Η ΑΔΕΛΦΟΤΗTA ΤΩΝ ΣΤΕΝΑΓΜΩΝ



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Παπαγεωργίου Αννα-Μαρία του Αθανασίου, 10 ετών

Εικόνες: Eύα Καραντινού

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Μπελιμπασάκη Αγάπη του Παναγιώτη, 9 ετών

«Ο Ντίνο Ελεφαντίνο και η παρέα του»

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Σακιδη Δανάη του Αλέξανδρου, 13 ετών

μονόλογος. του γιώργου αθανασίου.

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Καλλιόπη Παπάζογλου του Δημητρίου, 12 ετών

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.


Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Modern Greek Beginners

Modern Greek Beginners

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Στο γραφείο της Δημάρχου κυρίας Μαυρίδη Μιλάει στο τηλέφωνο. Μπαίνει η γραμματέας του μ ένα τεράστιο ντοσιέ στο χέρι

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Κοτρίδης Πέτρος του Γεωργίου, 7 ετών

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ. Για την ΗΜΕΡΑ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ και τη Δράση Saferinternet.gr

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ολοκαίνουριο κόκκινο τετράδιο. Ζούσε ευτυχισμένο με την τετραδοοικογένειά του στα ράφια ενός κεντρικού βιβλιοπωλείου.

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Ροδοκαλάκη Ευτυχία του Γιώργου, 10 ετών

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΑΚΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

«Πούλα τα όσο θες... πούλα ας πούµε το καλάµι από 200 ευρώ, 100. Κατάλαβες;»

Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

ΜΕΡΟΣ Ι. Τυμπανιστής:

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το Α' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη Σμπώκου

μη μου πεις! Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός»

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

Transcript:

1 «ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ γιατί δεν μπορεί να γίνει αυτός ο γάμος; Πρόσεξε καλά, κορίτσι μου, σε παρακαλώ, μόνο εσύ μπορείς να τον ματαιώσεις. Καταστροφή, καταστροφή, θα τιναχτούμε όλοι στον αέρα. Γι αυτό, σε παρακαλώ, σκέψου το καλά, η ευθύνη είναι όλη δική σου...» Προσπαθούσε να φανεί ψύχραιμος. Παρ όλ αυτά, η φωνή του, τρεμουλιαστή, μόνο άνθρωπο που διατηρούσε την ψυχραιμία του δε φανέρωνε. Από την άλλη, στην κατάσταση που ήταν η Αλεξάνδρα δεν μπορούσε να καταλάβει κανέναν και τίποτα. Όλα γύριζαν γύρω της. Ο κόσμος της είχε γκρεμιστεί, είχε σωριαστεί σε ερείπια και στη θέση του βρισκόταν μια τεράστια μαύρη τρύπα έτοιμη να την καταπιεί. Μια σκοτοδίνη την τύλιξε, πάγωσαν τα πόδια της, άρχισε να τρέμει. Ένιωσε το στομάχι της ν ανεβαίνει στο στόμα της. Έτρεξε στην τουαλέτα. Ίσα που πρόλαβε να σκύψει στο νιπτήρα κι άνοιξε ο λαιμός της. Δεν είχε να βγάλει τίποτα, αφού δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της όλη μέρα, έναν καφέ όλο κι όλο είχε πιει το πρωί, κι όμως... Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της για να συνέλθει. Σαν να ξε- 9 AdelfotisStenagmwn 009s120.indd 9

