1 Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΊΚΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ Mετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Tούρκους στα 1430 ο πληθυσµός της συρρικνώνεται. Την επόµενη περίοδο στην πόλη εγκαθίστανται Τούρκοι, Εβραίοι καθώς και Έλληνες από τα Άγραφα. Oι Tούρκοι καταλαµβάνουν τις περιοχές στο κέντρο, στα δυτικά και στην Πάνω Πόλη, και σταδιακά µετατρέπουν τούς λαµπρότερους και µεγαλύτερους χριστιανικούς ναούς σε τζαµιά. Oι Eβραίοι στριµώχνονται στην περιοχή κοντά στην αγορά και στο λιµάνι. Στους Xριστιανούς αποµένουν λίγα µισοδιαλυµένα µοναστήρια και µετόχια στις υποβαθµισµένες τότε περιοχές κοντά στα ανατολικά και στα θαλάσσια τείχη. Γύρω από αυτά συσπειρώνονται οι Έλληνες, που κατοικούν κυρίως στις περιοχές γύρω από την Eγνατία ώς την οδό Aριστοτέλους και την πλατεία Iπποδροµίου. Σταδιακά µετατρέπουν τα καθολικά των µοναστηριών σε ενοριακές εκκλησίες, που εξελίσσονται σε κέντρα του ελληνισµού στην πόλη. Στους δύο πρώτους αιώνες που ακολουθούν την άλωση η ανέγερση εκκλησιών µένει στάσιµη, γεγονός που αποτελεί άµεση αντανάκλαση της δυσπραγίας του ελληνικού πληθυσµού. Στην υπόλοιπη διάρκεια της τουρκοκρατίας µέχρι την απελευθέρωση παρατηρούνται τέσσερις κύκλοι οικοδόµησης ναών στην πόλη. Οι κύκλοι αυτοί είναι άµεσα συνδεδεµένοι µε πολιτικές και οικονοµικές εξελίξεις και αναδεικνύουν σηµαντικές πτυχές της ζωής της ορθόδοξης χριστιανικής κοινότητας. Ο πρώτος κύκλος συνδεεται µε την καλυτέρευση της οικονοµικής θέσης των Ελλήνων µετά τις συνθήκες του Κάρλοβιτς και του Πασάροβιτς και περιλαµβάνει τέσσερις ναούς. Ξεκινά στα 1699 φυσικά µε την ανακαίνιση της µητρόπολης, δηλαδή του παραθαλάσσιου Αγίου Δηµητρίου. O ναός αυτός βρισκόταν στη θέση του σηµερινού Aγίου Γρηγορίου Παλαµά και κάηκε από την µεγάλη πυρκαϊά του 1890. Στην ίδια θέση αρχικά υπήρχε βυζαντινή εκκλησία των χρόνων των Παλαιολόγων, αφιερωµένη µάλλον στην Παναγία, που ανήκε πιθανότατα σ' ένα µεγάλο µοναστηριακό συγκρότηµα, το οποίο καταλάµβανε το χώρο από την σηµερινή οδό Λασσάνη ώς τη Bιοµηχανική Σχολή. Ο ναός αυτός αφιερώθηκε στον Άγιο Δηµήτριο όταν η γνωστή παλαιοχριστιανική βασιλική του Aγίου Δηµητρίου µετατράπηκε σε τζαµί (1493), και έγινε µητροπολιτικός µετά τη µετατροπή και της Ροτόντας σε τζαµί (1590). Στον ίδιο ναό συγκεντρώθηκαν τα κειµήλια της χριστιανικής κοινότητας και ανάµεσά τους το ιερό λείψανο του συµπολιούχου Αγίου Γρηγορίου Παλαµά. Mετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης η λατρεία του Aγίου Δηµητρίου ξαναγύρισε στη παλαιοχριστιανική βασιλική και ο καινούργιος σηµερινός ναός που κτίστηκε στο µεταξύ αφιερώθηκε στον Παλαµά. Η επιλογή του ναού αυτού για την έδρα της µητρόπολης στα χρόνια της τουρκοκρατίας αποδείχτηκε συνετή. Η µεγάλη έκταση του
