ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΘΕΜΑ : Η ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΆΡΕΙΟ ΠΑΓΟ ΤΟΥ ΕΠΙΕΙΚΕΣΤΕΡΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Της Ζώη N. Γεωργίας, Δικηγόρου, Μεταπτυχιακής φοιτήτριας ΑΕΜ: 600733 ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: Λάμπρος Μαργαρίτης, Καθηγητής ΑΠΘ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η ολοκλήρωση του κύκλου των μεταπτυχιακών σπουδών με την εκπόνηση της παρούσας αποτελεί έναν ακόμη σταθμό στην πορεία της γράφουσας. Η επιλογή του συγκεκριμένου θέματος έγινε εξαιτίας του ενδιαφέροντος που βρίσκει η ίδια σε ζητήματα που σχετίζονται με την εφαρμογή των αρχών της φιλανθρωπίας και της επιείκειας στους «άκαμπτους» κατά πολλούς, δικονομικούς κανόνες σε συνδυασμό με την σχετικά αραιή σε συγγραφικό επίπεδο κάλυψη του αντικειμένου στην ελληνική ποινική επιστήμη. Η συγγραφή της εργασίας αυτής πέρα και πάνω από την επιδίωξη αφενός μιας εσωτερικής ικανοποίησης και φιλοδοξίας και αφετέρου από την επιτυχή περάτωση του κύκλου μεταπτυχιακών σπουδών, είχε ως στόχο την παραγωγή ενός κειμένου που να προσεγγίσει σε βάθος το αντικείμενο, να παραθέσει με τρόπο εύληπτο και με τη χρήση παραδειγμάτων τα ισχύοντα σε θεωρητικό και νομολογιακό επίπεδο, να υπογραμμίσει τις όποιες δυσχέρειες και να θέσει προβληματισμούς στον αναγνώστη. Το αν ο φιλόδοξος αυτός στόχος επετεύχθη ή τουλάχιστον προσεγγίστηκε εναπόκειται στην κρίση του τελευταίου. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους συνέβαλαν με οποιονδήποτε τρόπο στη συγγραφή της παρούσας: Κατ αρχήν τον Επιβλέποντα Καθηγητή μου, Καθηγητή Λάμπρο Μαργαρίτη, για την πολύτιμη καθοδήγησή του, αλλά και τους Καθηγητές Αδάμ Παπαδαμάκη και Γρηγόριο Καλφέλη για την αμέριστη βοήθεια και υποστήριξη. Ευχαριστίες για τις χρήσιμες συμβουλές, τις παραγωγικές συζητήσεις, την εμπιστοσύνη και κατανόησή τους οφείλω και στους αξιόλογους δικηγόρους και συνεργάτες μου, Ι. Ψωμιάδη και Στ. Παπαγερμανό. Τέλος, τις μεγαλύτερες ευχαριστίες οφείλω στην οικογένειά μου και ιδιαίτερα στους δυο υπέροχους γονείς μου που στέκονται πάντοτε δίπλα μου διακριτικά, υποστηρίζοντας υλικά, ηθικά και ψυχολογικά κάθε επιλογή μου, συμμεριζόμενοι τυχόν εξάρσεις του θυμικού, ανησυχίες και άγχη μου. Επιπρόσθετα, ευχαριστώ οφείλω και σε όλους εκείνους που εξαιτίας της συναναστροφής μου μαζί τους σε όλη τη διάρκεια του κύκλου των σπουδών και της ζωής μου με βοήθησαν να κατανοήσω τον εαυτό μου και την εσωτερική δύναμη που καθένας μας έχει και τον βοηθά να ανταπεξέρχεται σε κάθε δοκιμασία της ζωής.
Ό, τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα, Ό, τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα. Οδυσσέας Ελύτης
Περιεχόμενα Βιβλιογραφία... 9 Πρόλογος... 13 Α' ΜΕΡΟΣ I. Εισαγωγή... 15 II. Ιστορικές καταβολές της αρχής της εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου... 19 1. Προσπάθειες της θεωρίας για την αντιμετώπιση των ατόπων ελλείψει νομοθετικών ρυθμίσεων... 22 2. Ζητήματα που δημιούργησαν ερμηνευτικές δυσχέρειες... 23 III. Τυποποίηση του άρθρου 2 ΠΚ... 30 IV. Η νυν ισχύουσα διάταξη του άρθρου 2ΠΚ και οι επιμέρους προβληματικές της... 33 1. Ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 2 ΠΚ... 36 2. Ο εφαρμοστέος νόμος μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση (άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ)... 40 3. Αναδρομική εφαρμογή του νόμου μετά την αμετάκλητη καταδίκη (άρθρο 2 παρ. 2 ΠΚ)... 53 V. Εξαιρέσεις από την αρχή της εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου... 59 1. Εξαιρέσεις από την απαγόρευση εφαρμογής του αυστηρότερου νεότερου νόμου... 59 2. Εξαιρέσεις από την εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου... 65 Β' ΜΕΡΟΣ I. Εισαγωγή... 71 II. Η ιστορική πορεία της καθιέρωσης της αρχής της εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 511, 514 ΚΠΔ.... 72 III. Ερμηνευτική προσέγγιση των διατάξεων των άρθρων 511 και 514 ΚΠΔ... 73
IV. Δικονομική αντανάκλαση του άρθρου 2 ΠΚ και διασταύρωσή του με τα άρθρα 511, 514 ΚΠΔ... 76 1. Αμετάκλητη εκδίκαση... 77 2. Αμετάκλητο και αναίρεση όσον αφορά το σκέλος της ποινής... 78 3. Αυτοδίκαιη παύση εκτέλεσης της ποινής(άρθρο 2 παρ. 2ΠΚ) και δικονομική της ερμηνεία και εφαρμογή... 80 V. Διάκριση της περίπτωσης που μια πράξη παραγράφεται λόγω εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου από τον ΑΠ και παραγραφή μιας πράξης λόγω αυτεπάγγελτης έρευνας της παραγραφής (άρθρο 511 περ. ΚΠΔ)... 82 1. Διασταύρωση της παραγραφής με τον επιεικέστερο νόμο... 85 VI. Περιπτωσιολογία... 85 1. Περιπτώσεις αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο του ισχύσαντος μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νόμου με τον οποίο η πράξη καθίστατο μη αξιόποινη και συνακόλουθη αθώωση παρόντος κατηγορούμενου.... 86 2. Περιπτώσεις αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο του ισχύσαντος μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νόμου με τον οποίο η πράξη καθίστατο μη αξιόποινη και συνακόλουθη αθώωση απόντος του κατηγορούμενου.... 86 3. Περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου με απόντα τον κατηγορούμενο στην οποία απαλείφθηκε η διάταξη περί επιβολής παρεπόμενης ποινής.... 87 4. Περιπτώσεις αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο του ισχύσαντος μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νόμου με τον οποίο η απειλούμενη για την πράξη, ποινή ήταν ηπιότερη και το Ακυρωτικό παρέπεμψε την υπόθεση για νέα επιμέτρηση στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με αναίρεση απόφαση.... 87 5. Περιπτώσεις στις οποίες ο Άρειος Πάγος εφάρμοσε αυτεπαγγέλτως τον ισχύσαντα μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νόμο, ο οποίος καθιέρωνε λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου, συνακόλουθα ανήρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση και αθώωσε τον κατηγορούμενο.... 88 6. Περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο του ισχύσαντος μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νόμου (ν 4139/2013) με τον οποίο αξιώνονται περισσότερες προϋποθέσεις για την κατάφαση επιβαρυντικών περιστάσεων και παραπομπή στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με αναίρεση απόφαση.... 88 7. Περιπτώσεις για τη διάκριση μεταξύ παραγραφής ως αποτέλεσμα εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου και παραγραφής ως αποτέλεσμα απλής παρόδου του απαιτούμενου χρόνου 92 VII. Επίλογος... 93
