Μερικές σκέψεις πάνω στην έννοια της «ερµηνείας» µε αφορµή την ΣτΕ 176/2002 Υπό : Ευσταθίας Αγγελοπούλου Αθήνα, 19 1 2004 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ο νοµικός που εισέρχεται στο ακανθώδες θέµα της ερµηνείας των νόµων και των λοιπών διατάξεων από τα ικαστήρια, σαφέστατα αισθάνεται ότι κινείται σε ασταθές έδαφος, αν όχι σε «κινούµενη άµµο». Όχι µόνον γιατί στην ερµηνεία ελλοχεύει ο δαίµονας της υποκειµενικότητας ( για να παραφράσουµε τους υπαρξιστές φιλόσοφους ), αλλά διότι στην ουσία η δικαστική εξουσία επεκτείνει τον οίκο της και αναγορεύει τον εαυτό της και σε «δηµιουργό» του κανόνα δικαίου ( αφού τον ερµηνεύει υποκειµενικά και κατά την εκάστοτε γνώµη και άποψή της ) και σε κριτή, πράγµα βεβαίως αυτονόητο. Κορυφαίο παράδειγµα, αν και όχι το µοναδικό ή κάτι το σπάνιο, είναι η..... µεταµόρφωση ( κυριολεκτικώς ) του άρθρου 25 του Συντάγµατος από τις αλλεπάλληλες ερµηνευτικές αποφάσεις του Συµβουλίου της Επικρατείας ( όλες προβαίνουσες σε συσταλτική ερµηνεία ) και οι οποίες σαν συνέπεια είχαν τον ( χωρίς καµία απολύτως διάθεση υπερβολής ) δραµατικό περιορισµό του πεδίου εφαρµογής της αρχής της προηγούµενης ακρόασης. 1
ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ Είναι επίσης αρκετά γνωστό ότι η νοµολογία των ικαστηρίων βρίθει αποφάσεων που υιοθετούν διαφορετικές ερµηνείες ( της ίδιας πάντα διάταξης ) σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ακόµη όµως και κατά την ίδια χρονική περίοδο. Χαρακτηριστικότατο παράδειγµα η απόφαση 176/2002 του ΣτΕ που ΑΛΛΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟΤΕ ΠΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ δέχεται για πρώτη φορά ότι δεν είναι νόµιµη η προσωποκράτηση για χρέη προς το ΙΚΑ και µάλιστα µε αξιόλογα επιχειρήµατα. Λόγω του ότι η απόφαση είναι ( δυστυχώς ) αδηµοσίευτη, αλλά και λόγω του ενδιαφέροντος περιεχοµένου της κρίνουµε σκόπιµο να την παραθέσουµε ολόκληρη ( τονίζοντας µε υπογράµµιση τα πλέον πρωτότυπα κοµµάτια της ) : << Αριθµός 176/2002 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤ' Συνεδρίασε δηµόσια στο ακροατήριό του στις 22 Οκτωβρίου 2001, µε την εξής σύνθεση: Θ. Χατζηπαύλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ' Τµήµατος, Φ. Αρναούτογλου, Μ. Καραµανώφ, Σύµβουλοι, Ε. Αντωνόπουλος, Β. Ραφτοπούλου, Πάρεδροι. Γραµµατέας ο Β. Μανωλόπουλος, Γραµµατέας του ΣΤ' Τµήµατος. Για να δικάσει την από 29 Ιανουαρίου 2001 αίτηση : του Λ.Τ. του Γ. ή Τ., κατοίκου Αθηνών, οδός Β. αρ...., ο οποίος παρέστη µε τον δικηγόρο Ιωάννη Παπανδρουλάκη (Α.Μ. 12147), που τον διόρισε µε ειδικό πληρεξούσιο, κατά του Ιδρύµατος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο παρέστη µε την Βασιλική Παπαθεοδώρου, Πάρεδρο του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους. Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ? αριθµ. 76/2000 απόφαση του 2
