ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΝ ΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ

Σχετικά έγγραφα
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

της δίωξης ή στην αθώωση.

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

Ευγένιος Αρ. Γιαρένης Αντεισαγγελέας του Στρατοδικείου Ιωαννίνων ρ. ηµοσίου ικαίου Παντείου Πανεπιστηµίου

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

ΑΝΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΕΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΘΩΩΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΚΩ ΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΟΝΟΜΙΑΣ. ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ Άρθρα Σελ. ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα 1

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΣΤΑ ΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΗΣ (είναι 4) 2 Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ. Προπαρασκευαστική. Κύρια διαδικασία ΑΡΧΕΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Θέμα: ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)


ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

λειτουργεί αποτρεπτικά και εξυπηρετεί την τακτική της καθυστέρησης της γενικευµένης χορήγησης του επιδόµατος σε όλους τους δικαιούχους, πάγια θέση και

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΗ. Στο σ/ν «Μεταρρυθµίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστηµάτων κράτησης Γ τύπου και άλλες διατάξεις»

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΕΠΙΛΥΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΙΑΦΟΡΩΝ - ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Διπλωματική Εργασία στο μάθημα της Ποινικής Δικονομίας

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5969-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 181/2014

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΕΙΔΙΚΑ: Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 1. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΝΑΓΚΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΟΥΣ

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 4587/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 32/2016

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Γενικοί ορισμοί ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα... 11

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4433, (Ι)/2014

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΠΕΛΛΑΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ 8 ΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΖΩΗΣ ΔΗΜΟΥ ΕΔΕΣΣΑΣ ΣΤΙΣ 21 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2014

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/7081/

Ο ΠΕΡΙ ΤΕΚΝΩΝ (ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1991 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ

Β.13 Τι καλείται αυτόφωρο έγκλημα κατά τον κώδικα Ποινικής δικονομίας;

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2011

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

Κύκλος Κοινωνικής Προστασίας ΠΟΡΙΣΜΑ ΑΚΟΥΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΙΑ ΣΕ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΠΑΙΓΝΙΩΝ».

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Transcript:

ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΝ ΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ( ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΕΝ ΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ) Η απονοµή της δικαιοσύνης σε πρώτο βαθµό χαρακτηρίζεται από τον εγγενή κίνδυνο του σφάλµατος, διότι η δικαστική κρίση αποτελεί έργο ανθρώπινο, νοµοτελειακά συνδεδεµένο µε την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και την ορθή εφαρµογή των κανόνων δικαίου τόσο σε ουσιαστικό όσο και σε δικονοµικό επίπεδο 1. Για το λόγο αυτό προκύπτει η ανάγκη της πρόσθετης δευτερογενούς εξέτασης της υπόθεσης µε κοµβικό σηµείο την εξακρίβωση της ορθότητας ή όχι της προσβαλλόµενης δικαιοδοτικής κρίσης. Η εν λόγω ανάγκη εξυπηρετείται δια της ασκήσεως των ενδίκων µέσων 2. Οι πλέον βασικοί λόγοι που επιτάσσουν την καθιέρωση της δευτερογενούς κρίσης της υπόθεσης θα µπορούσαν να θεωρηθούν οι εξής:α) το ενδεχόµενο της δικαστικής πλάνης 3,β) η τόνωση του αισθήµατος ευθύνης των προσώπων που απονέµουν την υποκείµενη σε ένδικο µέσο δικαιοδοτική κρίση, γ) η ενίσχυση του κύρους της δικαιοσύνης αφενός µεν ως πολιτειακού θεσµού, αφετέρου δε ως οργανωµένου συστήµατος αρµονικής και κυρίως αποτελεσµατικής εφαρµογής των κανόνων δικαίου και ταυτόχρονα η 1 Μαργαρίτης, Ποινική ικονοµία Ένδικα Μέσα,, έκδοση β, 2000, σελ. 2 επ. Παπαδαµάκης, Ποινική ικονοµία: Θεωρία Πράξη Νοµολογία, έκδοση β, 2004, σελ. 505 επ. Συµεωνίδης, Το ανασταλτικό αποτέλεσµα της Εφεσης και της Αναίρεσης κατά αποφάσεων στην ποινική δίκη, 1999, σελ. 30 επ. 22 Σχετικά µε τα ένδικα µέσα στη γενική βιβλιογραφία : Ανδρέου, Ένδικα µέσα και ένδικα βοηθήµατα, 2001 Ανδρουλάκης, Θεµελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, έκδοση β, 1994, σελ.198 επ., σελ. 326 επ. και σελ. 400 επ. Βαβαρέτος, Κώδιξ Ποινικής ικονοµίας, έκδοση στ, 1982, σελ. 1082 επ. Βουγιούκας, Ποινικόν ικονοµικόν ίκαιον, ²², Ειδικόν µέρος, έκδοση ζ, 1988, σελ. 175 επ. έδες, Ποινική ικονοµία, έκδοση 9 η, 1990, σελ. 525 επ. Ζησιάδης, Ποινική ικονοµία, τόµος Γ, έκδοση γ, σελ. 87 επ. Καρράς, Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, 1998, σελ. 713 επ. Κονταξής, Κώδικας Ποινικής ικονοµίας,, έκδοση Γ, 1993, σελ. 1951 επ. Μαργαρίτης, Ποινική ικονοµία και Πράξη - ιάλογος µε τη Νοµολογία, 1993, σελ. 349 επ. Μπουρόπουλος, Ερµηνεία του Κώδικος Ποινικής ικονοµίας (κατ άρθρον), τόµος Β, έκδοση β, 1957, σελ. 126 επ. Ντζιώρας, Σύστηµα της Ελληνικής Ποινικής ικονοµίας, τόµος Β, 1973, σελ.405 επ. Παπασπύρου, Το ένδικο µέσον της εφέσεως κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, 1955 Σταµάτης / Μπάκας, Εφαρµογή της Ποινικής ικονοµίας, 1987, σελ. 339 επ. Τούσης, Κώδιξ Ποινικής ικονοµίας, έκδοση γ, 1981 1983, σελ. 734 επ. 3 Το οποίο µπορεί να έχει ανεπανόρθωτες συνέπειες στην προσωπικότητα και γενικότερα στη ζωή του κατηγορουµένου καταδικασθέντος : Μαργαρίτης, Ποινική ικονοµία Ένδικα Μέσα,, έκδοση β, 2000, σελ. 3 Παπαδαµάκης, ό.π., σελ.507 Συµεωνίδης, ό.π., σελ.32 33 1

επίρρωση της εµπιστοσύνης των πολιτών προς αυτήν 4, δ) η εξασφάλιση της ορθής ερµηνείας και εφαρµογής των κανόνων του ουσιαστικού ποινικού και ποινικού δικονοµικού δικαίου, ε) ο έλεγχος της ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων, η οποία άλλωστε θεµελιώνεται και σε συνταγµατικό επίπεδο [ άρθρο 93 3 Συντάγµατος ] και στ) η παροχή της δυνατότητας στους διαδίκους να καλύψουν τυχόν παραλείψεις τους, που έλαβαν χώρα στο πρωτοβάθµιο επίπεδο 5. Η ισχύς και η εφαρµογή των ενδίκων µέσων αφορά κατά πρώτο λόγο τον κατηγορούµενο, καθώς αυτός είναι το πρόσωπο που τελικά (ίσως) θα τιµωρηθεί για τις πράξεις ή για τις παραλείψεις του. Εάν εποµένως υπάρξει σε βάρος του δικαστική πλάνη, η τελευταία θα αρθεί µε την επανεξέταση της υπόθεσης του κατηγορουµένου. Θα πρέπει ωστόσο να αποσαφηνιστεί ότι η δικαστική πλάνη αρκετές φορές δε δυσχεραίνει τη θέση του κατηγορουµένου αντιθέτως µάλιστα, υπάρχουν πολλές πιθανότητες να είναι ένοχος και στο τέλος είτε να αθωώνεται είτε να τιµωρείται ηπιότερα του δέοντος 6. Στην εν λόγω περίπτωση η ποινική διαδικασία µπορεί να συνεχιστεί µε ένδικα µέσα που θα ασκήσει κυρίως ο εισαγγελέας και δευτερευόντως ο πολικώς ενάγων 7. Πανθοµολογούµενη είναι πάντως η άποψη ότι οπωσδήποτε θεωρείται προτιµότερη η αθώωση ενός ενόχου παρά η άδικη καταδίκη ενός αθώου. Στα ανωτέρω άλλωστε συνηγορεί και το άρθρο 2 1 του 7 ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των ικαιωµάτων του Ανθρώπου 8 (κυρωθέν στη χώρα µας µε το ν.1705 / 1987), το οποίο ορίζει:«κάθε πρόσωπο που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωµα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης µε την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης µε την οποία του επιβλήθηκε ποινή. Η άσκηση αυτού του δικαιώµατος και οι λόγοι για τους οποίους µπορεί αυτό να ασκηθεί, διέπονται από το νόµο» 9. Με βάση την εν λόγω ρύθµιση ο εθνικός νοµοθέτης δεσµεύεται ως προς τη χορήγηση δικαιώµατος επανεξέτασης της υπόθεσης στον κατηγορούµενο 10. Προδήλως πρόκειται για ρύθµιση 11 αυξηµένης τυπικής ισχύος που παρέχει στον κατηγορούµενο το δικαίωµα άσκησης ενδίκου µέσου. Χρήσιµο θα ήταν να σταθούµε σε ορισµένα σηµεία του σχολιαζόµενου άρθρου. Καταρχάς γίνεται ρητή αναφορά µόνο στην ποινική δίκη και ως εκ τούτου αφορά µόνο αυτή. Επιπροσθέτως το δικαίωµα της άσκησης των ενδίκων µέσων χορηγείται µόνο στον κατηγορούµενο και όχι στον εισαγγελέα ή στον πολιτικώς ενάγοντα. Ίσως το πλέον βαρύνον στοιχείο έγκειται στο ότι η επανεξέταση κατοχυρώνεται µόνο στο στάδιο της κύριας διαδικασίας και όχι της προδικασίας 12. Το δικαίωµα 4 Ιδίως µάλιστα µετά από τις πρόσφατες αποκαλύψεις / καταγγελίες για τα φαινόµενα διαπλοκής στο χώρο της δικαιοσύνης ο συγκεκριµένος λόγος οφείλει να καταστεί προτεραιότητα όλων ανεξαιρέτως των λειτουργών της Θέµιδος. 5 Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους αναλυτικά ο Μαργαρίτης, ό.π, σελ.2 5. 6 Παπαδαµάκης, ό. π, σελ. 506 507. 7 Ο πολιτικώς ενάγων δικαιούται στην άσκηση των ενδίκων µέσων µόνο στην ενδιάµεση διαδικασία των συµβουλίων και όχι µετά την έκδοση αθωωτικής απόφασης. 8 Εφεξής Ε.Σ..Α 9 Παραράς, Σύνταγµα και Ευρωπαϊκή Σύµβαση ικαιωµάτων του ανθρώπου, έκδοση β, 2001, σελ. 475. 10 Παπαδαµάκης, ό.π., σελ. 508. 11 «µοναδική», όπως εύστοχα τη χαρακτηρίζει ο Παπαδαµάκης, ό.π. σελ.508. 12 εν κατοχυρώνεται, δηλαδή, η δυνατότητα ασκήσεως ενδίκων µέσων κατά των παραπεµπτικών βουλευµάτων του δικαστικού συµβουλίου Μαργαρίτης, ό.π., σελ.39 όπου 2

