ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

Σχετικά έγγραφα
της δίωξης ή στην αθώωση.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Θέμα: ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΝ ΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Ευγένιος Αρ. Γιαρένης Αντεισαγγελέας του Στρατοδικείου Ιωαννίνων ρ. ηµοσίου ικαίου Παντείου Πανεπιστηµίου

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η νέα ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β του ΚΔΔ (άρ. 17 του ν. 4446/2016)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Διπλωματική Εργασία στο μάθημα της Ποινικής Δικονομίας

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ Θεσσαλονίκη 14 και 15 Μαρτίου

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΕΙΔΙΚΑ: Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 1. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΝΑΓΚΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΟΥΣ

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Ο Νόμος 1608/1950 περί καταχραστών δημοσίου χρήματος

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΣΧΕ ΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ» Άρθρο 1

Α.- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 24 Απριλίου 2018 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ & ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΙΚΟΝΟΜΙΑ

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠINAKAΣ ΠEPIEXOMENΩN

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Ατελώς (Άρθρο 30 του ν. 40: ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

«Σύσταση αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από ε- από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας,

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Προς: τις Ομοσπονδίες Μέλη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

Προς. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας. και δι' αυτών στους Εισαγγελείς Πρωτοδικών περιφερείας τους

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0407(COD) της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Ποινική Δικονομία ΟΙ ΑΠΟΛΥΤΕΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ.

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΠΑΙΓΝΙΩΝ».

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΝΝΑ ΜΑΚΡΑΚΗ (ΑΕΜ:659) 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ... 4 ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 6 I. ΓΕΝΙΚΑ (Έννοια, δογματική θεμελίωση και νομοθετική ρύθμιση του θεσμού.)... 9 1.Προσέγγιση της έννοιας του θεσμού... 9 2.Δογματική Θεμελίωση... 10 3.Νομοθετική ρύθμιση... 15 II. ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ... 21 1.Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 21 2.Επί παραπεμπτικών βουλευμάτων... 22 2.1. Ως προς την επίδοση της κλήσης... 23 2.2. Ως προς την διάταξη για σύλληψη και προσωρινή κράτηση... 28 2.3. Λοιπές περιπτώσεις παραπεμπτικών βουλευμάτων... 32 3.Επί απαλλακτικών βουλευμάτων... 34 4.Συμπερασματικά... 38 III. ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ... 40 1.Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 40 2.Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης εναντίον απόφασης... 51 2.1. Κανονιστικό πλαίσιο... 51 2.2. Αυτοδίκαιη - εκ του νόμου ή με δικαστική κρίση χορήγηση... 52 2.2.1. Τυπικές προυποθέσεις χορήγησης... 52 2.2.2. Διαδικαστικά ζητήματα... 55 2.2.3. Πλαίσιο χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος κατά το 497ΚΠΔ... 58 2.2.3.1. Προϊσχύσαν καθεστώς... 58 2.2.3.2. Το ισχύον 497ΚΠΔ... 61 2.2.4. Επιμέρους ζητήματα... 74 2.2.4.1. Κριτήρια ουσιαστικές προϋποθέσεις χορήγησης... 74 2

2.2.4.2. Επιβολή περιοριστικών όρων... 76 2.2.4.3. Θέματα αρμοδιότητας... 78 2.3. Αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης λόγω ασκήσεως εφέσεως που δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα... 80 2.3.1. Προϋποθέσεις χορήγησης αναστολής εκτέλεσης... 82 2.3.2. Διαδικαστικά ζητήματα... 84 2.3.3. Πεδίο εφαρμογής του αρ497παρ7κπδ... 93 3.Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της αναίρεσης εναντίον απόφασης... 97 3.1. Κανονιστικό πλαίσιο... 97 3.2. Προϋποθέσεις χορήγησης... 100 3.2.1. Τυπικές - διαδικαστικές προϋποθέσεις:... 100 3.2.2. Κριτήρια ουσιαστικές προϋποθέσεις... 106 3.3. Αντικείμενο της αναστολής εκτέλεσης κατά το 471παρ2ΚΠΔ... 109 IV. ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ... 115 1.Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 115 2.Πεδίο εφαρμογής της διάταξης... 116 3.Διαδικαστικά... 119 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΕΠΙΛΟΓΟΣ... 122 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 125 3

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑιτΕκθ. Αιτιολογική Έκθεση ΑΠ Άρειος Πάγος Αρμ. Αρμενόπουλος ΑρχΝ Αρχείο Νομολογίας αρ. άρθρο βλ. βλέπε γνμδ γνωμοδότηση εγκ εγκύκλιος εδ. εδάφιο ΕΔΔΑ Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ειδ. ειδικότερα εκδ. εκδόσεις ενδ. ενδεικτικά επ. επόμενα ΕΣΔΑ Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κ.α. και άλλα κ.λ.π. και λοιπά ΚΠΔ Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ν. νόμος ΝοΒ. Νομικό Βήμα ο.α.π. όπως από πάνω ΟΗΕ Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών Ολ. Ολομέλεια ο.π. όπως παραπάνω πρβλ παράβαλε παρ. παράγραφος παρατ. παρατηρήσεις ΠΚ Ποινικός Κώδικας Πλημ Πλημμελειοδικείο 4

ΠοινΔικ Ποινική Δικαιοσύνη ΠοινΛογ Ποινικός Λόγος ΠΧρ Ποινικά Χρονικά π.χ. παραδείγματος χάρη Σ Σύνταγμα σ. σελίδα ΣχΚΠΔ Σχέδιο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σχετ. σχετικά Συμβ. Συμβούλιο Υπερ. Υπεράσπιση υποσ. υποσημείωση 5

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το ανασταλτικό αποτέλεσμα είναι από τις σημαντικότερες από πρακτικής άποψης πτυχές στον χώρο των ενδίκων μέσων αφού η αναστολή εκτέλεσης ενός βουλεύματος ή μιας απόφασης, εναντίον των οποίων υπάρχει δικαίωμα για άσκηση ενδίκων μέσων και επανάκριση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό, παγώνει αδρανοποιεί την εκτέλεση ωσότου εκδικαστεί το ασκηθέν ένδικο μέσο και εμποδίζει την επέλευση του αποτελέσματος της προσβαλλόμενης δικαιοδοτικής κρίσης χωρίς να υφίσταται ο κατηγορούμενος στο διάστημα που μεσολαβεί τις δυσμενείς συνέπειες της προς εκτέλεση απόφασης 1. Συνδέεται με την προσωπική ελευθερία του κατηγορουμένου και έχει θεμελιώδη δικονομική σημασία, εξισορροπώντας την κατασταλτική λειτουργία του ποινικού δικαίου που επιβάλλει ποινή με την εγγυητική όψη αυτού και τον σεβασμό θεμελιωδών αρχών του ποινικού δικαιϊκού και δικονομικού συστήματός μας και της ΕΣΔΑ. Απορρέει από την αβεβαιότητα ορθότητας της δικαστικής κρίσης μέχρι εξάντλησης του ελέγχου ορθότητας της διαδικασίας, εξάλλου είναι σύμφυτο με τον ίδιο τον χαρακτήρα των ενδίκων μέσων ως παράπονο ή μομφή για την ορθότητα ορισμένης δικαιοδοτικής κρίσης της οποίας ο έλεγχος επιδιώκεται από ανώτερο όργανο με στόχο τελικά την εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της, εμπεδώνει την αξία τους και εξυπηρετεί τον σκοπό τους με την αποτροπή εκτέλεσης μη ορθής δικαιοδοτικής κρίσης 2. Συνδέεται άρρηκτα με το τεκμήριο αθωότητας κατά το αρ6παρ2εσδα,(«κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο μέχρι της νόμιμης αποδείξεως της ενοχής του»), μετά και από την κύρωση 1 Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, σ.833, Καράμπελας, Η υπεράσπιση του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, τόμος δεύτερος, Νομική βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1992, σ.697, Τσόγκας, σε Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρο, Τόμος Δεύτερος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, σ.2102επ., σ.2103, Μαργαρίτης Μ., Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Θεωρία Νομολογία, εκδ. Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2008,σ.939 2 Βλ. Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία, Ένδικα μέσα I, Εισαγωγή-Παραδεκτό-Αποτελέσματα, Νομική βιβλιοθήκη, 2012, σ.271, Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, στ έκδοση, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2012, σ.656, Κονταξή, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Συνδυασμός θεωρίας & πράξης, Τόμος δεύτερος, Άρθρα 272-603, δ έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2006, σ.2706, Δέδε, Ποινική Δικονομία, 9 η έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή, 1989, σ.555, Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 3 η έκδοση, Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, 2007, σ. 237επ., Καρρά, ο.α.π., σ.833, Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, τόμος τρίτος, έκδοση τρίτη, Αφοί Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη Αθήνα, 1977, Πεπονή, Η ανασταλτική δύναμη της παρά του εισαγγελέως του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου ασκούμενης αναιρέσεως, μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 2 του άρθρου 471ΚΠΔ δι άρθρου 2παρ10 του ν.2479/1997, ΠΧρ2003, σ.1032 6

