ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σχετικά έγγραφα
Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΘΕΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α Αρχές της ρυθμίσεως και συγκρουόμενα

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Θέμα Το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου για χρηματικές απαιτήσεις, με έμφαση στο ζήτημα του εκτελεστού τίτλου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ 1. Γενικά. Η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή αποτελεί μία από τις περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΟΜΟΔΙΚΙΑ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΟΛΟΓΕΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ [02]

εναγομένου στην πολιτική δίκη της καταδολίευσης δανειστών (παυλιανή αγωγή)». Το άρθρο

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου στην κατ έφεση δίκη μετά την έναρξη ισχύος του ν /2015 Ελευθερία Χ. Κώνστα Πρόεδρος Πρωτοδικών

Αναιρετική μεταχείριση των ενστάσεων Γ. Μποτέλη ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΕΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Μεταβίβαση λόγω ενεχύρου. Ο ενεχυράσας οφειλέτης που πλήρωσε ακάλυπτη επιταγή, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, καθίσταται κομιστής της επιταγής.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΙΙ

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τμήμα Νομικής. Μεταπτυχιακό Β Ιδιωτικού Δικαίου Κατεύθυνση Πολιτικής Δικονομίας

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Τροποποιήσεις με το Ν. 4335/2015 ως προς τα κατ ιδίαν αποδεικτικά μέσα - Ένορκες βεβαιώσεις

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Πρόλογος... VII Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... VIII Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση... IΧ Πρόλογος στην τρίτη έκδοση... ΧI Πρόλογος στη δεύτερη

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. ΘΕΜΑ: Τρόποι δικαστικής διεκδίκησης αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών υπέρ ΤΣΜΕ Ε και λοιπών τρίτων.

Αριθμός ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

Ο αναιρετικός έλεγχος των πλημμελειών σε σχέση με τις αιτήσεις. 1.- Προδιάθεση

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟ. ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ (Περί ισχύος προσωρινής διαταγής επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων από συμβασιούχους)

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

ΣτΕ 673/2017 [Μη ύπαρξη νομολογίας ως προς τον εύλογο χρόνο διατήρησης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης]

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 1/2014. (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Προς

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Α. Πεδίο εφαρμογής ΠΟΛ. 1213

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

1 6. ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 222/2011

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ (Ζ ΕΞΑΜΗΝΟ) ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ [επίκ. καθ. Απόστολος Σοφιαλίδης]

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΣΤΕ 376/2019 [ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΟΡΙΟΓΡΑΜΜΗΣ ΑΙΓΙΑΛΟΥ-ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΒΟΥΡΙ]

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Απαλαγάκη Χαρίκλεια Θέμα Διπλωματικής Εργασίας: «Η προβολή νέων ισχυρισμών στην κατ έφεση δίκη» Επιμέλεια εργασίας: Αμπελίδου Ρεβέκκα Ακαδημαϊκό Έτος: 2015-2016 Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος 2017 1

ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΚ ΑΠ ΑρχΝ αρ. Αρµ. βλ. Αστικός Κώδικας Άρειος Πάγος Αρχείο Νομολογίας αριθμός Αρμενόπουλος βλέπε Δίκη διδ. διατρ. διδακτορική διατριβή Δνη Δικαιοσύνη ΕΚΠολΔ Επιθεώρηση Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Ελλ νη Ελληνική Δικαιοσύνη επ. Εφ ΚΙΝΔ επόμενα Εφετείο Κώδικας Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου ΚΠολ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΜΠρωτ Μονομελές Πρωτοδικείο Ν. Νόμος ΝοΒ Ολ ό.π. π.δ περ. Νομικό Βήμα Ολομέλεια όπου παραπάνω προεδρικό διάταγμα περίπτωση ΠΠρωτ Πολυμελές Πρωτοδικείο Σ σελ. ΧρΙ Σύνταγμα σελίδα Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγικές παρατηρήσεις ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η λειτουργική αποστολή και το αντικείμενο της κατ έφεση δίκης σε συσχετισμό με το jus novorum ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Το πραγματικό υλικό της κατ έφεση δίκης Ι. Το σύστημα συγκεντρώσεως και η επιμέρους ρύθμιση και λειτουργία του στον πρώτο και δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας ΙΙ. Προσδιορισμός της έννοιας των πραγματικών ισχυρισμών που εμπίπτουν στο σύστημα συγκεντρώσεως και οι εξαιρούμενοι ισχυρισμοί γενικά 1. Η έννοια των πραγματικών ισχυρισμών 2. Παραδεκτή προβολή στην κατ έφεση δίκη απαραδέκτως προταθέντων πραγματικών ισχυρισμών στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ΙΙΙ. Οι κατ ιδίαν εξαιρέσεις από το σύστημα συγκεντρώσεως στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας 1. Ισχυρισμοί προτεινόμενοι από τον εφεσίβλητο ως άμυνα κατά της έφεσης 2. Ισχυρισμοί προτεινόμενοι από τους παρεμβαίνοντες το πρώτον στο εφετείο 3. Οψιγενείς ισχυρισμοί 4. Προνομιακοί ισχυρισμοί 5. Ισχυρισμοί που δεν προβλήθηκαν εγκαίρως στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας από δικαιολογημένη αιτία 6. Ισχυρισμοί αποδεικνυόμενοι με έγγραφο ή δικαστική ομολογία ΙV. Τρόπος προβολής των νέων ισχυρισμών ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και δικονομική μεταχείριση αυτών 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Η ειδική ρύθμιση του άρθρου 528 ΚΠολΔ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Αναιρετικός έλεγχος της παραβίασης του άρθρου 527 ΚΠολΔ 4

Εισαγωγικές παρατηρήσεις Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι «η δικαστική απόφαση θεμελιώνεται στους ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν νόμιμα προβληθεί από τους διαδίκους και ως προς τους οποίους οι διάδικοι είχαν την ευκαιρία να ακουστούν» 1. Σύμφωνα με το συζητητικό σύστημα, που επικρατεί κατ αρχήν στην πολιτική δίκη, το βάρος εισφοράς του πραγματικού υλικού ανήκει στους διαδίκους. Ωστόσο, η προβολή πραγματικών ισχυρισμών και αιτημάτων στην πολιτική δίκη δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται αφενός από τη δικονομική αρχή της προδικασίας, η οποία διέπει κυρίως την άσκηση της αγωγής και επομένως την προβολή αγωγικών ισχυρισμών, αφετέρου από το συγκεντρωτικό σύστημα στο οποίο εμπίπτουν οι αμυντικοί ισχυρισμοί. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα της κατ έφεση προβολής νέων πραγματικών ισχυρισμών (jus novorum), ιδίως ενόψει των πρόσφατων δικονομικών εξελίξεων. Παρά το γεγονός ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/2015 στο ένδικο μέσο της έφεσης είναι, μάλλον περιορισμένες, αξιοπρόσεκτη είναι η νέα διάσταση που αποκτά η διατηρούμενη σε ισχύ διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ιδίως μετά την κατάργηση του άρθρου 269 ΚΠολΔ στον πρώτο βαθμό. Πλέον το σύστημα συγκεντρώσεως λειτουργεί σε απόλυτη και ανεξαίρετη έκταση στον πρώτο βαθμό και εξαιρέσεις συγχωρούνται μόνο στην κατ έφεση δίκη. Στην παρούσα μελέτη, αφού προηγηθεί μία συγκριτική επισκόπηση του προϊσχύοντος και του νέου δικονομικού δικαίου, θα αναδειχθούν τα σύγχρονα ερμηνευτικά ζητήματα που ανακύπτουν από την αυξημένη πλέον αποστολή του άρθρου 527 ΚΠολΔ στην κατ έφεση δίκη. 1 Βλ. Μακρίδου, Πραγματικοί ισχυρισμοί και θεμελιώδη Δικονομικά Συστήματα, ΕλλΔνη 2008, σελ. 321. 5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η λειτουργική αποστολή και το αντικείμενο της κατ έφεση δίκης σε συσχετισμό με το jus novorum Η δυνατότητα προβολής νέων πραγματικών ισχυρισμών στη δευτεροβάθμια δίκη καθώς και η διαμόρφωση των διατάξεων που τη ρυθμίζουν εκφράζουν την προσπάθεια συγκερασμού από τον δικονομικό νομοθέτη των δύο αενάως αντιτιθέμενων μεγεθών της πολιτικής δίκης και συγκεκριμένα αφενός του αιτήματος για την ορθότητα της δικαστικής κρίσης, αφετέρου της επιδίωξης για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης 2. Ειδικά, όμως, ο χρόνος προβολής τους συνδέεται με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή του συγκεντρωτικού συστήματος. Η διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ απαγορεύει κατ αρχήν την προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή ισχυρισμών που, κατά κανόνα, είτε δεν προβλήθηκαν καθόλου στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας είτε προτάθηκαν αλλά απορρίφθηκαν ως απαράδεκτοι και έτσι δεν κατέστησαν υλικό αυτής. Παρά τον εν λόγω απαγορευτικό κανόνα, ο οποίος εκφράζει την αρχή του συστήματος συγκεντρώσεως στον δεύτερο βαθμό, ο δικονομικός νομοθέτης στην ίδια διάταξη προβλέπει ορισμένες, περιοριστικά αναφερόμενες και υπό αυστηρές προϋποθέσεις, περιπτώσεις όπου η αρχή συγκεντρώσεως υποχωρεί. Πριν εξετάσουμε λεπτομερώς τη ρύθμιση, τη λειτουργία και τις εξαιρέσεις του συγκεντρωτικού συστήματος στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, κρίνεται σκόπιμο να προηγηθεί μία σύντομη μελέτη του αντικειμένου της έφεσης, καθώς η οριοθέτηση αυτού και ο προσδιορισμός της λειτουργικής της αποστολής, συνυφαίνονται άμεσα με τον σκοπό και τη φύση του ένδικου αυτού μέσου, προσδιορίζοντας κατ επέκταση το παραδεκτό και τη λειτουργία του jus novorum στην έκκλητη δίκη 3. Συγχρόνως, όμως, και η δυνατότητα προβολής νέων πραγματικών ισχυρισμών προσδιορίζει τα όρια ελέγχου του εφετείου συνδεόμενη έτσι αναπόσπαστα με την έννοια και τη φύση της έφεσης, με αποτέλεσμα η προβληματική του jus novorum να μην μπορεί να αποχωριστεί από την λειτουργία της έφεσης 4. 2 Βλ. Νίκα, Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ έφεση δίκη, παρ. 1, σελ. 17. 3 Βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, παρ. 114, αρ. 26, σελ. 235. 4 Βλ. Νίκα, Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ έφεση δίκη, παρ.1, σελ. 18 έτσι και Δημητρίου, Το αντικείμενο της πολιτικής δίκης κατ έφεση, παρ. 2 ΙΙ, σελ. 27-28 σύμφωνα με τον οποίο ο δικονομικός θεσμός της δυνατότητας ή μη προβολής στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο νέων 6

