Περίληψη : Αν και η πλειοψηφία των σωζόμενων βυζαντινών μνημείων στην Κωνσταντινούπολη είναι εκκλησιαστικού ή θρησκευτικού χαρακτήσρα, υπάρχουν ωστόσο και σημαντικά κατάλοιπα κοσμικής αρχιτεκτονικής, μεταξύ των οποίων βασιλικά και αυτοκρατορικά παλάτια, τείχη, κιστέρνες, λουτρά κλπ. Το λήμμα αυτό ασχολείται κυρίως με τα σωζόμενα κοσμικά αρχιτεκτονήματα, με αναφορές στα μη σωζόμενα όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο. Χρονολόγηση 4ος-15ος αιώνας Γεωγραφικός εντοπισμός Κωνσταντινούπολη 1. Ύστερη Αρχαιότητα / Πρωτοβυζαντινή περίοδος (4ος-7ος αι.) Κατά την περίοδο αυτή η Κωνσταντινούπολη ακολουθούσε τους καθιερωμένους κανόνες της όψιμης ρωμαϊκής ναοδομίας και είχε τα χαρακτηριστικά μιας τυπικής πόλης της ύστερης αρχαιότητας. 1 Χαρακτηριζόταν δηλαδή από ένα πλήθος δημόσιων χώρων και μνημείων (όπως φόρα, πλατείες, αυτοκρατορικά οικοδομήματα, τον ιππόδρομο, λουτρά κ.ά.), τα οποία καλλώπιζαν την πόλη και συνάμα όριζαν χώρους, προσβάσιμους από τους πολίτες, που συνδύαζαν πολιτικές, δικαστικές και εμπορικές ακόμα λειτουργίες. Σημαντικά τμήματα των υποδομών της πόλης δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο αυτή ανάμεσά τους το σύστημα ύδρευσης, το οδικό δίκτυο, δημόσια λουτρά και οχυρώσεις. Η κυριότερη μνημειακή οδική αρτηρία της Κωνασταντινούπολης, η Μέση, πλαισιωνόταν με κιονοστοιχίες και διέσχιζε την πόλη με κατεύθυνση Α-Δ. 2 Ένα μεγάλο τετράπυλο, το Μίλιον στην πλατεία του Αυγουσταίου, σηματοδοτούσε την αφετηρία της Μέσης και ταυτόχρονα αποτελούσε αυτοκρατορικό ορόσημο. Η λεωφόρος διακλαδιζόταν στο Φιλαδέλφιον, με τη μία κατεύθυνση να οδηγεί προς τα νοτιοδυτικά και τη Χρυσή Πύλη και την άλλη να τραβά προς τα βορειοδυτικά. Κατά μήκος της Μέσης βρίσκονταν πολλά φόρα. Ο Φόρος του Κωνσταντίνου ήταν κυκλικός και πλαισιωνόταν από προστώα. 3 Στο κέντρο του φόρου υψωνόταν η στήλη από πορφυρίτη, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα και είναι γνωστή ως Çemberlitaş. Αρχικά έφερε στην κορυφή ένα κολοσσιαίο άγαλμα του Κωνσταντίνου-Ηλίου. Αργότερα το άγαλαμα κατέρρευσε και αντικαταστάθηκε με έναν σταυρό κατά τον 12ο αιώνα. Το κτήριο της Συγκλήτου βρισκόταν στη βόρεια πλευρά και στο προστώο του ήταν τοποθετημένα αγάλματα της Αθηνάς και της Θέτιδος. Απέναντι από τη Σύγκλητο ενδεχομένως να υπήρχε ένα νυμφαίο. Ο Φόρος του Θεοδοσίου (ή του Ταύρου) κατασκευάστηκε το 393 στα βορειοδυτικά του Φόρου του Κωνσταντίνου. 4 Ο Φόρος του Αρκαδίου (ή του Ξηρολόφου) κατασκευάστηκε το 403 στη νότια διακλάδωση της Μέσης. 5 Σε καθέναν είχε υψωθεί από ένας κίονας, διακοσμημένος με ανάγλυφες σκηνές σε σπειροειδή διάταξη, κατά το παράδειγμα των κιόνων του Τραϊανού και του Μάρκου Αυρηλίου στη Ρώμη. Υπήρχαν δύο ακόμη φόρα, ο Αμαστριανός και ο Φόρος του Βοός, μεταξύ των δύο προηγούμενων, όμως ελάχιστα είναι γνωστά γι' αυτούς. Πέρα από τους ιστορημένους κίονες στα φόρα του Θεοδοσίου και του Αρκαδίου, στην πόλη υπήρχαν κι αρκετές στήλες και ελεύθεροι κίονες τιμητικού χαρακτήρα, σε ανάμηση περιόδων βασιλείας ή αυτοκρατορικών νικών. Δύο από αυτά τα μνημεία σώζονται μέχρι σήμερα: η λεγόμενη στήλη των Γότθων, στον εξωτερικό κήπο του Τοπκαπί, η οποία μηνμόνευε την επιτυχημένη εκστρατεία εναντίον των Γότθων 6 και η στήλη του Μαρκιανού (450-457), στον τέταρτο λόφο της πόλης. 