επανεξέτασης αναφέρεται εποµένως στις αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων και όχι στα βουλεύµατα των δικαστικών συµβουλίων. Ειδικότερα αφορά µόνο εκείνες τις αποφάσεις που διατάσσουν την ενοχή του κατηγορουµένου ή του επιβάλλουν ποινή. Τέλος, το δικαστήριο του ενδίκου µέσου θα πρέπει να είναι ανώτερο σε σχέση µε εκείνο που εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση 13. Έχει υποστηριχθεί ότι το δικαίωµα ασκήσεως ενδίκων µέσων χαίρει και συνταγµατικής κατοχύρωσης µέσω του άρθρου 20 1 Συντάγµατος, όπου ορίζεται, µεταξύ άλλων, ότι «καθένας έχει δικαίωµα στην παροχή έννοµης προστασίας από τα δικαστήρια» 14. Εντούτοις διατυπώνονται σοβαρές αµφιβολίες αναφορικά µε την ορθότητα της προρρηθείσης απόψεως, επειδή ούτε από τη συγκεκριµένη αλλά ούτε και από κάποια άλλη διάταξη του Συντάγµατός µας απορρέει ευθέως και σαφώς δικαίωµα ασκήσεως ενδίκων µέσων είτε κατά αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων είτε κατά βουλευµάτων των δικαστικών συµβουλίων. Στον αντίποδα, όπου ο συντακτικός νοµοθέτης έκρινε σκόπιµο να καθιερώσει ορισµένο ένδικο µέσο, τούτο έλαβε χώρα ρητά: αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων (άρθρο 95 1 β Συντάγµατος) και έφεση στο αρµόδιο τακτικό δικαστήριο κατά των αποφάσεων αστυνοµικών αρχών και αρχών αγροτικής ασφαλείας (άρθρο 96 2 Συντάγµατος) 15. Άλλωστε η εδραίωση της δυνατότητας παροχής των ενδίκων µέσων ενσαρκώθηκε, όπως αµέσως παραπάνω εξετέθη, µε το 7 ο συµπληρωµατικό πρωτόκολλο της Ε.Σ..Α. Αναντίλεκτα, ενώ η διάταξη του άρθρου 20 1 Συντάγµατος συνδράµει στην ολοκλήρωση του πεδίου δικαστικής προστασίας (ως επί το πλείστον µε τη χορήγηση δικαιώµατος προσφυγής στα διάφορα δικαιοδοτικά όργανα 16 ), παρά ταύτα από πουθενά δεν απορρέει και δικαίωµα ελέγχου των αποφάσεων αυτών. Πέραν τούτων, έχει γίνει προσπάθεια να θεµελιωθεί το δικαίωµα ασκήσεως ενδίκων µέσων και στο άρθρο 6 1εδάφιο α της Ε.Σ..Α., στο οποίο αναφέρεται πως «παν πρόσωπο έχει δικαίωµα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως» 17. Με τη συγκεκριµένη διάταξη εκφράζεται η «αρχή της δίκαιης δίκης» 18. Αρκετά έως εξαιρετικά δυσχερές θα ήταν για κάποιον να διατυπώσει στην υποσηµείωση υπ αριθµόν 103 ορθά σχολιάζει:«και αυτό γιατί ούτε το δικαστικό συµβούλιο είναι δικαστήριο ούτε το παραπεµπτικό βούλευµα καταδικαστική απόφαση». 13 Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 40 41. 14 Καρράς, ό.π., σελ. 714. Κλαµαρής, Το δικαίωµα δικαστικής προστασίας κατά το άρθρο 20 1 Συντάγµατος 1975, 1989, σελ. 211 επ. Συµεωνίδης, ό.π.,σελ. 47 επ. 15 Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 33 34. 16 Παπαδαµάκης, ό.π., σελ.508. 17 Παραράς, ό.π., σελ.407. 18 Ανδρουλάκης, Κριτήρια της ίκαιης Ποινικής ίκης κατά το άρθρο 6 της Ε.Σ..Α, 2000 Αλεξιάδης, Το άρθρο 6 1 της Ε.Σ..Α στην Εθνική Ποινική ίκη, ΕΕΕυρ 1986. 35 επ. Αργυρόπουλος, Η Αρχή της ίκαιης ίκης στην Οικουµενική ιακήρυξη του Ο. Η. Ε, ΝοΒ 1998.1557 επ. Καρράς, ό.π., σελ.57 επ. Κρουσταλλάκης, Το δικαίωµα προσφυγής στη ικαιοσύνη (δικαίωµα για χρηστή δίκη), κατά το άρθρο 6 της Ε.Σ.. Α (πορίσµατα από τη νοµολογία του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου των ικαιωµάτων του Ανθρώπου), Ελλ νη 1986. 601 επ. Του ιδίου, Η εφαρµογή της Ε. Σ.. Α και των αποφάσεων των οργάνων της στην ελληνική έννοµη τάξη ελληνική θεωρία και πράξη (ειδική αναφορά σε ποινικές υποθέσεις), Υπερ 1991.363 επ. 3

την άποψη ότι η έννοια / αρχή της «δίκαιης δίκης» συντελεί στην καθιέρωση των ενδίκων µέσων, εξαιτίας του γεγονότος ότι το νοηµατικό πεδίο της πραγµατευόµενης ρύθµισης είναι ιδιαιτέρως ευρύ. Μια εξίσου σηµαντική (αλλά και απόλυτα λογική) σκέψη έγκειται στο ότι εάν το δικαίωµα της ασκήσεως των ενδίκων µέσων µπορούσε να θεµελιωθεί στην αρχή της δίκαιης δίκης, τότε δε θα υπήρχε λόγος για την υπογραφή του 7 ου πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ..Α., µέσω του οποίου καθιερώνεται ρητά το δικαίωµα επανεξέτασης της υπόθεσης από δευτεροβάθµιο δικαστήριο 19. Επίσης αναφορά στην έννοια των ενδίκων µέσων γινόταν στο άρθρο 14 5 του «ιεθνούς Συµφώνου περί Ατοµικών και Πολιτικών ικαιωµάτων», όπου προβλέπεται πως«κάθε πρόσωπο που κρίνεται ένοχο για παράβαση έχει δικαίωµα η απόφαση περί ενοχής και καταδίκης του να εξετασθεί από ανώτερο δικαστήριο, σύµφωνα µε το νόµο». Το συγκεκριµένο Σύµφωνο κυρώθηκε από την χώρα µας µε το ν. 2462 / 1997. Όµως το Σύµφωνο αυτό λειτουργεί ενισχυτικά µε το 7 ο πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ε.Σ..Α (κυρωθέν προγενέστερα σε σχέση µε το Σύµφωνο) ως προς την κατοχύρωση του δικαιώµατος των ενδίκων µέσων, οπότε για το λόγο αυτό θα πρέπει να αντιµετωπίζονται ενιαία 20. Ως ένδικα µέσα θα µπορούσαν να θεωρηθούν οι δικονοµικές πράξεις µέσω των οποίων διατυπώνεται παράπονο (από τους διαδίκους) ή µοµφή (από τον εισαγγελέα) σχετικά µε την ορθότητα µιας δικαιοδοτικής κρίσης, ζητείται η εξαφάνιση ή µεταρρύθµισή της και ο έλεγχός της επιδιώκεται από ανώτερο όργανο 21. Τα σηµαντικότερα, δηλαδή, χαρακτηριστικά των ενδίκων µέσων συνίστανται στη διατύπωση παραπόνου ή µοµφής και στην εξέτασή τους από ανώτερο όργανο 22. Τα βασικά ένδικα µέσα που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής ικονοµίας 23 είναι η έφεση και η αναίρεση κατά βουλεύµατος και η έφεση και η αναίρεση κατά αποφάσεως (άρθρο 462 Κ.Π..). ια της εφέσεως στη δευτεροβάθµια διαδικασία επέρχεται ολική ή µερική εξαφάνιση ή µεταρρύθµιση της υπόθεσης (που κρίθηκε στον πρώτο βαθµό) για οιονδήποτε πραγµατικό ή νοµικό λόγο από το δευτεροβάθµιο / ανώτερο 24 όργανο. Από την άλλη πλευρά η αναίρεση Μαργαρίτης, ό.π., σελ.34 επ. Παπαδαµάκης, ό.π., σελ. 509. Συµεωνίδης, ό.π., σελ.71 επ. 19 Μαργαρίτης, ό.π., σελ.38. 20 Καρράς, ό.π., σελ.715 Μαργαρίτης, ό.π., σελ.34. Παπαδαµάκης, ό.π., σελ. 509. Συλίκος, Το δικαίωµα έφεσης κατά των αποφάσεων των δικαστηρίων ανηλίκων, Ποιν ικ 1998.679 επ. 21 Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 8. 22 Ανδρουλάκης, ό.π., σελ.199 επ. Ζησιάδης, ό.π., σελ. 87 επ. Καρράς, ό.π., σελ. 715. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 8. Παπαδαµάκης, ό.π., σελ. 503. 23 Στο εξής Κ. Π.. 24 Ανώτερο όργανο είναι και το αποτελούµενο από ιεραρχικά ανώτερους δικαστές (π.χ. το Τριµελές Εφετείο σε σχέση µε το Τριµελές Πληµµελειοδικείο) και το συντιθέµενο από περισσότερους δικαστές του ίδιου βαθµού ( π.χ. το Πενταµελές Εφετείο σε σχέση µε το Τριµελές Εφετείο ή το Τριµελές Πληµµελειοδικείο σε σχέση µε το Μονοµελές Πληµµελειοδικείο): 4