Αιτ. Έκθ. ΑΠ ΑΠΕ Αρμ Αρχ.νομ α α.ν. εδ ΕΣΔΑ ΕΕΝ Εισ Εφ επιμ ερμ. ΚΠΔ λχ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Αιτιολογική Έκθεση Άρειος Πάγος Αρχείον Ποινικών Επιστημών Αρμενόπουλος Αρχείο Νομολογίας άρθρο αναγκαστικός νόμος εδάφιο Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Εφημερίς Ελλήνων Νομικών Εισαγγελέας Εφετείο επιμέλεια ερμηνεία Κώδικας Ποινικής Δικονομίας λόγου χάρη ν. νόμος ΜΟΔ ΜΟΕ Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ν. Πανδ Νέοι Πανδέκται ΝοΒ Ολ παρ Πειρ.Νομολογία Νομικό Βήμα Ολομέλεια παράγραφος Πειραϊκή Νομολογία
Πεντ περ ΠΚ Πλημ ΠΝ ΠοινΔικ ΠοινΛογ ΠοινΧρ Σ σ τελ τευχ τομ υποσημ Πενταμελές περίπτωση Ποινικός Κώδικας Πλημμελειοδικείο Ποινικός Νόμος Ποινική Δικαιοσύνη Ποινικός Λόγος Ποινικά Χρονικά Σύνταγμα σελίδα τελευταίο τεύχος τόμος υποσημείωση
Βιβλιογραφία Αιτιολογική Έκθεσις του σχεδίου ΠΚ, ε. Γ. Μ. Τ. Η., 1933. Αθήνα: s.n. Β. Αδάμπας, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1915/2010, ΠοινΔικ 2010, Η., Αναγνωστόπουλος., 1989. Μέτρα ασφαλείας και ποινές. ΝοΒ. Ν., Ανδρουλάκης., 1982. Αμνηστία, κρυπτοαμνηστία και ειδική παραγραφή. ΠοινΧρ. Ν., Ανδρουλάκης., 1986. Ποινικόν Δίκαιον- Γενικό Μέρος, τομ ΙΙ. Αθήνα- Κομοτηνή : s.n. Ν., Ανδρουλάκης., 1991. Ποινικόν Δίκαιον. Γενικό Μέρος, τομ Ι. Αθήνα: s.n. Ν, Ανδρουλάκης., 1978. Ποινικόν Δίκαιον. Γενικό Μέρος( Παν/ και παραδόσεις). Αθήνα: s.n. Κ., Βουγιούκας., 1954. Ποινικοί νόμοι προσωρινής ισχύος. Αρμενόπουλος (Αρμ). Κ., Βουγιούκας., 1978. Παραδόσεις ποινικού δικαίου. Γενικόν Μέρος. Θεσσαλονίκη: s.n. Η., Γάφος., 1973. Ποινικόν Δίκαιον- Γενικόν Μέρος, τομ Α. 2η επιμ. Αθήνα : s.n. Αθ., Γεωργίου- Ανδ.Τούσης, 1978. Ποινικός Κώδιξ- Ερμηνεία κατ άρθρον, ημιτ. Α. 3η επιμ. Αθήνα: s.n. Χρ., Δέδες., 1956. Η έγκλησις. Αθήνα : s.n. Χρ., Δέδες., 1958. Η αναδρομική ισχύς του ηπιώτερου νόμου εν τω ποινικώ δικαίω. Ερμηνεία του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ. ΝοΒ. Α., Δημάκης., 2003. Ηεφαρμογήτηςαρχής nullum crimen nulla poenasine lege praevia, ΤιμητικόςΤόμοςΑνδρουλάκη. s.l.:s.n. Δημητράτος, 1992. Απαγόρευση αναδρομής και μεταβολή της νομολογίας στο ποινικό δίκαιο. Υπερ. Ευθυμίου, 1981. Η αναδρομική ισχύς ποινικών διατάξεων. ΕλλΔνη. Ι., Ζαχαρόπουλος., 1950. Ελληνική Ποινική Δικονομία. Αθήνα : s.n. Ι., Ζησιάδης., 1971. Ποινικόν Δίκαιον- Γενικό Μέρος, τομ Α. Θεσσαλονίκη- Αθήνα: s.n. Ι., Ζησιάδης., 1977. Ποινική Δικονομία, τόμος Γ. Θεσσαλονίκη : s.n. Τ., Ηλιόπουλος., 1927. Σύστημα του Ελληνικού Ποινικού Δικαίου. 4η επιμ. Αθήνα: s.n. Μ., Καϊάφα.-. Γκμπάντι., 2011. Οι επιλογές του ν.3943/2011 για την οριοθέτηση του αξιόποινου των φορολογικών αδικημάτων: Μια ατυχής προσπάθεια αυξημένης προστασίας των περιουσιακών απαιτήσεων του δημοσίου. ΠοινΔικ. Μ., Καϊάφα.-. Γκμπάντι., 2003. Προβληματικές της Σύγχρονης Νομολογίας του Άρειου Πάγου στο χώρο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. ΠοινΔικ. Δ., Καρανίκας., 1938. Κριτική επί των Ελληνικών Ποινικών Σχεδίων 1924, 1933, 1935 και 1937. s.l.: ΑΠΕ Β. Δ., Καρανίκας., 1960. Εγχειρίδιον Ποινικού Δικαίου- Γενικόν Μέρος, τομ Α. 2η εκδ επιμ. Αθήνα: s.n.. Α., Καρράς., 2013. Η αναίρεση στην ποινική δίκη. s.l.:σάκκουλας
A., Καρράς., 2011. Ποινικό δικονομικό δίκαιο. 4η επιμ. s.l.: Νομική Βιβλιοθήκη. Γ., Κασιμάτης.- Κ. Μαυριάς., 1999. Ερμηνεία του Συντάγματος, τ Ι,. s.l.: Σάκκουλας. Αλ., Κατσαντώνης., 1975. Η αναδρομικότης του επιεικέστερου νόμου εν περιπτώσει εξωποινικής μεταβολής. ΠοινΧρ. Λ., Κοτσαλής., 2005. Ποινικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, τ I. s.l.:s.n. Ν., Κορφιάτης., 1951. Η νομική φύσις της εγκλήσεως. Αρχ.Νομ.. Χαρ., Κούκης., 1984. Σχόλιο στην ΑΠ442/1984με τον τίτλο «Η κατάργησις του αξιοποίνου των πράξεων του Ν. 774/1978 και η τύχη των κρατουμένων». ΝοΒ. Μ., Κυπραίος., 1959. Η νομοθέτησις κατά παραπομπήν. ΝοΒ. Χ., Κ. Κωνσταντάρας., 1939. Ελληνικόν Ποινικόν Δίκαιον, τομ Α. s.l.:s.n. Αλ., Λιτζερόπουλος., 1979. Αι μεταστροφαί της νομολογίας και η ασφάλεια του δικαίου, Τιμ. Τόμος Γ.Θ. Ράμμου, τομ Β. Αθήνα : s.n. Ν., Λιτζερόπουλος., 1993. Ζητήματα σχετικά με την αναδρομική εφαρμογή του ηπιότερου νόμου. ΠοινΧρ..,. /. Π., 2005. Ποινολογία. ζ επιμ. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας,. Α., Γ. Μαγκάκης., 1984. Ποινικό Δίκαιο- Διαγράμματα Γενικού Μέρους. 3η επιμ. Αθήνα: s.n. Α., Γ. Μαγκάκης., n.d. Συστ.ΕρΠΚ. s.l.:s.n. Αρ., Μάνεσης., 1981. Ατομικές Ελευθερίες, τομ Α. 3η εκδ επιμ. Θεσσαλονίκη : s.n. Ι., Μανωλεδάκης, 1981. Γενική Θεωρία του Ποινικού Δικαίου, τομ Α. Θεσσαλονίκη: s.n. Ι., Μανωλεδάκης., 2001. Σκέψεις για τη σημασία της νομολογίας του ΑΠ στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, Τιμητικός τόμος για το Σπινέλλη, τ Ά. s.l.:s.n. Ι., Μανωλεδάκης., ΛΓ. Το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος και οι ποινικοί νόμοι. ΠοινΧρ. Ι., Μανωλεδάκης., 1989. Ποινικό Δίκαιο- Επιτομή Γενικού Μέρους. 2η επιμ. Θεσσαλονίκη: s.n. Ι., Μανωλεδάκης., 1993. Παρατηρήσεις στην ΑΠ 739/1993. Υπερ. Ι., Μανωλεδάκης., 2005. Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, επιμ Καϊάφα- Γκμπάντι, Συμεωνίδου- Καστανίδου. ζ επιμ. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας. Ι., Μανωλεδάκης. Α. Μ., 1982. Η υπό όρους παραγραφή εγκλημάτων είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα,. Το Βήμα, Απρίλιος. Ι, Μανωλεδάκης., 2002. Ασφάλεια και Ελευθερία. Θεσσαλονίκη : Σάκκουλας,. Λ., Μαργαρίτης.επιμ, 2012. Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία ΚΠΔ τ II. s.l.: Νομική Βιβλιοθήκη. Λ., Μαργαρίτης., 1986. Η νομική φύση της εγκλήσεως, Μνήμη Ν. Χωραφά- Η. Γάφου- Κ. Γαρδίκα τομ Β. Αθήνα : s.n. Λ., Μαργαρίτης., 1991. Παρατηρήσεις στην ΑΠ1183/1990. Υπερ. Λ., Μαργαρίτης., 1983. Οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου. Θεσσαλονίκη : s.n. Λ., Μαργαρίτης., 1997. Το κατ εξακολούθηση έγκλημα. s.l.:νομική Βιβλιοθήκη.