Με το ένδικο μέσο της έφεσης, σε αντίθεση με εκείνο της αναίρεσης, εξετάζονται όχι μόνον τα νομικά ζητήματα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά ελέγχεται και η αξιολόγηση του πραγματικού υλικού από τον πρωτοβάθμιο δικαστή. Επανεξετάζεται, δηλαδή, εάν οι αποδείξεις διεξήχθησαν και τα αποτελέσματά τους εκτιμήθηκαν σωστά. Έτσι, ανάγεται σε μείζονος σημασίας ζήτημα το εάν, στο πλαίσιο της επανεξέτασης του πραγματικού υλικού της πρωτοβάθμιας απόφασης, θα επιτρέπεται ή όχι και η προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών 5. Απάντηση στο παραπάνω ερώτημα επιχείρησαν να δώσουν τα δύο βασικά συστήματα έφεσης που διαμορφώθηκαν με κριτήριο τη δυνατότητα ή μη προβολής νέων πραγματικών ισχυρισμών και προσαγωγής νέων αποδεικτικών μέσων στο δευτεροβάθμιο δικαστήριοˑ το σύστημα της πλήρους και το σύστημα της περιορισμένης έφεσης. Σύμφωνα με το πρώτο σύστημα 6, η έφεση δεν αποσκοπεί μόνο στον έλεγχο των σφαλμάτων και της διαδικασίας έκδοσης της πρωτοβάθμιας απόφασης αλλά και στην εκ νέου θεώρηση της ουσίας της υπόθεσης από ιεραρχικά ανώτερους δικαστές που περιβάλλονται με περισσότερα εχέγγυα ορθοκρισίας, αποβλέποντας στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Κατ αυτόν τον τρόπο, η επίδικη διαφορά επαναλαμβάνεται μέσα από μία νέα διαδικασία, αποτελώντας ουσιαστικά συνέχιση της δίκης ενώπιον ιεραρχικά ανώτερου δικαστηρίου 7. Επομένως, αντικείμενο της πλήρους έφεσης δεν είναι η νομιμότητα και η διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά η ίδια η επίδικη αξίωση, δηλαδή το αντικείμενο της πρωτοβάθμιας δίκης. Έτσι, κρίνεται η συνολική πραγματική και νομική κατάσταση εκ νέου και οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να επανορθώσουν ίδια σφάλματα και παραδρομές του πρώτου βαθμού προβάλλοντας στο Εφετείο νέα αιτήματα, πραγματικούς ισχυρισμούς και αποδεικτικά μέσα χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό. Στον αντίποδα του ανωτέρω συστήματος βρίσκεται η περιορισμένη έφεση 8, η οποία διαμορφώθηκε με το βασικό επιχείρημα ότι η αναζήτηση της μέγιστης δυνατής πραγματικών ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων, συνέχεται στενά με την έννοια και τη φύση της έφεσης. 5 Βλ. Δημητρίου, ό.π, παρ. 2 ΙΙΙ, σελ. 28. 6 Το σύστημα πλήρους έφεσης υιοθετείται από το γερμανικό δίκαιο, ενώ οι απαρχές του εντοπίζονται στο ρωμαϊκό δίκαιο, βλ. Δημητρίου, ό.π, παρ. 2 ΙΙ σελ. 29, Νίκα, ό.π, παρ.1 IV, αρ. 2, σελ. 29. 7 Βλ. Δημητρίου, ό.π, παρ. 3, αρ. 1, σελ. 31 επ., Αρβανιτάκη, Η κατ ουσίαν έρευνα της διαφοράς μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, παρ. 3 Ι, σελ. 52, υποσημ. 3, Μπακόπουλο, Νέοι ισχυρισμοί ως λόγοι εφέσεως, Δ 11, παρ. Ι, σελ. 766, Νίκα, ό.π, παρ. 1 Ι, σελ. 20-21, του ιδίου Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, παρ. 114, αρ. 27, σελ. 235. 8 Το σύστημα αυτό υιοθετείται από το αυστριακό δίκαιο βλ. Δημητρίου, ό.π, σελ 29, Νίκα παρ. 1 ΙΙ σελ. 23. 7

ουσιαστικής αλήθειας και η επίτευξη της απόλυτα ορθής αποφάσεως οδηγεί σε καθυστέρηση και σπατάλη χρόνου, γεγονός που δε συμβαδίζει με το αίτημα της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης 9. Έτσι λοιπόν, η έφεση διαπλάσσεται ως το ένδικο εκείνο μέσο, με το οποίο ελέγχεται ο δικανικός συλλογισμός του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, τόσο κατά το νομικό όσο και κατά το πραγματικό του μέρος, ώστε εάν η απόφαση είναι εσφαλμένη αυτή να εξαφανιστεί. Στην προσέγγιση αυτή, η εξέταση της ουσίας της υπόθεσης δεν ανήκει στο αντικείμενο της κατ έφεση δίκης. Διότι η έφεση δεν έχει ως αυτοσκοπό τη μεταβίβαση της υποθέσεως σε ιεραρχικά ανώτερο δικαστήριο, αλλά αποτελεί το μέσο που επιδιώκει την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, ώστε να διανοιχθεί ο δρόμος για την εξέταση της ουσίας της 10. Επομένως, αντικείμενο της περιορισμένης έφεσης αποτελεί η ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε με βάση το πραγματικό και νομικό υλικό του πρώτου βαθμού, και η διαδικασία που οδήγησε σε αυτήν και όχι η επίδικη έννομη σχέση 11. Έτσι, λόγο έφεσης μπορούν να αποτελέσουν αποκλειστικά και μόνο πλημμέλειες του κατώτερου δικαστηρίου ως προς το νομικό ή πραγματικό μέρος της εκκαλούμενης απόφασης, όχι όμως και σφάλματα ή διαδικαστικές παραλείψεις των ίδιων των διαδίκων, με αποτέλεσμα να αποκλείεται ολοσχερώς η δυνατότητα προβολής στη δευτεροβάθμια δίκη νέου πραγματολογικού και αποδεικτικού υλικού. Η εκκαλούμενη απόφαση ελέγχεται αποκλειστικά με βάση το υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστή και η εξαφάνιση της μπορεί να στηριχθεί μόνο στην παρανομία και όχι στην ουσία της 12. Ο ελληνικός ΚΠολΔ, ωστόσο, δεν υιοθετεί αμιγώς κανένα από τα παραπάνω συστήματα. Από τις διατάξεις των άρθρων 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ εύκολα θα κατέληγε κανείς στο συμπέρασμα ότι ο ημεδαπός νομοθέτης ακολουθεί το σύστημα της περιορισμένης έφεσης, καθώς και οι δύο διατάξεις συγκλίνουν στη διαπίστωση, ότι μόνον εφόσον κριθεί ως παραδεκτός και βάσιμος κάποιος από τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προχωρά στον έλεγχο της ουσίας της υπόθεσης 13. Η αντίληψη αυτή αποδεικνύεται λανθασμένη, εάν εξετάσουμε προσεκτικότερα τις διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον του 9 Βλ., Νίκα, Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ έφεση δίκη, παρ. 1 ΙΙ, σελ. 20, του ιδίου, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, παρ. 114, αρ. 28 σελ. 236-237, Δημητρίου, ό.π, παρ. 3 ΙΙ, σελ. 38, Μπακόπουλο, ό.π, παρ. Ι, σελ. 767. 10 Το στάδιο εξέτασης της ουσίας της διαφοράς ακολουθεί μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης, κατά το οποίο αναβιώνει η εκκρεμοδικία της αγωγής βλ. Αρβανιτάκη, ό.π, παρ. 3 Ι, σελ. 52, υποσημ. 2. 11 Βλ., Νίκα, Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ έφεση δίκη, παρ. 1 ΙΙ, σελ. 23, Δημητρίου, ό.π, παρ. 3 ΙΙ, σελ. 39. 12 Βλ. Αρβανιτάκη, ό.π, παρ. 3 Ι, σελ. 52, υποσημ. 2. 13 Βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, παρ. 114, αρ. 31, σελ. 238. 8

