Ο ΔΙΧΑΣΜΟΣ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ 1911-1922



Σχετικά έγγραφα
Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα της Ιστορίας. κατεύθυνσης των Πανελλαδικών εξετάσεων 2014

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΒΑΣΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

Ειδικό Φροντιστήριο Στην Ελληνική Γλώσσα Απαντήσεις

Φορείς των νέων ιδεών ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ. Γ. ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

η πορεία προς την πτώση της πρώτης δηµοκρατίας και η δικτατορία της 4 ης Αυγούστου

Ενότητα 27- Το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Το κίνημα στο Γουδί (αφίσα της εποχής)

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20 ΟΥ ΑΙΩΝΑ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (5/2/2017)

Η Ελλάδα από το 1914 ως το 1924

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016

Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ - I ΡΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞEΛΙΞΗ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚHΣ EΝΩΣΗΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Γ ΤΑΞΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑ 23 ΜΑΪΟΥ 2016 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ (ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) - ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ)

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

ȀǼǿȂǼȃȅ ī ȅǻǿīǿǽȉ (ȖȚĮ IJȠȣȢ İȟİIJĮȗȠȝȑȞȠȣȢ) 1. ȈIJȠ İȟȫijȣȜȜȠ ȈIJȠ İıȫijȣȜȜȠ ʌȑȟȧ- ʌȑȟȧ ȈIJȘȞ ĮȡȤȒ IJȦȞ ĮʌĮȞIJȒıİȫȞ ıįȣ ȃį ȝșȟ ĮȞIJȚȖȡȐȥİIJİ ȞĮ ȝș ȖȡȐȥİIJİ 2.

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 5/11/2017 ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ. Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων :

Σάββατο, 01 Ιουνίου 2002 ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΑ Α Α

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 20 ΜΑΪΟΥ 2016

Κεφάλαιο 4. Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ )

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2018 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ : 5

Οι 13 βρετανικές αποικίες Η Αγγλία ήταν η θαλασσοκράτειρα δύναμη από τον 17 ο αιώνα ίδρυσε 13 αποικίες στη βόρεια Αμερική. Ήταν ο προορ

{ Μοναρχία. Κωνσταντίνος-Ιωάννης Δημητρόπουλος

ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ. Α1. 1. Να δώσετε τον ορισµό των όρων : α) «Πεδινοί» β) «Βενιζελισµός»

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΙΟΥΝΙΟΥ 2002 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ: ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΟΜΑ Α Α

ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2016 ΛΥΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΥΡΤΩ ΚΟΥΖΙΝΟΠΟΥΛΟΥ - ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΘΕΜΑ Α

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

Ένας «γυάλινος τοίχος» για τις Ευρωπαίες

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ο.Ε.Φ.Ε ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑ Α Α

ΟΜΑ Α Α ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΤΑΞΗ

Συντοµογραφίες 11 Πρόλογος 13 Εισαγωγή 15

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

ÖÑÏÍÔÉÓÔÇÑÉÏ ÈÅÙÑÇÔÉÊÏ ÊÅÍÔÑÏ ÁÈÇÍÁÓ - ÐÁÔÇÓÉÁ

ΒΟΓΛΗΣ ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ. Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΑΞΗΣ Η Ε ΗΣΙ ΑΙ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕ ΙΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤ ΙΑ ΑΤΕ Θ ΝΣΗΣ ΠΑ ΑΣ Ε Η 29 ΑΪ 2015

φιλολογικές σελίδες, ιστορία κατεύθυνσης γ λυκείου

Α.1.1. Να δώσετε το περιεχόµενο των παρακάτω όρων: α. Βενιζελισµός. β. Φεντερασιόν. γ. Πεδινοί. Μονάδες 12

Η κρίση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων Η ιταλική και γερμανική ενοποίηση. Φύλλο Εργασίας

ζωή για τη δική της ευδαιμονία. Μας κληροδοτεί για το μέλλον προοπτικές χειρότερες από το παρελθόν. Αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά.

