ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ Γ.

Σχετικά έγγραφα
Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

811 Ν. 23/90. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Δικαστήρια Δικαστές Γραμματεία

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Ν.1850 / Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονοµίας

θέμα: Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ Α. Εισαγωγή -λόγοι δημιουργίας ΑΔΑ -οι ΑΔΑ πριν τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

A8-0469/79. Helmut Scholz, Merja Kyllönen, Jiří Maštálka, Patrick Le Hyaric, Paloma López Bermejo εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα Ιεραρχικός έλεγχος - εποπτεία

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. 4. Ποια από τις ακόλουθες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαιτείται να φέρει και την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού :

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 3: Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Διακρίσεις ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

[όπως ισχύει μετά το ν. 2447/1996] ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Ι Κ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Υ Μ Π Α Ρ Α Σ Τ Α Σ Η

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Δικαστική συμπαράσταση. Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση:

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Σπύρος Ζαχαριουδάκης ΣΥΝΘΕΣΗ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. Εργασία Η ΙΚΑΙΗ ΙΚΗ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

ΘΕΜΑ: Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

ΘΕΜΑ: Προϋποθέσεις αντικατάστασης Δικηγόρου διορισθέντα στα πλαίσια της παροχής δωρεάν νομικής βοήθειας.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΛΕΞΗ 1 ΣΟΦΙΑ ΜΑΡΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ -ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΜΑ : «ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ» ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «Η ΔΙΚΑΙΗ ΔΙΚΗ» ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ Α.Μ.: 1340200800667 E-MAIL: tzina--@hotmail.com

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1.Εισαγωγή 2. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης κατά το άρθρο 20παρ1. α.συνταγματική κατοχύρωση β. Νομική φύση και περιεχόμενο 3. Οι αρχές που προσδιορίζουν τη δικαστική εξουσία έναντι των δύο άλλων συντεταγμένων εξουσιών α. Η αρχή της ισοτιμίας β. Η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας γ. Η αρχή της παροχής έννομης δικαστικής προστασίας 4. Η αρχή του νόμιμου ή φυσικού δικαστή του άρθρου 8 του Συντάγματος α. Έννοια-Συνταγματική κατοχύρωση β. Αντικειμενική αρχή και ατομικό δικαίωμα γ. Αποτελεσματικότητα δ. Απαγόρευση δικαστικών επιτροπών και εκτάκτων δικαστηρίων 5. Οι βασικές αρχές που διέπουν την απονομή της δικαιοσύνηςτη δίκαιη δίκη α. Η αρχή της αμεροληψίας β. Η αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων των δικαστηρίων

γ. Η αρχή της αιτιολόγησης των αποφάσεων των δικαστηρίων δ. Η αρχή της απαγγελίας των αποφάσεων σε δημόσια συνεδρίαση ε. Η αρχή της υποχρεωτικής δημοσίευσης της γνώμης της μειοψηφίας 6. Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων 7. Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας 8. Η αρχή της δίκαιης δίκης (fair trial) στο ποινικό δίκαιο 9. Κατοχύρωση της αρχής της δίκαιης δίκης στις Διεθνείς Συμβάσεις α. Το άρθρο 10 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου β. Το άρθρο 14 παρ.1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα γ. Το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ 10. Συμπέρασμα 11. Νομολογία 12. Περίληψη 13. Βιβλιογραφία

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΚ Αναλ. Α.ν Α.Π. Αχρον. Γ.Ο.Σ.Δ Εκδ. Ε.Δ.Δ.Α Ε.Δ.Δ.Δ Ελλ. Δ Ε.Σ ΕΣΔΑ ΘΝ ΚΔΔ ΚΠΔ ΚΠολΔ μτ Ν π.δ. πρβλ σ.τ ΣτΕ Συντ. Αστικός Κώδικας Αναλυτικά Αναγκαστικός νόμος Άρειος Πάγος Αχρονολόγητο Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο Έκδοση Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Επιθεώρηση Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικό Δίκαιο Ελληνική Δικαιοσύνη Ελεγκτικό Συνέδριο Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου Θεμελιώδης νόμος Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας με τον τίτλο νόμος προεδρικό διάταγμα παράβαλε στον τόμο Συμβούλιο της Επικρατείας Σύνταγμα

τ. τευχ. ΤοΣ τόμος τεύχος το Σύνταγμα τ. κ το κεφάλαιο τ. π την παράγραφο ΥΑ Υπουργική Απόφαση

1.Εισαγωγή Η διαμόρφωση του σύγχρονου κράτους δικαίου έχει γίνει υπό το καθεστώς ραγδαίων οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών και αναμφισβήτητα διέπεται και διακρίνεται από τη διασφάλιση των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανεξάρτητα από τη γεωγραφική θέση, το πολίτευμα, τις εθνικές ιδιαιτερότητες και τα κοινωνικά status. Πράγματι η σύγχρονη ευρωπαϊκή και όχι μόνο δικαιική τάξη απαιτεί σε αυξημένο βαθμό την προάσπιση του σεβασμού στην ανθρώπινη αξία από μέρους της πολιτείας καθώς ο βαθμός πολιτισμικής ανάπτυξης ενός έθνους καθορίζεται πλέον από το βαθμό κατοχύρωσης και διασφάλισης των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων από την έννομη τάξη. Συχνά γίνεται λόγος για τη αρχή της δίκαιης δίκης και το αίτημα για δίκαιη δίκη λαμβάνει πανανθρώπινη διάσταση και αποτελεί θεμέλιο της σύγχρονης ευνομούμενης πολιτείας. Ως δίκαιη δίκη πρέπει καταρχήν να θεωρείται εκείνη που διεξάγεται με την τήρηση όλων των προβλεπόμενων από τις ισχύουσες διατάξεις δικαιωμάτων των διαδίκων καθώς και των υποχρεώσεων των οργάνων απονομής δικαιοσύνης όχι μόνο τυπικά, αλλά και ουσιαστικά, δηλαδή κατά τέτοιο τρόπο ώστε η τήρηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων αυτών να εξασφαλίζει στους διαδίκους πλήρη και αποτελεσματική υπεράσπισή τους σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Περαιτέρω όμως ως δίκαιη δίκη θα πρέπει να θεωρείται και εκείνη, η οποία εξασφαλίζει την πλήρη και αποτελεσματική υπεράσπιση των διαδίκων ανεξάρτητα από το αν η ισχύουσα νομοθεσία καθιερώνει ή καθιερώνει επαρκώς το αντίστοιχο αναγκαίο πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή με βάση την αρχή της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης μπορούν να διαμορφώνονται ή να διευρύνονται συγκεκριμένα δικαιώματα των διαδίκων και συγκεκριμένες υποχρεώσεις των οργάνων της δικαιοσύνης, μολονότι δεν προβλέπονται καθόλου ή στην απαιτούμενη έκταση από την ισχύουσα νομοθεσία. Η αρχή της δίκαιης δίκης είναι ένα πλέγμα επιμέρους αρχών, οι οποίες στο σύνολο τους υπηρετούν το γενικότερο δικαίωμα του σεβασμού και της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

2.Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας στο άρθρο 20παρ.1 του Συντάγματος α).συνταγματική κατοχύρωση Το σχετικό δικαίωμα κατοχυρώνεται για πρώτη φορά στο Ελληνικό Σύνταγμα του 1975 ρητά στο αρθ. 20 παρ. 1 και στα συνεπακόλουθα αυτού Αρ.80 επ. του Σύντ., 93, 94 και 98 και σε επίπεδο απλού νόμου στον ΚΠολΔ, στον ΚΠΔ, στον ΚΔΔ και στο π.δ. 18/1989, π.δ. 774/1980, π.δ. 1225/1981 και σε σειρά άλλων ειδικών νόμων. Αντίστοιχες ρυθμίσεις συναντούμε στα αρ. 6 παρ 1 και 13 της ΕΣΔΑ, καθώς και σε άλλα αρκετά ευρωπαϊκά συντάγματα της μεταπολεμικής περιόδου, όπως στο άρ. 19 παρ 4 του γερμανικού θεμελιώδη νόμου ή στο αρ. 24 του ιταλικού συντάγματος. β). Νομική φύση Οι απόψεις που έχουν υποστηριχθεί εμφανίζονται να ακολουθούν κατά βάση δύο προσανατολισμούς : ένα μέρος της θεωρίας δέχεται ότι το αρ.20 παρ.1 έχει προγραμματικό χαρακτήρα και περιεχόμενο και αρνείται τη βασιμότητα της θέσεως η οποία θεωρεί ότι καθιερώνει ένα δημόσιου δικαίου θεμελιώδες δικαίωμα. Παρεμφερείς απόψεις έχουν υποστηριχθεί και στο πλαίσιο της γερμανικής θεωρίας και νομολογίας. Η κρατούσα και ορθότερη γνώμη συγκλίνει υπέρ της απόψεως σύμφωνα με την οποία η εκ μέρους του συνταγματικού νομοθέτη καθιέρωση του θεσμού της δικαστικής προστασίας απολήγει στην διαμόρφωση ενός θεμελιώδους δικαιώματος. Η γνώμη αυτή υιοθετήθηκε αρχικά στο χώρο της γερμανικής θεωρίας του συνταγματικού δικαίου έγινε όμως γρήγορα και συνολικά αποδεκτή και στον ελληνικό νομικό χώρο. Και στην Ελλάδα η νομική θεωρία τάχθηκε, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, υπέρ της απόψεως, σύμφωνα με την οποία το αρ.20 παρ.1 Σ παρέχει ασφαλή βάση για να θεωρηθεί ότι ο θεσμός της δικαστικής προστασίας που καθιερώνει το άρθρο αυτό αντιστοιχεί σε ένα δικαίωμα του πολίτη συνταγματικά κατοχυρωμένο. Γίνεται δεκτό ότι η δημόσια αξίωση παροχής δικαστικής προστασίας είναι ένα ατομικό δικαίωμα 1. 1.. Βλ. Κ. Μπέη «Τα συνταγματικά θεμέλια της δικαστικής προστασίας», Πρβλ. και Π. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο»