ΝΙΚΟΣ ΝΤΑΚΑΚΗΣ θόλωσε λίγο. Φευγαλέα έπεσε η ματιά της στον καθρέφτη και τρόμαξε με την εικόνα της. Δεν τα κατάφερε να ολοκληρώσει τη σκέψη της, να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που της είχε συμβεί κι ένα δεύτερο κύμα αναγούλας την καθήλωσε. Έσκυψε πάλι στο νιπτήρα κι έμεινε εκεί σκυμμένη, με το στόμα ανοιχτό. Νόμισε πως θα βγάλει τα σπλάχνα της, έτσι όπως τα νιωθε να ξεκολλάνε και να ρχονται προς τα πάνω, κι όμως, πέρα από λίγο κίτρινο υγρό τη χολή της ξέρναγε δεν έβγαλε τίποτ άλλο. Ξέπλυνε το στόμα της, έριξε πάλι λίγο νερό στο πρόσωπό της, έβγαλε από την τσάντα της τα μεγάλα γυαλιά ηλίου με τον κόκκινο σκελετό και τα φόρεσε. Ήθελε με κάποιον τρόπο να κρύψει τα κλαμένα της μάτια. Και η ίδια ήθελε να κρυφτεί και να χαθεί από τον κόσμο όσο πιο γρήγορα γινόταν. Βγήκε από το μπάνιο σαν την κυνηγημένη. «Στο καλό, κορίτσι μου, στο καλό και διώξε τον σήμερα κιόλας», συνέχιζε στο ίδιο μοτίβο ο βασανιστής της. «Άντε και...» Δε συνέχισε τη βρισιά που της ήρθε στο στόμα. Τι νόημα θα είχε άλλωστε; Βρόντηξε την πόρτα πίσω της κι όρμησε σαν σίφουνας στη σκάλα. Απόρησε ο θυρωρός που την είδε να κατεβαίνει έτσι. Πριν μιάμιση δυο ώρες την είχε δει ν ανεβαίνει. «Τα γραφεία του Ελαιουργικού;» τον είχε ρωτήσει στημένη μπροστά του, πανέμορφη, ξέγνοιαστη και πραγματικά μεγαλόπρεπη. «Στον τρίτο», της είχε απαντήσει μετά από λίγο αφηρημένα. Η αλήθεια είναι πως του είχε κοπεί η λαλιά. Κι αυτό το «στον τρίτο» μάλλον μηχανικά του είχε ξεφύγει. 10 AdelfotisStenagmwn 009s120.indd 10

Δεκαπέντε χρόνια έκανε το θυρωρό στην πολυκατοικία της λεωφόρου ο Δημήτρης Γεωργάκης. Από τότε που χτίστηκε. Ξαφνικά του είχε προκύψει να κάνει το θυρωρό. Μέχρι τότε δεν του είχε περάσει από το μυαλό κάτι τέτοιο. Αυτός τον είχε τον τρόπο του στο χωριό. Και το σπίτι του είχε και το καφενείο του και τις περιουσίες του. Όμορφη και πρόσχαρη η γυναίκα του, η Τασούλα, του είχε φτιάξει μια καλή οικογένεια, γι αυτό και τον υπολόγιζαν στο Κεφαλοχώρι, το χωριό του. Όμορφα και ήρεμα κυλούσε η ζωή του. Σηκωνόταν το πρωί, πήγαινε στα χωράφια του και νωρίς τ απόγευμα, κουρασμένος αλλά ευχαριστημένος, γυρνούσε πίσω. Πλενόταν, έβαζε την καλοσιδερωμένη κιλότα του στο χρώμα της ζάχαρης, τα μαύρα καλογυαλισμένα του στιβάνια και με λαχτάρα κατέβαινε στο καφενείο. Εκεί τον περίμενε η Τασούλα. Ένα χαμόγελο, μια γλυκιά κουβέντα, ένας καφές βαρύ γλυκός κι ο Δημήτρης ο Γεωργάκης γινότανε λιώμα. Χώμα να τον πατήσεις γινότανε μ αυτά τα τόσο λίγα κι απλά πράγματα. Ένιωθε την καρδιά του μέχρι μέσα να πλημμυρίζει. Καμάρωνε τα παιδιά του, τον Γιώργη, την Αγάπη και τον Μανόλη του, τον μικρό, τον παραχαϊδεμένο, που κάθε μέρα μεγάλωναν. «Α, ρε τυχεροί», τους έλεγε. «Τι ανάγκη έχετε εσείς! Τίποτα δε σας λείπει. Αλίμονο σε μας που γεννηθήκαμε νωρίς. Στην ηλικία σου ήμουνα, Γιωργιό, τότε, στην Kατοχή. Ξέρετε τι περάσαμε εμείς; Πού να ξέρετε! Πείνα και δυστυχία. Σκοτωμοί και φωτιές. Να ξυπνούμε, μωρέ παιδιά, κάθε πρωί και να μην ξέρουμε τι θα μας φέρει η μέρα. Κι εσείς τώρα τα έχετε όλα, αλλά δεν πειράζει, γιατί είστε καλά παιδιά. Μόνο να, πρέπει να διαβάζετε, να μάθετε γράμματα και να γίνετε καλοί άνθρωποι. Αλήθεια, Γιώργη, τι είπες πως θα γίνεις σαν μεγαλώσεις;» «Δικηγόρος». 11 AdelfotisStenagmwn 009s120.indd 11

