ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε-ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑ:ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΟΝΟΜΑ ΦΟΙΤΗΤΗ: ΜΥΡΤΩ ΑΣΤΕΡΗ ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΗΤΡΩΟΥ : 1340201000661 ΤΗΛ.ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ: 6978525558 2104183954 ΘΕΜΑ:H ENNOIA TΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 17 Σ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ ΑΘΗΝΑ 2012
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: Α. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ Β. ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ 1.ΓΕΝΙΚΑ 2.ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ 3.ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΣΔΑ Γ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ 1.ΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ 2.ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΩΣ ΘΕΣΜΟΣ ΚΑΙ ΩΣ ΑΤΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ 3.ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ α.δημοσια ΩΦΕΛΕΙΑ β.καταβολη ΠΛΗΡΟΥΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ γ.εγκαθιδρυση ΕΝΙΑΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ δ.διαδικασια Δ.ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΗΣ ΕΣΔΑ (ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΤΕΡΑ) α.ο ΝΟΜΟΣ β.ο ΟΡΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ γ.οι ΛΟΓΟΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΩΦΕΛΕΙΑΣ Ε.ΟΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 24 ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ
Α.ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ Σύμφωνα με τους θεμελιωτές του δικαίου και ιδιαίτερα κατα τον Lοcke, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας συγκαταλέγεται,όπως και εκείνα της ζωής και της ελευθερίας,μεταξύ των εμφύτων,αναπαλλοτρίωτων και αιωνίων δικαιωμάτων του ανθρώπου,τα οποία προυφίστανται του κράτους και του φυσικού δικαίου που πηγάζει από αυτό και συνεπώς επιβάλλουν το περιορισμό του. Αποτελεί λοιπόν το επιφανέστερο των δικαιωμάτων και ένα απο τα κλασσικά δικαιώματα πρώτης γενιάς. Κατοχυρώνεται στο αρθρο 17 του Ελληνικού Συντάγματος το 1975 που όριζε ότι ''η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους, τα εξ' αυτής όμως δικαιώματα δε δύνανται να ασκώνται εις βάρος του γενικού συμφέροντος'' χωρίς όμως να χαρακτηρίσει την ιδιοκτησία ως δικαίωμα ιερό και απαραβίαστο όπως την είχε ορίσει η γαλλική διακήρυξη των δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Πολίτη το 1789(αρθρο 2). Σύμφωνα με τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 17 αυτή,απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος και αναγνωρίζεται για πρώτη φορά η κοινωνική διάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εννοώντας τα όχι μόνο ως δικαιώματα ατόμου αλλά και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου.με την εξέλιξη του αστικού κράτους τα ατομικά δικαιώματα μετουσιώνονται σε κοινωνικά λειτουργήματα και το υποκείμενο τους σε ενα λειτουργικό όργανο ενός ενιαίου,ολοκληρωμένου συνόλου και κοινωνίας.
Β.ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ. 1.ΓΕΝΙΚΑ Η συνταγματική εννοια της ιδιοκτησίας εισάγεται με το αρθρο 17 παρ.1 Σ. Η βασική διάταξη αναφέρεται γενικά στην έννοια της ιδιοκτησίας και ορίζει ότι ''η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους,τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δε μπορούν να ασκούνται σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος''.η διάταξη αυτή αφενός θεσπίζει γενική συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας και αφετέρου θέτει τα λειρουργικά όρια της ιδιοκτησίας. 2.ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ-ΩΚΥΡΙΟΤΗΤΑ Στο ελληνικό δίκαιο του όρου ''ιδιοκτησία'' στο ελληνικό δίκαιο θέλει την έννοια ιδιοκτησία συνώνυμη με την εννοια ''κυριότητα'' στο αστικό δίκαιο. Κατά το Βασίλειο Οικονομίδη ιδιοκτησία καλείται ''το εμπράγματον δίκαιον, όπερ κατά την ευατού ουσίαν παρέχει τω δικαιούχω πλήρη επί του πράγματος εξουσία''. Όσον αφορά την κυριότητα ο αστικός κώδικας δεν περιλαμβάνει ορισμό της έννοιας αυτής, όμως από το συνδυασμό των άρθρων 973 και 1003ΑΚ συμπεραίνουμε ότι κυριότητα είναι η αναγνωρισμένη από το νόμο, άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο πράγμα.