Εφετείου. Η επανεκδίκαση της επίδικης διαφοράς δε βρίσκεται εκτός της λειτουργικής αποστολής της έφεσης, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στο σύστημα της περιορισμένης. Αποτελεί εννοιολογικό της στοιχείο, καθώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί της ουσίας της υπόθεσης ακόμη και πριν ευδοκιμήσει το ένδικο μέσο και εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση 14. Επιπλέον, σε αντίθεση με το σύστημα της περιορισμένης έφεσης όπου δεν επιτρέπεται για πρώτη φορά στο Εφετείο η προβολή ισχυρισμών που δεν κατέστησαν υλικό της πρωτοβάθμιας δίκης, στο ελληνικό σύστημα έφεσης επιτρέπεται ο εμπλουτισμός του πραγματικού υλικού της πρωτοβάθμιας δίκης, υπό ορισμένες βέβαια προϋποθέσεις και όχι απεριόριστα, όπως στην πλήρη έφεση. Μάλιστα, ακόμη και στο στάδιο ελέγχου της βασιμότητας της έφεσης ερευνώνται όχι μόνο οι προβαλλόμενοι ως λόγοι έφεσης πραγματικοί ισχυρισμοί του άρθρου 527 ΚΠολΔ, αλλά παρέχεται η δυνατότητα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εάν ο εκκαλών-εναγόμενος ζητά την κατ ουσίαν απόρριψη της αγωγής, να ερευνήσει ήδη πριν την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης αυτεπαγγέλτως τα στοιχεία του παραδεκτού, του ορισμένου και του νόμω βάσιμου της αγωγής, χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, αλλά και όταν ως λόγος έφεσης προβάλλεται η κακή εκτίμηση των αποδείξεων, το Εφετείο δύναται ακόμη και πριν την εξαφάνιση της εκκαλούμενης, να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, εφόσον πάντα πρόκειται για εκκληθέν κεφάλαιο 15. 14 Βλ. αναλυτικότερα Νίκα, Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ έφεση δίκη, παρ. 2 ΙΙ, σελ. 33 επ., του ιδίου Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, παρ. 114, αρ. 32, σελ. 239-240, ο οποίος υπογραμμίζει ότι το γεγονός ελέγχου της ουσίας της υπόθεσης από το Εφετείο και πριν την εξαφάνιση της προβαλλόμενης απόφασης, ανεξάρτητα από τους λόγους της έφεσης και όχι μόνο στο δεύτερο στάδιο μετά την εξαφάνιση, όπως συμβαίνει στο σύστημα της περιορισμένης έφεσης, διαφαίνεται μεταξύ άλλων και από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Διότι η μεταβίβαση του αντικειμένου της πρωτοβάθμιας κρίσης γίνεται για να κριθεί εκ νέου η υπόθεση από το Εφετείο, και όχι για να αγνοηθεί από αυτό. Άλλωστε και η ίδια η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος (άρθρο 536 παρ. 1 ΚΠολΔ) δεν θα είχε λόγο ύπαρξης αν υιοθετούνταν η ερμηνεία ότι η ουσία της υπόθεσης εξετάζεται μόνον μετά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης. Διαφορετικά, εάν το Εφετείο περιοριζόταν μόνο από τους λόγους της έφεσης ή θα τους απέρριπτε ή θα δεχόταν έναν λόγο και θα εξαφάνιζε την πρωτόδικη απόφαση, βλ. και Αρβανιτάκη, ό.π, παρ. 3 Ι, σελ. 55. 15 Βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, παρ. 113, αρ. 18, σελ. 199 και παρ. 114, αρ. 33, σελ. 242, Αρβανιτάκη, ό.π, παρ. 3 Ι, σελ. 59,ΟλΑΠ 1285/1982, ΝοΒ 1983, σελ. 219 σύμφωνα με την οποία «Το Εφετείον όμως, του νόμου μή ορίζοντος το εναντίον, κατ ορθήν έννοιαν των άνω διατάξεων, δεν κωλύεται, δια την, κατά την κρίσιν-του, ολοκλήρωσιν της ερεύνης περί της βασιμότητος το λόγου εφέσεως, και την καλυτέραν διάγνωσιν της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίση την εκκαλουμένην απόφασιν να διατάξη ή νέας αποδείξεις ή και συμπληρωματικάς τοιαύτας, δια των εις το άρθρον 339 ΚΠολΔ αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων η αυτοψία και η πραγματογνωμοσύνη, ώστε μετά την συνεκτίμησιν των διεξαχθεισών τούτων αποδείξεων και των υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως εκτιμηθεισών τοιούτων, να κρίνη, αν είναι ημαρτημένη η δι εφέσεως προβληθείσα απόφασις και εν καταφατική περιπτώσει να αποφανθή περί της βασιμότητος του λόγου εφέσεως και εκ τούτου κατά την επιταγήν πλέον του νόμου (άρθρ. 535 1), 9

Η έφεση, επομένως, στη ρύθμιση του ελληνικού δικονομικού δικαίου έχει διττό χαρακτήρα: αφενός ελέγχει την πρωτοβάθμια απόφαση και αφετέρου διανοίγει το δρόμο για την επανασυζήτηση της ουσίας της διαφοράς από ιεραρχικά ανώτερους δικαστές πάντα, όμως, στο πλαίσιο των προβαλλόμενων από τον εκκαλούντα λόγων και του μεταβιβαστικού αποτελέσματος 16. Αντικείμενο της έκκλητης δίκης αποτελεί το αίτημα εξαφάνισης ή μεταρρύθμισης της εκκαλούμενης απόφασης, όπως αυτό οριοθετείται αφενός από τους λόγους της έφεσης και αφετέρου από τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς που αφορούν την εκδικασθείσα διαφορά. Δε δημιουργείται νέο αντικείμενο δίκης, αντιθέτως αυτό ταυτίζεται με την αξίωση που προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο 17 και προσδιορίζεται από τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος και τους πρόσθετους λόγους της έφεσης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στηρίζει την κρίση του για την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης κατ αρχήν στο πραγματικό και αποδεικτικό υλικό που εισφέρθηκε στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Επιτρέπεται, όμως, κατ εξαίρεση και υπό αυστηρούς περιορισμούς η διεύρυνση του υλικού της πρωτοβάθμιας δίκης με την προβολή νέων ισχυρισμών από τους διαδίκους, επανορθώνοντας ενδεχομένως και δικά τους σφάλματα ή παραλείψεις του πρώτου βαθμού, με αποτέλεσμα η νέα συζήτηση της υπόθεσης, εντός των ορίων των αιτημάτων και του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, να συντελείται επί τη βάσει του πρωτοβάθμιου υλικού αλλά και των να εξαφανίση τότε την απόφασιν του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθ όσον κατ ορθήν έννοιαν της εν λόγω διατάξεως, προϋπόθεσις της εξαφανίσεως(αποφάσεως) είναι η υπό του Εφετείου προηγουμένη διάγνωσις περί της βασιμότητος του λόγου εφέσεως, τούθ όπερ επιτυγχάνεται κυριαρχικώς υπό του Εφετείου κατά τα εκτεθέντα. Το αντίθετον δεν συνάγεται εκ της διατάξεως του άρθρου 535 1 ΚΠολΔ, αλλά το εναντίον εκ της εχούσης (άρθρον 524 1 ) και εις το Εφετείον εφαρμογήν διατάξεως του άρθρου 245 1 του Αυτού Κώδικος, οριζούσης ότι <<το δικαστήριον δύναται αυτεπαγγέλτως ή κατ αίτησιν τινός των διαδίκων, να διατάξη παν ό,τι δύναται να συντελέση εις την διάγνωσιν της διαφοράς...>>, σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείον δικαιούται να προβή εις την ανωτέρω περιγραφείσαν νόμιμον ενέργειαν, να διατάξη δηλαδή νέας αποδείξεις ή συμπληρωματικάς τοιαύτας, συντελούσας εις την διάγνωσιν της βασιμότητος του λόγου εφέσεως και της εν γένει διαφοράς κατά, τα δια τούτου καθοριζόμενα όρια, χωρίς να εξαφανίση την εκκαλουμένην απόφασιν», έτσι και ΑΠ 2/2006, ΕλλΔνη 2006, σελ. 1048, ΕφΘεσσαλ 2382/2013, ΝΟΜΟΣ. 16 Βλ. Νίκα, Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ έφεση δίκη, σελ. 31 επ., ο ίδιος, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, παρ. 114 αρ. 31, σελ. 238, Δημητρίου, ό.π, σελ. 116 επ., Αρβανιτάκη, ό.π, παρ. 3 Ι, σελ. 52-53. 17 Βλ. ΟλΑΠ 12/1989, ΕλλΔνη 1989, σελ. 252 σύμφωνα με την οποία «αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι, και στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής, για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, δικαστικής προστασίας δια αποφάνσεως του δικαστηρίου σύμφωνης προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δε δημιουργεί νέο αντικείμενο δίκης αλλά αποτελεί, αναλόγως του εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επιτεύξεως ή ματαιώσεως της ικανοποιήσεως της δικονομικής, ως άνω, αξιώσεως, δια της υποβολής της σε νέα, δευτεροβάθμια δικαστική κρίση», ΑΠ 1459/2000, ΕλλΔνη 2001, σελ. 744, ΕφΘεσαλ 2846/2000, Αρμ 2001, σελ. 537. 10