7 Πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για μονολιθικούς κίονες με βάση και κιονόκρανο, επάνω στο οποίο είχε στηθεί το άγαλμα του τιμώμενου προσώπου. Το Μέγα Παλάτιον των βυζαντινών αυτοκρατόρων βρισκόταν στα νοτιοανατολικά της πόλης, ανάμεσα στον ιππόδρομο και τη θάλασσα του Μαρμαρά. 8 Στα χρόνια του Κωνσταντίνου και των διαδόχων του το παλάτι περιλάμβανε διαμερίσματα οικιστικού χαρακτήρα (Δάφνη), τα διαμερίσματα της αυτοκρατορικής φρουράς, προφανώς μιαν αίθουσα του θρόνου και μιάν αίθουσα ακροάσεων, το Κονσιστώριον. Μια μεγάλη περίστυλη αυλή, διακοσμημένη με θαυμάσια μωσαϊκά δάπεδα, Δημιουργήθηκε στις 22/7/2017 Σελίδα 1/7
αποτελεί σήμερα το σημαντικότερο κατάλοιπο του παλατιού χρονολογείται στον 6ο-7ο αιώνα. Ο ιππόδρομος, στάδιο για αρματοδρομίες και επίκεντρο της δημόσιας ζωής στην πόλη, ήταν εφαπτόμενος στο παλάτι. 9 Οι πατριογράφοι αποδίδουν την κατασκευή του στον Σεπτίμιο Σεβήρο. Ο Κωνσταντίνος Α πιθανότατα τον συμπλήρωσε και τον διεύρυνε. Ο ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης ακολουθούσε το καθιερωμένο σχήμα ενός τυπικού ρωμαϊκού ιπποδρόμου: πεταλόσχημος, με μιαν ευθεία απόληξη στην πλευρά όπου βρίσκονταν οι είσοδοι. Το αρχικό του μήκος θα πρέπει να ήταν περί τα 450 μ. Το στάδιο χωριζόταν στα δύο με ένα φράγμα-νησίδα, τη σπίνα, πάνω στην οποία υψώνονταν γλυπτά συμπλέγματα και οβελίσκοι, όπως ο οβελίσκος του Θεοδοσίου, ο λεγόμενος κτιστός οβελίσκος κ.ά. Η αυτοκρατορική ακολουθία παρακολουθούσε τους αγώνες από το κάθισμα, ένα θεωρείο που βρισκόταν περίπου στα μέσα της ανατολικής πλευράς. Το Κάθισμα επικοινωνούσε απευθείας με το Μέγα Παλάτιο. Τμήματα κερκίδων, κιόνων και κιονοκράνων έχουν έρθει τυχαία στο φως και φυλάσσονται τώρα στον κήπο του Sultanahmed τζαμιού. Τα κατάλοιπα δύο αριστοκρατικών κατοικιών του 5ου αιώνα έχουν ανασκαφεί κοντά στον ιππόδρομο. Το παλάτι του Αντιόχου, ενός πραιπόσιτου επί βασιλείας Θεοδοσίου Β, βρισκόταν στα βορειοδυτικά του ιπποδρόμου. 10 Χτισμένο μεταξύ 429 και 433, περιλάμβανε μια μεγάλη εξαγωνική αίθουσα, με είσοδο διαμορφωμένη σε ημικυκλικό μνημειακό προστώο. Σύμφωνα με τις κειμενικές πηγές, το παλάτι του Λαύσου, ενός ακόμα πραιπόσιτου της αυλής του Θεοδοσίου Β, βρισκόταν σε μικρή απόσταση από το παλάτι του Αντιόχου. Στο παλάτι του ο Λαύσος εξέθετε την περίφημη συλλογή του από αρχαία αγάλματα, συλλογή που περιλάμβανε μεταξύ άλλων την Κνιδία Αφροδίτη του Πραξιτέλη και και τον Ολύμπιο Δία του Φειδία. 11 Τα κατάλοιπα μιας ροτόντας και μιας εφαπτόμενης σε αυτήν παραλληλόγραμμης αίθουσας έχουν ταυτιστεί με το παλάτι του Λαύσου, αν και η ταύτιση τέθηκε πρόσφατα υπό αμφισβήτηση. 12 Κατάλοιπα άλλης μιας πελώριας ροτόντας του 5ου αιώνα, τμήμα πιθανότατα κάποιας αριστοκρατικής οικίας, έχουν ανασκαφεί κοντά στην εκκλησία του Μυρελαίου (Bodrum Camii). 