του 7 ου πρόσθετου πρωτόκολλου, το οποίο τεκμήριο διαπνέει όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας και ισχύει μέχρι το αμετάκλητο, καθώς και με την έννοια της δίκαιης δίκης που συνάγεται από την αρχή του κράτους δικαίου και αποτυπώνεται στο αρ6παρ1εσδα, ώστε να μην επιτρέπεται άμεση εκτελεστότητα της δικαιοδοτικής κρίσης, ενώ τέλος απορρέει από το συνταγματικό δικαίωμα ακρόασης κατ άρθρο 20παρ1Σ. Με άλλα λόγια αποτελεί έκφανση του τεκμηρίου αθωότητας ως στοιχείου δίκαιης δίκης και είναι αναγκαίο συνεχόμενο δικονομικά του δικαιώματος άσκησης ενδίκων μέσων. Με γνώμονα τα ανωτέρω πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις που το ρυθμίζουν. Αφορά τόσο την προδικασία ως προς την αναστολή της προσωρινής κράτησης και την καθυστέρηση επίδοσης κλήσης όσο δεν γίνεται αμετάκλητο το βούλευμα όσο και την μη εκτέλεση καταδικαστικών αποφάσεων. Ωστόσο το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν είναι πάντα προϊόν του τεκμηρίου αθωότητας, αφού μπορεί να λειτουργήσει και σε βάρος του κατηγορουμένου. Έτσι συμβαίνει πχ στην περίπτωση που εκδίδεται απαλλακτικό βούλευμα και ο Εισαγγελέας ασκεί σε βάρος του κατηγορουμένου ένδικο μέσο το οποίο έχει αναστέλλουσα δύναμη και η διάταξη περί απόλυσής του δεν εκτελείται πριν καταστεί αυτό αμετάκλητο, κάτι που προφανώς δεν ευνοεί τον κατηγορούμενο. Από την ανάλυση των άρθρων και την εφαρμογή δυστυχώς προκύπτει ότι η το ανασταλτικό αποτέλεσμα αποκλείεται εκεί πραγματικά που θα είχε νόημα, ήτοι στην επιβολή προσωρινής κράτησης, (αν κα η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται όταν έχει κριθεί επικίνδυνος ούτως η άλλως ο κατηγορούμενος) ενώ όπου επιτρέπεται, χρησιμοποιείται και σε βάρος του κατηγορουμένου. Ωστόσο στην πράξη στο μέτρο που η έφεση του εισαγγελέα εφετών και η αναίρεση του εισαγγελέα ΑΠ δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα (με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να απολύεται όταν διατάσσεται η απόλυσή του) και όσο ο εισαγγελέας πλημ/κών και εφετών δεν ασκεί συχνά αναίρεση, ο κατηγορούμενος ευνοείται από τις οικείες ρυθμίσεις. Επομένως το ανασταλτικό αποτέλεσμα κατέχει σημαντική θέση στο χώρο των ενδίκων μέσων ενώ σε πρακτικό επίπεδο είναι μεγάλης σημασίας, στο μέτρο που οδηγεί στην αποφυγή εκτέλεσης της καταδίκης. Το ρυθμιστικό πλαίσιο αποτυπώνεται στα άρθρα 471, 497ΚΠΔ και ειδικές ρυθμίσεις σε ειδικούς ποινικούς νόμους ενώ έχει υποστεί ποικίλες τροποποιήσεις σε βάθος χρόνου. 7

Η φυσιογνωμία του ανασταλτικού αποτελέσματος έχει αποκρυσταλλωθεί μέσα από την επιστημονική επεξεργασία και νομολογιακή εφαρμογή, βέβαια παραμένει ερμηνευτικά δυσχερής καθότι βρίσκεται ανάμεσα στην ποινική δικαιοσύνη ως μηχανισμό απάντησης στο έγκλημα και ως μηχανισμό προστασίας του πολίτη από την καταχρηστική άσκηση της ποινικής καταστολής, σκοπός δε της παρούσας εργασίας, είναι μία γενική επισκόπηση του θεσμού, ως άρρηκτα συνδεδεμένου με την ίδια τη φύση των ενδίκων μέσων, ως προς τη φύση του και το σκοπό του και ο προσδιορισμός των προϋποθέσεων ουσιαστικής εφαρμογής του, μέσα από την θεωρητική προσέγγιση του θεσμού και ερμηνευτική αντιμετώπιση ζητημάτων που προκύπτουν κατά την εφαρμογή της σχετικής ρύθμισης. Ειδικότερα, θέματα ανάπτυξης της παρούσας εργασίας αποτελούν η δογματική και νομοθετική θεμελίωση του θεσμού και η καταγραφή των τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων εφαρμογής του, τόσο στην προδικασία όσο και στην κύρια διαδικασία. 8

I. ΓΕΝΙΚΑ (Έννοια, δογματική θεμελίωση και νομοθετική ρύθμιση του θεσμού.) 1. Προσέγγιση της έννοιας του θεσμού Κεφαλαιώδης είναι η δικονομική λειτουργία του θεσμού. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα επιφέρει αναστολή, πάγωμα, αδράνεια της προσβαλλόμενης με το ένδικο μέσο δικαιοδοτικής κρίσης, που αποτυπώνεται σε βούλευμα ή απόφαση, έως εκδικάσεως του ενδίκου μέσου, εμποδίζει την εκτέλεση της και μεταθέτει αυτή σε μεταγενέστερο χρόνο, εμποδίζει δηλαδή την επέλευση του αποτελέσματος της δικαιοδοτικής κρίσης, με άλλα λόγια «την επέλευση του λεγόμενου τυπικού ποινικού δεδικασμένου 3». Κρίσιμη η αναστολή τόσο στη προδικασία όσο και στο ακροατήριο, στη μεν πρώτη, ενδιαφέρει η αναστολή εκτέλεσης ενδεχόμενης προσωρινής κράτησης που είχε ήδη επιβληθεί ή διατάχθηκε το πρώτον με το προσβαλλόμενο βούλευμα, ώστε να είναι κρίσιμο το ανασταλτικό αποτέλεσμα του ένδικου μέσου κατά του εν λόγω βουλεύματος, καθώς και η αναστολή της επίδοσης κλήσης ώστε να καθυστερεί η έναρξη της αναστολής της παραγραφής, στο δε δεύτερο ενδιαφέρει η μη έκτιση της επιβληθείσας ποινής, αναστέλλεται σε κάθε περίπτωση δηλαδή η εκτέλεση. Με την αναγνώριση αναστολής εκτέλεσης λοιπόν σε ένα βούλευμα ή απόφαση ενόψει εκκρεμούς ενδίκου μέσου, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να επανακριθεί η υπόθεσή του χωρίς στο μεταξύ να υφίσταται της δυσμενείς συνέπειες της προς εκτέλεση δικαιοδοτικής κρίσης 4 και για αυτό αποτελεί και πρέπει να αποτελεί θεμελιώδη πτυχή στο χώρο των ενδίκων μέσων. Μάλιστα συναρτάται απόλυτα με το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, με την έννοια ότι η τυχόν χορηγηθείσα αναστολή αφορά μόνο το μέρος της προσβαλλόμενης με το ασκηθέν ένδικο μέσο απόφασης ή βουλεύματος που 3 Ζησιάδας Μαργαρίτης, Βασικές έννοιες δικονομικού δικαίου, Εισαγωγή στην Ποινική δικονομία, Τεύχος Α, Β έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1999, σ. 108, Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ.655, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ. 270, Τσόγκας, ΚΠΔ, ο.π., σ.2103 4 Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ο.π., σ.833, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, σ.270, Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ.655, Μαργαρίτης Μ., ο.π., σ.939, Τσόγκας, ΚΠΔ, ο.π., σ.2103 9

μεταβιβάζεται στο αρμόδιο δικαστήριο ή συμβούλιο 5. Ως προς το μέρος αυτό, λοιπόν, του οποίου η ορθότητα αμφισβητείται, αξιώνεται η μη διακύβευση της προσωπικής ελευθερίας του κατηγορουμένου έναντι της καταστολής. 2. Δογματική Θεμελίωση Η αξία ευρείας εφαρμογής του ανασταλτικού αποτελέσματος είναι αναμφίβολα μεγάλη 6 και στηρίζεται σε ποικίλες θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαιικού και δικονομικού συστήματος που το καθιστούν αναγκαίο μέρος των ενδίκων μέσων. Ειδικότερα: α) Όσο η δικαιοδοτική κρίση είναι προσωρινή, επιδεχόμενη έλεγχο της ορθότητάς της δεν μπορεί να δεσμεύει αδιακρίτως τον κατηγορούμενο, πόσο μάλλον όταν μπορεί να εμφιλοχωρήσει σφάλμα λόγω δικαστικής πλάνης, ο κίνδυνος του οποίου ενυπάρχει στις δικαιοδοτικές αποφάσεις, ώστε απορρέει καταρχήν από την αβεβαιότητα αυτή ορθότητας της δικαστικής κρίσης και την ανάγκη εξάντλησης του ελέγχου ορθότητας της διαδικασίας, που δεν συμβαδίζει με την χωρίς άλλο έκτιση ποινής ενώ διαβλέπεται ότι μπορεί να ανατραπεί η ενοχή του και τελικά μπορεί άδικα να δημιουργήσει υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη ζημία στον κατηγορούμενο λόγω και της φύσης των ποινικών κυρώσεων, που συνεπάγονται ευθεία προσβολή των σημαντικότερων έννομων αγαθών του ατόμου 7. Αυτό ήδη προβλέφθηκε κατά το Διάγραμμα του Σχεδίου Κώδικος Ποινικής Δικονομίας του 1932 όπου ορίστηκε ότι «ο χαρακτήρ του ενδίκου μέσου, ως μέμψεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως επί εσφαλμένη εκτιμήσει και εφαρμογή του νόμου, επιβάλλει την καθιέρωσιν γενικώς του ανασταλτικού αποτελέσματος παντός 5 Βαβαρέτος, Κώδιξ Ποινικής Δικονομίας, έκδοση στ, Αφοί Σάκκουλα, Αθήνα, 1982, σ.1122, Παπασπύρου, Το ένδικον μέσον της εφέσεως κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, Αθήνα, 1955, σ.118, υπος3, Δέδες, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ.556, Συμεωνίδης, Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και της αναίρεσης κατά αποφάσεων στην ποινική δίκη, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1999, σ.138, Κονταξής, ΚΠΔ, ο.π., σ.2708, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ.355, Μπουρόπουλος, Μπουρόπουλος Α., Ερμηνεία του κώδικος ποινικής δικονομίας, εκδ. Νικ. Α. Σάκκουλα, 1951, σ.543 6 Πρβλ Συλίκο, παρατ. σε ΠεντΕφΑθ 437/1992, Υπερ1992, σ.1431, ο οποίος επισημαίνει ως σκοπό του θεσμού της αναστολής εκτέλεσης της ποινής την ειδική πρόληψη με την έννοια της αποφυγής της υποτροπής του εκάστοτε δράστη, η ενεργοποίηση του οποίου για αυτό το λόγο θα πρέπει να στηρίζεται στην προσωπικότητα του δράστη και όχι στη φύση του εγκλήματος. 7 Συμεωνίδης, ο.π., σ. 32επ, Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ. 655, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.271, Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, ο.π., σ.237επ. 10