ιοικητικού Εφετείου Πειραιά. Η εκδίκαση άρχισε µε την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Ε. Αντωνόπουλου. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόµενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του αναιρεσιβλήτου Ιδρύµατος, η οποία ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δηµόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Αφού µελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά τον Νόµο 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινοµένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόµιµο παράβολο (υπ? αριθµ. 1451935 ειδικό γραµµάτιο παραβόλου). 2. Επειδή, µε την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ? αριθµ. 76/2000 αποφάσεως του Προέδρου του ιοικητικού Εφετείου Πειραιώς, µε την οποία έγινε εν µέρει µόνο δεκτή έφεση του αναιρεσείοντος κατά της υπ? αριθµ. 9/1999 αποφάσεως του Προέδρου του ιοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου και εµειώθη ο χρόνος προσωποκρατήσεώς του για χρέη ανωνύµου εταιρείας, της οποίας ο αναιρεσείων διετέλεσε πρόεδρος του.σ., από δύο µήνες σε 40 ηµέρες. 3. Επειδή, ο Νόµος 2717/1999 "Κώδικας ιοικητικής ικονοµίας" (Α' 97) ορίζει τα εξής : "Η προσωπική κράτηση, ως αναγκαστικό µέτρο προς είσπραξη των κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 δηµόσιων εσόδων, διατάσσεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του ηµοσίου... (άρθρο 231, παρ. 1). Αρµόδιος να διατάξει την προσωπική κράτηση είναι ο πρόεδρος πρωτοδικών ή ο από αυτόν οριζόµενος πρωτοδίκης, του πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα της ή αρχή που, ως εκπρόσωπος του ηµοσίου, υποβάλλει την, κατά το προηγούµενο άρθρο, αίτηση (άρθρο 232). Η αίτηση υποβάλλεται από το ηµόσιο, εκπροσωπούµενο από τον αρµόδιο για την είσπραξη του οφειλόµενου εσόδου προϊστάµενο της.ο.υ. ή του τελωνείου. Η αίτηση στρέφεται κατά του οφειλέτη ή του εκπροσώπου του νοµικού προσώπου ή, αν πρόκειται 3
για πρόσωπα που τελούν υπό επιµέλεια, κατά του νόµιµου αντιπροσώπου τους (άρθρο 233 παρ. 1-2). Προσωπική κράτηση µπορεί να διαταχθεί µόνο εφόσον: α) πρόκειται για έσοδο που εισπράττεται κατά τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 και β) το συνολικώς οφειλόµενο ποσό υπερβαίνει τα τρία εκατοµµύρια (3.000.000) δραχµές ή, αν πρόκειται για οφειλόµενα ποσά από παρακρατούµενους ή επιρριπτόµενους φόρους ή από δάνεια µε εγγύηση του Ελληνικού ηµοσίου, το ένα εκατοµµύριο (1.000.000) δραχµές (άρθρο 234 παρ. 1). Οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 231-241 υπόκεινται, ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κατά τα άρθρα 81-111 αναλόγως εφαρµοζόµενα, στα ένδικα µέσα της ανακοπής ερηµοδικίας, της έφεσης, της αίτησης αναθεώρησης και της αίτησης διόρθωσης ή ερµηνείας. Οι προθεσµίες για την άσκηση των κατά την προηγούµενη παράγραφο ένδικων µέσων είναι πέντε (5) ηµερών. Ως προς την έναρξη των προθεσµιών αυτών έχουν ανάλογη εφαρµογή όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 90 (παρ. 1), 94 (παρ. 1), 104 και 110 (παρ. 2), οι οποίες και εφαρµόζονται αναλόγως. Η προθεσµία για την άσκηση, καθώς και η άσκηση, της