυχθεί αθώος για κακούργηµα. Συνεπώς είναι ανέκκλητη η αθωωτική απόφαση του τριµελούς εφετείου κακουργηµάτων ή του ΜΟ, η οποία εκδόθηκε οµόφωνα ή µε µειοψηφία που είχε τη γνώµη ότι ο Κατ. έπρεπε να κηρυχθεί αθώος άνευ αµφιβολιών είτε ένοχος σε βαθµό πληµµελήµατος 76. Ε) Επί εφέσεως του εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, ο παραστάς πρωτοδίκως ως πολιτικώς ενάγων παρίσταται µόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας και δεν του επιδικάζεται αποζηµίωση (άρθρο 68 ΚΠ ) 77. ΣΤ) Ο εισαγγελέας (πληµµελειοδικών και εφετών) µπορεί να ασκήσει έφεση εναντίον αθωωτικών αποφάσεων και όχι κατ αυτών που παύουν οριστικά την ποινική δίωξη ή κηρύσσουν απαράδεκτη την ποινική δίωξη. 78 Ζ) Η προθεσµία της έφεσης του εισαγγελέα (πληµµελειοδικών και εφετών) είναι δέκα (10) ηµέρες από τη δηµοσίευση της απόφασης (άρθρο 473 73 Βλ ΕφΑθ 218 α /77 ΠοινΧρ 1977/175 74 Βλ Κονταξή σε ΚωδΠοιν ικ τοµ ΙΙ 3 η έκδοση 1993, 2211 Μπουρόπουλο ΕρµΚΠ τοµ Β 1957, 215 75 Βλ έδε σε Ποιν ικοµ 9 η έκδ 1990, 574 Μπουρόπουλο ο.π σελ 216 76 Βλ ΑΠ 19/01 ΠοινΛογ 2001, 58 ΠοινΧρ 2001, 883 77 Βλ ΑΠ 1268/95 ΠοινΧρ 1996/384 ΑΠ 1184/95 ΠοινΧρ 1996/274 ΑΠ 953/98 Υπερ 1998/1218 µε παρατηρήσεις Μ Γκµπάντι-Καιάφα 78 Βλ. Μπουρόπουλο σε ΕρµΚΠ άρθρο 486 σελ 214 ΑΠ 239/78 ΠοινΧρ ΚΗ/478 Α. Παπαδαµάκη ΕρµΚΠ σελ 501 επ - ΕφΠειρ 163/82 ΠοινΧρ 1982/181 ΤριµΕφΑθ 4279/93 Υπερ 1995/70

29 παρ 1 εδ α-β ΚΠ. Η) Ο Εισαγγελέας του ΑΠ µπορεί να παραγγείλει την άσκηση έφεσης σύµφωνα µε το άρθρο 24 του Κ.Ο..Κ..Λ- στον εισαγγελέα εφετών, παραγγελία που ο τελευταίος οφείλει να εκτελέσει. Θ) Η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εµπεριστατωµένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498 ΚΠ ), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία αποτελεί πλέον όρο του παραδεκτού της έφεσης του εισαγγελέα. Απαιτείται δηλ να εκτίθενται στην έφεση του εισαγγελέα µε σαφήνεια και πληρότητα οι πραγµατικές ή νοµικές πληµµέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλοµένη απόφαση. 79 Εάν το δικαστήριο εξετάσει την ουσία της έφεσης και δεν υπάρχει αιτιολογία στην έκθεση έφεσης από τον ασκούντα εισαγγελέα, τότε αυτός υπερβαίνει την εξουσία του (αναιρετικός λόγος του άρθρου 510 παρ 1 για υπέρβαση). 80 Η διάταξη αυτή της παραγράφου 3 προστέθηκε µε την παρ.19 εδάφ. β του άρθρ. 2 του Ν.2408/1996 και χαιρετίστηκε από το νοµικό κόσµο διότι έθετε πράγµατι φραγµό στην αναιτιολόγητη και άκριτη άσκηση εφέσεων κατά αθωωτικών αποφάσεων από τον εισαγγελέα, µε τη στερεότυπη και µη ειδικότερη αναπτυσσόµενη αιτιολογία περί εσφαλµένης εκτίµησης των αποδείξεων εκ µέρους του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου, γεγονός που οδηγούσε σε πρόσθετη και κατά κανόνα άσκοπη ταλαιπωρία του αθωωθέντος κατηγορουµένου, ο οποίος µε τον τρόπο αυτό καλούνταν να υποστεί τη βάσανο του ακροατηρίου και στο δεύτερο βαθµό. 