ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
Σελίδα 1 από 5. Τ

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Μεταπτυχιακή Εργασία. Καρκούλας Παναγιώτης. Λογική μέθοδος ερμηνείας

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Ένα ερµηνευτικό παράδειγµα από το Σύνταγµα» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Νομιμοποίηση και ενστάσεις

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 3: Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ι

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΕΡΓΑΣΙΑ. ΘΕΜΑ: Ερµηνεία του άρθρου 37 παρ. 1 και 2 σύµφωνα µε τη γραµµατολογική µέθοδο.

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΝΟΜΟΥ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΝΟΜΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΑ

Η Αρχή της Νομιμότητας ως Οριοθέτηση των Συνταγματικών Δικαιωμάτων

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΘΕΜΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Ενότητα 3 η : Τι είναι το Σύνταγμα Έννοια, διακρίσεις και λειτουργίες

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Διακρίσεις ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων

Ενότητα 4 η : Συνταγματικές Διατάξεις & Κανόνες Θεμελιώδεις Συνταγματικές Αρχές Τα Όργανα του Κράτους

Διοικητικό Δίκαιο. Πηγές διοικητικού δικαίου 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Ι.α) Το αντικείµενο και η αναγκαιότητα της ερµηνείας. Ερµηνεία του δικαίου είναι η

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 3: Δισσοί Λόγοι. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

Μάθημα: «Συνταγματικό Δίκαιο, » Διδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Δημητρόπουλος

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, ο μεγαλύτερος. επιστημονικός σύλλογος της χώρας, με τους αγώνες. και τη μεγάλη δημοκρατική παράδοση, άρθρωσε

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Ενότητα 11 η : Αρχή δεδηλωμένης Διορισμός πρωθυπουργού

Κεφάλαιο 1. Εισαγωγή στο Δίκαιο και στην Επιστήμη του Δικαίου

1. Οι μέθοδοι ερμηνείας του Συντάγματος. Ερμηνεία συνιστά την νοητική εκείνη διαδικασία που επιχειρεί την υπαγωγή της κάθε πράξεως στον εκάστοτε

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

1. Η κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση κατά το Σύνταγμα. Το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση αποτελεί κοινωνικό δικαίωμα, το περιεχόμενο

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία τους για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Αναλυτικό διάγραμμα του μαθήματος της Δευτέρας 5/10/2015

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Κατατακτήριες Eξετάσεις για εισαγωγή στη Νομική Σχολή για το ακαδημαϊκό έτος

«Αυτό που διηγούμαστε συνέβη πραγματικά. Τίποτα δεν συνέβη όπως το διηγούμαστε.» Γκαίτε (Goethe)

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Αριθµός 111/2013 ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑ: Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΙΚΑΙΟΥ

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Εργασία στο μάθημα : Συνταγματικό Δίκαιο Θέμα : Η ερμηνεία του Συντάγματος Διδάσκων Καθηγητής : Ανδρέας Δημητρόπουλος Στοιχεία φοιτήτριας Όνομα : Γιώτη Ηλέκτρα Α.Μ. : 1340200800050 Εξάμηνο : 9 ο (χειμερινό) Τηλ. : 6948862658 Email : ilektrag@hotmail.gr

Πίνακας περιεχομένων ΕΙΣΑΓΩΓΗ : «ΤΟ ΘΕΜΑ»... 2 ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ... 2 Έννοια, αναγκαιότητα ερμηνείας... 2 Διακρίσεις ερμηνείας... 4 Μέθοδοι ερμηνείας... 4 Τα ερμηνευτικά επιχειρήματα : «εργαλεία» της ερμηνείας του νόμου... 7 Τρόποι ερμηνείας... 8 Οι ερμηνευτικές αρχές που διασφαλίζουν την ιεραρχική, χρονική και λογική ενότητα της έννομης τάξης... 8 Οι φορείς της ερμηνείας του δικαίου... 8 ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ... 9 Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Συντάγματος ως αντικειμένου ερμηνείας... 9 Ειδικές αρχές της ερμηνείας του Συντάγματος... 11 Πολιτική πρακτική και νομική θεωρία... 16 Η διατύπωση της εγκυρότερης ερμηνευτικής εκδοχής... 19 Η ερμηνεία από τα κρατικά όργανα και η ερμηνεία από τη θεωρία... 24 Η σύμφωνη προς το Σύνταγμα ερμηνεία... 26 Η εξειδίκευση των συνταγματικών κανόνων... 27 Καθοριστική, προσδιοριστική και συμπληρωματική ερμηνεία... 27 Ερμηνεία του Συντάγματος και ευρωπαϊκή ενοποίηση... 28 Βασικά συμπεράσματα... 30 ΠΕΡΙΛΗΨΗ / SUMMARY... 31 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ... 33 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 33 ΛΗΜΜΑΤΑ / LEMMAS... 34 ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ... 34 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ : «ΤΟ ΘΕΜΑ» Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η ερμηνεία του Συντάγματος. Σκοπός της δε να καταδείξει τη μεγάλη σημασία και ταυτόχρονα την αναγκαιότητα αυτής για τη νομική επιστήμη. Είναι γνωστό ότι έργο της νομικής επιστήμης δεν είναι απλά και μόνο η διακρίβωση της θέλησης της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, αλλά η συγκεκριμενοποίηση του αντικειμενικού νοήματος του κανόνα δικαίου. Έργο του νομικού και κυρίως του δικαστή δεν είναι απλά η ερμηνεία των νόμων, αλλά η «δίκαιη ερμηνεία», η εφαρμογή τους σύμφωνα με την κρατούσα, σε συγκεκριμένο κοινωνικό χώρο, αντίληψη για τη δικαιοσύνη. Πολλώ δε μάλλον, όταν πρόκειται για το ίδιο το Σύνταγμα, που συνιστά τον καθολικό ρυθμιστή της συνολικής έννομης τάξης και νομικής ζωής και παράλληλα βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας της έννομης τάξης, καθίσταται αυτή απαραίτητη. Περαιτέρω θα εξεταστεί η ερμηνεία του δικαίου, οι μέθοδοι ερμηνείας και κατόπιν η σχέση Συντάγματος και ερμηνείας. Ακολουθεί η έρευνα τυχόν ιδιαιτεροτήτων της ερμηνείας του Συντάγματος, αρχές που διέπουν την ερμηνεία του Συντάγματος, η διάκριση μεταξύ νομικής και πολιτικής ερμηνείας του Συντάγματος και οι επιμέρους απόψεις που έχουν υποστηριχτεί στη θεωρία, η ανεύρεση της εγκυρότερης ερμηνευτικής εκδοχής, η διάκριση μεταξύ ιστορικο εξελικτικής ερμηνείας και προερμηνευτικής θεωρίας και τέλος, η ερμηνεία του Συντάγματος υπό το φως της ευρωπαϊκής ενοποίησης. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Έννοια, αναγκαιότητα ερμηνείας Ερμηνεία του δικαίου είναι η επιστημονική διεργασία, με την οποία διακριβώνεται το αληθινό περιεχόμενό του. Μέσω της ερμηνείας επιδιώκεται η γνώση του νοήματος του κανόνα δικαίου, αλλά και η εμπέδωση μιας συγκεκριμένης γενικότερης δικαιϊκής αντίληψης. Σκοπός της ερμηνείας του δικαίου είναι καταρχήν η ανεύρεση του νοήματος του «ισχύοντος» κανόνα δικαίου, η οποία συνιστά την de lege lata (de constitutione lata) ερμηνεία του δικαίου. Παράλληλα, έργο της νομικής επιστήμης είναι και η κριτική του ισχύοντος δικαίου, με σκοπό, βέβαια, τη βελτίωσή του. Η έρευνα συνιστά τη de lege ferenda (de constitutione ferenda) ανάλυση των κανόνων δικαίου, η 2

οποία αποβλέπει στο πώς θα έπρεπε να είναι ο κανόνας δικαίου. Η de lege ferenda νομική έρευνα προϋποθέτει την de lege lata και στηρίζεται στα συμπεράσματά της. Επομένως, πρώτα πρέπει να διακριβωθεί το πώς έχει ο κανόνας δικαίου, ούτως ώστε να ασκηθεί κριτική και να εκφραστεί η άποψη για το πώς θα έπρεπε να είναι. Η ίδια η φύση των κανόνων δικαίου είναι αυτή που υπαγορεύει και ταυτόχρονα καθιστά αναγκαία την ερμηνεία τους. Ο κανόνας δικαίου αποτελεί ρύθμιση γενική και αφηρημένη. Αποτέλεσμα της ερμηνευτικής λειτουργίας είναι η υπαγωγή συγκεκριμένης περίπτωσης στο ρυθμιστικό περιεχόμενο του κανόνα δικαίου. Με αυτή λοιπόν την έννοια, η ερμηνεία αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής του δικαίου. Η αναγκαιότητα της ερμηνείας εκτείνεται σε περιπτώσεις διαφωνίας ως προς το περιεχόμενο του κανόνα δικαίου, κυρίως όταν η ρύθμιση είναι ασαφής. Σε περίπτωση έλλειψης ρύθμισης τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου και όχι ζήτημα ερμηνείας του δικαίου. Ο εντοπισμός του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου σε συγκεκριμένη περίπτωση ανήκει στη γενικότερη νομική ανάλυση, ωστόσο δεν αποτελεί κατά κυριολεξία ερμηνεία, γιατί ακριβώς δεν ασχολείται με τη διακρίβωση του αληθούς νοήματος του νόμου, αλλά με το ερώτημα ποιος κανόνας δικαίου εφαρμόζεται και κατά τούτο προηγείται της κατά κυριολεξία ερμηνείας. Συνεπώς, πρώτα πρέπει να εξακριβωθεί ποιος κανόνας εφαρμόζεται και κατόπιν να αναζητηθεί το αληθινό του νόημα. Στις περιπτώσεις ελέγχου της συνταγματικότητας, η ερμηνεία των συνταγματικών κανόνων έχει ως αποτέλεσμα τον καθορισμό του κοινού δικαίου 1. 1 ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ, ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ,ΜΕΡΟΣ Α : Γενική Συνταγματική Θεωρία, ΜΕΡΟΣ Β : Οργάνωση και λειτουργία του Κράτους, Β ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011, σελ. 20 22 3