Λ., Μαργαρίτης., 1999. Κατ εξακολούθηση έγκλημα, μέρος Γ. Υπεράσπιση (Υπερ). Λ., Μαργαρίτης., 2013. Επιεικέστερος νόμος ισχύων μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και αναιρετικός της έλεγχος. Ποινική Δικαιοσύνη( Ποιν. Δικ), Ιουλιος. Λ., Μαργαρίτης., 2014. Ποινική Δικονομία, Ένδικα Μέσα- Αναίρεση κατά αποφάσεων. s.l.:νομική Βιβλιοθήκη. Λ. Μαργαρίτης/ Β. Αδάμπας, Απαγόρευση χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου, Νομική Βιβλιοθήκη 2011 Μ., Μαργαρίτης., 2003. Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία- Εφαρμογή. Αθήνα: ΠΝ Σάκκουλας. M.Μαργαρίτης, 2008. Ερμηνεία ΚΠΔ. s.l.:π.ν. Σάκκουλας. Γ, Μπέκας., 1992. Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων, [ Ερμηνεία των άρθρων 2&3 ΠΚ]. Κομοτηνή: Αντ. Σάκκουλας. Α.Μπουρόπουλος- Κ. Κωστής., 1926. Ερμηνεία του εν Ελλάδι ισχύοντος Ποινικού Νόμου, τομ. Α. 4η επιμ. s.l.:s.n. Α., Μπουρόπουλος., 1959. Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος, τομ Α. Αθήνα: s.n. Χ., Μυλωνόπουλος., 2007. Ποινικό Δίκαιο- Γενικό Μέρος, τ I. s.l.:σάκκουλας. Ι., Παπαδάκης., 1967. Διαδοχή και υποκατάστασις ποινικών νόμων. Ιωάννινα: s.n. Α., Παπαδαμάκης., 2013. Ποινική Δικονομία. Ε εκδ επιμ. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας. Μ., Παπαδογιάννης., 1984. Ερμηνεία ΠΚ,. Αθήνα: s.n. Β., Παπαδόπουλος., 1906. Η αναδρομική δύναμις των νόμων. Νέοι Πανδέκται, 8. Φ., Παπαδόπουλος., 1992. Η απαγόρευση της non reformation in pejus στο ποινικό δικονομικό δίκαιο. s.l.: University Studio Press. Α., Παπαϊωάννου., 1951. Χρονικά Όρια ισχύος ποινικών νόμων. Αρμ.. Θ., Παπακυριάκου., 2005. Φορολογικό ποινικό δίκαιο. Θεσσαλονίκη : Σάκκουλας. Θ., Παπακυριάκου., 2011. Προϋποθέσεις έναρξης της δίωξης και απόδειξη στη φορολογική ποινική δίκη: Αναζητώντας το ορθότερο μέτρο εξάρτησης από την εξέλιξη και τα πορίσματα της διοικητικής φορολογικής διαδικασίας, Τιμητικός τόμος για τον Αργύριο Καρρά. s.l.:s.n. Παπαναστασίου, 1983. Αμνηστία και ειδική παραγραφή. ΠοινΧρ. Παπασταύρου, 2003. Γενική επιστράτευση και νόμοι προσωρινής ισχύος. ΠοινΧρ. Ν., Παρασκευόπουλος.,/Λ. Μαργαρίτης 1987. Φρόνημα και καταλογισμός στο ποινικό δίκαιο. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας. Α.Ε. Πατακιάς,, n.d. Βουλ.ΕφΠατρ. 164/1965. Ποιν.Χρ. ΙΕ. Πρακτικά Συνεδριάσεων των Αναθεωρητικών. Επιτροπών του Σχεδίου. ΠΚ, ε. Γ. Κ. τ. Α., 1962. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. Αθ., Ράικος., 1966. Η αναδρομικότης των νόμων εν τω ελληνικώ και αλλοδαπώ συνταγματικώ δικαίω. ΕΔΔΔ, 10 Ε., Ρίκος., 1984. Αναδρομική εφαρμογή των διατάξεων του ν1419/1984. ΕλλΔνη.
Ε., Ρίκος., 1984. Σχόλιο στην ΑΠ 1038/1983. ΕλλΔνη. Αλ. Σβώλος- Γ. Βλάχος, 1954. Το Σύνταγμα της Ελλάδος, τομ Α. Αθήνα : s.n. Χ., Σεβαστίδης., 2004. Τροποποιήσεις του Ν 3160/2003 στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. s.l.:σάκκουλας. Γ., Σταθέας., 1988. Ερμηνεία του νέου νόμου περί ναρκωτικών, (ν1729/1987). Αθήνα: s.n. Αντ., Στάικος., 1953. Ερμηνεία Ελληνικού ΠΚ, τομ Α. Αθήνα : s.n. Σ., Σταματόπουλος., 1989. Η δικονομική αναδρομή των νέων ουσιαστικών και ερμηνευτικών νόμων, ΕΙΔΜ, τομ 19. Αθήνα : s.n. Ε., Συμεωνίδου.-. Καστανίδου., 1986. Δικαιούχοι της έγκλησης, Μνήμη Ν. Χωραφά- Η. Γάφου- Κ. Γαρδίκα, τομ Β. Αθήνα: s.n. Ε., Συμεωνίδου.-. Καστανίδου., 2001. Αμνηστία και Ειδική Παραγραφή. ΠοινΔικ. Ε.Συμεωνίδου- Καστανίδου σε Καϊάφα- Γκμπάντι Μ., Μπιτζιλέκης. Ν. Συμεωνίδου.-. Κ. Ε., 2008. Δίκαιο Ποινικών Κυρώσεων, Καϊάφα- Γκμπάντι Μ., Μπιτζιλέκης Ν., Συμεωνίδου- Καστανίδου Ε.. Θεσσαλονίκη: Νομική Βιβλιοθήκη. Χαρ., Τζωρτζόπουλος., 1936. Εγχειρίδιον του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου. τομ Α επιμ. Αθήνα: s.n. Ν., Τσούτσας., 1984. Τινά περί καταργήσεως ή μη του α 61 παρ. 2 Ν. 75/1975, «περί εξωσχολικού αθλητισμού». ΠοινΧρ.. Κ., Φελούτζης., 1999. Το κατ εξακολούθηση έγκλημα,. ΠοινΧρ. Τηλ., Φιλιππίδης., 1979. Μαθήματα Ποινικού Δικαίου- Γενικόν Μέρος, τευχ Α. Θεσσαλονίκη : s.n. Αρ., Χαραλαμπάκης., 2010. Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, τ I. s.l.:σάκκουλας. Αρ., Χαραλαμπάκης., 1991. Οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου. Υπερ., Ιανουάριος. Αρ., Χαραλαμπάκης., 2011. Ερμηνεία ΠΚ. s.l.:νομική Βιβλιοθήκη. Ν., Χωραφάς., 1978. Ποινικόν Δίκαιον, τομ Α, επιμ. Κ. Σταμάτη. 9η επιμ. Αθηνα: s.n. Ν., Χωραφάς., ΝΔ. Χρονικά όρια της ισχύος του άρθρου 1 ΝΔ 1441. Χωραφάς Ν., Χρονικά όρια της ισχύος του άρθρου 1 ΝΔ 1441, Θέμις. Fr., V. Listz., 1932. Lehrbuch des deutschen Strafrechts, B., 1, 26 Auf.. Berlin- Leipzig : s.n. Seeger, 1862. Über die ruckwirkende Kraft neuer Strafgesetze. s.l.:s.n.
Πρόλογος Κεντρική προβληματική της παρούσας αποτελεί το ζήτημα του αναιρετικού ελέγχου, επιεικέστερου νόμου ισχύοντος μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης(δευτεροβάθμιας ή εξ υπαρχής ανέκκλητης). Στην παρούσα επιχειρείται η επισκόπηση των διατάξεων τόσο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας(στο εξής ΚΠΔ) όσο και του Ποινικού Κώδικα(στο εξής ΠΚ) που ρυθμίζουν το ως άνω ζήτημα, η παρουσίαση των ιστορικών τους καταβολών, των επιμέρους θεωρητικών ερμηνευτικών και πρακτικών τους δυσχερειών. Παράλληλα, παρουσιάζεται και η νομολογιακή μεταχείριση των επιμέρους αναφυόμενων εκ των σχετικών με το ζήτημα διατάξεων. Επιχειρείται ακόμη σχολιασμός, κριτική αλλά και θέση προβληματισμών αναφορικά με τις επιλογές της θεωρίας και της νομολογίας. Ας ειπωθεί προλογικά ότι δυο είναι οι κεντρικές διατάξεις του ισχύοντος ΚΠΔ που αναφέρονται και ρυθμίζουν το υπό εξέταση ζήτημα: τα άρθρα 511 και 514 ΚΠΔ. Βέβαια, για την εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου από το Ακυρωτικό και τη μετέπειτα πορεία της κρινόμενης υπόθεσης χρήσιμες καθίστανται και οι διατάξεις των άρθρων 518, 519, 565 και 566 ΚΠΔ. Όσον αφορά δε τον ΠΚ και το ουσιαστικό δίκαιο, κεντρική διάταξη αποτελεί αυτή του άρθρου 2ΠΚ. Με τη ρύθμιση αυτή η οποία θέτει πρωταρχικά το ζήτημα της εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου, θα ασχοληθούμε στις γραμμές που ακολουθούν και οι οποίες συνιστούν το πρώτο μέρος της παρούσας. Η ενασχόληση με τη δικονομική αποτύπωση της αρχής της εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου θα λάβει χώρα στο δεύτερο μέρος.