Έχει γίνει πραγματικά επανειλημμένα δεκτό ότι το αρ.20 παρ.1σ αποτελεί μια εγγύηση του αναφαίρετου δικαιώματος της παροχής εννόμου δικαστικής προστασίας. (ΕφΘεσσ.172/79, ΕφΑθ.112/79, ΜΠρΑΘ.9690/78). Κατά συνέπεια η διάταξη αυτή θεωρείται ότι ανήκει στην ανώτατη βαθμίδα των συνταγματικών διατάξεων και ότι θεμελιώνει με τις λοιπές δικονομικές διατάξεις ενιαία κατηγορία συνταγματικών δικαιωμάτων και αρχών. Με τη διάταξη αυτή αναγνωρίζεται υπέρ εκάστου, δηλαδή υπέρ παντός προσώπου, εξουσία δημοσίου δικαίου όπως ζητήσει από την πολιτεία ένδικη προστασία από τα δικαιοδοτικά όργανά της. Οι ρυθμίσεις που καθιερώνει το αρ.20 παρ.1 Σ συγκεντρώνουν όλα τα στοιχεία που εμφανίζονται ως απαραίτητα για να θεωρηθεί βάσιμα ότι εγγυώνται την ύπαρξη και τη λειτουργία ενός θεμελιώδους δικαιώματος. Το άρθρο αυτό αναγνωρίζει και απονέμει ρητά στο ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο την εξουσία εκείνη, η οποία του επιτρέπει να ζητήσει δικαστική προστασία προκειμένου να αποσοβήσει την προσβολή των δικαιωμάτων ή συμφερόντων που του παραχωρεί η έννομη τάξη. Παθητικό αντικείμενο του δικαιώματος αυτού είναι η Πολιτεία και συγκεκριμένα τα αρμόδια Δικαστήρια τα οποία αναπτύσσουν δραστηριότητα που χαρακτηρίζεται, κατ εξοχή, από την άσκηση imperium. Η βασιμότητα της απόψεως που εντάσσει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας στην κατηγορία των θεμελιωδών δικαιωμάτων ενισχύεται επιπλέον από το γεγονός ότι το δικαίωμα αυτό θεμελιώνεται πάνω σε συνταγματικές διατάξεις που ανήκουν στο δεύτερο μέρος του Συντ. περί ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Η διάκριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά οδηγεί στο ερώτημα σε ποια από τις τρεις αυτές κατηγορίες θα πρέπει να ενταχθεί το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Είναι βέβαιο ότι το δικαίωμα δικαστικής προστασίας είναι ένα κοινωνικό δικαίωμα, αυτό προκύπτει από το ότι το αρ.20 παρ.1 Σ δίνει στον πολίτη τη δυνατότητα να απαιτήσει από την πολιτεία μια συγκεκριμένη παροχή που συνίσταται στην προστασία των δικαιωμάτων του ή έννομων συμφερόντων του τα οποία έχουν προσβληθεί, παροχή που εμφανίζεται με την μορφή της απονομής δικαιοσύνης. Η παροχή αυτή αποσκοπεί

στην προστασία του ατόμου από τις κάθε φύσεως παράνομες επεμβάσεις στο χώρο ασκήσεως των ατομικών ελευθεριών του, προστασία που παρέχεται από τα αρμόδια δικαστικά όργανα, τα οποία, στην συγκεκριμένη περίπτωση παίζουν τον πόλο ενός αντικειμενικού και αμερόληπτου τρίτου. Το κοινωνικό όμως δικαίωμα συμπληρώνεται αποτελεσματικά από την κατοχύρωση και λειτουργία ενός ατομικού δικαιώματος που αντιστοιχεί στην υποχρέωση του κράτους να απέχει με κάθε τρόπο από την οποιαδήποτε παράνομη παρεμπόδιση της λειτουργίας του συνταγματικά εγγυημένου θεσμού της δικαστικής προστασίας. Όπως παρατηρεί και ο Κ. Μπέης «με την έννοια αυτή μπορούμε να δεχθούμε ότι το αρ.20 παρ.1 καθιερώνει από κοινού, ένα ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα. Καθιερώνει κοινωνικό δικαίωμα με την έννοια ότι δημιουργεί τη (μη αγώγιμη) υποχρέωση της πολιτείας, να ιδρύσει αρκετά δικαστήρια που να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον κόσμο. Καθιερώνει, προπαντός, ατομικό δικαίωμα με την έννοια της (αγώγιμης) αξίωσης έναντι της πολιτείας, να μην εμποδίζει, με νομοθετικούς ή άλλους περιορισμούς την επιδίωξη δικαστικής ακρόασης και προστασίας.». Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας είναι λοιπόν ένα «θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα» (βλ.δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο) που έχει ταυτόχρονα κοινωνικό και ατομικό περιεχόμενο. Σημειώνεται τέλος ότι το δικαίωμα αυτό δεν αναφέρεται στο βάσιμο, αλλά στο παραδεκτό της προσφυγής και ότι η άσκησή του δεν εγγυάται την έκδοση ευνοϊκής αποφάσεως, εκ μέρους του δικαστηρίου, αλλά μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε αυτό. Η αρχή της δικαστικής ακρόασης (άρθρο 20παρ. 1 Συντάγματος) Κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος «ο καθένας( έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και) μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει» Με το εκτός παρένθεσης τμήμα της 2 η διάταξη αυτή εγγυάται το δικαίωμα που έχει κάθε πολίτης να μην εκδίδεται οποιαδήποτε (υπό ευρεία έννοια) δικαστική απόφαση (ή να μην

ενεργείται άλλη δικονομική πράξη) που θίγει κατά τρόπο άμεσο τα συμφέροντά του 3, εφόσον δεν του δόθηκε προηγουμένως η ευχέρεια να εκφράσει τις απόψεις του και να ακουσθεί, ιδίως επί των πραγματικών δεδομένων στα οποία στηρίζεται η απόφαση 4. Έκφραση λοιπόν της αρχής αυτής, της οποίας, όπως είναι ευνόητο, η σπουδαιότητα κορυφώνεται στο χώρο της ποινικής δίκης, συνιστούν μια ολόκληρη σειρά από επιμέρους διατάξεις του ΚΠΔ. Σε σχέση προς αυτές τις επιμέρους διατάξεις, εκείνου του άρθρου 20 παρ.1 Συντ. λειτουργεί άλλοτε μεν προκειμένου να συμπληρωθούν τα τυχόν κενά που αφήνουν, άλλοτε δε για να διασφαλισθεί η ερμηνεία που αρμόζει. Εννοείται δε, ότι όπου αξιώνεται ο ουσιώδης τύπος της προηγούμενης ακρόασης, αυτός δεν εξαντλείται σε μιαν απλή παροχή ευχέρειας στο περί ου πρόκειται υποκείμενο της δίκης (προπάντων δε στον κατηγορούμενο) να εκφράσει τις απόψεις του, δεν εισάγεται δηλαδή απλά ένα δικαίωμα έκφρασης γνώμης 5, αλλά ακρόασης εκ μέρους του δικαστηρίου. Κι αυτό σημαίνει ότι το δικαστήριο οφείλει να λάβει όντως υπόψη τα λεχθέντα και, όπου χρειάζεται, να απαντήσει, δηλαδή να αποφανθεί και μάλιστα αιτιολογημένα επ αυτών 6. 2.Με το εντός παρενθέσεως τμήμα η διάταξη του άρθρου 20 παρ.1 Συντ. αναγνωρίζει την αξίωση κάθε πολίτη απέναντι στην Πολιτεία, «προς παροχή γενικώς, αποτελεσματικής και εγκαίρου εννόμου προστασίας». 3.Η ευρεία διατύπωση («καθένας») του άρθρου 20 παρ. 1 Συντ. καθιστά αναγκαίο έναν ερμηνευτικό περιορισμό: Το «δικαίωμα ακρόασης» ανήκει σε εκείνον, ο οποίος θίγεται άμεσα από την αναμενόμενη δικαστική απόφαση ή δικονομική πράξη, δηλαδή, στο μέτρο που το υπό συζήτηση δικαίωμα είναι δικαίωμα σύμπραξης στην δίκη, στον συμμετέχοντα, στο υποκείμενό της. Στην ποινική δίκη φορέας του δικαιώματος αυτού είναι κατεξοχήν ο κατηγορούμενος, μετά δε από αυτόν ο πολιτικώς ενάγων και ο αστικώς υπεύθυνος. Αντίθετα όχι ο εισαγγελέας και οι συνήγοροι οι οποίοι δε συμμετέχουν ως πρόσωπα, ως άτομα στην ποινική δίκη, και γι αυτό αποκλείονται ως υποκείμενα του εν λόγω δικαιώματος. 4.Σύμφωνα με ορισμένους (βλ. λ.χ. Schafer) το δικαίωμα ακρόασης αναφέρεται μόνο στα πραγματικά αυτά δεδομένα ενώ σύμφωνα με άλλους (βλ. λ.χ. Dahs jun) επεκτείνεται και στην τοποθέτηση πάνω σε νομικά ζητήματα. 5. Η έκφραση αυτή προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση την ενημέρωση του φορέα του δικαιώματος επί όλων των σημαντικών για την απόφαση στοιχείων. Εφόσον μάλιστα αφορούν σε καίρια, ζωτικά για το περιεχόμενο της οικείας απόφασης σημεία 6..Νικόλαος Κ. Ανδρουλάκης, «Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης», 3 η Έκδοση