3.ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΣΔΑ Το άρθρο του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ορίζει ότι ''παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους (πρώτο εδάφιο). Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων (δεύτερο εδάφιο)''. Το δικαστήριο συνήγαγε από το άρθρο αυτό τρεις κανόνες διακριτούς. Ο πρώτος κανόνας,ο οποίος έχει γενικό χαρακτήρα,θεμελιώνει την αρχή του σεβασμού της περιουσίας και αυτό τίθεται στο πρώτο εδάφιο. Ο δεύτερος κανόνας καλύπτει τη στέρηση της περιουσίας που την υπαγάγει σε ορισμένες περιπτώσεις και τίθεται στο δεύτερο εδάφιο.τέλος, ο τρίτος κανόνας αναγνωρίζει ότι τα κράτη έχουν μεταξύ των άλλων το δικαίωμα να ελέγχουν τη χρήση της ιδιοκτησίας με νόμους που ειναι αναγκαίοι για το σκοπό αυτό. Επίσης όσον αφορά την ελληνική έννομη τάξη, η ΕΣΔΑ αποτελεί ισχύον δικαίο καθώς σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 Σ, οι διεθνείς συμβάσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού εσωτερικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου.η αυξημένη νομική δύναμη που δίνει το Σύνταγμα στο δίκαιο της ιδιοκτησίας σημαίνει ότι ο συντακτικός νομοθετης αφενός μόνο στον ευατό του επιτρέπει να θεσπίσει διατάξεις που αποκλίνουν από το δίκαιο αυτό και αφετέρου επιβάλλει στον δικαστή να ορίσει την αόριστη νομική έννοια ''ιδιοκτησία'' με την ερμηνεία που δίδεται στα πλαίσια της ΕΣΔΑ. Ο δικαστής λοιπόν υποχρεούται να προσλαμβάνει το κανόνα όπως ακριβώς ερμηνεύεται από τα δικαιοδοτικά όργανα της Σύμβασης, με διαρκώς ανανεωμένο το χαρακτήρα του. Ο εφαρμοστής αυτών των νομοθετημάτων πρέπει να επιλέγει μία ερμηνεία που να μην προσκρούει στο αρθρο 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου και αν αυτό δεν είναι εφικτό, να του επιβάλλει να μην τα
εφαρμόσει. Γ.ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ 1.ΕΚΤΑΣΗ Σύμφωνα με τη κρατούσα άποψη, στη κατοχυρωμένη προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας εμπίπτουν τα εμπράγματα δικαιώματα επί κινητών και ακινήτων, δηλαδή η κυριότητα(999ακ),οι δουλείες(1118επακ), το ενέχυρο(1209ακ) και η υποθήκη(1275επακ). Περιορίζεται η συνταγματική διάταξη μόνο στα ενοχικά δικαιώματα. Η πρόταση για αντικατάσταση του όρου ''ιδιοκτησία'' από τον όρο ''περιουσία'' δεν έγινε δεκτή ούτε στη συνταγματική αναθεώρηση του 1911 ούτε στο Σύνταγμα του 1975. Η διασταλτική ερμηνεία της έννοιας της ιδιοκτησίας ώστε να υπαχθούν στη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας του άρθρου 17 τα ενοχικά και γενικά τα περιουσιακά δικαιώματα αντιβαίνει στο γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος. Η άποψη αυτή όμως έχει επικριθεί από το μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας ως μη ανταποκρινόμενη στις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες λόγω της ουσιώδης μεταβολής που επέφερε στα άλλα περιουσιακά δικαιώματα, στα κινητά πράγματα και στις σύγχρονες αντιλήψεις περι προστασίας δικαιωμάτων όπως έχουν εκφρασθεί στις διεθνείς συμβάσεις και ιδίως στο Πρώτο Πρωτόκολλο της Συμβάσεως της Ρώμης. Δηλαδή ο αποκλεισμός των ενοχικών δικαιωμάτων, που μπορούν π.χ. να ανέρχονται σε τεράστια ποσά ή ακόμα σε καταθέσεις μιας ζωής ολόκληρων ανθρώπων αντιστρατεύεται τον χαρακτήρα του Συντάγματος που έχει ως στόχο να ικανοποιήσει τις ελπίδες του κάθε πολίτη καθώς και τα συμφέροντα του. Το Σύνταγμα καλείται να αντιμετωπίσει τα νέα αυτά προβλήματα και να αναπτύξει νέες εγγυήσεις απέναντι σε αυτές τις νέες απειλές και διακινδυνεύσεις για το άτομο καθώς ο αναθεωρητικός νομοθέτης δεν είχε λάβει υπ' όψη του τη σύγχρονη πραγματικότητα όπου ενοχικά δικαιώματα όπως πνευματική, βιομηχανική, μετοχική ιδιοκτησία και γενικα δικαιώματα σε άυλα αγαθά ειναι οικονομικά πολύ
σημαντικότερα από τα παραδοσιακά εμπράγματα δικαιώματα. Εξάλλου η μη προστασία των ενοχικών δικαιωμάτων δεν συμβάλλει ούτε στην οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη του τόπου, ούτε στην στην εμπέδωση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολιτών,ούτε ανταποκρίνεται στη σύγχρονη αντίληψη περί δικαιοσύνης. Αντίθετα, ενισχύει την αρνητική συγκέντρωση των επενδύσεων σε αγορές ακινήτων για τη διάρθρωση της οικονομίας, τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος και το κόστος στεγάσεως. Το άρθρο 1 του πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ ορίζει ότι ''παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του'' και με αυτό το τρόπο ενισχύεται και η άποψη ότι πρέπει να εμπίπτουν στην συνταγματική έννοια της ιδιοκτησίας και τα ενοχικά δικαιώματα. Η έννοια της περιουσίας των οργάνων της ΕΣΔΑ είναι ευρύτατη και περιλαμβάνει κάθε ιδιωτικό δικαίωμα το οποίο αναλύεται σε μια κληρονομική αξία ή ακόμα και σε οικονομικά απλά συμφέροντα. Δηλαδή περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα ''περιουσιακής φύσης'' και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα. Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις,είτε αναγνωρισμένες με δικαστή ή διαιτητική απόφαση,είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία,με βάση το ισχύον,εως την προσφυγή στο δικαστήριο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά. Τέτοιες ειναι κατά το ελληνικό δίκαιο και οι απαιτήσεις απο αδικοπραξία για καταβολή αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. 2.Η ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΩΣ ΘΕΣΜΟΣ ΚΑΙ ΩΣ ΑΤΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ Η ιδιοκτησία στο Σύνταγμα νοείται τόσο ως νομικός θεσμός όσο και ως ατομικό δικαίωμα, αφού το ατομικό δικαίωμα προυποθέτει το νομικό θεσμό. Πράγματι, το περιεχόμενο του συνταγματικού δικαιώματος είναι η
εξουσιαστική σχέση ανάμεσα σε ένα υποκείμενο(τον φορέα του υποκειμένου του δικαιώματος της ιδιοκτησίας) και ένα αγαθό με οικονομική αξία (ιδιοκτησιακή σχέση). Το ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν εξασφαλίζει την ύπαρξη μιας ιδιοκτησιακης σχέσης αλλά την διαφύλαξη μιας ήδη υφιστάμενης σχέσης,από τη στιγμή που αυτή αποκτά συγκεκριμένη υπόσταση. Δεν διασφαλίζει δικαίωμα στο να ιδρυθεί ιδιοκτησιακή σχέση υπέρ κάποιου υποκειμένου,προστατεύει όμως ήδη ιδρυμένες και υπαρκτές κατά το περιουσιακό δίκαιο σχέσεις. Το ατομικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας δηλαδή προστατεύει μία σχέση η οποία ανάγεται σε περαιτέρω δικαιικούς κανόνες, στηρίζεται σε αυτούς και αντλεί από αυτούς την υπόσταση της. Δεν μπορεί να έχει πρακτικό περιεχόμενο αν δεν εξασφαλίζεται προηγουμένως υπερ όλων των δυνάμει υποκειμένων του δικαιώματος αυτού η γενική και αφηρημένη νομική δυνατότητα να συνιστούν ιδιοκτησιακές σχέσεις, η οποία κατ' ουσίαν αποτελεί και τον πυρήνα της προστασίας του ατομικού δικαιώματος και με αυτό το τρόπο εξασφαλιζεται η συνταγματική προστασίας της ιδιοκτησίας ως θεσμού. Βασικός αποδέκτης αυτής της συνταγματικής διάταξης είναι η νομοθετική εξουσία: εφόσον το Σύνταγμα εγγυάται την ιδιοκτησία ως νομικό θεσμό με το κατά το περιουσιακό δίκαιο περιεχόμενο του, τούτο σημαίνει ότι το Σύνταγμα επιτάσσει στο νομοθέτη που θέτει περιουσιακό δίκαιο να μην θεσπίζει κανόνες που αφαιρούν από την ιδιοκτησία κάθε ουσιώδες περιεχόμενο,δηλ. Το Σύνταγμα αποκλειεί κανόνες με τους οποίους να καθίσταται αδρανής η ιδιοκτησία σε σχέση με τον προορισμό της και επιτάσσει να παρέχονται νομικές δυνατότητες κτήσεως. 3.Η ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ Για την ικανοποίηση επιτακτικών κοινωνικών αναγκών δεν αρκούν οι προβλεπόμενοι περιορισμοί της ιδιοκτησίας,αλλα κρίνεται αναγκαία η προσφυγή στην ολοκληρωτική στέρηση της ιδιοκτησίας με τη μορφή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Στην ελληνική συνταγματική ιστορία εμφανίστηκε ο θεσμός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης στο
επαναστατικό Σύνταγμα της Τροιζήνας (άρθρο 17) και στη συνέχεια προβλεπόταν σε όλα τα συνταγματικά κείμενα. Το ισχύον Σύνταγμα ρυθμίζει την αναγκαστική απαλλοτρίωση αναλυτικά στις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 2-6,18 παρ.8 και 117 παρ.4 και 5. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση συνίσταται κατά το άρθρο 17 παρ.2 Σ στην στέρηση της ιδιοκτησίας για προσηκόντως αποδεδειγμένη δημόσια ωφέλεια και αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση. Εκείνο το οποίο στερείται κανείς με την αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι τα δικαιώματα που απορρέουν από την συνταγματικά προστατευόμενη ιδιοκτησία του, ενώ εκείνο το οποίο για το οποίο αποζημιώνεται είναι η οικονομική αξία που αντιστοιχεί πλήρως στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα τα οποία στερείται. Τη σύγκρουση μεταξύ του ιδιωτικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας και του δημοσίου συμφέροντος αίρει επομένως το Σύνταγμα με τον θεμελιώδη σεβασμό της υπεροχής του δημοσίου συμφέροντος και την πλήρη αποζημίωση που καθορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια(άρθρο 17 παρ.4). Η έννοια της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης συνδέεται με την έννοια της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης τόσο στενά, ώστε οι όροι μερικές φορές χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι. Δεν είναι λοιπόν εφικτόν να προσδιορίσει την έννοια της ιδιοκτησίας και την πρακτική προστασία της προστασίας της χωρίς να προσδιορίσει ταυτοχρόνως την συνταγματική έννοια της στέρησης της ιδιοκτησίας(και την συνδεόμενη με αυήν έννοια της αναγκαστική απαλλοτρίωσης). Α.