στοιχείων που για πρώτη φορά προβάλλουν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο οι διάδικοι 18. Επομένως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι πράγματι καθιερώνεται ένα σύστημα «περιορισμένα πλήρους έφεσης», το οποίο οδηγεί μέσα από μία νέα συζήτηση σε επανεξέταση της νομικής και πραγματικής πλευράς της υπόθεσης, βασιζόμενη όμως όχι μόνο στο υλικό που προσκομίστηκε πρωτόδικα αλλά και στο νέο υλικό που εισφέρεται για πρώτη φορά, υπό αυστηρές, ωστόσο, προϋποθέσεις 19. Η έφεση δεν επιτελεί αμιγώς ελεγκτική λειτουργία της πρωτοβάθμιας κρίσης, αλλά αποτελεί μέσο συνέχισης της δίκης που διανοίχθηκε σε ιεραρχικά ανώτερο δικαστήριο 20. Από τα ανωτέρω, λοιπόν, συνάγεται ότι ο δικονομικός νομοθέτης καθιερώνει την ύπαρξη ενός περιορισμένου jus novorum στην έκκλητη δίκη καθώς απαγορεύει απολύτως την προβολή νέων αιτημάτων (άρθρα 525, 526 ΚΠολΔ), επιτρέπει υπό όρους και προϋποθέσεις την επίκληση νέων πραγματικών ισχυρισμών (άρθρο 527 ΚΠολΔ) ενώ επιτρέπει σχεδόν εξ ολοκλήρου την προσκόμιση και επίκληση νέων αποδεικτικών μέσων (άρθρο 529 ΚΠολΔ) 21. 18 Βλ. Κεραμέα, Ένδικα Μέσα, αρ. 21, σελ.58-59, Νίκα, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, παρ. 112, αρ. 2, σελ. 110. 19 Βλ. Δημητρίου, ό.π, σελ. 151 επ, Αρβανιτάκη, ό.π, σελ. 53. 20 Βλ. Αρβανιτάκη, ό.π, παρ. Ι, σελ. 51-52. 21 Βλ. Κολοτούρο, Ένδικα Μέσα, παρ. 373,374, σελ. 181. 11

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Το πραγματικό υλικό της κατ έφεση δίκης Ι. Το σύστημα συγκεντρώσεως και η επιμέρους ρύθμιση και λειτουργία του στον πρώτο και δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας Μεταξύ των θεμελιωδών δικονομικών αρχών που διέπουν και ρυθμίζουν τη διαδικασία διεξαγωγής της πολιτικής δίκης περίοπτη θέση κατέχει η αρχή του συγκεντρωτικού συστήματος, η οποία οριοθετεί χρονικά τους ισχυρισμούς των διαδίκων κατά το συζητητικό σύστημα 22. Η υιοθέτηση της αρχής αυτής από τον έλληνα νομοθέτη υπαγορεύτηκε κυρίως από την ανάγκη επιτάχυνσης της παροχής έννομης προστασίας, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την ποιότητα της παρεχόμενης δικαιοσύνης. Ορθή είναι η απόφαση όχι μόνο όταν ανταποκρίνεται στην αντικειμενική πραγματικότητα αλλά και όταν εκδίδεται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, διότι η διαιώνιση της δίκης ενδέχεται να βλάψει τα αναγνωρισμένα από το ουσιαστικό δίκαιο δικαιώματα 23. Μάλιστα, η έγκαιρη απονομή δικαιοσύνης αποτελεί συνταγματική επιταγή απορρέουσα από το άρθρο 20 Σ, όπου κατοχυρώνεται ρητά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Η έννομη προστασία των ουσιαστικών δικαιωμάτων δε διασφαλίζεται μόνο μέσω της δυνατότητας απρόσκοπτης πρόσβασης του φορέα τους στα δικαστήρια όταν αυτά θίγονται, αλλά τότε μόνον εκπληρώνει το σκοπό της συνταγματικής της εγγύησης όταν είναι πλήρης 24, έγκαιρη 25 και αποτελεσματική 26. 22 Βλ. Μακρίδου, Πραγματικοί ισχυρισμοί και θεμελιώδη δικονομικά συστήματα, ΕλλΔνη 2008, σελ. 333. 23 Βλ. Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, παρ. 65, σελ. 162 επ., Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, παρ. 44, αρ. 1, σελ. 501. 24 Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη η αξίωση της έννομης προστασίας εκδηλώνεται με τρεις μορφές: α) με τη μορφή διαγνώσεως του προστατευτέου ουσιαστικού δικαιώματος, β) με τη μορφή προσωρινής δικαστικής προστασίας του ουσιαστικού δικαιώματος και γ) με τη μορφή της υλοποίησης των σχετικών αποφάσεων μέσω της αναγκαστικής εκτέλεσης. Βλ. σχετικά Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, παρ. 2, αρ. 10, σελ. 24, Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο Ι, παρ. 5, σελ. 20 Μητσόπουλο, Η επίδρασις του Συντάγματος επί της Πολιτικής Δικονομίας, Δ 1975, σελ.679,680, Μπέη, Πολιτική Δικονομία, παρ.3, σελ. 15 επ., Ράμμο, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, παρ.46, σελ. 96. Από νομολογία βλ. ενδεικτικά ΟλΑΠ 199/1978, Δ 1979, σελ. 13 επ. 25 Η αποτελεσματική δικαστική προστασία των αναγνωριζόμενων από το ουσιαστικό δίκαιο δικαιωμάτων προϋποθέτει τη δικαιοδοτική επίλυση της διαφοράς σε εύλογο χρονικό διάστημα κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την ικανοποίηση του δικαιώματος και να επιτρέπει την έγκαιρη και ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης. Διαφορετικά, ελλοχεύει ο κίνδυνος αρνησιδικίας, δηλαδή άρνησης παροχής έννομης προστασίας. Η απαίτηση για άμεση και έγκαιρη παροχή δικαιοσύνης απορρέει τόσο από την ίδια τη διάταξη του άρθρου 20 Σ, το οποίο εγγυάται δικαστική προστασία αποτελεσματική και επομένως έγκαιρη αλλά και από το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με τη διάταξη του τελευταίου «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λει- 12

Έτσι, με την καθιέρωση της αρχής της συγκεντρώσεως 27 του πραγματολογικού υλικού της πολιτικής δίκης και την υποχρέωση των διαδίκων να προβάλλουν όλους τους αμυντικούς τους ισχυρισμούς σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο, το δικαστήριο έχει εξαρχής σαφή εικόνα της διαφοράς και εντοπίζει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, προάγοντας έτσι την έγκαιρη παροχή δικαστικής προστασίας. Περαιτέρω, περιορίζεται η διάθεση στρεψοδικίας και παρέλκυσης της δίκης από την πλευρά των διαδίκων 28. Η απόλυτη και ανεξαίρετη, όμως, εφαρμογή του συγκεντρωτικού συστήματος θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανεπιεικείς λύσεις με την έκδοση αποφάσεων που δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια των πραγμάτων 29. Ο δικονομικός νομοθέτης έλαβε από νωρίς υπόψη του ότι δεν θα πρέπει στο όνομα της ταχύτητας απονομής της δικαιοσύνης να θυσιάζεται άνευ ετέρου η ουσιαστική αλήθεια ούτε να παραβλέπεται το γεγονός ότι η βραδεία προβολή του πραγματολογικού υλικού ενδέχεται να οφείλεται σε αβλεψία ή σε διαφορετική νομική εκτίμηση των διαδίκων 30, με αποτέλεσμα να θεσπίσει ορισμένες κατηγορίες ισχυρισμών που εκφεύγουν από τα όρια του συγκεντρωτικού συστήματος. Πριν από τις εκτεταμένες τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/2015 στο πεδίο της πολιτικής δικονομίας, η αρχή της συγκεντρώσεως στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας έβρισκε τη νομοθετική της έκφραση στη διάταξη του άρθρου 269 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με αυτήν, οι διάδικοι έπρεπε να συγκεντρώσουν το σύνολο των αμυντικών τους ισχυρισμών με τις προτάσεις έως και τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο ακροατήριο, ενώ κατ εξαίρεση νέοι ισχυρισμοί μπορούσαν να προβληθούν σε επόμενη στάση της δίκης, εάν κατά την κρίση του δικαστηρίου δεν προτάθηκαν εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία ή εάν προέκυψαν για πρώτη φορά μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο ή εφόσον αποδεικνύονταν εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Κατ αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνονταν στο πλαίσιο τουργούντος, το οποίον θα αποφασίση, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως.», βλ. σχετικά Χρυσόγονο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, παρ. 28, σελ. 442, Νίκα, ό.π, παρ. 2, αρ. 18, σελ. 28, Οικονομόπουλο Γ., σχολιασμός της ΕφΑθ3212/1977, Δ 1978, σελ. 93,94, Ψωμά Ι., Το συνταγματικό δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας και η εφαρμογή του από τη νομολογία και τη θεωρία, Δ 1982, σελ. 579 26 Αποτελεσματική είναι η δικαστική προστασία, όταν διασφαλίζει όχι μόνον την απρόσκοπτη και σε ορθολογικές βάσεις εξέλιξη της διαδικασίας, αλλά συγχρόνως και τη διαμόρφωσή της σε μέσο κατάλληλο να αποκαλύψει την ύπαρξη του προσβληθέντος δικαιώματος. Βλ. σχετικά Νίκα, ό,π, παρ. 2, αρ. 18, σελ. 28,29. 27 Η αρχή αυτή δεν ισχύει στο πεδίο της εκούσιας δικαιοδοσίας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 765 ΚΠολΔ, κατά την οποία μπορούν να προβληθούν στο Εφετείο για πρώτη φορά νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί. 28 Βλ. Νίκα, ό.π, παρ. 44, αρ. 2, σελ. 501. 29 Βλ. Νίκα, Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ έφεση δίκη, παρ. 4 αρ. 1, σελ. 77. 30 Βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, παρ. 44, αρ. 2, σελ. 501. 13