Διακρίσεις ερμηνείας Μέθοδοι ερμηνείας Η μακροχρόνια καλλιέργεια του ιδιωτικού δικαίου, σε συνάρτηση με τη μείζονα πρακτική σπουδαιότητα και σημασία του για τη ρύθμιση της κοινωνικής συμβίωσης οδήγησε στην επεξεργασία και διαμόρφωση ορισμένων μεθόδων ερμηνείας του που είναι ήδη καθιερωμένες. Κύριος στόχος αυτών των μεθόδων είναι η ανεύρεση της βούλησης του νομοθέτη, την οποία ταυτίζουν περίπου με το νόημα των νομικών κανόνων ή πάντως το συνάγουν μέσω αυτής. Το ζήτημα ανακύπτει λόγω ιδίως της χρονικής διαφοράς που συνήθως παρεμβάλλεται ανάμεσα στη θέσπιση ενός νομικού κανόνα και στην εφαρμογή του. Αναφορικά προς αυτό το ζήτημα διατυπώθηκαν δύο θεωρίες. Σύμφωνα με την πρώτη, την «υποκειμενική» θεωρία, σημασία για την ερμηνεία έχει η (υποκειμενική) βούληση του θεσπίζοντος τον κανόνα, ήτοι του συγκεκριμένου «ιστορικού» συντακτικού νομοθέτη. Για την αναζήτηση αυτής της βούλησης, που νοείται προφανώς στην ψυχολογική της υφή, γίνεται προσφυγή στις προπαρασκευαστικές εργασίες, προσχέδια, σχέδια και συζητήσεις, στα πρακτικά των συντακτικών ή αναθεωρητικών του Συντάγματος συνελεύσεων ή στον Τύπο ορισμένης εποχής, κατά την οποία καταρτίστηκε και ψηφίστηκε ένα Σύνταγμα ή μια συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη. Αυτή η «βουλησιαρχική» αντίληψη της ερμηνείας, που ενεργείται μέσα από τις προσωπικές απόψεις και θέσεις των συντακτών των συνταγματικών διατάξεων, συνδέεται με μια «απολιθωμένη» εικόνα του νομοθέτη. Η βούλησή του δεν προσφέρεται εύκολα για ερμηνεία, γιατί ακριβώς δεν είναι εξατομικευμένη. Συνήθως πρόκειται για συλλογικό κρατικό όργανο στο πλαίσιο του οποίου αντιπαρατάσσονται αντιτιθέμενα συμφέροντα και διαφορετικές ιδεολογίες που έχει μάλιστα εκφράσει τη βούλησή του πριν από πολλά χρόνια και σε περίπλοκες ιστορικές περιστάσεις πολιτικών αναστατώσεων και μετασχηματισμών. Και πράγματι συμβαίνει τα Συντάγματα να θεσπίζονται ή να τροποποιούνται, ως επί το πλείστον, κάτω ακριβώς από τέτοιες ανώμαλες συνθήκες. Η αναζήτηση του νοήματος των συνταγματικών κανόνων στην ιστορική θέληση του συντακτικού νομοθέτη λειτουργεί σε βάρος του σύγχρονου συντακτικού νομοθέτη και αγνοεί τη βούληση του Λαού, ως ζωντανού φορέα της συντακτικής εξουσίας στα δημοκρατικά πολιτεύματα. 4

Η δεύτερη, η «αντικειμενική» θεωρία της ερμηνείας υποστηρίζει ότι ο κανόνας δικαίου, εν προκειμένω το Σύνταγμα αποσυνδέεται («ανεξαρτητοποιείται») από τη βούληση των συγκεκριμένων ιστορικών προσώπων που τον θέσπισαν και αποκτά ένα άσχετο από αυτή αντικειμενικό νόημα. Σημασία πλέον έχει η «βούληση του νόμου», ο οποίος με αυτόν τον τρόπο προσωποποιείται ή ακριβέστερα η «αντικειμενική βούληση του νομοθέτη» κατά το χρόνο της εφαρμογής του κανόνα, δηλαδή η υποτιθέμενη βούληση ενός αφηρημένου όχι εμπειρικά, αλλά κανονιστικά νοουμένου νομοθέτη που θεωρείται εκάστοτε «παρών» κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κειμένων διατάξεων, ώστε να καθορίζει τι ισχύει «εδώ και τώρα» : πρόκειται, δηλαδή, για το κανονιστικό «νόημα του νόμου». Σύμφωνα με την αντικειμενική θεωρία, αυτό προσδιορίζεται αντικειμενικά, δηλαδή από την ένταξη και τη θέση του συγκεκριμένου κανόνα στο όλο σύστημα της ισχύουσας έννομης τάξης, καθώς και από τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές εν γένει συνθήκες. Ακολουθεί, δηλαδή, την ιστορική εξέλιξη. Τα πλεονεκτήματα της αντικειμενικής θεωρίας είναι τα ακόλουθα : καταρχήν παρέχει τη δυνατότητα προσαρμογής της ερμηνείας του Συντάγματος στην εξελισσόμενη και εκάστοτε υπάρχουσα ιστορική πραγματικότητα, έτσι ώστε τα συνεχώς ανακύπτοντα νέα προβλήματα να μπορούν να αντιμετωπιστούν από τις προϋπάρχουσες διατάξεις, των οποίων η σημασία διευρύνεται με αυτόν τον τρόπο. Επίσης, η «αντικειμενική» βούληση του συντακτικού νομοθέτη, στο βαθμό που συνάγεται ενόψει των σύγχρονων δεδομένων βρίσκεται ασφαλώς πιο κοντά στην πραγματικότητα από την αποστεωμένη βούληση του παρωχημένου ιστορικού νομοθέτη. Ωστόσο, τα εν λόγω πλεονεκτήματα εμπεριέχουν και αδύνατα σημεία : πρώτα απ όλα, τα στοιχεία που συνθέτουν την «αντικειμενική βούληση» του σύγχρονου συντακτικού νομοθέτη είναι ασαφή, δυσεξακρίβωτα και αμφισβητούμενα, με αποτέλεσμα η «μυθοποίησή» του να μην υστερεί σε σχέση με τον ιστορικό νομοθέτη της υποκειμενικής θεωρίας. Ακόμα, η παρεχόμενη στον ερμηνευτή και εφαρμοστή του Συντάγματος δυνατότητα προσαρμογής του νοήματος των κανόνων του προς την εκάστοτε δεδομένη πραγματικότητα, απολήγει στη διεύρυνση και διόγκωση του ρόλου του δικαστή, ο οποίος έτσι τείνει, αντί να ερμηνεύει, ουσιαστικά να θεσπίζει δίκαιο, ασκώντας μια οιονεί συντακτική εξουσία, αν και το κρατικό όργανο που τεκμαίρεται ως κατεξοχήν αρμόδιο να εκφράσει άρα και να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη, στα δημοκρατικά πολιτεύματα, είναι εξ ορισμού η λαϊκή αντιπροσωπεία. Έτσι, αν γίνει δεκτό ότι η ερμηνεία του Συντάγματος στην οποία προβαίνει τελικά και έγκυρα (με 5

κύρος κρατικής προσταγής) ιδίως ο δικαστής που ασκεί τον (ουσιαστικό) έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων αναζητεί πρωτίστως το «αντικειμενικό» νόημα των κανόνων στο πλαίσιο του όλου συστήματος της συγκεκριμένης έννομης τάξης και σε συνάρτηση με τα εκάστοτε ενεστώτα δεδομένα της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, ωστόσο δεν μπορεί να αγνοήσει πάντως τον «πυρήνα» του νοήματος που έχει τεθεί από τον ιστορικό συντακτικό νομοθέτη, σε συγκεκριμένο κείμενο, και που η αναζήτησή του αποτελεί οπωσδήποτε και αυτή στοιχείο της ερμηνείας. Γιατί, διαφορετικά, η βούληση του ερμηνευτή ή / και εφαρμοστή του Συντάγματος θα αντικαθιστούσε απλώς, ουσιαστικά τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη. Επομένως, η αναδρομή στα πρακτικά των συζητήσεων, πέρα από τη διαφωτιστική της σημασία, για τη διακρίβωση της θέλησης του συγκεκριμένου νομοθέτη, μόνο επιβοηθητικό ενισχυτικό χαρακτήρα μπορεί να έχει. Η ρητά στις διατάξεις του νόμου εκφραζόμενη θέληση είναι όμως αποφασιστικής σημασίας 2. Για την ανεύρεση της από οποιαδήποτε άποψη «βούλησης του νομοθέτη» έχουν διατυπωθεί ορισμένες μέθοδοι ερμηνείας. Γραμματική είναι η ερμηνεία που αναζητεί το νόημα του κανόνα δικαίου μέσα από την έννοια των όρων που χρησιμοποιούνται για τη διατύπωσή του και των συντακτικών και γραμματικών κανόνων που δομούν το κείμενό του. Επειδή, όμως, η γραμματική ερμηνεία δεν είναι πάντοτε επαρκής, το νόημα του κανόνα δικαίου αναζητείται μέσω και των άλλων ερμηνευτικών μεθόδων και, ιδίως : της λογικής ερμηνείας, που αναζητεί το νόημα του κανόνα δικαίου μέσα από τη δομή της σκέψης του νομοθέτη. Της ιστορικής ερμηνείας, που αναζητεί το νόημα του κανόνα δικαίου μέσα από τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την ψήφιση του νόμου, διακρίνεται δε, όπως έχει ήδη αναφερθεί σε υποκειμενική και σε αντικειμενική. Σύμφωνα με την πρώτη, σημασία έχει η βούληση του ιστορικού νομοθέτη που ορίζει και τα όρια της ερμηνείας. Κατά τη δεύτερη, το νόημα δεν δεσμεύεται από τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη αλλά, «αντικειμενικοποιούμενο», ανευρίσκεται στην εκάστοτε ισχύουσα πραγματικότητα. Της συστηματικής ερμηνείας, που προβλέπει στο σύνολο του συστήματος δικαίου μέσα στο οποίο βρίσκεται ο κανόνας δικαίου και αναζητεί το στοιχείο μέσα στο οποίο ή τα στοιχεία εκείνα που εκφράζουν την ενότητα του συστήματος και αποδίδουν το ιδιαίτερο νόημα του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου. Της τελολογικής ερμηνείας, που θεωρεί το σκοπό του νόμου 2 ΜΑΝΕΣΗ ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΥ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Ι, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1980, σελ. 195 198, ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ, ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΜΕΡΟΣ Α : Γενική Συνταγματική Θεωρία, ΜΕΡΟΣ Β : Οργάνωση και λειτουργία του Κράτους, Β ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011, σελ. 22 25 6