Α ΜΕΡΟΣ
I. Εισαγωγή Τα αρμόδια για την επιβολή ποινικών κυρώσεων όργανα της πολιτείας, για την αποτελεσματική επίτευξη του θεσμοθετημένου σκοπού τους, καλούνται να υπαγάγουν τις εκάστοτε κρινόμενες από αυτά συμπεριφορές σε κάποιο σύνολο κανόνων δικαίου. Η εύρεση του εφαρμοστέου σε κάθε περίπτωση συνόλου κανόνων δικαίου είναι η πρωταρχική εργασία του δικαστή. Η εργασία αυτή παρουσιάζεται εύκολη όταν οι κανόνες δικαίου που ίσχυαν και ρύθμιζαν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά πριν την τέλεσή της από τον ενώπιον του δικαστή δράστη εξακολουθούν να ισχύουν τόσο κατά την εκδίκαση όσο και μετά την απότιση της ποινής. Κάτι τέτοιο όμως δε συνιστά τον κανόνα. Τα πράγματα δυσκολεύουν για τον εφαρμοστή του δικαίου όταν η ισχύς ενός κανόνα δικαίου δε φαίνεται να καλύπτει όλο το προαναφερθέν χρονικό διάστημα από την τέλεση της πράξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση αυτής και πολύ περισσότερο μέχρι την απότιση της επιβληθείσας στο δράστη ποινής. Πώς λοιπόν θα αντιμετωπίσει ο δικαστής την περίπτωση αυτή; Ποιον κανόνα δικαίου θα εφαρμόσει τελικά και με ποια δικαιολογία; Θα εφαρμόσει τυχόν το νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, μήπως αυτόν που ίσχυε κατά το χρόνο εκδίκασης της πράξης ή κάποιον άλλον; Κατά το άρθρο 2 ΠΚ : «1. Αν από την τέλεση της πράξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δυο ή περισσότεροι νόμοι εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. 2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη όχι αξιόποινη παύει και η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της.». Η διάταξη του άρθρου 2 ΠΚ επιτάσσει τον εφαρμοστή του δικαίου να εφαρμόσει τον κανόνα εκείνο ο οποίος ίσχυσε έστω και κάποια στιγμή στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Πριν από την ενασχόληση μας με τη ρύθμιση του άρθρου 2 ΠΚ και την προσέγγιση τωνεπιμέρους ερμηνευτικών και πρακτικών του δυσχερειών, αξίζει να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας σε κάποια ζητήματα που προηγούνται της ρύθμισης και συνδέονται όμως άμεσα με αυτήν. Τέτοιο ζήτημα πρωταρχικό είναι αυτό της ερμηνείας του όρου ισχύς του νόμου («ίσχυσαν δυο ή περισσότεροι νόμοι» ορίζει το άρθρο 2ΠΚ). Με τον όρο ισχύς ενός νόμου/
κανόνα δικαίου εννοείται η ουσιαστική 1 ισχύς αυτού. Η δημοσίευση ενός νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τυπική ισχύς) δεν αρκεί για να παραγάγει ο νόμος αυτός έννομες συνέπειες και αποτελέσματα. Η ουσιαστική ισχύς ενός νόμου κατά κανόνα αρχίζει δέκα ημέρες μετά την επομένη της δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ένας νόμος παύει δε να ισχύει ουσιαστικά εφόσον καταργηθεί ρητά ή σιωπηρά 2 από νεότερο νόμο τυπικά ισόβαθμο ή ανώτερό του. Κρίσιμο ακόμη ζήτημα αποτελεί και αυτό του προσδιορισμού των χρονικών σημείων που ενδιαφέρουν αναφορικά με το ποιος κανόνας δικαίου θα τύχει εφαρμογής. Τα χρονικά αυτά σημεία, τα οποία θα αναλυθούν για λόγους συστηματικούς παρακάτω είναι ονομαστικά: ο χρόνος τέλεσης της πράξης( άρθρο 17 ΠΚ), η αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης( άρθρο 546 ΚΠΔ) και η ολική απότιση της ποινής και των ποινικών επακόλουθων αυτής. Είναι γνωστό και προβλέπεται ρητά από το άρθρο 2 ΠΚ ότι εφαρμοστέος σε περίπτωση ισχύος περισσότερων ποινικών νόμων από την τέλεση της πράξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκασή της νόμος είναι ο επιεικέστερος. Τι γινόταν όμως δεκτό πριν την πανηγυρική διατύπωση του άρθρου 2 ΠΚ; Η ενασχόληση με το ζήτημα αυτό δε γίνεται μόνο χάριν γενικού περιεχομένου γνώσης αλλά έχει και πρακτική αξία η οποία γίνεται εμφανής ακόμα και σήμερα όταν ο εφαρμοστής του δικαίου έχει να αντιμετωπίσει την περίπτωση εκείνη στην οποία όλοι οι νόμοι που ίσχυσαν στο επίμαχο χρονικό διάστημα από την τέλεση της πράξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκασή της, είναι εξίσου επιεικείς, ενόψει και της από το Σύνταγμα (στο εξής Σ) προβλεπόμενης υποχρέωσης για επαρκή και εμπεριστατωμένη δικαιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων( άρθρο 93 παρ. 4 Σ) Οι πιθανές λύσεις για το ποιος κανόνας δικαίου θα πρέπει να τύχει εφαρμογής σε περίπτωση που πλείονες του ενός νόμοι ίσχυσαν από την τέλεση της πράξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκασή της είναι οι ακόλουθες: Αφενός θα μπορούσε να ισχύει ο νόμος που ίσχυε κατά την τέλεση της πράξης πάντοτε είτε κατά κανόνα, ή ο ισχύων κατά την εκδίκαση της υπόθεσης πάντοτε είτε κατά κανόνα και αφετέρου ο επιεικέστερος νόμος είτε αποτελούσε αυτός 1 Βουγιούκας Κ., Παραδόσεις ποινικού δικαίου. Γενικόν Μέρος, Θεσσαλονίκη, 1978, σ24; Μπέκας Γ., Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων, [ Ερμηνεία των άρθρων 2&3 ΠΚ], Κομοτηνή 1992, σ62 2 Ηλιόπουλος Τ., Σύστημα του Ελληνικού Ποινικού Δικαίου, τομ Α, εκδ 4 η, Αθήνα 1927, σ 57; Παπαδάκης Ι., Διαδοχή και υποκατάστασις ποινικών νόμων, Ιωάννινα, 1967, σ38
νόμο που ίσχυε κατά την τέλεση ή εκδίκαση ή ακόμα και ενδιάμεσο κανόνα, πάντοτε ή κατά κανόνα. Άλλη δυνατή εκδοχή θα ήταν να ισχύει πάντοτε ή κατά κανόνα ο αυστηρότεροςνόμος. Μέχρι το τέλος του 19 ου αιώνα κρατούσα ήταν η άποψη που προέκρινε την κατά κανόνα εφαρμογήτου νόμου που ίσχυε κατά την τέλεση της πράξης, επηρεασμένηκυρίως από το αξίωμα της απαγόρευσης της αναδρομικής εφαρμογής νόμου μεταγενέστερου της πράξης που είναι δυσμενέστερος, θεμελιώνοντας ή επαυξάνοντας το αξιόποινο.( Nullum Crimen Nulla Poena Sine Lege Praevia).Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής απέρριπταν την αναδρομική εφαρμογή μεταγενέστερου της πράξης νόμου που καθίστατο στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσμενέστερος αυτού που ίσχυε κατά την τέλεση της πράξης με επιχειρήματα κυρίως: την παραβίαση της ασφάλειας Δικαίου 3, της αρχής της ενοχής( ο πολίτης δε θα μπορούσε να συμπεριφερθεί όταν τελούσε την πράξη κατά τον τρόπο που η πολιτεία αξιώνει από αυτόν σε χρόνο μεταγενέστερο, αφού είναι λογικά αδύνατο να προβλέψει κανείς μεταγενέστερες επιταγές του δικαίου) και της αρχής του κράτους δικαίου. Δέχονταν όμως την εφαρμογή αντί του νόμου που ίσχυε κατά την τέλεση της πράξης, νόμου μεταγενέστερου αυτής αλλά συγχρόνως ευμενέστερου λόγω των αρχών της επιείκειας, της φιλανθρωπίας και του γεγονότος ότι απονέμονταν με τον τρόπο αυτό ουσιαστική δικαιοσύνη και υπηρετούνταν οι αρχές της ενοχής, της ισότητας και του κράτους δικαίου. Μετά το τέλος του 19 ου αιώνα επικρατεί στην επιστήμη 4 η άποψη που προκρίνει την κατά κανόνα εφαρμογή του νόμου που ίσχυε κατά την εκδίκαση της πράξης και την κατ εξαίρεση επιλογή του νόμου που ίσχυε κατά την τέλεση της πράξης ή τυχόν άλλου ενδιάμεσου κανόνα, εάν αυτός πρόβλεπε επιεικέστερες διατάξεις. Η άποψη περί εφαρμογής του νόμου εκδίκασης εκκινεί από το γεγονός ότι για την επιβολή μιας ποινής πρωταρχικά εξετάζεται το αν αυτή είναι σκόπιμη 5 και έπειτα ελέγχεται αν υπηρετείται η αρχή της νομιμότητας στην επιβολή της ποινής. Βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών της άποψης αυτής είναι ότι οι αντιλήψεις και απόψεις που επικρατούν κατά το χρόνο εκδίκασης είναι ορθότερες αφού στηρίζονται σε νεότερες επιστημονικές και κοινωνικές θέσεις και ευρήματα. Αξιόλογο επιχείρημα της άποψης 3 Μπέκας Γ., Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων, [ Ερμηνεία των άρθρων 2&3 ΠΚ], Κομοτηνή 1992, σ93; ΤζωρτζόπουλοςΧαρ., Εγχειρίδιον του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, τομ Α, Αθήνα 1936, σ65 4 Seeger, Über die ruckwirκende Kraft neuerstrafgesetze, 1862, σ82 5 Μπέκας Γ., Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων, [ Ερμηνεία των άρθρων 2&3 ΠΚ], Κομοτηνή 1992, σ98
