ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΛΥΔΩΝΑ Για την επιλογή των ποιημάτων και των αντίστοιχων εικόνων εργάστηκαν κατά ομάδες οι ακόλουθοι μαθητές της Α τάξης του Γενικού Λυκείου Ευηνοχωρίου: Κ. Λ. Α' Ομάδα Στάθης Ζώης Παναγιώτα Παναγιώτης Χριστίνα Ν. Χ. Β' Ομάδα Ιωάννης Παναγιώτα Κωνσταντίνα Γρηγόρης Σαϊμίρ Π. Π. Σ. Σ. Τ. Φ. Γ' Ομάδα Παναγιώτα Κωνσταντίνος Ελιονίντα Αθανασία Αναστασία Βασιλική
'Eπιτάφιος Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα, Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο, καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμένο, Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη πρωινοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μὴν τὰ θαμπώσει δάκρυ, Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν, ἀνθίζαν Στήθεια πλατιὰ σὰν τὰ στρωτὰ φτερούγια τ ῆς τρυγόνας ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας, Μπούτια γερὰ σὰν πέρδικες κλειστὲς στὰ παντελόνια ποὺ οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ τὰ μπαλκόνια, Καὶ γώ, μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα, σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτὸ μὲ τὴ γαλάζια χάντρα, Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ εὐωδιαστό μου πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω; δάσο, [Γιάννης Ρίτσος]
Οι άλλοι Γι' άλλη πιο μυστικήν αντρεία λαχτάρησα κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος κάλπασα στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων! Προδόθηκα κι απόμεινα στον κάμπο μόνος Πάρθηκα και πατήθηκα σαν κάστρο μόνος Είπα: Δεν θα 'ναι μαχαιριά βαθύτερη από την κραυγή Και είπα: δε θα 'ναι το Άδικο τιμιότερο απ' το αίμα Μόνος απέλπισα το θάνατο. Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη εσύ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός, λησμονάτε τη χώρα μου. τόσο βγαίνει πιο καθαρός ο χρησμός απ' την όψη μου: Την οργή των νεκρών να φοβάστε Και των βράχων τα αγάλματα! [Οδυσσέας Ελύτης]
Ο τόπος μας είναι κλειστός Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια, τα καλύβια και τις στάνες μας. Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας. Πώς γεννήθηκαν, πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας; Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές. Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές. Που ηχούν και που τις προσκυνούμε. Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα. Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές. Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές. Που ηχούν και που τις προσκυνούμε. Ήχος στεκάμενος, κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας, ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατεβούμε ν' ανασάνουμε, βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα, από ταξίδια που δεν τέλειωσαν σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν' αγαπήσουν. [Γιώργος Σεφέρης]
Ο Ναός Μου πλήγιασαν τα γόνατα στα μάρμαρά σου, ω της αθώρητης θεάς ξεχωρισμένε ναέ και καταμόναχε, της θεάς που δείχνει από του είναι της την άβυσσο μονάχα εν' άγαλμα, και κείνο ανθρωποκαμωμένο, μ' ένα πέπλο πυκνό και κείνο σκεπασμένο. Και θαρρώ πως ξανοίγω μέσ' από τους στύλους και μέσ' από τους θησαυρούς και τους βωμούς σου τον Ιωνά τον δελφικό ιερέα ν' αλλάζη το λευκό λειτουργικό χιτώνα με το ραβδί το ροζωτό του στρατοκόπου. Εγώ δεν είμαι λειτουργός, του μυστηρίου το φοβερό κλειδί δεν έπιασα, κι ακόμα δεν άγγιξα, δειλά ή απότολμα, την πύλη που φέρνει στης ζωής τ' αγνώριστα Ελευσίνια. Αμαρτωλός κ' εγώ, ναέ, στα πλήθη μέσα τ' αμαρτωλά που προσκυνάν εσέ, μα τώρα μου πλήγιασαν τα γόνατα στα μάρμαρά σου, κ' αισθάνομαι ένα πάγωμα νύχτας ή τάφου αγάλια αγάλια απάνω μου να σκαρφαλώνη και να τινάξω πολεμώ το μολυντήρι το κρύο από τα πάνω μου, και λαχταρώντας έξω σέρνω τα γόνατα τα πληγιασμένα, έξω απ' τους σωριασμένους πάγους θησαυρούς σου, κι από τους στύλους σου, απ' τα δάση που με πνίγουν, στο φως του ήλιου και στο φέγγος της σελήνης. Πάει το λιβάνι πια της προσευχής, και πάει τ' ολόχρυσο μαχαίρι της θυσίας, και πάνε κ' οι μεγαλόφωνοι χοροί και λευκοφόροι των ύμνων γύρω στους βωμούς τους φλογισμένους και παρατώντας σε, ω ναέ, ξαναγυρίζω στων καιρών το καλύβι των πρωτανθισμένων. [Κωστής Παλαμάς]
Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας. Κάτι Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο σχήμα του Αρχαγγέλου Παραλαλούσα κι έτρεχα Έφτασα κι αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ τη γλώσσα Μ ένα τίποτα έζησα Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε Σ ενός περάσματος αέρα ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ αυτιά μου -Ε καβάκια μαύρα, φώναζα, κι εσείς γαλάζια δέντρα τι ξέρετε από μένα; -Θόη θόη θμος - Ε; Τι; - Αρίηω ηθύμως θμος - Δεν άκουσα τι πράγμα; - Θμος θμος άδυσος Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα να μ έλεγαν τρελό πως από να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος. φχιά φχιού φχιού εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα Τι γυαλόπετρες φούχτες [Οδυσσέας Ελύτης]
Το Θέατρο Δὲν ξέρω πῶς νὰ σοῦ τὸ εἰπῶ. Μὰ ὁ δρόμος, χθὲς τὸ βράδυ, μὲς στὴ σταχτιὰ τὴ συννεφιὰ σὰ θέατρο εἶχε γίνει. Μόλις φαινόταν ἡ σκηνὴ στ ἀνάριο τὸ σκοτάδι καὶ σὰ σκιὲς φαινόντανε μακριά μου οἱ θεατρίνοι. Τὰ σπίτια πέρα κι οἱ αὐλὲς καὶ τὰ κλωνάρια ἀντάμα ἔλεγες κι ἦταν σκηνικὰ παλιὰ καὶ ξεβαμμένα, κι ἐκεῖνοι ἐβγαίναν κι ἔπαιζαν τ ἀλλόκοτό τους δράμα, κι ἄκουγες βόγκους κι ἄκουγες καὶ γέλια εὐτυχισμένα. Ἐγὼ δὲν ξέρω. Ἐβγαίνανε κι ἐσμίγαν κι ἐπαγαίναν κι ἤτανε μιὰ παράσταση καὶ θλιβερὴ κι ὡραία. Κι ἔβγαινε, Θέ μου! κι ἡ νυχτιὰ καθὼς ἐπαρασταίναν, κι ἔβγαινε, Θέ μου! κι ἔριχνε τὴ μαύρη της αὐλαία. [Λάμπρος Πορφύρας]