της πρωτοβάθμιας διαγνωστικής δίκης η συγκέντρωση των ισχυρισμών, χωρίς υπέρμετρη θυσία της ουσιαστικής δικαιοσύνης. Βέβαια, θα πρέπει να επισημανθεί ότι μετά τον Ν. 2915/2001, με τον οποίον καταργήθηκαν η έκδοση προδικαστικής περί αποδείξεων απόφασης και οι περισσότερες συζητήσεις στον πρώτο και δεύτερο βαθμό, η πρακτική σημασία του συγκεντρωτικού συστήματος περιορίστηκε σε δύο αποκλειστικά περιπτώσεις: αφενός στη διαδικασία ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, καθώς μόνο εκεί μεσολαβούσε ορισμένο χρονικό διάστημα μεταξύ της προκατάθεσης προτάσεων και της συζήτησης της υπόθεσης 31, διότι σε όλα τα υπόλοιπα δικαστήρια οι προτάσεις κατατίθεντο επί της έδρας και αφετέρου στην προσαγωγή νέου πραγματικού υλικού στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο 32, όπως προέβλεπε το άρθρο 527 ΚΠολΔ. Ο περιορισμός της πρακτικής σημασίας της συγκεντρωτικής αρχής οφειλόταν στο γεγονός ότι η εκδίκαση της διαφοράς δε διέτρεχε περισσότερα διαδικαστικά στάδια, ούτε μεσολαβούσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα εκδίκασης της υπόθεσης, όπως συνέβαινε παλαιότερα με την πρώτη και δεύτερη συζήτηση της αγωγής, ώστε να υπάρχει πρόσφορο πεδίο εισφοράς νέων ισχυρισμών. Ο δικονομικός νομοθέτης με τον Ν.4335/2015 επέφερε, μεταξύ άλλων, σημαντικές τροποποιήσεις και στη ρύθμιση του συγκεντρωτικού συστήματος. Πλέον, η προφορική διεξαγωγή της τακτικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό αντικαταστάθηκε από μία νέα, έγγραφη κατά βάση διεξαγωγή της δίκης, η οποία προϋποθέτει τη συγκέντρωση του συνόλου των ισχυρισμών των διαδίκων με τις προτάσεις τους εντός εκατό ημερών από την κατάθεση της αγωγής (άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ) 33. Εφόσον, λοιπόν, η τακτική διαδικασία στο όνομα της επιτάχυνσης της δίκης δε διαρθρώνεται σε περισσότερα διαδικαστικά στάδια και δεν προβλέπεται στάση της δίκης, κατά λογική ακολουθία δεν υπάρχει και δικονομικό περιθώριο προβολής νέων ισχυρισμών από την πλευρά των διαδίκων. Ως εκ τούτου καταργήθηκε πλήρως το άρθρο 269 ΚΠολΔ, οι δε εξαιρέσεις του μεταφέρθηκαν αυτούσιες στο άρθρο 527 ΚΠολΔ, δηλαδή στην κατ έφεση δίκη. Νέοι ισχυρισμοί μπορούν να προταθούν και νέα αποδεικτικά μέσα να προσκομιστούν με την 31 Βλ. Κεραμέα, Ένδικα μέσα, δ έκδ. σελ.81 Νίκα, ό.π, παρ. 44 αρ. 5, σελ. 502, Απαλαγάκη σε Γέσιου- Φαλτσή/Απαλαγάκη/Αρβανιτάκη, Η νέα διαδικασία του ΚΠολΔ στον πρώτο και δεύτερο βαθμό μετά τους ν. 2915/2001 και 3043/2002, παρ. 2 αρ. 12, σελ. 44-45. 32 Βλ. Νίκα, ό.π, παρ. 44, αρ. 5, σελ. 502. 33 Σύμφωνα με το νέο άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ μέσα σε εκατό ημέρες από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές. Βλ. σχετικά Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν. 4335/2015, σελ. 19-20. 14

προσθήκη στις προτάσεις, μόνον όμως για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις του αντιδίκου (άρθρο 237 παρ. 2 εδ. β ). Φυσικά, δε θα πρέπει να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η εξάλειψη του άρθρου 269 ΚΠολΔ και η αυτούσια μεταφορά των εξαιρέσεών του στο 527 ΚΠολΔ συνεπάγεται την κατάργηση του συγκεντρωτικού συστήματος στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Απεναντίας, η τροποποίηση αυτή οδήγησε στην αυστηροποίηση 34 και την άκαμπτη εφαρμογή της συγκεντρωτικής αρχής, καθώς πλέον όλοι οι πρωτόδικοι ισχυρισμοί των διαδίκων πρέπει, τόσο στην τακτική όσο και στις ειδικές διαδικασίες, να υποβληθούν υποχρεωτικά συγκεντρωμένοι στις προτάσεις τους, χωρίς να προβλέπεται καμία εξαίρεση, ούτε κατά την τυπική συζήτηση της υπόθεσης κατ άρθρον 237 παρ. 4 της τακτικής διαδικασίας, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί και χωρίς την παρουσία των διαδίκων, ούτε εάν ακολουθήσει προφορική συζήτηση κατά την οποία θα εξεταστούν μάρτυρες 35. Η εισφορά νέων ισχυρισμών παραπέμπεται υποχρεωτικά και αποκλειστικά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οπότε τα ζητήματα από την έκταση, την εφαρμογή και τις συνέπειες της συγκεντρωτικής αρχής ερευνώνται πλέον στο επίπεδο του ενδίκου μέσου της έφεσης 36. Η νομοθετική επιλογή της κατάργησης του άρθρου 269 ΚΠολΔ επικρίθηκε έντονα από τη θεωρία 37 αλλά και τη διοικητική Ολομέλεια του ΑΠ 38, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί ως άστοχη, μη ανταποκρινόμενη στο αίτημα ορθής απονομής δικαιοσύνης 39, δογματικά ανακριβής και πρακτικά άσκοπη 40. Το κυριότερο 34 Φαίνεται ότι ο σύγχρονος δικονομικός νομοθέτης επέστρεψε καθ ολοκληρίαν στο αυστηρό συγκεντρωτικό σύστημα που καθιερώθηκε με το άρθρο 160 ΠολΔ στην αρχική του μορφή, το οποίο όριζε τα εξής : «κατά την πρώτην το βραδύτερον επ ακροατηρίου συνεδρίασιν, γίνονται, επί ποινή αποκλείσεως κατά την εκκρεμη δίκην, νέαι προτάσεις, αι παλαιαί επανορθούνται και γίνονται όλαι αι ενστάσεις, αναβλητικαί τε και ανατρεπτικαί, εξαιρουμένων εκείνων αι οποίαι δύνανται να γίνουν εξ επαγγέλματος ή, κατά ρητήν διάταξιν του νόμου, κατά πάσαν στάσιν της δίκης». 35 Κατά την τυχόν επανάληψη της συζήτησης για εξέταση μαρτύρων αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου ότι «και εδώ δεν μπορούν να προβληθούν νέοι ισχυρισμοί και να προσκομισθούν νέα αποδεικτικά μέσα» σελ. 8, 22. 36 Όπως ρητώς αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου «μετά την κατάθεση των προτάσεων και των αμοιβαίων αντικρούσεων οψιγενή γεγονότα θα συνεκτιμηθούν κατ ανάγκη στο δεύτερο βαθμό ή στο πλαίσιο δίκης ανακοπής» (σελ. 7). Επίσης, αναφέρεται ότι «κατά τη συζήτηση της υπόθεσης «δεν είναι δυνατή η προβολή νέων ισχυρισμών, έστω και για αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν με τις προτάσεις, οψιγενών ισχυρισμών, ισχυρισμών που αποδεικνύονται με έγγραφα ή ομολογία» (σελ. 7). Βλ. σχετικά Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το ν. 4335/2015, σελ. 27, Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2016, παρ. 44 αρ. 6 σελ. 266-267. 37 Βλ. Νίκα, ό.π, παρ. 44, αρ. 6, σελ. 266, Καλαβρό, Εισαγωγή - Η φυσιογνωμία των νέων ρυθμίσεων, ΕΠολΔ 2014, σελ. 173, Μακρίδου, Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις του ΣχΝΚΠολΔ (2014) ως προς την τακτική διαδικασία - συζήτηση στο ακροατήριο ΕΠολΔ 2014, σελ. 189, Αρβανιτάκη, Πρακτικά από το συμπόσιο προς τιμήν του καθηγητή Νίκα «Η πολιτική δίκη σε κρίσιμη καμπή», παρ. ΙΙ, σελ. 71. 38 ΔιοικΟλομ ΑΠ 11/2014, ΕΠολΔ 2014, σελ. 163. 39 Βλ. Νίκα, ό.π, παρ. 44, αρ. 6, σελ. 266. 15