Η αναγνώριση και κατοχύρωση του βασικού δικαιώματος ακρόασης εμπεριέχει κατά λογική αναγκαιότητα αναγνώριση και κατοχύρωση και μιας σειράς επιμέρους άλλων δικαιωμάτων που συναρτώνται άρρηκτα μαζί του, προπαρασκευάζοντας ή συμπληρώνοντας το λ.χ.: το δικαίωμα κλήτευσης και παράστασης, το δικαίωμα στο διορισμό συνηγόρου, το δικαίωμα στην ακριβή πληροφόρηση, στην παροχή επαρκούς προθεσμίας για προετοιμασία, στην απόδειξη των ισχυρισμών κ.ά. Η προσβολή και αυτών των δικαιωμάτων ισοδυναμεί με προσβολή του βασικού δικαιώματος ακρόασης. 3.Οι αρχές που προσδιορίζουν τη δικαστική εξουσία έναντι των δύο άλλων συντεταγμένων εξουσιών α) Η αρχή της ισοτιμίας Το ζήτημα της ισοτιμίας των συντεταγμένων εξουσιών απασχόλησε την ελληνική θεωρία, επ αφορμή σχετικά πρόσφατων αποφάσεων του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας 7, σύμφωνα με τις οποίες, η δικαστική εξουσία είναι ισότιμη προς τις άλλες δύο συντεταγμένες εξουσίες του κράτους. Ερευνήθηκε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τη θεμελίωση της απόφασής του που εκδόθηκε μετά από άσκηση αναίρεσης εναντίον απόφασης του διοικητικού Εφετείου Αθηνών, επικυρωτικής απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου που είχε κάνει δεκτό αίτημα δικαστικών λειτουργών να αναγνωρισθούν και σε αυτούς φορολογικές απαλλαγές θεσπισμένες υπέρ των βουλευτών. Καθώς πουθενά στον συνταγματικό χάρτη δεν υπάρχει ρητή αναφορά στην ισοτιμία ή μη των συντεταγμένων εξουσιών, η Ολομέλεια του ΣτΕ βασίσθηκε στη συνδυασμένη εφαρμογή και συστηματική ερμηνεία συνταγματικών διατάξεων και συγκεκριμένα του άρθρου 26 (διάκριση των λειτουργιών), του α.87 παρ.1 (η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία) και του α. 88 παρ. 2 (αποδοχές των δικαστικών λειτουργών ανάλογες προς το λειτούργημά τους), από τις οποίες συνήγαγε ότι 7.Ολ. ΣτΕ 3670/94 Βλ. και ΣτΕ, Ε Τμήμα, 1781/93

«το Σύνταγμα καθιερώνει ευθέως την αρχή της διακρίσεως των τριών λειτουργιών τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες, αφού μόνο δια της ισοδυναμίας και ισοτιμίας αυτών επιτυγχάνεται η πραγματική και αποτελεσματική διάκριση αυτών, η οποία αποτελεί το βάθρο της οργανώσεως και λειτουργίας της ενιαίας κρατικής εξουσίας και του Κράτους Δικαίου. Εξ άλλου, ερμηνευτικό επιχείρημα υπέρ της ισοτιμίας των συντεταγμένων εξουσιών μπορεί να συναχθεί από το γεγονός, ότι τα συντάγματα δεν διαβαθμίζουν τις συντεταγμένες εξουσίες, όπως δεν τις διαβαθμίζει και το α. 26 του Συντάγματος του 1975 και ότι η απουσία ρητής διαβάθμισής τους συνηγορεί, κατ αντιδιαστολή, υπέρ της ισοτιμίας τους. Παρατηρείται ότι η νομοθετική εξουσία διαθέτει οπωσδήποτε στα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα-προβάδισμα αλλά πρέπει να γίνει παράλληλα αποδεκτό ότι αυτό δεν έχει σχέση με θεσμική(τυπική) ανωτερότητά της έναντι των άλλων εξουσιών, αλλά με την αδιαμφισβήτητη πολιτική υπεροχή της ως κατ εξοχήν αντιπροσωπευτικού σώματος του λαού. Εν κατακλείδι, η δικαστική εξουσία ως συντεταγμένη εξουσία είναι θεσμικά ισότιμη των άλλων εξουσιών του κράτους. Συμπέρασμα που ενισχύεται από το ότι το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 26, το οποίο ορίζει ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται στο όνομα του ελληνικού λαού, πηγή όλων των εξουσιών, συνδέει ρητά τη δικαστική εξουσία, εν αντιθέσει προς παλαιότερα Συντάγματα, με τον φορέα της πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας, υπέρ του οποίου υπάρχουν όλες οι εξουσίες του κράτους. β) Η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας Ως θεσμικά ισότιμη, η δικαστική εξουσία απονέμει δικαιοσύνη χωρίς οι άλλες δύο εξουσίες να μπορούν να παρέμβουν σε ό,τι άγει στον σχηματισμό δικανικής κρίσης. Είναι επομένως, κατά την εκτέλεση του έργου της, ανεξάρτητη, ακριβώς δε η ανεξαρτησία της έναντι των δύο άλλων συντεταγμένων εξουσιών διασφαλίζει την ισοτιμία της προς αυτές.ισοτιμία των εξουσιών που απορρέει από την διάκρισή τους στο α.26 του Συντάγματος και από την εν γένει αναφορά του άρθρου 1 παρ. 3 στις εξουσίες ως πηγάζουσες από το λαό και ασκούμενες υπέρ αυτού και του έθνους. Την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας το Σύνταγμα

κατοχυρώνει ρητά στο άρθρο 87 παρ.1 ως λειτουργική και ως προσωπική ανεξαρτησία των φορέων της. 8 1.Συνταγματική κατοχύρωση Στην παράγραφο 1του άρθρου 87 Συντ. ορίζεται ότι: «Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία». Η παράγραφος 2αναφερόμενη στη συνταγματική νομιμότητα ορίζει: «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις, που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος». Με τις διατάξεις αυτές, το Συντ. κατοχυρώνει την αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Συντ. και τους νόμους. Στην αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας, περιέχεται η απαγόρευση επέμβασης στο έργο των δικαστηρίων. 2.Λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία Ο συντακτικός νομοθέτης διακρίνει τη δικαστική ανεξαρτησία σε λειτουργική και προσωπική. Βασικά δικαστική ανεξαρτησία είναι η λειτουργική ανεξαρτησία. Η προσωπική ανεξαρτησία είναι σύνολο μέτρων υποστηρικτικών της λειτουργικής ανεξαρτησίας, που ανάγονται στο προσωπικό status των δικαστών. Προσωπική ανεξαρτησία: Η προσωπική ανεξαρτησία είναι ανεξαρτησία που αναφέρεται στα πρόσωπα των δικαστών, έχει προσωπικό χαρακτήρα, γι αυτό ονομάζεται και προσωπική. Με τον όρο «προσωπική ανεξαρτησία» νοείται ένα σύνολο συνταγματικών εγγυήσεων, που κατατείνουν να σχηματίσουν ένα προσωπικό statusικανό να εξασφαλίσει τη λειτουργική δικαστική ανεξαρτησία, δηλαδή ότι ο δικαστής δε θα υπόκειται σε επιρροές και θα λειτουργήσει ανεξάρτητα, όπως ορίζει ο συντακτικός νομοθέτης. Οι συνταγματικές εγγυήσεις ανάγονται (α) στο διορισμό, (β) στην ισοβιότητα και μονιμότητα και (γ) το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο για τις μεταθέσεις, τις προαγωγές κ.λ.π. 8. Μαυριάς Κώστας «Συνταγματικό Δίκαιο»