αποσκοπεί στον έλεγχο της νοµικής ορθότητας ορισµένης δικαιοδοτικής κρίσης από το ακυρωτικό µας δικαστήριο (Άρειος Πάγος). Με άλλα λόγια η αναίρεση µόνο για συγκεκριµένο ή συγκεκριµένους νοµικούς λόγους ακυρώνει την προσβαλλόµενη απόφαση, χωρίς να εξετάζει ή να αποφαίνεται επί των πραγµατικών περιστατικών 25. Χρήζει διευκρίνισης η αναφορά του στοιχείου ότι µε την έφεση εισάγεται δεύτερος βαθµός δικαιοδοσίας, ενώ αντιθέτως µε την αναίρεση δεν εισάγεται τρίτος βαθµός δικαιοδοσίας 26. Μια προσεκτικότερη ανάγνωση του άρθρου 462 Κ. Π.. µας οδηγεί στο εύλογο συµπέρασµα ότι ένδικα µέσα δεν είναι µόνο η έφεση και η αναίρεση 27. Αυτά τα δύο ένδικα µέσα θα ήταν δυνατό να χαρακτηριστούν και «γνήσια» ένδικα µέσα µε γνώµονα το γεγονός ότι στρέφονται εναντίον µιας «κατεξοχήν δικαιοδοτικής κρίσεως» 28, δηλαδή του βουλεύµατος ή της απόφασης. Ωστόσο ο Κ.Π.. µε ειδικές διατάξεις του χορηγεί και άλλα ένδικα µέσα, τα οποία φέρουν τα δύο κύρια χαρακτηριστικά της έφεσης και της αναίρεσης: αποδίδουν σφάλµα στην πρωτοβάθµια δικαιοδοτική κρίση και εκδικάζονται από ανώτερο όργανο. Επειδή όµως προσβάλλουν διάταξη του εισαγγελέα ή του δικαστή και όχι βούλευµα ή απόφαση θα µπορούσαµε να τα χαρακτηρίσουµε «οιονεί» ένδικα µέσα 29. Παράλληλα µε τα «γνήσια» και τα «οιονεί» ένδικα µέσα προβλέπονται στον Κ.Π.. και τα ένδικα βοηθήµατα. Το κρίσιµο στοιχείο που ξεχωρίζει τα ένδικα µέσα από τα ένδικα βοηθήµατα έγκειται στο ότι τα ένδικα βοηθήµατα δεν περιέχουν ισχυρισµό σφάλµατος (εν αντιθέσει µε τα πρώτα) και για το λόγο αυτό κρίνονται από την ίδια δικαιοδοτική αρχή 30. ηλονότι, τα ένδικα βοηθήµατα συνιστούν δικονοµικές πράξεις µέσω των οποίων διατυπώνεται από τον κατηγορούµενο αίτηµα για Ανδρουλάκης, Ο δεύτερος βαθµός δικαιοδοσίας επί των κακουργηµάτων, ΠοινΧρ 1972.417 επ. Του ιδίου, Θεµελιώσεις έννοιες της ποινικής δίκης, έκδοση β, 1994, σελ.202. Μαργαρίτης, ό.π., σελ.9. 25 Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 200 επ. Καρράς, ό.π., σελ.717. Μαργαρίτης, ό.π., σελ.21 επ. Παπαδαµάκης, ό.π., σελ. 504. 26 Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 22. Παπαδαµάκης, ό.π., σελ. 504. 27 Αναφέρει ρητά το άρθρο 462 Κ.Π..:«Τα ένδικα µέσα που προβλέπονται στην ποινική διαδικασία εκτός από όσα ορίζονται µε ειδικές διατάξεις του Κώδικα». 28 Μαργαρίτης, ό.π., σελ.9. 29 «Οιονεί» ένδικα µέσα προβλέπονται στα εξής άρθρα του Κ.Π. : 48, 200 1, 201 2, 285 1, 286 2, 286 3, 322 1 και 3, 335 2, 415 και 580 1. Για τα «οιονεί» ένδικα µέσα : Βουγιούκας, ό.π., σελ. 175. έδες, ό.π., σελ. 529. Ζηκόπουλος, Κώδιξ Ποινικής ικονοµίας (Συµπλήρωµα), 1982, σελ.93. Ζησιάδης, ό.π., σελ. 94 Καλφέλης, Η προσφυγή κατά της απευθείας κλήσεως, 1990, σελ.24 επ. Καρράς, ό.π., σελ. 512. Κονταξής, ό.π., σελ.1954. Μαργαρίτης, Εφαρµοσµένη Ποινική ικονοµία, τόµος β, ιαδικασία στο Ακροατήριο,, 1998, σελ. 44 επ. Μαργαρίτης, σε Μαργαρίτη / Ζαχαριάδη, Εµβάθυνση στην Ποινική ικονοµία, Λόγος (Νοµολογία) Αντίλογος (Θεωρία), 1999, σελ. 114 επ. Παπαδαµάκης,ό.π., σελ. 504 505 Σταθέας, Προσωρινή κράτησις και περιοριστικοί όροι, 1981, σελ.107. 30 Μαργαρίτης, Ποινική ικονοµία Ένδικα Μέσα,, έκδοση β, 2000, σελ.11 επ. Παπαδαµάκης, ό.π., σελ.504 505. 5

επανεκτίµηση κάποιας κρίσης ή ορισµένων δεδοµένων που συνεπάγονται έννοµες συνέπειες 31. Επισηµαίνεται ότι οι γενικοί κανόνες των «γνήσιων» ενδίκων µέσων, όπου δεν υπάρχει αντίθετη ειδική πρόβλεψη, εφαρµόζονται και στα «οιονεί» ένδικα µέσα και στα «ένδικα βοηθήµατα» 32. Επιπλέον µία ακόµη διάκριση που εντοπίζεται στο χώρο των ενδίκων µέσων είναι ο διαχωρισµός τους σε «τακτικά» και «έκτακτα» 33. Η άσκηση των «τακτικών» ενδίκων µέσων συγκαταλέγεται στην οµαλή πορεία της ποινικής δίκης, ενώ το ιδιαίτερο γνώρισµά τους είναι ότι στρέφονται κατά αποφάσεων που ακόµη δεν έχουν περιβληθεί την ισχύ του δεδικασµένου. Στην αντίπερα όχθη, τα «έκτακτα» ένδικα µέσα διακρίνονται για τον εξαιρετικό τους χαρακτήρα, καθώς ασκούνται εναντίον αποφάσεων που ήδη έχουν αποκτήσει την ισχύ δεδικασµένου και είναι επιτρεπτά µόνο µε βάση ορισµένους περιοριστικά στο νόµο αναφερόµενους λόγους 34. Ωστόσο, η συγκεκριµένη διάκριση δεν έχει ιδιαίτερη σηµασία στο πεδίο του ποινικού δικονοµικού µας δικαίου 35 σύµφωνα µε τον ισχύοντα Κ.Π.. το σηµαντικότερο γνώρισµα των ενδίκων µέσων συνίσταται στο ότι αυτά στρέφονται εναντίον αποφάσεων που δεν έχουν ακόµη περιβληθεί την ισχύ δεδικασµένου 36. Όπως συνάγεται από το άρθρο 57 του Κ. Π.., η απόφαση αποκτά ισχύ δεδικασµένου όταν γίνεται 31 Ως ένδικα βοηθήµατα θα θεωρούσαµε τις προβλεπόµενες στα άρθρα 232 1, 286 2, 341, 382 2, 430, 525 και 586 2 του Κ.Π.. δικονοµικές πράξεις. Σχετικά µε τα ένδικα βοηθήµατα : Ανδρουλάκης,Θεµελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, ό.π., σελ.207. Βουγιούκας, ό.π., σελ.175. έδες, ό.π, σελ. 529. Ζησιάδης, ό.π., σελ. 92. Καρράς, ό.π., σελ. 878. Μαργαρίτης, ό.π., σελ.11 επ. Του ιδίου, Ποινική δίκη και απών κατηγορούµενος, τεύχος Α, έκδοση β, 1993, σελ.39 επ. Του ιδίου, σε Καλφέλη / Μαργαρίτη, Ποινική ικονοµία Ειδικές ιαδικασίες, τόµος Α, (Αυτόφωρο έγκληµα και αυτόφωρη διαδικασία Αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας και αποφάσεως), 1998. Παπαδαµάκης, ό.π., σελ. 504 505. Σταµάτης, Ποινικά Σύµµεικτα, 1988, σελ. 760. 32 έδες, ό.π., σελ. 529. Ζησιάδης, ό.π., σελ. 95. Καρράς, ό.π., σελ. 717. Κονταξής, ό.π.,, σελ. 1954. Μανωλεδάκης, Το Σχέδιο του νέου Κώδικα Ποινικής ικονοµίας και σχετικές παρατηρήσεις του νοµικού κόσµου της χώρας, 1996, σελ. 218, όπου στο άρθρο 412 του Σχεδίου, το οποίο τιτλοφορείται ως «οιονεί ένδικα µέσα ένδικα βοηθήµατα» ορίζεται πως «οι γενικοί ορισµοί του Κώδικα για τα ένδικα µέσα εφαρµόζονται και στα οιονεί ένδικα µέσα ή τα ένδικα βοηθήµατα που µε ειδικές διατάξεις αναγνωρίζονται, εκτός εάν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη ή οι ορισµοί αυτοί δεν συµβιβάζονται µε τη φύση τους». Μαργαρίτης, Ποινική ικονοµία Ένδικα Μέσα,, έκδοση β, 2000, σελ. 13. Παπαδαµάκης, ό.π., 505. Τούσης, ό.π., σελ. 735. 33 Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 13 14. 34 Ζησιάδης, ό.π., σελ. 91 92. Καρράς, ό.π., σελ. 715. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 13. 35 Ζησιάδης, ό.π. Μαργαρίτης, ό.π. Μπουρόπουλος, ό.π., σελ. 128 υποσηµείωση υπ αριθµόν 5. 36 ιάγραµµα Σχ Κ.Π.., σελ. 387. ΑιτΕκθΣχ Κ.Π.., σελ. 610. 6