ΝΙΚΟΣ ΝΤΑΚΑΚΗΣ «Κι εσύ, Αγάπη;» «Δασκάλα». «Μανόλη;» «Εγώ θα γενώ γιατρός». «Ξορκισμένοι οι δικηγόροι κι οι γιατροί από το σπίτι τ ανθρώπου», έλεγε δήθεν πειραγμένος, μετακινιόταν από τη θέση του κι έφτυνε γύρω γύρω. «Μα θα χω εγώ την Αγάπη μου, που θα γενεί δασκάλα, να τσουρά από τη σκάλα». Με γέλια και χαχανητά περνούσε η ώρα. Μ αστεία και πειράγματα. Ήσυχη ζωή κι ανέμελη. Τριανταπεντάρης ήταν ο Δημήτρης το 1963. Οικογενειάρχης, κατασταλαγμένος και καλά ταχτοποιημένος. Τα δυο τρία τελευταία χρόνια όμως είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα το χωριό. Αιτία, η εξέλιξη. Να, ήρθαν τα τρακτέρ κι έδιωξαν τα ζευγάρια από τα χωράφια. Δε χρειάζονταν πια τα μουλάρια και τα βόδια στο όργωμα, ούτε κι οι εργάτες που τα δούλευαν. Ήρθαν και οι θεριστικές και οι αλωνιστικές μηχανές και συμπλήρωσαν το κακό, αφού έδιωξαν τους θεριστές και τους κουβαλέδες από τα χωράφια και τ αλώνια. Με τα τρακτέρ και τ αγροτικά κουβαλούσαν πια τις ελιές από τα χωράφια. Και τώρα, στην υστεριά, έκλεισαν κι οι μύλοι, οι δυο και τρεις που υπήρχαν σε κάθε χωριό κι άλεθαν τις ελιές για να βγει το λάδι, και στη θέση τους φτιάχτηκε εργοστάσιο, ελαιοτριβείο, από ένα σε κάθε κεφαλοχώρι. Και σαν έκλεισαν κι οι νερόμυλοι π άλεθαν το στάρι και το κριθάρι, έμεινε για τα καλά ο κόσμος χωρίς δουλειά. Αυτό ήταν το τίμημα του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης. Να μείνει δηλαδή από τη μια στιγμή στην άλλη ξεκρέμαστη όλη η περιοχή. Και καλά όσοι είχαν μάθει λίγα γράμματα, ξέ- 12 AdelfotisStenagmwn 009s120.indd 12

μειναν στις πολιτείες. Οι άλλοι έψαχναν δουλειά σαν εργάτες στην Αθήνα κι άλλοι έφευγαν, σαν εργάτες πάλι, για τη Γερμανία. Άδειασαν τα χωριά, μαζί και το Kεφαλοχώρι, αναπόφευκτα μειώθηκε και η δουλειά στο καφενείο του Δημήτρη του Γεωργάκη και οι περιουσίες, χωρίς την αγάπη και τη φροντίδα, ρήμαξαν κι αυτές. Δύσκολη κατάσταση και ο Δημήτρης άρχισε να προβληματίζεται σοβαρά για το τι πρέπει να κάνει. Πώς θα τα βγάλει πέρα, δηλαδή, από δω κι ύστερα, σκεφτόταν. Να, φέτος μπήκε στο γυμνάσιο ο Γιώργης του και τον επόμενο χρόνο θα πήγαινε και η Αγάπη. Ο Μανόλης μικρός ήταν, είχε ακόμη καιρό. «Εγώ λέω να τα μαζέψουμε και να πάμε στην Αθήνα», του είπε μια μέρα η Τασούλα, που έπαιρνε γρήγορες αποφάσεις και, αντίθετα μ αυτόν, δεν καθόταν να κλαίει τη μοίρα της. «Και τι θα κάνουμε, βρε γυναίκα, στην Αθήνα;» «Θα πάμε να βρούμε το θείο μου, τον Δημήτρη», τ απάντησε αποφασιστικά. «Γνωρίζει κόσμο αυτός. Θα μας βοηθήσει ν αγοράσουμε ένα θυρωρείο. Εγώ θα το κρατώ. Θα καθαρίζω και τις σκάλες. Εσύ πάλι, μπορεί να βρεις δουλειά σε κανένα εργοστάσιο, δε θα χαθούμε. Θα τελειώσουν τα παιδιά το σχολείο, θα πάνε και στο πανεπιστήμιο. Γιατί δηλαδή, καλύτεροι είναι οι άλλοι που φεύγουν;» Δεν της είχε απαντήσει τότε. Η αλήθεια είναι πως δεν του πολυάρεσε αυτή η ιδέα, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα καλύτερο. Έπεσε σε περισυλλογή. Μπορεί και να χε δίκιο η γυναίκα του, σκεφτόταν. Έτσι ήταν αυτή από πάντα της. Γρήγορη στις αποφάσεις της και δυναμική. Από την άλλη πάλι, πώς να το κάνουμε, δεν του πήγαινε. Δεν μπορούσε να το χωνέψει. Αλλιώς την είχε σχεδιάσει τη ζωή του. Ήρεμη κι αρχοντική. Με τις παρέες στο χωριό και το καφενείο, προπάντων όμως με το χρήμα να του 13 AdelfotisStenagmwn 009s120.indd 13