μειονέκτημα της αδυναμίας προβολής νέων ισχυρισμών στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας μετά την πάροδο της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων αποτελεί η θυσία του ουσιαστικού δικαίου λόγω της έκδοσης μίας τυπικά ορθής, αλλά ουσιαστικά εσφαλμένης απόφασης παρότι ο ισχυρισμός που αποδεικνύει την αλήθεια των ισχυρισμών είναι οψιγενής ή αποδεικνύεται με έγγραφο ή με δικαστική ομολογία, γεγονός που γίνεται ευκολότερα αντιληπτό με ένα απλό παράδειγμα. Εάν μετά την πάροδο της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων και μέχρι την τυπική συζήτηση της υπόθεσης ή την ενδεχόμενη μεταγενέστερη εξέταση μαρτύρων (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ), διάστημα το οποίο παραμένει αβέβαιο και ακαθόριστο, λάβει χώρα ένα θεμελιωτικό οψιγενούς ισχυρισμού γεγονός λ.χ εξόφληση της επίδικης απαίτησης από τον εναγόμενο ή προκύψει ισχυρισμός που αποδεικνύεται παραχρήμα με έγγραφο ή δικαστική ομολογία, ο διάδικος δε διαθέτει καμία δικονομική διέξοδο προβολής του 41 ισχυρισμού αυτού στον πρώτο βαθμό. Τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει ακόμη κι εάν ακολουθήσει επόμενο διαδικαστικό στάδιο με την εξέταση μαρτύρων κατά το άρθρο 237 παρ. 6 ΚΠολΔ 42. Αναμφισβήτητα, η κατάργηση του άρθρου 269 ΚΠολΔ οδηγεί την πρωτοβάθμια δίκη σε πλήρη ακαμψία, διότι το δικαστήριο εκδίδει εν γνώσει του μία απόφαση που εκ προοιμίου υπολείπεται των εξελίξεων της πραγματικότητας, αδυνατώντας να συνεκτιμήσει γεγονότα που ενδεχομένως μεσολάβησαν. Ένας νέος ισχυρισμός μπορεί να προβληθεί μόνο ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με την άσκηση έφεσης. Αυτό σημαίνει ότι επιβάλλεται η διεξαγωγή νέας δίκης στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα να απασχολείται ο ήδη επιβαρυμένος δικαιοδοτικός μηχανισμός όπου απλώς θα διαπιστωθεί ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός και φυσικά σε βάρος της ταχείας απονομής δικαιοσύνης 43. Με τον τρόπο αυτό αλλοιώνεται η αποστολή της πρωτοβάθμιας διαδικασίας η οποία μέχρι πρότινος αποτελούσε το επίκεντρο της συγκέντρωσης του πραγματικού υλικού της δίκης προς εξοικονόμηση των επόμενων διαδικαστικών σταδίων 44, ενώ θυσιάζεται στο βωμό της απόλυτης αρχής συγκεντρώσεως όλων των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων 40 Βλ. Αρβανιτάκη, ό.π, παρ. ΙΙ, σελ. 71. 41 Η δικονομική αυτή ρύθμιση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως άστοχη για τον πρόσθετο λόγο ότι η προβολή των ισχυρισμών αυτών μόνο καθυστέρηση δεν προκαλεί στην δίκη, καθώς είτε αποδεικνύονται άμεσα, είτε προσάγονται εύλογα όψιμα, αφού τότε γεννήθηκαν, βλ. Μακρίδου, ο.π., σελ. 189. 42 Κατά την τυχόν επανάληψη της συζήτησης με σκοπό την εξέταση μαρτύρων αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση ότι «και εδώ δεν μπορούν να προβληθούν νέοι ισχυρισμοί και να προσκομισθούν νέα αποδεικτικά μέσα» σελ. 8, 22. 43 Βλ. Αρβανιτάκη, ό.π, παρ. ΙΙ, σελ. 73, Μακρίδου/Απαλαγάκη/Διαμαντόπουλο, Πολιτική Δικονομία υπό το Ν. 4335/2015, σελ. 5. 44 Βλ. Νίκα, ό.π, παρ. 44, σελ. 266. 16

μέχρι την κατάθεση των προτάσεών τους η ορθή απονομή της δικαιοσύνης σε συνδυασμό με την αρχή της οικονομίας της δίκης 45. Ένα πρόσθετο επιχείρημα που δικαιολογεί το παράδοξο και το ασυνεπές της ανωτέρω νομοθετικής επιλογής αποτελεί το γεγονός ότι ενώ το δικαστήριο εξακολουθεί να έχει την ευχέρεια να λαμβάνει υπόψη του σε κάθε μεταγενέστερο διαδικαστικό στάδιο (άρθρα 237, 254 ΚΠολΔ) προνομιακούς ισχυρισμούς, ο διάδικος αποκόπτεται από κάθε σχετικό δικαίωμα 46. Η θεμελιώδης αρχή του συγκεντρωτικού συστήματος, παρά την κατάργηση του άρθρου 269, εξακολουθεί να υιοθετείται στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας από τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Όπως έχει επισημανθεί παραπάνω, η αρχή της συγκεντρώσεως αποβλέπει στην επιτάχυνση της πολιτικής δίκης εν γένει, όχι μόνο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας. Σε διαφορετική περίπτωση, ο περιορισμός της μόνο στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας θα καθιστούσε αναποτελεσματική την κατοχύρωσή της, διότι θα μπορούσε εύκολα να καταστρατηγηθεί με την προβολή νέων ισχυρισμών για πρώτη φορά στο Εφετείο και έτσι θα υποσκάπτονταν οι επιδιωκόμενοι με αυτήν σκοποί 47, η δε ανάγκη επιτάχυνσης της παροχής δικαστικής προστασίας θα παρέμενε ατελέσφορη. Εφόσον, ο αποκλεισμός των καθυστερημένα προβαλλόμενων ισχυρισμών ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, η έκκλητη δίκη διαδραματίζεται, κατ αρχήν, με βάση το πραγματικό υλικό που συγκεντρώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, χωρίς να επιτρέπεται η επίκληση νέων ισχυρισμών σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 εδ. α ΚΠολΔ. Συνεπώς, ισχυρισμός που δεν προτάθηκε πρωτοδίκως δεν μπορεί να προβληθεί για πρώτη φορά στο Εφετείο, με αποτέλεσμα να απορρίπτεται ως απαράδεκτος και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Ωστόσο, η άκαμπτη λειτουργία του συγκεντρωτικού συστήματος θα διακύβευε τη θυσία της ουσιαστικής αλήθειας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης στο βωμό της ταχείας παροχής έννομης προστασίας. Εξαιτίας της ανάγκης διαφύλαξης της ουσιαστικής αλήθειας ο νομοθέτης προέβλεψε ορισμένες κατηγορίες ισχυρισμών, οι οποίοι, υπό τη συνδρομή συγκεκριμένων προϋποθέσεων, μπορούν να προταθούν παραδεκτά για πρώτη φορά στην κατ έφεση δίκη. 45 ΔιοικΟλομ ΑΠ 11/2014, ΕΠολΔ 2014, σελ. 163. 46 Βλ. Νίκα, ό.π, παρ. 44, αρ. 6, σελ. 267, Αρβανιτάκη, ό.π, παρ. ΙΙ, σελ. 71-72. 47 Βλ. Κεραμέα, ό.π, σελ. 81, Μπέη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, σελ. 1159, Νίκα, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, παρ. 114 αρ. 44, σελ. 249, Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, αρ. 1862, σελ. 474. 17

Πριν από τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις του Ν. 4335/2015, το σύστημα συγκεντρώσεως της δευτεροβάθμιας διαδικασίας είχε ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια λειτουργία με εκείνο της πρωτοβάθμιας. Μάλιστα, το άρθρο 527 ΚΠολΔ παρέπεμπε στις εξαιρέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ προσθέτοντας μία επιπλέον, η οποία ήταν προσαρμοσμένη στο διττό αντικείμενο της κατ έφεση δίκης 48 αφορούσε τη δυνατότητα προβολής νέων ισχυρισμών από τον εφεσίβλητο ως άμυνα κατά της έφεσης. Μετά την κατάργηση του άρθρου 269 ΚΠολΔ ο νομοθέτης προχώρησε στην αυτούσια μεταφορά της συγκεντρωτικής αρχής στη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ, η οποία αποτελεί πλέον τη μοναδική ρύθμιση του συστήματος συγκεντρώσεως στην πολιτική δίκη. Οι εξελίξεις αυτές σε συνδυασμό με την ανεξαίρετη συγκέντρωση του συνόλου του πραγματικού υλικού της δίκης στις προτάσεις των διαδίκων, σηματοδοτούν ότι η διάσπαση του κανόνα συγκεντρώσεως μπορεί να λάβει χώρα αποκλειστικά και μόνο στον δεύτερο δικαιοδοτικό βαθμό. Οι ισχυρισμοί που δεν προβλήθηκαν από τους διαδίκους εγκαίρως με τις προτάσεις ή όσοι ανέκυψαν μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης μπορούν να προταθούν μόνο με την άσκηση της έφεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Σε συστηματική ενότητα με το καταργούμενο άρθρο 269 ΚΠολΔ στο νέο άρθρο 527 ΚΠολΔ 49 επαναλαμβάνεται κατ αρχήν ο προϊσχύον κανόνας ότι στην κατ έφεση δίκη είναι απαράδεκτη η προβολή πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στον πρώτο βαθμό και ότι το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Επομένως, κατ αρχήν, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα κρίνει τη διαφορά με βάση το πραγματικό υλικό της πρωτοβάθμιας δίκης, το οποίο όμως μπορεί να εμπλουτιστεί και με τους ισχυρισμούς που προβλέπονται ως εξαιρέσεις από την ίδια διάταξη. Σε αυτούς περιλαμβάνονται 48 Το οποίο συνίσταται στην εξέταση του λόγου της έφεσης με αίτημα την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και στη συνέχεια την εκ νέου εκδίκαση της ουσία της υπόθεσης. 49 Στην εισηγητική έκθεση του νόμου ορίζεται ότι «η προσαρμογή αυτού του άρθρου, αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς στην δευτεροβάθμια δίκη, κατέστη αναγκαία μετά την κατάργηση του άρθρου 269, οι διατάξεις του οποίου επαναφέρθηκαν στο άρθρο αυτό. Στην τακτική διαδικασία των άρθρων 237 και 238 το χρονικό σημείο για την παραδεκτή προβολή οψιγενών ισχυρισμών είναι αυτό της παρέλευσης της προθεσμίας για την κατάθεση προτάσεων, κατά τους ορισμούς του άρθρου 237 παρ.1. Αν οι σχετικοί ισχυρισμοί γεννήθηκαν πριν το χρονικό σημείο αυτό και δεν συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του άρθρου 527 αρ. 3 έως 6, τότε δεν μπορούν να προβληθούν παραδεκτά στη δευτεροβάθμια δίκη. Λόγω της δυνατότητας άσκησης κύριας παρέμβασης μόνο στον πρώτο βαθμό, καταργήθηκε η σχετική πρόβλεψη που υπήρχε στην διάταξη αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς του κυρίως παρεμβαίνοντος (το πρώτον) στη δευτεροβάθμια δίκη» σελ. 26, 27. 18