13 Τα δημόσια λουτρά ήταν από τα χαρακτηριστικότερα ρωμαϊκά κτήρια και σημαντικό στοιχείο της αστικής ζωής, καθώς έδιναν την ευκαιρία για ανάπτυξη κοινωνικότητας. Στη Notitia Urbis Constantinopolitanae (μια περιγραφή της πόλης στα λατινικά, έργο ανωνύμου συγγραφέα από τα χρόνια του Θεοδοσίου Β ) καταγράφονται οκτώ δημόσια λουτρά καθώς και 153 ιδιωτικά. Η Κωνσταντινούπολη παρέλαβε τουλάχιστον δύο δημόσια λουτρά από το Βυζάντιο, το λουτρό του Αχιλλέα με ένα παρακείμενο γυμνάσιο και το λουτρό του Ζευξίππου. Το δεύτερο βρισκόταν στην βορειοανατολική γωνία του ιπποδρόμου, πολύ κοντά στο Αυγουσταίο και στο Μέγα Παλάτιο. Η ανέγερσή του αποδίδεται στον Σεπτίμιο Σεβήρο. Ο Κωνσταντίνος Α διεύρυνε το σύμπλεγμα και χρηματοδότησε τον νέο του διάκοσμο. Τμήματα του λουτρού ανακαλύφθηκαν το 1927 και το 1928. 14 Ο διάκοσμος του λουτρού περιλάμβανε μιαν εντυπωσιακή συλλογή παγανιστικών αγαλμάτων. Άλλα σημαντικά δημόσια λουτρά ήταν οι Κωνσταντινιανές θέρμες (που ολοκληρώθηκαν το 427 και βρίσκονταν κοντά στους Αγίους Αποστόλους) και τα λουτρά του Διησθέου ή Δαγισθέου (ολοκληρώθηκαν το 528). Καθώς η Κωνσταντινούπολη είχε περιορισμένες πηγές νερού, κατασκευάστηκε στην πόλη ένα σύστημα ανοιχτών και υπόγειων κιστερνών, οι περισσότερες από τις οποίες κατασκευάστηκαν στο διάστημα μεταξύ 4ου και 7ου αιώνα. 15 Οι ανοιχτές δεξαμενές, όπως η κιστέρνα του Αετίου στον έκτο λόφο (κατασκευάστηκε το 421) ή η κιστέρνα του Άσπαρος στον πέμπτο λόφο, έργο των μέσων του 5ου αιώνα, κατασκευάζονταν σε ψηλότερα σημεία της πόλης. Οι σκεπαστές κιστέρνες ήταν μικρότερες και πιο πολυάριθμες. Αντίθετα με τη ρωμαϊκή πρακτική, οι κιστέρνες στην Κωνσταντινούπολη είχαν κίονες αντί κτιστούς πεσσούς από πλίνθους και υδραυλικό κονίαμα, ενώ οι θόλοι τους φτιάχνονταν από οπτόπλινθους κι όχι από υδραυλικό κονίαμα. Οι αλλαγές αυτές καθιστούσαν φθηνότερο το κόστος συντήρησης. Από τον πρώτο οχυρωματικό περίβολο του Κωνσταντίνου Α δε σώζεται σχεδόν κανένα ίχνος. Επί βασιλείας Θεοδοσίου Β και υπό την επίβλεψη του επάρχου πόλεως Ανθεμίου, ανεγέρθηκε ένας δεύτερος περίβολος, περίπου 1,5 χλμ. δυτικά του πρώτου. 16 Τα τείχη είχαν ολοκληρωθεί μέχρι το 413, ενώ κατά καιρούς τμήματά τους επισκευάστηκαν ή ανακατασκευάστηκαν. Αποτελούνταν από τον εσωτερικό περίβολο (περ. 5 μ. πάχος και 10 μ. ύψος), ενισχυμένο ανά τακτά διαστήματα με πολυγωνικής κάτοψης πύργους, ένα μικρότερο προτείχισμα (περ. 4,5 μ. πάχος και 5 μ. ύψος) με τους δικούς του πύργους και την τάφρο (περ. 20 μ. πλάτος και 7 μ. βάθος). Οι τοίχοι ήταν κτισμένοι με εναλλαγή ζωνών από πλίνθους Δημιουργήθηκε στις 22/7/2017 Σελίδα 2/7
και ζωνών από δόμους: οι ζώνες από οπτοπλίνθους διαπερνούν τους τοίχους σε όλο τους το πάχος, ενώ οι ζώνες από δόμους επενδύουν τον πυρήνα από κονίαμα και αργούς λίθους. Οι ακτές της Κωνσταντινούπολης, τόσο κατά μήκος του Μαρμαρά όσο και στον Κεράτιο, ήταν οχυρωμένες με έναν περίβολο που κατασκευάστηκε τον 5ο αιώνα και του οποίου τμήματα επισκευάστηκαν κατά καιρούς και με διάφορες αφορμές. 2. Οι «Σκοτεινοί αιώνες» και η Μεσοβυζαντινή περίοδος (7ος - ύστερος 12ος αι.) Οι λεγόμενοι «Σκοτεινοί αιώνες» (7ος-9ος αι.) σήμαναν τη μετάβαση από την Κωνσταντινούπολη της ύστερης Αρχαιότητας στη μεσαιωνική πόλη. Κατά την περίοδο αυτή πολλά από τα δημόσια κτήρια εγκαταλείφθηκαν ή παραδόθηκαν σε άλλες χρήσεις. Επιπλέον, οι πηγές μαρτυρούν μια σημαντική αλλαγή νοοτροπίας: μνημεία και αγάλματα που κοσμούσαν την πόλη περιβλήθηκαν με μυθικές ή μαγικές ιδιότητες και οι κάτοικοι τα αντιμετώπιζαν πλέον με αξιοσημείωτη καχυποψία. 