ΝΙΚΟΣ ΝΤΑΚΑΚΗΣ βαραίνει την τσέπη και την αποθήκη του γεμάτη μαγειρέματα και καρπό για περισσότερη σιγουριά. Τα βαρέλια του γεμάτα κρασί και τα πιθάρια του λάδι. Και η Τασούλα του, όμορφη κι αεράτη, να του φτιάχνει τη διάθεση μ ένα της μόνο χαμόγελο, μόνο με μια γλυκιά κουβέντα. Μισόκλεισε τα μάτια. Εκεί μπροστά του την είδε την Τασούλα του σκυμμένη, ντυμένη στα παλιόρουχα, να σφουγγαρίζει τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας όπου έμεναν όλο παράξενοι συνταξιούχοι. Κι ο ίδιος πάλι; Πήγαινε σ αυτόν να κάνει τον εργάτη στο εργοστάσιο και να χει και τον κάθε κερατά πάνω από το κεφάλι του; Σίγουρα όχι. Πες όμως πως αυτός κουτσά στραβά θα τ άντεχε αφού ήταν μαθημένος από παλιά. Τα παιδικά του χρόνια στην Κατοχή τα είχε περάσει, τους Γερμανούς είχαν πάνω από το κεφάλι τους αλλά η Τασούλα του; Θα τ άντεχε η ψυχή του να τη βλέπει σ αυτή την κατάσταση; Κι ύστερα, όπως και να το κάνουμε, οι Γερμανοί ήταν ξένοι, κατακτητές. Εκεί έσκυβες το κεφάλι, ήθελες δεν ήθελες. Αλλά να σκύβει το κεφάλι στ αφεντικά και να διατάζουν την Τασούλα οι συνταξιούχοι; Πολύ πήγαινε. Από την άλλη, όσο και να έστυβε το κεφάλι του δεν μπορούσε να βρει άλλη λύση. Έτσι συλλογισμένο τον βρήκε στο καφενείο του ο Αντώνης ο Κουταλάς εκείνο το βράδυ. Ήρθε και στάθηκε από πάνω του χωρίς ο άλλος να τον πάρει είδηση. «Καλησπέρα, σύντεκνε, ίντα συλλογάσαι;» τον διέκοψε από τις σκέψεις του. «Έλα, σύντεκνε, κάθισε. Ίντα θα πιεις;» πετάχτηκε όρθιος στη στιγμή ο Δημήτρης. «Πότε ήρθες; Κάτι σκεφτόμουνα και ξεχάστηκα. Έλα, κάθισε να τα πούμε». Την ώρα που έπιναν τη ρακή, του μίλησε για τις έγνοιες και 14 AdelfotisStenagmwn 009s120.indd 14

