ΜΑΙΟΣ 2011 Επιμέλεια : Βασίλειος Σταματόπουλος, Δικηγόρος, Δ.Μ.Σ., Υπ. ΔΝ
Απάντηση σκέλους Αστικού Δικαίου Πολ. Δικονομίας Το από 10.5.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του Α και της ομόρρυθμης εταιρείας Β έχει ως αντικείμενο τη σύναψη μιας ενοχικής υποσχετικής συμβάσεως πωλήσεως κινητού πράγματος (ΑΚ 513) με το σύμφωνο όμως επιφύλαξης (ή διατήρησης) της κυριότητας (ΑΚ 532). Η εν λόγω πλεκτομηχανή πωλείται στην αγοράστρια εταιρεία Β με πίστωση του τιμήματος, εις τρόπον ώστε αυτή να αποκτά τη χρήση και την απόλαυση του πράγματος, χωρίς να υποχρεούται σε καταβολή αμέσως ολοκλήρου του τιμήματος. Στην ουσία ο όρος επιφύλαξης της κυριότητας που έθεσε στο πρακτικό ο Α αποτελεί ιδιάζουσα μορφή εμπράγματης εξασφάλισής του. Σύμφωνα δε με τα δεδομένα του πρακτικού οι Α και Β συνομολόγησαν ρητώς (ΑΚ 361) ότι η κυριότητα της πλεκτομηχανής θα παραμείνει στον πωλητή Α μέχρι την πλήρη αποπληρωμή του πιστωθέντος τιμήματος, αποπληρωμή η οποία λογίζεται εν προκειμένω ότι τέθηκε ως αναβλητική αίρεση (ΑΚ 201) στην εμπράγματη εκποιητική δικαιοπραξία μεταβίβασης της κυριότητας (ΑΚ 1034). Όθεν, η αγοράστρια εταιρεία Β αποκτά κατ αρχήν ( = μέχρι την ολοσχερή εξόφληση) μόνο την κατοχή της πλεκτομηχανής, και ως κάτοχος ασκεί τη νομή στο όνομα του πωλητή κυρίου και νομέα Α (ΑΚ 980). Οι Α και Β συνομολόγησαν περαιτέρω, όπως προκύπτει από το πρακτικό, ως ματαιωτικό της ανωτέρω αναβλητικής αίρεσης γεγονός την υπαναχώρηση του πωλητή Α λόγω υπερημερίας της αγοράστριας εταιρείας Β ως προς την καταβολή έστω και μιας δόσεως του τιμήματος (βλ. και τον ερμηνευτικό κανόνα της ΑΚ 532 1). Η ιδιομορφία του εν λόγω συμφώνου επιφυλάξεως της κυριότητας είναι ότι επ αυτού συμπλέκονται και διασταυρώνονται ενοχικές και εμπράγματες συνέπειες. Έτσι ο πωλητής δικαιούται να ασκήσει κατά του αγοραστή κατόχου το δικαίωμα από την κυριότητα, δηλαδή να διεκδικήσει το πράγμα, αν, λόγω υπερημερίας αυτού ως προς την καταβολή του τιμήματος, υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, οπότε η πώληση ανατρέπεται (ΑΚ 389 2) και δεν είναι πλέον δυνατόν να θεμελιωθεί σε αυτήν δικαίωμα 2
του αγοραστή για κατοχή του πράγματος (ΑΚ 1095). Κατά την ΑΚ 532 1 ο πωλητής, σε περίπτωση υπερημερίας του αγοραστή, δικαιούται εκλεκτικά (κατ άλλη άποψη διαζευκτικά) είτε να εμμείνει στη σύμβαση, απαιτώντας την πληρωμή του τιμήματος, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ασκώντας τα δικαιώματά του από την κυριότητα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση γίνεται δεκτό ότι η υπαναχώρηση μπορεί να γίνει και συγχρόνως με την έγερση της διεκδικητικής αγωγής, της οποίας η κοινοποίηση περιέχει σιωπηρά και τη δήλωση υπαναχώρησης του πωλητή. Πάντως μόνη η υ περημερία του αγοραστή δεν οδηγεί στη λύση της συμβάσεως. Απαιτείται και η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τον πωλητή. Βεβαίως, οι ρυθμίσεις της ΑΚ 532 1 είναι ενδοτικού δικαίου (ius dispositivum), πλην όμως, όπως συνάγεται από τα κατ ιδίαν δεδομένα του πρακτικού, οι Α και Β δεν φαίνεται να απέκλιναν ουσιωδώς κατά τη σύνταξη του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού από τις ρυθμίσεις αυτές, τις οποίες in concreto συμπλήρωσαν και εξειδίκευσαν. Συνεφώνησαν όμως ρητώς και καθ όλα επιτρεπτώς (ΑΚ 400 και 361) ότι σε περίπτωση καθυστερήσεως έστω και μιας δόσεως ο Α δικαιούται, πλην της υπαναχωρήσεως, να παρακρατήσει τις δόσεις που ήδη κατεβλήθησαν λόγω ποινικής ρήτρας (ΑΚ 404επ.) και κατ αποκοπήν αποζημιώσεως. Σύμφωνα