17 Η οικοδομική δραστηριότητα συνεχίστηκε, αλλά με έμφαση πλέον στη ναοδομία. Στο διάβα των αιώνων, μια σειρά αυτοκρατόρων έκανε διάφορες προσθήκες στο Μέγα Παλάτιο, προσδίδοντάς του ακανόνιστη κάτοψη, στην οποία περιλαμβάνονταν οικοδομήματα διαφόρων μορφών, κήποι, παρεκκλήσια και χώροι αθλητικής δραστηριότητας. Τον 10ο αιώνα ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Β Φωκάς περιέβαλε τον κεντρικό πυρήνα του παλατιού με οχυρωματικό περίβολο. 18 Σημαντικής έκτασης κατάλοιπα στην ακτή που αρχικά προστάτευε το λιμάνι του Βουκολέοντος ανήκαν στο παλάτι του Βουκολέοντος. 19 Η μορφή του παλατιού κατά τον 10ο αιώνα είναι γνωστή από το Περί βασιλείου τάξεως, ένα συμπίλημα των αυτοκρατορικών τυπικών δια χειρός Κωνσταντίνου Ζ Πορφυρογέννητου. Τα επιμέρους στοιχεία ωστόσο παραμένουν άγνωστα. Σημαντικά τμήματα της θεμελίωσης από διάφορα σημεία του παλατιού έχουν ανακαλυφθεί την τελευταία δεκαετία. Ο Αλέξιος Α Κομνηνός μετέφερε το διοικητικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης από το Μέγα Παλάτιο στο Παλάτι των Βλαχερνών, στη βορειοδυτική γωνία της πόλης και πολύ κοντά στην Παναγία των Βλαχερνών. 20 Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος ανήγειρε ένα παλάτι στον Βρύα (σημ. Maltepe), περί το 837. Το παλάτι μιμούνταν αραβικά πρότυπα, ενώ η ταύτισή του με κατάλοιπα στο Küçükyalı αμφισβητείται. 21 Τον 11ου αιώνα ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ Μονομάχος έχτισε ένα παλάτι μαζί με μια μονή αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο και ένα νοσοκομείο στη συνοικία των Μαγγάνων. 22 Από τα κατάλοιπα του μοναστηριού, που ανασκάφηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, τίποτα δεν κατέστη δυνατό να ταυτιστεί με το παλάτι. Τα κατάλοιπα ενός παλατιού που ανήκε στον Ρωμανό Α Λεκαπηνό έχουν ανασκαφεί κοντά στην εκκλησία του Μυρελαίου (σημ. Bodrum Camii, περ. 920), με την οποία αρχικά ήταν συνδεδεμένο. 23 Το παλάτι του Μυρελαίου είχε χτιστεί πάνω στα κατάλοιπα μιας πελώριας ροτόντας του 5ου αιώνα, η οποία με τη σειρά της ανήκε πιθανότατα στο σύμπλεγμα κάποιας αριστοκρατικής κατοικίας. Το παλάτι του Λεκαπηνού ήταν ένας παραλληλόγραμος χώρος με δύο μικρότερες πτέρυγες στη δυτική του πλευρά, οι οποίες χωρίζονταν με περίστυλη αυλή. Το συγκρότημα του Μυρελαίου είναι ενδεικτικό των αλλαγών στην οικιστική αρχιτεκτονική από την πρώιμη στη μέση βυζαντινή περίοδο: ολόκληρη η οικία του 10ου αιώνα δε φαίνεται να ξεπερνά το μισό του μεγέθους της ροτόντας του 5ου αιώνα, η οποία όμως ήταν απλώς τμήμα της παλαιότερης οικίας. Τα αρχαιολογικά ευρήματα σχετικά με οικιστική αρχιτεκτονική από την περίοδο αυτή είναι ελάχιστα, αν και στις γραπτές πηγές βρίσκουμε πληροφορίες σχετικά με αριστοκρατικές, μη αυτοκρατορικές κατοικίες στην Κωνσταντινούπολη, όπως η οικία του Ατταλειάτη και άλλες. 24 3. Υστεροβυζαντινή περίοδος (ύστερος 12ος - 15ος αι.) Η άλωση του 1204 και η συστηματική λαφυραγώγηση μαζί με την εγκατάλειψη που κυριάρχησε στα χρόνια της Λατινοκρατίας, άφησαν την Κωνσταντινούπολη σε ερειπιώδη κατάσταση με απομειωμένο πληθυσμό. 25 Μετά την ανακατάληψη της πόλης από τους Βυζαντινούς το 1261, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η Παλαιολόγος (1259-1282) Δημιουργήθηκε στις 22/7/2017 Σελίδα 3/7
