Οδυσσέας Ελύτης Στίχοι τραγουδιών από μελοποιημένα του ποιήματα Σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ (Δημοσίευτηκε στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» 1936) (Μελοποιήθηκε το 1969) Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος Απόσπασμα του τραγουδιού: Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ῥῖγος τῆς καρδιᾶς Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας!
Από το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη «Το Αξιον εστί» (Ικαρος Αθήνα 1959) Το Άξιον Εστί - Δοξαστικόν 1964 Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε που σηκώνουν το πέλαγος σαν Θεοτόκο που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι και του μαύρου καπνού το κηρύκειο Ο Μαϊστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος η Τραμουντάνα, η Όστρια
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύλινο τραπέζι το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι. ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο τα νησιά με το σπόνδυλο καποιανού Δία τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα φλόκο Στο γαρμπή τ αρμενίζοντας πόντζα λαμπάντα έως όλο το μάκρος τους τ αφρισμένα με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη η Κως, η Ίος, η Σίκινος ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι αντίκρυ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι
Το πορώδες και άσπρο μεσημέρι ένα πούπουλο ύπνου που ανεβαίνει το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες και το κόκκινο άλογο που δραπετεύει ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ αλώνια ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε : ΧΑΙΡΕ η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία Χαίρε της ερημίας των νήσων η Αγία Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας τον δαίμονα Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των κήπων Χαίρε που αρμόζεις τη ζωνη του Οφιούχου Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει μιάν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν οι νεκροί άνθη της αύριον Μιας νυχτός Ιουνίου η νηνεμία γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες τα κορίτσια τ Αγγεία των Μυστηρίων τα γεμάτα ως πάνω και τ απύθμενα Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι τα ηλιόβόρα και τα σεληνοβάμονα Η Ερση, η Μυρτω, η Μαρινα η Ελενη, η Ρωξανη, η Φωτεινη η Αννα, η Αλεξανδρα, η Κυνθια ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναίτιο δάκρυ ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια των παιδιών που κρατιούνται χέρι χέρι των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη
και το μάλλινο έρημο μέσα στ αγιάζι ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει ποιό το "νυν" και ποιο το "αιέν" του κόσμου : ΝΥΝ το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη ΑΙΕΝ η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική Αιέν αιέν ο λόγος και Τρόπις η αστρική Νυν των λεπιδόπτερων το νέφος το κινούμενο Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία Αιέν η βρωση της Ψυχής και η Πεμπτουσία Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο Μέγας Οφθαλμός Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Ανθρώπου Νυν Νυν το μηδέν και ΑΙΕΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ!
ΙΔΟΥ ἐγὼ λοιπόν, Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης ὁ πλασμένος τις μικρές Κόρες και τα νησιά του Αιγαίου ὁ ἐραστής τοῦ σκιρτήματος τῶν ζαρκαδιῶν καὶ μύστης τῶν φύλλων τῆς ἐλιᾶς ὁ ἡλιοπότης καὶ ἀκριδοκτόνος. Ἰδοὺ ἐγὼ καταντικρύ τοῦ μελανοῦ φορέματος τῶν ἀποφασισμένων καὶ τῆς ἄδειας τῶν ἐτῶν, ποὺ τὰ τέκνα τῆς ἄμβλωσε, γαστέρας, τὸ ἄγκρισμα! Λύνει ἀέρας τὰ στοιχεία καὶ βροντὴ προσβάλλει τὰ βουνὰ. Μοίρα τῶν ἀθώων, πάλι μόνη, νά σε, στὰ Στενά! Στὰ Στενὰ τὰ χέρια μου ἄνοιξα Στὰ Στενὰ τὰ χέρια μου ἂδειασα κι ἂλλα πλούτη δὲν εἶδα, κι ἂλλα πλούτη δὲν ἄκουσα παρὰ βρύσες κρύες νὰ τρέχουν Ρόδια ἢ Ζέφυρο ἢ Φιλιά. Ὁ καθεὶς καὶ τὰ ὅπλα του, εἶπα Στὰ Στενὰ τὰ ρόδια μου θ'ἀνοίξω Στὰ Στενὰ φρουροὺς τοὺς ζέφυρους θὰ στήσω τὰ φιλιὰ τὰ παλιὰ θ'ἀπολύσω ποὺ ἡ λαχτὰρα μου ἅγιασε! Λύνει ἀέρας τὰ στοιχεία καὶ βροντὴ προσβάλλει τὰ βουνὰ. Μοίρα τῶν ἀθώων, πάλι μόνη, νά σε, στὰ Στενά!
