Σκαρπίδης Νίκος του Μάριου, 7 ετών Το μυστήριο του πασχαλινού λαγού Του Κώστα Στοφόρου «Να βγούμε;» «Όχι ακόμα», είπε ο μπαμπάς. «Δεν θα έχει έρθει. Είναι πολύ νωρίς. Κάτσε να ξυπνήσει κι ο Δημήτρης». «Ο Δημήτρης λέει πως δεν υπάρχει και πως είμαι χαζή!» διαμαρτυρήθηκε η Αντιγόνη. «Τον άκουσα κι εγώ», ήρθε συνήγορος υπεράσπισης η Έλλη. «Εσύ να μην ανακατεύεσαι!» τη μάλωσε η Βασιλική. «Μπα! Τι μας λες; Πολύ μεγάλη δεν μας το παίζεις κι εσύ;» «Δεν το παίζω. Είμαι μεγάλη. Και συ είσαι μωρό!» «Δεν είμαι μωρό!» «Σοβαρά; Εσύ παίζεις ακόμη με Μπάρμπι». «Ψέματα!» «Εσύ λες ψέματα. Θα πω στη μαμά πού ήσουνα χθες το βράδυ».
«Σκάσε!» «Εσύ να σκάσεις!» «Σκάστε όλοι!» «Δημήτρη! Ηρέμησε!» πετάχτηκε ο μπαμπάς. «Με ξύπνησαν με τις φωνές τους. Όλο έτσι κάνουν». «Είναι αργά. Έτσι κι αλλιώς έπρεπε να ξυπνήσεις για να βοηθήσεις και τον θείο στο σούβλισμα του αρνιού». «Μα ξενυχτήσαμε χθες». «Ανάσταση ήταν. Ο θείος σου έχει σηκωθεί από τις εφτά». «Στον ύπνο του το έβλεπε το αρνί;» «Άντε σήκω τώρα και μη σ ακούσω να ξαναμιλάς έτσι στις ξαδέρφες σου. Θα έρθει κι ο πασχαλινός λαγός». «Σιγά μην έρθει κι ο Νταρθ Βέιντερ». «Στο είπα μπαμπά. Ο Δημήτρης λέει πως δεν υπάρχει πασχαλινός λαγός». «Και τότε ποιος φέρνει τα δώρα;» «Έλα ντε!» είπε ο Δημήτρης ειρωνικά. Ο μπαμπάς κοίταξε τον Δημήτρη με έντονο ύφος, μέχρι που εκείνος σταμάτησε να μιλάει. Τι ήταν όλα αυτά με τον πασχαλινό λαγό; Από τότε που ο Δημήτρης ήταν μωρό -πότε πέρασαν δεκατρία ολόκληρα χρόνια;- περίμενε πάντα με ανυπομονησία το Πάσχα και τα δώρα που έκρυβε στον κήπο του σπιτιού στο χωριό ο πασχαλινός λαγός. Τα περίμενε πιο πολύ κι από τα Χριστούγεννα και τον Αϊ-Βασίλη. Κι ας ήταν μικροδωράκια για όλα τα παιδιά: Γόμες, ξύστρες, φακοί, σοκολατάκια, αυτοκόλλητα, στρατιωτάκια, αυτοκινητάκια Στο παράθυρο, πίσω από το πηγάδι, σε μια κουφάλα της μουριάς, στο παλιό κουρείο, ανάμεσα στις πασχαλιές, κάτω από τις σκάλες. Από το ένα δώρο στο άλλο σε οδηγούσαν μικρά σημειώματα-γρίφοι που άφηνε ο πασχαλινός λαγός. Και τώρα ο Δημήτρης έλεγε πως δεν υπάρχει ο πασχαλινός λαγός. Λες και δεν ήταν εκείνος ο πιο ανυπόμονος να λύσει τους γρίφους που τους έβαζε ο λαγός για να βρουν τα δώρα: «Από εκεί κάποτε έβγαζαν νερό. Αν ψάξεις γύρω θα βρεις το μυστικό» -κι εννοούσε το παλιό πηγάδι. Τα παιδιά έτρεχαν και ανακάλυπταν τα μικρά δωράκια που τα γέμιζαν χαμόγελα. Ο Δημήτρης βαρύς φέτος, αφού τελικά ντύθηκε με τα πολλά, είπε με ύφος ανωτερότητας στα κορίτσια: «Άντε, να σας κάνω το χατίρι. Πάμε να δούμε τι έχει κρύψει αυτή τη φορά».