αµετάκλητη. Συνεπώς ένδικα µέσα είναι καταρχήν η έφεση και η αναίρεση. Αντιθέτως, η επανάληψη διαδικασίας (άρθρα 525 επ. Κ. Π..) χαρακτηρίζεται από το νοµοθέτη ως έκτακτη διαδικασία (ούτε καν ως ένδικο µέσο), παρά το γεγονός ότι θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως «έκτακτο» ένδικο µέσο, αφού προϋποθέτει αµετάκλητη απόφαση 37. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΝ ΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ Η άσκηση των ενδίκων µέσων συνδέεται αναπόδραστα µε ορισµένα έννοµα αποτελέσµατα, τα οποία είναι το µεταβιβαστικό, το ανασταλτικό και το επεκτατικό. Επίσης, όταν ασκούνται τα ένδικα µέσα, ταυτόχρονα ενεργοποιείται και η λειτουργία της αρχής της µη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουµένου (non reformatio in pejus) 38. Η παρούσα εργασία πραγµατεύεται το θέµα του ανασταλτικού αποτελέσµατος από την άσκηση του ενδίκου µέσου. ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ 39 37 Καρράς, Η µεταρρύθµιση του ποινικού δικονοµικού συστήµατος, Υπερ 1991.1043 επ., όπου υποστηρίζει ότι η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας θα πρέπει να συµπεριληφθεί στα έκτακτα ένδικα µέσα. Όµως, όπως προαναφέρθηκε, η επανάληψη της διαδικασίας συνιστά ένδικο βοήθηµα. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 13-14. 38 Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 205. 39 Για το ανασταλτικό αποτέλεσµα των ενδίκων µέσων (πέραν της γενικής βιβλιογραφίας που παρατίθεται στην πρώτη σελίδα της παρούσης) βλ. ενδεικτικά : Ανδρέου, ό.π., σελ. 37. Αλεξιάδη, Το τεκµήριο αθωότητας του κατηγορουµένου ( Άρθρο 6 2 Ε.Σ..Α.), ΕΕΕυ 1986. 35επ. Αναγνωστόπουλου, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 2 / 1989, ΝοΒ 1989.766 Του ιδίου, Το ανασταλτικό αποτέλεσµα της έφεσης µετά το ν. 2408 / 96, ΠοινΧρ1996.1171 επ. Βασιλακόπουλου, Εισαγγελικά (κακώς) κείµενα (Το άρθρο 471 2 Κ. Π.. και οι µη καταδικαστικές αποφάσεις ), ΠοινΧρ 1995.1322 επ. Γαβριηλίδη, Αναστολή εκτελέσεως επί αιτήσεως αναιρέσεως ( Άρθρο 471 2 Κ. Π..), ΠοινΧρ 1974. 569 ακαναλάκη, Ανασταλτικό αποτέλεσµα της εφέσεως κατ αποφάσεων ΜΟ που επιβάλλουν φυλάκιση, ΠοινΧρ 1985.1021 Καρύδη, Η υπό του εδ. γ της 2 του άρθρου 429 Κ.Π.. κατάργησις του ανασταλτικού αποτελέσµατος της ασκούµενης, κατά καταδικαστικής αποφάσεως, εφέσεως δικονοµική παγίς δια τον απόντα καταδικαζόµενον κατηγορούµενον, Ελλ νη 1973. 8 επ. Καστανά, Εκτέλεσις άµεσος αποφάσεως εκκλητής, εκδοθείσης εν απουσία του κατηγορουµένου, ΠοινΧρ 1958.117 Κονταξή / Τσούτσα, Έχει η άσκηση έφεσης κατά των αποφάσεων Τριµελών Εφετείων και Μικτών Ορκωτών αναστέλλουσα δύναµη;, ΠοινΧρ 1989. 270 επ. Μαργαρίτη, Η διάταξη του άρθρου 471 1 Κ. Π.. είναι γράµµα κενό; Αρµεν 1979. 336 επ. Του ιδίου, Ποινική ικονοµία Ένδικα Μέσα,, έκδοση β, 2000, σελ.196 επ. Του ιδίου, Ανασταλτικό αποτέλεσµα ενδίκων µέσων και νοµοθετικά πισωγυρίσµατα: Ο πρόσφατος νόµος για τους λαθροµετανάστες, Ποιν ικ 2001. 636 επ. Του ιδίου, ικαστήρια Ανηλίκων: Η έφεση κατά των αποφάσεών τους και το ανασταλτικό της αποτέλεσµα, Ποιν ικ 2004.313 επ. Του ιδίου, Αναστολή εκτελέσεως ενόψει εφέσεως ή αναιρέσεως ( :άρθρα 497 2 και 471 2 Κ. Π.. ) και δυνατότητες ανατροπής της, Ποιν ικ 2005. 442 επ. Ματσούκη, Το ανασταλτικό αποτέλεσµα της έφεσης του κατηγορουµένου κατά του παραπεµπτικού βουλεύµατος, ΠοινΧρ 1998. 938 επ. 7

Το ανασταλτικό αποτέλεσµα του ενδίκου µέσου εκφράζει (όπως άλλωστε συνάγεται και από τον ίδιο τον όρο) µια αναστολή, δηλαδή ένα σταµάτηµα στο οριστικό κλείσιµο της υπόθεσης 40. Καταρχάς το ανασταλτικό αποτέλεσµα συνεπάγεται ότι η προθεσµία ασκήσεως και η άσκηση του ενδίκου µέσου εµποδίζουν τη δηµιουργία του λεγόµενου «τυπικού» ποινικού δεδικασµένου. Ωστόσο τίθεται ζήτηµα ως προς το αν όσο διαρκεί η προθεσµία ασκήσεως του ενδίκου µέσου και όσο εκκρεµεί η εκδίκαση του ασκηθέντος ενδίκου µέσου εµποδίζεται η εκτέλεση της δικαιοδοτικής κρίσης (απόφασης ή βουλεύµατος) που υπόκειται σε προσβολή ή έχει ήδη προσβληθεί. Σχετικά µε το αµέσως προηγούµενο ζήτηµα που τίθεται, καθίσταται πασιφανές ότι το ανασταλτικό αποτέλεσµα στην πράξη συνιστά το πλέον σηµαντικό αποτέλεσµα στο χώρο των ενδίκων µέσων 41. Αυτό συµβαίνει επειδή η µη εκτέλεση της δικαιοδοτικής κρίσης (βουλεύµατος ή απόφασης) κατά της οποίας παρέχεται το δικαίωµα (κατά πρώτο λόγο στον κατηγορούµενο) για την άσκηση ενδίκων µέσων, του δίδει την ευκαιρία να µην υποστεί τις επαχθείς για τον ίδιο συνέπειες κατά το χρόνο που η υπόθεση του εξετάζεται από το δευτεροβάθµιο όργανο 42. εν επιδέχεται αµφισβήτησης η άποψη ότι το ανασταλτικό αποτέλεσµα επιβάλλεται να συνιστά βασικό αρµό του οικοδοµήµατος των ενδίκων µέσων, έτσι όπως τα τελευταία οφείλουν να ισχύουν και να εφαρµόζονται στο ποινικό δικονοµικό µας δίκαιο. Όµως ο βαθµός της αποδοχής του ανασταλτικού αποτελέσµατος αποτελεί συνάρτηση πολλών (και συχνά διαφορετικών µεταξύ τους) παραγόντων και ως εκ τούτου πλειστάκις παρουσιάζονται διάφορα προβλήµατα ως προς την επωφελή αφοµοίωση και εφαρµογή του. Παναγιωτόπουλου, Το ανασταλτικό αποτέλεσµα της προθεσµίας ασκήσεως ενδίκου µέσου (ή το κενό γράµµα του άρθρου 471 1 Κ. Π..), Αρµεν 1978. 1015 επ. Παπασπύρου, Το ένδικον µέσον της εφέσεως κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, 1955, σελ. 117 επ. Του ιδίου, Σηµείωση στην ΠληµΚαλαµ 1226 / 1956, ΝοΒ 1956. 636 επ. Παπαχαραλάµπους, Παρατηρήσεις στην ΠεντΕφΑθ 465 / 1992, Υπερ 1994. 317 επ. Πεπόνη, Ανασταλτική δύναµη των ενδίκων µέσων και περιοριστικοί όροι, ΠοινΧρ 1996. 317 επ. Σταθέα, Ανασταλτική δύναµη της εφέσεως ( Άρθρον 497 2 Κ. Π..), ΠοινΧρ 1983.100 επ. Συµεωνίδη, Το Ανασταλτικό Αποτέλεσµα της Έφεσης και της Αναίρεσης κατά αποφάσεων στην Ποινική ίκη, 1999 Συµεωνίδου Καστανίδου, Παρατηρήσεις στην ΤρΕφΘες 84 / 1991, Υπερ 1991. 646 επ. Φραντζεσκάκη, Νοµικές συνέπειες στις περιπτώσεις κακουργηµάτων που χαρακτηρίζονται ως πληµµελήµατα από τα αρµόδια δικαστήρια, ΝοΒ 1988. 851 Χαραλαµπάκη, Ειδικά προβλήµατα ως προς το ανασταλτικό αποτέλεσµα της εφέσεως, ΠοινΧρ 1997. 162 επ. Χριστόπουλου, Το κατ άρθρον 497 2 Κ.Π.. ανασταλτικόν αποτέλεσµα της ασκούµενης εφέσεως. Πότε το δικαστήριον στερείται της προς τούτο δικαιοδοσίας. Εξαίρεσις της περιπτώσεως ταύτης., ΠοινΧρ 1969.255 επ. 40 Μαργαρίτης, Ποινική ικονοµία Ένδικα Μέσα,,έκδοση β, 2000, σελ. 217. Παπαδαµάκης, ό.π., σελ. 579. 41 Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 218. 42 Καρράς, Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, σελ.737. ιάγραµµα Σχ Κ.Π.., σελ. 340, όπου αναφέρεται :«ο χαρακτήρ του ενδίκου µέσου, ως µέµψεως της προσβαλλόµενης αποφάσεως επί εσφαλµένη εκτιµήσει και εφαρµογή του νόµου επιβάλλει την καθιέρωσιν γενικώς του ανασταλτικού αποτελέσµατος παντός ενδίκου µέσου, εκτός των ρητών εν τω νόµω εξαιρέσεων». 8