ανέλαβε ένα πρόγραμμα εκτεταμένων επισκευών και αναστηλώσεων. 26 Επισκεύασε τα θαλάσσια και τα χερσαία τείχη, τα λιμάνια, τα αυτοκρατορικά παλάτια (ιδίως εκείνο των Βλαχερνών), καθώς και εκκλησίες και μοναστήρια. Ο Μιχαήλ Η έστησε επίσης μια τιμητική στήλη, αναβιώνοντας μια πρακτική που είχε εγκαταλειφθεί από τον 6ο αιώνα. Ο κίονας τοποθετήθηκε έξω από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και στην κορυφή του στήθηκε ένα άγαλμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ με τον αυτοκράτορα να γονατίζει στα πόδια του και να του προσφέρει μοντέλο της πόλης. Η αναστήλωση συνεχίστηκε στα χρόνια της μακράς βασιλείας του γιου του Μιχαήλ, Ανδρόνικου Β Παλαιολόγου (1282-1328), ο οποίος επίσης επισκεύασε τείχη, οικίες και δημόσια κτήρια. Το Μέγα Παλάτιο φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε κατά την περίοδο αυτή. Ο Μιχαήλ Η επέλεξε να εγκατασταθεί στο παλάτι των Βλαχερνών και αυτό συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της δυναστείας των Παλαιολόγων. Στην παλαιολόγεια περίοδο χρονολογείται το σημαντικότερο και πληρέστερο δείγμα παλατινής αρχιτεκτονικής που σώζεται στην Κωνσταντινούπολη, το λεγόμενο Τεκφούρ Σαράι ή Παλάτι του Πορφυρογέννητου (Tekfur Sarayı, που σημαίνει «το παλάτι του πρίγκιπα»), χρονολογούμενο στον 13ο ή στον 14ο αι. 27 Βρίσκεται στη βόρειότερη απόληξη των θεοδοσιανών τειχών, ανάμεσα στον περίβολο και το προτείχισμα. Το Τεκφούρ Σαράι ήταν αρχικά ένα τριώροφο κτήριο. Στο ισόγειο υψώνονταν κίονες και πεσσοί. Ο όροφος πιθανόν να ήταν ένας ενιαίος χώρος και να χρησιμοποιούνταν ως αίθουσα του θρόνου ή αίθουσα ακροάσεων. Στο επίπεδο αυτό, στη νότια πλευρά, υπήρχε ένα παρεκκλήσιο. Η τοιχοδομία αποτελείται από ζώνες δόμων που εναλλάσσονται με τριπλές σειρές οπτόπλινθων. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος του Τεκφούρ Σαράι είναι χαρακτηριστικός και θυμίζει άλλα μνημεία του 14ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη, όπως τα παρεκκλησια των μονών της Παμμακαρίστου και της Χώρας. Μετά τον 14ο αιώνα η πόλη παρήκμασε με γοργούς ρυθμούς και υπάρχουν ελάχιστες μαρτυρίες σχετικά με οικοδομική δραστηριότητα. 1. Beck, H.G. (επιμ.), Studien Zur Frühgeschichte Konstantinopels (Munich: 1973). Dagron, G., Naissance D'une Capitale (Paris: 1974). Mango, C., Le Développement Urbain De Constantinople, IVe-VIIe Siècles (Paris: 2004). Bassett, S., The Urban Image of Late Antique Constantinople (Cambridge: Cambridge University Press, 2004). 2. Janin, R., Constantinople Byzantine: Développement Urbain Et Répertoire Topographique, 2η έδκ. (Paris: 1964), σελ. 36 40, 62 72. Müller- Wiener, W., Bildlexikon Zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul Bis Zum Beginn Des 17. Jahrhunderts (Tübingen: 1977), σελ. 269-70. 3. Janin, R., Constantinople Byzantine: Développement Urbain Et Répertoire Topographique, 2η έκδ. (Paris: 1964), σελ. 77-80. Müller-Wiener, W., Bildlexikon Zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul Bis Zum Beginn Des 17. Jahrhunderts (Tübingen: 1977), σελ. 255-57. Berger, A., Untersuchungen Zu Den Patria Konstantinupoleos (Bonn: 1988), σελ. 288-301. 