αυτής είναι και το επιχείρημα που βασίζεται στη θεωρία των συστατικών δικαιικών κρίσεων. Κατά τη θεωρία αυτή η δικαστική απόφαση παράγει συστατικά/ συστήνει/ ιδρύει έννομες συνέπειες, διέπεται δε και υπάγεται στο νομικό καθεστώς που ισχύει όταν αυτή εκδίδεται. Η ενδιάμεση θέση που αποτελεί και την κρατούσα στην ελληνική ποινική επιστήμη 6, προκρίνει την αδιάκριτη εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου, είτε αυτός είναι νόμος της τέλεσης είτε της εκδίκασης ή ενδιάμεσος κανόνας. Ως επιχείρημα της άποψης αυτής προτείνεται η ύπαρξη ισοτιμίας μεταξύ του νόμου που ίσχυε κατά την τέλεση της πράξης και του νόμου που ίσχυε κατά την εκδίκαση αυτής. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή ποινής είναι η πρόβλεψη της κρινόμενης συμπεριφοράς ως αξιόποινης τόσο κατά το χρόνο εκδήλωσής της όσο και κατά το χρόνο κρίσης της(εκδίκασης). Η προϋπόθεση αυτή αποδεικνύει την ύπαρξη της προαναφερθείσας ισοτιμίας. Η στάση της νομολογίας αναφορικά με το ζήτημα αυτό δεν ήταν ξεκάθαρη. Ενώ οι περισσότερες αποφάσεις φαίνεται ότι δέχονταν την εφαρμογή του νόμου της πράξης 7 υπήρχαν και άλλες που δέχονταν είτε το αντίστροφο 8 είτε την ενδιάμεση άποψη 9.Το σημαντικό είναι ότι παρά την ανυπαρξία διάταξης σαν αυτής του άρθρου 2 ΠΚ (την περίοδο πριν την τυποποίησή του) τα ελληνικά δικαστήρια εφάρμοζαν τον επιεικέστερο νόμο επικαλούμενα ως νομική βάση τις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές του ποινικού δικαίου 10. Περιττό να σημειωθεί ότι μετά τη θέση σε ισχύ του ΠΚ και κατ επέκταση του άρθρου 2 ΠΚ, το ζήτημα εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου αποκτά άλλο νόημα και το ποιος νόμος τελικά εφαρμόζεται(πράξης, εκδίκασης ή ενδιάμεσος) αποκτά περιεχόμενο μόνο όταν αυτοί οι νόμοι είναι όλοι εξίσου επιεικείς. Κατά την προσωπική θέση, μας γενικότερα στους κανόνες δικαίου ισχύει η αρχή ότι η κρίση για την τέλεση κάποιου εγκλήματος πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος αυτού. Αυτό γίνεται και ορθά, ώστε να αποδίδεται και πραγματική δικαιοσύνη αφού ο νομοθέτης κατά την περίοδο εκείνη που ένας δράστης τελεί 6 Παπαδόπουλος Β., Η αναδρομική δύναμις των νόμων, Νέοι Πανδέκται, τομ8, 1906, σ222; Χωραφάς Ν., Ποινικόν Δίκαιον, τομ Α, 9 η Έκδοση, επιμ. Κ. Σταμάτη, Αθήνα 1978, σ71; 7 ΟλΑΠ 264/1939, ΑΠΕ Γ, σ 235ΑΠ 179/1900, Θεμ ΙΑ, σ501; ΑΠ 95/1913, Θεμ ΚΔ, σ373 σεγ., Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων, [ Ερμηνεία των άρθρων 2&3 ΠΚ], Κομοτηνή 1992, σ104 8 ΑΠ 18/1907, Θεμ ΙΗ, σ249; ΟλΑΠ 175/1916, Θεμ ΚΖ, σ530 9 ΑΠ 65/1867, Συλ. Ποιν. Αποφ. ΑΠ, 1867, σ128 10 ΑΠ 196/1898, Θέμ. Ι, σ116; ΑΠ 293/1914, Θεμ ΚΕ, σ645 σε Μπέκα Γ., Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων, [ Ερμηνεία των άρθρων 2&3 ΠΚ], Κομοτηνή 1992, σ104
μια πράξη, έχει συγκεκριμένη αντίληψη για το αν η πράξη αυτή εμφανίζει ποινική απαξία( το μέγεθος αυτής αποτελεί ζήτημα που άπτεται της επιβολής ποινής και θα συζητηθεί κάτωθι), οπότε η δικαιοδοτική κρίση που θα κρίνει την πράξη θα αποτυπώνει πλήρως τη βούληση του νομοθέτη. Άλλο είναι το θέμα της επιβολής ποινής για το δράστη της πράξης. Η επιβολή της ποινής ως απάντηση της οργανωμένης κοινωνίας στο έγκλημα- προσβολή των αγαθών, ως σύνθεση(κατά το σχήμα θέση- αντίθεση- σύνθεση) 11 επειδή αποτελεί τελικά ένα νέο κοινωνικό συμβάν, γίνεται με βάση το δίκαιο που επικρατεί κατά το χρόνο επιβολής της από το δικαστήριο. Δεν αποκλείεται το ύψος της ποινής που απειλούνταν για την πράξη κατά το χρόνο τέλεσής της να είναι διαφορετικό από εκείνο που απειλείται κατά το χρόνο επιβολής της ποινής. Το ιδανικό για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης θα ήταν να δικαζόταν ο δράστης μιας πράξης σε σύντομο χρονικό διάστημα ώστε στη δικαιοδοτική κρίση που θα τον αφορούσε να αποτυπώνεται ακριβώς η βούληση του νομοθέτη τόσο για το αν η πράξη εμφανίζει ποινική απαξία όσο και για το μέγεθος αυτής αναφορικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Αυτό όμως σπάνια συμβαίνει. Μια λύση περί κρίσης της ποινικής απαξίας μιας πράξης αλλά και του μεγέθους της με βάση το ομόχρονο της τέλεσής της δίκαιο ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο το πρόσωπο άγεται ενώπιον της δικαιοσύνης θα ήταν αντίθετη στο κοινό αίσθημα αφού ενδέχεται να τιμωρούνταν μια πράξη που πλέον δεν θα έφερε το χαρακτήρα εγκλήματος με τη δικαιολογία ότι τη στιγμή της τέλεσης από το δράστη προσέβαλλε έννομο αγαθό. Τη στιγμή όμως που στο χρόνο εκδίκασης τίποτα δε φαίνεται να θίγεται, εύλογα θα αναρωτιόταν κανείς ποια αποκατάσταση θα επιχειρούσε να διενεργήσει μια τυχόν καταδικαστική απόφαση. Μόνο τιμωρητική διάθεση θα είχε αυτή 12. Το σχήμα αυτό που μόλις περιγράφηκε θυμίζει ή μάλλον αποτυπώνει το ισχύον καθεστώς αναφορικά με τους προσωρινής ισχύος νόμους. II. Ιστορικές καταβολές της αρχής της εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου 11 Μανωλεδάκης Ι, Επιτομή γενικού μέρους, Θεσσαλονίκη 2005, Σάκκουλας, επιμ. Καϊάφα- Γκμπάντι, Συμεωνίδου- Καστανίδου σ2 12 Μπέκας Γ., Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων, [ Ερμηνεία των άρθρων 2&3 ΠΚ], Κομοτηνή 1992, σ108
Όπως εκτέθηκε και ανωτέρω, σε θεωρία και νομολογία κρατεί η άποψη της εφαρμογής του επιεικέστερου για τον κατηγορούμενο νόμου, είτε αυτός είναι νόμος της πράξης, είτε της εκδίκασης ή κάποιος νόμος που ίσχυσε μεταξύ τέλεσης της πράξης και εκδίκασης. Αυτή η επιλογή σαφώς επιτάσσεται από το νομοθέτη με την ύπαρξη του άρθρου 2 ΠΚ. Η επιταγή του άρθρου 2 ΠΚ αναλύεται σε δυο επιμέρους αρχές: αφενός στην αρχή της απαγόρευσης της αναδρομικής εφαρμογής μεταγενέστερου της πράξης και δυσμενέστερου νόμου και αφετέρου στην αρχή της αναδρομικής εφαρμογής μεταγενέστερου της πράξης και ευμενέστερου νόμου. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι δυο αρχές δεν προϋποθέτουν αναγκαστικά η μια την άλλη 13. Η αρχή της απαγόρευσης της αναδρομικής εφαρμογής μεταγενέστερου της πράξης και δυσμενέστερου νόμου έχει τις καταβολές της στην περίοδο του Διαφωτισμού, συμπυκνώνεται στη φράση του Feurbach, «Nullum Crimen Nulla Poena Sine Lege Praevia» και έχει αποκτήσει πλέον συνταγματική κατοχύρωση στις περισσότερες έννομες τάξεις 14. Στη χώρα μας η απαγόρευση αναδρομικής εφαρμογής του αυστηρότερου ποινικού νόμου υπάρχει σε όλα τα συντάγματα από το έτος 1827 και έπειτα. Τη μόνη εξαίρεση ανάμεσα στα ισχύσαντα συνταγματικά κείμενα που αναγνωρίζουν την αρχή της μη αναδρομικότητας του αυστηρότερου νόμου αποτελεί το Δ Ψήφισμα της Ε Αναθεωρητικής Βουλής που ψηφίστηκε στις 15-18/1/1975, το οποίο στο άρθρο 4 παρ. 4 προέβλεπε ότι: «το νδ106/73 περί παραγραφής εγκλημάτων τινων αναγνωρίζεται ανίσχυρον και θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξαν». Το νδ 106/73 αποτελούσε νόμο εκδοθέντα την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας με τον οποίο παραγράφονταν τα εγκλήματα των πραξικοπηματιών. Συνεπώς, εύλογα ο δημοκρατικός νομοθέτης καταργεί στην περίπτωση αυτή ένα νόμο μεταγενέστερο της πράξης ευνοϊκότερο, επιλέγοντας να νομοθετήσει αναδρομικά και να ισχύσει στην περίπτωση των πραξικοπηματιών νόμος μεταγενέστερος της πράξης και δυσμενέστερος. Με το ισχύον συνταγματικό καθεστώς ( άρθρο 7 παρ. 1 Σ ) ρητά απαγορεύεται ο ετεροχρονισμός με τη μορφή της αναδρομικότητας του ποινικού νόμου ώστε να χαρακτηριστεί μια πράξη ως έγκλημα 15. Επιπρόσθετα, το άρθρο 7 παρ. 1 Σ απαγορεύει τον ετεροχρονισμό 13 Μπέκας Γ., Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων, [ Ερμηνεία των άρθρων 2&3 ΠΚ], Κομοτηνή 1992, σ104 14 α. 103παρ.2 Θεμελ. Νόμου Γερμανίας; α. 25 εδ. β ιταλικού Σ; α. 25 ισπανικού Σ; α.9 βελγικού Σ; ΡάικοςΑθ., Η αναδρομικότης των νόμων εν τω ελληνικώ και αλλοδαπώσυνταγματικώδικαίω, ΕΔΔΔ, 10, (1966), σ254 15 Μανωλεδάκης Ι, Επιτομή γενικού μέρους, 2005, επιμ. Καϊάφα- Γκμπάντι, Συμεωνίδου- Καστανίδου σ24; Δέδες Χ., Η αναδρομική ισχύς του ηπιώτερου νόμου εν τω ποινικώδικαίω. Ερμηνεία του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, ΝοΒ 1958, σ865; Ευθυμίου, Η αναδρομική ισχύς ποινικών διατάξεων, ΕλλΔνη 1981, σ102
όταν αυτός θα οδηγήσει σε επαύξηση του αξιοποίνου.( απαγορεύεται η επιβολή βαρύτερης ποινής από εκείνη που ίσχυε κατά την τέλεση της πράξης). Η αρχή της εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου έχει τις καταβολές της στα μέσα του 19 ου αιώνα, δεν έτυχε όμως συνταγματικής κατοχύρωσης σε καμία τουλάχιστον ευρωπαϊκή χώρα (παρότι από κάποιους υποστηρίζεται ότι και αυτή καλύπτεται από την αρχή Nullum Crimen Nulla Poena Sine Lege) 16. Στη χώρα μας η αναδρομική εφαρμογή του ηπιότερου νόμου όχι μόνο δεν προβλεπόταν στον Ποινικό Νόμο (στο εξής ΠΝ) όπως συνέβαινε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες 17 αλλά αντιθέτως με το άρθρο 706 ΠΝ αποκλείονταν η αναδρομική εφαρμογή διατάξεών του σε πράξεις που είχαν τελεστεί πριν από την ισχύ του, ανεξάρτητα αν αυτές ήταν επιεικέστερες ή δυσμενέστερες 18. Το μόνο που προέβλεπε ο τότε ΠΝ ήταν το άρθρο 1 στο οποίο οριζόταν ότι «ποινή δεν καταγιγνώσκεται πλην εις εκείνας μόνον τας πράξεις και ελλείψεις, κατά των οποίων νόμος τις ώρισε προηγουμένως ρητή ποινήν». Το άρθρο αυτό παρότι δεν προέβλεπε κάτι σχετικό αναφορικά με την εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου, χρησιμοποιήθηκε από τη θεωρία 19 ως επιχείρημα για τη μη αναδρομική ισχύ των ποινικών νόμων. Η άποψη αυτή ενισχύονταν τόσο από το προαναφερθέν άρθρο 706 ΠΝ όσο και από το άρθρο 2 Αστικού Νόμου το οποίο προέβλεπε : «Ο νόμος ορίζει περί του μέλλοντος μόνον και δεν έχει αναδρομικήν δύναμιν». Παρά την αποδοχή της ως άνω διατυπωθείσας θέσης 20, ο εφαρμοστής του δικαίου της εποχής εκείνης είχε συχνά να αντιμετωπίσει το εξής πρόβλημα: Θα έμενε πιστός στη θέση της μη αναδρομικής εφαρμογής του ποινικού νόμου και στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία μια πράξη που τιμωρούνταν κατά το χρόνο τέλεσής της από καταργημένο ήδη νόμο, με μεταγενέστερο νόμο μένει ατιμώρητη; Ή τι θα έπραττε στην περίπτωση που μια πράξη που τιμωρούνταν κατά το χρόνο τέλεσής της από καταργημένο ήδη νόμο με συγκεκριμένου ύψους ποινή, τιμωρείται πλέον με μεταγενέστερο νόμο με ηπιότερη ποινή. Αν δεν εφαρμοζόταν ο επιεικέστερος νόμος τότε θα καταλήγαμε σε ένα παράλογο αλλά και άδικο αποτέλεσμα: ενώ η Πολιτεία η μόνη αρμόδια για να προβαίνει σε αξιολόγηση των εννόμων αγαθών μέσω της 16 ΤζωρτζόπουλοςΧαρ., Εγχειρίδιον του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, τομ Α, Αθήνα 1936, σ67 17 α. 2 παρ. 2 Γερμανικού Ποινικού Κώδικα, Ιταλικού Ποινικού Κώδικα 18 «Τα ελληνικά δικαστήρια παρά την ύπαρξη του άρθρου 706 ΠΝ εφήρμοζαν τον επιεικέστερο νόμο επικαλούμενα ως νομικό θεμέλιο τις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές του ποινικού δικαίου», χαρακτηριστική η ΑΠ 196/1898, Θέμ. Ι, σ116 19 Κωστής/ Μπουρόπουλος, Ερμηνεία του εν Ελλάδι ισχύοντος Ποινικού Νόμου, τομ. Α, 1926, σ26 20 Κωνσταντάρας Κ. Χ., ΕλληνικόνΠοινικόν Δίκαιον, τομ Α, 1939, σ404
ποινικής τους προστασίας με την αποποινικοποίηση μιας πράξης προσβολής ενός εννόμου αγαθού ή με την ηπιότερη τιμώρησή της ουσιαστικά θεωρεί πλέον προβαίνοντας σε νέα αξιολόγηση είτε ότι δεν προσβάλλεται το έννομο αγαθό είτε ότι προσβάλλεται λιγότερο από πριν, ο εφαρμοστής του Δικαίου να εμμένει σε μια άσκοπη πλέον τιμώρηση 21. 1. Προσπάθειες της θεωρίας για την αντιμετώπιση των ατόπων ελλείψει νομοθετικών ρυθμίσεων Λόγω των ατόπων που δημιουργούσε η έλλειψη μιας τέτοιας ρύθμισης, η θεωρία προσπάθησε να δώσει κατευθυντήριες γραμμές ώστε να αίρονται οι άδικες συνέπειες που θα εμφανίζονταν στην ποινική πράξη. Οι βασικοί άξονες της θεωρίας οι οποίοι αποτελούσαν ισχύουσες νομοθετικές επιλογές του Ιταλού νομοθέτη 22 συνοψίζονται στις εξής περιπτώσεις 23 : α) στην περίπτωση στην οποία μια πράξη που όταν τελέστηκε δεν τιμωρούνταν, κατέστη αξιόποινη σε μεταγενέστερο από το χρόνο τέλεσής της, ο μεταγενέστερος αυτός νόμος μη αναπτύσσοντας αναδρομική ισχύ δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην υπό κρίση πράξη. β) στην περίπτωση στην οποία μια πράξη κατά το χρόνο τέλεσής της τιμωρείται με μια ποινή και μεταγενέστερα εκδίδεται νόμος που τιμωρεί την ίδια συμπεριφορά αυστηρότερα, οπότε προτείνονταν να εφαρμόζεται ο προγενέστερος νόμος. γ) στην περίπτωση που μια πράξη τιμωρούνταν ως αξιόποινη κατά το χρόνο τέλεσής της ενώ μεταγενέστερα εκδίδονταν νόμος με τον οποίο καθίστατο η συμπεριφορά αυτή μη αξιόποινη(ανέγκλητη), οπότε ο τελέσας την πράξη δεν διώκονταν ούτε τιμωρούνταν σύμφωνα με τον καταργηθέντα ήδη νόμο. δ) στην περίπτωση που μια πράξη κατά το χρόνο τέλεσής της τιμωρούνταν ως αξιόποινη και μεταγενέστερα εκδίδονταν νόμος που προέβλεπε αυστηρότερη τιμώρηση, τότε προτείνονταν να εφαρμόζεται ο προγενέστερος νόμος που ήταν ηπιότερος. Τα ως άνω συμπεράσματα της θεωρίας γνώρισαν την κανονιστική τους αποτύπωση στο νόμο ΔΡΛΔ -01/03/1913(περί διοικήσεως των στρατιωτικώς κατεχόμενων χωρών/ 21 Μαργαρίτης Λ., Επιεικέστερος νόμος ισχύων μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και αναιρετικός της έλεγχος, Ποινική Δικαιοσύνη( Ποιν. Δικ), τεύχος 7, 2013, Μέρος Α, σ616 22 Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία, Ένδικα Μέσα- Αναίρεση κατά αποφάσεων, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σ942 23 Κωστή/ Μπουρόπουλου, Ερμηνεία του εν Ελλάδι ισχύοντος Ποινικού Νόμου, τομ. Α, 1926, σ27;μαργαρίτης Λ., Επιεικέστερος νόμος ισχύων μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και αναιρετικός της έλεγχος, Ποινική Δικαιοσύνη( Ποιν. Δικ), τεύχος 7, 2013, σ616