ως το κύριο στοιχείο της αναζήτησης του νοήματος του κανόνα δικαίου, ο οποίος ανευρίσκεται κατά τη σύμπραξη είτε της υποκειμενικής είτε της αντικειμενικής μεθόδου ερμηνείας, οπότε και η ερμηνεία αποκαλείται αντίστοιχα τελολογική υποκειμενική και τελολογική αντικειμενική. Στην πράξη, βέβαια, τα διάφορα είδη ερμηνείας αλληλοσυμπληρώνονται και συνδυάζονται κατά την αναζήτηση του νοήματος του νόμου. Τα ερμηνευτικά επιχειρήματα : «εργαλεία» της ερμηνείας του νόμου Τα επιχειρήματα είναι συλλογισμοί οι οποίοι κατατείνουν στην απόδειξη ή την αναίρεση μιας πρότασης. Το επιχείρημα εξ αντιδιαστολής είναι το είδος συλλογισμού που ανιχνεύει το νόημα του κανόνα δικαίου στην περίπτωση κατά την οποία, όταν επιβάλλεται συμπεριφορά ή ρυθμίζεται έννομη σχέση ή ορίζεται κατάσταση σχετικά με υποκείμενα δικαίου, απουσιάζει δε αντίθετη ρύθμιση που αφορά άλλη συμπεριφορά ή έννομη σχέση ή κατάσταση σχετικά με άλλα υποκείμενα δικαίου, πρέπει να αποκλείεται η επιβολή αντίστοιχης συμπεριφοράς ή η ρύθμιση άλλης έννομης σχέσης ή η περιαγωγή σε αντίστοιχη κατάσταση των άλλων υποκειμένων δικαίου. Το επιχείρημα εκ της αναλογίας αναλύεται στο συλλογισμό που ανευρίσκει το νόημα του κανόνα δικαίου εφαρμόζοντάς τον όχι μόνο στα υποκείμενα δικαίου ή έννομες σχέσεις ή καταστάσεις που αφορά ρητά αλλά και σε κάθε υποκείμενο δικαίου ή έννομη σχέση ή κατάσταση που συνδέεται με τέτοιο βαθμό ομοιότητας με τα υποκείμενα ή έννομες σχέσεις ή καταστάσεις τις οποίες αφορά ρητά ο κανόνας δικαίου, ώστε να μπορεί να επεκταθεί η εφαρμογή του και στα υποκείμενα ή έννομες σχέσεις ή καταστάσεις που δεν αναφέρονται ρητά στο νόμο. Το επιχείρημα «εκ του μείζονος εις το έλασσον» κατά το οποίο ό,τι επιτρέπεται και αφορά το μείζον ή το σύνολο, επιτρέπεται και όσον αφορά το έλασσον. Το επιχείρημα «εκ του ελάσσονος εις το μείζον» σύμφωνα με το οποίο εφόσον ο νόμος απαγορεύει το έλασσον απαγορεύει και το μείζον ή το όλο. Το επιχείρημα εκ της εις άτοπον απαγωγής αναλύεται στο συλλογισμό που αποκλείει όλες τις εκδοχές εκτός από μία, βάσει της υπόθεσης ότι ο νομοθέτης είναι λογικός και δίκαιος. 7

Τρόποι ερμηνείας Συσταλτική είναι η ερμηνεία η οποία αποκαθιστά το νόημα του κανόνα δικαίου, όταν ο νομοθέτης έχει εκφραστεί ευρύτερα του δέοντος, όποτε ο ερμηνευτής συστέλλει το πεδίο εφαρμογής της ερμηνευτέας διάταξης. Διασταλτική είναι η ερμηνεία η οποία αποκαθιστά το νόημα του κανόνα δικαίου, όταν ο νομοθέτης έχει εκφραστεί στενότερα του δέοντος, οπότε ο ερμηνευτής διαστέλλει το πεδίο εφαρμογής της ερμηνευτέας διάταξης. Οι ερμηνευτικές αρχές που διασφαλίζουν την ιεραρχική, χρονική και λογική ενότητα της έννομης τάξης Οι αρχές αυτές διαμορφώνονται από τη νομολογία, αλλά και από τη νομοθεσία. Οι κυριότερες είναι οι ακόλουθες : Ο υπέρτερος νόμος κατισχύει του υποδεέστερου (lex superior derogat legi inferiori), αρχή διασφαλιστική της ιεραρχικής ενότητας της έννομης τάξης. Ο νεότερος νόμος κατισχύει του προγενέστερου (lex posterior derogat legi priori), αρχή διασφαλιστική της χρονικής ενότητας της έννομης τάξης. Ο ειδικός νόμος κατισχύει του γενικού (lex specialis derogat legi generali), αρχή διασφαλιστική της λογικής ενότητας της έννομης τάξης. Ο νεότερος γενικός νόμος δεν κατισχύει του προγενέστερου ειδικού (lex posterior generalis non derogat legi priori speciali), αρχή διασφαλιστική επίσης της λογικής ενότητας της έννομης τάξης. Στις δύο πρώτες καθώς και στην τέταρτη περίπτωση πρόκειται κατ ανάγκη για δύο διαφορετικά κείμενα νόμων. Αυτό δεν συμβαίνει οπωσδήποτε στην τρίτη περίπτωση, αφού είναι δυνατό, στο ίδιο κείμενο νόμου, μια διάταξη να είναι ειδική έναντι μιας άλλης γενικής. Οι φορείς της ερμηνείας του δικαίου Η δικαστική ερμηνεία είναι αυτή, η οποία πραγματοποιείται από το δικαστή ως νοητική διαδικασία και προηγείται της εφαρμογής του κανόνα δικαίου. Η επιστημονική ή δογματική ερμηνεία είναι έργο της θεωρίας και στόχο έχει τη διατύπωση μεθόδων και μέσων προς αναζήτηση του νοήματος του νόμου ενόψει της νομοθετικής και δικαστικής δράσης. 8

Η αυθεντική ερμηνεία αποτελεί πράξη νομοθέτησης 3. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Συντάγματος ως αντικειμένου ερμηνείας Το Σύνταγμα, όπως και κάθε νομοθετικό κείμενο έχει ανάγκη από ερμηνεία. Ερμηνεία και Σύνταγμα συνδέονται πολλαπλά. Καταρχήν το ίδιο το Σύνταγμα, ως νομικό κείμενο είναι αντικείμενο ερμηνείας. Ερμηνεία του Συντάγματος είναι η επιστημονική διεργασία με την οποία διακριβώνεται το αληθές περιεχόμενο των συνταγματικών διατάξεων/κανόνων. Η ερμηνεία του Συντάγματος συνιστά ένα ιδιαίτερο πρόβλημα, εφόσον το Σύνταγμα διαθέτει ως κείμενο και ως σύστημα κανόνων αυξημένης τυπικής ισχύος στοιχεία που το διαφοροποιούν από το κοινό δίκαιο. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Συντάγματος, που καθιστούν και την ερμηνεία του πρόβλημα ιδιαίτερο σε σχέση με την ερμηνεία των κοινών κανόνων δικαίου είναι τα εξής : Ο πανηγυρικός και ελλειπτικός χαρακτήρας του συνταγματικού κειμένου. Το νομοτεχνικό αυτό χαρακτηριστικό του Συντάγματος συνυφαίνεται αναπόφευκτα και με την υπαινικτικότητα και την αμφισημία των διατυπώσεών του και, κατά τούτο, καθιστά το έργο του ερμηνευτή πολύ πιο δυσχερές, αλλά και πολύ πιο δημιουργικό και διαπλαστικό. Οι έννοιες που χρησιμοποιεί το Σύνταγμα παρουσιάζουν συχνά πολύ μεγαλύτερο βαθμό πολυσημίας και αοριστίας από ό,τι οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στο κοινό δίκαιο. Η συσσώρευση διάφορων ιστορικών και κανονιστικών στιγμών στο κείμενο του Συντάγματος. Στο Σύνταγμα εμπεριέχονται διατάξεις και θεσμοί που έχουν πρωτοεμφανιστεί στη συνταγματική ιστορία σε διαφορετικές περιόδους και μέσα σε διαφορετικό θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο. Στο κείμενο του Συντάγματος συμφύρονται και συνυπάρχουν διάφορες γενιές συνταγματικών διατάξεων, με αποτέλεσμα η συστηματική τους ερμηνεία να είναι περισσότερο δυσχερής από τη συστηματική ερμηνεία στο χώρο του κοινού δικαίου. Ο ερμηνευτής κάθε φορά καλείται να προσδιορίσει τις θεσμικές ισορροπίες που υποκρύπτουν και τη συστηματική θέση που κατέχουν οι διάφορες διατάξεις. Η παρεμβολή του κοινού δικαίου. Το χαρακτηριστικό αυτό ανάγεται και οφείλεται στην ίδια την τυπική ανωτερότητα και τη νομική υπεροχή του Συντάγματος, δηλαδή στην αυξημένη τυπική ισχύ των συνταγματικών διατάξεων. Η ερμηνεία του Συντάγματος ενεργοποιείται μέσα από την ανάγκη 3 ΜΑΥΡΙΑΣ ΚΩΣΤΑΣ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Τέταρτη Έκδοση Επαυξημένη, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2005, σελ. 225 229 9