Η ΔΗΜΟΣΙΑ ΩΦΕΛΕΙΑ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ.2 του Συντάγματος ''κανείς δεν στερείται την ιδιοκτησία του,παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο''. Επειδή η αναγκαστική απαλλοτρίωση συνεπάγεται την άρση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, η δημόσια ωφέλεια πρέπει να είναι πιο έντονη απο το γενικό συμφέρον που περιορίζει την ιδιοκτησία.όπως η έννοια του δημοσίου συμφέροντος,έτσι και η έννοια της δημόσιας ωφέλειας μεταβάλλεται ανάλογα με τις επικρατούσες οικονομικές,πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Το
Σύνταγμα ορίζει ότι η δημόσια ωφέλεια πρέπει να είναι προσηκόντως ενδεδειγμένη,που σημαίνει ότι πρέπει να στοχεύει αμέσως στη δημόσια ωφέλεια και να συμβάλλει άμεσα και σημαντικά στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας ή αλλου δημόσιου συμφέροντος. Η δημόσια ωφέλεια προκύπτει και από συνταγματικές διατάξεις,που αναφέρονται στη μέριμνα του κράτους για την απόκτηση κατοικίας από τους αστέγους (άρθρο 21 παρ.4), στην προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος (άρθρο 24 παρ.1),στην εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και της οικονομικής ανάπτυξης (άρθρο 106 παρ.1). Η δημόσια ωφέλεια καθορίζεται όχι μόνο με τυπικό νόμο αλλά και με κανονιστική διοικητική πράξη μετά από ειδική και συγκεκριμένη εξουσιοδοτηση νόμου με αποτέλεσμα η διοίκηση να προβαίνει στον καθορισμό της δημόσιας ωφέλειας. Σε κάθε περίπτωση εκ των προτέρων πρέπει να καθοριστεί ότι για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού είναι δυνατή η απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας. Ο σκοπός αυτός πρέπει πάντα να είναι σκοπός δημόσιας ωφέλειας και να είναι ειδικά καθορισμένος από τον κανόνα δικαίου. Η δημόσια ωφέλεια δεν σημαίνει απαραίτητα ωφέλεια του δημοσίου αλλά είναι δυνατόν να αναφέρεται και σε ωφέλεια των ιδιωτών. Όταν η απαλλοτρίωση γίνεται υπέρ ιδιωτών, η διοίκηση οφείλει να παρακολουθεί και να ελέγχει αν και κατά πόσο η απαλλοτρίωση συμβάλλει πραγματικά στην προαγωγή της εθνικής οικονομίας. Δηλαδή πρέπει να ελέγχεται από τα δικαστήρια αν κατά τη κοινή πείρα και την αντικειμενική εκτίμηση ο συγκεκριμένος σκοπός προωθεί τη γενικότερη ωφέλεια του κοινωνικού συνόλου. Αν συνεπώς δεν επιτυγχάνεται ο σκοπός της δημόσιας ωφέλειας, η διοίκηση οφείλει να προβεί στην ανάκληση της απαλλοτρίωσης και στην επιστροφή του αναπαλλοτριωθέντος στον δικαιούχο ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προθεσμία. Επιπλέον, όταν το απαλλοτριωθέν δεν χρησιμιποιηθεί για τον συγκεκριμένο και ειδικό σκοπό, τότε η αναγκαστική απαλλοτρίωση καθίσταται εκ των υστέρων αντισυνταγματική. Σε κάθε περίπτωση επειδή η στέρηση του ατομικού δικαιώματος αποτελεί ιδιαίτερα επαχθές μέτρο ως στέρηση ατομικού δικαιώματος, η ανάγκη απαλλοτρίωσης, που αποτελεί έσχατο μέσο πρέπει να προκύπτει βάσει εμπεριστατωμένης μελέτης, να αιτιολογείται επαρκώς και να αποτελεί την άκρως συμφέρουσα λύση από άποψη δημοσίου συμφέροντος. Μάλιστα προκειμένου να αποφευχθεί το φαινόμενο των μαζικών απαλλοτριώσεων για την κατασκευή μεγάλων έργων χωρίς
αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα, το άρθρο 17 παρ.2 αναφέρει ότι στην απόφαση κήρυξης πρέπει να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζημίωσης, με αναφορά σε σχετικές εγγραφές του προυπολογισμού ή διάφορων συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων. Β.