Λειτουργική ανεξαρτησία: Λειτουργική ή ουσιαστική ανεξαρτησία είναι η κατά κυριολεξία ανεξαρτησία. Η λειτουργική ανεξαρτησία θα μπορούσε να υπάρχει και ανεξάρτητα από την ανεξαρτησία των δικαστών. Η ουσιαστική ανεξαρτησία των δικαστών συμπυκνώνεται στην αρχή: Οι δικαστές κατά την απονομή της δικαιοσύνης δεν υπόκεινται σε καμία δέσμευση, αλλά ενεργούν ελεύθερα και αυτοτελώς υποκείμενοι μόνο στο νόμο και τη συνείδησή τους. Λειτουργική ανεξαρτησία έχουν οι τακτικοί δικαστές, οι τακτικοί και οι στρατιωτικοί, όπως επίσης και οι ένορκοι και όσοι μετέχουν στα ειδικά δικαστήρια που προβλέπει το Σύνταγμα. Θετικό περιεχόμενο. Η αρχή της νομιμότητας. Ανεξάρτητος δικαστής είναι εκείνος ο οποίος υπόκειται μόνο στο Σύντ. και τους σύμφωνους προς αυτί νόμους και μόνο σε αυτούς. Επομένως, δεν υπόκειται σε καμία άλλη δέσμευση. Μόνη και αποκλειστική υποχρέωση και δέσμευση του ανεξάρτητου δικαστή κατά την άσκηση των δικαστικών του καθηκόντων είναι η τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας, η τήρηση του Συντάγματος και σύμφωνων προς αυτό νόμων. Το θετικό περιεχόμενο της αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας εμπίπτει στο περιεχόμενο της αρχής της νομιμότητας ως αρχής που επιβάλλει την υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους. Αρνητικό περιεχόμενο. Το αρνητικό περιεχόμενο της αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας υποδηλώνει από ποιους δεν εξαρτάται ο δικαστής. Ο δικαστής δεν εξαρτάται, δηλαδή είναι ανεξάρτητος, από οποιονδήποτε παράγοντα, κρατικό ή εξωκρατικό. Η δικαστική ανεξαρτησία είναι ανεξαρτησία από το κράτος ή από οποιονδήποτε άλλον. Εξάρτηση. Οι δικαστές δεν έχουν ουδεμία εξάρτηση, δεν υπόκεινται σε καμία δέσμευση. Η κεντρική λέξη γύρω από την οποία στρέφεται η δικαστική ανεξαρτησία είναι η λέξη : «εξάρτηση», δέσμευση. Ως εξάρτηση πρέπει να νοηθεί η κατάσταση από την οποία επιβάλλεται και δεσμεύεται ο

δικαστής να αποφασίσει κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων άμεσου ή εμμέσου καταναγκασμού. Δεν μπορεί δηλαδή ο δικαστής εξαναγκάζεται να αποφασίζει προς συγκεκριμένη κατεύθυνση υπέρ ή κατά συγκεκριμένου διαδίκου. Δεσμεύσεις με την παραπάνω έννοια συνιστούν οπωσδήποτε οι εντολές, αλλά και οι υποδείξεις άλλων οργάνων, είτε διοικητικών, είτε ανώτερων δικαστικών οργάνων. Αδιάφορη είναι η πηγή ή το είδος της εξάρτησης. Δεν συνιστούν «εξάρτηση» διαφορές επιρροές ή απλές επιδράσεις, τις οποίες δέχεται ο δικαστής από αυτήν την ίδια τη συνύπαρξη του στον κοινωνικό χώρο και οι οποίες δεν έχουν δεσμευτικό ή καταναγκαστικόάμεσα ή έμμεσα-χαρακτήρα. Δεν απαγορεύεται λόγου χάρη να ακούει ο δικαστής διάφορες γνώμες ή εκτιμήσεις για συγκεκριμένη υπόθεση, προκειμένου να μην επηρεασθεί. Δεν είναι ασυμβίβαστη με τη δικαστική ανεξαρτησία η δημοσίευση στον τύπο στοιχείων ή γνωμών για να αποφευχθεί ο επηρεασμός των δικαστών. Τέτοια στοιχεία δεν επηρεάζουν αλλά εμπλουτίζουν τη δικαστική κρίση. Ανεξαρτησία από το Κράτος 1.Ανεξαρτησία της δικαστικής από τη νομοθετική εξουσία Κατά την κλασική διάκριση των εξουσιών, η νομοθετική εξουσία παράγει τους νόμους, τους οποίους εφαρμόζει, κατά το Σύνταγμα, η δικαστική. Οι δικαστές υποχρεούνται να υπακούουν στην πολιτική εξουσία, με την έννοια ότι είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν τους νόμους, που ψηφίζει η πολιτική εξουσία. Η νομοθετική εξουσία καθορίζει τους κανόνες δικαίου, πάνω στους οποίους βασίζεται η δικαστική κρίση. Δε δικαιούται όμως η τελευταία, όμως, η τελευταία να επεμβαίνει στην απονομή της δικαιοσύνης. Οι δικαστές κατά την απονομή της δικαιοσύνης είναι ανεξάρτητοι και απέναντι στα νομοθετικά όργανα. Οι νόμοι δεσμεύουν τους δικαστές όπως άλλωστε και κάθε πολίτη. Η οργάνωση και η λειτουργία της δικαστικής εξουσίας γίνεται από τη νομοθετική εξουσία σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες, επομένως δεν είναι αντίθετη στη δικαστική ανεξαρτησία. Ο δικαστής είναι υποχρεωμένος να υπακούει στα κελεύσματα του νόμου. Όμως, η δικαστική ανεξαρτησία έναντι της νομοθετικής εξουσίας εξασφαλίζεται με τον έλεγχο της συνταγματικότητα των νόμων. Ο δικαστής υπακούει αλλά ταυτόχρονα και ελέγχει τη νομοθετική εξουσία.

Η υποχρέωση υπακοής των δικαστών στους νόμους αναφέρεται μόνο σε εκείνους που είναι σύμφωνοι με το Σύνταγμα. Αντίθετα, ο δικαστής υποχρεούται να μην εφαρμόζει διάταξη με περιεχόμενο, που αντίκειται στο Σύνταγμα. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια αποτελεί και συνταγματική εγγύηση της δικαστικής ανεξαρτησίας. Μέσω του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας, μπορεί ο δικαστής να μην εφαρμόσει νόμο, που κρίνει αντισυνταγματικό. 2.Ανεξαρτησία της δικαστικής από την εκτελεστική εξουσία Η εκτελεστική λειτουργία και ιδιαίτερα η Κυβέρνηση είναι εκείνη, η οποία εκ των πραγμάτων έχει και τις περισσότερες δυνατότητες επέμβασης. Η έναντι του κράτους δικαστική ανεξαρτησία είναι κυρίως ανεξαρτησία έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία ασκεί και τη διοίκηση της Δικαιοσύνης. Η εποπτεία, που ασκεί στη διοίκηση της δικαιοσύνης και στους δικαστικούς λειτουργούς ο Υπουργός της δικαιοσύνης, δεν είναι αντίθετη με τη δικαστική ανεξαρτησία. Οι δικαστές δε δεσμεύονται από εντολές ή υποδείξεις της Κυβέρνησης, η οποία είναι αρμόδια για τη διοίκηση της δικαιοσύνης και την άσκηση εποπτείας στους δικαστικούς λειτουργούς. Δε δύναται κατά το Σύνταγμα η Κυβέρνηση να επεμβαίνει στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστών. Πάντως, στο πλαίσιο αυτό που πρέπει να επανεξετασθεί η ρύθμιση του άρθρου 90 παρ.5 Συντ., που αφορά την προαγωγή στις θέσεις των Προέδρων κ.λ.π. των ανώτατων δικαστηρίων μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. «Εσωτερική» δικαστική ανεξαρτησία Η προς τις άλλες εξουσίες ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι «εξωτερική». Θέμα, όμως, ανεξαρτησίας τίθεται και μέσα στο πλαίσιο της ίδιας της δικαστικής λειτουργίας. Πρόκειται για την «εσωτερική» δικαστική ανεξαρτησία. Οι δικαστές δε δεσμεύονται από εντολές, διαταγές ή υποδείξεις των προϊσταμένων τους ή άλλων ανώτερων δικαστικών ή δικαστηρίων. Η ιεραρχία των δικαστηρίων δε συνεπάγεται ιεραρχική δέσμευση της κρίσης του δικαστή. Τα δικαστήρια ανώτερης δικαιοδοσίας δεν επιτρέπεται να αναμιγνύονται σε υποθέσεις που εκκρεμούν, εκτός αν πρόκειται για νομικό θέμα της δικαιοδοσίας τους. Δεν πρόκειται, επομένως για «ανάμιξη» όταν ανώτερο δικαστήριο επιλαμβάνεται υποθέσεως μετά από άσκηση ενδίκου μέσου, οπότε και η