4. Müller-Wiener, W., Bildlexikon Zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul Bis Zum Beginn Des 17. Jahrhunderts (Tübingen: 1977), σελ. 258-65. 5. Müller-Wiener, W., Bildlexikon Zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul Bis Zum Beginn Des 17. Jahrhunderts (Tübingen: 1977), σελ. 250-53, 58-66. 6. Janin, R., Constantinople Byzantine: Développement Urbain Et Répertoire Topographique, 2η έκδ. (Paris: 1964), σελ. 85-86. Müller-Wiener, W., Bildlexikon Zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul Bis Zum Beginn Des 17. Jahrhunderts (Tübingen: 1977), σελ. 53. 7. Janin, R., Constantinople Byzantine: Développement Urbain Et Répertoire Topographique, 2η έκδ. (Paris: 1964), σελ. 84-85. Müller-Wiener, W., Bildlexikon Zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul Bis Zum Beginn Des 17. Jahrhunderts (Tübingen: 1977), σελ. 54-55. 8. Για το Μέγα Παλάτιο, βλ. A.G., The Great Palace of Constantinople (London, 1893) Ebersolt, J., Le Grand Palais de Constantinople (Paris 1910) Δημιουργήθηκε στις 22/7/2017 Σελίδα 4/7
Miranda, S., Étude de topographie du Palais Sacré de Byzance, 2η έκδ., (Mexico City 1976) Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (København 1959). 9. Janin, R., Constantinople Byzantine: Développement Urbain Et Répertoire Topographique, 2η έκδ. (Paris: 1964), σελ. 183-194 Müller-Wiener, W., Bildlexikon Zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul Bis Zum Beginn Des 17. Jahrhunderts (Tübingen: 1977), σελ. 64-71. Dagron, G., Naissance D'une Capitale (Paris: 1974), σελ. 320-347. 10. Για την σταδιοδρομία του Αντιόχου και το παλάτι του, βλ. Greatrex, G., Bardill, J., Antiochus the "Praepositus": A Persian Eunuch at the Court of Theodosius II, DOP 50 (1996), σελ. 171-197, με παραπομπές και στην προγενέστερη βιβλιογραφία. 11. Σχετικά με τη συλλογή αυτή, βλ. Mango, C., Vickers, M., Francis, E.D., The Palace of Lausos at Constantinople and Its Collection of Ancient Statues, Journal of the History of Collections 4 (1992), σελ. 89-98 Guberti Bassett, S., Excellent Offerings : The Lausos Collection in Constantinople, The Art Bulletin 82:1 (2000), σελ. 6-25. 12. Bardill, J., The Palace of Lausus and Nearby Monuments in Constantinople: A Topographical Study, American Journal of Archaeology 101:1 (1997), σελ. 67-95. 13. Naumann, R., Ausgrabungen bei der Bodrum Camii (Myrelaion), Istanbul Arkeoloji Müzeleri Yilliği 13-14 (1966), σελ. 135-139 του ιδ., Der antike Rundbau beim Myrelaion und der Palast Romanos I Lekapenos, IstMitt 16 (1966), σελ. 199-216. Πρβλ. Striker, C.L., The Myrelaion (Bodrum Camii) in Istanbul (Princeton 1981). 14. Casson, S. - Talbot Rice, D. - Hudson, D.F., Preliminary Report upon the Excavations Carried Out in and near the Hippodrome of Constantinople in 1927 (London 1928) Casson, S. - Talbot Rice, D. - Hudson, D.F., Second Report upon the Excavations Carried Out in and near the Hippodrome of Constantinople in 1928 (London 1929) Casson, S., Les fouilles de l Hippodrome de Constantinople, GBA 30 (1930), σελ. 213-242. 15. Strzygowski, J. - Forchheimer, P., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel (Wien 1893) Mango, C., "The Water Supply of Constantinople", in C. Mango, G. Dagron, and G. Greatrex (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Aldershot 1995), σελ. 9-18. 