Συγκεκριµένα, υπάρχουν λόγοι «ουσιαστικοί, δικαιοπολιτικοί και δογµατικοί» 43 που µας οδηγούν στην αποδοχή ευρέως φάσµατος αποδοχής του ανασταλτικού αποτελέσµατος. Όπως έχει επισηµανθεί και παραπάνω, πάντοτε υπάρχει ο κίνδυνος µια δικαιοδοτική κρίση να είναι εσφαλµένη (οφειλόµενη σε δικαστική πλάνη), οπότε η τυχόν εκτέλεσή της προτού ελεγχθεί και διασταυρωθεί η ορθότητά της αποψιλώνει τον κατηγορούµενο από θεµελιώδη δικαιώµατά του και σαφώς αντίκειται σε θεµελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου. Μια ιδιαίτερα σηµαντική παράµετρος που λειτουργεί αποτρεπτικά ως προς την άµεση εκτελεστότητα µιας απόφασης ή ενός βουλεύµατος, είναι το τεκµήριο αθωότητας του κατηγορουµένου (άρθρο 6 2 Ε. Σ.. Α.). 44 Πρόκειται για τη βασική αρχή / εγγύηση σύµφωνα µε την οποία κάθε άτοµο που κατηγορείται για την τέλεση ορισµένης αξιόποινης πράξης (θα πρέπει να) θεωρείται αθώος µέχρι τη νόµιµη απόδειξη της ενοχής του 45. Αναµφισβήτητα, το τεκµήριο της αθωότητας του κατηγορουµένου έχει κανονιστικό περιεχόµενο και ο πυρήνας του δικαιώµατος που αυτό καθιερώνει ισχύει στο σύνολο του ποινικού δικονοµικού µας δικαίου 46. Η αυξηµένη ισχύς του ως άνω τεκµηρίου διαρρηγνύεται µόνο όταν υπάρξει αµετάκλητη καταδικαστική απόφαση 47. Κατά συνέπεια δεν επιτρέπεται η άµεση εκτελεστότητα της δικαιοδοτικής κρίσης πριν από την επιβολή αµετάκλητης καταδίκης. Άρα συνάγουµε ότι το τεκµήριο αθωότητας συνδέεται αναπόδραστα µε το ανασταλτικό αποτέλεσµα, ανεξάρτητα από το βαθµό της πιθανολογούµενης ενοχής του κατηγορουµένου, διότι το τεκµήριο αυτό δεν επιδέχεται διαβαθµίσεις 48. Επιπροσθέτως, όπως και παραπάνω εξετάστηκε, µε το 7 ο συµπληρωµατικό Πρωτόκολλο της Ε.Σ..Α. καθιερώνεται ο δεύτερος βαθµός της δικαιοδοσίας στο ακροατήριο και µπορεί να διατυπωθεί η γνώµη ότι (τουλάχιστον) το ανασταλτικό αποτέλεσµα της έφεσης εναντίον καταδικαστικής απόφασης είναι διασφαλισµένο µε κανόνα αυξηµένης τυπικής 43 Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 218. 44 Η εν λόγω διάταξη ορίζει πως «παν πρόσωπον κατηγορούµενον επί αδικήµατι τεκµαίρεται ότι είναι αθώον µέχρι της νοµίµου αποδείξεως της ενοχής του»., Παραράς, ό.π., σελ. 407. 45 Αλεξιάδης, Το τεκµήριο αθωότητας του κατηγορουµένου (άρθρο 6 2 Ε.Σ..Α.), ΕΕΕυρ 1986. 35 επ. Του ιδίου, Το τεκµήριο αθωότητας του κατηγορουµένου, έκδοση Εταιρίας ικαστικών Μελετών Ένωσης Ελλήνων Συνταγµατολόγων: Η δηµοκρατική νοµιµοποίηση του δικαστή Το τεκµήριο αθωότητας του κατηγορουµένου, 1995, σελ.103 επ. Ανδρουλάκης, ό.π., σελ. 190 επ. Ζησιάδης Β., Αι εγγυήσεις της προσωπικής ελευθερίας του κατηγορουµένου κατά την προδικασίαν, 1967, σελ. 15 επ. Καρράς, ό.π., σελ. 55 επ. Κωνσταντινίδης Α., Παρατηρήσεις στην ΕγκΕισΠληµΑθ 7 / 1994, ΠοινΧρ 1994.891 επ. Μυλωνάς, Πτυχές του τεκµηρίου αθωότητας, 1994 Ρήγος, Το τεκµήριο της αθωότητας, ΠοινΧρ 1992.625 επ. Συµεωνίδης, Το Ανασταλτικό Αποτέλεσµα της Έφεσης και της Αναίρεσης κατά Αποφάσεων στην Ποινική ίκη, 1999, σελ. 76επ. 46 Συµεωνίδης, ό.π., σελ. 79. 47 Ανδρουλάκης, Η επιβίωσις των «ποινών υπονοίας» και ο ακυρωτικός έλεγχος της τηρήσεως του αξιώµατος «εν αµφιβολία υπέρ του κατηγορουµένου», ΠοινΧρ 1974.165 επ. Ζησιάδης Β., ό.π., σελ.15. Καρράς, ό.π., σελ. 738. Κονταξής, Κώδικας Ποινικής ικονοµίας,, σελ.31. Συµεωνίδου Καστανίδου, Παρατηρήσεις στην ΤριµΕφΘες 84 / 1991, Υπερ 1991.646 48 Συµεωνίδης, ό.π., σελ. 82. 9

ισχύος. Ειδάλλως, εάν η άσκηση ενός ενδίκου µέσου δεν επιφέρει την αναστολή εκτελέσεως του προσβαλλόµενου βουλεύµατος ή απόφασης, τότε µάλλον αποδυναµώνεται ως προς ένα σηµαντικό (και καθοριστικό) πολλές φορές σκέλος του 49. Η µοναδική περίπτωση κατά την οποία θα µπορούσε να καµφθεί η ισχύς του ανασταλτικού αποτελέσµατος εντοπίζεται µόνο στην περίπτωση που η ίδια η Ε.Σ..Α. εισάγει παρέκκλιση από το τεκµήριο της αθωότητας. Τέτοια λοιπόν πρόβλεψη υπάρχει στο εδάφιο γ του άρθρου 5 της Σύµβασης, σύµφωνα µε το οποίο επιτρέπεται η προσωρινή κράτηση του πολίτη, «εάν συνελήφθη όπως οδηγηθή ενώπιον αρµοδίας δικαστικής αρχής, εις την περίπτωσιν ευλόγου υπονοίας ότι διέπραξεν αδίκηµα ή υπάρχουν λογικά δεδοµένα προς παραδοχήν της ανάγκης όπως ούτος εµποδισθή από του να διαπράξη αδίκηµα ή δραπετεύσει µετά την διάπραξιν τούτου» 50. Η εξαίρεση αυτή επιβεβαιώνει τον κανόνα, ότι δηλαδή (σύµφωνα µε τις αναφερθείσες ρυθµίσεις της Ε.Σ..Α.) το δικαστήριο που εξέδωσε καταδικαστική απόφαση ή είναι αρµόδιο να δικάσει το ένδικο µέσο, οφείλει να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης ανεξαρτήτως αν αυτό προβλέπεται ρητά ή απαγορεύεται 51. Μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις επιβολής προσωρινής κράτησης το ένδικο µέσο στερείται της ανασταλτικής του δύναµης, µε άλλα λόγια είναι δυνατή η άµεση εκτελεστότητα της δικαιοδοτικής κρίσης. ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΟΥΝ ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΣΤΟΝ Κ. Π.. Στη συνέχεια θα εξεταστεί το ανασταλτικό αποτέλεσµα µε βάση τα ισχύοντα πλαίσια του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας. Κεντρικές διατάξεις (διατάξεις κλειδιά) σχετικά µε το θέµα που µας απασχολεί είναι εκείνες των άρθρων 471 και 497 του Κ. Π.. Υπάρχουν φυσικά και άλλα άρθρα στον Κώδικα Ποινικής ικονοµίας, στον Ποινικό Κώδικα 52 και σε ειδικούς ποινικούς νόµους που περιέχουν προβλέψεις για το ανασταλτικό αποτέλεσµα, όµως κρίνεται σκόπιµο η παράθεσή τους να λάβει χώρα στην πορεία της ανάπτυξης της γενικότερης προβληµατικής. Για λόγους συστηµατικούς θα ασχοληθούµε πρώτα µε τα βουλεύµατα και εν συνεχεία µε τις αποφάσεις. Όπως ορίζει το άρθρο 471 1 εδάφιο α, «το ένδικο µέσο που ασκήθηκε από εκείνον που έχει το σχετικό δικαίωµα εµπρόθεσµα και νοµότυπα, καθώς και η προθεσµία για την άσκηση, αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύµατος που προσβάλλονται, όταν ο νόµος δεν ορίζει διαφορετικά». Στον αντίποδα, διαφορετική ρύθµιση περιέχεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 497, στην οποία προβλέπεται ότι «την ανασταλτική δύναµη κατά το άρθρο 471 την έχει µόνο η έφεση που ασκήθηκε εµπρόθεσµα και νοµότυπα και όχι η προθεσµία για την άσκησή της». Εύκολα διαπιστώνει κανείς πως η 49 Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 219. 50 Παραράς, ό.π., σελ. 403. 51 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 221, υποσηµείωση υπ αριθµόν 10, όπου επισηµαίνεται ότι : «δεν είναι ανίσχυρες οι διατάξεις που τυχόν απαγορεύουν τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσµατος στην έφεση, στο µέτρο που και σε τούτες τις περιπτώσεις είναι δυνατή η χορήγηση αναστολής εκτελέσεως από το δευτεροβάθµιο δικαστήριο». 52 Στο εξής : Π.Κ. 10