απόφαση του ανωτέρου δικαστηρίου είναι δεσμευτική και για τον κατώτερο, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες. Ανεξαρτησία από εξωκρατικούς παράγοντες Το Σύνταγμα ως καθολικός ρυθμιστής της έννομης τάξης προστατεύει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης όχι μόνον έναντι του Κράτους αλλά έναντι οποιασδήποτε απειλής. Πράγματι, η δικαστική ανεξαρτησία απειλείται και από άλλους εξωκρατικούς παράγοντες, όπως οι ίδιοι οι διάδικοι ή άλλοι ου εξαρτούν συμφέρον από την έκβαση της δίκης. Οι δικαστές είναι ανεξάρτητοι απέναντι στους διαδίκους. Η αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας κυρίως προς αυτήν την κατεύθυνση επιβάλλει στους δικαστές να τηρούν ίσες αποστάσεις από τους διαδίκους και να είναι επομένως αμερόληπτοι κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων. Παράλληλα, οι δικαστές είναι ανεξάρτητοι έναντι οποιουδήποτε άλλου παράγοντα. 9 Η αρχή της παροχής έννομης δικαστικής προστασίας Κατά το άρθρο 20 παρ 1 Συντ., καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως ο νόμος ορίζει. Η διάταξη αυτή καθιερώνει την αρχή της παροχής έννομης δικαστικής προστασίας, η οποία ανήκει στις βάσεις όλης της δικαστικής λειτουργίας. Η «έννομη» προστασία του άρθρου 20 παρ.1 είναι προστασία «εννόμων αντικειμένων». Το Σύνταγμα εγγυάται τη δικαστική προστασία δικαιωμάτων και συμφερόντων του ατόμου, τα οποία το ίδιο το σύστημα δικαίου αναγνωρίζει ως τέτοια. Η νομική αναγνώριση του δικαιώματος, η οποία προηγείται, συνοδεύεται με την εγγύηση της δικαστικής προστασίας του. Το Σύνταγμα εγγυάται κάθε έννομη αξίωση. Αντίθετα, δεν υπάρχει εγγύηση δικαστικής προστασίας για μη αναγνωριζόμενα «δικαιώματα» ή συμφέροντα. Η αρχή παροχής έννομης δικαστικής προστασίας αποτελεί έκφραση αυτοπροστασίας αυτού του ίδιου του συστήματος δικαίου, του οποίου διαφυλάττει την αξιοπιστία. 9.Ανδρέας Δημητρόπουλος, «Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου» Μέρος Β : Οργάνωση και λειτουργία του Κράτους

Το Συντ. εγγυάται την παροχή δικαστικής προστασίας από τα ελληνικά δικαστήρια. Το μέσο υλοποίησης της παροχής έννομης δικαστικής προστασίας είναι η δικαστική απόφαση κατά τους ορισμούς του άρθρου 93παρ 2 και 3 Συντ. Κατά ρητή επιταγή της διάταξης του αρθρ 87 παρ 1 Συντ., επιφορτισμένα για την παροχή έννομης προστασίας είναι τα δικαστήρια. Σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή, για κάθε υπόθεση πρέπει να υπάρχει και το αρμόδιο δικαστήριο. Η δικονομική διάσταση της αρχής στρέφεται προς την εξασφάλιση αρμόδιου δικαστηρίου ενώπιον του οποίου μπορεί να αχθεί κάθε συγκεκριμένη υπόθεση. Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη: Ο συντακτικός νομοθέτης κατοχυρώνει το «δικαίωμα σε δίκαιη δίκη» του κάθε ατόμου. Καθένας έχει το δικαίωμα να αχθεί η υπόθεση του σε δικαστήριο και να δικαστεί από αυτό. Το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας με την ευρύτερη έννοια του όρου περιλαμβάνει το ομώνυμο stricto sensu δικαίωμα, όπως επίσης και το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης. (α) Τα με τη στενή έννοια δικαίωμα δικαστικής προστασίας συνίσταται στην αξίωση του φορέα να απευθυνθεί στη δικαιοσύνη και να ζητήσει προστασία. Είναι το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη. (β) Το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης συνίσταται στην αξίωση παρουσίασης των θέσεων και απόψεων του φορέα του δικαιώματος σχετικά με τα νομικά και πραγματικά ζητήματα της συγκεκριμένης υπόθεσης. Στο δικαίωμα δικαστικής ακρόασης εμπεριέχεται και η αξίωση του φορέα να λάβει γνώση των θέσεων που υποστηρίζει και των στοιχείων που προσκομίζει ο αντίδικος.(γ) Στο περιεχόμενο του ευρύτερου δικαιώματος δικαστικής προστασίας ανήκει η αξίωση αντίκρουσης των ισχυρισμών του αντιδίκου, όπως άλλωστε προβλέπεται στο άρθρο 6 παρ 1 ΕΣΔΑ. (δ) Στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας εμπεριέχεται το δικαίωμα κλήσης του διαδίκου σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο για την εκδίκαση της υπόθεσής του, πριν από εύλογο χρονικό διάστημα που του επιτρέπει την ανάλογη προετοιμασία. 10 10.Ανδρέας Δημητρόπουλος, «Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου» Μέρος Β : Οργάνωση και λειτουργία του Κράτους

4.Η αρχή του νόμιμου ή φυσικού δικαστή του άρθρου 8 του Συντάγματος α) Έννοια-Συνταγματική κατοχύρωση Νόμιμος ή φυσικός δικαστής είναι ο οριζόμενος από το νόμο ως αρμόδιος για την εκδίκαση κατηγοριών υποθέσεων. Κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 Συντ. κατά το οποίο: «Κανένας δε στερείται, χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. Δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν». Τη διάταξη αυτή εξειδικεύει ο ΚΠολΔ στο άρθρο 109: «Αναφαίρετος ο νόμιμος δικαστής. Το αμεταβίβαστο της δικαιοδοσίας του.1. Δεν επιτρέπεται να αφαιρεθεί από κανέναν, χωρίς τη θέληση του, ο δικαστής που ορίζει ο νόμος γι αυτόν.2. Το αρμόδιο δικαστήριο δεν μπορεί να μεταβιβάσει τη δικαιοδοσία του, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Μόνο ειδικές διαδικαστικές πράξεις μπορούν να ανατεθούν και σε άλλα δικαστήρια ή δικαστές, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος». Ο όρος «φυσικός» δικαστής χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου «νόμιμος δικαστής». Κατά του όρου «φυσικός δικαστής», ο οποίος χρησιμοποιείται ήδη από την εποχή της γαλλικής επανάστασης, καταλογίζεται το ενδεχόμενο δημιουργίας σύγχυσης με την αναφορά στο φυσικό δίκαιο. Νόμιμος δικαστής είναι ο από το νόμο οριζόμενος δικαστής. Με τον όρο «νόμος» γίνεται δεκτό ότι ο συντακτικός νομοθέτης νοεί όχι μόνο τον τυπικό, αλλά και τον ουσιαστικό νόμο. Είναι, επομένως, διττός κατά την άποψη αυτή ο προσδιορισμός του νόμιμου δικαστή και με κανονιστική πράξη της διοίκησης μετά από εξουσιοδότηση. Ορθότερο πάντως φαίνεται ότι και στην περίπτωση αυτή- όπως και σε άλλες συναφείς περιπτώσεις- ο συντακτικός νομοθέτης απαιτεί τυπικό νόμο. Νόμιμος είναι ο δικαστής που έχει οριστεί ως αρμόδιος για την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τον χρόνο έναρξης της εκκρεμοδικίας, δηλαδή κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής ή της ποινικής δίωξης ή της υποβολής ης αίτησης δικαστικής προστασίας. Απαιτείται, επομένως, προηγούμενος νόμος. Η προϋπόθεση αυτή ορίζεται ρητά στο Σύντ, το οποίο αναφέρεται στον δικαστή «που έχει ορίσει ο νόμος» Από την ίδια αυτή τη λεκτική διατύπωση διαφαίνεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης αναφέρεται στο παρελθόν. Δεν είναι επομένως «νόμιμος»- έστω κι αν