Από τις μικρές Κυκλάδες (1 963) Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι το χέρι σου έφευγε με το νερό να στρώσει νυφικό το πέλαγο το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό Άγγελοι μ έντεκα σπαθιά πλέανε πλάι στ όνομά σου σκίζοντας τ ανθισμένα κύματα στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη που ήταν το ίδιο το φεγγάρι Φεγγάρι εδώ φεγγάρι εκεί αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα για το δικό σου το χατίρι ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα βαθύ γαρούφαλο ακρωτήρι
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής (1972) Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα! Πριν απ τα μάτια μου ήσουν φως Πριν απ τον Έρωτα έρωτας Κι όταν σε πήρε το φιλί Γυναίκα Κατά πού θ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός Κατά πού θ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα Κι είμαστε μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ τις νεκρές εικόνες σου. Πριν απ τα μάτια μου ήσουν φως Πριν απ τον Έρωτα έρωτας Κι όταν σε πήρε το φιλί Γυναίκα
Το Μονόγραμμα (Ίκαρος Αθήνα 1972) Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Σ αγαπάω μ ακούς; Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια. Για τα «πίστεψέ με» και τα «μη.» Μια στον αέρα μια στη μουσική, εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο. Έτσι μιλώ για σένα και για μένα.. Επειδή σ αγαπάω και στην αγάπη ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος από παντού, για σένα μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη. Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού, σ έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις, πως φιλάς, πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε.» Πάντα εμείς το φως κι η σκιά. Πάντα εσύ τ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι, πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει. Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ. Επειδή σ αγαπάω και σ αγαπάω. Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο. Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή που πια δεν έχω τίποτε άλλο μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα να φωνάζω από σένα
και να με χτυπά η φωνή μου να μυρίζω από σένα και ν αγριεύουν οι άνθρωποι. Επειδή το αδοκίμαστο και το απ αλλού φερμένο δεν τ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ ακούς; Είναι νωρίς ακόμη μέσα στον κόσμο αυτόν αγάπη μου να μιλώ για σένα και για μένα. Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ ακούς; Είμ εγώ, μ ακούς; Σ αγαπάω, μ ακούς; Πού μ αφήνεις, που πας, μ ακούς; Θα ρθει μέρα, μ ακούς; για μας, μ ακούς; Πουθενά δεν πάω, μ ακούς; Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ ακούς; το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ ακούς; Της αγάπης μια για πάντα το κόψαμε και δεν γίνεται ν ανθίσει αλλιώς, μ ακούς; Σ άλλη γη, σ άλλο αστέρι, μ ακούς; δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ ακούς; και κανείς δεν κατάφερε από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ ακούς;
Από την συλλογή «ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ» (Αστερίας Αθήνα 1972) Το τραγούδι από το ποίημα Μαρίνα Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω, λουίζα και βασιλικό, μαζί μ αυτά να σε φιλήσω, και τι να πρωτοθυμηθώ Τη βρύση με τα περιστέρια, των αρχαγγέλων το σπαθί, το περιβόλι με τ αστέρια, και το πηγάδι το βαθύ Τις νύχτες που σε σεργιανούσα, στην άλλη άκρη τ ουρανού και ν ανεβαίνεις σε θωρούσα, σαν αδελφή του αυγερινού Μαρίνα πράσινο μου αστέρι Μαρίνα φως του αυγερινού Μαρίνα μου άγριο περιστέρι και κρίνο του καλοκαιριού
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι (1972) (Μελοποίηση 1996) Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου Όλα τα πήρε το καλοκαίρι τ άγρια μαλλιά σου στην τρικυμία το ραντεβού μας η ώρα μία. Όλα τα πήρε το καλοκαίρι τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι την εκκλησούλα με το καντήλι. Όλα τα πήρε το καλοκαίρι κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι. Όλα τα πήρε το καλοκαίρι με τα μισόλογα τα σβησμένα τα καραβόπανα τα σχισμένα. Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια όλα τα πήρε τα πήγε πέρα τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα. Όλα τα πήρε το καλοκαίρι κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.
Ο Αύγουστος (1972) Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης Μουσική: Λίνος Κόκοτος Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σέναν ορκιζόμαστε Πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε Απ την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε Κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν ανάψουμε Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.
Από τη Συλλογή ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (Ικαρος Αθήνα 1978) Το τραγούδι Μαρία Νεφέλη Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης Μουσική: Μιχάλης Καλογεράκης Παντού την είδα να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει το κενό Ν ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά καμπαρντίνα. Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε. Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. Μαρία Νεφέλη Περπατώ μες στ αγκάθια, μες στα σκοτεινά σ αυτά που `ναι να γίνουν και στ αλλοτινά κι έχω για μόνο μου όπλο, μόνη άμυνα, τα νύχια μου τα μωβ, σαν τα κυκλάμινα. Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή και ωραία. Μα να της μιλάς, ούτε που ακούει καθόλου. Σαν να γίνεται κάτι αλλού - που μόνο αυτή το ακούει και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι ε κ ε ί. Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα. Μαρία Νεφέλη. Περπατώ μες στ αγκάθια, μες στα σκοτεινά... Τίποτα δεν κατάλαβε.
Όλη την ώρα μου `λεγε `'θυμάσαι;'' Τι να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα. Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα, πώς να το πω, απροετοίμαστη. Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο ξαφνικά, 'κει που δεν το περίμενα καθόλου. Έλεγα `'μπα θα συνηθίσω''. Κι όλα γύρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν, ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά φαίνεται, το παράκανα. Επειδή - δεν ξέρω - κάτι παράξενο έγινε στο τέλος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος. Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή. Και τώρα όταν ακούω να βρέχει, δεν ξέρω τι με περιμένει. Μαρία Νεφέλη. Πετάω μες στ αγκάθια, μες στα σκοτεινά...