ερμηνείας και εφαρμογής του κοινού δικαίου και διασταυρώνεται με αυτήν. Μάλιστα, τις περισσότερες φορές, η ερμηνεία του Συντάγματος έχει ως στόχο την ερμηνεία και εφαρμογή της κρίσιμης διάταξης της κοινής νομοθεσίας. Αυτό γίνεται φανερό κατά το δικαστικό έλεγχο της ουσιαστικής συνταγματικότητας των νόμων, όπου ελέγχεται και εξετάζεται η συμφωνία διατάξεων νόμου με τις διατάξεις του Συντάγματος. Η ιδιαίτερα μεγάλη απόσταση που χωρίζει το συνταγματικό κείμενο από το όργανο που είναι αρμόδιο για την αυθεντική ερμηνεία του. Στην ουσία, η αυθεντική ερμηνεία είναι η θέσπιση από το αρμόδιο όργανο νεότερου ισοδύναμου κανόνα δικαίου με τον οποίο αποσαφηνίζεται ρητά το νόημα και το κανονιστικό περιεχόμενο μιας προγενέστερης ισοδύναμης διάταξης. Στην περίπτωση αυτή ο αυθεντικά ερμηνευτικός νόμος ανατρέχει στο χρόνο ισχύος της αρχικής διάταξης (άρθρο 77 παρ. 2 Σ). Στο κοινό δίκαιο το όργανο που είναι αρμόδιο για τη διενέργεια της αυθεντικής ερμηνείας είναι είτε ο κοινός νομοθέτης είτε ο κανονιστικός νομοθέτης, εφόσον η αυθεντική ερμηνεία προϋποθέτει είτε νεότερο τυπικό νόμο είτε νεότερη κανονιστική πράξη με βάση προηγούμενη νομοθετική εξουσιοδότηση. Στο πεδίο του Συντάγματος αρμόδιο για την αυθεντική ερμηνεία όργανο είναι ο αναθεωρητικός νομοθέτης, ήτοι ένα όργανο που λειτουργεί σπάνια και με ρυθμούς βραδείς. Όπως επομένως γίνεται αντιληπτό, στη σχέση συνταγματικού κανόνα και ερμηνευτή δύσκολα μπορεί να παρέμβει η αυθεντική ερμηνεία του Συντάγματος. Αυτό συνεπάγεται να ενισχύεται ιδιαίτερα η διακριτική ευχέρεια και η διαπλαστική δύναμη του ερμηνευτή του Συντάγματος, και ιδίως του δικαστή. Η ύπαρξη «περιοχών» της συνταγματικής ύλης που βρίσκονται εκτός δικαστικού ελέγχου και, άρα, εκτός ερμηνείας από το δικαστικό όργανο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα interna corporis της Βουλής, οι λεγόμενες «κυβερνητικές πράξεις», αλλά και διάφορα ζητήματα λιγότερο σημαντικά ή διαρκή (πχ η νομική θέση του Προέδρου της Βουλής ως αναπληρωτή Προέδρου της Δημοκρατίας). Αρμόδιο όργανο για την ερμηνεία τους είναι ένα πολιτικό όργανο, κυρίως η ίδια η Βουλή, είτε με ρητή διάταξη, είτε στο πλαίσιο κάποιας συναφούς αρμοδιότητάς της. Οι πολιτικές επιπτώσεις της ερμηνείας του Συντάγματος. Η ερμηνεία του Συντάγματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πολιτικό επιχείρημα. Η στάση των δικαστηρίων απέναντι στην ερμηνεία του Συντάγματος, εκτός από τις έννομες 10

συνέπειες που παράγει και το επιστημονικό ενδιαφέρον που προκαλεί, συχνά αποτελεί και πηγή πολιτικού ενδιαφέροντος και, άρα, πολιτικών αντιθέσεων 4. Ειδικές αρχές της ερμηνείας του Συντάγματος Στην ελληνική συνταγματική θεωρία επισημαίνονται οι ιδιαιτερότητες του Συντάγματος έναντι των άλλων νόμων ενόψει ερμηνείας του, οι οποίες οφείλονται στα προαναφερθέντα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Συντάγματος ως αντικειμένου ερμηνείας και κυρίως σε αυτά που αφορούν στην ανώτερη ιεραρχική θέση του στο σύστημα κανόνων μιας εθνικής έννομης τάξης, την προοπτική διάρκειάς του, τον ιδιαίτερα γενικό και αφηρημένο τρόπο διατύπωσης πολλών διατάξεών του, τη συγκέντρωση, στο κείμενό του, θεσμών που έχουν εξελιχτεί σε διαφορετικά χρονικά σημεία, τον πολιτικό χαρακτήρα του αντικειμένου του. Τείνουν επίσης να γίνουν ευρέως αποδεκτές ορισμένες αρχές που έχει συναγάγει το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Είναι δε οι ακόλουθες : Η αρχή της ενότητας του Συντάγματος, η οποία επιβάλλει την επιλογή της ερμηνευτικής εκείνης λύσης που αποτρέπει τις αντινομίες μεταξύ συνταγματικών διατάξεων. Η αρχή αυτή είναι αυτονόητη όχι μόνο για την ερμηνεία του Συντάγματος αλλά και του δικαίου γενικά. Η ενότητα (ιεραρχική, λογική και χρονική) είναι βασικό αίτημα της έννομης τάξης. Βάσει αυτής αποτρέπονται οι αντινομίες των κανόνων του δικαίου γενικώς, και όχι μόνο οι αντινομίες του Συντάγματος. Η αρχή της τυπικής ισοδυναμίας των διατάξεων του Συντάγματος, κατά την οποία οι συνταγματικές διατάξεις θεωρούνται ίσου τυπικού κύρους. Διαβάθμιση του κύρους τους μπορεί να γίνει μόνον ουσιαστικώς, με βάση την επίδραση και τη σημασία που έχουν για το συνολικό δικαιϊκό σύστημα. Πχ το ουσιαστικό κύρος της δημοκρατικής ή της δικαιοκρατικής αρχής είναι καταφανώς υπέρτερο των ειδικών εγγυήσεων υπέρ των δημοσίων υπαλλήλων του άρθρου 103 Σ. Το ουσιαστικό κύρος, όμως, ορισμένων συνταγματικών διατάξεων ή αρχών δεν τις καθιστά και υπέρτερου τυπικού κύρους. Το ισόκυρο των διατάξεων του Συντάγματος εφαρμόζεται κατ ακρίβεια. Δηλαδή ίσου τυπικού κύρους είναι όλες οι διατάξεις του Συντάγματος που είναι προϊόντα της συντακτικής εξουσίας. Οι διατάξεις του Συντάγματος που είναι προϊόντα 4 ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ, ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, Αναθεωρημένη έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2008, σελ. 281 284 11

αναθεωρητικής λειτουργίας είναι ισόκυρες με τις αρχικές διατάξεις, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι δεν αντίκεινται σε μη αναθεωρήσιμες συνταγματικές διατάξεις και ότι η αναθεωρητική διαδικασία, βάσει της οποίας παρήχθησαν, ήταν σύμφωνη προς το Σύνταγμα. Η αρχή της πρακτικής αρμονίας, ώστε σε περίπτωση σύγκρουσης συνταγματικών διατάξεων, να εφαρμόζονται αυτές κατά τέτοιο τρόπο, που καμία να μην παραμερίζεται από την άλλη. Η αρχή αυτή βρίσκει εφαρμογή και στη νομολογία για παράδειγμα με τις αποφάσεις της ΟλΣτΕ 58 / 1977, ΤοΣ 1977, 623 και 779 / 1982, ΝοΒ, 1982, 1583, όπου παρατηρείται η σχετική εναρμόνιση των άρθρων 107 και 17 Σ ή των άρθρων 109 και 17 Σ, για την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτων που αποκτήθηκαν με κεφάλαια εξωτερικού και για τα οποία απαγορεύεται κατ αρχάς η απαλλοτρίωση. Η αρχή της ενοποιητικής ολοκλήρωσης, η οποία υπαγορεύει την αναζήτηση της ερμηνευτικής εκείνης λύσης που συμβάλλει στην πολιτειακή ενότητα μέσα από μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοινωνική συναίνεση. Το Σύνταγμα δεν διέπεται μόνον από την αρχή της πλειοψηφίας, αλλά και από την αρχή της ελευθερίας και της προστασίας των μειοψηφιών. Η αρχή αυτή εκφράζει την εν γένει τάση της επιστήμης του δικαίου να αναζητεί τις περισσότερο κοινωνικά αποδεκτές λύσεις. Η αρχή της λειτουργικής ορθότητας, η οποία επιβάλλει στα κρατικά όργανα να ερμηνεύουν έτσι την αρμοδιότητά τους, ώστε να μην υπεισέρχονται στην αρμοδιότητα κανενός άλλου οργάνου. Η αρμοδιότητα πρέπει να καθορίζεται εξ ορισμού και δεν επιτρέπεται να συνάγεται. Πρέπει να προκύπτει από τους κανόνες που την απονέμουν. Το τεκμήριο της συνταγματικότητας του νόμου, που επιτάσσει, προκειμένου να κηρυχτεί διάταξη νόμου αντισυνταγματική, όχι μόνο την έλλειψη συμφωνίας προς το Σύνταγμα, αλλά τη σαφή αντίθεσή της προς αυτό. Δηλαδή σε περίπτωση αμφιβολίας ο νόμος δεν πρέπει να κρίνεται ως αντίθετος προς το Σύνταγμα, αλλά ως συνάδων προς αυτό. Η κρίση για την αντισυνταγματικότητα του νόμου πρέπει να εκφέρεται, μόνον όταν ο νόμος αντίκειται σαφώς και καταδήλως στο Σύνταγμα. Κατ αντίθεση προς τη θεωρία του τεκμηρίου της συνταγματικότητας, στις περιπτώσεις που ο νόμος αντίκειται στο Σύνταγμα κατά τρόπο συγκαλυμμένο, δηλαδή όταν η αντίθεσή του δεν είναι σαφής και πρόδηλη, ο νόμος πρέπει να κριθεί αντισυνταγματικός, γιατί η συγκαλυμμένη αντισυνταγματικότητα δεν παύει να είναι αντισυνταγματικότητα, όσο δυσχερής και αν είναι η διακρίβωσή της. Επομένως, ο δικαστής πρέπει να περιορίζεται στην εφαρμογή του νόμου. Ο 12