τους προβληματισμούς του. Πάντα τον συμβουλευόταν τον κουμπάρο του, τον Αντώνη τον Κουταλά. Μεγάλος επιχειρηματίας και με κύρος ήταν, στη Χώρα, το Ρέθυμνο, ζούσε, τόσα είχε περάσει, τον περνούσε και πάνω από δέκα χρόνια, δεν ήθελε καλύτερο σύμβουλο απ αυτόν. Κι αυτός πάλι, στη στιγμή του βρήκε τη λύση. «Άκουσε να δεις τι θα κάνουμε», του είπε. «Σε λίγο καιρό τελειώνει η πολυκατοικία στη Χώρα. Όπως ξέρεις, τα περισσότερα διαμερίσματα είναι δικά μου, μαζί με το μεγάλο μαγαζί στη λεωφόρο. Περνάει ο λόγος μου, δηλαδή. Ο εργολάβος που τη χτίζει έχει στο ισόγειο ένα διαμέρισμα δυομισάρι. Αυτό πιστεύω πως θα σε βολέψει. Έχει και στο βάθος της στοάς ένα μικρό μαγαζί, γύρω στα σαράντα τετραγωνικά είναι, που βγαίνει στον ακάλυπτο. Λεφτά έχεις, μπορώ να κανονίσω να τ αγοράσεις. Θα πάρεις και το θυρωρείο. Το μαγαζί μπορείς να το κάνεις κυλικείο. Θα διαμορφώσουμε και τον ακάλυπτο και το καλοκαίρι θα βγάζεις κι εκεί τραπεζάκια. Τη δουλειά την ξέρετε, νομίζω πως έτσι θα λύσεις το πρόβλημά σου. Άντε, μωρέ σύντεκνε, να έχω κι εγώ ένα δικό μου άνθρωπο, να ξέρω τι γίνεται στην πολυκατοικία». Δε χρειάστηκε να το πολυσκεφτεί ο Δημήτρης. Μόνο που δε χοροπήδησε. Ανακουφισμένος τον αγκάλιασε, τον φίλησε και φώναξε την Τασούλα για να της αναγγείλουν τα νέα. Αυτή ήταν που ενθουσιάστηκε περισσότερο. Ανυπομονησία την έπιασε κι όλα τα ρωτούσε μαζεμένα. Πότε τελειώνει η πολυκατοικία, αν θα τους φτάσουν τα χρήματα, να κάνουν γρήγορα τις συνεννοήσεις για να μην προλάβει και τα πάρει κάποιος άλλος. Ο Αντώνης, από τη μεριά του, γελούσε μ όλα αυτά. «Μη γνοιάζεσαι, συντέκνισσα», την καθησύχασε, «κι εγώ θα τ αναλάβω όλα. Εσύ βάλε μας δυο ρακές και μην ανακατεύεσαι στις αντρικές δουλειές». 15 AdelfotisStenagmwn 009s120.indd 15

ΝΙΚΟΣ ΝΤΑΚΑΚΗΣ Όπως ακριβώς τους τα είπε εξελίχτηκαν τα πράγματα και το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς ο Δημήτρης πήρε την οικογένειά του κι εγκαταστάθηκε στη Χώρα. Το κυλικείο το κρατούσε η Τασούλα. Είχε αρκετή δουλειά κι ήταν κι ευχαριστημένη. Αυτός κράτησε το θυρωρείο. Θυρωρείο και διαχείριση μαζί. Κοινωνικός ήταν, κόσμος έμπαινε κι έβγαινε, έπιανε την κουβέντα με την πρώτη ευκαιρία, έκανε φιλίες. Δεκαπέντε χρόνια στην ίδια καρέκλα. Ούτε μία μέρα δεν έλειψε. Και σαράντα πυρετό να είχε, που λέει ο λόγος, το πόστο του δεν τ άφηνε. Είχαν δει πολλά τα μάτια του όλα αυτά τα χρόνια. Ανθρώπους κάθε είδους. Καλούς, κακούς, ανάποδους, όμορφους, άσχημους. Αλλά τούτη η κοπέλα που ήρθε και στάθηκε σήμερα μπροστά του του κοψε την ανάσα. Δεν ήταν κοπέλα αυτή. Σκέτη οπτασία ήταν. Ψηλή, πάνω από ένα κι εβδομήντα. Μελαχρινή, με τα κατάμαυρα μαλλιά της να πέφτουν ελεύθερα στους ώμους της. Όμορφη, αλλά... σαν κάτι να του φερνε στο νου. Την κοίταξε ερευνητικά. «Τα γραφεία του Ελαιουργικού;» την άκουσε να τον ρωτά μ εκείνη τη μελωδική φωνή της. «Στον τρίτο», της απάντησε μετά από λίγο μηχανικά κι αφηρημένα. Αμήχανη τον παρατηρούσε αυτή να κοκκινίζει, να χάνει τη μιλιά του, να μην μπορεί να της αποκριθεί. Μόλις πήρε την απάντηση που ήθελε, προχώρησε στο διάδρομο. Πάτησε το κουμπί και περίμενε με γυρισμένη την πλάτη μέχρι να έρθει το ασανσέρ. Σαν υπνωτισμένος ο Δημήτρης, μ ανοιχτό το στόμα καθόταν και τη χάζευε. Φαίνεται πως τη διαπέρασε η ματιά του, γιατί την ώρα που έκλεινε πίσω της την πόρτα γύρισε και τον κοίταξε μάλλον ενοχλημένη. Χαμογέλασε μόλις άκουσε το σιγανό σχόλιό του. «Μελαχρινέ μου άγγελε», είχε ψιθυρίσει ο αφιλότιμος. Κοίτα- 16 AdelfotisStenagmwn 009s120.indd 16