Η ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΡΟΥΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ Η συνταγματική διάταξη του άρθρου 17 παρ.2 προβλέπει την καταβολή πλήρους αποζημίωσης στον δικαιούχο ως απαραίτητη προυπόθεση για τη συντέλεση της. Ενω τα περισσότερα Συντάγματα των κρατών μελών της Ευρωπαικής Ένωσης προβλέπουν τη δίκαιη αποζημίωση ή ανάλογη αποζημίωση ή απλώς αποζημίωση, τα Ελληνικά Συντάγματα από το 1927 έχουν υιοθετήσει τον όρο πλήρους αποζημίωσης. Ως πλήρης αποζημίωση θεωρείται εκείνη με την οποία ο ιδιοκτήτης του μπορεί να την αντικαταστατήσει με άλλο ισάξιο, δηλαδή πρέπει να επαρκεί για την αγορά ανάλογου πράγματος και να καλύπτει και τη τυχόν ζημία. Η αποζημίωση περιλαμβάνει και τη μείωση της αξίας του μέρους του ακινήτου που απομένει μετά την απαλοτρίωση,καθώς και όσες επωφελείς δαπάνες έγιναν από τον ιδιοκτήτη πριν από την κήρυξη της απαλλοτρίωσης όχι όμως και την αποθετική ζημία (διαφυγόν κέρδος). Ως κριτήριο για την εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριωμένουλαμβάνεται υπόψη και η αξία που έχουν κατά τον κρίσιμο χρόνο παρακείμενα και ομοειδή ακίνητα, καθώς και η πρόσοδος του απαλλοτριωμένου. Ενδεχόμενη μεταβολή της αξίας του απαλλαοτριωμένου μετά τη δημοσίευση της πράξης απαλλοτρίωσης δεν λαμβάνεται υπόψη. Η αποζημίωση επιπλέον δεν υπόκειται σε κανέναν φόρο,κράτηση ή τέλος κατά το Σύνταγμα. Στην πράξη όμως εμφανίζεται το φαινόμενο τα δικαστήρια να προσιδιάζουν τιμές πολύ χαμηλότερες από την πραγματική αγοραία αξία των ακινήτων ενώ η χρονοβόρα διαδικασία για την είσπαρξη αποζημίωσης από τον δικαιούχο καταλήγει σε σοβαρές οικονομικές απώλειες. Κατά τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 17παρ.2, η αποζημίωση μπορεί, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος, να καταβάλλεται και σε είδος ιδίως με τη παραχώρηση της κυριότητας άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου (in natura αποζημίωση). Κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της αξίας του
απαλλατριωμένου είναι ο χρόνος συζητήσεως στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και στην περίπτωση της απευθείας αίτησης περί οριστικού προσδιορισμού ο χρόνος της σχετικής συζητήσεως στο δικαστήριο. Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση ετους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο συζητήσεως για τον οριστικό προσδιορισμό. Η νέα αυτή ρύθμιση ανατρέπει τη νομολογιακή θέση,κατά την οποίο κρίσιμος είναι ο χρόνος της πρώτης συζητήσεως για τον προσδιορισμό της προσωρινής η οριστικής αποζημίωσης, χωρίς να είναι εφικτός ο επανακαθορισμός της. Γ. ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗ ΕΝΙΑΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ Μέχρι την αναθεώσηση του Συντάγματος του 1975, αρμόδια δικαστήρια για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης ήταν κατά παρέκκλιση των περί διάκρισης των δικαιοδοσιών διατάξεων του άρθρου 94 του Συντάγματος τα πολιτικά, γιατί μόνο αυτά απολάμβαναν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Κατά τη διάταξη του Συντάγματος του άρθρου 17 παρ.4, ο καθορισμός της αποζημίωσης ανατίθεται στο αρμόδιο δικαστήριο που προσδιορίζεται στο άρθρο 94 Συντάγματος, όπως έχει αναθεωρηθεί, χωρίς να αποκλείεται η συνεναιτική επίλυση των σχετικών διαφορών με συμβιβασμό, διαιτησία ή με τη μορφή της διοικητικής προεκτίμησης. Ο προσδιορισμός της αποζημίωσης από τα πολιτικά δικαστήρια είχε οδηγήσει στη διάσπαση της δικαστικής προστασίας και στην ταλαιπωρία χρονικά και οικονομικά του πολίτη, και με τη νέα συνταγματική διάταξη μπορεί να προβλεφθεί εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας για όλες τις υποθέσεις που σχετίζονται με την απαλλοτρίωση και να εισαχθούν κανόνες σχετικοί με την κατά προτεραιότητα διεξαγωγή αντίστοιχων δικών. Δ.Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Η διαδικασία της απαλλοτρίωσης διακρίνεται σε πέντε στάδια: 1.απόφαση της διοίκησης ότι η εξυπηρέτηση μιας νομοθετικά αναγνωρισμένης δημόσιας ωφέλειας απαιτεί την αναγκαστική απαλλοτρίωση 2.αναγνώριση των δικαιούχων της αποζημίωσης 3.κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης 4.προσδιορισμός της αποζημίωσης 5.και συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης με καταβολή αποζημίωσης 1.Η διοίκηση οφείλει να εξετάσει την ανάγκη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, δηλ. να προβεί σε έρευνα σχετικά με το αν η εξυπηρέτηση δημόσιας ωφέλειας είναι δυνατή με λιγότερα επαχθή μέτρα. Με βάση την κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας που διέπει τη δράση της διοίκησης σε ένα κράτος δικαίου, η επιλογή του συγκεκριμένου κριτηρίου πρέπει να ανταποκρίνεται στα κριτήρια της αναγκαιότητας και καταλληλότητας του μέτρου της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και να περιορίζει την ένταση και την έκταση της στο αναγκαίο μέτρο. 