δικαστής πρέπει να είναι ιδιαιτέρως προσεχτικός κατά τον έλεγχο της αντισυνταγματικότητας του νόμου. Το «τεκμήριο της συνταγματικότητας» τον προτρέπει (πολιτικά) να απέχει από τον έλεγχο για να περισωθεί η ισχύς του νόμου. Αυτό όμως συνεπάγεται την εξουδετέρωση της αυξημένης τυπικής ισχύος του Συντάγματος. Το καθήκον του δικαστή έγκειται στο να τη διαφυλάξει, αποκρούοντας την προτροπή της αποχής που του υπαγορεύει το τεκμήριο και εκφέροντας κρίση αντικειμενική, ανεξάρτητη, αμερόληπτη και πλήρως αιτιολογημένη. Η αρχή της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας του νόμου, η οποία επιβάλλει, σε περίπτωση που υφίστανται πλείονες εξίσου υποστηρίξιμες ερμηνευτικές εκδοχές ως προς το νόημα του νόμου, να επιλέγεται ως ορθή εκείνη, σύμφωνα με την οποία ο νόμος εναρμονίζεται προς το Σύνταγμα. Κατά τούτο, οι άλλες που θα κατέληγαν σε αντισυνταγματικότητα του νόμου, πρέπει να αποκλειστούν. Η εν λόγω αρχή είναι απόρροια της συστηματικής τελολογικής ερμηνείας, με την οποία γίνεται η ένταξη του νόμου στο σύστημα του δικαίου και η αποκάλυψή του σκοπού του. Η αποκάλυψη της έννοιας, του νοήματος του νόμου οφείλει να γίνεται σε συμφωνία με τις υπερκείμενες αυτού συνταγματικές διατάξεις και αρχές. Έτσι, αν ο νόμος υπό μία ερμηνευτική εκδοχή είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα, ενώ υπό άλλη δεν είναι, ο ερμηνευτής οφείλει να προσδώσει στον νόμο την πρώτη έννοια, και όχι τη δεύτερη. Καθήκον του συνιστά η εφαρμογή του νόμου, εφόσον και κατά το μέρος που δεν αντίκειται στο Σύνταγμα. Η διαφορά αυτής της αρχής από το τεκμήριο της συνταγματικότητας του νόμου έγκειται στο γεγονός ότι το τεκμήριο υπαγορεύει στον δικαστή να επιδείξει εύνοια στο νόμο (favor legis), με παραμερισμό των αμφιβολιών του υπέρ της συνταγματικότητας του νόμου. Αντίθετα, η σύμφωνη προς το Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου επιβάλλει στον δικαστή να εφαρμόσει τον νόμο, μόνο καθ ην έννοια και καθ ο μέρος συνάδει προς το Σύνταγμα. Το μεν τεκμήριο επιβάλλει έλεγχο του νόμου «κατ οικονομία», η δε αρχή της σύμφωνης προς το Σύνταγμα ερμηνείας του νόμου «κατ ακρίβεια». Η αρχή της αναγωγής στις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές, προκειμένου να ανευρεθεί το ορθό νόημά του, στις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές είναι αυτονόητη στο ιεραρχικά δομημένο σύστημα των κανόνων και των αρχών του δικαίου. Δεν αποτελεί παρά συστηματική τελολογική ερμηνεία του νόμου. Πάντως, αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε κανόνας δικαίου έχει οπωσδήποτε αναγωγή στο Σύνταγμα και στις θεμελιώδεις αρχές του. 13

Η αρχή της προσαρμοστικότητας του Συντάγματος στις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές, αλλά και οικονομικές συνθήκες και γενικά στην ισχύουσα ιστορική πραγματικότητα. Η «φύση του πράγματος» είναι μια δυναμική έννοια, που μεταβάλλεται με γρήγορους ρυθμούς σε σχέση με το γράμμα του νόμου, το οποίο αποτυπώνει μια δεδομένη πολιτική επιλογή του νομοθέτη, ενώ παράλληλα εκφράζει και ανταποκρίνεται σε μια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα και συγκεκριμένα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά δεδομένα. Η εν λόγω αρχή αποτελεί εφαρμογή της τελολογικής μεθόδου. Ο σκοπός των συνταγματικών κανόνων και διατάξεων είναι δυναμικός και όχι στατικός, δηλαδή μεταβάλλεται. Η μεταβολή του Συντάγματος γίνεται ασφαλώς με βραδύτερους ρυθμούς, λόγω του αυστηρού χαρακτήρα και της παγιότητάς του, σε σχέση με τους κοινούς νόμους. Η τελολογική ερμηνεία αποβλέπει στην ανεύρεση του νοήματος των κανόνων και των αρχών κατά τον χρόνο που εκάστοτε διενεργείται. Το νόημα αυτό μπορεί να διαφέρει από το αρχικό νόημα που είχαν κατά τη στιγμή της θέσης τους σε ισχύ. Η αρχή «εν αμφιβολία υπέρ της ελευθερίας» ή in dubio pro libertate εφαρμόζεται στην ερμηνεία των διατάξεων που κατοχυρώνουν ατομικά δικαιώματα. Οι κατοχυρωτικές ατομικών δικαιωμάτων διατάξεις περιέχουν συνήθως «επιφύλαξη υπέρ του νόμου», πρόβλεψη δηλαδή ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να προβεί σε περιορισμούς και ειδικότερες διαρρυθμίσεις τους. Ο περιορισμός των ατομικών δικαιωμάτων δια νόμου δεν πρέπει να είναι δυσανάλογος προς τον σκοπό, στον οποίο αποβλέπει, και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ανατρέπει τον κανόνα, δηλαδή την κατοχύρωση του δικαιώματος καθ εαυτή. Η συγκεκριμένη αρχή επιβάλλει, σε περίπτωση αμφιβολίας ως προς τη συνταγματικότητα του νόμου που περιορίζει ατομικό δικαίωμα, τη διαφύλαξη της ελευθερίας. Δηλαδή ο κανόνας είναι η ελευθερία και η εξαίρεση είναι ο περιορισμός. Εν αμφιβολία ο περιορισμός δεν είναι συνταγματικά ανεκτός. Η αρχή «εν αμφιβολία υπέρ της ελευθερίας» απορρέει από την αρχή της υπεροχής του Συντάγματος έναντι του νόμου σε συνδυασμό με την αρχή της ειδικότητας, βάσει των οποίων η σχέση κανόνα εξαίρεσης δεν επιτρέπεται να ανατρέπεται. Ο κανόνας που θέτει το Σύνταγμα δεν μπορεί δια νόμου να καθίσταται εξαίρεση και η εξαίρεση του νόμου συνταγματικός κανόνας. Εν προκειμένω : κανόνας είναι αυτή καθ εαυτή η κατοχύρωση της ελευθερίας με διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος, εξαίρεση δε ο περιορισμός της με νόμο ήσσονος τυπικής ισχύος. Σε περίπτωση αμφιβολίας δεν μπορεί 14