ξε γύρω του, κι όπως δεν τον άκουγε κανείς, «Α, ρε, και να μουνα είκοσι πέντε χρονώ!» είχε συνεχίσει. Το μυαλό του άρχισε να παίρνει στροφές. Παράξενο πράγμα αυτή η κοπέλα. Τα γραφεία του Ελαιουργικού του ζήτησε. Άρα, σίγουρα στον κουμπάρο του τον Αντώνη τον Κουταλά πήγαινε. Αυτός ήταν ο πρόεδρος. Ποια να ήταν άραγε; Δεν την είχε ξαναδεί, κι όμως, έπαιρνε όρκο πως κάτι του θύμιζε. Κι ο κουμπάρος του πάλι, τι ζητούσε στα γραφεία Κυριακή απόγευμα; Παράξενα πράγματα. Να, μόλις πριν από κανένα δεκάλεπτο είχε έρθει. Παραξενεύτηκε που τον είδε τέτοια μέρα, τέτοια ώρα και πήγε να του πιάσει την κουβέντα. «Γεια σου, σύντεκνε. Πώς κι από δω;» «Γεια», του απάντησε αυτός σοβαρός, ίσως λίγο σκεφτικός, ίσως μελαγχολικός, δεν είχε καταλάβει καλά, τον άφησε μόνο του και προχώρησε προς το ασανσέρ βιαστικός. Μαζεύτηκε στη θέση του ο Δημήτρης και κοίταξε μηχανικά το ρολόι του. Πέντε και πέντε, το απόγευμα. Έξω έσκαγε ο ήλιος την πέτρα. Ευτυχώς που είχε τον ανεμιστήρα στο θυρωρείο και δρόσιζε λίγο. Άμα νύχτωνε, θα πήγαινε στο κυλικείο, πίσω στον ακάλυπτο. Εκεί ήταν μια μεγάλη κληματαριά και θα είχε όση δροσιά ήθελε. Η σκέψη του ξαναγύρισε στον Αντώνη. Τι τον απασχολούσε τον κουμπάρο του; Αυτός πάντα του σταματούσε κι έπιαναν την κουβέντα. Μετά παράγγελνε καφέ και δεν ξεχνούσε να του τονίσει: «Εσύ να τον φέρεις πάνω». Άλλο που δεν ήθελε ο Δημήτρης. Με το μερακλίδικο καφέ στο δίσκο έφτανε στο γραφείο του. Κι αυτός τον κρατούσε εκεί, πότε μισή ώρα, πότε μία, μέχρι να πιει και την τελευταία σταγόνα από τον καφέ του, και τα έλεγαν. Αυτοί δεν είχαν μεταξύ τους μυστικά. Και τα οικογενειακά τους έλεγαν και για την πολυκατοικία 17 AdelfotisStenagmwn 009s120.indd 17