διάταξη του άρθρου 497 1 Κ.Π.. είναι προσανατολισµένη σε αυστηρότερο πλαίσιο σε σχέση µε εκείνη του άρθρου 471 1 εδ. α. Η συγκεκριµένη επιλογή αποδίδεται στην επιθυµία του νοµοθέτη να µην καταστεί ο καταδικασθείς φυγόποινος έχοντας εκµεταλλευθεί τη µη εκτελεστότητα της απόφασης ενόσω διαρκεί η προθεσµία για την άσκηση εφέσεως 53. Από την άλλη πλευρά, ο αντίστοιχος κίνδυνος φυγοδικίας του κατηγορουµένου στο στάδιο της προδικασίας αποτρέπεται µε τη ρητή και σαφή πρόβλεψη του άρθρου 471 1 εδάφιο β, το οποίο αναφέρει πως το ένδικο µέσο κατά παραπεµπτικού βουλεύµατος καθώς και η προθεσµία ασκήσεώς του δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξής του περί σύλληψης και προσωρινής κράτησής του Όπως µπορούµε να συµπεράνουµε από το άρθρο 471 Κ.Π.., προκειµένου να ισχύσει το ανασταλτικό αποτέλεσµα του ενδίκου µέσου, καταρχάς αυτό θα πρέπει να χορηγείται ρητά από το νόµο 54. Επιπλέον, το ένδικο µέσο επιβάλλεται να έχει ασκηθεί εµπρόθεσµα και νοµότυπα από πρόσωπο που έχει το αντίστοιχο δικαίωµα 55. ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΑ Στο παρελθόν είχε διατυπωθεί η άποψη ότι η διάταξη του άρθρου 471 1 εδάφιο α ουσιαστικά δεν παρουσιάζει καµιά πρακτική χρησιµότητα και ότι η εν λόγω παράγραφος είναι «γράµµα εντελώς κενό» 56. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το ανασταλτικό αποτέλεσµα διαδραµατίζει σηµαίνοντα ρόλο στο χώρο των ενδίκων µέσων κατά των βουλευµάτων 57. Συγκεκριµένα : 53 Ζησιάδης, Ποινική ικονοµία, τόµος Γ, σελ. 229. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 221. Συµεωνίδης, ό.π., σελ. 105. 54 Απολύτως σαφές το άρθρο 471 2 εδάφιο τελευταίο Κ. Π.. : «εν έχει επίσης ανασταλτική δύναµη το ένδικο µέσο, όταν ο νόµος δεν το χορηγεί ρητά». 55 Άρθρο 471 1 εδάφιο α Κ.Π.. ΕγκΕισΑΠ 7 / 1973, ΠοινΧρ 1973.409 Ζησιάδης, ό.π., σελ. 181 Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 221 222. Μπουρόπουλος, Ερµηνεία του Κώδικος Ποινικής ικονοµίας, τόµος β, σελ. 349. 56 Παναγιωτόπουλος, Το ανασταλτικό αποτέλεσµα της προθεσµίας ασκήσεως ενδίκου µέσου (ή το κενό γράµµα του άρθρου 471 1 του Κ. Π..), Αρµ 1978.1015 επ., όπου χαρακτηριστικά επισηµαίνεται: «Ο ορισµός του άρθρου 471Κ.Π.. περί ανασταλτικού αποτελέσµατος της προς άσκησιν ενδίκου µέσου προθεσµίας είναι γράµµα εντελώς κενό, γιατί σε όλες τις περιπτώσεις εφέσεως ή αναιρέσεως, κατά βουλεύµατος ή αποφάσεως, ορίζεται ρητά το αντίθετο. Σωστό θα ήτανε εποµένως, να απαλειφθεί απ το νόµο η διακοσµητική αυτή διάταξη, που τίποτε δεν εξυπηρετεί εκτός από το να προκαλεί σύγχυση». 57 Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 222. Του ιδίου, Η διάταξη του άρθρου 471 1 Κ. Π.. είναι γράµµα κενό;, Αρµ 1979. 336 επ., ο οποίος απαντώντας στην προαναφερθείσα µελέτη του κ. Παναγιωτόπουλου ολοκληρώνει το άρθρο του ως εξής: «Προσπάθησα απλά να δείξω ότι η διάταξη του άρθρου 471 1 Κ. Π.. δεν είναι γράµµα κενό. Αν η προσπάθεια αυτή φανερώνει ακόµα ότι, σε πρακτικό τουλάχιστον επίπεδο, η ανασταλτικότητα αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα, όπως το θέλει το άρθρο 471 1 Κ. Π.., τούτο αποτελεί δικαίωση των απόψεων του κ. Παναγιωτόπουλου για την αναγκαιότητα µιας ουσιαστικότερης ενεργοποίησης του άρθρου 471 1 Κ. Π..». 11

Α) ΠΑΡΑΠΕΜΠΤΙΚΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΑ 58 Όταν το βούλευµα διατάσσει την παραποµπή του κατηγορουµένου στο ακροατήριο, τότε δεν επιτρέπεται να εισαχθεί η υπόθεση σε αυτό, έως ότου καταστεί το βούλευµα αµετάκλητο (άρθρα 314 εδάφιο β 59 σε συνδυασµό µε το άρθρο 319 5 εδάφιο β 60 ). Το βούλευµα προσλαµβάνει αµετάκλητο χαρακτήρα όταν δε δύναται να προσβληθεί µε κανένα ένδικο µέσο (είτε έφεση είτε αναίρεση) από κανένα πρόσωπο (κατηγορούµενο ή εισαγγελέα) 61. Προβλήµατα αναφύονται στις περιπτώσεις που παραβιάζονται οι ανωτέρω διατάξεις. Πρωτίστως, υπάρχει το ενδεχόµενο η υπόθεση να συζητηθεί στο ακροατήριο προτού το βούλευµα καταστεί αµετάκλητο. Εάν συµβεί αυτό, τότε θα πρόκειται για υπέρβαση εξουσίας και κατά συνέπεια η εκδοθησοµένη απόφαση θα υπόκειται σε αναίρεση (άρθρο 510 1 περίπτωση η Κ. Π..) 62. Αυτό συµβαίνει επειδή µόνο µετά την αµετάκλητη παραποµπή στο ακροατήριο παρέχεται στο δικαστήριο η δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης Επιπλέον είναι πιθανό να επιδοθεί στον κατηγορούµενο µόνο η κλήση, όχι όµως και το παραπεµπτικό βούλευµα. Εν τοιαύτη περιπτώσει η µη επίδοση στον κατηγορούµενο του παραπεµπτικού βουλεύµατος επιφέρει τη σχετική ακυρότητα της κλήσεως (άρθρο 170 1 Κ. Π..), όπως προκύπτει από το συνδυασµό των διατάξεων 314 εδάφιο β, 319 5 εδάφιο β, 320 1, 321 2 και 5 του Κ. Π. 63. Σε περίπτωση µάλιστα που δεν καλυφθεί η σχετική ακυρότητα, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στα άρθρα 173 και 174 Κ. Π.., τότε θα συνιστά λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής απόφασης (άρθρο 510 58 Ματσούκης, Το ανασταλτικό αποτέλεσµα της έφεσης του κατηγορουµένου κατά του παραπεµπτικού βουλεύµατος, ΠοινΧρ 1998.938 επ. 59 Άρθρο 314 εδάφιο β : «Αν το βούλευµα γίνει αµετάκλητο, ο κατηγορούµενος καλείται στο ακροατήριο σύµφωνα µε το άρθρο 321». 60 Άρθρο 319 5 εδάφιο β : «Μόλις καταστεί αµετάκλητο το βούλευµα, γίνεται η κλήση του κατηγορουµένου κατά τα άρθρα 321 κ. ε.». Ευλόγως δηµιουργείται το ερώτηµα για την ταυτότητα της σκοπιµότητας ύπαρξης µιας σχεδόν πανοµοιότυπης πρόβλεψης σε δυο διαφορετικές διατάξεις του Κ. Π.. Αµέσως όµως λύνεται η απορία, εάν προσέξουµε ότι το άρθρο 314 υπάγεται στο κεφάλαιο που αφορά το Συµβούλιο Πληµµελειοδικών (άρθρα 305 µέχρι και 315 Κ. Π..), ενώ αντιθέτως το άρθρο 319 ανήκει στο κεφάλαιο που ρυθµίζει τα του Συµβουλίου Εφετών (άρθρα 316 έως και 319 Κ.Π..). 61 Μαργαρίτης, Ποινική ικονοµία Ένδικα Μέσα,, 2000, σελ. 223. 62 Κονταξής, Κώδικας Ποινικής ικονοµίας,, 1993, σελ.1536. Μαργαρίτης, ό.π., σελ.223. Παπαδαµάκης, Ποινική ικονοµία: Θεωρία Πράξη Νοµολογία, έκδοση β, 2004,σελ. 581. Μπουρόπουλος, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 55 / 1953, ΠοινΧρ 1953.187 ΑΠ 1314 / 1984, ΠοινΧρ 1985. 333 ΑΠ 488 / 1952 [ contra ], ΠοινΧρ 1953.31, η οποία έκανε δεκτό ότι η εκδίκαση της κατηγορίας κατά το χρόνο που εκκρεµεί η ασκηθείσα αναίρεση κατά του πρωτόδικου βουλεύµατος δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως. 63 Κονταξής, ό.π. ΑΠ 55 / 1953, ΠοινΧρ 1953. 187 ΑΠ 81 / 1954, ΠοινΧρ 1954. 222 ΑΠ 315 / 1954, ΠοινΧρ 1954. 490 ΑΠ 1314 / 1984, ό.π. ΑΠ 1668 / 2002, ΠοινΧρ 2003. 622, σύµφωνα µε την οποία η επίδοση της κλήσης στον κατηγορούµενο προτού καταστεί αµετάκλητο το βούλευµα συνεπάγεται ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο. 12