παρά να υπερισχύει ο ανώτερος νόμος που θεσπίζει τον κανόνα, και όχι ο υποδεέστερος που εισάγει την εξαίρεση 5. Τα τελευταία χρόνια απασχόλησε τη θεωρία, το αν η ερμηνεία του Συντάγματος αποτελεί όντως ιδιαίτερο πρόβλημα της καθόλου ερμηνείας του δικαίου. Σύμφωνα με μία άποψη, λόγω της φύσης του και ως πολιτικού κειμένου, το Σύνταγμα ενέχει ιδιαιτερότητα που αντανακλάται και στην ερμηνεία του 6. Σύμφωνα με παρόμοια άποψη, η συνταγματική θεωρία και η ερμηνεία δεν δικαιούνται να παραγνωρίζουν ούτε να υποτιμούν τους πολιτικούς στόχους και το πολιτικό περιεχόμενο των συνταγματικών διατάξεων, καθώς και τις πολιτικές ιδεολογίες ή τα πολιτικά συμφέροντα που αντιπαρατίθενται και εξυπηρετούνται κατά τη θέσπιση, εφαρμογή και ερμηνεία των συνταγματικών κανόνων. Αποτελεί, πλέον, γεγονός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, ότι η ερμηνεία του Συντάγματος έχει πολιτικές επιπτώσεις και ότι επηρεάζεται από τις κρατούσες πολιτικές αντιλήψεις και την κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία, καθώς και ότι η ερμηνευτική λύση εξαρτάται από τις ιδεολογικές προτιμήσεις του ερμηνευτή. Είναι γεγονός, εξάλλου, ότι τα συμφέροντα και οι πολιτικές ιδεολογίες, που καθόρισαν τη φυσιογνωμία ενός συνταγματικού θεσμού και στηρίζουν τη λειτουργία του, βρίσκονται, ως στοιχεία της μορφής του, ενσωματωμένα στον ίδιο το θεσμό. Ο ερμηνευτής, λοιπόν, νομιμοποιείται να αντλήσει από τα στοιχεία αυτά κριτήρια αξιολόγησης προκειμένου να λύσει ερμηνευτικά προβλήματα που θέτουν διατάξεις με αμφιλεγόμενο νόημα ή με ανενεργό κανονιστικό περιεχόμενο. Οι αξιολογικές, όμως, κρίσεις του ερμηνευτή προηγούνται λογικά της ερμηνείας των συνταγματικών διατάξεων, εμπεριέχονται ή υπονοούνται στις προτάσεις δεοντολογικού χαρακτήρα που διατυπώνει ο ίδιος, εκδηλώνονται ως προερμηνευτικές επιλογές. Είναι, λοιπόν, υποχρεωμένος ο ερμηνευτής να αναζητήσει σε μια συνταγματική θεωρία τα στοιχεία εκείνα που χρειάζεται για μια πιο ολοκληρωμένη ερμηνευτική προσέγγιση του συνταγματικού κειμένου. Η συνταγματική ερμηνεία, επειδή είναι ερμηνεία του θεμελιώδους νόμου του κράτους, γίνεται σύμφωνα με κανόνες που το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει και η φύση των κανόνων 5 Σπυρόπουλος Φίλιππος, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2006, σελ. 156 163, ΜΑΥΡΙΑΣ ΚΩΣΤΑΣ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Τέταρτη Έκδοση Επαυξημένη, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2005, σελ. 229 / 230, ΤΣΑΤΣΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΤΟΜΟΣ Α, ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΘΕΜΕΛΙΟ, ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 1994, σελ. 285 287 6 ΤΣΑΤΣΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, ΤΟΜΟΣ Α, ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΘΕΜΕΛΙΟ, ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 1994, σελ. 260 266 15

του επιβάλλει. Η ερμηνεία του θεμελιώδους νόμου του κράτους υπόκειται σε κανόνες, οφείλει να κινείται μέσα σε ορισμένα όρια και να εμπνέεται από ορισμένες αρχές και δεν εξαρτάται τόσο από τις υποκειμενικές εκτιμήσεις του ερμηνευτή, ούτε είναι δυνατόν να διαφοροποιείται ανάλογα με τις περιστασιακές επιδιώξεις της κυρίαρχης πολιτικά δύναμης. Ο αντικειμενικός χαρακτήρας της συνταγματικής ερμηνείας είναι αίτημα πρωταρχικό των σχέσεων, που υπόκεινται στη συνταγματική ρύθμιση, και αξίωση επιτακτική της έννομης τάξης που υπηρετεί και επιδίωξη των πολιτικών υποκειμένων, στα οποία η συνταγματική ρύθμιση απευθύνεται 7. Κατ άλλη άποψη, το Σύνταγμα δεν διαφέρει ως προς την ερμηνεία του από οποιονδήποτε νόμο. Με επισήμανση, ωστόσο, της έντασης των ερμηνευτικών προβλημάτων λόγω της υπερέχουσας θέσης του Συντάγματος στο οικοδόμημα της έννομης τάξης 8. Σύμφωνα με μια τελευταία γνώμη, το Σύνταγμα, ως νομικό κείμενο και παρά τις ιδιαιτερότητες ως προς το χαρακτήρα του, είναι κείμενο του οποίου η ερμηνεία δεν αποτελεί υπέρβαση της παραδοσιακής μεθοδολογίας του δικαίου [αλλά] «μια από τις εφαρμογές της. Δεν είναι κάτι διαφορετικό ούτε κάτι περισσότερο από την ερμηνεία του δικαίου εν γένει. Τα ειδικά κριτήρια της ερμηνείας του Συντάγματος δεν διαφέρουν από τα παραδοσιακά είδη και τους τρόπους ερμηνείας του κοινού δικαίου. Ούτε η προερμηνευτική συνταγματική θεωρία είναι μεθοδολογικό novum της συνταγματικής ερμηνείας. Το Σύνταγμα υπόκειται σε ερμηνεία με βάση τις ίδιες μεθόδους που είναι γνωστές και στο κοινό δίκαιο» 9. Πολιτική πρακτική και νομική θεωρία Αφότου άρχισε να ισχύει ο συνταγματικός χάρτης του 1975, η συνταγματική θεωρία γνώρισε μια δεκαετία έντονου προβληματισμού ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των πολιτικών θεσμών. Το ζήτημα, δηλαδή, που είχε ανακύψει αφορούσε στο αν το Σύνταγμα ως πολιτικό κείμενο, μπορεί να ερμηνεύεται υπό διαφορετικό πρίσμα, με συνέπεια οι αντίστοιχες προσεγγίσεις του να οδηγούν, ενδεχομένως, σε διαφορετικές ερμηνευτικές εκδοχές. Αν, δηλαδή, υπάρχει διάκριση μεταξύ νομικής και πολιτικής ερμηνείας του Συντάγματος. 7 ΜΑΝΙΤΑΚΗ ΑΝΤΩΝΗ, ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 1996, σελ. 50 52 8 ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ, Η ερμηνεία του Συντάγματος, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 1999, σελ. 195 επ., ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ, Η ερμηνεία του Συντάγματος και τα όρια του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 1994, σελ. 51 επ. 9 ΜΑΥΡΙΑΣ ΚΩΣΤΑΣ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Τέταρτη Έκδοση Επαυξημένη, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2005, σελ. 234 16

Σύμφωνα με μία άποψη, κάθε ερμηνεία, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό της ως νομικής ή πολιτικής, χρησιμοποιεί, κατ ανάγκη, τους κανόνες της τυπικής λογικής προκειμένου να υπαγάγει σε μιαν έννοια έναν κανόνα του Συντάγματος, μια κατάσταση πραγματική ή υποθετική. Ως σημείο διαφοράς τους μπορεί να καταγραφεί το ότι η πολιτική ερμηνεία χρησιμοποιεί εκλεκτικά τις μεθόδους και τα επιχειρήματα εκείνα που οδηγούν στην πολιτικά επιθυμητή ερμηνευτική εκδοχή ενώ η νομική ερμηνεία κάνει χρήση εκείνων των μεθόδων και επιχειρημάτων που οδηγούν στην, κατά το δίκαιο, ορθή ερμηνευτική εκδοχή, αδιαφορώντας για το ερμηνευτικό αποτέλεσμα. Επομένως, ως «πολιτική» ερμηνεία του Συντάγματος μπορεί να χαρακτηριστεί η νοητική διαδικασία, η οποία επιχειρεί την υπαγωγή του πραγματικού στον κανόνα δικαίου εκκινώντας από προκαθορισμένο συμπέρασμα, ώστε το νομικώς δέον να πραγματώνεται ως συνέπεια μιας εκλεκτικής επίκλησης και χρήσης του κανόνα δικαίου, ενόψει συγκεκριμένου αποτελέσματος. Οπότε, η πολιτική ερμηνεία του Συντάγματος μόνο κατά σύμπτωση θα είναι και νομικά ορθή 10. Κατά μία άλλη άποψη, στο πεδίο της ερμηνείας του Συντάγματος συγκρούονται δύο διαφορετικές προσεγγίσεις : αφενός μεν η «νομική» ερμηνεία του Συντάγματος, που έχει ως αφετηρία τη βασική διαπίστωση ότι το Σύνταγμα είναι πρωτίστως νόμος, και μάλιστα νόμος αυξημένης τυπικής ισχύος, οπότε το ζητούμενο της ερμηνείας είναι πάντοτε το τι ισχύει ως δίκαιο, δηλαδή το ερώτημα ποιο είναι το κανονιστικό περιεχόμενο της κρίσιμης συνταγματικής διάταξης, αφετέρου δε η «πολιτική» ερμηνεία του Συντάγματος, που εκλαμβάνει το Σύνταγμα ως κείμενο πρωτίστως πολιτικό, με προγραμματικό χαρακτήρα. Μάλιστα, η άποψη αυτή υποστηρίζει ότι τα δύο αυτά είδη ερμηνείας δεν συγκρούονται ούτε αλληλοαποκλείονται, αλλά επικαλύπτονται 11. Σύμφωνα, τώρα, με μια τελευταία άποψη η διάκριση μεταξύ «νομικής» και «πολιτικής» ερμηνείας είναι ανύπαρκτη. Και αυτό γιατί το Σύνταγμα είναι νόμος αυξημένης τυπικής ισχύος, στον οποίο συχνότατα ανάγεται ο θεωρητικός και ο εφαρμοστής του δικαίου για να αναζητήσει άμεσα εφαρμόσιμες νομικές λύσεις, ακόμη και για ζητήματα που με μια πρώτη ματιά 10 ΜΑΥΡΙΑΣ ΚΩΣΤΑΣ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Τέταρτη Έκδοση Επαυξημένη, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2005, σελ. 234 237 11 ΜΑΝΙΤΑΚΗ ΑΝΤΩΝΗ, ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 1996, σελ. 72 77, όπου αναφέρεται αναλυτικά στη διάκριση πολιτικής και νομικής ερμηνείας, παραθέτοντας το παράδειγμα της «ψήφου Αλευρά», όπου και ανέκυψε το ζήτημα αν ο Πρόεδρος της Βουλής έχει δικαίωμα ψήφου κατά τη διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά την περίοδο που αναπληρώνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Δηλαδή, αν το απόλυτο ασυμβίβαστο του άρθρου 30 παρ. 2, αποκλείει την άσκηση του δικαιώματος ψήφου κατά την προεδρική εκλογή. 17