καταρχάς, με ορισμένες τροποποιήσεις, οι δύο εξαιρέσεις που προβλέπονταν και υπό την προηγούμενη ρύθμιση, δηλαδή: α) Οι προτεινόμενοι προς απόκρουση της εφέσεως ισχυρισμοί του εφεσιβλήτου, εφόσον δεν μεταβάλλεται με αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης και προβάλλονται από τον εφεσίβλητο ενάγοντα ή παρεμβαίνοντα. Βέβαια, υπό την προηγούμενη μορφή του άρθρου, υπάγονταν σ αυτή την εξαίρεση και οι προτεινόμενοι από τον, για πρώτη φορά στην κατ έφεση δίκη, κυρίως παρεμβαίνοντα, η απάλειψη όμως της περίπτωσης αυτής κατέστη αναγκαία λόγω της τροποποίησης του άρθρου 79 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο η άσκηση κύριας παρέμβασης επιτρέπεται πλέον μόνον στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. β) Οι οψιγενείς ισχυρισμοί, δηλαδή αναφορικά με την τακτική διαδικασία όσοι ισχυρισμοί γεννήθηκαν μετά την παρέλευση της προθεσμίας προς κατάθεση προτάσεων, ενώ για τις ειδικές διαδικασίες όσοι γεννήθηκαν μετά την προφορική συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Στη συνέχεια στη νέα διάταξη του άρθρου μεταφέρθηκαν αυτούσιες οι εξαιρέσεις του συγκεντρωτικού συστήματος όπως προβλέπονταν από το άρθρο 269 ΚΠολΔ, στις οποίες ούτως ή άλλως παρέπεμπε το άρθρο 527 και υπό την προηγούμενή του μορφή. Συγκεκριμένα, πρόκειται για γ)ισχυρισμούς που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προβληθούν σε κάθε στάση της δίκης (πρώην άρθρο 269 παρ. 1 εδ. β ), δ) ισχυρισμούς, που το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία (πρώην άρθρο 269 παρ. 2 περ.α ), ε) ισχυρισμούς που προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα(πρώην άρθρο 269 παρ. 2 περ.β ) κατηγορία που καλύπτεται πλήρως από τους δυνάμενους να προβληθούν οψιγενείς ισχυρισμούς τους προβλεπόμενους στη δεύτερη περίπτωση εξαιρέσεων, με συνέπεια να παρίσταται η συγκεκριμένη πρόβλεψη πλεοναστική και στ) ισχυρισμούς που αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου (πρώην άρθρο 269 παρ. 2 περ. γ ). Οι πρόσφατες, επομένως, νομοθετικές τροποποιήσεις οδήγησαν το συγκεντρωτικό σύστημα του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας σε πλήρη ακαμψία, το οποίο μπορεί να αμβλυνθεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μόνον υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ, όπως θα εκτεθεί εγγύτερα στη συνέχεια. 19

ΙΙ. Προσδιορισμός της έννοιας των πραγματικών ισχυρισμών που εμπίπτουν στο σύστημα συγκεντρώσεως και οι εξαιρούμενοι ισχυρισμοί γενικά 1. Η έννοια των πραγματικών ισχυρισμών Ο απαγορευτικός κανόνας της προβολής νέων πραγματικών ισχυρισμών στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ο οποίος εκφράζει την αρχή της συγκεντρώσεως στην έκκλητη δίκη, καταλαμβάνει, σύμφωνα με το γράμμα της διάταξης του άρθρου 527 ΚΠολΔ, μόνον τους πραγματικούς ισχυρισμούς, η έννοια των οποίων ταυτίζεται με τον όρο μέσα επίθεσης και άμυνας 50 του ήδη καταργηθέντος άρθρου 269 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ως πραγματικοί χαρακτηρίζονται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί, η προβολή των οποίων επιφέρει αυτοτελείς έννομες συνέπειες 51 που συνίστανται στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης 52, αντένστασης 53 ή άλλης αυτοτελούς αίτησης παροχής έννομης προστασίας ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου 54. Χαρακτηριστικά νομολογιακά παραδείγματα αυτοτελών ισχυρισμών που εμπίπτουν στους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ αποτελούν μεταξύ άλλων: ο ισχυρισμός περί παραγραφής της επίδικης αξίωσης 55 ή αναστολής 56 ή διακοπής 57 50 Βλ. Νίκα, Οι νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί στην κατ έφεση δίκη, παρ. 3 Ι, σελ. 55, ως μέσα επίθεσης και άμυνας νοούνται το σύνολο των πραγματικών ισχυρισμών που προβάλλονται από τους διαδίκους προς στήριξη ή απόκρουση της αίτησης προς παροχή έννομης προστασίας. 51 Βλ. Κουσούλη, Οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, σελ. 172. 52 Τόσο οι γνήσιες όσο και οι καταχρηστικές ενστάσεις και από τις γνήσιες ακόμη κι εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή βλ. Νίκα, Η προβολή νέων ισχυρισμών στην κατ έφεση δίκη, παρ. 3 ΙΙ αρ. 1, σελ. 65 σύμφωνα με τον οποίον η δυνατότητα άσκησης των γνήσιων μη αυτοτελών ενστάσεων με αγωγή δεν μπορεί να απαλλάξει την προβολή της ένστασης από τους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ, Απαλαγάκη, Αρμ 1984, σελ. 315, αντίθετος Μπέης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, σελ. 1162. 53 Βλ. Μπέη, ό.π, άρ. 527, σελ. 1992, σύμφωνα με τον οποίον ένας πραγματικός ισχυρισμός συνιστά αντένσταση, όταν προϋποθέτει, έστω και σιωπηρά, τη συνδρομή των γεγονότων που στηρίζουν την ένσταση του αντιδίκου, πλην εμποδίζει τη λειτουργία της, επειδή ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις ενός άλλου κανόνα, ο οποίος εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα που στηρίζει την ένσταση. 54 Βλ. Νίκα, Η προβολή νέων ισχυρισμών στην κατ έφεση δίκη, παρ. 3 ΙΙ αρ. 1, σελ. 64, του ιδίου Πολιτική Δικονομία ΙΙ, αρ. 1 σελ 64 και Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, παρ. 114 αρ. 45, σελ. 250, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Μαργαρίτη), Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, άρθρο 527, αρ. 2, σελ. 947, Κολοτούρο, Ένδικα μέσα και βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, αρ. 388, σελ 186, Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 527, αρ. 3, σελ. 945, Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, σελ. 475, του ιδίου κατ άρθρον ερμηνεία, αρ. 4, σελ. 324. Από την πλούσια νομολογία βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1420/2015, ΑΠ 1143/2015, ΑΠ 80/2015, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 896/2014,ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1554/2010, ΝοΒ 2011, σελ. 592, ΑΠ 342/2009, ΑΠ 1602/2008, ΕφΛΑρ 21/2016,ΝΟΜΟΣ. 55 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1308/2006, ΕφΛαρ 21/2016, ΕφΠειρ 422/2015,ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 2678/2011, ΝοΒ 2012 σελ. 96 η οποία αφορά σε παραγραφή εν επιδικία, ΕφΑθ 5353/2010, ΔΕΕ 2011, σελ. 1042, ΕφΘεσσαλ 2926/2005, Αρμ 2006, σελ. 273. 56 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 612/2009, ΧρΙΔ 2010, σελ. 201. 57 Βλ. ενδεικτικά ΠΠρΑθ 721/2010, ΝΟΜΟΣ. 20