προσαρτημένες περιοχές) και συγκεκριμένα στο άρθρο 7 παρ. 2 εδ.β 24 αυτού το οποίο προέβλεπε ότι στα αδικήματα που τελέστηκαν πριν την στρατιωτική κατάληψη, εκδικάζονται δε μετά από αυτήν θα εφαρμόζεται η επιεικέστερη διάταξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη εμφάνιση της αρχής της εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου σε ελληνικό νομοθετικό κείμενο 25. 2. Ζητήματα που δημιούργησαν ερμηνευτικές δυσχέρειες Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω η εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου βασίστηκε στο εξαχθέν από τη θεωρία και αποτελούμενο από τέσσερα σημεία συμπέρασμα. Το συμπέρασμα αυτό όμως όσο λεπτομερές και να ήταν, δημιουργούσε στους θεωρητικούς και εφαρμοστές του δικαίου ποικίλους προβληματισμούς και ερμηνευτικές δυσχέρειες. i. Εξεύρεση του ηπιότερου νόμου Αμφισβητήσεις και δυσχέρειες δημιουργήθηκαν επ αφορμής της αρχής της εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου σχετικά με την εξεύρεση αυτού ανάμεσα στους περισσότερους νόμους ( πράξης, εκδίκασης, ενδιάμεσους) όταν συνέβαινε οι διατάξεις του καταργηθέντος ή καταργηθέντων και του ισχύοντος νόμων να είναι έτσι διατυπωμένες ώστε να μην είναι ευχερής με την πρώτη ματιά η εξεύρεση του επιεικέστερου από αυτούς. Η θεωρία προσπαθώντας να δώσει ικανοποιητική απάντηση στον προβληματισμό, έμμεσα υποστήριξε την ύπαρξη in concreto και όχι in abstractoεπιεικέστερου νόμου διαλαμβάνοντας ότι μόνος αρμόδιος για να καθορίσει ποιος είναι ο επιεικέστερος νόμος είναι ο δικαστής της υπό κρίση υπόθεσης. Προχώρησε δε θεωρώντας ότι η εξεύρεση του επιεικέστερου νόμου πρέπει να γίνει μετά από σύγκριση των εμπλεκόμενων νόμων εν συνόλω. Πιο συγκεκριμένα, υπογράμμισε την ανάγκη λήψης υπόψη από το δικαστή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος όπως καταγράφονται στους ισχύοντες νόμους, τις απειλούμενες ποινές, τα επακόλουθα, τις τυχόν προβλεπόμενες ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις αλλά και τις προϋποθέσεις για τη δίωξη του εγκλήματος(λχ κατ έγκληση διωκόμενο ή αυτεπαγγέλτως διωκόμενο). Απέρριψε δε την επιλογή του συνδυασμού όλων των εμπλεκόμενων νόμων και την περαιτέρω επιλογή των ηπιότερων 24 Το άρθρο 7 παρ. 2 εδ.β ΔΡΛΔ -01/03/1913 προέβλεπε: «Δια τα προγενέστερα δε αδικήματα εκδικαζόμενα μετά την κατάληψιν κρατεί ο κανών της εφαρμογής της επιεικεστέρας ποινικής διατάξεως» 25 Μπέκας Γ., Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων, [ Ερμηνεία των άρθρων 2&3 ΠΚ], Κομοτηνή 1992, σ103
διατάξεων από αυτούς 26, με το επιχείρημα ότι ο δράστης θα κριθεί μεν με την ευνοϊκότερη ουδέποτε όμως ισχύσασα νομική κατάσταση 27. Ιδιαίτερο προβληματισμό δημιούργησε στους κύκλους της επιστήμης η περίπτωση σύμφωνα με την οποία κατά την τέλεση της πράξης ίσχυε νόμος που τιμωρούσε την πράξη με ποινή α, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης ισχύει νόμος που τιμωρεί την ίδια πράξη με μικρότερη ποινή( επιεικέστερος), κατά την εκδίκαση όμως της συγκεκριμένης πράξης ο ενδιάμεσος νόμος έχει καταργηθεί και αντικατασταθεί από νόμο που περιέχει αυστηρότερες από αυτόν διατάξεις. Ο προβληματισμός αυτός παρουσιάζει μεγάλη συνάφεια με το ζήτημα που εξετάσαμε παραπάνω όσον αφορά το ποιος κατά κανόνα είναι ο νόμος που εφαρμόζεται(πέρα από το ποιος είναι επιεικέστερος) και να γιατί: Κάποιοι υποστήριξαν ότι στην περίπτωση αυτή θα πρέπει ο κατηγορούμενος να κριθεί με βάση τις διατάξεις του νόμου που ίσχυε κατά την τέλεση της πράξης 28. Οι υποστηρικτές αυτής της θέσης γενικά πίστευαν ότι εφαρμόζεται ο νόμος της πράξης 29 εκτός εάν κατά το χρόνο εκδίκασης ισχύει νόμος που καταργεί το αξιόποινο ή οδηγεί σε ηπιότερη τιμώρηση με το επιχείρημα ότι στην περίπτωση αυτή έχει μεταβληθεί η πεποίθηση της πολιτείας περί του αξιόποινου της συγκεκριμένης συμπεριφοράς, επιχείρημα όμως που κατ αυτούς δεν μπορεί να ισχύσει όταν η πολιτεία καταργώντας τον ενδιάμεσο επιεικέστερο νόμο επιστρέφει σε μια δυσμενέστερη θεώρηση περί του αξιόποινου της υπό κρίση συμπεριφοράς. Άλλοι 30 δε υποστήριξαν ότι από την ύπαρξη αυτού του ενδιάμεσου κανόνα δικαίου που κρίνεται επιεικέστερος τόσο του νόμου της πράξης όσο και του νόμου της εκδίκασης (ακόμα και αν αυτός καταργήθηκε) γεννιέται υπέρ του κατηγορούμενου δικαίωμα το οποίο εμποδίζει την εφαρμογή τόσο του νόμου της πράξης όσο και του νόμου εκδίκασης. Το ζήτημα αυτό που απασχολεί μέχρι και σήμερα τους θεωρητικούς παρά την ύπαρξη της ρύθμισης του άρθρου 2 ΠΚ και αφορά τους ενδιάμεσους νόμους λύεται υπέρ της άποψης της εφαρμογής του ενδιάμεσου επιεικέστερου νόμου.ας μας επιτραπεί εδώ μια παρέκβαση που 26 Κωστή/ Μπουρόπουλου, Ερμηνεία του εν Ελλάδι ισχύοντος Ποινικού Νόμου, τομ. Α, 1926, σ29 27 Το επιχείρημα αυτό χρησιμοποιείται και σήμερα για την απόρριψη της επιλογής των επιεικέστερων διατάξεων από επιμέρους νόμους που ίσχυσαν. Βλ. Ανδρουλάκης Ν., Ποινικόν Δίκαιον. Γενικό Μέρος( Παν/ και παραδόσεις), Αθήνα 1978, σ174; Ανδρουλάκης Ν., Ποινικόν Δίκαιον. Γενικό Μέρος, τομ Ι, Αθήνα 1991, σ 130; Μπέκα Γ., Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων, [ Ερμηνεία των άρθρων 2&3 ΠΚ], Κομοτηνή 1992, σ275 28 Ηλιόπουλος Τ., Σύστημα του Ελληνικού Ποινικού Δικαίου, τομ Α, 4 η εκδ, Αθήνα 1927, σ63 29 Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό Δίκαιο- Επιτομή Γενικού Μέρους, 2 η εκδ, Θεσσαλονίκη 1989, σ 66 30 Παραπεμπόμενους από Κωστή/ Μπουρόπουλο, Ερμηνεία του εν Ελλάδι ισχύοντος Ποινικού Νόμου, τομ. Α, 1926, σ29 : Chauveau/Helie- Listz- Meyer- Schwarre
αφορά όσα συζητούνται και γίνονται δεκτά σήμερα στους κύκλους της επιστήμης, η οποία είναι πολύ χρήσιμη για τη λύση που κατά την άποψή μας ορθώς ακολουθούσαν την εποχή εκείνη θεωρία και νομολογία. Η αναδρομικότητα του επιεικέστερου νόμου σήμερα υπό το καθεστώς του άρθρου 2 ΠΚ, δεν εμφανίζεται μόνο ως ετεροχρονισμός αλλά πολύ περισσότερο σε κάποιες περιπτώσεις παίρνει τη μορφή του «αναχρονισμού» ή όπως συνήθως ονομάζεται της «νεκρανάστασης» ενός νόμου. Ως τέτοια μπορεί να περιγραφεί η περίπτωση κατά την οποία ένας κυρωτικός κανόνας που δεν ίσχυε ούτε κατά την τέλεση της πράξης ούτε κατά το χρόνο επιβολής της ποινής, ισχύει και εφαρμόζεται με την προϋπόθεση ότι είναι επιεικέστερος τόσο από το νόμο που ίσχυε κατά την τέλεση όσο και σε σχέση με αυτόν που ίσχυε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Αντίθετος με τη λογική του αναχρονισμού ενός ποινικού νόμου φαίνεται ο Ανδρουλάκης 31 ο οποίος θεωρεί ότι με την πρακτική αυτή ο κατηγορούμενος καταφέρνει και πάντοτε εξασφαλίζει την εκδίκασή του σύμφωνα με τον επιεικέστερο νόμο- ακόμα και αν αυτός δεν είχε καμία σύνδεση με την τελεσθείσα από