ενδίκου μέσου, εκτός των ρητών εν τω νόμω εξαιρέσεων» 8, ώστε διαφαίνεται ανάγκη ορθολογικής ρύθμισης της κατάστασης κατά το χρονικό διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση του ελέγχου, πολύ περισσότερο όταν το διάστημα αυτό είναι αρκετά μεγάλο στην πράξη ανακύπτει ανάγκη αναστολής της επέλευσης των επαχθών για τον πολίτη συνεπειών της μη αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης 9. β) Ερώτημα τίθεται ως προς το εάν το δικαίωμα 2 ου βαθμού δικαιοδοσίας στο ακροατήριο, που προβλέπεται από το 7 ο συμπληρωματικό πρωτόκολλο ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με το ν.1705/1987 («κάθε πρόσωπο που καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή.») και το Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, που κυρώθηκε με το ν.2462/1997, πρέπει να συνοδεύεται και από αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης δικαιοδοτικής κρίσης για να είναι όντως δικαίωμα επί της ουσίας. Η απάντηση μάλλον είναι καταφατική καθώς το ανασταλτικό αποτέλεσμα συνδέεται άρρηκτα με την εγγυητική προστατευτική για τον κατηγορούμενο λειτουργία των ενδίκων μέσων που έχουν τον χαρακτήρα μομφής κατά της προσβαλλόμενης δικαιοδοτικής κρίσης αφενός αλλά και την αντικειμενική με την έννοια της ανεύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας υπέρ του δημόσιου συμφέροντος, καθότι ενδεχόμενη εκ των υστέρων διαπίστωση ότι άδικα εκτελέστηκε καταδικαστική απόφαση σε βάρος αθώου υπονομεύει την αξιοπιστία και το κύρος της δικαιοσύνης, τουλάχιστον ως προς την έφεση κατά καταδικαστικών αποφάσεων, λόγω της σημασίας της που αναγνωρίζεται από την διεθνή ποινική έννομη τάξη ώστε αναμφισβήτητα το ανασταλτικό αποτέλεσμα αποτελεί αναγκαίο συνεχόμενο της ίδιας της φύσης και της ύπαρξης των ενδίκων μέσων, 10 ακόμη και αυτών που προήλθαν από πρωτοβουλία του ίδιου του δικονομικού νομοθέτη, χωρίς συνταγματική κατοχύρωση. 8 Μαργαρίτης, ο.α.π., σ.269, Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ο.π., σ.833, υπος125 9 Βλ. Συμεωνίδη, ο.π., σ.42 10 Συμεωνίδης, ο.π., σ. 37επ., Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.272, ο ίδιος, Κριτική επισκόπηση νομολογίας, λόγοι και ανασταλτικό αποτέλεσμα ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων, Υπερ1991, σ.1227, Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ο.π., σ.833, ο ίδιος, Η αναίρεση στη Ποινική Δίκη, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2009, σ.97, Διάγραμμα ΣΚΠΔ, σ.340: «ο χαρακτήρ του ενδίκου μέσου, ως μέμψεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως επί εσφαλμένη εκτιμήσει και εφαρμογή του νόμου επιβάλλει την καθιέρωσιν γενικώς του ανασταλτικού αποτελέσματος παντός ενδίκου μέσου, εκτός των ρητών εν τω νόμω εξαιρέσεων.» 11

γ) Το ανασταλτικό αποτέλεσμα αποτελεί αξίωση σύμφυτη με την ίδια τη χορήγηση δικαιώματος άσκησης ενδίκου μέσου και σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ1σ, ως συστατικό στοιχείο της ουσιαστικής υπερασπιστικής τους λειτουργίας που επιδιώκει την αποτροπή επέλευσης ανεπανόρθωτης βλάβης στον πολίτη και άρα συστατικό στοιχείο της αποτελεσματικής και ουσιαστικής δικαστικής προστασίας βάσει του άρθρου 20παρ1Σ που πρέπει να διέπει όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας και αφορά τόσο το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη όσο και την αξίωση για ορθή απονομή δικαιοσύνης με έκδοση ορθής απόφασης, προστασία που υποβιβάζεται όταν δεν παρέχεται άμεσα αλλά μετά την υλοποίηση των δυσμενών και ανεπανόρθωτων συνεπειών της εκτέλεσης της καταδικαστικής απόφασης που δεν αποκαθίστανται in natura 11. Μάλιστα το ανωτέρω δικαίωμα δικαστικής προστασίας υπεράσπισης συνέχεται και με το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης κατά το άρθρο 20 Σ, που αξιώνει πραγματική δυνατότητα να ακουστεί ο κατηγορούμενος που τυχόν απουσίαζε δικαιολογημένα από το δικαστήριο που τον δίκασε και χωρίς να επέλθουν σε βάρος του οι δυσμενείς συνέπειες 12, ενώ επίσης απορρέει και από την γενική αρχή σεβσμού και προστασίας αξίας του ανθρώπου(αρ2παρ1σ), που δεν πρέπει να υποβιβάζεται σε μέσο απλά προς εξυπηρέτηση σκοπών γενικοπροληπτικών ή άσκησης αντεγκληματικής πολιτικής 13. δ) Η αξίωση για μη άμεση εκτελεστότητα σε κάθε περίπτωση, εναρμονίζεται και με την αρχή της δίκαιης δίκης κατά το αρ 6παρ1 ΕΣΔΑ, που αξιώνει τον δίκαιο χαρακτήρα(δίκαια, δημόσια, σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο) καθ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας και άρα και στο πλαίσιο των ενδίκων μέσων, που όσο καθιστούν προσωρινή την δικαιοδοτική κρίση υποκείμενη σε έλεγχο, δεν πρέπει ο κατηγορούμενος να υποστεί τις δυσμενείς και ανεπανόρθωτες συνέπειες μιας καταδίκης που ενδέχεται να ανατραπεί και μάλιστα μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, προκειμένου να μιλούμε για μια δίκαιη διαδικασία που χωρίς στο ελάχιστο να παραβιάζει συγκεκριμένες και αυτονόητες εγγυήσεις να οδηγεί σε αποτελεσματική προστασία, εκτός αν in concreto κρίνεται 11 Βλ σχετ. Συμεωνίδη, ο.π., σ.55επ, Κονταξή, ΚΠΔ, ο.π., σ.2706 12 Συμεωνίδης, ο.π., σ.69, Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ο.π., σ.27επ. 13 Κονταξής, ΚΠΔ, ο.π., σ.2707, Συμεωνίδης, ο.π., σ.65, Καρράς, ο.α.π., σ.26 12