1 περίπτωση β του Κ. Π..) 64. Πάντως, εν προκειµένω έχει γίνει λόγος και για απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 1 περίπτ. δ Κ. Π..), εξαιτίας του ότι η µη επίδοση του βουλεύµατος, που περιγράφει την αξιόποινη πράξη, στον κατηγορούµενο, του στερεί τη δυνατότητα για αποτελεσµατική ανάπτυξη της υπερασπιστικής του τακτικής στο ακροατήριο 65. Προχωρώντας, σηµαντικό πρόβληµα εντοπίζεται στην περίπτωση κατά την οποία το παραπεµπτικό βούλευµα επιδίδεται στον κατηγορούµενο, αυτός καλείται στο ακροατήριο προτού το βούλευµα καταστεί αµετάκλητο, όµως η εκδίκαση της υπόθεσης λαµβάνει χώρα µετά το χρόνο αµετακλήτου του βουλεύµατος. Επί του θέµατος έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις ως προς την εξεύρεση λύσης. Σύµφωνα µε µια πρώτη άποψη 66 «είναι πρόδηλον ότι δεν παράγεται ακυρότης, εφόσον το περιέχον την κατηγορίαν βούλευµα, εις το οποίον αναφέρεται η κλήσις, επεδόθη εις τον κατηγορούµενον, η δε εκ του άρθρου 471 αναστολή της εκτελέσεως του βουλεύµατος, δηλαδή της εισαγωγής της κατηγορίας στο ακροατήριο, δεν τάσσεται επί ποινή ακυρότητος της κλήσεως, µη εχούσης ενταύθα εφαρµογής της διατάξεως του άρθρου 174 2. Ουδέ παραβίασις της περί αναστολής της παραγραφής διατάξεως του άρθρου 113 2 Π. Κ., εκ του λόγου τούτου, επέρχεται, διότι αύτη προϋπόθεσιν έχει την ακυρότητα της κλήσεως, αφ ης άρχεται η τοιαύτη αναστολή». Μια δεύτερη άποψη 67 υποστηρίζει ότι πρόκειται για σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται εάν δεν προταθεί εγκαίρως, υπό την προϋπόθεση ότι η κλήση επιδόθηκε σε χρόνο που δεν είχε ακόµη εκπνεύσει η προθεσµία για την άσκηση του ενδίκου µέσου ή ακόµη δεν είχε κριθεί το νοµίµως και εµπροθέσµως ασκηθέν ένδικο µέσο εναντίον του βουλεύµατος. Όπως υποστηρίζει µια τρίτη εκδοχή 68, στην περίπτωση που µας απασχολεί 64 Μαργαρίτης, ό.π., σελ.223. Παπαδαµάκης, ό.π., σελ. 222 επ. 65 Ανδρουλάκης, Θεµελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 1994, έκδοση β, σελ. 336, υποσηµείωση υπ αριθµόν 58, οποίος επισηµαίνει: «Η ακυρότητα άρθρο 171 1 δ - της επίδοσης της κλήσης χωρίς να έχει προηγηθεί έγκυρη επίδοση του παραπεµπτικού βουλεύµατος είναι πρόδηλη στην περίπτωση που ο κατηγορούµενος είχε δικαίωµα να ασκήσει ένδικο µέσο κατά του τελευταίου, του οποίου (ένδικου µέσου) µαταιώθηκε έτσι η άσκηση (η προθεσµία για την άσκηση του ενδίκου µέσου κατά βουλεύµατος αρχίζει, όπως ξέρουµε από την επίδοσή του). Αλλά και πέρα από τις περιπτώσεις αυτές της κλήσης για µη αµετάκλητη παραποµπή, η κλήτευση του κατηγορουµένου παρά την κατά παράβαση του άρθρου 314 µη προεπίδοση του παραπεµπτικού βουλεύµατος ενέχει προσβολή του κατοχυρουµένου από το άρθρο 6 3 της Ε.Σ.. Α δικαιώµατος του κατηγορουµένου όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσµία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτοµερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας». ΑΠ 1588 / 2004, Ποιν ικ 2005. 426, η οποία κάνει λόγο για απόλυτη ακυρότητα : «Τούτο ( αναφέρεται στην ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο σύµφωνα µε το άρθρο 171 1 Κ. Π. απόλυτη ακυρότητα - ) πολύ περισσότερο ισχύει και στην περίπτωση που η κλήση στο ακροατήριο επιδόθηκε πριν καταστεί αµετάκλητο ( δηλαδή το βούλευµα )». Επίσης, µε τη συγκεκριµένη απόφαση έγινε δεκτό ότι στο άρθρο 319 5, βάσει του οποίου απαιτείται να γίνεται η κλήση του κατηγορουµένου όταν καταστεί αµετάκλητο το βούλευµα, εννοείται αµετάκλητο ως προς τον κατηγορούµενο και όχι ως προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η σχετική, δηλαδή, αρεοπαγιτική απόφαση αναγνωρίζει το σχετικώς και όχι το πλήρως αµετάκλητο του βουλεύµατος. 66 Όλες οι παρατιθέµενες απόψεις παρουσιάζονται από τον Μαργαρίτη, ό.π., σελ.224 225. ΑΠ 1314 / 1984 ό.π. 67 ΕφΑθ 94 / 1984 ( όπου πρόταση του αντεισαγγελέως Κουβέλη ), ΠοινΧρ 1985. 419 ΠληµΑθ 29133 / 1967 ( όπου παρατηρήσεις Ζαγκαρόλα), ΠοινΧρ 1968.408. 13

µπορεί να εντοπιστεί και απόλυτη και σχετική ακυρότητα. Συγκεκριµένα, η απόλυτη ακυρότητα προκύπτει από το άρθρο 171 περίπτωση δ, εδραζόµενη στη γνώµη ότι εν προκειµένω καταλύεται το δικαίωµα του κατηγορουµένου για την άσκηση ενδίκων µέσων κατά του βουλεύµατος. Από την άλλη πλευρά, η σχετική ακυρότητα, βάσει συνδυασµού των άρθρων 314, 320 και 321 Κ. Π.., θεµελιώνεται στη σκέψη πως ο όρος «κλήση» στο άρθρο 321 Κ.Π.. σηµαίνει δικόγραφο που εκδίδεται µετά το αµετάκλητο του βουλεύµατος. Ωστόσο, η µάλλον ορθή άποψη που έχει διατυπωθεί 69 είναι ότι πρόκειται για σχετική ακυρότητα. Η σκέψη αυτή βασίζεται στα κάτωθι: από το άρθρο 321 4 του Κ. Π.. συνάγεται πως η ακυρότητα της κλήσης τελεί σε συνάφεια και µε την παραβίαση της διάταξης της 2 του ιδίου άρθρου, στην οποία προβλέπεται ότι η κλήση για την εµφάνιση ως προς την αξιόποινη πράξη θα πρέπει να αναφέρεται στο παραπεµπτικό βούλευµα. Παράλληλα, όπως και πιο πάνω έχει επισηµανθεί, σύµφωνα µε το άρθρο 314 εδάφιο β του Κ.Π.. η κλήση του κατηγορουµένου στο ακροατήριο κατά το άρθρο 321 είναι αναπόδραστα συνδεδεµένη µε αµετάκλητο βούλευµα. Κατά λογική ακολουθία, µπορεί µεν το άρθρο 314 να µην προβλέπει κανενός είδους ακυρότητα, όµως τα οριζόµενα στα άρθρα 314 εδάφιο β και 321 2 του Κ.Π.. «εντάσσονται σε µια διαδικαστική ενότητα 70», έτσι ώστε η έννοια του παραπεµπτικού βουλεύµατος να είναι άµεσα συνδεδεµένη µε τον αµετάκλητο χαρακτήρα του. Εποµένως η παραβίαση της προϋπόθεσης αυτής επιφέρει τη σχετική ακυρότητα του άρθρου 321 4 71. Το γεγονός ότι το ζήτηµα αυτό έχει προκαλέσει τη διατύπωση πολλών (και διαφορετικών µεταξύ τους) απόψεων, σκόπιµη καθιστά τη ρύθµισή του από το νοµοθέτη, προκειµένου να δοθεί σαφής και ξεκάθαρη λύση 72. Όταν µε το βούλευµα παραπέµπεται ο κατηγορούµενος στο ακροατήριο του αρµόδιου δικαστηρίου και παράλληλα διατάσσεται η σύλληψη και προσωρινή του κράτηση, τότε ούτε η προθεσµία ούτε η άσκηση του ενδίκου µέσου κατά του βουλεύµατος αναστέλλουν τη διάταξη του βουλεύµατος που αφορά τη σύλληψη και την προσωρινή κράτηση 73. Με άλλα λόγια, αναστέλλεται / εµποδίζεται η απόλυση του κρατουµένου 68 Καλφέλης, Επίδοση κλήσεως στον κατηγορούµενο για να εµφανιστεί στο δικαστήριο πριν καταστεί αµετάκλητο το βούλευµα, Υπερ 1993.183 69 Παπαδαµάκης, ό.π., σελ. 582 583. Είδαµε προηγουµένως ότι και ο Καλφέλης ( ό.π. ) έχει κάνει λόγο για σχετική ακυρότητα όµως ο Παπαδαµάκης υποστηρίζει τη σχετική ακυρότητα παραθέτοντας µια πιο ολοκληρωµένη και νοµικά θεµελιωµένη αιτιολογία. 70 Παπαδαµάκης, ό.π. 71 Παπαδαµάκης, ό.π., «Θα πρόκειται φυσικά για σχετική ακυρότητα του ακροατηρίου, η οποία καλύπτεται, εάν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εµφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της ( άρθρο 174 2 Κ.Π..)». 72 Κάτι το οποίο δυστυχώς δεν έγινε ούτε µε την τελευταία νοµοθετική µεταρρύθµιση (ψήφιση του νόµου 3346 / 2005), αλλά ούτε και µε τις πολύ πρόσφατες τροποποιήσεις των νόµων 3160 / 2003, 3189 / 2003 και 3327 / 2005. Σηµειωτέον ότι µε τους προαναφερθέντες νόµους έχει αλλάξει σωρεία διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και ιδίως του Κώδικα Ποινικής ικονοµίας. Ενόψει αυτών, παραµένει πάντοτε επίκαιρη η προτροπή του Μαργαρίτη (ό.π. σελ. 225 ) για νοµοθετική παρέµβαση. Ακόµη πιο επίκαιρο όµως (για πολλοστή φορά) καθίσταται το Σχέδιο του νέου Κώδικα Ποινικής ικονοµίας, το οποίο στο άρθρο 292 εδάφιο β προβλέπει ότι «µε ποινή ακυρότητας, κλήση στον κατηγορούµενο δεν µπορεί να επιδοθεί πριν το βούλευµα καταστεί αµετάκλητο», σε Μανωλεδάκη, Το Σχέδιο του νέου Κώδικα Ποινικής ικονοµίας και σχετικές παρατηρήσεις του νοµικού κόσµου της χώρας. 73 Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 227. Παπαδαµάκης, ό.π., σελ.583. 14