ορίζεται με νόμο- ο δικαστής που ορίζεται μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας, ο εκ των υστέρων οριζόμενος δικαστής. Ο νόμιμος δικαστής αναγνωρίζεται από το νομοθέτη ως αρμόδιος δικαστής κατά τόπο, καθ ύλη, ή καθ οιοδήποτε άλλο γενικό κριτήριο. Ο νόμος, με τον οποίο ορίζεται ο φυσικός δικαστής πρέπει να μην έχει ατομικό χαρακτήρα και να ρυθμίζει την αρμοδιότητα αλλά και τη σύνθεση του δικαστηρίου γενικά και αφηρημένα και κατά τρόπο αντικειμενικό. Ratio της συνταγματικής ρύθμισης είναι η παρεμπόδιση επέμβασης σε συγκεκριμένη υπόθεση μέσω του ορισμού του δικαστηρίου ή της σύνθεσης του ώστε να λάβει η δικαστική απόφαση προκαθορισμένη κατεύθυνση. Το συνταγματικό προστατευόμενο αγαθό είναι η δίκαιη δίκη και η παροχή έννομη δικαστικής προστασίας (άρθρο παρ1 ΕΣΔΑ) Η εξουσία του νόμιμου δικαστή για την εκδίκαση κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης απορρέει από την αρμοδιότητά του να δικάσει οποιαδήποτε άλλη υπόθεση της ίδιας κατηγορίας. Η πεμπτουσία της συνταγματικής προστασίας της αρχής του νόμιμου ή φυσικού δικαστή βρίσκεται στην απαγόρευση του διορισμού «ειδικού δικαστή» για συγκεκριμένη υπόθεση, έτσι ώστε να προεξοφλείται το περιεχόμενο της δικαστικής κρίσης. Για το λόγο αυτό ακριβώς το Σύνταγμα απαγορεύει την αφαίρεση του δικαστή, τον οποίο ο νόμος προβλέπει ως αρμόδιο. Η αρχή του νόμιμου ή φυσικού δικαστή εμποδίζει επομένως την εκ των προτέρων σύνδεση συγκεκριμένου δικαστή με συγκεκριμένη υπόθεση. Η έννοια του νόμιμου δικαστή αναφέρεται σε δικαστήριο, πρόκειται δηλαδή κατά κυριολεξία για «νόμιμο δικαστήριο». Η αναφορά αυτή γίνεται υπό δύο έννοιες, αντικειμενική (αρμοδιότητα) και υποκειμενική (σύνθεση). Με την αντικειμενική έννοια, η αρχή του νόμιμου δικαστή αναφέρεται στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση συγκεκριμένης κατηγορίας υποθέσεων με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια. Με την υποκειμενική έννοια, η αρχή του νόμιμου δικαστή αναφέρεται στη σύνθεση του δικαστηρίου, στους δικαστές, δηλαδή στα πρόσωπα που θα συγκροτήσουν το δκαστήριο. 11 Όπως η αρμοδιότητα, έτσι και η σύνθεση πρέπει να καθορίζεται με γενικά και αντικειμενικά κριτήρια και ασφαλώς δεν πρέπει να 11. Μάνεση,, «Ατομικές ελευθερίες»

επιλέγονται οι δικαστές προκειμένου να δικάσουν συγκεκριμένες υποθέσεις. β).αντικειμενική αρχή και συνταγματικό δικαίωμα Η αρχή του νόμιμου ανήκει στις περιπτώσεις εκείνες οι οποίες ως επί το πλείστον αναφέρονται με την αντικειμενική τους διάσταση. Συνήθως γίνεται λόγος για «αρχή» και όχι για δικαίωμα. Ο συντακτικός νομοθέτης κατοχυρώνει την αρχή του νόμιμου δικαστή ως αντικειμενική δικαιική αρχή. Από την αντικειμενική αυτή αρχή απορρέουν αναμφισβήτητα ατομικά συνταγματικά δικαιώματα. Κατά το Σύνταγμα, κανένας δε στερείται χωρίς τη θέλησή του τον δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος. Θέτει, επομένως, ως βάση της σχετικής ρύθμισης ο συντακτικός νομοθέτης τη θέληση του διαδίκου. Αποκλείεται η υπαγωγή της συγκεκριμένης υπόθεσης χωρίς τη θέληση των διαδίκων σε δικαστήριο άλλο πέραν του καθορισμένου από το νόμο. Σημαίνει ταυτόχρονα ότι επιτρέπεται η υπαγωγή της διαφοράς με τη θέληση των μερών σε εκούσια διαιτησία σύμφωνα πάντοτε με τις ισχύουσες διατάξεις. Η θέληση των διαδίκων έχει ιδιαίτερη σημασία αλλά σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι έχουν οι ιδιώτες δυνατότητα επιλογής του δικαστηρίου που θα επιλύσει τη διαφορά τους. Μια τέτοια εξουσία των διαδίκων, να επιλέγουν κατά βούληση το δικαστήριο και τους δικαστές που επιθυμούν, είναι ασφαλώς αντίθετη με αυτήν την ίδια τη φύση των δικονομικών κανόνων που ορίζουν την αρμοδιότητα των δικαστηρίων, ως κανόνων δημοσίας τάξεως. Παράλληλα μια τέτοια δυνατότητα θα υπονόμευε σημαντικά την ομαλή λειτουργία της δικαιοσύνης. Η συναίνεση των διαδίκων δεν ανατρέπει την αρχή του νόμιμου ή φυσικού δικαστή. γ).αποτελεσματικότητα Η αποτελεσματικότητα της αρχής του νόμιμου ή φυσικού δικαστή είναι πάντως περιορισμένη. και τούτο, διότι σε τελική ανάλυση δεν εμποδίζεται η κοινοβουλευτική πλειοψηφία να γενικεύσει τα χαρακτηριστικά συγκεκριμένης υπόθεσης και επομένως να παρέμβει σε αυτή ρυθμίζοντας όλες τις υποθέσεις που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά. Με τον τρόπο αυτό τηρούνται τα συνταγματικά προσχήματα αλλά επιτυγχάνεται και η παρέμβαση στη συγκεκριμένη υπόθεση. Η δυσκολία έγκειται στο ότι στις περιπτώσεις αυτές η νομοθετική ρύθμιση συγκεντρώνει τα τυπικά χαρακτηριστικά και

οπωσδήποτε ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια δεν μπορεί να μεταβάλλεται σε έλεγχο σκοπιμότητας ο οποίος θα καθιστούσε τη δικαστική εξουσία κοινωνό της νομοθετικής εξουσίας και τη δημιουργία προβλημάτων αναφορικά προς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και της διάκρισης των εξουσιών. Γίνεται δεκτό ότι δικαστικά ελέγχεται η συμφωνία προς το Σύνταγμα του σκοπού του νόμου. Αντίθετα, δεν ελέγχεται η κατάχρηση της νομοθετικής εξουσίας, δηλαδή ο δικαστής δεν μπορεί να ελέγξει την αλήθεια του δεδηλωμένου σκοπού του νόμου. 12 δ).η απαγόρευση δικαστικών επιτροπών και εκτάκτων δικαστηρίων Όπως ορίζει η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 8Σύντ., δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν. Δεν απαγορεύονται τα τα εκ του άρθρου 48 εξαιρετικά δικαστήρια, όπως επίσης και τα ειδικά δικαστήρια. Η ρητή απαγόρευση δεν ήταν καταρχήν απαραίτητη, καθόσον περιέχεται στην αρχή του νόμιμου ή φυσικού δικαστή. Οι λόγοι της ειδικής αυτής διατύπωσης είναι ιστορικοί. Δικαστικές επιτροπές :ο συντακτικός νομοθέτης απαγορεύει τη σύσταση δικαστικών επιτροπών. Οι επιτροπές αυτές όχι μόνο αποτελούν χαρακτηριστική περίπτωση ειδικά διοριζόμενου δικαστή, αλλά κατά κυριολεξία δεν πρόκειται για δικαστή στη νομική ακριβολογία του όρου. Πρόκειται για επιτροπές στις οποίες, αν και δεν είναι δικαστήρια, ανατίθεται η άσκηση δικαστικών αρμοδιοτήτων. Η σύσταση δικαστικών επιτροπών δεν έρχεται σε αντίθεση μόνο προς την αρχή του νόμιμου ή φυσικού δικαστή, αλλά και προς τις συνταγματικές διατάξεις που αναθέτουν την άσκηση της δικαστικής εξουσίας αποκλειστικά και μόνο στα δικαστήρια. Τα δικαστήρια συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν τις σχετικές συνταγματικές 12.ΣΤΕ Ολ. 3/1956, ΣΤΕ Ολ. 1806/1983