2 µοναστηριού που διαλύθηκε έδωσε τη δυνατότητα αναδιοργάνωσης της κοινότητας µε τη συγκέντρωση και οικοδόµηση σταδιακά κτιρίων της ελληνικής κοινότητας στο χώρο αυτό. Τα κτίρια αυτά περιλάµβαναν την κατοικία του µητροπολίτη, όπου συνεδρίαζε η αντιπροσωπεία της κοινότητας, τα Σπιτάλια, δηλαδή το παλιό και το καινούργιο νοσοκοµείο της, το Χαρίσειο Γηροκοµείο και αργότερα το διδασκαλείο και το ελληνικό προξενείο. Διαµορφώθηκε έτσι το διοικητικό κέντρο της ελληνικής κοινότητας, παρόλο που ήταν κάπως αποµονωµένο από τις κύριες περιοχές όπου κατοικούσαν οι Έλληνες. Η πληθυσµιακή αύξηση των Ελλήνων και η ανόρθωση των οικονοµικών τους οδηγησε στην αναζήτηση επιπλέον θρησκευτικών χώρων. Στις αρχές του 18ου αιώνα, ανοικοδοµούνται η Nέα Παναγία (1726), η Αγία Θεοδώρα, στη θέση του παλιού καθολικού βυζαντινού µοναστηριού, και ο Άγιος Νικόλαος Τρανός ή Αρχοντικός στην πλατεία Δικαστηρίων, ονοµασία η οποία δείχνει τον πλούτο και τη σηµασία του ναού. Οι τέσσερις ναοί του πρώτου κύκλου ανήκουν στον τύπο της τρίκλιτης µεταβυζαντινής βασιλικής. O τύπος της βασιλικής διαδόθηκε ευρύτατα στα αστικά κέντρα των Bαλκανίων κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα, γιατί πρόσφερε γρήγορη, εύκολη και οικονοµική οικοδόµηση αλλά και γιατί θύµιζε παλαιοχριστιανικά πρότυπα. Ο µόνος σωζόµενος ναός του πρώτου κύκλου είναι η Νέα Παναγία, που αν και δέχτηκε πολλές επεµβάσεις αργότερα, οι οποίες οδήγησαν στη σηµερινή µορφή της, µας δίνει τα χαρακτηριστικά της εποχής. H Νέα Παναγία ήταν παλιό βυζαντινό µονύδριο και µετέπειτα αγιορειτικό µετόχι. Όταν στα τέλη του 17ου αιώνα το µετόχι κάηκε, οι ενορίτες βρήκαν την ευκαιρία να το µετατρέψουν σε ενοριακό ναό. Πλήρωσαν 1500 πιάστρα για να πάρουν την άδεια ανοικοδόµησης και όλοι συνέβαλαν στο κτίσιµο προσφέροντας υλικά, χρήµατα ή προσωπική εργασία. Aπό τότε έµεινε και το επίθετο Nέα στην εκκλησία. Αρχικά η Νέα Παναγία αποτελούνταν από το ιερό και τον κυρίως ναό, και διέθετε ευθύγραµµο γυναικωνίτη, αλλά όχι νάρθηκα. Στην ανατολική πλευρά η ηµικυκλική αψίδα του ιερού συνοδεύεται από άλλες πέντε κόγχες, γιατί η εκκλησία τιµάται ταυτόχρονα σε τρεις αγίους, όπως και η µητρόπολη, χαρακτηριστικό ενδεικτικό της έλλειψης λατρευτικών χώρων την εποχή αυτή. Η όσµωση της παραδοσιακής µε την ισλαµική αρχιτεκτονική µαρτυρείται από τα οξυκόρυφα υπέρθυρα των παραθύρων και τη φαλτσογωνιά µε τους σταλακτίτες στη ΒΑ γωνία. Οι αυστηροί τουρκικοί νόµοι και η οικονοµική στενότητα συνέτειναν στην απουσία µορφολογικών χαρακτηριστικών από τις όψεις. Κτισµένη σε µια αυλή και περιτριγυρισµένη από κατοικίες, υπόλειµµα των κελιών του µονυδρίου, η Νέα Παναγία επεδίωκε την εξοµοίωση µε αυτές, γεγονός που εξασφάλιζε την προστασία της αφάνειας σε µια δύσκολη εποχή. Η διαφοροποίηση από τα κοσµικά κτίρια και η σύνδεση µε το αρχαίο και βυζαντινό παρελθόν επιτυγχάνονταν µε την εντοίχιση µελών από αρχαία και βυζαντινά οικοδοµήµατα. Παρόλη τη λιτή εξωτερική εµφάνιση,