από τις φυλακές. Αυτό ακριβώς άλλωστε ορίζεται ρητά και στο άρθρο 471 1 εδάφιο β. Μάλιστα, η παραπάνω σκέψη ενισχυόταν και βάσει του προϊσχύοντος νοµοθετικού καθεστώτος 74, όπου οι ρυθµίσεις των άρθρων 478 2 και 482 2 Κ. Π.. έθεταν ως προαπαιτούµενο παραδεκτού της έφεσης και της αναίρεσης κατά βουλεύµατος διατάσσοντος τη σύλληψη και προσωρινή κράτηση του κατηγορουµένου την προσκόµιση (µέσα στην προθεσµία ή στον χρόνο ασκήσεως του ενδίκου µέσου) βεβαιώσεως του διευθυντή της φυλακής ότι εκρατείτο (ο κατηγορούµενος) σ αυτήν σε εκτέλεση του βουλεύµατος το οποίο προσβαλλόταν 75. Επίσης, είναι πιθανό ο κατηγορούµενος να παραπέµπεται µε βούλευµα στο ακροατήριο του αρµοδίου δικαστηρίου όχι µε τον χαρακτηρισµό που ασκήθηκε η ποινική δίωξη (και βάσει του οποίου δικαιολογούνταν η διαταχθείσα προσωρινή κράτηση), αλλά µε ηπιότερο χαρακτηρισµό της πράξης, η οποία δεν επιφέρει την επιβολή προσωρινής κράτησης σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 282 επ. Κ. Π.. Στην περίπτωση αυτή και η προθεσµία για την άσκηση αλλά και η άσκηση ενδίκου µέσου κατά του βουλεύµατος δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της σχετικής µε την απόλυση διατάξεως, ανεξαρτήτως του αν είναι σύµφωνη ή όχι η γνώµη του εισαγγελέα. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 471 1 εδάφιο β, που εγκαθιδρύει µη ανασταλτικό αποτέλεσµα µόνο για τα βουλεύµατα που αποφαίνονται να µη 74 Προτού, δηλαδή από την κατάργηση των διατάξεων των άρθρων 478 2 και 482 2 του Κ. Π.. µε το άρθρο 18 1 και 2 του νεοσυσταθέντος νόµου 3346 / 2005, σχετικά µε τις οποίες, ούτως ή άλλως επικρατούσε έντονος σκεπτικισµός περί συνταγµατικότητάς τους ή όχι: βλ. αντί άλλων τη µελέτη του Ζαχαριάδη: Η κράτηση του αναιρεσείοντος ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως και η αρχή της αναλογικότητας, Ποιν ικ 2002. 926 επ. Στην Αιτιολογική µάλιστα Έκθεση του Σχεδίου του ν.3346/ 2005 αναφέρεται χαρακτηριστικά πως «εναρµονίζει το ισχύον δίκαιο σύµφωνα µε τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου Ανθρωπίνων ικαιωµάτων και, ειδικότερα µε την απόφαση της 18.12.2003 Σκονδριάνος κατά της Ελλάδας, µε την οποία η Ελλάδα καταδικάστηκε για παράβαση του άρθρου 6 1 της Ε. Σ.. Α, επειδή εξαρτά το παραδεκτό της αναίρεσης από την υποβολή του αναιρεσείοντα στην εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης. Η προϋπόθεση αυτή κρίθηκε ότι αντίκειται στην αρχή της δίκαιης δίκης, αφού προβλέπεται η κήρυξη του ενδίκου µέσου ως απαραδέκτου, δηλαδή δυσανάλογη κύρωση, µε αποτέλεσµα να περιορίζεται υπέρµετρα το δικαίωµα της δικαστικής προστασίας του καταδικασθέντος. Έτσι, επιβάλλεται η κατάργηση των περιορισµών των άρθρων 478 2, 482 2 και 508 του Κ. Π.. ώστε να µην εξαρτάται, πλέον, το παραδεκτό της έφεσης κατά βουλευµάτων και της αναίρεσης κατά αποφάσεων από το εάν ο ασκών τα ένδικα µέσα έχει συλληφθεί ή αν έχει εκτίσει την ποινή του.» 75 ΣυµβΑΠ 2276 / 2002, ΠοινΧρ 2003. 812 ΣυµβΑΠ 259 / 1998, ΠοινΧρ. 1998. 899, σύµφωνα µε την οποία «µε το άρθρο 2 20 του ν. 2408 / 1996 δεν καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 471 1 Κ. Π.. ( µη ανασταλτικό αποτέλεσµα της έφεσης κατά της διατάξεως του βουλεύµατος που αφορά την σύλληψη και προσωρινή κράτηση του κατηγορουµένου ) και 478 2 Κ. Π.. ( προσκόµιση βεβαιώσεως του διευθυντού των φυλακών ότι ο εφεσείων κρατείται επί ποινή απαραδέκτου της εφέσεως ), καθώς το άρθρο 2 20 του ν. 2408 / 1996 ρυθµίζει µόνο τα σχετικά µε την ανασταλτική δύναµη της εφέσεως κατά καταδικαστικών αποφάσεων και όχι βουλευµάτων». Για το νόµο 2408 / 1996 θα γίνει αναφορά στη συνέχεια. Πεπόνης, Ανασταλτική δύναµη των ενδίκων µέσων και περιοριστικοί όροι, ΠοινΧρ 1996. 317 επ., όπου υποστηρίζεται ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 471 1 εδάφιο β Κ. Π.., καθώς και εκείνη του άρθρου 478 2 Κ. Π.., εφαρµόζεται αναλογικά και στα βουλεύµατα µε τα οποία επιβάλλονται στον κατηγορούµενο περιοριστικοί όροι. Αντίθετος, ωστόσο ο Μαργαρίτης ( ό.π. σελ. 227 υποσηµείωση υπ αριθµόν 26 α ), ο οποίος ως υπέρµαχος της αντίθετης εκδοχής επισηµαίνει το ανεπίτρεπτο του αποκλεισµού του ανασταλτικού αποτελέσµατος και τη δηµιουργία απαραδέκτων µε ερµηνευτικές κατασκευές και όχι ρητές νοµοθετικές προβλέψεις. 15

γίνει κατηγορία 76. ιευκρινίζεται πως σε περίπτωση που το συµβούλιο παραπέµποντας τον κατηγορούµενο διατάξει την επιβολή περιοριστικών όρων (είτε το πρώτον είτε σε αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης), τότε και η προθεσµία και η άσκηση των ενδίκων µέσων αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης που σχετίζεται µε τους περιοριστικούς όρους. Β) Απαλλακτικά βουλεύµατα Όταν το βούλευµα µε τη σύµφωνη πρόταση του εισαγγελέα αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία και διατάσσεται ταυτόχρονα η απόλυσή του από τις φυλακές, τότε τόσο η προθεσµία όσο και η άσκηση του ενδίκου µέσου ποτέ δεν αναστέλλουν την απόλυσή του από τις φυλακές, όπως άλλωστε ορίζει ρητά και το άρθρο 471 1 εδάφιο β του Κ. Π.. ιαπιστώνουµε πως η συγκεκριµένη πρόβλεψη αναφέρεται ad hoc στα βουλεύµατα που αποφαίνονται ότι «δεν πρέπει να γίνει κατηγορία». Παρά ταύτα, «για την ταυτότητα του νοµικού λόγου» 78 οφείλουµε να δεχτούµε ότι η εν λόγω ρύθµιση αφορά και τις περιπτώσεις των βουλευµάτων, τα οποία ( κατόπιν σύµφωνης εισαγγελικής πρότασης) παύουν οριστικά ή κηρύσσουν απαράδεκτη την ποινική δίωξη 79. Ως εκ τούτου δε δύναται να ανασταλεί η διάταξη του βουλεύµατος που αφορά την απόλυση του κατηγορουµένου µε βάση το δικαίωµα του εισαγγελέα εφετών να προβεί στην άσκηση εφέσεως (άρθρο 479 2 Κ. Π..), όπως και βάσει του δικαιώµατος του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκήσει αναίρεση κατά του βουλεύµατος (άρθρο 483 3 Κ. Π..) 80. Όταν ορισµένες φορές το βούλευµα αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση και παράλληλα διατάσσει την απόλυση του κατηγορουµένου από τις φυλακές τότε τόσο η 76 Καπετανάκης, Κώδιξ Ποινικής ικονοµίας, 1954, σελ.352. Κονταξής, ό.π., σελ. 2032. Μαργαρίτης, ό.π., σελ.226. Μπουρόπουλος, Ερµηνεία του Κώδικος Ποινικής ικονοµίας, τόµος Β, σελ.349 επ. Παπαδαµάκης, ό.π., σελ. 583 584. Στάϊκος, Επίτοµος Ερµηνεία Ελληνικής Ποινικής ικονοµίας, τόµος Γ, σελ. 308 επ. ΠληµµΜεσολ 75 / 1998, ΠοινΧρ 1999.774, όπου αναφέρεται ότι «η διάταξη του απαλλακτικού βουλεύµατος µε το οποίο το Συµβούλιο αποφαίνεται να µη γίνει κατηγορία ελλείψει ικανότητας προς καταλογισµόν και διατάσσει την φύλαξην του δράστη σε δηµόσιο θεραπευτικό κατάστηµα είναι αµέσως εκτελεστή». 77 Παπαδαµάκης, ό.π., σελ. 84 σελ. 584. Και ο Παπαδαµάκης παρουσιάζεται αντίθετος µε την άποψη του Πεπόνη (ό.π.) που υποστηρίζει την αναλογική εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 471 1 Κ. Π.. και στα βουλεύµατα µε τα οποία επιβάλλονται στον κατηγορούµενο περιοριστικοί όροι. 78 Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 227. Παπαδαµάκης, ό.π., σελ.585. 79 Ζησιάδης, Ποινική ικονοµία, τόµος Γ, σελ.183. Καπετανάκης, ό.π., σελ. 352. Καρράς, Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, σελ.739. Μαργαρίτης, ό.π., σελ. 227. Μπουρόπουλος, ό.π., σελ.349 επ. Παπαδαµάκης, ό.π., σελ.584 585. Στάϊκος, ό.π., σελ.308επ. 80 Κονταξής, ό.π., σελ.2037. Μαργαρίτης, ό.π., σελ.227 228. Παπαδαµάκης, ό.π. 16