εγγυήσεις έτσι ώστε να αφοσιώνονται απερίσπαστοι στο έργο τους και ανεξάρτητοι να επιτελούν το δικαστικό έργο. Οι εγγυήσεις αυτές δεν υπάρχουν ασφαλώς στην περίπτωση των δικαστικών επιτροπών. Έκτακτα δικαστήρια: στην αρχή του νόμιμου ή φυσικού δικαστή αντίκειται και επομένως απαγορεύεται η σύσταση και η λειτουργία ex post facto διοριζομένων εκτάκτων δικαστηρίων. 13 5.Οι βασικές αρχές που διέπουν την απονομή της δικαιοσύνης-τη δίκαιη δίκη Από τις βασικές αρχές που διέπουν τη δίκαιη δίκη, άλλες συνάγονται ερμηνευτικά και άλλες κατοχυρώνονται ρητά στο κείμενο του Συντάγματος. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει η αρχή της αμεροληψίας των δικαστών και στη δεύτερη όλες οι υπόλοιπες. α) Η αρχή της αμεροληψίας Αν και η υποχρέωση αμεροληψίας των δικαστικών κατά τον σχηματισμό και την εκφορά της δικανικής κρίσης δεν κατοχυρώνεται ρητά στο Σύνταγμα, εκλαμβάνεται ορθά, ως απόρροια της αρχής της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Πράγματι, η δικαστική αμεροληψία δεν διασφαλίζεται χωρίς δικαστική ανεξαρτησία. Ενώ είναι νοητή και κάποτε υπαρκτή, μεροληπτική δικαιοσύνη ακόμα και υπό καθεστώς ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας. Η δικαστική αμεροληψία ανάγεται στο ενδιάθετο φρόνημα του δικαστή και διαγιγνώσκεται στην εφαρμογή του κανόνα δικαίου. Με ευχερέστερη τη διάγνωσή της, όταν ο κανόνας δικαίου παρέχει ασφαλή ερμηνευτικό οδηγό, δυσχερέστερη, όταν ο κανόνας δικαίου είναι ασαφής ή δυσερμήνευτος. Προκειμένου να αποφεύγονται υπόνοιες περί αμεροληψίας του δικαστή και, εν γένει, του δικαστικού λειτουργού, η έννομη τάξη θεσπίζει περιπτώσεις κατά τις οποίες επιβάλλεται η εξαίρεση του(ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος από την έκβαση της δίκης, ιδιαίτερη φιλία ή έχθρα ή συγγενικός δεσμός με κάποιον από τους διάδικους). 13. Ανδρέας Δημητρόπουλος, «Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου» Μέρος Β : Οργάνωση και λειτουργία του Κράτους

Εξ άλλου ο δικαστής υποχρεούται, στο πλαίσιο της αρχής της αμεροληψίας, ν απέχει της εξώδικης έκφρασης γνώμης, όταν αυτή μπορεί να συναρτηθεί με συγκεκριμένη υπόθεση, όπως οφείλει το δικαστήριο να μην εκφρασθεί ως γνωμοδοτικό όργανο υπό την αυτή σύνθεση, ως δικαιοδοτικό όργανο, σε συγκεκριμένη υπόθεση 14. β) Η αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων των δικαστηρίων Η αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων των δικαστηρίων αποτελεί θεμελιώδη δικονομική αρχή και σοβαρή εγγύηση για την αμερόληπτη απονομή της δικαιοσύνης, ενισχύοντας το αίσθημα της ευθύνης των δικαστών. Την αρχή αυτή καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 93 παρ. 2 του Συντάγματος, η οποία ορίζει τα εξής: «Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων». Η αρχή έχει την ίδια έννοια, την οποία έχει και η αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων της Βουλής. Έτσι η αρχή της δημοσιότητας επιτάσσει αφενός τη δυνατότητα της παρουσίας ακροατών κατά τις συνεδριάσεις και αφετέρου το επιτρεπτό της δημοσίευσης των πρακτικών. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (α. 113 παρ. 2) ορίζει ότι «όποιος διευθύνει τη διαδικασία ορίζει κατά την κρίση του τον αριθμό των προσώπων που μπορούν να μείνουν στην αίθουσα των συνεδριάσεων και έχει την εξουσία να διατάξει τον αποκλεισμό των ανηλίκων, εκείνων που οπλοφορούν, καθώς και εκείνων που εμφανίζονται με τρόπο ανάρμοστο και αντίθετο προς την τάξη και την ευπρέπεια της συνεδρίασης». Είναι αυτονόητο ότι επιτρέπεται η είσοδος σε κάθε άτομο χωρίς καμιά διάκριση. Αυτό ορίζει ρητά ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (α. 329), ο οποίος επιτρέπει τον αποκλεισμό μόνο προσώπων που κατά την ελεύθερη κρίση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση δε συμπλήρωσαν το 17 ο έτος της ηλικίας τους. 14.Κώστας Μαυριάς, «Συνταγματικό Δίκαιο»

Η διάταξη του α. 93 παρ.2 του Συντάγματος καθιερώνει δύο εξαιρέσεις από την αρχή και συγκεκριμένα επιτρέπει τον αποκλεισμό της δημοσιότητας στην περίπτωση που αυτή «είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη» και σ εκείνη που «συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων». Η διάταξη καθορίζει αναμφίβολα περιοριστικά τις εξαιρέσεις και συνεπώς ο νόμος δεν μπορείνα προσθέσει και άλλες. Η μυστική συνεδρίαση διατάσσεται με απόφαση του δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται μετά από προηγούμενη ακρόαση των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους και του εισαγγελέα, αν αυτός παρίσταται. Η απόφαση αυτή πρέπει να είναι αιτιολογημένη και ν απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Κατά μιας τέτοιας απόφασης πολιτικού δικαστηρίου ο εισαγγελέας που ήταν παρών και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα ν ασκήσουν αμέσως και αυτοτελώς τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης, που όμως δεν αναστέλλουν τη συζήτηση της υπόθεσης (α. 114 παρ.4 ΚΠολΔ) 15. Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες. Το Σύνταγμα θεσπίζει την αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων για την προστασία των κατηγορουμένων, των διαδίκων. Από την αντικειμενική αυτή αρχή, απορρέουν ατομικά δικαιώματα για δημόσια διεξαγωγή της δίκης. Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων. Επίσης οι αποφάσεις των δικαστηρίων ανηλίκων μπορεί να μην απαγγέλλονται δημόσια. Ο κοινός νομοθέτης ρύθμισε το θέμα της παρουσίασης από τα ΜΜΕ των δικών και των προαγόμενων ενώπιον των δικαστικών αρχών προσώπων. Όσον αφορά την παρουσίαση προσώπων που προσάγονται ενώπιον των αρχών, η ρύθμιση βασίζεται στη συναίνεσή τους. Εφόσον συναινούν ρητά τότε επιτρέπεται η κινηματογράφηση κλπ των προσώπων αυτών ενώ αντίθετα απαγορεύεται εφόσον δεν συναινούν. Το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του μπορεί ν απαγορεύσει τη μαγνητοφώνηση ή βιντεοσκόπηση της δίκης και 15. Ράϊκος Αθανάσιος,, «Συνταγματικό Δίκαιο»

την τηλεοπτική ή ραδιοφωνική μετάδοσή της, μόνο αν υποβληθεί σχετικό αίτημα από κατηγορούμενο ή παθόντα και η δίκη δεν συνδέεται με τη δημόσια ζωή 16. Η δημοσιότητα των συνεδριάσεων των δικαστηρίων είναι απόρροια της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, σύμφωνα με την οποία η κοινή γνώμη δικαιούται να ενημερώνεται για όσα διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της δίκης. Ώστε, κατ αυτό τον τρόπο, να ελέγχεται η τήρηση του νόμου ως προς τις διαδικαστικές εγγυήσεις που τίθενται υπέρ των διαδίκων για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, ταυτόχρονα δε και η συμπεριφορά των Σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας άρθρο 113 παρ.2 «όποιος διευθύνει τη διαδικασία ορίζει κατά την κρίση του τον αριθμό των προσώπων που μπορούν να μείνουν στην αίθουσα των συνεδριάσεων και έχει την εξουσία να διατάξει τον αποκλεισμό ανηλίκων, εκείνων που οπλοφορούν, καθώς και εκείνων που εμφανίζονται με τρόπο ανάρμοστο και αντίθετο προς την τάξη και την ευπρέπεια της συνεδρίασης» Η διατύπωση «ορίζει( ) τον αριθμό των προσώπων» και όχι «τα πρόσωπα» συνηγορεί ισχυρά υπέρ της ερμηνευτικής εκδοχής, ότι πρόκειται όχι μόνο για εγγύηση αρχής αλλά και για ατομικό δικονομικό δικαίωμα, υπό την έννοια ότι σε κανέναν δεν μπορεί να αποκλεισθεί η είσοδος στη αίθουσα δικαστηρίου και η παραμονή του προς παρακολούθηση των συνεδριάσεων του, υπό τις εξαιρέσεις που θέτει ο νόμος, οι οποίες, αφενός, προστατεύουν την ανηλικότητα, αφετέρου, διασφαλίζουν την ευταξία των συνεδριάσεων 17. γ) Η αρχή της αιτιολόγησης των αποφάσεων των δικαστηρίων Η αρχή του αιτιολογημένου των δικαστικών αποφάσεων ενισχύει το αίσθημα της ευθύνης των δικαστών και έτσι συμβάλλει πολύ στην ορθή και αμερόληπτη απονομή της δικαιοσύνης.την αρχή αυτή καθιερώνει η διάταξη του α. 93 παρ.3 εδάφιο α του Συντάγματος 16. Δημητρόπουλος Ανδρέας,, «Ζητήματα Συνταγματικού Δικαίου» 17. Μαυριάς Κώστας, «Συνταγματικό Δίκαιο»