αναγκαία η άμεση εκτέλεση συντρεχόντων προϋποθέσεων αντίστοιχων της προσωρινής κράτησης 14. ε) Σημαντικό έρεισμα - κανονιστική κατοχύρωση βρίσκει επίσης στο τεκμήριο αθωότητας υπέρ του κατηγορουμένου που διαπνέει όλη τη ποινική διαδικασία ως στοιχείο δίκαιης δίκης(αρ6παρ1εσδα) και αρχή του κράτους Δικαίου και επί μέρους αρχή της συνταγματικής αρχής σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου(αρ2παρ1σ) 15 από την αρχή μέχρι αμετάκλητης καταδίκης, του οποίου αποτελεί έκφανση και λόγω του οποίου συνυπάρχει αναγκαίως με την άσκηση ενδίκων μέσων, αφού βάσει του τεκμηρίου αυτού που ισχύει έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης δεν επιτρέπεται η άμεση εκτελεστότητα της δικαιοδοτικής κρίσης. Το τεκμήριο δε αυτό απορρέει από τις επιταγές του άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ που ορίζει ότι «κάθε πρόσωπο τεκμσίρεται ότι είναι αθώο μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του», (αν και δεν αναφέρεται ρητά στον ΚΠΔ βάσει αυτού πρέπει να γίνεται η ερμηνεία του 16 ) που εγγυάται την αντιμετώπιση του κατηγορουμένου ως αθώου έως του σημείου όπου καταφάσκεται κατηγορηματικά και αμετάκλητα η ενοχή του 17. Βέβαια, η ίδια η ΕΣΔΑ προβλέπει ανεκτή απόκλιση από το τεκμήριο επιτρέποντας τη δυνατότητα προσωρινής κράτησης υπό προϋποθέσεις στο αρ5. Ειδικότερα, το αρ5παρ1στ. της ΕΣΔΑ επιτρέπει την προσωρινή κράτηση ορίζοντας ότι «εάν συνελήφθη όπως οδηγηθεί ενώπιον αρμόδιας δικαστικής αρχής, εις την περίπτωσιν ευλόγου υπόνοιας ότι διέπραξεν αδίκημα ή υπάρχουν λογικά δεδομένα προς παραδοχήν της ανάγκης όπως ούτος εμποδισθή από του να διαπράξει αδίκημα ή δραπετεύσει μετά την διάπραξην τούτου» και επομένως επιτρέπει την άμεση εκτελεστότητα όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προσωρινής κράτησης 18 και μάλιστα πριν καν την εισαγωγή και την εκδίκαση της υπόθεσης από 14 Βλ. Συμεωνίδη, ο.α.π., σ.71επ. Για τη σχέση της ΕΣΔΑ με την Ποινική Δικονομία ειδικότερα βλ. και Παπαδαμάκη, Εφαρμογές Ποινικής Δικονομίας, Η νομολογία του Αρείου Πάγου στο χώρο της Ποινικής Δικονομίας υπό το φως των προβλέψεων της ΕΣΔΑ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σ.21επ ή ΠοινΔικ2004, σ.583επ 15 Ζησιάδης-Μαργαρίτης, ο.π., σ.8 16 Βλ. Παπαδαμάκη, Εφαρμογές Ποινικής δικονομίας, ο.π, σ.25 ή ΠοινΔικ2004, σ.583 17 Βλ. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ο.π., σ.28 επ., 834, Συμεωνίδη, ο.π., σ. 76επ, Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, σ.271 και τις εκεί παρατιθέμενες παραπομπές σε υποσ.84, του ίδιου, Ανασταλτικό αποτέλεσμα ενδίκων μέσων και νομοθετικά πισωγυρίσματα:ο πρόσφατος νόμος για τους λαθρομετανάστες, ΠοινΔικ2001, σ.636, Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ.655 18 Συμεωνίδης, ο.π., σ.65, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.272 13

το δικαστήριο, κατά το στάδιο της προδικασίας, ώστε υπό το πρίσμα αυτό πολύ περισσότερο αντίστοιχη κάμψη του τεκμηρίου είναι ανεκτή και μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου από το δικαστήριο και όσο εκκρεμούν ένδικα μέσα, ώστε να χωρεί περιορισμός υπό τις προύποθέσεις επιβολής προσωρινής κράτησης του ανασταλτικού αποτελέσματος με κρίση για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση την κάθε συγκεκριμένη στιγμή 19 ως προς την ανάγκη για άμεση εκτελεστότητα. Ωστόσο λεκτέο είναι το γεγονός ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν είναι πάντα προϊόν του τεκμηρίου αυτού, καθότι η λειτουργία του μπορεί να είναι με τις εξαιρετικά προβλεπόμενες ρυθμίσεις που κάμπτουν τον γενικό κανόνα, σε βάρος του κατηγορουμένου όταν πχ εκδίδεται απαλλακτικό βούλευμα και ο εισαγγελέας ασκεί εις βάρος του κατηγορουμένου ένδικο μέσο με ανασταλτικό αποτέλεσμα ώστε όσο δεν εκτελείται, αναστέλλεται η απόλυσή του και αποβαίνει σε βάρος του κατηγορουμένου. Παρά τα ανωτέρω εκτεθέντα, δεν αμφισβητεί κανείς το γεγονός ότι με την πρώτη καταδίκη και αναγνώριση ενοχής του κατηγορουμένου το ανωτέρω τεκμήριο αθωότητας πλήττεται, πολύ περισσότερο στο στάδιο της αναίρεσης μετά από δύο δικαιοδοτικές κρίσεις σε βάρος του κατηγορουμένου, ενώ πολλές φορές το ανασταλτικό αποτέλεσμα υποβαθμίζεται για λόγους αντεγκληματικής πολιτικής και έρχεται αντιμέτωπο με την κοινή γνώμη ιδίως σε περιπτώσεις σοβαρών εγκλημάτων όπου αξιώνεται η άμεση εκτέλεση της ποινής, ενώ σε κάθε περίπτωση ο κίνδυνος φυγής του κατηγορουμένου είναι παρών 20. Έτσι, στην πραγματικότητα η λειτουργία του ανασταλτικού αποτελέσματος υποβαθμίζεται, περιορίζεται, ιδίως όπου αφήνεται περιθώριο από τον νόμο ώστε να μένει κενή η νομοθετική πρόβλεψή του 21. Σε κάθε περίπτωση όμως βασική αρχή και για τον νομοθέτη και για τον εφαρμοστή του δικαίου θα πρέπει να είναι η προστατευτική για τον κατηγορούμενο αντίληψη ότι το τεκμήριο αθωότητας διαπνέει όλη την διαδικασία και λειτουργεί υπέρ του κατηγορουμένου όσο δεν υφίσταται αμετάκλητη καταδίκη και μέχρι να 19 Βλ. Κονταξή, ΚΠΔ, ο.π., σ.2707, Συμεωνίδη, ο.π., σ. 84επ. 20 Βλ. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, ο.π., σ.244,245, Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ,655, Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.272 21 Παπαδαμάκης, ο.α.π., σ.655 14

ανατραπεί αμετακλήτως, και ότι η ίδια η φύση του ενδίκου μέσου όπου προβλέπεται τέτοιο επιτάσσει την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης δικαστικής κρίσης 22. Πάντως στο μέτρο που η ΕΣΔΑ εισάγει εξαίρεση σχετικά με το ανασταλτικό αποτέλεσμα που συνάγεται από την εξαίρεση στο τεκμήριο αθωότητας, πάντα κανόνας πρέπει να είναι η χορήγηση αναστολής εκτέλεσης κατά το στάδιο άσκησης ενδίκων μέσων, με δυνατότητα αποκλεισμού του κατ εξαίρεση, με in concreto δικαστική κρίση αιτιολογημένη και ειδικά εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προσωρινής κράτησης 23. 3. Νομοθετική ρύθμιση Υπό το πρίσμα των ανωτέρω πρέπει να καθοδηγείται ο νομοθέτης και ο ερμηνευτής και εφαρμοστής του δικαίου, ώστε να εξασφαλίζεται αν όχι η αυτοδίκαιη χορήγηση, η δυνατότητα διεκδίκησης αναστολής εκτέλεσης ως ελάχιστη εγγύηση, ώστε να αποκλείεται με in concreto δικαστική κρίση κάθε φορά αιτιολογημένη, ενώ η χορήγηση να αποτελεί τον κανόνα. Πάντως, το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων αποτελεί οικείο θεσμό στο χώρο της ποινικής δικονομίας 24, καθώς προβλεπόταν ήδη υπό την προϊσχύσασα Ποινική Δικονομία, αποσπασματικά όμως για κάθε επιμέρους ένδικο μέσο(αρ261, 262, 357, 406, 459ΠΔ). Στην πορεία διαμορφώθηκε ο γενικός κανόνας της ανασταλτικής δύναμης των ενδίκων μέσων, όπως προβλέφθηκε στο αρ481παρ1 του Σχεδίου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του 1934 με τις ρητά οριζόμενες εκεί παρεκκλίσεις του, («Το εμπροθέσμως και προσηκόντως ασκηθέν υπό δικαιουμένου εις τούτο ένδικον μέσον και η προς άσκησιν τούτου προθεσμία αναστέλλουσι την εκτέλεσιν της προσβαλλόμενης αποφάσεως ή βουλεύματος, όταν ο νόμος δεν διατάσση ρητώς άλλως. Δεν αναστέλλεται όμως η περί συλλήψεως και προφυλακίσεως διάταξις του βουλεύματος, εάν δε τούτο, συμφωνούν προς την 22 Παπαδαμάκης, ο.α.π., σ. 656, Μαργαρίτης, ο.α.π., σ.272, Συμεωνίδης, ο.π., σ. 86επ. 23 Βλ. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ο.π., σ.834, Συμεωνίδη, ο.π., σ.66, 87επ., Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.273, ο οποίος μάλιστα σημειώνει ότι στο μέτρο που είναι δυνατή έστω η χορήγηση αναστολής εκτέλεσης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που πρόκειται να κρίνει το ένδικο μέσο, είναι ισχυρές οι τυχόν απαγορεύσεις του νόμου για χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. 24 Για την διαχρονική εξέλιξη του κανονιστικού πλαισίου του ανασταλτικού αποτελέσματος βλ. αναλυτικά Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία-Ένδικα, ο.π., σ.268επ., Συμεωνίδη, ο.π., σ. 96επ 15