81 Κατά των λοιπών αποφάσεων (δηλ των µη αθωωτικών), δεν απαιτείται η έφεση του εισαγγελέα να είναι αιτιολογηµένη, ενώ το πιο σωστό είναι ο ανωτέρω κανόνας της αιτιολόγησης της έφεσης να εφαρµόζεται κατά την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου µέσου από τον εισαγγελέα 82. Η διάταξη όµως αυτή 79 Βλ. ΟλΑΠ 9/05 ΠοινΧρ ΝΣΤ/117 ΑΠ 19/00 ΠραξΛογ 2000/35 - ΑΠ 1657/01 Ποιν ικ 2002/237 - ΑΠ 810/03 Ποιν ικ 2003/1146 - ΑΠ 1048/06 Ποιν ικ 2006/1362 80 Βλ ΑΠ 700/98 ΠοινΧρ ΜΘ/158 ΕφΠατρ 325/97 ΠοινΧρ ΜΖ/1343 81 Βλ. Α. Χαραλαµπάκη σε παρατηρήσεις για τη θέση και το ρόλο του Εισαγγελέα στο σύγχρονο ποινικό δικονοµικό δίκαιο ΠοινΛογ 2004/2067επ 82 Βλ ΑΠ 919/00 ΠοινΧρ ΝΑ/215 κ ΠραξΛόγ 2000/292 Ε Ζαχαρής «Η άσκηση ενδίκων µέσων από τον εισαγγελέα» στα ΠοινΧρ Ν /197

30 παρότι δικαιοπολιτικά είναι ορθή, δεν ευνοεί την αντιµετώπιση πρακτικών προβληµάτων, που αντιµετωπίζει ο εισαγγελέας στην περίπτωση αυτή. Ενόψει του ότι η 10ήµερη προθεσµία, εντός της οποίας ο εισαγγελέας εφετών δικαιούται να εφεσιβάλει την αθωωτική απόφαση του ΜΟ ή του τριµελούς εφετείου, αρχίζει από τη δηµοσίευση και όχι από την καθαρογραφή της απόφασης (άρθρο 486 παρ 2 ΚΠ ), δηµιουργείται το οξύµωρο σχήµα να επωµίζεται ο εισαγγελέας την υποχρέωση να αιτιολογήσει τους λόγους, για τους οποίους ασκεί την έφεση εκ του µηδενός, αφού κατά κανόνα δεν θα υπάρχει ούτε καν σχέδιο απόφασης. Αυτό σηµαίνει περαιτέρω, ότι ο µόνος που θα µπορούσε να αντεπεξέλθει στην υποχρέωση αιτιολογήσεως, χωρίς να καταφεύγει σε αυτοσχεδιασµούς, θα είναι κατ ανάγκη ο εισαγγελέας της έδρας, ο οποίος έχει άµεση αντίληψη της υπόθεσης και των διαδραµατισθέντων κατά την ακροαµατική διαδικασία. Ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών όµως που κατέχει την έδρα στο ΜΟ, δεν δικαιούται ο ίδιος να ασκήσει έφεση κατά αθωωτικής απόφασης του δικαστηρίου τούτου, ενώ υπάρχουν αµφιβολίες αν µπορεί να εφεσιβάλει και την καταδικαστική και κατά συνέπεια δεν µπορεί να αξιοποιήσει µε την άσκηση της έφεσης την προσωπική του γνώση πάνω στο αντικείµενο της δίκης και της απόφασης που εκδόθηκε. 83 Η κατάσταση δυσχεραίνει ακόµα περισσότερο, όταν ζητείται από τον εισαγγελέα εφετών να ασκήσει έφεση την τελευταία ηµέρα της προθεσµίας, οπότε δεν υπάρχει καθόλου χρόνος για την στοιχειοθέτηση, κατά τον παραπάνω αιτιολογηµένο τρόπο, συγκεκριµένων λόγων έφεσης, ενόψει του απειλούµενου απαραδέκτου της σχετικής έκθεσης, µε αποτέλεσµα να µην ασκείται καθόλου έφεση, εκτός αν ο εισαγγελέας εφετών έχει εξασφαλίσει αµέσως την τελευταία αυτή στιγµή αιτιολογηµένους λόγους έφεσης και πείθεται απόλυτα για την άσκηση της έφεσης. Αυτό πρακτικά συµβαίνει όταν στο τηλεγράφηµα του προς τον εισαγγελέα εφετών της έδρας του ΜΟ, που 83 Βλ ειδικότερα Ε Ζαχαρή ο.π Παπαδαµάκη στην Ποιν ικονοµία σελ 492 επ