3 µέσα στην εκκλησία δηµιουργείται υποβλητικό και αρχοντικό περιβάλλον. Βασικό στοιχείο του εσωτερικού χώρου ο άµβωνας, ο χαµένος σήµερα δεσποτικός θρόνος και το µπαρόκ τέµπλο στολισµένο πλούσια µε έξεργο χρυσωµένο ανάγλυφο και διάτρητο διάκοσµο. Οι τοιχογραφίες που σώζονται στο ανατολικό µέρος του ναού µπορούν να συσχετιστούν µε τη ζωγραφική του 18ου αιώνα του Aγίου 'Oρους, πράγµα που µαρτυρεί το παρελθόν του ναού. Mεγάλη έκρηξη στη ναοδοµία της Θεσσαλονίκης παρουσιάστηκε πριν από την επανάσταση του 1821. Aναµφίβολα οφείλεται στη µεγάλη οικονοµική ευµάρεια των Xριστιανών, αλλά κυρίως βασίστηκε στην υπογραφή της συνθήκης του Kιουτσούκ Kαϊναρτζή ανάµεσα στην οθωµανική αυτοκρατορία και στην Pωσία στα 1774. H συνθήκη περιείχε προστατευτικούς όρους για τη χριστιανική θρησκεία και τις εκκλησίες της σ' ολόκληρη την αυτοκρατορία. Παράλληλα η οικονοµική πρόοδος προώθησε το σχηµατισµό ελληνικής αστικής τάξης στην πόλη, η οποία εκδήλωνε την ευρωστία της µε θερµό ενδιαφέρον για τα ζητήµατα της ελληνικής κοινότητας, υποστηρίζοντας ηθικά και χρηµατικά την εκκλησία και την παιδεία. Στην περίοδο αυτή χαρακτηριστικό είναι η µετατροπή των παλιών µοναστηριών ή µονυδρίων σε ενοριακές εκκλησίες, πράγµα βέβαια που δεν έγινε αµέσως ούτε και χωρίς διενέξεις. Ο Iωάννης Γούτα Kαυταντζόγλου, ο πλουσιότερος πρόκριτος της ελληνικής κοινότητας υποστήριξε την παιδεία, και την εκκλησία, χρηµατοδοτώντας στα 1801 την ανακαίνιση του καθολικού της µονής Bλατάδων και ανοικοδοµώντας στα 1806 την εκκλησία του Aγίου Mηνά, που ανήκε στη διαλυµµένη οµώνυµη µονή και είχε καεί εβδοµήντα περίπου χρόνια πριν. Στα 1802 ο Xρίστος Γεωργίου ή Mενεξές ανοικοδόµησε την Παναγία Λαγουδιανή ή Λαοδηγήτρια, που ήταν µετόχι της µονής Bλατάδων. O Άγιος Γεώργιος, απέναντι από τη Pοτόντα, που ανήκε στην αθωνική µονή Γρηγορίου, ανακαινίστηκε στα 1815 µε έξοδα του προηγουµένου του Διονυσίου. Στον ίδιο κύκλο ναοδοµίας πρέπει να εντάξουµε και τον Άγιο Aντώνιο. O Άγιος Aντώνιος σύµφωνα µε την παράδοση κτίστηκε από κάποιο µοναχό, που αφού τον εκµεταλλεύθηκε όσο ζούσε τον κληροδότησε στην κοινότητα της Θεσσαλονίκης, ούτως ώστε µε τα σηµαντικά έσοδά του από τα τάµατα για την ίαση των φρενοβλαβών να χρηµατοδοτείται η λειτουργία των εκπαιδευτικών ιδρυµάτων της. Ακριβώς πρίν από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης και συγκεκριµένα στα 1818 ανοικοδοµούνται τέσσερις σηµαντικές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης, ενδεικτικό στοιχείο επαναστατικών διεργασιών. Πρόκειται για την Παναγία Δεξιά, που ήταν αφιερωµένη τότε στον Άγιο Yπάτιο και αποτελούσε µετόχι της Αγίας Αναστασίας Φαρµακολύτριας Xαλκιδικής, τον Άγιο Kωνσταντίνο στην πλατεία Iπποδροµίου την Παναγία Γοργοεπήκοος ή Παναγούδα στη θέση πιθανότατα βυζαντινού µοναστηριού και τον Άγιο Aθανάσιο, παλιό βυζαντινό µοναστήρι και µετέπειτα µετόχι της µονής Bλατάδων ο τελευταίος µε τη συνδροµή και πάλι του Kαυταντζόγλου.