πρότασιν του εισαγγελέως, αποφαίνηται ότι δεν πρέπει να γίνη κατηγορία κατά του κατηγορουμένου, ουδέποτε αναστέλλεται η εκ των φυλακών απόλυσις αυτού»), το περιεχόμενο του οποίου αναδιατυπώθηκε στο άρθρο 471παρ1 του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο δεν υπέστη καμία μεταβολή έως σήμερα. Έτσι σήμερα, στον ισχύοντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το ανασταλτικό αποτέλεσμα ρυθμίζεται από δύο κατά βάση διατάξεις, των άρθρων 471 και 497. Συγκεκριμένα, το άρθρο 471παρ1α ΚΠΔ με τον τίτλο ανασταλτική δύναμη των ενδίκων μέσων που εντάσσεται στο κεφάλαιο των γενικών ορισμών των ενδίκων μέσων καθιερώνει όπως περιγράφηκε ως άνω τον γενικό κανόνα χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος 25 ορίζοντας ότι «το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από εκείνον που έχει το σχετικό δικαίωμα εμπρόθεσμα και νομότυπα, καθώς και η προθεσμία για την άσκηση, αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που προσβάλλονται, όταν ο νόμος δεν διατάζει διαφορετικά». Πρόκειται δε για ρύθμιση που ανταποκρίνεται και στην πρόβλεψη του άρθρου 546ΚΠΔ κατά το οποίο «η καταδικαστική απόφαση και κάθε διάταξη του δικαστή ή του εισαγγελέα εκτελείται μόλις γίνει αμετάκλητη, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά σε ειδικές περιπτώσεις». Αποτελεί γενικής ισχύος διάταξη που καλύπτει όλα τα ένδικα μέσα, τόσο στην προδικασία, όσο και κατά την κύρια διαδικασία. Προβλέπει αφενός αυτόματη λειτουργία της αναστολής και μη έκτιση της υποκείμενης στο ένδικο μέσο δικαιοδοτικής κρίσης χωρίς ειδική προηγούμενη δικαιοδοτική κρίση που να την χορηγεί και αφετέρου αναστολή που επέρχεται τόσο κατά την προθεσμία όσο και κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου και όσο εκκρεμεί αυτό 26. Ωστόσο το ίδιο το άρθρο θέτει επιφύλαξη υπέρ ειδικότερης διαφορετικής ρύθμισης, πάλι συμμορφούμενο και με την επιφύλαξη του άρθρου 546ΚΠΔ. Διαφορετικές ρυθμίσεις δε που σχετικοποιούν τον γενικό κανόνα τίθενται: στο άρθρο 471παρ1β+γΚΠΔ ως προς την έφεση κατά βουλεύματος, το οποίο ορίζει ότι «δεν αναστέλλεται η διάταξη του βουλεύματος που αφορά τη σύλληψη και την προσωρινή κράτηση» και «αν το βούλευμα με σύμφωνη την πρόταση του 25 Καράμπελας, Η υπεράσπιση του κατηγορουμένου στην Ποινική Δίκη, ο.π., σ.697, Συμεωνίδης, ο.π., σ.91επ., Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ο.π., σ.833, ο ίδιος, Η αναίρεση στην Ποινική δίκη, ο.π., σ.97, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.273, Αρβανίτης/Καλφέλης/ Καράμπελας/Μαργαρίτης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Τόμος δεύτερος, Άρθρα 409-603, Σχόλια Νομολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, 200, σ. 1029 26 Συμεωνίδης, ο.π., σ. 93 16

εισαγγελέα αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου, ποτέ δεν αναστέλλεται η απόλυσή του από τις φυλακές», στο άρθρο 479ΚΠΔ που ορίζει ότι η προθεσμία και η έφεση που ασκήθηκε εκ μέρους του Εισαγγελέα Εφετών εναντίον του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών δεν αναστέλλουν τη διατασσόμενη αποφυλάκιση του κατηγορουμένου, στο άρθρο 483ΚΠΔ που ορίζει ότι η προθεσμία και η αναίρεση που ασκήθηκε εκ μέρους του Εισαγγελέα ΑΠ εναντίον οποιουδήποτε βουλεύματος δεν αναστέλλουν τη διατασσόμενη αποφυλάκιση του κατηγορουμένου, στο άρθρο 471παρ2ΚΠΔ ως προς το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά αποφάσεων για το οποίο «κατ εξαίρεση η προθεσμία για την άσκηση του και η αίτηση δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης που προσβάλλεται με αυτή», καθώς και στο άρθρο 497ΚΠΔ που ρυθμίζει ειδικά την ανασταλτική δύναμη της έφεσης κατά απόφασης και για την οποία ορίζεται ότι «ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μόνο η έφεση που ασκείται παραδεκτά και όχι η προθεσμία για την άσκησή της» ενώ προβλέπονται και ειδικά οι περιπτώσεις αυτοδίκαιης(με επιβεβαίωση του κανόνα του άρθρου 471ΚΠΔ) ή μετά από δικαστική κρίση χορήγησης. Ειδικές ρυθμίσεις επίσης που απομακρύνονται από τον κανόνα της ανασταλτικής δύναμης προβλέπονται στο άρθρο 507ΚΠΔ το οποίο ορίζει ότι η αναίρεση του Εισαγγελέα που δεν υπηρετεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση καθώς και η αναίρεση του Εισαγγελέα του ΑΠ κατ άρθρο 505παρ2ΚΠΔ και όταν υπέρ του κατηγορουμένου δεν αναστέλλουν την εκτέλεση 27. Διατάξεις επίσης αποκλείουσες την αναστολή εκτέλεσης είναι αυτές των άρθρων 341ΚΠΔ ως προς την αίτηση ακύρωσης διαδικασίας, καθώς και 547ΚΠΔ, που ορίζει ότι «η αθωωτική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί». Επίσης η έφεση του Εισαγγελέα κατά του καταδικασθέντος ή κατά αθωωτικής απόφασης δεν έχει αναστέλλουσα δύναμη, βάσει του 497παρ6ΚΠΔ, που αφορά την ανασταλτική δύναμη της έφεσης του Εισαγγελέα υπέρ εκείνου που καταδικάστηκε. Επομένως παρατηρείται κάμψη του κανόνα και ως προς τον αυτοδίκαιο χαρακτήρα της αναστολής με την απαίτηση για θετική δικαστική κρίση και ως προς τον αποκλεισμό της χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος κατά την προθεσμία, 27 Συμεωνίδης, ο.π., σ.100, Κονταξής, ΚΠΔ, ο.π., σ.2720 17

η οποία δυνατότητα έχει στην ουσία σημασία και μάλιστα μεγάλη μόνο στο χώρο των ενδίκων μέσων κατά βουλεύμάτων 28. Έτσι καταρχήν εφαρμογής τυγχάνει το άρθρο471παρ1ακπδ κατά το οποίο χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα τόσο κατά την προθεσμία όσο και κατά την άσκηση του ενδίκου μέσου, ενώ στο βαθμό που ορίζεται ειδικά και εξαιρετικά κάμπτεται ο κανόνας αυτός. Επομένως τα επιμέρους ζητήματα της προδικασίας ρυθμίζονται βάσει του 471παρ1αΚΠΔ,( ως προς την έφεση κατά βουλεύματος, εφόσον σε σχέση με την αναίρεση δεν υπάρχει πλέον αντικείμενο καθότι δεν προβλέπεται πλέον τέτοιο δικαίωμα υπέρ του κατηγορουμένου) και με την ειδική ρύθμιση του 471παρ1β+γΚΠΔ, ενώ κατά την διαδικασία στο ακροατήριο εφαρμογής τυγχάνει το άρθρο 497ΚΠΔ ως προς την έφεση κατά απόφασης και το 471παρ2ΚΠΔ ως προς την αναίρεση κατά απόφασης, με τη ρύθμιση του 471παρ1ΚΠΔ εδώ να συνυπάρχει για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τις ειδικές διατάξεις, αποτελούσα πάντα τον ερμηνευτικό κανόνα και οδηγό για κατανόηση κάθε άλλης σχετικής διάταξης και επίλυσης προβληματικών σημείων εφαρμογής τους 29. Επομένως δεν υπάρχει μία ενιαία ρύθμιση αλλά ο νομοθέτης τοποθετούμενος σε μία ενδιάμεση θέση, αλλού επιτρέπει ανασταλτικό αποτέλεσμα τόσο στην προθεσμία και στην άσκηση(ο κανόνας που κάμπτεται μέσω ειδικότερων ρυθμίσεων ώστε η προθεσμία τελικά να αποκλείει αναστολή εκτέλεσης στην έφεση ενώ στην αναίρεση και η προθεσμία και η ίδια η άσκηση), άλλοτε μόνο στην άσκηση αποκλείοντας την προθεσμία και άλλοτε καθόλου, επιτρέποντάς το τελικά κυρίως στην έφεση. Διαφαίνεται συνεπώς ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων υπάρχει ειδική πρόβλεψη, ώστε η γενική διάταξη του άρθρου 471παρ1α ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 546ΚΠΔ ως προς τον κανόνα του αμετάκλητου να τίθεται τελικά άνευ ουσίας και οι εξαιρέσεις στον κανόνα που προβλέπει να καθιστούν την άμεση 28 Βλ. Μαργαρίτη, Η διάταξη του άρθρου 471παρ1 είναι γράμμα κενό;, Αρμ1979, σ.336επ., πρβλ. Παναγιωτόπουλο, Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκου μέσου(ή το κενό γράμμα του άρθρου 471παρ1 ΚΠΔ), Αρμ1978, σ.1015επ. που σημειώνει ότι έχει μόνο διακοσμητικό χαρακτήρα και μόνο σύγχυση προκαλεί, επομένως είτε πρέπει de lege ferenda να απαλειφθεί, είτε να ενεργοποιηθεί η ουσιαστική εφαρμογή της. 29 Συμεωνίδης, ο.π., σ.95, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.275, Τσόγκας, ΚΠΔ, ο.π., σ.2105 18