31 εξέδωσε την αθωωτική απόφαση, ο εισαγγελέας πρωτοδικών της έδρας αναφέρει ειδικά και εµπεριστατωµένα τους λόγους που κατά την άποψή του πρέπει ο εισαγγελέας του εφετείου να ασκήσει έφεση. Όπως επίσης και όταν ο πολιτικώς ενάγων στην αίτηση του προς τον εισαγγελέα εφετών για να ασκήσει ο τελευταίος έφεση, περιλαµβάνει κατά τον ίδιο τρόπο σχετικούς λόγους για τους οποίους ζητεί τη έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης πληµµελειοδικείου της περιφέρειας του εφετείου και υπό την προϋπόθεση ότι ο εισαγγελέας εφετών πείθεται για την ουσιαστική βασιµότητα των λόγων. 84 2.2 Έφεση κατά της απόφασης που κηρύσσει αναρµοδιότητα (Άρθρο 487 ΚΠ ) Σύµφωνα µε τη διάταξη αυτή, επιτρέπεται στον εισαγγελέα το ένδικο µέσο της έφεσης κατά της απόφασης µε την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είναι καθ` ύλην αναρµόδιο και παρέπεµψε την υπόθεση στο αρµόδιο δικαστήριο ή στον εισαγγελέα σύµφωνα µε το άρθρο 120 του ΚΠ. Ειδικότερα, η καθ ύλη αρµοδιότητα των δικαστηρίων ρυθµίζεται στα άρθρα 100-119 του κώδικα. Αν το δικαστήριο στο οποίο εισήχθη η υπόθεση µε απευθείας κλήση, είτε µε βούλευµα έκρινε ότι είναι αναρµόδιο καθ ύλη, παραπέµπει µε απόφασή του την υπόθεση στο αρµόδιο δικαστήριο. Αν την αναρµοδιότητα διαπιστώσουν το µονοµελές πληµµελειοδικείο ή το πταισµατοδικείο, παραπέµπουν την υπόθεση στον αρµόδιο εισαγγελέα. Στις περιπτώσεις αυτές, έφεση εναντίον της απόφασης περί παραποµπής στο αρµόδιο επιτρέπεται στον κατηγορούµενο και στον εισαγγελέα όχι όµως στον πολιτικώς ενάγοντα. Αρµόδιος εισαγγελέας για να ασκήσει έφεση είναι ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που διέταξε 84 Βλ Ε. Ζαχαρή ο.π Π. Καίσαρη, «Η έφεση του εισαγγελέα» στην Ποιν ικ 2001/296

32 την παραποµπή (και όχι ο δηµόσιος κατήγορος). 85 Έτσι ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών µπορεί να εκκαλέσει τις αποφάσεις των πταισµατοδικείων, των µονοµελών και τριµελών πληµµελειοδικείων και των δικαστηρίων των ανηλίκων, ο δε εισαγγελέας εφετών ασκεί έφεση µόνο κατά των αποφάσεων του εφετείου και όχι των κατώτερων. 86 Αντίθετα, όπως προκύπτει από την άνω διάταξη, έφεση κατά των αποφάσεων που κήρυξε αρµόδιο το δικαστήριο ή αναρµόδιο κατά τόπο, δεν επιτρέπεται. 2.3 Έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης και από εισαγγελέα (Άρθρο 489 ΚΠ ) Σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 489 ΚΠ, ως αυτό τροπ. µε Ν.3189/2003, ΦΕΚ Α 243/21.10.2003, πέραν του κατηγορουµένου και ο εισαγγελέας ή ο δηµόσιος κατήγορος έχουν δικαίωµα να ασκήσουν έφεση: Κατά της απόφασης του πταισµατοδικείου και του ειρηνοδικείου (άρθρο 116) αν µε αυτήν ο κατηγορούµενος καταδικάστηκε σε κράτηση περισσότερο από οκτώ (8) ηµέρες ή σε πρόστιµο πάνω από τετρακόσια (400) ευρώ ή σε αποζηµίωση ή σε χρηµατική ικανοποίηση προς τον πολιτικώς ενάγοντα πάνω από εκατό (100) ευρώ συνολικά. Κατά της απόφασης του µονοµελούς πληµµελειοδικείου αν µε αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούµενος σε φυλάκιση πάνω από εξήντα (60) ηµέρες ή σε χρηµατική ποινή πάνω από χίλια (1000) ευρώ ή αν επιδικάστηκε εναντίον του οποιαδήποτε αποζηµίωση και ικανοποίηση πάνω από διακόσια πενήντα (250) ευρώ συνολικά ή αν καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε ποινή που 85 Βλ Μπουρόπουλο σε ΕρµΚΠ άρθρο 487/487 - Μ.Μαργαρίτη σε ΕρµΚΠ σελ 1003 86 Γ Αρβανίτη-Γ Καλφέλη Λ. Καράµπελα, Λ. Μαργαρίτη σε ΕρµΚΠ 2001 σελ 1149 όπου και επιµέρους νοµολογία -