δεν φαίνεται να ρυθμίζονται από το Σύνταγμα (αναγωγή στο Σύνταγμα). Η αντίθεση μεταξύ «νομικής» και «πολιτικής» ερμηνείας υποκρύπτει, με βάση αυτήν την άποψη, ουσιαστικά την αντίθεση μεταξύ μεθοδολογικής μονομέρειας και μεθοδολογικής πολλαπλότητας. Η ερμηνευτική πολλαπλότητα γίνεται έκδηλη κατά τη δικαστική ερμηνεία του Συντάγματος και των νόμων : στη δικαστική απόφαση αποτυπώνονται και (μάλιστα υποχρεωτικά κατά το Σύνταγμα) τόσο η πλειοψηφούσα όσο και η μειοψηφούσα γνώμη, ενώ καθόλου σπάνιες δεν είναι οι ανατροπές της νομολογίας. Ο ερμηνευτικός σχετικισμός είναι μία θεσμική εγγύηση του κράτους δικαίου, καθώς επιβάλλεται μέσα από μία δέσμη πολύ σημαντικών συνταγματικών προβλέψεων. Πέρα από την υποχρέωση καταχώρησης της μειοψηφουσών απόψεων, και μάλιστα επώνυμα, σε κάθε δικαστική απόφαση (άρθρο 93 παρ. 3 εδγ Σ), και ο θεσμός των ενδίκων μέσων οδηγεί σε έλεγχο και πολύ συχνά σε ανατροπή της ερμηνείας που έχει δοθεί από κατώτερα δικαστήρια. Εδώ εντάσσεται και η αποστολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η δυνατότητα ατομικής προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ο ερμηνευτικός σχετικισμός συνδέεται και με τα πολύ στενά όρια του δεδικασμένου κάθε απόφασης, καθώς η νομολογία, για οποιοδήποτε θέμα, μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατραπεί, ακόμη και στο επίπεδο των ολομελειών των ανώτατων δικαστηρίων, αλλά και του ΑΕΔ. Η άποψη αυτή συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι δεν θα ήταν δυνατή η ταύτιση της «νομικής» ερμηνείας του Συντάγματος με τη «δικαστική» του ερμηνεία και η ταύτιση της «πολιτικής» με την «κοινοβουλευτική» ή ακόμη και τη «διοικητική» ερμηνεία του Συντάγματος. Και αυτό, κατά την άποψη αυτή, οφείλεται σε δύο λόγους : πρώτα απ όλα γιατί σε ένα πολίτευμα στο οποίο υφίσταται και λειτουργεί ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, το πρόβλημα έγκειται στη μεθοδολογική επάρκεια και την πληρότητα της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων που προβαίνουν σε ερμηνεία του Συντάγματος. Άρα, το πρόβλημα έγκειται στον κίνδυνο διολίσθησης του δικαστή σε μία «πολιτική» ερμηνεία του Συντάγματος. Και δεύτερον, γιατί η διάκριση μεταξύ «νομικής» και «πολιτικής» ερμηνείας του Συντάγματος δεν πρέπει να ταυτίζεται με τη διάκριση μεταξύ «νομικών» και «πολιτικών» κρίσεων, που βρίσκεται στον πυρήνα διαφόρων αγγλοσαξωνικών προσεγγίσεων στο χώρο της φιλοσοφίας του δικαίου, και η οποία διάκριση εστιάζεται κυρίως στη θεσμική υποχρέωση αιτιολογίας, που έχουν οι νομικές, αλλά όχι οι πολιτικές κρίσεις. Όμως, αυτό δεν αληθεύει ούτε για την ερμηνεία του Συντάγματος από τη Διοίκηση, η οποία 18

έχει υποχρέωση αιτιολογίας των πράξεών της, ούτε για την ερμηνεία του από τον κοινό και τον κανονιστικό νομοθέτη, εφόσον ένα είδος αιτιολογίας των ρυθμίσεων, ακόμα και του τυπικού νόμου, επιβάλλεται εμμέσως πλην σαφώς, στο βαθμό που αυτές υπόκεινται σε μεταγενέστερο δικαστικό έλεγχο συνταγματικότητας, δηλαδή σε έλεγχο που τις περισσότερες φορές ασκείται με κριτήριο τον δηλωμένο σκοπό της ρύθμισης, ήτοι τη ratio της, και τελικά αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «αιτιολογία» της ρύθμισης, είτε αυτή εμπεριέχεται σε τυπικό νόμο ψηφισμένο από τη Βουλή είτε σε κανονιστική διοικητική πράξη. Επομένως, το πρόβλημα της ερμηνείας του Συντάγματος είναι πρωτίστως πρόβλημα οργανωτικό (κυρίως δικονομικό), στη συνέχεια πρόβλημα πληρότητας και επάρκειας της αιτιολογίας και, τέλος, πρόβλημα μεθοδολογικής πειθαρχίας και σαφήνειας. Εφόσον υφίσταται η αρμοδιότητα και η υποχρέωση των δικαστηρίων να προβαίνουν σε έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και διευρύνεται η τάση αναγωγής στο Σύνταγμα, το πρόβλημα της ερμηνείας του Συντάγματος καθίσταται κατά βάση πρόβλημα οριοθέτησης του δικαστικού ελέγχου, πρόβλημα πληρότητας και πειστικότητας της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων και, βέβαια, πρόβλημα συχνότητας με την οποία η νομολογία μεταβάλλεται,μετατρέποντας τις μειοψηφούσες γνώμες σε πλειοψηφούσες. Κατά τη ίδια, λοιπόν, λογική στα θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ούτε καν έμμεση δικονομική πρόσβαση για την άσκηση του δικαστικού ελέγχου και γενικότερα για τη δικαστική ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος, αρμόδιο για την ερμηνεία του Συντάγματος είναι κάποιο πολιτικό όργανο : συνήθως η Βουλή (πχ κατά την ψήφιση των νόμων), αλλά και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (πχ κατά το διορισμό του Πρωθυπουργού και τη διάλυση της Βουλής) ή η Κυβέρνηση (πχ κατά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής) 12. Η διατύπωση της εγκυρότερης ερμηνευτικής εκδοχής Αυτό που πρέπει να αναφερθεί είναι ότι η εκάστοτε νομική ερμηνεία του Συντάγματος δεν είναι ούτε μία και μόνη ούτε ενιαία. Αντίθετα, επειδή οι νομικές ερμηνείες είναι περισσότερες, αναζητείται η εγκυρότερη νομική ερμηνεία, έναντι της οποίας κάμπτεται κάθε άλλη ερμηνευτική εκδοχή. Το ζήτημα που ανακύπτει είναι πώς ανευρίσκεται η εγκυρότερη ερμηνευτική εκδοχή. Ενώπιον του προβλήματος αυτού, η γενική θεωρία του δικαίου πρόβαλε ως λύση τον προσδιορισμό και τον περιορισμό της ερμηνευτικής ύλης, εκκινώντας από την παραδοχή, αφενός, ότι σε κάθε κανόνα δικαίου 12 ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Αναθεωρημένη έκδοση, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2008, σελ. 286 289 19