ανακοπής ερηµοδικίας και της έφεσης αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόµενης απόφασης. Το, κατά το άρθρο 232, αρµόδιο δικαστήριο, όµως, µπορεί, κατ αίτηση του ηµοσίου, να κηρύξει την απόφασή του προσωρινώς εκτελεστή, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 80, η οποία και εφαρµόζεται αναλόγως. Αρµόδιος για την εκδίκαση της έφεσης είναι ο πρόεδρος εφετών, ή από αυτόν οριζόµενος εφέτης, του εφετείου στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το δικαστήριο, όπου ανήκει ο κατά το άρθρο 232 δικαστής που εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση (άρθρο 242 παρ. 1-4). Σε δίκες εκκρεµείς κατά την έναρξη της ισχύος του Κώδικα, οι διαδικαστικές πράξεις που δεν έχουν συντελεστεί διενεργούνται κατά τις διατάξεις τούτου (άρθρο 278). Η άσκηση ένδικων µέσων κατ 4
αποφάσεων που δηµοσιεύονται µετά την έναρξη της ισχύος του Κώδικα διέπεται από τις διατάξεις του (άρθρο 279). Το δευτεροβάθµιο δικαστήριο, αν ρητώς δεν ορίζεται στο νόµο διαφορετικά, εφαρµόζει το νόµο που ίσχυε όταν δηµοσιεύτηκε η εκκαλούµενη απόφαση (άρθρο 98 παρ. 3). Οπου στον Κώδικα αυτόν γίνεται παραποµπή σε διατάξεις άλλων νοµοθετηµάτων, οι παραποµπές γίνονται στις διατάξεις αυτές όπως εκάστοτε ισχύουν. Οπου από την κείµενη νοµοθεσία γίνεται παραποµπή σε δικονοµικές διατάξεις που καταργούνται σύµφωνα µε το άρθρο 285, η παραποµπή θεωρείται ότι γίνεται στις αντίστοιχες διατάξεις του Κώδικα (άρθρ. 284 παρ. 1-2). Από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αναφέρεται σε θέµα ρυθµιζόµενο από αυτόν. Κατ? εξαίρεση, διατηρούν την ισχύ τους οι δικονοµικού περιεχοµένου διατάξεις: α) ως προς τις οποίες γίνεται ρητή επιφύλαξη στις επί µέρους διατάξεις του Κώδικα, β) της δηµοτικής-κοινοτικής φορολογίας, οι οποίες αφορούν την είσπραξη φόρου ή τέλους µέσω της ΕΗ, γ) οι οποίες αναφέρονται στην εκδίκαση των διαφορών ανάµεσα στο φορολογούµενο και τον ενοικιαστή φόρων, δ) οι οποίες προβλέπουν την επιβολή, από τα δικαστήρια, αυτοτελών κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, ε) του άρθρου 99 του ν.δ. 118/1973, στ) του άρθρου 1 του ν.δ. 4600/1966 και ζ) των παρ. 4 και 7 του άρθρου 28 του ν. 2579/1998 (άρθρο 285 παρ. 1-2)". 4. Επειδή, από το συνδυασµό των διατάξεων που παρατέθηκαν, προκύπτει, κατά την κρατήσασα στο ικαστήριο γνώµη, ότι µετά τη θέση σε ισχύ του Κώδικα ιοικητικής ικονοµίας, ρυθµίζονται κατά τρόπο αποκλειστικώς και εξαντλητικώς από το νοµοθέτηµα αυτό τα δικονοµικά θέµατα, τόσο της γενικής διαδικασίας, όσο και των ειδικών διαδικασιών, µεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η διαδικασία της προσωποκρατήσεως ως µέσου εισπράξεως των δηµοσίων εσόδων κατά το νδ. 356/1974. 5