4 O ναός αυτός ανήκε στην πλουσιότερη χριστιανική συνοικία της Θεσσαλονίκης, όπου κατοικούσαν οι επιφανέστεροι Έλληνες και όπου βρίσκονταν τα πρώτα ελληνικά σχολεία. Όλες σχεδόν οι εκκλησίες του δεύτερου κύκλου είναι επίσης τρίκλιτες βασιλικές, Oι ναοί αυτοί, όπως εξάλλου και οι προηγούµενοι, διακρίνονται για τον κλειστό και ορθολογιστικό τους χαρακτήρα. Δεν διαθέτουν στοιχεία που να µην εξυπηρετούν κάποιο σκοπό. Δεν ξεπροβάλλουν πάνω σε κεντρικούς δρόµους, αλλά, κατά κανόνα, κρύβονται πίσω από σπίτια και µαγαζιά, των οποίων το ύψος δεν ξεπερνούν. Πολλές φορές κτίζονται σε κοιλότητα του εδάφους, έτσι ώστε εσωτερικά να έχουν το επιθυµητό ύψος, εξωτερικά όµως να φαίνονται χαµηλοί. Προσαρµόζονται σοφά στον πολεοδοµικό ιστό, παίρνοντας το σχήµα του διαθέσιµου οικοπέδου και διαµορφώνοντας εισόδους και διαβατικά ανάλογα µε τις ανάγκες. O όγκος τους είναι χθαµαλός, έχουν δηλαδή µεγάλο εµβαδόν αλλά συγκριτικά µικρό ύψος. Συγκεντρώνουν όλους τους χώρους κάτω από µια ενιαία δίριχτη στέγη, που τους ενοποιεί και τους προστατεύει. Δεν διαθέτουν ηµιυπαίθριους χώρους, που να διευκολύνουν και να εξοµαλύνουν το πέρασµα από τον εξωτερικό στον εσωτερικό χώρο και αντίθετα. Tα ανοίγµατά τους είναι λίγα και µικρά και τοποθετούνται µόνο όπου υπάρχει ανάγκη. Δεν αποκτούν στέγες και καµπαναριά που να τους κάνουν αναγνωρίσιµους από µακριά. Eπιδιώκουν την οµοιότητα µε κατοικίες και προτιµούν την αφάνεια και την ταπεινότητα. Οι διαφοροποιήσεις από τον προηγούµενο αιώνα συνίστανται στην αντικατάσταση των ισλαµιζόντων υπερθύρων µε ορθογωνικά ή τοξωτά. Στην ανατολική πλευρά εµφανίζονται τρεις αψίδες. Ο γυναικωνίτης έχει τώρα σχήµα Π για να αυξηθεί ο χώρος, ενώ απαραίτητη γίνεται η είσοδος των γυναικών σ αυτόν κατευθείαν από το δρόµο, χωρίς να περνούν από τον κυρίως ναό, χαρακτηριστικό ενδεικτικό των αυστηρών ηθών της περιόδου. Η λιτή εξωτερική εµφάνιση αντισταθµίζεται από τη διακόσµηση του εσωτερικού χώρου που θέλει να εκφράσει την αρχοντιά και την ευµάρεια των ενοριτών και στην οποία εισάγονται κοσµικά στοιχεία. Αυτά είναι οι διακοσµήσεις των οριζόντιων οροφών µε γεωµετρικά θέµατα (µπακλαβαδωτά, τετράγωνα, κ.α.) σύµφωνα µε τα πρότυπα της λαϊκής αρχιτεκτονικής τα οποία εφαρµόζονταν στα αρχοντικά. Η παράδοση σώζεται στον ψευτοκουµπέ µε την εικόνα του Παντοκράτορα στο µέσον της οροφής. Mε την επανάσταση του 1821 κάθε οικοδοµική δραστηριότητα σταµάτησε. Oι Tούρκοι επέβαλαν σκληρή τροµοκρατία, που είχε ως αποτέλεσµα το πάγωµα της πνευµατικής ζωής για αρκετό καιρό. Mεγάλη τοµή στην ιστορία της τουρκοκρατίας µε αλυσιδωτές συνέπειες σ' όλους τους τοµείς και στην αρχιτεκτονική αποτέλεσε η υπογραφή των διαταγµάτων Xάττι Σερίφ του Γκιουλχανέ στα 1839 και Χάτι Χουµαγιούν στο 1856 από το Σουλτάνο Aβδούλ Mετζίτ. Tο διάταγµατα όριζαν την έναρξη του Tανζιµάτ στην οθωµανική αυτοκρατορία, δηλαδή την εφαρµογή µιας σειράς µεταρρυθµίσεων του πολιτικού και του κοινωνικού της συστήµατος που είχαν σκοπό την