υφίσταται ένας («σκληρός») πυρήνας που δεν επιδέχεται ερμηνευτική αμφισημία, αφετέρου, ότι το ερμηνευτικό εγχείρημα οφείλει, καταρχήν, να κινείται εντεύθεν του ορίου της εννοιολογικής περιμέτρου του κανόνα δικαίου. Ωστόσο, η παραπάνω προσέγγιση δεν αναιρεί τη δυσχέρεια που προκύπτει από τη σιωπή ή την ασάφεια του κανόνα οπότε η λύση πρέπει να αναζητηθεί μέσω της συστηματικής ερμηνείας του συνταγματικού χάρτη ούτε παρέχει ασφαλή γνώση του πυρηνικού περιεχομένου του κανόνα δικαίου, στο μέτρο που «η ερμηνεία δεν αποτελεί εφάπαξ διάγνωση του νοήματος του λόγου, αφού αυτό το τελευταίο υπόκειται σε ιστορικό ανακαθορισμό» 13. Σύμφωνα με μία άλλη άποψη, η χρησιμοποιούμενη μεθοδολογική διαδικασία πρέπει να θεμελιώνει με τρόπο λογικά ελεγκτό και επαληθεύσιμο, το ανευρισκόμενο νόημα ώστε η συγκεκριμένη ερμηνεία να μην εμφανίζεται αυθαίρετη, αλλά να μπορεί να γίνει αντικειμενικά αποδεκτή και από άλλους ερμηνευτές η δε εφαρμογή των βάσει αυτής ερμηνευόμενων κανόνων να αποβαίνει, όσο το δυνατό περισσότερο, και προβλεπτή και λυσιτελής. Γιατί μόνο, έτσι αφενός μεν παρέχεται αποτελεσματική θεωρητική συνδρομή στους πολίτες και στα κρατικά όργανα και ιδίως στα δικαστήρια που ερευνούν τη συνταγματικότητα των νόμων ώστε να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν σωστά το Σύνταγμα, αφετέρου δε εξασφαλίζεται η δυνατότητα ελέγχου των σχετικών ενεργειών τους, ώστε να αποτρέπονται αυθαιρεσίες και να προστατεύεται η συναφής βεβαιότητα και ασφάλεια δικαίου. Εδώ έγκειται, βασικά, η ιδιαιτερότητα της νομικής ερμηνείας 14. Ωστόσο, η εν λόγω πρόταση δέχτηκε κριτική και αυτό γιατί θεμελιώνει την εγκυρότητα της ερμηνείας στην αντικειμενικότητα του ερμηνευτικού αποτελέσματος, της οποίας εισάγει, ως κριτήριο, τη δυνατότητα ελέγχου και επαλήθευσης του νοήματος του κανόνα, όπως αυτό προκύπτει από την χρησιμοποιηθείσα μεθοδολογική διαδικασία. Έτσι ώστε το ερμηνευτικό αποτέλεσμα να καθίσταται αποδεκτό και από άλλους ερμηνευτές. Ωστόσο, τόσο η «επαλήθευση», όσο και η σχέση αντικειμενικότητας της ερμηνείας και του αριθμού των ερμηνευτών που την αποδέχονται, προϋποθέτουν ως αναγκαία και ικανή συνθήκη τη δυνατότητα χρήσης της επαγωγικής μεθόδου κατά τον γνωσιολογικό έλεγχο του ερμηνευτικού αποτελέσματος. Αλλά αυτό παρίσταται επιστημολογικά ανέφικτο στο χώρο του δικαίου, όπου το ερμηνευτικό αποτέλεσμα δεν αποτελεί προϊόν παρατήρησης, ώστε να επιτρέπει τη συναγωγή 13 ΜΑΥΡΙΑΣ ΚΩΣΤΑΣ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Τέταρτη Έκδοση Επαυξημένη, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2005, σελ. 237 / 238 14 ΜΑΝΕΣΗ ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΥ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Ι, ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1980, σελ. 194 / 195 20

συμπερασμάτων ικανών να διατυπωθούν ως επιστημονικές προβλέψεις. Αντιθέτως, αποτελεί προϊόν νοητικής διεργασίας, η οποία έχει ως αφετηρία την υπαγωγή είτε του πραγματικού στον κανόνα είτε του κανόνα στον κανόνα. Οπότε, και η σύμπτωση περισσότερων ερμηνευτών ως προς το ορθό ή το έγκυρο της ερμηνείας δεν αποτελεί απόδειξη επιστημολογικά ελεγμένου συμπεράσματος 15. Κατά μία άλλη άποψη, η αξία μιας συνταγματικής ερμηνείας κρίνεται από την τήρηση ορισμένων κανόνων και κάποιας μεθόδου, που η ίδια η ερμηνευτική διαδικασία και η ιδιαιτερότητα του Συντάγματος, ως νόμου πολιτικού θέτουν. Οι κανόνες πάνω στην ερμηνεία του Συντάγματος είναι κανόνες διαδικαστικοί κάποιων άλλων κανόνων. Ο εργαλειακός χαρακτήρας των ερμηνευτικών κανόνων δεν προκύπτει από τον προσανατολισμό τους στην αναζήτηση του αληθινού νοήματος της ερμηνευόμενης διάταξης, αλλά από τη χρησιμότητά τους στη διατύπωση μιας πειστικής και λογικά τεκμηριωμένης ερμηνευτικής πρότασης. Δεν υπάρχει, σύμφωνα με την εν λόγω άποψη, αντικειμενικά ορθή ερμηνεία για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει στο Δίκαιο γενικό και αντικειμενικό ή απόλυτα αποδεκτό κριτήριο επαλήθευσης της ορθότητας μιας ερμηνείας. Υπάρχει όμως η σχετικά ορθότερη ερμηνεία. Η ορθότητα κάθε ερμηνείας κρίνεται καταρχήν από τα κριτήρια που η ίδια θέτει και από τη μέθοδο που επιλέγει και ακολουθεί. Τα πρώτα κριτήρια που χρησιμοποιούνται είναι η σωστή ή λανθασμένη χρήση της τεχνικής και των μεθόδων ερμηνείας. Η σωστή χρήση θεμελιώνει ορθή κατά τεκμήριο ερμηνεία, ενώ η λανθασμένη ή ελλιπής χρήση οδηγεί, συνήθως σε χωλές και αστήρικτες ερμηνευτικές προτάσεις, αν και το αντίστροφο δεν αποκλείεται : μια σωστή χρήση των ερμηνευτικών μεθόδων και εκτενής επιχειρηματολογία μπορεί να καταλήγει σε μη ορθή ερμηνευτική πρόταση. Η αντιπαράθεση των ερμηνευτικών προτάσεων είναι μία συνεχής διϋποκειμενική διαβούλευση με σκοπό την ανεύρεση και επιβολή της, σχετικά, ορθότερης για τις ιστορικές συνθήκες και περιστάσεις κατά τις οποίες διατυπώνεται, ερμηνείας. Η αναζήτηση αυτή, καθορισμένη ιστορικά, είναι διαρκής, ενυπάρχει ως επιδίωξη στην πρόταση του ερμηνευτή και ως απαίτηση όλων των υποκειμένων δικαίου. Εξάλλου, η ορθότητα μόνο εκ των υστέρων μπορεί να κριθεί, αναδρομικά, ενόψει των σκοπών, του περιεχομένου και των επιπτώσεων στην πράξη της ερμηνευόμενης διάταξης. Η άποψη αυτή συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι η αξίωση για τον προσδιορισμό του σχετικά «αληθέστερου» νοήματος ενός 15 ΜΑΥΡΙΑΣ ΚΩΣΤΑΣ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, Τέταρτη Έκδοση Επαυξημένη, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ ΑΘΗΝΑ ΚΟΜΟΤΗΝΗ 2005, σελ. 238 / 239 21

κειμένου έχει πολιτική σημασία και προς θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού επικαλείται τα εξής, ότι, δηλαδή, η ίδια η ερμηνεία είναι πολιτικά σημαντική, μόνο όταν προσπαθεί να προσδιορίσει κάποια αντικειμενική αλήθεια. Η ανεύρεση και διατύπωση του σχετικά «αληθέστερου» νοήματος ενός νομικού κειμένου αποτελεί αξίωση σύμφυτη της ερμηνευτικής διαδικασίας και απαίτηση πολιτική των υποκειμένων που αντιδικούν. Αναφορικά προς την ορθότητα της ερμηνείας, πέρα από τους κανόνες ερμηνείας και από τη ερμηνευτική μέθοδο που ακολουθήθηκε, κρίνεται και αξιολογείται και από το είδος της πράξης ή συμπεριφοράς που υποδεικνύει ενόψει του ερμηνευτικού κανόνα που λογικά συνήγαγε. Γιατί η νομική και δη η συνταγματική ερμηνεία είναι μια πνευματική δραστηριότητα προσανατολισμένη στην πράξη, άρρηκτα συνδεδεμένη με την εφαρμογή του δικαίου. Σκοπός της είναι η διατύπωση κανόνων, που να υποδεικνύουν την ορθότερη κατά το Δίκαιο συμπεριφορά. Όσον αφορά τα κριτήρια επαλήθευσης της ορθότητας μιας ερμηνείας, και ιδίως της συνταγματικής, αυτά δεν έχουν αντικειμενική και απόλυτη ισχύ, χωρίς όμως να είναι αυθαίρετα δημιουργήματα της υποκειμενικής θέλησης του ερμηνευτή η κρίση του οποίου υπόκειται σε κανόνες και είναι ελέγξιμη. Έτσι, τα εν λόγω κριτήρια απαιτείται να είναι γενικότερα αποδεκτά και ακόμη να είναι, ως προς την ισχύ τους γενικεύσιμα, να μπορούν δηλαδή να γίνουν αποδεκτά από τον καθένα και να ισχύουν σε περισσότερες περιπτώσεις, αφού γίνουν αντικείμενο έλλογης διαβούλευσης και αντιπαράθεσης επιχειρημάτων από τα υποκείμενα δικαίου. Στο συνταγματικό δίκαιο τέτοια κριτήρια θα μπορούσαν να θεωρηθούν η «δημοκρατική αρχή», η «κοινοβουλευτική αρχή», η «διαφύλαξη της ενότητας του Συντάγματος», η συνδρομή του «τεκμηρίου αρμοδιότητας κατά του αρχηγού του κράτους και υπέρ της Βουλής», το τεκμήριο «εν αμφιβολία υπέρ της ελευθερίας», η «διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας και της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος», η «πλουραλιστική αρχή». Τα παραπάνω κριτήρια έχουν ή τουλάχιστον πρέπει να έχουν ορθολογική θεμελίωση. Κατά τούτο, δεν αναζητείται η θεμελίωσή τους έξω από το θετό Δίκαιο και τις αρχές που το διέπουν, ούτε προκύπτουν έξω από την ερμηνευτική διαδικασία. Η αξίωση θετικότητας και ασφάλειας του Δικαίου επιβάλλει την έλλογη στήριξή τους σε αρχές και σκοπούς που συνάγονται από το Σύνταγμα και ιδίως από το ιστορικό προσδιορίσιμο περιεχόμενο της δημοκρατικής αρχής. Στοιχεία διϋποκειμενικού ελέγχου και επαλήθευσης της ορθότητας της συνταγματικής ερμηνείας συνθέτουν η αποδοχή που συναντά η ερμηνευτική πρόταση από την επιστημονική κοινότητα, η συζήτηση που προκλήθηκε στη θεωρία και η απήχηση που είχε 22