Πρώτη νύχτα με το θησαυρό Περασμένα μεσάνυχτα. Όλοι στο πλοίο ξεκουράζονταν ύστερα από μια μέρα γεμάτη συγκινήσεις και περιπέτειες. Μόνο ο παπαγάλος Μπιρμπίλης στεκόταν στην κουπαστή της σκάλας επαναλαμβάνοντας συνεχώς: Ωραίο το κολιέ σας, μαντάμ! Ήταν το μοναδικό πλάσμα που δεν κοιμόταν. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε ο καπετάν Μπουρίνης όταν έκλεισε κι αυτός τα ματάκια του, αφού νανουρίστηκε χαϊδεύοντας το σεντούκι με το θησαυρό που φύλαγε κάτω από το κρεβάτι του. Τον είχε κρύψει εκεί για να είναι σίγουρος, ενώ τον πειρατή τον είχε κλειδώσει στο κελί του καραβιού. 9
Ο πειρατής Φουρτούνας, κλεισμένος στο κελί, ένιωθε εξαπατημένος. Τον είχαν κοροϊδέψει και του είχαν πάρει το θησαυρό, ενώ αυτός είχε δώσει το χάρτη του. Έπρεπε να δραπετεύσει και να εκδικηθεί. Πρώτα όμως έπρεπε να πάρει πίσω το θησαυρό! Με αυτές τις σκέψεις τον πήρε ο ύπνος και με το ροχαλητό του τάραζε ακόμη και τα ψάρια στο βυθό!
Η Ψιτ, η χαριτωμένη γατούλα που είχε πρόσφατα έρθει στο πλοίο, γλειφόταν κάνοντας το μπάνιο της πριν πέσει κι αυτή να κοιμηθεί. Ο Μπαφ, ο σκύλος του καραβιού, είχε από ώρα ξαπλώσει. Τελείωνε με το μπάνιο και κοιμήσου!
Κι εσύ χρειάζεσαι ένα μπανάκι, Μπαφ. Αφού όμως σου αρέσει να βρομάς σαρδέλα, άφησέ με ήσυχη και κοίτα τη δουλειά σου, που είναι να φυλάς το πλοίο και όχι να κοιμάσαι. Εμένα η δουλειά μου είναι να είμαι όμορφη και χαριτωμένη. «Εσύ μου είπες να έρθω εδώ και να κοιμηθώ κοντά σου, γιατί φοβάσαι. Εγώ λοιπόν κάνω τη δουλειά μου. Εσένα όμως δουλειά σου είναι να τρως ποντίκια και» «Σε αυτό το πλοίο δεν υπάρχει ούτε ένα! Άρα είμαι σε αναγκαστική δίαιτα και υποχρεωτική άδεια!» «Και όμως έχει Το Λαδοπόντικα, τον ποντικό του μάγειρα Φούσκα!»
Η Ψιτ γύρισε και έξαλλη από θυμό τού φώναξε: Μη μου μιλάς γι αυτόν! Ξέρεις πως δε μ αφήνει ο μάγειρας να τον πιάσω!
«Αν ήθελες εσύ, θα έβρισκες τρόπο! Φαίνεται ότι του τη χαρίζεις, επειδή ξέρεις πως είναι ερωτευμένος μαζί σου απ την πρώτη στιγμή που σε είδε». «Μπλιαχ! Εγώ να κολακευτώ επειδή με έχει ερωτευτεί ο Λαδοπόντικας; Τι είναι αυτά που λες; Τρελάθηκες;» είπε εκνευρισμένη η Ψιτ.
Έγλειψε λίγο το πόδι της, ακούμπησε το μπουρνούζι στην καρέκλα κι έπεσε στο κρεβάτι της. «Το κερί! Πάλι το ξέχασες!» της φώναξε ο Μπαφ και το σβησε. «Όχι, άναψέ το, σε παρακαλώ! Φοβάμαι». Ο Μπαφ έκανε ό,τι του είπε και αμέσως τη ρώτησε τι είχε πάθει. «Με όλα αυτά που έγιναν σήμερα και με ένα θησαυρό πάνω στο πλοίο, φοβάμαι». «Τι φοβάσαι; Αν έρθει κάποιος, θα έρθει για να κλέψει το θησαυρό». «Το θησαυρό και την όμορφη γατούλα του καραβιού! Δηλαδή, εμένα. Αν όμως σε ενοχλεί και δεν μπορείς να κοιμηθείς που κοιμάσαι όλη μέρα, δηλαδή σβήσ το!» Ο Μπαφ φύσηξε κι έσβησε πάλι το κερί. «Αχ, άναψέ το».
«Τι συμβαίνει πάλι;» ρώτησε ο Μπαφ αγανακτισμένος, ανάβοντας ξανά το κερί. «Σε παρακαλώ, πες μου, τον πειρατή Φουρτούνα τον κλείδωσε καλά ο καπετάνιος στο κελί του; Ξέρεις με κοιτούσε περίεργα. Οι πειρατές δεν αγαπούν τις γάτες, γιατί πώς να το κάνουμε, αν πέσει μεγάλη πείνα, οι παπαγάλοι τους είναι μια λύση!» «Ούτε που να το σκέφτεσαι να φας τον Μπιρμπίλη! Ο καπετάνιος τον κράτησε για δικό του. Όσο για τον πειρατή, δεν ακούς πώς ροχαλίζει και τρίζει όλο το πλοίο; Κοιμάται του καλού καιρού. Σίγουρα η πόρτα του κελιού είναι κλεισμένη με τη χοντρή αλυσίδα». Ουφ, σαν πολλοί μαζευτήκαμε εδώ μέσα. Λοιπόν, σβήσε το κερί να κοιμηθούμε!
Δεν πέρασαν ούτε δυο λεπτά κι άρχισε να χτυπάει το καμπανάκι του συναγερμού! «Όλοι στο κατάστρωμα! Όλοι στο κατάστρωμα!» φώναζαν οι ναύτες.
Η Ψιτ πετάχτηκε. «Μπαφ, τι συμβαίνει; Βυθιζόμαστε; Τι θα κάνω που δεν ξέρω κολύμπι; Ούτε η γούνα μου είναι αδιάβροχη!» «Δεν είναι σίγουρο ότι βυθιζόμαστε. Μπορεί να έχουμε πιάσει φωτιά! Μπορεί να συμβαίνει και κάτι άλλο, που δεν πάει το μυαλό μας. Πάμε! Πάμε γρήγορα στο κατάστρωμα και θα μάθουμε»