5 αναχαίτιση της παρακµής και της αποσύνθεσής της και οι οποίες άλλαξαν ουσιαστικά τις συνθήκες ζωής των υπόδουλων πληθυσµών. Περιείχαν όρους οι οποίοι εξασφάλιζαν την ελεύθερη και απρόσκοπτη εξάσκηση της λατρείας του κάθε θρησκεύµατος και την ανεµπόδιστη επισκευή και ανοικοδόµηση ναών κάθε δόγµατος σε οποιονδήποτε αρχιτεκτονικό τύπο. Aµέσως µετά την υπογραφή των διαταγµάτων κτίστηκαν τρεις βασιλικές µε σαφείς καλλιτεχνικές και µνηµειακές προθέσεις, έκδηλη τάση συµβολισµού του θρησκεύµατος και µεγαλύτερες διαστάσεις. Παρότι παρουσιάζουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά µε τις προγενέστερές τους, αποτελούν διαδοχικά στάδια στην εξέλιξη του τύπου, που αποµακρύνονται από τα µεταβυζαντινά πρότυπα µε την πάροδο του χρόνου. Παρατηρείται προσέγγιση στο νεοϊδρυθέν ελληνικό κράτος και εισδοχή κλασικιστικών στοιχείων. Στα 1841 ανεγέρθηκε η Yπαπαντή, που ήταν µετόχι της Aγίας Aναστασίας Φαρµακολύτριας,H Yπαπαντή µένει ουσιαστικά προσκολληµένη στις προγενέστερές της βασιλικές. H διάρθρωση της ανατολικής όψης της µε κοσµήτες, παραστάδες και αετώµατα αποδεικνύει την επιρροή κλασικιστικών προτύπων. Έτσι αρχίζει η συνεργασία του Kλασικισµού µε τη µεταβυζαντινή παράδοση, που στην Yπαπαντή έδωσε θαυµάσια αισθητικά αποτελέσµατα. Tο τέµπλο της Yπαπαντής είναι ένα έξοχο παράδειγµα µεταβυζαντινής εκκλησιαστικής τέχνης µε αστικές και νεοκλασικές επιδράσεις του 19ου αιώνα. Στα 1852 ξανακτίστηκε ο Άγιος Μηνάς, γιατί ο ναός του Kαυταντζόγλου είχε στο µεταξύ καεί. O σηµερινός Άγιος Mηνάς καταλαµβάνει τη θέση µιάς µεγάλης παλαιοχριστιανικής βασιλικής του 5ου πιθανότατα αιώνα, η αψίδα της οποίας ενσωµατώθηκε στον καινούργιο ναό. H θέση του Aγίου Mηνά είχε ιδιαίτερη επικαιρότητα στα χρόνια της τουρκοκρατίας, γιατί γύρω του διαµορφωνόταν η αγορά. H σπουδαιότητά του για τους Έλληνες ήταν διπλή γιατί από τη µιά µεριά αντιπροσώπευε την ορθοδοξία σε µια περιοχή µικτή θρησκευτικά και εθνολογικά, ενώ από την άλλη τους έδινε πρόσβαση στο λιµάνι και ένα γερό πόστο στην αγορά. Γύρω από τόν Άγιο Mηνά, στο οικόπεδο της διαλυµένης οµώνυµης µονής, είχαν την έδρα τους οι χριστιανικές συντεχνίες, ισχυρές επαγγελµατικές οργανώσεις που καθόριζαν την ζωή της ελληνικής κοινότητας. Αυτές ήταν που χρηµατοδότησαν την ανέγερση του Αγίου Μηνά µε τόν όρο τα έσοδα από το παγκάρι του να χρηµατοδοτούν τις ανάγκες των ελληνικών σχολείων, Ο όρος αυτός µαρτυρεί διεργασίες που γίνονται στην ελληνική κοινότητα, όπως τη βαθµιαία εξασθένηση των επαγγελµάτων των συντεχνιών και την αναγνώριση της ανάγκης της µόρφωσης. Mε τον Άγιο Mηνά ο αρχιτέκτονας Pάλλης Πλούφος εισήγαγε στη Θεσσαλονίκη ένα κανούργιο τύπο ναού, αυτόν της τρίκλιτης βασιλικής µε στοά σε σχήµα Π, πάνω από την οποία τοποθετείται ο γυναικωνίτης. συνδυάζοντας σοφά τη µεταβυζαντινή παράδοση µε το Νεοκλασικισµό και το Μπαρόκ. Mε βαθειά αρχαιογνωσία χρησιµοποίησε τα διασωθέντα στοιχεία της παλαιοχριστιανικής βασιλικής. H εσωτερική διακόσµηση του Aγίου Mηνά ξεπέρασε τη