εκτέλεση τον κανόνα ιδίως στην προδικασία, με άλλα λόγια γενική αρχή να τίθεται η μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος εκτός αν δεν ορίζεται τίποτα 30! Πάντως, ενιαία αντιμετωπίζεται σε όλες τις περιπτώσεις η αναγκαία τυπική προϋπόθεση του παραδεκτού του ασκημένου ένδικου μέσου κατά το άρθρο 476ΚΠΔ για την ενεργοποίηση τυχόν χορηγούμενου ανασταλτικού αποτελέσματος. Αυτό προκύπτει καταρχήν από την γενική ρύθμιση του άρθρου 471παρ1α ΚΠΔ, που απαιτεί το ένδικο μέσο να ασκήθηκε από εκείνον που έχει το σχετικό δικαίωμα και να ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα 31. Προς επίρρωση αυτής της αξίωσης, το άρθρο 497ΚΠΔ αναφέρει ότι «ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει μόνο η έφεση που ασκείται παραδεκτά», ενώ το αρ471παρ2εδτελκπδ ορίζει ότι «δεν έχει ανασταλτική δύναμη το ένδικο μέσο αν ο νόμος δεν το χορηγεί ρητά». Επομένως καθίσταται σαφές ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων συνδέεται άρρηκτα με ασκούμενο παραδεκτός υπό τις προϋποθέσεις του 476παρ1ΚΠΔ ένδικο μέσο 32, και μάλιστα παγίως γίνεται δεκτό ότι το απαραδέκτως ασκηθέν ένδικο μέσο δεν εξοπλίζεται εξ αρχής με ανασταλτικό αποτέλεσμα και χωρίς να απαιτείται προηγουμένως η κήρυξή του ως απαράδεκτο από το αρμόδιο όργανο το οποίο και διατάσσει την εκτέλεση κατά το άρθρο 476ΚΠΔ, η οποία κήρυξή του ως απαράδεκτο απλώς κυρώνει την γενόμενη από τον επιφορτισμένο για αυτήν εισαγγελέα εκτέλεση 33, προκειμένου να αποτραπεί η παρέλκυση της δίκης με άσκηση προδήλως μη επιτρεπόμενων ενδίκων μέσων 34. 30 Έτσι και Συμεωνίδης, ο.π., σ. 94, Τσόγκας, ο.α.π., σ.2105, Μαργαρίτης, ο.α.π., σ.275, ο ίδιος Αρμ1979, ο.π., σ.336, Παναγιωτόπουλος, Αρμ1978, ο.π., σ.1016, Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ο.π., σ.834, Μαργαρίτης Μ., ο.π., σ.941, Αρβανίτης/Καλφέλης/Καράμπελας/Μαργαρίτης, ο.π., σ.1029 31 Βλ. Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ.181, Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.273-274, ΕγκΕισΑΠ 7/1973, ΠοινΧρ 1973, σ.409 32 Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.274, Τσόγκας, ΚΠΔ, ο.π., σ.2104, ΕγκΕισΑΠ7/1973, ΠΧρ1973, σ.409, ΤριμΕφΑιγ 123/2000, ΠοινΔικ 2000, σ.1212 με παρατηρήσεις Τόρβα, ΠλημΛαρ4276/1996, ΠοινΧρ1997, σ.702, Συμεωνίδης, σ.123, Ζαχαριάδης, Η ποινική δίκη και παραίτηση από τα ένδικα μέσα, σ.436, 442(:η παραίτηση ως στοιχείο του απαράδεκτου θα πρέπει να μην έχει γίνει, ενώ αν γίνει παραίτηση από το ασκηθέν ένδικο μέσο, η απόφαση ή το βούλευμα εκτελείται ήδη από το χρόνο δηλώσεως της παραίτησης). Πρβλ. Βαβαρέτο, ο.π., κατά τον οποίο το απαραδέκτως ασκηθέν ένδικο μέσο ενεργεί ανασταλτικώς μέχρι να κηρυχθεί απαράδεκτο, καθώς και Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ.181, κατά τον οποίο το 476παρ1 ως προς την εκτέλεση μετά την κήρυξη του απαραδέκτου αφορά μόνο την περίπτωση που ασκηθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος. 33 Βαβαρέτος, ο.π., σ.1122, 1249, Μπουρόπουλος, ο.π., σ.546, Ζησιάδης, ο.α.π., σ.181, Παπασπύρου, Το ένδικον μέσον της εφέσεως κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, ο.π., σ.154,159-160, Δέδες, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ.556, υποσ.176, Συμεωνίδης, ο.π., σ.123, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.274, Τσόγκας, ΚΠΔ, ο.π., σ.2105, Ζαχαριάδης, 19

Λόγω της διαφορετικής λειτουργίας, λογικής και σκοπού του ανασταλτικού αποτελέσματος του ενδίκου μέσου σε προδικασία και κυρίως διαδικασία, με την έννοια ότι στην προδικασία αυτό που ενδιαφέρει είναι η αναστολή της προσωρινής κράτησης και η αναστολή της επίδοσης κλήσης μέχρι να γίνει αμετάκλητο το βούλευμα, ενώ στο ακροατήριο η αναστολή αφορά την μη εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης και δεδομένων των διαφορετικών ρυθμίσεων που προβλέπονται για έκαστη ως προς το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και της αναίρεσης, σκόπιμο είναι να εξετασθεί χωριστά το ζήτημα στα βουλεύματα και στη συνέχεια στις αποφάσεις με τις επιμέρους περιπτώσεις εφαρμογής του. ο.α.π., σ.436, ΕγκΕισΑΠ 7/1973, ο.π., Φράγκος, Κώδικας Ποινικής δικονομίας, Ερμηνεία & πρόσφατη νομολογία Αρείου Πάγου κατ άρθρο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη, 2011, σ. 1158 34 ΕγκΕισΑΠ7/1963, ΠΧρ1973, σ.409, Βαβαρέτος, ο.π., σ.1122, Μπουρόπουλος, ο.π., σ.546, Δέδες, ο.π., σ.556, υποσ.177, Καρράς, Η αναίρεση στην Ποινική Δικη, ο.π., σ.98 20

II. ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Όπως προειπώθηκε, λόγω των εξαιρετικών ειδικών ρυθμίσεων που προβλέπει ο νόμος σε σχέση με τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης κατά αποφάσεων(βλ. άρθρα 497 και 471παρ2 ΚΠΔ αντίστοιχα) η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 471παρ1ΚΠΔ καλύπτει κατά κύριο λόγο το πεδίο των ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων 35, όπου άλλοτε υπάρχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και άλλοτε αποκλείεται. Ειδικότερα, εφαρμογής τυγχάνει η αρχή του άρθρου 471παρ1α ΚΠΔ, κατά το οποίο ανασταλτικό αποτέλεσμα έχει τόσο η προθεσμία όσο και το ασκούμενο ένδικο μέσο κατά βουλεύματος, εφόσον ασκήθηκε βέβαια εμπρόθεσμα και νομότυπα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, ενώ κατά το άρθρο471παρ1β ΚΠΔ ορίζεται ότι το ένδικο μέσο εναντίον παραπεμπτικού βουλεύματος και η προθεσμία άσκησής του δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης του βουλεύματος που αφορά τη σύλληψη και την προσωρινή κράτηση. Από την ειδική αυτή πρόβλεψη συνάγεται όπως αναφέρθηκε η ανάγκη πρόληψης ενδεχόμενης φυγοδικίας του κατηγορουμένου 36. Επίσης κατά το άρθρο471παρ1γ ΚΠΔ, σε περίπτωση προσβολής βουλεύματος που με σύμφωνη πρόταση του εισαγγελέα αποφαίνεται νη μην γίνει κατηγορία, ποτέ δεν αναστέλλεται η απόλυση του κατηγορουμένου από τις φυλακές, (εξάλλου το άρθρο 479εδβ και 483παρ3αεδα ορίζουν ότι η έφεση του Εισαγγελέα Εφετών κατά βουλεύματος Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και η αναίρεση του Εισαγγελέα ΑΠ κατά οποιουδήποτε βουλεύματος δεν αναστέλλουν την αποφυλάκιση του κατηγορουμένου που έχει διαταχθεί με το προσβαλλόμενο βούλευμα). Δεδομένου λοιπόν ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων ορίζεται διαφορετικά οπότε η διάταξη αυτή που προβλέπει τον κανόνα του ανασταλτικού 35 Τσόγκας, ΚΠΔ, ο.π., σ.2105. Σημειώνεται ότι «το 471παρ1 ως ρύθμιση που αφορά ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων, επεκτείνεται και καλύπτει και την περίπτωση που το δικαστήριο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο και παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, οπότε η απόφασή του αυτή θεωρείται κατά κρατούσα άποψη ότι επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος, το οποίο και κοινοποιείται στον κατηγορούμενο για την άσκηση ενδίκων μέσων, μόνο όταν ο κατηγορούμενος είναι απών», βλ σχετ. Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.275, Τσόγκα, ΚΠΔ, ο.π., σ.2105, ΑΠ1627/2009 ΝοΒ2010, σ.754, ΑΠ1973/2009ΠοινΧρ2010, σ.605 36 Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.273 21

