1. Ο νεκροθάφτης και οι απέθαντοι πελάτες...11 2. Το ζώο και η μασημένη κάλτσα... 15 3. Τα χτισμένα και τα βουλιγμένα... 19 4. Άσπρη φοράδα, γαλάζιο βέλο... 23 5. Ο δαίδαλος της Σχολής... 27 6. Σπίτι με πόρτα στο πάτωμα...31 7. Μια πρόταση από την ηγουμένη... 37 8. Η τάξη από το μέλλον... 41 9. Ο δήμαρχος και οι τουρμπίνες... 45 10. Κάθε εμπόδιο για καλό... 51 11. Το λαμάκι και η αμπάρα από το Ξώμπουργο... 57
12. Μάθημα με τρισδιάστατα γυαλιά... 61 13. Μια Γελούδα στη Σχολή... 67 14. Σύνδεση με Καράκας... 73 15. Όλη η γνώση μαζεμένη... 79 16. Τα αυγά και τα πασχάλια... 87 17. Φέρετρα χίλια κομμάτια... 93 18. Αναγραμματισμός...99 19. Τσουβάλι στο κεφάλι... 103 20. Επιστολές άγνωστου αποστολέα... 107 21. Αγάπη για όλους...111 22. Ποιος έβαλε την αγγελία, ποιος;... 117
Ο νεκροθάφτης και οι απέθαντοι πελάτες Στην Τήνο τα σπίτια είναι άσπρα και τα παράθυρα είναι μπλε. Μερικά είναι πράσινα. Κάποια είναι γαλαζοπράσινα. Μόνο ένα κτίριο έχει μαύρα, κατάμαυρα παντζούρια και μαύρη πόρτα. Βρίσκεται στο χωριό Λουτρά και είναι Γραφείο Τελετών, δηλαδή μαγαζί όπου φτιάχνουν φέρετρα. Ο Φραγκίσκος Δελλατόλας, ο νεκροθάφτης, θα μπορούσε να είχε βάψει τα παράθυρα μοβ, το οποίο θεωρείται πένθιμο χρώμα, αλλά προτίμησε τα μαύρα, κατάμαυρα, μη τυχόν και δεν προσέξει κάποιος περαστικός ότι εκεί, σε ένα μικρό χωριό στα μέσα μέρη του νησιού, υπάρχει κάποιος που αναλαμβάνει τις κηδείες. Δεν μπορούσε να βάλει ταμπέλα, απαγορευόταν, γιατί είναι παραδοσιακός οικισμός, έχει χτιστεί την εποχή των πειρατών. Έτσι, μόνο η σκαλιστή μαρμάρινη επιγραφή ενημέρωνε τους περαστικούς: «Σώθηκε το καντήλι σου». Δεν το καταλάβαιναν όλοι, γιατί είναι μια μεταφορική φράση που χρησιμοποιούμε παραδοσιακά. «Σώθηκε» σημαίνει «τελείωσε» και όλο μαζί σημαίνει ότι «τελείωσε το λάδι
12 ΛΩΡΗ ΚΕΖΑ σου», δηλαδή τα έχεις κακαρώσει. Ήταν σαν να είχε σκαλίσει μια επιγραφή: «Μόλις πέθανες». Παρά την ταμπέλα, όλο και κάποιος τουρίστας έμπαινε μέσα το καλοκαίρι ρωτώντας αν σερβίρουν γλυκά. «Μόνο κόλλυβα», απαντούσε χαμογελαστός ο Φραγκίσκος, «μόνο κόλλυβα, κονιάκ και πικρό καφέ». Τα κόλλυβα είναι γλυκό από βρασμένο σιτάρι, ξηρούς καρπούς και ζάχαρη άχνη, που σερβίρεται αποκλειστικά και μόνο στα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τα γενέθλια των πεθαμένων, μια τελετή που κάνουν οι συγγενείς για να θυμηθούν κάποιον ο οποίος δεν ζει πια. Πίσω από τα μαύρα, κατάμαυρα παράθυρα παίζουν δυο παιδιά. Είναι τα παιδιά του νεκροθάφτη, ο Μάνθος και η Ρόζα Δελλατόλα. Το χειμώνα δεν έχουν άλλη παρέα στο χωριό, καθώς είναι τα μόνα ανήλικα ανάμεσα σε 33 μόνιμους κατοίκους. Φοράνε μαύρα μπλουζάκια με το αγαπημένο τους σήμα, μια νεκροκεφαλή. Σχολείο στο χωριό δεν λειτουργεί, οπότε πηγαίνουν κάθε μέρα στη Χώρα, την πόλη που είναι χτισμένη στο λιμάνι. Τους αρέσει να τρομάζουν τους συμμαθητές τους αφηγούμενοι διάφορες ιστορίες με τάφους και σκελετούς που τρίζουν τη νύχτα. Άλλωστε φτάνουν στο σχολείο με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο: με τη νεκροφόρα. Η Χώρα βρίσκεται σε απόσταση έξι χιλιομέτρων από τα Λουτρά. Είναι μικρή διαδρομή με αρκετές στροφές, ιδανική για έναν τελευταίο υπνάκο το πρωί. Ο Μάνθος και η Ρόζα ξαπλώνουν πίσω, στο τεράστιο πορτ μπαγκάζ, και σκεπάζονται με ένα κουβερτάκι. Ο μπαμπάς τους δεν τους ξυπνάει αν φτάσουν λίγο πιο νωρίς. Περιμένει να ακουστεί