2.Για την έκδοση της αποφάσεως της κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης απαιτείται αφενός κτηματολογικό διάγραμμα το οποίο απεικονίζει την απαλλοτριούμενη έκταση και τις ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτήν και αφετέρου κτηματολογικό πίνακα ο οποίος εμφανίζει τουε εικαζόμενους ιδιοκτήτες των απαλλοτριούμενων ακινήτων, το εμβαδόν κάθε ιδιοκτησίας καθώς και τις κατασκευές που περιέχουν. Για την ανωτέρω κτηματογράφηση ακολουθείται η διαδικασία αναγνωρίσεως των δικαιούχων αποζημίωσης που γίνεται με ανέκκλητη δικαστική απόφαση του μονομελές πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου κείται το ακίνητο. 3.Η απόφαση για την κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης αποτελεί διοικητική πράξη, η οποία πρέπει να είναι ρητή,σαφής και να συνοδεύεται από ειδική αιτιολογία. Σε όσες περιπτώσεις προβλέπεται ως προυπόθεση
της απαλλοτρίωσης η ενέργεια ή η διατύπωση γνώμης από οποιαδήποτε αρχή ή υπηρεσία και δεν τάσσεται προθεσμία για τη διατύπωση της, η προθεσμία είναι δύο μήνες από την περιέλευση σε αυτήν της σχετικής πρόσκλησης. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση της κυριότητας ακινήτου επιφέρει αυτοδικαίως και την απαλλοτρίωση κάθε κτίσματος, κατασκευής και δέντρου κατά τα άρθρα 953ΑΚ.. Τέλος η απόφαση κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης και θεωρείται ότι κηρύχθηκε με τη δημοσίευση αυτή. 4. Ο προσδιορισμός της αποζημίωσης γίνεται από τα πολιτικά δικαστήρια και σε περίπτωση απαλλοτρίωσης αρμόδιο είναι το μονομελες πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η απαλλοτριούμενη έκταση ή το μεγαλύτερο μέρος της. Μετά την κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης,η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 15 προβαίνει οίκοθεν ή ύστερα από αίτηση κάθε ενδιαφερόμενου, η οποία υποβάλλεται στον Πρόεδρο αυτής σε εκτίμηση της αξίας του απαλλοτριωμένου ακινήτου και του ύψους της τυχόν οφειλόμενης κατά το άρθρο 13 παρ.4 ιδιαίτερης αποζημίωσης. Η επιτροπή μετά από αυτοψία και έλεγχο των στοιχείων που έχουν υποβληθεί στον Πρόεδρο, καταρτίζει μέσα σε 30 μέρες από τη λήψη της πράξης ορισμού του εμπειρογνώμονα, έκθεση στην οποία περιγράφεται λεπτομερώς η κατάσταση του απαλλοτριωμένου και των συστατικών του καθώς και τις ιδιαιτερες συνθήκες αυτού και εκτιμάται η αξία του ακινήτου καθώς και το ύψος της οφειλόμενης ιδιαίτερης αποζημίωσης. Η έκθεση της επιτροπής υποβάλλεται στο αρμόδιο δικαστήριο ως στοχείο της προδικασίας της δίκης για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης και συνεκτιμάται ως συμβουλευτική γνωμοδότηση. Για τον προσδιορισμό της επιτροπής του άρθρου 13 παρ.4, η επιτροπή επιλαμβάνεται μόνον ύστερα από αίτηση του ιδιοκτήτη, ενώ η διοικητική εκτίμηση παραλείπεται για τα ακίνητα που εμπίπτουν στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας τους. Η συζήτηση αυτή είναι απαράδεκτη για τον οριστικό ή προσωρινό προσδιοριμό αν δεν προσαχθούν τα πιστοποιητικά του άρθρου 17 παρ.1,η βεβαίωση και η παραπάνω έκθεση της επιτροπής.οι τυχόν όμως ελλείψεις και παραλείψης της έκθεσης,ως προς τα ακίνητα που έχουν απαλλοτριωθεί ή τα συστατικά τους δεν καθιστούν απαράδεκτη τη
διαδικασία προσδιορισμού της τιμής μονάδας και το δικαστήριο οφείλει να προσδιορίσει και για αυτά αποζημίωση εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα στην αίτηση προσδιορισμού της αποζημίωσης. Διάδικοι στην δίκη προσδιορισμού αποζημίωσης ειναι α.ο υπόχρεος να καταβάλλει αποζημίωση β. Ο υπερ του οποίου κυρήχθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση και γ.οποιος αξιώνει κυριότητα ή αλλο εμπράγματο δικαίωμα στο απαλλοτριούμενο ακίνητο. Από τη δίκη του καθορισμού της αποζημίωσης αποκλείεται κάθε τρίτος που συνδέεται με τον ιδιοκτήτη του απαλλοτριούμενου με ενοχικό δικαίωμα,όπως είναι ο μισθωτής και ο απλός κάτοχος ακινήτου. Το δικαστήριο πριν από κάθε συζήτηση της αίτησης περί προσωρινού η οριστικού προσδιορισμού της αποζημίωσης επιδιώκει μεταξύ των διαδίκων συμβιβασμό. Εαν επιτευχθεί ο συμβιβασμός συντάσσεται πρακτικό και με την υπογραφή από τους διαδίκους περατώνεται η διαδικασία προσδιορισμού με την προυπόθεση οτι ο διάδικος που μετείχε τελικά στο συμβιβασμό θα αναγνωριστεί ως δικαιούχος. Το Σύνταγμα προβλέπει ρητά ότι η αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμιση έτος από τη δημοσίευση της αποφάσεως από τη δημοσίευση της αποφάσεως για τον προσωρινό προσδιορισμό και σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως. 5. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται με την καταβολή στον δικαιούχο της πλήρης αποζημίωσης που προσδιορίστηκε προσωρινά ή οριστικά ή με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της γνωστοποίησης ότι έχει κατατεθεί η αποζημίωση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Η απαλλοτρίωση συντελείται και με την καταβολή της αποζημίωσης σε είδος, εφόσον ο δικαιούχος συναινεί σε αυτό με ειδική έγγραφη δηλωσή του. Η ανεπιφύλακτη παραλαβή της αποζημίωσης σε είδος εξομειώνεται με την έγγραφη συναίνεση. Στην περίπτωση που την υποχρέωση προς καταβολή της αποζημίωσης έχει το Δημόσιο, η αναγκαστική απαλλοτρίωση συντελείται και με την έκδοση χρηματικού ανταλλάγματος πληρωμής υπέρ του δικαστικώς
αναγνωρισθέντος ή του αληθινού δικαιούχου. Ο συμβατικός προσδιορισμός,όπως προαναφέραμε, ισχύει υπό την αίρεση ότι ο διάδικος που μετείχε στο συμβιβασμό θα αναγνωρισθεί τελικά ως δικαιούχος. Μετά την συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, η αξίωση για την είσπραξη της αποζημίωσης,που έχει προσδιοριστεί προσωρινώς ή οριστικώς,παραγράφεται μετά από μία δεκαετία από την κατάληψη του ακινήτου που απαλλοτριώθηκε. Αν ο προσδιορισμός της οριστικής αποζημίωσης γίνει μετά τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και την κατάληψη του ακινήτου, η αξίωση για την είσπραξη της τυχόν διαφοράς μεταξύ οριστικής και προσωρινής παραγράφεται μετά απο δεκαετία από τη δημοσίευση απόφασης που καθορίζει την οριστική τιμή. Επιπλέον μετά τη συντέλεση της αναγκαστική απαλλοτρίωσης κάθε νομέας ή κάτοχος του ακινήτουπου απαλλοτριώθηκε υποχρεούται να παραδόσει αυτό ελεύθερο μεσα σε δέκα μέρες από την έγγραφη πρόσκληση αυτού.αν ο νομέας δεν παραδώσει το ακίνητο ελεύθερο, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να διατάξει την παράδοση σύμφωνα με μια ειδική διαδικασία ή να χορηγήσει προθεσμία μέχρι 30 μέρες από τη δημοσίευση της σχετική απόφασης. Δ.ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΗΣ ΕΣΔΑ (ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΤΕΡΑ) Το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου θέτει τις τρεις προυπόθεσεις του θεμιτού της στέρησης της ιδιοκτησίας:να είναι σύμφωνη με τους όρους του νόμου, να είναι σύμφωνη με τους γενικούς όρους του διεθνούς δικαίου και να επέρχεται για λόγους δημοσίας ασφάλειας. α.ο ΝΟΜΟΣ Με την έννοια ''νόμος'' εννοείται ο εθνικός νόμος.η νομολογία του δικαστηρίου δέχεται ως νόμο όχι μόνο το συνήθη τυπικό νόμο που
ψηφίζεται από το Κοινοβούλιο, αλλά κάθε είδος κανόνα δικαίου περιλαμβανομένων και των κανονιστικών πράξεων.ο νόμος δηλαδή δεν γίνεται αντιληπτός με τα τυπικά του χαρακτηριστικά και μόνο,αλλά πρωτίστως με την εγγυητική δύναμη και δυνατότητα που πρέπει να παρέχει σε αυτόν που υφίσταται τη στέρηση της ιδιοκτησίας. β.οι ΟΡΟΙ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ Η ρήτρα ότι η θεμιτή στέρηση της ιδιοκτησίας για λόγους δημόσιας ωφέλειας πρέπει να γίνεται και σύμφωνα με τους όρους των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου αφορά μόνο τους πολίτες άλλων κρατών και όχι τους πολίτες του κράτους το οποίο προβαίνει στη στέρηση της ιδιοκτησίας.με αυτό το τρόπο εξασφαλίζεται για τους αλλοδαπούς προσφυγή στους μηχανισμούς προστασίας της ΕΣΔΑ, ενώ αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να βρεθούν με μόνο μέσο προστασίας την εν γένει πολύ λιγότερο λυσιτελή διπλωματική προστασία,διασφαλίζεται καλύτερα η νομική θέση των αλλοδαπών επειδή αποκλείει την επίκληση του άρθρου1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου κατά τρόπο που να μειώνει δικαιώματα που αντλούν από τις αρχές του διεθνούς δικαίου και οδηγούμαστε σε μια διακριτική ευχέρεια των αλλοδαπών. Το Δικαστήριο συνήγαγε ότι νόημα αυτή της ρήτρας είναι ότι υποχρεώνει στην καταβολή αποζημίωσης σε μη πολίτες του κράτους. Βέβαια η υποχρέωση για αποζημίωση συνιστά την ουσία της προστασίας που παρέχουν τόσο οι αρχές του διεθνούς δικαίου σε περίπτωση απαλλοτρίωσης περιουσιών πολιτών του κράτους που πραγματοποιούν την απαλλοτρίωση, όσο και ο νόμος σε περίπτωση απαλλοτρίωσης περιουσιών πολιτών του κράτους και για αυτό η όλη η συζήτηση καθίσταται αν όχι πλήρως ξεπερασμένη, πάντως περιορισμένου ενδιαφέροντος. γ.οι ΛΟΓΟΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΩΦΕΛΕΙΑΣ Κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, πρέπει να τονιστεί ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι εξαιρετικά δύσκολο να παρακαμφθεί το δογματικό και πρακτικό ζήτημα σχετικά με το αν νομιμοποιείται ένα