ΝΙΚΟΣ ΝΤΑΚΑΚΗΣ κουβέντιαζαν. Και τώρα του είχε πετάξει ένα «γεια» ξερό κι είχε φύγει. Μισή κουβέντα. Δεν είχε προλάβει να το αναλύσει περισσότερο και φάνηκε εκείνη η κοπέλα. Στα γραφεία του Ελαιουργικού σίγουρα δεν ήταν κανένας άλλος. «Λες να ναι φιλενάδα του;» αναρωτήθηκε. Η αλήθεια είναι πως του άρεσαν οι όμορφες γυναίκες του κουμπάρου του. Και καλά έκανε, εδώ που τα λέμε. Λεφτά είχε, καλά κρατιόταν, κι ας είχε περάσει τα εξήντα. Ήταν, βλέπεις, και ψηλός, μελαχρινός, μοντέρνος, ομορφάνθρωπος. Χαιρόσουν να τον βλέπεις. Πάνω από είκοσι χρόνια είχαν περάσει από τότε που τον παράτησε η γυναίκα του και είχε κάθε δικαίωμα να έχει όσες φιλενάδες ήθελε. Ωστόσο, αυτός ήταν προσεχτικός. Ποτέ του δε θα έφερνε τη φιλενάδα του μέρα μεσημέρι στα γραφεία του Ελαιουργικού. Κι αυτή πάλι, μπορεί να ήταν θεοκόμματος, Θε μου, φύλαγε, μα δεν του φάνηκε για τέτοια. Το τρέξιμο στις σκάλες τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Σηκώθηκε ασυναίσθητα. Και πάλι καλά δηλαδή, γιατί μόλις που πρόλαβε και τη συγκράτησε για να μη σωριαστεί κάτω. Άλλο ξαφνικό και τούτο! Ξέγνοιαστη και χαρούμενη την είχε δει ν ανεβαίνει, ένα ερείπιο έβλεπε τώρα να κατρακυλά στις σκάλες. Πραγματικά αγνώριστη. Πρόλαβε και την έπιασε. Την έκλεισε στην αγκαλιά του την τελευταία στιγμή, πριν σωριαστεί φαρδιά πλατιά στα μάρμαρα εκεί μπροστά του. Την παρατήρησε καλύτερα. Ακόμη και σ αυτή την κατάσταση ήταν υπερβολικά όμορφη και κάτι του θύμιζε, αλλά τι; Έδιωξε προσωρινά τις σκέψεις του και την έβαλε να καθίσει όπως όπως σε μια καρέκλα. Έτοιμη ήταν να λιποθυμήσει. Τη συγκράτησε με το χέρι του και φώναξε: «Τασούλα, φέρε γρήγορα ένα ποτήρι νερό. Άντε, σήμερα!» Η Αλεξάνδρα πραγματικά ήταν σε κακό χάλι. Ήπιε μια γου- 18 AdelfotisStenagmwn 009s120.indd 18

λιά νερό, έκανε να βρέξει και το μέτωπό της, αλλά ξαφνικά το παράτησε και πετάχτηκε πάνω. «Υπάρχει τουαλέτα;» τον ρώτησε. Της έδειξε το κυλικείο. Έτρεξε σαν κυνηγημένη και χώθηκε μέσα. Νόμισε πως την άκουσε να κάνει εμετό. Κοίταξε ερωτηματικά τη γυναίκα του, που κι εκείνη δεν μπορούσε να του δώσει κάποια εξήγηση. Μετά από λίγο, φάνηκε η Αλεξάνδρα. Ήταν σίγουρο πως δεν την κρατούσαν τα πόδια της, γιατί τρέκλιζε. Έτρεξε να τη βοηθήσει. «Είσαι καλά, κοπέλα μου; Μήπως πρέπει να πας στο νοσοκομείο;» τη ρώτησε όπως την οδηγούσε στην καρέκλα που καθόταν προηγουμένως. «Όχι, σας ευχαριστώ», ψιθύρισε αδύναμα. «Μήπως μπορείτε να μου καλέσετε ένα ταξί;» «Είσαι σίγουρη πως δε χρειάζεσαι τίποτ άλλο;» Του έγνεψε καταφατικά. Ο Δημήτρης πήγε προς το τηλέφωνο. Γύρισε και την κοίταξε. «Για πού το ταξί;» τη ρώτησε. «Για τα Χανιά». Σε λιγότερο από δέκα λεπτά ήρθε και το ταξί. Τη βοήθησε να μπει μέσα. «Πρόσεχέ την», είπε στον ταξιτζή. «Δε μου φαίνεται και πολύ καλά». «Εντάξει, Δημήτρη, έτσι κι αλλιώς, εγώ δεν τρέχω». «Πού θα πάμε στα Χανιά;» ρώτησε την άγνωστη κοπέλα ο ταξιτζής μόλις την είδε πως βολεύτηκε στο πίσω κάθισμα. «Στα Δικαστήρια», του απάντησε αυτή με φωνή που μόλις ακούστηκε κι έγειρε αποκαμωμένη πίσω. 19 AdelfotisStenagmwn 009s120.indd 19