προς τα δεδομένα του πρακτικού αλλά και προς όσα ανωτέρω εξετέθησαν, ο Α άσκησε το δικαίωμα συμβατικής (ΑΚ 361 και 389 1) υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση, η οποία συνακολούθως περιήλθε σε σχέση εκκαθαρίσεως (ΑΚ 389 2). Σύμφωνα δε και με την κρατούσα στη νομολογία άποψη γι αυτόν ακριβώς το λόγο η άσκηση της υπαναχώρησης αποκλείει την αξίωση εκπληρώσεως, δηλ. καταβολής του τιμήματος. Καθίσταται λοιπόν απολύτως σαφές ότι λόγω ακριβώς της γενομένης υ παναχωρήσεως το υπό β) αίτημα της αγωγής του Α περί καταβολής του ποσού των 10. 000 ως υπολοίπου τιμήματος είναι νόμω αβάσιμο. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει οπωσδήποτε να τονισθεί συναφώς ότι, σύμφωνα με παγία νομολογία, του ελέγχου της α ντιφατικότητας των σωρευομένων αγωγών (218 1 εδ. α ΚΠολΔ) και εντεύθεν της επέλευσης των εννόμων συνεπειών του άρθρου 218 2 ΚΠολΔ προηγείται η έρευνά τους από απόψεως παραδεκτού και νόμω βασίμου. Σημειωτέον ότι το ίδιο αίτημα (πε 3
ρί καταβολής του ποσού των 10. 000 ) με βάση όμως τις επιταγές (ανεξαρτήτως του ζητήματος της παραγραφής της πρώτης λόγω παρέλευσης του εξαμήνου) θα απορριφθεί κατόπιν ενστάσεως της Β ως ουσία αβάσιμο, αφού κατά το πρακτικό οι επίδικες επιταγές εξεδόθησαν και παρεδόθησαν καταπιστευτικώς προς εξασφάλισιν πληρωμής (επιταγές ασφαλείας) των δόσεων (καταπιστευτική συμφωνία μεταξύ Α και Β). Άλλως ειπείν, η εκδότρια Β θα επικαλεσθεί και αποδείξει ότι, λόγω άσκησης της υπαναχώρησης από τον Α, ουδέν πλέον οφείλει. Αντιθέτως, το υπό α) αίτημα της εν λόγω αγωγής περί αποδόσεως της πλεκτομηχανής είναι νόμω βάσιμο, καθόσον συνιστά στην ουσία την άσκηση των δικαιωμάτων του πωλητή εκ της κυριότητάς του (ή της νομής του) επί του πωληθέντος πράγματος (ΑΚ 532 1 in fine) κατ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1094επ. (ή 984επ.) ΑΚ. Σημειωτέον ότι ο Α άσκησε την αγωγή του ενώπιον του καθ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Δικαστηρίου σύμφωνα με τα άρθρα 7, 9, 11 αρ. 1, 14 2, 33 και 41 ΚΠολΔ. Στην συζήτηση της αγωγής αυτής η Β δηλώνει στην ουσία ότι δεν είναι υπερήμερη, τουναντίον ασκεί νόμιμο δικαίωμά της εκ του άρθρου ΑΚ 540 αριθ. 1 με την προβολή της γνήσιας μη αυτοτελούς και αναβλητικής ενστάσεως του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (ΑΚ 374 και 378) και εντεύθεν θεωρεί ανίσχυρη (βλ. ΑΚ 532 1) την υπαναχώρηση του Α και άρα αβάσιμο το αίτημά του περί αποδόσεως του πράγματος. Την ένσταση όμως αυτή της Β μπορεί ενδεχομένως (ζήτημα πραγματικό) ο Α να αποκρούσει με την επίκληση και απόδειξη του ισχυρισμού (καταχρηστική (αντ)ένσταση) ότι η αιτουμένη από την Β αντικατάσταση του ελαττωματικού πωληθέντος απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες (βλ. ΑΚ 540 αριθ. 1 in fine), καθόσον κατά το πρακτικό οι πλεκτομηχανές αυτές εισάγονται από την Ιταλία. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η οριστική καταψηφιστική απόφαση κηρύσσεται προσωρινώς εκτελεστή μόνο μετά από υποβολή σχετικού αιτήματος του διαδίκου που νίκησε (907 ΚΠολΔ), αίτημα το οποίο υποβάλλεται παραδεκτώς με το δικόγραφο της αγωγής, της ανταγωγής ή με τις προτάσεις, όπως εν προκειμένω. 4
Πάντως, σε κάθε περίπτωση το τελικό περιεχόμενο της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως συναρτάται, πέραν του παραδεκτού και του νόμω βασίμου της αγωγής του Α (όπως ανελύθησαν ανωτέρω), και προς το ουσία βάσιμο, ήτοι το αληθές ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων (άρθρα 335επ. ΚΠολΔ). 5