κατά την οποία «κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση» 18. Η αρχή της αιτιολογίας ανήκει στο στοιχειώδες περιεχόμενο του κράτους δικαίου και της παροχής δικαιοσύνης. Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση 19. Όπως και η αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων των δικαστηρίων, η αρχή της αιτιολόγησης των αποφάσεων αποτελεί εγγύηση θεσμού, η οποία στοχεύει στον έλεγχο, όχι μόνο από τους διαδίκους, αλλά και από την κοινή γνώμη, του τρόπου εφαρμογής από τα δικαστήρια των κανόνων δικαίου σε κάθε δικαζόμενη υπόθεση. Αυτονόητο είναι ότι η αιτιολόγηση των αποφάσεων των δικαστηρίων στόχο έχει την παροχή ευχέρειας προς την κοινή γνώμη να αξιολογεί την εφαρμογή των κανόνων δικαίου από τους δικαστές και ταυτόχρονα, ν αποκλείει αυθαίρετες κρίσεις από μέρους τους. Η συνταγματικά κατοχυρωμένη υποχρέωση των δικαστηρίων να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους, τις οποίες μάλιστα εκδίδουν στο όνομα του ελληνικού λαού, επιτρέπει εξάλλου την υπαγωγή των αποφάσεων σε κριτική, η οποία μπορεί να έχει σχέση όμως μόνο με την ορθότητα του δικανικού συλλογισμού. δ) Η αρχή της απαγγελίας των αποφάσεων σε δημόσια συνεδρίαση Με το Σύνταγμα του 1827 καθιερώνεται για πρώτη φορά η αρχή της απαγγελίας των αποφάσεων σε δημόσια συνεδρίαση, επαναλαμβάνεται δε χωρίς εξαίρεση από τα Συντάγματα που ακολούθησαν. Περιεχόμενο αυτής της εγγύησης θεσμού είναι η ενημέρωση της κοινής γνώμης και βέβαια των διαδίκων για το προϊόν του δικανικού συλλογισμού 20. 18. Ράϊκος Αθανάσιος, «Συνταγματικό Δίκαιο» 19. Δημητρόπουλος Ανδρέας,, «Ζητήματα Συνταγματικού Δικαίου» 20.. Μαυριάς Κώστας, «Συνταγματικό Δίκαιο»

ε) Η αρχή της υποχρεωτικής δημοσίευσης της γνώμης της μειοψηφίας Οι διατάξεις των εδαφίων β και γ της παρ. 3 του άρθρου 93 του Συντάγματος επιτάσσουν τη δημοσίευση της γνώμης της μειοψηφίας: «Η γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται υποχρεωτικά. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την καταχώριση στα πρακτικά ενδεχόμενης μειοψηφίας, καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις της δημοσιότητάς της». Το θέμα αυτό ρυθμίζουν τα α. 35 και 36 του Ν. 184/1975 21. Καθιστώντας υποχρεωτική τη δημοσίευση της γνώμης της μειοψηφίας, ο συντακτικός νομοθέτης έχει ως στόχο, αφενός να καταδείξει το λειτουργικά ανεξάρτητο της δικανικής κρίσης, αφετέρου να υπομνήσει ότι, αν στη δημοκρατία η εφαρμογή του νόμου υπακούει στον κανόνα της πλειοψηφίας, η η ορθότητα της εφαρμογής του ελέγχεται καλύτερα, όταν γίνεται γνωστή η γνώμη που εκφράζει διαφωνία 22. Μια άλλη παράμετρος είναι και οι διαστρεβλωτικές επιδράσεις των Μ.Μ.Ε. που είναι πλέον παθολογικό φαινόμενο στην ποινική διαδικασία. O άνθρωπος έτσι του οποίου ο σεβασμός είναι πρωταρχική υποχρέωση μιας δημοκρατικής κοινωνίας, γίνεται ένα απλό αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης μέσα σ έναν ανελέητο αγώνα επικράτησης στο χώρο του εμπορίου των ειδήσεων. Θα πρέπει να πάψουν οι δικαστές πρώτοι να υιοθετούν μια επιθετική στάση απέναντι στον κατηγορούμενο και σε κάθε τι που είναι για την υπεράσπισή του. 23 Ενα προσδιοριστικό στοιχείο της «δίκαιης δίκης» είναι και η έγκαιρη και αποτελεσματική δικαστική επίλυση, η λογική προθεσμία για την επίλυση της διαφοράς 24 21.Ράϊκος Αθανάσιος, «Συνταγματικό Δίκαιο» 22. Μαυριάς Κώστας, «Συνταγματικό Δίκαιο» 23. ΣτΕ 2386/1970, 2124/1977 «Κανονιστικές πράξεις προς βλάβη της εθνικής άμυνας». Η απόφαση 2124 αναφέρει: «Πλην όμως δέον να θεωρηθή ως μη προσκρούουσα εις το Σύνταγμα, η κατά νομοθετικόν ορισμόν μη δημοσίευσις εν όλω ή εν μέρει κανονιστικών πράξεων, εκ της δημοσιεύσεως των οποίων ήθελε προκύψει βλάβη εις την εθνικήν άμυνα της Χώρας». Τα ΜΜΕ αποκαλύπτουν διαστρεβλωτικά πολλές φορές εθνικά θέματα, το ΣτΕ όμως διατάσσει ότι δεν επιτρέπεται η δημοσίευση πράξεων κανονιστικών που βλάπτουν την εθνική άμυνά μας. 24. Κρουσταλάκης Ευάγγελος

Ο παράγοντας εκπαίδευση επιδρά στο φρόνημα και κατ ακολουθία στη διαμόρφωση πνεύματος ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών. Η εκπαίδευση οδηγεί στη δημιουργία δικαστών με αρτιότερη κατάρτιση. Στην εποχή μας, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη είναι ρητά αποτυπωμένο σε εθνικά και διεθνή κείμενα 25. 6.Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων Μία ακόμη παράμετρος μιας δίκαιης δίκης είναι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται κατά τη διάρκεια και στα πλαίσια της διαδικασίας ψήφισης και έκδοσης των νόμων οπότε έχει προληπτικό χαρακτήρα και αφετέρου μετά την έκδοση και θέση σε ισχύ των νόμων και κατά την εφαρμογή τους, οπότε προσλαμβάνει κατασταλτικό χαρακτήρα. Έντονες επιφυλάξεις και μεγάλες αναστολές προκάλεσε ο κίνδυνος της «πολιτικοποίησης» του δικαστικού ελέγχου και της μεταφοράς των πολιτικών αντιθέσεων στα δικαστήρια 26. Η κοινή γραμμή που ακολουθούν ιδίως οι ευρωπαϊκές χώρες είναι ότι αναθέτουν μεν στα δικαστήρια τον προκαταρκτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, αλλά επιφυλάσσουν την τελική και οριστική κρίση σ ένα «Συνταγματικό δικαστήριο». Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί υπέρτατο καθήκον του δικαστή. 27 25.Μενουδάκος Κώστας 26.«Εναρμονισμός ψηφισμάτων προς το Σύνταγμα» Α.Π 683/1975 Δεν χωρεί δικαστικός έλεγχος ως προς τον εναρμονισμό των εκδοθέντων ψηφισμάτων και συντακτικών πράξεων προς το Σύνταγμα του 1952, εφόσον η εκδούσα ταύτα κυβέρνησις είχεν εξουσία τροποποιήσεως και του Συντάγματος. Πρόκειται περί μίας εξαίρρεσης από τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. 27. «Έλεγχος συνταγματικότητας νόμων» Τα ελληνικά δικαστήρια προχώρησαν πράγματι πολύ νωρίς στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Ο Α.Π από το 1848 προβαίνει σε έλεγχο των στοιχείων του υποστατού των νόμων. Ο έλεγχος αυτός ανευρίσκεται από τότε συχνά στη νομολογία.το 1897 ο Α.Π προβαίνει σε έλεγχο της ουσιαστικής συνταγματικότητας του α.4 του ν.ρογ/1867 και αρνείται την εφαρμογή της διαταξης αυτής καθόσον «αντίκειται εις το αρθρον 17 του Σ καθ ο ουδεις στερείται της ιδιοκτησίας αυτού ανευ προηγουμένης αποζημιώσεως, οταν δε διάταξις νόμου αντίκειται εις το Σύνταγμα ως μεταβάλλουσα δι απλού νομοθετήματος θεμελιώδην διάταξιν αυτού, οία η ανωτέρω, δικαιούται το δικαστήριον να μην εφαρμόζει αυτήν εν τω θέματι περί ου δικάζει» Α.Π 23/1897