16. van Millingen, A., Byzantine Constantinople. The Walls of the City and Adjoining Historical Sites (London 1899) Krischen F. - von Lüpke, T., Die Landmauer von Konstantinopel I (Berlin 1938) Meyer-Plath, B. - Schneider, A.M., Die Landmauer von Konstantinopel II (Berlin 1943); Müller- Wiener, Bildlexikon, σελ. 286-319. Turnbull, S., The Walls of Constantinople AD 324-1453 (Fortress 25, London 2004). 17. Ο C. Mango θεωρεί ότι η κρίση που οδήγησε σε βαθιές αλλαγές στην εικόνα και τις λειτουργίες της πόλης ξεκίνησε τον 6ο αιώνα, βλ. Mango, C., Développement ενώ σύμφωνα με τον Magdalino είναι δυνατή μια διαφορετική ερμηνεία, με έμφαση στις γραμμές συνέχειας, βλ. Magdalino, Medieval Constantinople. 18. Βλ. σχετικά Mango, C., "The Palace of the Boukoleon," Cahiers Archéologiques 45 (1997), σελ. 41-50. 19. Müller-Wiener, Bildlexikon, 225-228. 20. Papadopoulos, J. B., Le palais et les églises des Blachernes (Thessalonike 1928) Müller-Wiener, Bildlexikon, σελ. 223-224. 21. Ricci, A. "The Road from Baghdad to Byzantium and the Case of Bryas Palace in Istanbul," στο Brubaker, L. (επιμ.), Byzantium in the Ninth Century: Dead or Alive? Papers From the Thirtieth Spring Symposium of Byzantine Studies, Birmingham, March 1996 (Aldershot 1998), σελ. 131-49. 22. Demangel, R.- Mamboury, E., Le Quartier Des Manganes Et La Première Région De Constantinople (Paris: 1939). 23. Naumann, R., Ausgrabungen bei der Bodrum Camii (Myrelaion), Istanbul Arkeoloji Müzeleri Yilliği 13-14 (1966), σελ. 135-139 του ιδ., Der antike Rundbau beim Myrelaion und der Palast Romanos I Lekapenos, IstMitt 16 (1966), σελ. 199-216. Πρβλ. Striker, C.L., The Myrelaion (Bodrum Camii) in Istanbul (Princeton 1981). 24. Magdalino, P., The Byzantine aristocratic oikos, στο M. Angold, (επιμ.)., The Byzantine Aristocracy, IX XIII Centuries, (Oxford 1984), σελ. 92 111 Magdalino, P. P., Constantinople médiévale: études sur l'évolution des structures urbaines (Paris 1996), σε αγγλ. μτφρ στο Magdalino, P., Δημιουργήθηκε στις 22/7/2017 Σελίδα 5/7
Studies on the History and Topography of Byzantine Constantinople (Aldershot: 2007). Magdalino, P., Aristocratic oikoi in the tenth and eleventh regions of Constantinople, in Necıpolğlu, N. (επιμ.), Byzantine Constantinople: Monuments, Topography and Everyday Life (Leiden 2001), σελ. 53 69 Dark, K. (επιμ.), Secular Buildings and the Archaeology of Everyday Life in the Byzantine Empire (Oxford: Oxbow Books, 2004). 25. Σχετικά με τη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, βλ. Wolf, R.L., The Latin Empire of Constantinople (London 1976) Wolf, R.L., Studies in the Latin Empire of Constantinople (London 1978) Madden, T.F. (επιμ.), The Fourth Crusade: Event, Aftermath, and Perceptions (Aldershot 2008). Πρβλ. Kidonopoulos, V., Bauten in Konstantinopel, 1204-1328: Verfall Und Zerstörung, Restaurierung, Umbau Und Neubau Von Profan- Und Sakralbauten (Wiesbaden 1994). 26. Talbot, A.-M., "The Restoration of Constantinople under Michael VIII," DOP (1993), σελ. 249-61 πρβλ. Talbot, A.-M., Empress Theodora Palaiologina, Wife of Michael VIII," DOP 46 (1992), σελ. 295-303. 