αυτής, ο ισχυρισμός εξόφλησης της επίδικης απαίτησης 58, η ένσταση απόσβεσης δικαιώματος ακύρωσης ακυρώσιμης δικαιοπραξίας 59, η ένσταση ακυρότητας προσυμφώνου ως καταπλεοναστικού (άρθρο 179 ΑΚ) 60, η ένσταση συμψηφισμού 61, ο ισχυρισμός μείωσης υπέρμετρης ποινικής ρήτρας 62, η ένσταση ιδίας κυριότητας (άρθρο 1045 ΑΚ) 63, ο ισχυρισμός καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος 64, η ένσταση δεδικασμένου 65, ο ισχυρισμός του εργοδότη ότι η μη καταβολή ή ελλιπής καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας οφείλεται σε παραδρομή ή συγγνωστή πλάνη και έτσι δεν καθίσταται άκυρη η καταγγελία ούτε περιάγεται σε υπερημερία οφειλέτη έναντι αγωγής του εργαζομένου με την οποία επιδιώκεται αναγνώριση της ακυρότητας 66, ο ισχυρισμός περί ακυρότητας της υπαναχώρησης από σύμβαση εργολαβίας 67, ο ισχυρισμός του εργοδότη περί άρσης της υπερημερίας του λόγω ασθένειας και αδυναμίας της εργαζόμενης προς παροχή εργασίας έναντι αγωγής της τελευταίας για επιδίκαση μισθών υπερημερίας 68, ο ισχυρισμός που τείνει στον περιορισμό του αναγκαίου για τη διατροφή της ενάγουσας χρηματικού ποσού και λειτουργεί καταλυτικά σε σχέση με την αγωγική αξίωση 69 κ.ά Εξ αντιδιαστολής των ανωτέρω προκύπτει ότι εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του συγκεντρωτικού συστήματος οι μη αυτοτελείς ισχυρισμοί, όπως είναι τα πραγματικά 70 και νομικά επιχειρήματα 71 αλλά και η άρνηση της βάσης της 58 Βλ. ενδεικτικά ΕφΠειρ 211/2014, ΝΟΜΟΣ 59 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 194/2012, Αρμ 2012, σελ. 1736. 60 Βλ. ενδεικτικά ΕφΠειρ 476/2014, ΝΟΜΟΣ. 61 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1281/2014, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1765/2002, ΝοΒ 2003, σελ.1230, ΕφΔυτΣτΕλλ 7/2015, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 479/2012, Δνη 2013, σελ. 200, ΕφΘεσσαλ 275/2008, Αρμ 2009, σελ. 1167, 62 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 2097/2009, ΧρΙΔ 2010, σελ. 768, ΑΠ 901/2007, ΝΟΜΟΣ. 63 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1701/2009, Δνη 2010, σελ. 782. 64 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 443/2011, ΑΠ 1350/2010, ΕφΠειρ 433/2014, ΝΟΜΟΣ. 65 Βλ. ενδεικτικά ΕφΘεσσαλ 123/2012, ΕΠολΔ 2012, σελ. 379. 66 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 311/2010, ΑΠ 194/2009, ΑΠ 1691/2007, ΕφΠειρ29/2015, ΕφΠειρ 862/2014, ΕφΑιγ 99/2011, ΕφΛαρ 109/2004, ΝΟΜΟΣ. 67 Βλ. ΑΠ 88/2011, ΝΟΜΟΣ. 68 Βλ. ΑΠ 339/2009, ΝΟΜΟΣ. 69 Βλ. ΑΠ 53/2009, ΝοΒ 2010, σελ. 92. 70 Υποστηρίζεται ότι τα πραγματικά επιχειρήματα περιέχουν επίκληση πραγματικών γεγονότων, τα οποία δεν αποτελούν περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης του δικανικού συλλογισμού, αλλά ενισχύουν απλώς τη στήριξη ή απόκρουση του συγκεκριμένου πραγματικού ισχυρισμού, ενώ οι πραγματικοί ισχυρισμοί περικλείουν κρίση ως προς την αλήθεια ή αναλήθεια ενός πραγματικού γεγονότος βλ. σχετικά Νίκα, ό.π, παρ. 3 Ι, σελ 57, ΑΠ 163/2004, ΑρΧΝ 2005,σελ. 219. 71 Βλ. ΑΠ 279/2015, ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία τα νομικά επιχειρήματα, σε αντίθεση με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δεν περιέχουν κρίση ως προς την επέλευση ή μη μίας έννομης συνέπειας αλλά προβάλλονται με σκοπό να συμβάλλουν στον καθορισμό του αληθινού νοήματος του επικαλούμενου ή αποκρουόμενου στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου. 21

αγωγής 72, ένστασης ή αντένστασης 73. Αυτό συμβαίνει διότι η αρνητική κρίση, δε συνιστά κατά κυριολεξία πραγματικό ισχυρισμό, καθώς δεν αποτελεί τη βάση κάποιου κανόνα δικαίου, ο οποίος να καθιερώνει αυτοτελείς έννομες συνέπειες, απλώς συνεπάγεται το βάρος απόδειξης του ενάγοντος ή του ενιστάμενου να αποδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών που προβάλλει με την αγωγή ή την ένστασή του 74. Επομένως, είναι επιτρεπτή για πρώτη φορά στο Εφετείο χωρίς κανένα περιορισμό η προβολή ισχυρισμών που θεμελιώνουν την άρνηση της αγωγής 75. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 α ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ενάγων θα πρέπει να επικαλεστεί με το δικόγραφο της αγωγής όσα πραγματικά περιστατικά τη θεμελιώνουν, προκειμένου να είναι ορισμένη και να μην υφίσταται κίνδυνος απόρριψής της ως απαράδεκτης. Αυτό σημαίνει ότι τα θεμελιωτικά της αγωγής πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν να προβληθούν το πρώτον στο Εφετείο 76 παρά μόνον να συμπληρωθούν, να διορθωθούν ή να διευκρινιστούν με τις προτάσεις στον πρώτο βαθμό (ή με προφορική δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά στις ειδικές διαδικασίες), χωρίς όμως να μεταβάλλεται η βάση της αγωγής (άρθρο 224 ΚΠολΔ). Ωστόσο, τα πραγματικά περιστατικά που δεν ανάγονται στα υποχρεωτικά στοιχεία της αγωγής, όπως είναι η δικαιοδοσία, η αρμοδιότητα του δικαστηρίου ή η χρηματική αξία του επίδικου αντικειμένου, τα οποία μπορούν να 72 Ως άρνηση της βάσης της αγωγής χαρακτηρίζεται η αμφισβήτηση της αλήθειας των θεμελιωτικών της αγωγής πραγματικών ισχυρισμών εκ μέρους του εναγομένου βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία ΙΙ, παρ. 67 αρ.3, σελ. 257. 73 Από τη νομολογία βλ. ενδεικτικά ΑΠ 896/2014, ΑΠ 1554/2010, ΝοΒ 2011, σελ. 592 σύμφωνα με την οποία δεν εντάσσονται στην έννοια των πραγματικών ισχυρισμών του άρθρου 527 ΚΠολΔ όσοι ισχυρισμοί τείνουν στην άρνηση της βάσης της αγωγής ή νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα τα οποία αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα για την υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων. Για αυτό έκρινε ότι ο ισχυρισμός του εκκαλούντος-ενάγοντος που προέβαλε για πρώτη φορά στο Εφετείο ότι είναι αγρότης και δεν κατάλαβε το νόημα των υποβληθεισών δηλώσεων φόρων κληρονομίας αποτελεί αρνητικό ισχυρισμό και επιχείρημα κατά της ένστασης συγκυριότητας του εφεσίβλητου-εναγόμενου και άρα δεν υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ., ΑΠ 1641/2009, ΑΠ 1306/2009,ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 793/2006, ΝοΒ 2006 σελ. 1744. 74 Βλ. Νίκα, Η προβολή νέων ισχυρισμών στην κατ έφεση δίκη, παρ. 3 Ι, σελ. 62, Μακρίδου, Πραγματικοί ισχυρισμοί και θεμελιώδη Δικονομικά Συστήματα, ΕλλΔνη 2008, παρ. Ι, σελ. 322. Έτσι και ΑΠ 423/2004, Δ 2005 σελ. 364. 75 Βλ. Νίκα, Η προβολή νέων ισχυρισμών στην κατ έφεση δίκη, παρ. 3 ΙΙ, σελ. 62, του ιδίου Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, παρ. 114 αρ. 45, σελ. 250, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Μαργαρίτη), ό.π, άρθρο 527, αρ. 2, σελ. 947, Κολοτούρο, Ένδικα μέσα και βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, αρ. 388, σελ 186, Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, άρθρο 527, αρ. 3, σελ. 945, Μπέη, ΠολΔ, αρ. 269 σελ. 1161, Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, σελ. 478, του ιδίου κατ άρθρον ερμηνεία, αρ. 4, σελ. 324 βλ. ενδεικτικά από νομολογία ΑΠ 80/2015, ΝΟΜΟΣ, όπου κρίθηκε πως ο ισχυρισμός του εκκαλούντος-εναγόμενου περί μη ύπαρξης συγγένειας μεταξύ πατέρα και γιου δεν είναι αυτοτελής ισχυρισμός άλλα άρνηση της βάσης της αγωγής που θεμελιωνόταν σε παράγωγη κτήση κυριότητας ακινήτου με αλλεπάλληλη κληρονομική διαδοχή, ΑΠ 1533/2001, ΕλλΔνη 2003, σελ. 1613. 76 Βλ. Νίκα, Η προβολή νέων ισχυρισμών στην κατ έφεση δίκη, παρ. 3 Ι, σελ. 58 22