Ειδικότερα, στις διατάξεις του άρθρου 233 παρ. 1 ορίζεται ρητώς ποίοι νοµιµοποιούνται ενεργητικώς στην υποβολή της σχετικής αιτήσεως και αναφέρονται µόνον όργανα του ηµοσίου (Προϊστάµενου ΟΥ ή Τελωνείου) και όχι άλλων ν.π.δ.δ. Η ρύθµιση αυτή σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι µετά την τροποποίηση του καθεστώτος της προσωποκρατήσεως µε τον ν. 1867/89, (µε τον οποίο θεσπίσθηκε το πρώτον η λήψη του µέτρου αυτού µε δικαστική απόφαση που εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως των δικαιουµένων προς τούτο ηµοσίου και λοιπών Ν.Π..., τα οποία κατονοµάζει στο άρθρο 2 παρ. 2 του νόµου αυτού) προεβλέφθη ρητώς και το όργανο του δικαιουµένου ν.π.δ.δ. που υποβάλλει τη σχετική αίτηση προς το δικαστήριο, οδηγεί στο συµπέρασµα ότι υπό το καθεστώς του νέου Κ δεν είναι πλέον δυνατή δικονοµικώς η υποβολή αιτήσεως για προσωποκράτηση οφειλετών των ν.π.δ.δ. για χρέη προς αυτά και ότι συνεπώς για τα πρόσωπα αυτά έχει καταργηθεί η δυνατότητα να ζητήσουν την προσωποκράτηση των οφειλετών τους. Το συµπέρασµα αυτό ενισχύεται και εκ του ότι υπό το καθεστώς των παλαιοτέρων νοµοθετηµάτων του ΝΕ Ε και του ΚΕ Ε, η προσωποκράτηση ερυθµίζετο ρητώς µόνο υπέρ του ηµοσίου και δεν ηδύνατο ερµηνευτικώς να συναχθεί επέκτασή της και υπέρ των ν.π.δ.δ., των οποίων τα έσοδα εισεπράττοντο κατά τον ΝΕ Ε ή τον ΚΕ Ε, λόγω του ότι οι σχετικές διατάξεις που θίγουν το ατοµικό δικαίωµα της προσωπικής ελευθερίας έπρεπε να ερµηνεύoνται στενώς. Εξάλλου, δεν δύναται να συναχθεί αντίθετο επιχείρηµα εκ του ότι στα άρθρα 6
217-230 του Κ που ρυθµίζουν την λοιπή διαδικασία διοικητικής εκτελέσεως πλήν της προσωποκρατήσεως γίνεται µνεία ως νοµιµοποιουµένου µόνον του ηµοσίου, ώστε να θεωρηθεί ότι και τα λοιπά µέτρα του ΚΕ Ε δεν ισχύουν υπέρ των εξοµοιουµένων προς το ηµόσιο ΝΠ, και τούτο διότι στις περιπτώσεις των λοιπών µέτρων διοικητικής εκτελέσεως η πρωτοβουλία προσφυγής στο δικαστήριο ανήκει, κατά κανόνα στον οφειλέτη, κατά του οποίου λαµβάνεται το µέτρο και όχι στο ηµόσιο ή στα λοιπά ΝΠ. Περαιτέρω δε, εφόσον η νεωτέρα ρύθµιση του Κ είναι ευνοϊκότερη για τους οφειλέτες του ΙΚΑ, εφαρµόζεται και επί εκκρεµών δικών ενώπιον των πρωτοβαθµίων ή δευτεροβαθµίων δικαστηρίων (πρβλ. ΣΕ 886/2000, 4973/98). Αν και κατά τη γνώµη του Συµβούλου Φ. Αρναούτογλου, µε τον νέο Κώδικα ιοικητικής ικονοµίας ο νοµοθέτης, αναφερόµενος στο άρθρο 234 παρ. 1 ΚΚ στη δυνατότητα µόνον του ηµοσίου να ζητεί την προσωποκράτηση των οφειλετών του, δεν θέλησε την µέσω ενός κατ εξοχήν δικονοµικού νοµοθετήµατος κατάργηση της δυνατότητος που παρέχει η νοµοθεσία στο ΙΚΑ και στα λοιπά ΝΠ, προς ουσιαστική προστασία των εσόδων τους, αλλά εκφράσθηκε στενώτερα από ό,τι ήθελε. Τούτο µαρτυρεί σαφώς η εισηγητική έκθεση που αναφέρεται στα περί προσωποκρατήσεως άρθρα του Κ επισηµαίνοντας ότι µε αυτά αποδίδεται ή έως τότε ισχύουσα ρύθµιση που προέβλεπε και την προσωποκράτηση των οφειλετών του ΙΚΑ. 5. Επειδή, στην προκειµένη περίπτωση όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόµενη απόφαση το ΙΚΑ κατέθεσε στις 3-8-1995 αίτηση γα προσωποκράτηση του αναιρεσείοντος, υπό την 7