αποτελέσματος τίθεται άνευ ουσίας στην προδικασία και η αρχή που προβλέπει μετατρέπεται σε μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος εκτός αν δεν ορίζεται τίποτα. Οπότε πρακτικά δεν υπάρχει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην προδικασία στο μέτρο που πάντα εκτίεται η προσωρινή κράτηση κατά το 471παρ1β ΚΠΔ. Η χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος διαδραματίζει τελείως διαφορετικό λειτουργικό ρόλο στον χώρο των παραπεμπτικών και απαλλακτικών βουλευμάτων αντίστοιχα, καθώς στα μεν θα ενδιέφερε η χορήγησή του ώστε να αποφευχθούν οι δυσμενείς συνέπειες για τον κατηγορούμενο που σχετίζονται με την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο και με την διάταξη του βουλεύματος που αφορά σύλληψη και προσωρινή κράτηση, ενώ στα απαλλακτικά βουλεύματα ενδιαφέρει τον κατηγορούμενο η μη χορήγηση ανασταλτικής δύναμης, ώστε να εκτελείται άμεσα η διάταξη του βουλεύματος που τον απαλλάσει και διατάσσει την απόλυσή του ενώ ήταν προσωρινά κρατούμενος. Επομένως σκόπιμη είναι η χωριστή διερεύνηση της χορήγησης ή μη ανασταλτικού αποτελέσματος για κάθε μία εκ των δύο κατηγοριών βουλευμάτων. 2. Επί παραπεμπτικών βουλευμάτων Παραπεμπτικά βουλεύματα 37 που παραπέμπουν τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου εκδίδονται όταν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου που στηρίζουν κατηγορία εναντίον του για ορισμένη πράξη(άρθρο313κπδ) και διατάσσουν επίδοση κλήσης στον κατηγορούμενο (άρθρα314 και 321ΚΠΔ) και εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, καθώς και επιβάλλουν σύλληψη και προσωρινή κράτηση ή περιοριστικούς όρους, το πρώτον ή τη συνέχιση αυτών(άρθρο 315ΚΠΔ). Στο πεδίο επομένως των παραπεμπτικών βουλευμάτων η χορήγηση ή μη αναστολής ενδιαφέρει αφενός ως προς την επίδοση κλήσης και ως εκ τούτου την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο και αφετέρου ως προς την σύλληψη και επιβολή προσωρινής κράτησης ή περιοριστικών όρων. Ειδικότερα: 37 Βλ. Παπαδαμάκη, ο.π., σ.453 22

2.1. Ως προς την επίδοση της κλήσης Το νόημα το ανασταλτικού αποτελέσματος εδώ σε περίπτωση άσκησης ενδίκων μέσων συνίσταται στην καθυστέρηση της επίδοσης της κλήσης προς εμφάνιση στον κατηγορούμενο και άρα της εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο μέχρι το αμετάκλητο του βουλεύματος σε περίπτωση παραπομπής του κατηγορουμένου. Πράγματι, βάσει του άρθρου 314β ΚΠΔ (ως προς βούλευμα ΣυμβΠλημ) και 319παρ5β ΚΠΔ (ως προς βούλευμα ΣυμβΕφ), η κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο λαμβάνει χώρα μόνο εφόσον το παραπεμπτικό βούλευμα που διατάσσει την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο καταστεί αμετάκλητο, κάτι που συμμορφώνεται και με τον κανόνα του 471ΚΠΔ. Επομένως τα εναντίον του βουλεύματος ασκούμενα ένδικα μέσα αναστέλλουν την επίδοση της κλήσης, δηλαδή εμποδίζουν την υπόθεση να εισαχθεί στο ακροατήριο (γιατί η επίδοση είναι η πρώτη επ ακροατηρίου πράξη και συνιστά εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, βλ. σχετ. παρακάτω). Άρα όσο διαρκεί η προθεσμία άσκησης αλλά και με την άσκησή τους τα ένδικα μέσα κατά βουλευμάτων αναστέλλουν την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, η οποία δεν είναι επιτρεπτή, και δεν επιδίδεται κλήση, πριν το βούλευμα καταστεί αμετάκλητο 38. Στο σημείο αυτό χρήζει διευκρίνισης τι εννοείται με τον όρο αμετάκλητο, που μέχρι να επέλθει, αναστέλλει εμποδίζει την επίδοση της κλήσης προς εμφάνιση στο ακροατήριο του κατηγορουμένου. Αμετάκλητο λοιπόν είναι το βούλευμα κατά το άρθρο 546παρ2ΚΠΔ γενικά όταν είτε εξαρχής δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, είτε τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα ασκήθηκαν και απορρίφθηκαν είτε δεν ασκήθηκαν μέσα στην νόμιμη προθεσμία μετά τη νόμιμη επίδοση του βουλεύματος στον κατηγορούμενο. Το ερώτημα που τίθεται στη συνέχεια είναι αν πρόκειται για σχετικώς αμετάκλητο, δηλαδή αρκεί να μην μπορεί να προσβληθεί το βούλευμα με κανένα ένδικο μέσο από τον κατηγορούμενο ή απολύτως αμετάκλητο δηλαδή να μην μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο από κανέναν δικαιούχο και επομένως ούτε και από τον Εισαγγελέα 39. Μάλιστα, το ζήτημα είναι κρίσιμο γιατί η 38 Ζησιάδης, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ.181, Τσόγκας, ΚΠΔ, ο.π., σ.2105, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.276, Παπαδαμάκης, ο.π., σ.656 39 Βλ. Ζύγουρα, Η εισαγωγή εις το ακροατήριον του κατηγορουμένου που παραπέμπεται με βούλευμα, ΠοινΔικ2007, σ.457, Παπαδαμάκη, ο.π., σ.657, Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.276 23

αναστολή επιδικίας αρχίζει από την επίδοση της κλήσης και όσο πιο νωρίς γίνεται η επίδοση τόσο μειώνονται οι πιθανότητες παραγραφής. Για το συγκεκριμένο θέμα θεωρία και νομολογία δεν ταυτίζονται. Έτσι κατά τη πρόσφατη νομολογία, το αμετάκλητο στις περιπτώσεις των άρθρων 314 και 319παρ5 νοείται το σχετικώς, δηλαδή για την επίδοση της κλήσης εννοείται ως προς κάθε κατηγορούμενο για τον οποίο το παραπεμπτικό βούλευμα κατέστη αμετάκλητο και δεν χριεάζεται να καταστεί αμετάκλητο και ως προς όλους τους διαδίκους και Εισαγγελέα, λόγω του ότι το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου επιβάλλει την άμεση εκκαθάριση της εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης και δεν έχει νόημα να αναμείνει ο εισαγγελέας να καταστεί αμετάκλητο το βούλευμα ως προς όλους τους συγκατηγορουμένους και ως προς την εκπροσωπούμενη από τον ίδιο εισαγγελική αρχή 40. Παλιότερα δε και πριν το 2008, γινόταν δεκτό από τον ΑΠ 41, το ολικώς αμετάκλητο, που καταλαμβάνει δηλαδή και τον εισαγγελέα ΑΠ. Σύμφωνη με την παλιά άποψη είναι και η θεωρία 42, καθώς τα αρ.314, 319 εκτίμησαν ότι ο κατηγορούμενος πάει στο ακροατήριο όταν κάθε δυνατότητα ανατροπής του βουλεύματος είναι αποκλεισμένη και εφόσον ο εισαγγελέας ΑΠ έχει ακόμη δικαίωμα να αναιρεσιβάλλει το βούλευμα και να ανατρέψει την παραπομπή, αυτή η δυνατότητα δεν είναι αποκλεισμένη και ορθότερο λοιπόν να γίνεται δεκτό το ολικό αμετάκλητο. Είτε γίνει δεκτή η μία ή η άλλη λύση, το ερώτημα που γεννάται είναι ποια είναι η συνέπεια σε περίπτωση επίδοσης της κλήσης τελικά πριν το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο (σε περίπτωση σφάλματος του εισαγγελέα ή προκειμένου να προλάβει ενδεχόμενη παραγραφή ίσως, πάντων σημειωτέον ότι καταργήθηκαν τα ένδικα μέσα στα πλημ/τα). Θα είναι έγκυρη η κλήση, θα υπάρχει ακυρότητα και αν ναι σχετική ή απόλυτη; 40 ΑΠ570/2008, ΠοινΔικ2008, σ.421 με σύμφωνες παρατ. Ζύγουρα, (ο οποίος σημειώνει ότι αντίστοιχα το ανέκκλητο απόφασης κατά το 504 ΚΠΔ ως προϋπόθεση άσκησης αναίρεσης λογίζεται το σχετικώς ως προς τον ασκούντα αναίρεση), Ζύγουρας, ΠοινΔικ2007, ο.π., σ.457, ΕφΑθ888/2009, ΠΧρ2011, σ.535, ΑΠ532/2011ΠΧρ2012, σ.180, βλ. και Μουζακίδη, Ζητήματα εκτέλεσης ποινικών αποφάσεων, β έκδοση, Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. Σάκκκουλας, 2006, σ.5 41 Ενδεικτικά ΑΠ1588/2004, ΠοινΔικ2005, σ.426, ΑΠ1935/2006, ΠΧρ2007, σ. 814, ΤριμΕφΠατρών456/2006, ΠοινΔικ2007, σ.48 42 Βλ. Μαργαρίτη, Ποινική δικονομία-ένδικα μέσα, ο.π., σ.276, Τσόγκα, ΚΠΔ, ο.π., σ.2105, Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ.657 24