Τα παιδιά άνοιξαν την πόρτα και βρήκαν το πρώτο σημείωμα να τους περιμένει στο καμπανάκι της εισόδου. Ο μπαμπάς τούς ακολουθούσε φωτογραφίζοντας κάθε στιγμή κι ας αντιδρούσε ο Δημήτρης. «Έλα, άνοιξε να δούμε τι γράφει», είπε η Αντιγόνη. Ο Δημήτρης ξετύλιξε το σημείωμα και διάβασε: «Καλό Πάσχα! «Με την ψιλή» φώναζε ο δάσκαλος κι οι μαθητές πήγαιναν εκεί. Αν πας κι εσύ θα βρεις κάτι γλυκό να σε περιμένει. Ο πασχαλινός λαγός». «Πανεύκολο» είπε η Έλλη «Το κουρείο!». «Πάμε!» φώναξε η Αντιγόνη κι έτρεξαν προς τα κει με τον μπαμπά να λαχανιάζει για να τους προλάβει. Όμως, όταν έφτασαν στο κουρείο, όσο κι αν έψαξαν, τίποτα δεν βρήκαν. Ούτε δώρο. Ούτε σημείωμα. «Μήπως καταλάβαμε κάτι λάθος;» αναρωτήθηκε η Βασιλική. «Μα τι λάθος; Με την ψιλή -σίγουρα σε κούρεμα αναφέρεται» απάντησε ο Δημήτρης. Πιο απορημένος απ όλους, όμως, ήταν ο μπαμπάς.
Ήταν σίγουρος πως τα πρώτα δώρα βρίσκονταν στο παλιό κουρείο. Τι να είχε, άραγε, συμβεί; Μετά από δυο, τρεις, τέσσερις, πέντε ώρες ψάξιμο, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο πασχαλινός λαγός είχε εξαφανιστεί. Άραγε που να είχε πάει; Μήπως είχε πάει κανένα ταξίδι; Μπα, είπε η Έλλη. Μήπως ξέχασε να παραδώσει τα δώρα; Μπα, δε νομίζω, είπε η Βασιλική. Μήπως αρρώστησε; Σιγά μην αρρώστησε, είπε η Αντιγόνη. Τα παιδιά και ο μπαμπάς ξανάρχισαν την έρευνα για τον πασχαλινό λαγό. Έψαχναν, έψαχναν, κι έψαχναν μα όσο κι αν έψαχναν δε βρήκαν ούτε ένα τοσοδούλικο στοιχειάκι. Ξαφνικά, όπως περπάταγε, ο Δημήτρης γλίστρησε σε ένα σημείωμα. Όταν συνήλθε, το έπιασε και το διάβασε. Έλεγε: «Αγαπητά παιδιά, φέτος δεν γουστάρω να έρθω το Πάσχα! Είμαι πολύ απογοητευμένος γιατί η συμπεριφορά του Δημήτρη ήταν απαράδεκτη. Πασχαλινός Λαγός» Τότε ο Δημήτρης στενοχωρήθηκε πάρα πολύ γιατί δεν είχε καταλάβει ότι η συμπεριφορά του ήταν απαράδεκτη απέναντι στις ξαδέλφες του. Αποφάσισε να πάει στον λαγό και να του ζητήσει συγγνώμη. Αμέσως μετά έκοψε το τοσοδούλικο κομμάτι του γράμματος που έλεγε τη διεύθυνση του λαγού που ήταν: Δάσος 3, οδός Μου Πέφτουνε Τα Πορτοκάλια Στο Κεφάλι, 23. Όμως δεν ήθελε οι ξαδέλφες και ο πατέρας του να μάθουν ότι πήγαινε εκεί. Αποφάσισε λοιπόν να φύγει στη 1 η ώρα το βράδυ για να συναντήσει τον πασχαλινό λαγό. Αφού περπάτησε για ώρα στο δάσος, ο Δημήτρης μπήκε σε μια σπηλιά. Μέσα, πάνω στο βράχο, έγραφε ιερογλυφικά και δεν μπορούσε να τα
καταλάβει. Τότε βρήκε έναν ντόπιο κι εκείνος του εξήγησε τι σημαίνουν: «Προσέξτε καλοί άνθρωποι, σε αυτή την οδό μπορεί να σας τσακίσουν τα πορτοκάλια. Αλλά ακόμη και τα πορτοκάλια είναι ένα τίποτα μπροστά σε αυτό που θα σας συμβεί. Έχει δεινόσαυρους, τέρατα, καρχαρίες, πιράνχα και κροκόδειλους». Δεν φοβήθηκε όμως ο Δημήτρης και τελικά τα κατάφερε. Όταν συνάντησε τον λαγό είδε ότι ήταν τελείως διαφορετικός απ ότι τον είχε φανταστεί: Ήταν ένας γκρίζος κούνελος που είχε καράφλα και, τι σύμπτωση!, τον έλεγαν κι αυτόν Δημήτρη! Ο λαγός τον καλοδέχτηκε. Ο Δημήτρης του είπε ότι ήθελε να ζητήσει συγγνώμη. Ο Λαγός τον συγχώρεσε και του είπε να πάει να ζητήσει συγγνώμη από τις ξαδέλφες και τον πατέρα του. Και ο Δημήτρης τον υπάκουσε πρόθυμα. Οι ξαδέλφες και ο πατέρας του τον συγχώρεσαν. Κι έτσι, για ένα ακόμη Πάσχα, ο λαγός μοίρασε παντού δώρα και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.