Υπόθεση LAURUS 13 το κουδούνι. Με το ντριιιν, τα παιδιά πετάγονται από το όχημα σαν βρικόλακες και τρέχουν στην τάξη τους κάνοντας «μπουουου» σε όσους φοβούνται. Στην πραγματικότητα οι δυο τους δεν ξέρουν για ποιο πράγμα μιλάνε. Υπάρχει μια λεπτομέρεια, στην οποία δεν έχουμε αναφερθεί ακόμα... Από τότε που η οικογένεια Δελλατόλα εγκαταστάθηκε στην Τήνο για να ζήσει στην εξοχή, από τότε που άνοιξε το περίφημο Γραφείο Τελετών στα Λουτρά, από τότε που ο Μάνθος και η Ρόζα άρχισαν να φοράνε μαύρα ρούχα, κανείς δεν είχε πεθάνει εκεί γύρω. Από το μυαλό τους βγάζουν τις ιστορίες τους. Παριστάνουν τους άνετους και λένε ότι ακουμπούν το κολατσιό τους στα φέρετρα, καμώνονται ότι παίζουν κρυφτό στο νεκροταφείο, αλλά δεν έχουν ιδέα από πεθαμένους. Αν τύχαινε δουλειά στο μαγαζί, πιθανώς θα έφευγαν ουρλιάζοντας από την τρομάρα τους. Οι συχωριανοί είναι γεροί και υγιείς, κι ας έχουν τα χρονάκια τους. Το νερό, λένε κάποιοι, το καλό νερό. Ο αέρας, λένε άλλοι, ο καθαρός αέρας. Είναι όλοι τους απέθαντοι. Ούτε από τα γύρω χωριά έτυχε να ζητήσουν βοήθεια για κάποια τελετή. Ο Φραγκίσκος Δελλατόλας έχει αρχίσει να αναρωτιέται αν έκανε καλά που αποφάσισε να ανοίξει αυτή την επιχείρηση στο νησί.
14 ΛΩΡΗ ΚΕΖΑ
Το ζώο και η μασημένη κάλτσα Ο Μάνθος και η Ρόζα έχουν μια παρέα, αλλά δεν πρόκειται για παιδί. Δεν πρόκειται γενικώς για δίποδο. Ο φίλος τους είναι τετράποδος και τον είχαν βρει τον Σεπτέμβριο, επιστρέφοντας από την πρώτη μέρα του σχολείου. Ήταν τόσο μικρός που στην αρχή δεν κατάλαβαν τι είναι. Κοίτα, κάτι κουνιέται στα χόρτα, είπε η Ρόζα. Ένα σκυλάκι..., όχι, όχι, γατάκι, απάντησε ο Μάνθος. Λες να είναι φίδι ή αρουραίος και να μας δαγκώσει; Σιγά μην είναι δεινοσαυράκι... Ήταν κουτάβι και το έκρυψαν σε ένα κουτί από παπούτσια, γιατί ήξεραν ότι δεν θα τους άφηναν ποτέ των ποτών να το πάρουν στο σπίτι. Ούτε σκύλο ούτε παπαγάλο ούτε άλλο κατοικίδιο. Κατάφεραν να το κρατήσουν κρυφά για έναν ολόκληρο μήνα. Το τάιζαν γάλα με σταγονόμετρο, το μετέφεραν μέσα στις σάκες, το καθάριζαν με μια χαρτοπετσέτα. Αυτό κράτησε ως τα μέσα του Οκτωβρίου. Ύστερα ο Μαξιμιλιανός άρχισε να τρώει. Τον ονόμασαν Μαξιμιλιανό και για συντομία τον προσφωνούσαν Μαξ. Άρχισε λοιπόν να τρώει φαγητό και παντόφλες. Ύστερα άρχισε να
16 ΛΩΡΗ ΚΕΖΑ δαγκώνει καναπέδες. Κατόπιν η Καρμέλα Μπον, η μαμά των παιδιών, υποψιάστηκε ότι κάτι κυκλοφορεί στο σπίτι. Νομίζω ότι κάποιο ζώο έχει τρυπώσει, αλλά δεν είναι ποντίκι. Τα ποντίκια δεν παίζουν με τις παντόφλες, είπε την ώρα που έτρωγαν όλοι μαζί κρέπες με αρναδικές, δηλαδή ντόπια μανιτάρια. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση και ο Μαξ εμφανίστηκε χοροπηδώντας. Μασουλούσε μια κάλτσα. Θα γινόταν της μουρλής αν δεν ήταν τόσο χαριτωμένος. Άσπρος με μαύρες πιτσιλιές. Θέλω να τον κάνω κυνηγόσκυλο, είπε ο Μάνθος. Θα τον εκπαιδεύσω. Η Καρμέλα και ο Φραγκίσκος παρ ολίγον να πέσουν λιπόθυμοι. Δεν μας αρέσει το κυνήγι, δεν μας αρέσει να σκοτώνουμε τα ζώα. Δεν μας αρέσουν τα όπλα, δεν το εγκρίνουμε, είπε ο πατέρας των παιδιών. Δεν, δεν, δεν..., δεν κατάλαβες, είπε ο Μάνθος. Θα τον κάνω κυνηγόσκυλο για το κυνηγητό. Θα τον εκπαιδεύσω να μας κυνηγάει. Θα τρέχει πίσω μας. Καλά, θα το συζητήσουμε με τη μάνα σας και θα σας πούμε αύριο, είπε ο Φραγκίσκος Δελλατόλας. Ο Μάνθος μπήκε στο υπνοδωμάτιο και χώθηκε κάτω από το κρεβάτι του. Κάτι έψαχνε. Βρήκε τελικά ένα κρυμμένο κουτάκι και σύρθηκε πάλι έξω. Είχε φυλάξει έναν κυνόδοντα, που του είχε πέσει, για περίπτωση ανάγκης. Τους τρεις πρώτους τους είχε χάσει, ήταν ο τέταρτος και τελευταίος. Το πιο κοφτερό δόντι θα τον έσωζε.