Καταρχήν, σε περίπτωση που η υπόθεση φτάσει και συζητηθεί στο ακροατήριο ενώ δεν έχει τελειώσει η προδικασία δηλαδή πριν το βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, τότε συνιστά κατά γενική ομολογία υπέρβαση εξουσίας, χωρίς αμφιβολία, αφού το δικαστήριο υπερβαίνει την εξουσία του εφόσον μόνο η αμετάκλητη παραπομπή παρέχει στο δικαστήριο τη δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της απόφασης (510παρ1Η ) 43. Επίσης, σε περίπτωση επίδοσης μόνο κλήσης προς εμφάνιση χωρίς το παραπεμπτικό βούλευμα ή σε περίπτωση μη έγκυρης επίδοσης αυτού, από συνδυασμό 314β, 319παρ5β, 320παρ1 και 321 παρ2, 5 ΚΠΔ προκύπτει ρητά σχετική ακυρότητα της κλήσης κατά το 170παρ1 44 (που αν δεν καλυφθεί βάσει των 173 και 174 με αντιρρήσεις του κατηγορουμένου πριν την πρόοδο της δίκης καθιστά αναιρετέα την απόφαση με 510παρ1Β) ενώ θα μπορούσε να γίνει λόγος και για απόλυτη ακυρότητα 171παρ1δ διότι η μη επίδοση του βουλεύματος που περιγράφει την πράξη στερεί από τον κατηγορούμενο τη δυνατότητα ανάπτυξης αποτελεσματικής υπερασπιστικής γραμμής στο ακροατήριο, ενώ παραβιάζεται το δικαίωμα του για να ασκήσει ένδικο μέσο ή να πληροφορηθεί την εναντίον του κατηγορία κατά αρ6παρ3α ΕΣΔΑ 45. Αμφισβήτηση δημιουργείται όμως σε περίπτωση που επιδοθεί μεν κλήση πριν το παραπεμπτικό βούλευμα καταστεί αμετάκλητο, ενώ κατά την συζήτηση της υπόθεσης έχει καταστεί αμετάκλητο, ως προς το αν θα πάσχει η κλήση και αν ναι με απόλυτη ή σχετική ακυρότητα: Καταρχάς, τα 314β και 319παρ5β παραβιάζονται, αλλά δεν απαγγέλουν καμία ακυρότητα παρά μόνο την αξίωση να είναι το βούλευμα αμετάκλητο όταν θα κληθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, με άλλα λόγια η δια του 471ΚΠΔ αναστολή εκτέλεσης του βουλεύματος της εισαγωγής δηλαδή της υπόθεσης στο 43 Ζησιάδης, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ.181, Κονταξής, ΚΠΔ, ο.π., σ.2038, Τσόγκας, ΚΠΔ, ο.π., 2105, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-Ένδικα μέσα, ο.π., σ.276-7, ο ίδιος, παρατ. σε ΣυμβΕφΑθ 758/1989, Υπερ1995, σ.1140, Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ.656, ΑΠ1314/1984, ΠΧρ1985, σ.333, ΑΠ360/2001, ΠοινΔικ2001, σ.598 με παρατηρήσεις Μαργαρίτη, Καρράς, σ.602 44 Παπαδαμάκης, ο.α.π., σ.657, υποσ.24, Κονταξής, ο.α.π., σ.1536, Μαργαρίτης, ο.α.π., σ.277, ο ίδιος, ο.α.π., Υπερ1995, σ.1140, Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, ο.π., σ.602, ΑΠ1314/1984, ΠΧρ1985, σ.333, ΑΠ1632/1995, Υπερ1996, σ.52, ΑΠ1668/2002, Αρμ2002, σ.1844, με παρατ. Ζαχαριάδη, Ζύγουρας, ο.π., ΠοινΔικ2007, σ.457 45 Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της Ποινικής Δίκης, ο.π., σ.408, υποσ.402, Καρράς, ο.α.π., σ.602, Μαργαρίτης, ο.α.π., σ.277, ο ίδιος, παρατ. σε ΣυμβΕφΑθ758/1989, Υπερ1995, σ.1138 25

ακροατήριο δεν τάσσεται επί ποινή ακυρότητας της κλήσεως, ενώ η ακυρότητα της κλήσης του αρ321παρ2 προϋποθέτει μη επίδοση καθόλου του παραπεμπτικού βουλεύματος και επομένως δεν επέρχεται καμία ακυρότητα της κλήσης παρόλου που δεν συμμορφώθηκε η επίδοση με την αναστολή εκτέλεσης του βουλεύματος του 471, ενώ ούτε παραβίαση της περί αναστολής της παραγραφής διατάξεως του 113παρ2 ΠΚ υπάρχει, διότι προύπόθεση έχει την ακυρότητα της κλήσης από την οποία άρχεται η αναστολή αυτή, οπότε υποστηρίξιμο θα ήταν να μην συνιστά καμία ακυρότητα, αφού για να είναι σχετικώς άκυρη πρέπει να ορίζει ο ίδιος ο νόμος ποινή ακυρότητας και απόλυτη δεν είναι, διότι δεν παραβιάζεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου άσκησης ενδίκων μέσων πρίν τη συζήτηση στο ακροατήριο 46. Κατά άλλη άποψη που διατυπώθηκε 47, υπάρχει και απόλυτη ακυρότητα βάσει 171παρ1δ διότι παραβιάζεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου για άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλεύματος και άρα προσβάλλεται υπερασπιστικό του δικαίωμα, η πρόταση της οποίας πρέπει να γίνει μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η παραπομπή ( αλλά ωστόσο είναι δεδομένη η δυνατότητα ασκήσεως ενδίκων μέσων πριν την συζήτηση στο ακροατήριο 48 ) και σχετική που στηρίζεται στο συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 314, 320, 321ΚΠΔ, (το 321παρ2 άλλωστε παραπέμπει στο 320 και αυτό στο 314), από όπου προκύπτει ότι ο όρος κλήση στο άρθρο 321 εννοείται ως δικόγραφο εκδιδόμενο κατά το 314 μετά το αμετάκλητο του βουλεύματος. Πάντως κρατούσα κατά τον ΑΠ άποψη είναι αυτή η τελευταία, ότι δηλαδή πρόκειται για σχετική ακυρότητα 49, αφού επιδίδεται σε χρόνο που δεν έχει 46 Καρράς, ο.α.π., σ.603, Τσόγκας, ΚΠΔ, ο.π., σ.2106, ΑΠ1314/1984, ΠΧρ1985, σ.333, ΝοΒ1984, σ.1782, Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-ένδικα μέσα, ο.π., σ.278, ο ίδιος, παρατ. σε ΣυμβΑΠ360/2001, ΠοινΔικ2001, σ.601, ο οποίος προτείνει την νομοθετική παρέμβαση και συμφωνεί με το αρ292β του ΣχΝΚΠΔ κατά το οποίο «με ποινή ακυρότητας, κλήση στον κατηγορούμενο δεν μπορεί να επιδοθεί πριν το βούλευμα καταστεί αμετάκλητο.», βλ. σχετ. σε Μανωλεδάκη, Το Σχέδιο του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και σχετικές παρατηρήσεις του νομικού κόσμου της χώρας, εκδ.σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1996, σ.167 47 Καλφέλης, Επίδοση κλήσεως στον κατηγορούμενο για να εμφανιστεί στο δικαστήριο πριν καταστεί αμετάκλητο το παραπεμπτικό βούλευμα, Υπερ1993, σ.183επ, ΑΠ 1668/2002, Αρμ2002, σ.1844 48 Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία-ένδικα μέσα, ο.π., σ.278, ο ίδιος, ο.π., Υπερ1995, σ.1141 49 Ενδεικτικά ΠλημΑθ29133/1967, ΠοινΧρ1968, σ.108 με παρατ. Ζαγκαρόλα, ΣυμβΑΠ360/2001 ΠοινΔικ2001, σ.598 με παρατ. Μαργαρίτη, ΑΠ1668/2002, Αρμ2002, σ.1844, ΑΠ1588/2004 ΠΧρ2005, σ.643, ΣυμβΕφΑθ758/1989, Υπερ1995, σ.1138, με παρατ. Μαργαρίτη, ΕφΠατρών 456/2006 ΠοινΔικ2007, σ.48, ΕφΘες1822/2007, ΠοινΔικ2007, σ.840. Έτσι και Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, ο.π., σ.657 26