6 µεταβυζαντινή παράδοση, αφοµοιώνοντας ροκοκό και νεοκλασικά στοιχεία. O Άγιος Mηνάς εκφράζει την πολιτική δύναµη, την οικονοµική ευµάρεια, την πολιτιστική άνοδο και κυρίως τη διαµόρφωση της εθνικής ταυτότητας των Eλλήνων της Θεσσαλονίκης την περίοδο αυτή. O Άγιος Nικόλαος Tρανός του 1722 κατεδαφίστηκε κρυφά από τους ενορίτες και ξανακτίστηκε στα 1863, αλλά δυστυχώς κάηκε από την πυρκαϊά του 1917. O Άγιος Nικόλαος Tρανός, γνωστός µόνο από φωτογραφίες, ανήκει και αυτός στον ίδιο τύπο µε τον Άγιο Mηνά. H υπογραφή του διατάγµατος Xάτι Xουµαγιούν του επέτρεψε την απόκτηση δίδυµων καµπαναριών στα άκρα της δυτικής όψης. Στη χάραξη της κάτοψής του διακρίνεται διατήρηση της µεταβυζαντινής τυπολογίας, ενώ η οργάνωση των όψεων είναι νεοκλασική, πράγµα που του δίνει ύφος περισσότερο ακαδηµαϊκό και λόγιο. Aυτό είναι αποτέλεσµα επιδράσεων προερχόµενων από την ελεύθερη Eλλάδα, που φανερώνουν την προς τα εκεί στροφή του ελληνισµού της Θεσσαλονίκης για πνευµατική καθοδήγηση και ηθική υποστήριξη. Οι δύο αυτοί ναοί του τρίτου κύκλου ναοδοµίας είναι επιβλητικοί, έχουν προθέσεις µνηµειακότητας, ακαδηµαϊκό χαρακτήρα και δηλώνουν την παρουσία τους στο χώρο. Καινοτοµία αποτελεί το αρχιτεκτονικό στοιχείο που συνδυάζει την ανοικτή στοά µε το γυναικωνίτη, τοποθετηµένο ακριβώς από επάνω. Το στοιχείο αυτό υιοθετείται ευρύτατα και αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό των ναών της περιόδου όχι µόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά σ ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και στη Μικρά Ασία, όπου εντοπίζονται πάνω από διακόσιοι παρόµοιοι ναοί. Χαρακτηριστικό των ναών είναι τα τριγωνικά αετώµατα στη δυτική και στην ανατολική όψη που κοσµούνται µε τρεις φεγγίτες σε συµβολικά σχήµατα. Πρότυπο για τους ναούς αυτούς αποτελεί το ιερό προσκύνηµα της Παναγίας Ευαγγελίστριας της Τήνου κτισµένο στα 1830. Το αισθητικό τους ενδιαφέρον µετατοπίζεται από την ανατολική στη δυτική όψη, από την οποία εισέρχονται οι προσκυνητές. Υιοθετούνται νεοκλασικά χαρακτηριστικά στην εξωτερική και στη εσωτερική διακόσµηση, µαζί µε λίγα Μπαρόκ και Ροκοκό. Το νέο σύστηµα εικονογράφησης περιορίζει τις αγιογραφίες σε πίνακες και αφήνει ελεύθερες επιφάνειες στους τοίχους. Τα χρώµατα που χρησιµοποιούνται είναι ανοικτά, τα παράθυρα µεγαλώνουν και οι εκκλησίες λούζονται στο φως. O µυστικισµός δίνει τη θέση του στο Διαφωτισµό. Ο Άγιος Μηνάς αποτελεί κορυφαίο παράδειγµα του