Υπόθεση LAURUS 17 Του είχαν πει ότι αν το πετάξει σε κεραμίδια και κάνει μια ευχή, θα την πραγματοποιήσει η Νεράιδα των Δοντιών. Θα ευχόταν λοιπόν να μείνει μαζί τους ο Μαξ. Το είπε στη Ρόζα. Υπάρχουν δύο προβλήματα. Δεν έχουμε κεραμίδια. Δεν υπάρχουν κεραμίδια στο νησί. Δηλαδή υπάρχουν μόνο σε μερικές εκκλησίες. Οπότε ξέχασέ το. Και δεν υπάρχουν νεράιδες στην Τήνο. Εδώ κυκλοφορούν μόνο Γελούδες, που δεν ασχολούνται με κυνόδοντες. Ο Μάνθος ήταν αρκετά μεγάλος ώστε να ξέρει ότι δεν υπάρχει Νεράιδα των Δοντιών και να μη φοβάται τα ντόπια φαντάσματα, αυτές τις Γελούδες που εμφανίζονται νύχτα και μέρα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να πείσει τους γονείς του. Θα πήγαινε λοιπόν ξανά στη σάλα. Θα πρότεινε να κρατήσουν τον Μαξ στο μαγαζί. Εκεί δεν θα έκανε ζημιές, άντε το πολύ πολύ να δάγκωνε την άκρη από κάποιο φέρετρο. Θα τους έλεγε επίσης ότι δεν έχουν κανέναν άλλο φίλο όλο το χειμώνα στο χωριό. Όσο ωραία ήταν το καλοκαίρι τόσο βαρετά ήταν όταν έφευγαν οι παραθεριστές και άνοιγαν τα σχολεία. Δεν χρειάστηκε να τα πει όλα αυτά. Άκουσε τη μαμά του να μιλάει στο τηλέφωνο με τον Τζώρτζη Μαρκουίζο, τον κτηνίατρο. Τον ήξεραν επειδή φρόντιζε τις αγελάδες που ζούσαν στα ντάμια, έξω από το χωριό. Την επόμενη μέρα, την ώρα που τα παιδιά θα επέστρεφαν από το σχολείο, ο κτηνίατρος θα πήγαινε στο σπίτι να εξετάσει το σκυλί.
Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975. Σπούδασε στην ΑΣΚΤ ζωγραφική με τη Ρένα Παπασπύρου και χαρακτική με τον Μιχάλη Αρφαρά, ενώ την περίοδο 2012-2013 παρακολούθησε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα της Σχολής «Ψηφιακές Μορφές Τέχνης». Έχει εκδώσει τα κόμικς-άλμπουμ «Ο Γιάπωνας» (2000), «Ο Γιάπωνας - Δευτερονόμιον» (2009) και «Επιλαρχία!» (2011). Συνεργάζεται με τη μηνιαία επιθεώρηση βιβλίου Athens Review of Books. Το 2003 το Μουσείο Μπενάκη παρήγγειλε πορτρέτο του Αντώνη Μπενάκη και από το 2004 το έργο αυτό ανήκει στις μόνιμες συλλογές του μουσείου. Έργα του υπάρχουν σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Ευχαριστίες Κατά τη συγγραφή του βιβλίου με βοήθησαν με πληροφορίες για το νησί ο π. Μάρκος Φώσκολος, ο Ιωσήφ Φώσκολος ή Καναλέτος και ο Κοσμάς Βίδος. Η αρχική ιδέα μετουσιώθηκε σε μυθιστόρημα με την ενθάρρυνση της Γλυκερίας Δημητροπούλου, ενώ τη φροντίδα του κειμένου ανέλαβε η Άννα Νικητοπούλου. Τους ευχαριστώ όλους από καρδιάς. Λ.Κ.