ιδιότητά του ως προέδρου του.σ. της ΑΕ Ε.** για ληξιπρόθεσµα χρέη της εταιρείας προς αυτό συνολικού ύψους 71.614.413 δραχµών στον Πρόεδρο του ιοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου. Η αίτηση αυτή εξεδικάσθη στις 27-9-1999 και διετάχθη η προσωποκράτηση του αναιρεσείοντος για διάστηµα δύο (2) µηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής ησκήθη η από 28-2-2000 έφεση, συµπληρωθείσα παραδεκτώς µε δικόγραφο προσθέτων λόγων στις 13-6-2000, η οποία εξεδικάσθη από τον κατά τον Ν. 2717/1999 (άρθρο 242 παρ. 4) αρµόδιο πρόεδρο του ιοικητικού Εφετείου Πειραιώς. Ο τελευταίος απέρριψε τον προβληθέντα µε το δικόγραφο προσθέτων λόγων εφέσεως ισχυρισµό του αναιρεσείοντος ότι µετά τον Ν. 2717/99 καταργήθηκε η δυνατότητα του ΙΚΑ να ζητεί την προσωποκράτηση οφειλετών του µε τη σκέψη ότι ανεξαρτήτως του εάν αυτό πράγµατι συνέβαινε, δεν ήτο δυνατόν να τύχει εφαρµογής στην περίπτωσή του, εφόσον η σχετική αίτηση κατετέθη προ του Ν. 2717/1999 ήτοι στις 3-8-1995. Η κρίση αυτή δεν είναι σύµφωνα µε την κρατήσασα στο Τµήµα γνώµη ορθή, εφόσον και επί των εκκρεµών κατά την έναρξη ισχύος του Κ δικών και σε δεύτερο βαθµό τυγχάνουν εφαρµογής οι διατάξεις περί προσωποκρατήσεως του Κ, οι οποίες δεν προβλέπουν πλέον την προσωποκράτηση υπέρ του ΙΚΑ και συνεπώς, θα έπρεπε για τον λόγο αυτό βασίµως προβαλλόµενο η απόφαση του Προέδρου του ιοικητικού Εφετείου Πειραιώς να αναιρεθεί. Λόγω όµως της µείζονος σπουδαιότητος του ζητήµατος εάν διά του Ν. 2717/99 κατηργήθη η δυνατότητα του ΙΚΑ να ζητεί την προσωποκράτηση των οφειλετών του, το Τµήµα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεµφθεί προς εκδίκαση στην επταµελή σύνθεση κατ? άρθρο 14 παρ. 5 του Π.. 18/89 (Α' 8) κατά την δικάσιµο της 1ης Απριλίου 2002 και εισηγητή τον Πάρεδρο Ε. Αντωνόπουλο. ιά ταύτα Παραπέµπει την υπόθεση στην επταµελή σύνθεση του ΣΤ' Τµήµατος. Ορίζει εισηγητή τον Πάρεδρο Ε. Αντωνόπουλο και 8
δικάσιµο την 1η Απριλίου 2002. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 2001 και η απόφαση δηµοσιεύθηκε σε δηµόσια συνεδρίαση της 28ης Ιανουαρίου >>. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Έχει κανείς την αίσθηση ότι και όχι µόνον από την παρατεθείσα απόφαση, αλλά και από την εν γένει έρευνα που κάναµε το εκάστοτε κρίνον ικαστήριο κατά το δοκούν ερµηνεύει και κρίνει. Όπως προεκτέθηκε και στον πρόλογο της παρούσας εργασίας << η νοµολογία των ικαστηρίων βρίθει αποφάσεων που υιοθετούν διαφορετικές ερµηνείες ( της ίδιας πάντα διάταξης ) σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ακόµη όµως και κατά την ίδια χρονική περίοδο >>. Αν κανείς ερευνήσει ένα πεζό πρακτικό ζήτηµα όπως για παράδειγµα ο χρόνος έναρξης της τοκοφορίας των πραγµατοποιηθεισών υπερωριών ενός εργαζόµενου, τότε µε έκπληξη θα παρατηρήσει σωρεία διαφορετικών αποφάσεων µεταξύ του Ά και του Γ τµήµατος του Αρείου Πάγου, µε το πρώτο τµήµα να υποστηρίζει την ερµηνευτική κατασκευή της έναρξης από την όχληση ( εξώδικο ή αγωγή κλπ ) και το τρίτο τµήµα να ερµηνεύει διαφορετικά το ίδιο ζήτηµα και να κρίνει η τοκοφορία ξεκινά από την πραγµατοποίηση της υπερωρίας αφού ο εργοδότης γνωρίζει την υλοποίησή της κι άρα η όχληση δεν απαιτείται! 9