27. Meyer-Plath, B. - Schneider, A.M., Die Landmauer von Konstantinopel (Berlin 1943) τ. 2., σελ. 95 100 Mango, C., Constantinopolitana, JDAI 80 (1965), σελ. 330 336 Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 244-247 Velenis, G.M., Ἑρμηνεία τοῦ ἐξωτερικοῦ διακόσμου στὴ Βυζαντινὴ ἀρχιτεκτονική (Thessalonike 1984), τ. 1, σελ. 102-3, 106 σημ. 2, 165 σημ. 1 Ousterhout, R., "Constantinople, Bithynia and Regional Developments in Later Palaeologan Architecture," στο S. Čurćič - D. Mouriki, (επιμ.), The Twilight of Byzantium (Princeton, 1991), σελ. 79. Βιβλιογραφία : Müller-Wiener W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion Konstantinupolis Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs., Tübingen 1977 Basset S., The Urban Image of Late Antique Constantinople, Cambridge 2004 Mango C., Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles), 2, Paris 1985, Travaux et Mémoires, Monographies 2 Janin R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique, 2, Paris 1964 Demangel R., Mamboury E., Le quartier de Manganes et la première région de Constantinople, Paris 1939 Berger A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos, Bonn 1988, Ποικίλα Βυζαντινά 8 Dagron G., Naissance d une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451, 2, Paris 1984 Magdalino P., Studies on the history and topography of Byzantine Constantinople, Aldershot 2007, Variorum Reprints Studien zur Frühgeschichte Konstantinopels, Beck, H.-G. (ed.), München 1973 Dagron G., Secular Buildings and the Archaeology of Everyday Life in the Byzantine Empire, Oxford 2004 Δικτυογραφία : Milion - Byzantium 1200 http://www.byzantium1200.com/milion.html Porta Aurea (Golden Gate) http://www.byzantium1200.com/p-aura.html Δημιουργήθηκε στις 22/7/2017 Σελίδα 6/7
Tekfur Sarayi http://www.byzantium1200.com/tekfur.html Γλωσσάριo : έπαρχος της Πόλεως (Κωνσταντινουπόλεως), ο Το λειτούργημα αυτό προέρχεται από το πρωτοβυζαντινό αξίωμα του praefectus urbi, το οποίο εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Δεκεμβρίου 359. Πρόκειται για αξίωμα με ιδιαίτερο κύρος. Στη δικαιοδοσία του επάρχου υπάγονταν οι διοικητικές, αστυνομικές και δικαστικές λειτουργίες που σχετίζονταν με τη ζωή στην πρωτεύουσα. Τη διοικητική εξουσία του στην Πόλη την περιόριζε μόνο ο αυτοκράτορας. Κεραμοπλαστικός διάκοσμος, ο η διακόσμηση των εξωτερικών όψεων των τοίχων στους βυζαντινούς ναούς με πλίνθους ή άλλα ένθετα κεραμικά που ακολουθούσαν διάφορα σχήματα και συνδυασμούς. πραιπόσιτος, ο (λατ. praepositus sacri cubiculi) Ο πραιπόσιτος του ιερού κουβουκλίου ή του ευσεβεστάτου κοιτώνος ήταν επόπτης ή προϊστάμενος στις υπηρεσίες του παλατιού και ανώτατος αυλικός αξιωματούχος. Το αξίωμα εμφανίζεται στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Μετά τον 6ο αιώνα, τον αντικαθιστά στα καθήκοντά του ο παρακοιμώμενος, οι αρμοδιότητές του περιορίζονται και αποκτά χαρακτήρα τιμητικού τίτλου. Το αξίωμα παύει να υπάρχει στα τέλη του 11ου αιώνα. υδραυλικό κονίαμα, το Επίχρισμα με υδρομονωτικές ιδιότητες που χρησιμοποιείται στους υγρούς χώρους (δεξαμενές, αποχωρητήρια, λουτρά). Δημιουργήθηκε στις 22/7/2017 Σελίδα 7/7