τον ίδιο πράξη αφού ο επιεικέστερος αυτός νόμος δεν ίσχυε ούτε κατά την τέλεση της πράξης ούτε κατά το χρόνο επιβολής της ποινής. Εξάλλου κατά τον Ανδρουλάκη μπορεί ο προκρινόμενος από την άποψη αυτή που δέχεται τον αναχρονισμό νόμος, εκτός από τη μη σύνδεσή του με την πράξη του δράστη, να ίσχυσε και για ελάχιστο χρονικό διάστημα. Κατά τον Ανδρουλάκη λοιπόν, κακώς ο κατηγορούμενος αποκτά εν είδει κεκτημένου δικαιώματος ένα τέτοιο προνόμιο. Στην άποψη αυτή του Ανδρουλάκη η πλειοψηφία της επιστήμης 32 ακολουθώντας την διατυπωθείσα από το Μαγκάκη 33 άποψη αντιτάσσει το επιχείρημα ότι η νεκρανάσταση ενός κανόνα δικαίου είναι απολύτως συμβατή με την αρχή της αναδρομικότητας του ποινικού νόμου επειδή έτσι εξαλείφεται και η ύστατη δυνατότητα του νομοθέτη να θεσμοθετήσει νόμο ενόψει μιας συγκεκριμένης περίπτωσης και με το νόμο αυτό να ανατρέψει την υπαγωγή αυτής της περίπτωσης σε επιεικέστερο νόμο, που θα την έχει καλύψει με την ισχύ του. Εξάλλου, βασικό επιχείρημα προς στήριξη της θέσης του Μαγκάκη που διατυπώνεται, είναι ότι με τον αναχρονισμό επιτυγχάνεται και η πληρέστερη αναζήτηση της αλήθειας με την ιδέα ότι αν δεν εφαρμοζόταν αυτός, ο κατηγορούμενος προκειμένου να δικαστεί ενόσω θα διαρκούσε ο 31 Ανδρουλάκης Ν., Ποινικό δίκαιο, Γενικό μέρος, Θεωρία για το Έγκλημα, 2000, σ124 32 Μανωλεδάκης Ι., Ποινικό Δίκαιο- Γενική Θεωρία, 2004, σ121; Δέδες Χ., Η αναδρομική ισχύς του ηπιώτερου νόμου εν τω ποινικώδικαίω. Ερμηνεία του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, ΝοΒ 1958, σ865; Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο- Γενικό Μέρος, τi, 2007, Σάκκουλας, σ74 33 Μαγκάκης Γ. Α., Συστ.ΕρΠΚ, 1993, άρθρο 2, αρ. 16
ενδιάμεσος νόμος θα «παραιτούνταν» από νόμιμα μέσα και όπλα άμυνας για την απόδειξη και στήριξη της αθωότητάς του λχ δε θα ασκούσε ένδικα μέσα ή ένδικα βοηθήματα σε περιπτώσεις που θα ήταν για αυτόν δυνατό. Άλλωστε η επιλογή του αναχρονισμού του ποινικού νόμου υπέρ του κατηγορούμενου υπηρετεί επιπλέον, λόγους επιείκειας αλλά και ισότητας 34. Τη θέση για την εφαρμογή σε κάθε περίπτωση του επιεικέστερου νόμου ακόμα και αν αυτός δεν ίσχυε ούτε κατά την τέλεση της πράξης ούτε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης(νεκρανάσταση), που ακολουθούνταν και μέχρι σήμερα συνεχίζει να ακολουθείται από θεωρία και νομολογία θεωρούμε κατά την προσωπική μας άποψη ορθότερη όχι επειδή δημιουργείται δήθεν κεκτημένο δικαίωμα για τον κατηγορούμενο αλλά κυρίως λόγω του ότι με αυτήν την παραδοχή αποφεύγεται το πιθανότατο ενδεχόμενο να στερηθεί ο κατηγορούμενος όλα τα νόμιμα μέσα άμυνας λχ ένδικα μέσα εξαιτίας του εύλογου φόβου του μήπως μεταβληθεί επί το δυσμενέστερο το ισχύον κατά εκείνο το χρόνο νομικό καθεστώς 35. ii. Τελεσιδικία ή αμετάκλητο Ανάμεσα στα ποικίλα ζητήματα που δημιούργησε η εφαρμογή των συμπερασμάτων για την εφαρμογή της επιεικέστερης διάταξης, το σημαντικότερο ήταν αυτό του χρονικού σημείου εκείνου μέχρι το οποίο θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής ο επιεικέστερος νόμος. Δύο ήταν οι απόψεις που διαμορφώθηκαν γύρω από το εξεταζόμενο ζήτημα. Συγκεκριμένα από τη μια 36 υποστηρίχθηκε ότι η αναδρομική ισχύς του επιεικέστερου νόμου έπρεπε να εκτείνεται μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης. Επομένως στην περίπτωση που είχε ασκηθεί αναίρεση και στο χρονικό διάστημα πριν τη συζήτηση αυτής εκδίδονταν επιεικέστερος νόμος αυτός δε θα μπορούσε να εφαρμοστεί λόγω του ότι η προσβαλλόμενη με την αναίρεση απόφαση δεν περιείχε σφάλμα ως προς αυτό το σκέλος αφού ο επιεικέστερος νόμος εκδόθηκε μετά τη συζήτηση της έφεσης. Κύριος εκπρόσωπος της άποψης αυτής ήταν ο Κωστής. Από την άλλη 37 εκφράστηκε η άποψη κατά την οποία ως χρονικό σημείο μέχρι το οποίο θα ήταν δυνατή η εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου θα έπρεπε να αναγνωριστεί αυτό του αμετακλήτου, διότι μέχρι του 34 Καρράς, ΠοινΧρ 1968, σ331; Μπέκας Γ., Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων,[ Ερμηνεία των άρθρων 2&3 ΠΚ], Κομοτηνή 1992, σ162 35 Μπέκας Γ., Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων, [ Ερμηνεία των άρθρων 2&3 ΠΚ], Κομοτηνή 1992, σ163 36 Κωστή/ Μπουρόπουλου, Ερμηνεία του εν Ελλάδι ισχύοντος Ποινικού Νόμου, τομ. Α, 1926, σ30 37 Κωστή/ Μπουρόπουλου, Ερμηνεία του εν Ελλάδι ισχύοντος Ποινικού Νόμου, τομ. Α, 1926, σ30-31
σημείου αυτού τα ποινικά δικαστήρια διατηρούν τη δικαιοδοσία τους επί της εκάστοτε κρινόμενης υπόθεσης. Ως περιεχόμενο δε της δικαιοδοσίας τους θεωρείται η υποχρέωσή τους προς εφαρμογή του εν τω μεταξύ εκδοθέντοςεπιεικέστερου νόμου. Η άποψη αυτή την οποία εξέφρασε ο Μπουρόπουλος, φαίνεται ορθότερη και πειστικότερη και τελικά είναι και εκείνη που ακολουθούσε κατά κόρον η νομολογία 38 και τελικά επικράτησε 39 και αποτελεί μέχρι και σήμερα 40 αναμφίβολη επιλογή του νομοθέτη. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι αμφότεροι δέχονταν ότι αν μετά το σημείο αυτό (τελεσιδικία ή αμετάκλητο αντίστοιχα) και πριν αρχίσει ή αφού αρχίσει η εκτέλεση της ποινής δημοσιευθεί νόμος που καταργεί την ποινή ή καθιερώνει ηπιότερη ποινή τότε δεν αναστέλλεται μεν η εκτέλεση της ποινής υφίσταται όμως δικαιολογημένη περίπτωση για απονομή χάριτος 41. iii. Εφαρμογή του επιεικέστερου νόμου στους προσωρινής ισχύος νόμους Ζήτημα ετέθη και αναφορικά με τους προσωρινής ισχύος νόμους και ειδικότερα με το αν θα έπρεπε να τιμωρούνται τα προβλεπόμενα από αυτούς αδικήματα μετά την πάροδο της ισχύος τους. Ως νόμοι προσωρινής ισχύος νοούνταν ήδη από την εποχή ισχύος του ΠΝ οι νόμοι εκείνοι που προβλέπουν ρητά περιορισμένη χρονική διάρκεια ισχύος ορίζοντας την ημερομηνία που θα παύσουν να ισχύουν ή εξαρτούν τη διάρκειά τους από τη διάρκεια ενός έκτακτου και όλως εξαιρετικού γεγονότος που προκάλεσε την έκδοσή τους 42. Δύο απόψεις υποστηρίχθηκαν σχετικά τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία. Κατά την πρώτη 43, δε θεωρούνταν δυνατή η τιμώρηση πράξεων που ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής προσωρινής ισχύος νόμου με την ιδέα ότι η πάροδος της προθεσμίας της ισχύος ενός τέτοιου νόμου δε διέφερε σε τίποτα από τη ρητή κατάργησή του ενώ με αυτήν (την πάροδο της προθεσμίας ισχύος) τεκμαιρόταν ότι είχε παύσει η 38 ΑΠ 165/1910, Θέμις ΚΑ, σ592; ΑΠ 184/1921, Θέμις ΛΒ, σ230; Αντίθετη-δεχόμενη ως σημείο την τελεσιδικία η ΑΠ 238/1924, Θέμις ΛΕ, σ436 39 Σχέδιο Ποινικού Κώδικα 1938, α. 1παρ. 2 40 α. 2 παρ. 1 ΠΚ 41 Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία, Ένδικα Μέσα- Αναίρεση κατά αποφάσεων, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σ945 42 Βουγιούκας Κ., Ποινικοί νόμοι προσωρινής ισχύος, Αρμ 1954, σ503; Χαραλαμπάκης Αρ., Ερμηνεία ΠΚ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, άρθρο 3 αρ.2; ΟλΑΠ 785/1978, ΠοινΧΡ 1978, σ888; ΑΠ 1351/1983, ΠοινΧρ 1984, σ287; ΠλημΘες 989/1977, Βάση δεδομένων ΝΟΜΟΣ; 43 Κωστή/ Μπουρόπουλου, Ερμηνεία του εν Ελλάδι ισχύοντος Ποινικού Νόμου, τομ. Α, 1926, σ27