τύπου αυτού των ναών. Παράλληλα µε τις βασιλικές που κτίζονται πέντε µεταβυζαντινές εκκλησίες (Nέα Παναγία, 'Aγιος Aθανάσιος, Παναγούδα, Yπαπαντή, 'Aγιος Kωνσταντίνος) ανακαινίζονται και επεκτείνονται, προσαρµοζόµενες στα νέα πρότυπα της εποχής. Κοινό χαρακτηριστικό των επεµβάσεων αποτελεί το άνοιγµα του ναού προς τον εξωτερικό χώρο, που εκφράζεται µε την απόκτηση ηµιυπαίθριας στοάς. O σχεδιασµός της στοάς γίνεται µε νεοκλασικά πρότυπα, που δεν συµφωνούν άµεσα µε το µεταβυζαντινό χρακτήρα των ναών και δείχνει προθέσεις µνηµειακότητας. Στις ίδιες επεµβάσεις περιλαµβάνεται η ανακαίνιση του εσωτερικού χώρου τους, που επίσης
7 διέπεται από νεοκλασικό πνεύµα. Συνδυάζεται σχεδόν πάντα µε οπισθοχώρηση του υπάρχοντος γυναικωνίτη, ώστε να προσδοθεί στο εσωτερικό του ναού ανάταση και µεγαλείο. Mε τον Άγιο Nικόλαο Tρανό τελείωσε ουσιαστικά η µεταβυζαντινή παράδοση στη Θεσσαλονίκη. H επόµενη σηµαντική εκκλησία που κτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα πιά, ο Άγιος Γρηγόριος Παλαµάς, υιοθετεί νεοβυζαντινά και εκλεκτικιστικά πρότυπα, αντανακλώντας έτσι τις νέες κοινωνικές και κυρίως τις πολιτικές συνθήκες, δηλαδή το Mακεδονικό Zήτηµα. Τώρα προέχει η ανάγκη της τόνωσης της ελληνικής ταυτότητας της πόλης, που θεωρείται ότι µπορεί να επιτευχθεί και µε τη βυζαντινή αρχιτεκτονική. Το ελληνικό κράτος εµπλέκεται πλέον ανοιχτά στην αρχιτεκτονική της πόλης καθώς προτρέπει τον τραπεζίτη Α. Συγγρό να χρηµατοδοτήσει την ανέγερση του ναού και των υπόλοιπων κτιρίων της κοινότητας που κάηκαν στην πυρκαγιά του 1890 και αναθέτει την αρχιτεκτονική µελέτη στον επιφανέστερο αρχιτέκτονα της εποχής στην Αθήνα Ερνέστο Τσίλλερ. Ο Τσίλλερ προβλέπει ένα ναό οκταγωνικό ηπειρωτικού τύπου, κατευθείαν εµπνευσµένο από το καθολικό της Μονής του Οσίου Λουκά Φωκίδας, διακοσµεί όµως τις όψεις και µε νεορωµανικά στοιχεία. Ο σηµερινός ναός οφείλεται στις τροποποιήσεις που επέφερε ο επίσηµος αρχιτέκτονας της ελληνικής κοινότητας Ξενοφών Παιονίδης, ο οποίος και µεγένθυνε τα κωδωνοστάσια που είχε προβλέψει ο Τσίλλερ. Η επιλογή του αρχιτεκτονικού αυτού τύπου µαρτυρεί µια καινούργια διάσταση στην αρχιτεκτονική των ναών καθώς είναι εµφανής η ανάγκη επίδειξης του θρησκεύµατος µέσα από συµβολικούς κτιριακούς τύπους. Ο τρούλος, ο σταυρός στην κάτοψη και τα υψηλά καµπαναριά τονίζουν την ελληνική παρουσία στην πόλη. Τριόροφα αυτόνοµα καµπαναριά προστίθονται και στις ήδη υπάρχουσες εκκλησίες. Η ορθόδοξη ελληνική κοινότητα ετοιµάζεται για τη διαπάλη µεταξύ των βαλκανικών κρατών για τη κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Οι χριστιανικές εκκλησίες διαδραµατίζουν σηµαντικό ρόλο στη ζωή των Ελλήνων της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και οι εξελίξεις στην αρχιτεκτονική τους αποτυπώνουν φάσεις της ζωής αυτής.