διεθνές δικαστήριο να αποφανθεί και να ορίσει τι ειναι η δημοόσια ωφέλεια σε ένα εθνικό κράτος και με το αν νομιμοποιείται να έχει διαφορετική αντίληψη από εκείνη που έχουν τα πολιτικώς υπόλογα νομοθετικά όργανα ενός δημοκρατικού κράτους το οποίο, επειδή είναι δημοκρατικό,δικαιούται να είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και να μετέχει στην ΕΣΔΑ. Ασφαλώς και δεν υπάρχει κάποιο κοινό μέτρο για όλα τα κράτη της ΕΣΔΑ, ώστε το Δικαστήριο να κρίνει αν ο εκάστοτε προβαλλόμενος ως δημόσια ωφέλεια λόγος απαλλοτρίωσης αποτελεί πράγματι δημόσια ωφέλεια. Η μετέπειτα νομολογία και θεωρία,όπως ήδη σημειώθηκε,αναγνώρισε την υποχρέωση του κράτους σε αποζημίωση ως συνέπεια που ενυπάρχει στον κανόνα της εύλογης ισορροπίας που θεσπίζει το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου δεν απαιτεί να είναι πλήρης η αποζημίωση. Δεδομένου ότι η στέρηση της περιουσίας γίνεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, η εύλογη ισορροπία ανάμεσα στο δημόσιον συμφέρον και στον επιβαλλόμενο περιορισμό δεν αποκλειεί την καταβολή μικρότερης αξίας από την πλήρη αξία του προσβαλλόμενου ιδιοκτησιακού δικαιώματος, απλώς να μην ανατρέπει το μέγεθος της αποζημίωσης την εύλογη ισορροπία πυ συνολικά διέπει την ρύθνιση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. ΟΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 24 Σ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ Το ότι το άρθρο 24Σ περιορίζει την απόλαυση της κατά τα λοιπά της συνταγματικά προστατευόμενης ιδιοκτησίας δεν είναι κάτι το ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτο. Εκείνο που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή είναι η ακριβής σχέση ανάμεσα στα άρθρα 24 και 17Σ και οι θεωρητικές και πρακτικές
συνέπειες. Η νομολογία του ΣτΕ φάνηκε να μην εκφράζεται πάντα με τον ίδιο τρόπο καθώς άλλοτε θεωρεί το άρθρο 24Σ ειδικότερη διάταξη σε σχέση με το άρθρο 17Σ, άλλοτε θεωρεί ότι το άρθρο 24Σ περιέχει περιορισμούς που καταρχήν μπορεί να έχουν περιεχόμενο ευρύτερο από τους γενικότερους περιορισμούς που επιτρέπει το άρθρο 17Σ, άλλοτε ότι περιλαμβάνει περιορισμούς που είναι ανεκτοί στο Σύνταγμα και άλλοτε ότι το άρθρο 24Σ κατισχύει του άρθρου 17Σ. Δείχνει πάντως να κατασταλάζει στην νομικώς ακριβέστερη άποψη ότι οι σχέσεις των δύο άρθρων είναι σχέσεις γενικής διάταξης προς γενική. Πέρα λοιπόν μιας γενικότερας νοοτροπίας ότι το άρθρο 24Σ δεν υποχωρεί απέναντι σε κανένα άλλο, το πρακτικό αποτέλεσμα της συνταγματικότητας του επιβαλλόμενου περιορισμού είναι κάθε φορά τελικά το ίδιο, αφού είτε ειδικότερη διάταξη θεωρηθεί το άρθρο 24Σ έναντι του άρθρου 17Σ, είτε ως εισάγουσα διάταξη εισάγουσα περιορισμούς ευρύτερους από εκείνους του άρθρου 17Σ, είτε ως εισάγουσα συνταγματικά ανεκτούς περιορισμούς, είτε ως κατισχύουσα του άρθρου 17Σ,σε κάθε περίπτωση ο περιορισμός της ιδιοκτησίας δεν μπορεί παρά να κρίνεται συνταγματικός χωρίς να εμποδίζεται από το άρθρο 17Σ. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι όποτε εμφανίζεται θέμα εφαρμογής του άρυρου 24Σ,το άρθρο 17Σ παύει να υπάρχει. Αντικείμενο συνταγματικής προστασίας δεν είναι μόνο όσα επιτρέπει ή επιβάλλει το άρθρο 24Σ αλλά και όσα προστατεύι το άρθρο 17Σ,τα οποία δεν είναι αυτονόητο ότι πρέπει πάντα να εκτοπίζονται δωρεάν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ,ΕΚΔ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ,2008 ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ Π.Δ.,ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ,ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ,ΤΕΥΧΟΣ Β,ΕΚΔ.ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ,1991 ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ΑΠ.,ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ ΔΙΚΑΙΟ,ΕΚΔ. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ 1991 ΔΡΟΣΟΣ Γ., ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ,ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ,1997 ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΠ.,Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ,2003 ΧΟΡΟΜΙΔΗΣ Κ.,Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΡΟΥΚΟΥΝΑ Ε,ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ,1995