Θ) 1919 Δραγούμη 10) Ολοκλήρωση διώρυγας Ι) 1906 Κορίνθου Μονάδες 10

Συνεντεύξεις «πρόσωπο με πρόσωπο (face to face). Κοινές ερωτήσεις για όλους τους συμμετέχοντες.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

Ορισµένες διαστάσεις της εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας

Το κίνηµα στο Γουδί και η κυβέρνηση Βενιζέλου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ο H ΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ 6.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΟΡΙΣΜΟΣ

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΑΧΑΙΡΑ. Ιστορία Στ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ Α

Η ελληνική οικονοµία ως µια αποτυχία της καπιταλιστικής πατριαρχίας & η επιλογή της δυστοπίας

Τηλ: Ανδρέου Δημητρίου 81 & Ακριτών 26 ΚΑΛΟΓΡΕΖΑ [1]

Να δώσετε το περιεχόµενο των παρακάτω όρων: α. Οργανικός νόµος 1900 β. Συνθήκη φιλίας και συνεργασίας γ. «Ηνωµένη αντιπολίτευσις»

Προλεγόμενα Η 5 η δεκαετία του 20 ού αιώνα, η δεκαετία του 1940, ασφαλώς και έχει μείνει στο συλλογικό ιστορικό ασυνείδητο των Ελλήνων ως η δεκαετία τ

ΘΕΜΑ Α2 ΘΕΜΑ Β1. β. 1 Σωστό, 2 Σωστό, 3 Σωστό, 4 Λάθος, 5 Λάθος. α. Σελ «Το πιστωτικό σύστηµα... ειδικών κοινωνικών οµάδων».

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΣΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

Πανελλαδικές εξετάσεις 2016

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ 4 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΟΤΗΤΕΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝ ΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

«Ο λαός συμμετείχε.. παρατάξεων» «Οι ορεινοί πλοιοκτητών»

ΟΜΑ Α Α ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΤΑΞΗ

ΠΕΝΤΕΛΗ. Κτίριο 1 : Πλ. Ηρώων Πολυτεχνείου 13, Τηλ / Κτίριο 2 : Πλ. Ηρώων Πολυτεχνείου 29, Τηλ ΒΡΙΛΗΣΣΙΑ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ 6ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΟΤΗΤΕΣ 27/28/29/30

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΗ 21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

1ο Σχέδιο. δεδοµένων της Β και Γ στήλης, που αντιστοιχούν στα δεδοµένα της Α στήλης. A. Βασικοί όροι των συνθηκών Β. Συνθήκες Γ.

Γιώργος Πολίτης: «Τα καταφέραμε σε πιο δύσκολες εποχές, θα τα καταφέρουμε και τώρα»

Ενότητα 13 - Κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις της βιομηχανικής επανάστασης

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΟΜΑΔΑ Α' ΘΕΜΑ Α1

Τειχισμένο, κέντρο διοίκησης. Ο τρόπος άσκησης της εξουσίας και ο βαθμός συμμετοχής των πολιτών. Κώμες & καλλιεργήσιμες εκτάσεις

Επαναληπτικό διαγώνισμα Ιστορίας (Οικονομία 19 ος -20 ος αιώνας)

ΣΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

Α. ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ( ) ΚΕΙΜΕΝΟ-ΠΗΓΗ

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ

Κεφάλαιο 17. Ο Ιωάννης Καποδίστριας και το έργο του (σελ )

ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

Πανελλαδική έρευνα γνώμης ΠΕΙΡΑΙΑΣ Σεπτέμβρι Σεπτέμβρ ος 200 ιος 2007 Έρευνα 25-27/09

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΓΕΝΙΚΑ ΟΡΙΣΜΟΣ ΑΙΤΙΑ

δίπλα στον αριθμό που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση.

ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Γ Λυκείου- Θεωρητική

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β') ΤΕΤΑΡΤΗ 30 ΜΑΪΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ

Πανελλαδική έρευνα γνώμης ΠΕΙΡΑΙΑΣ Νοέμβρι Νοέμβρ ος 200 ιος 2007 Έρευνα 30/10 1/11

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

Πέµπτη, 22 Μαΐου 2008 Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΜΑΔΑ Α

Η Γαλλική επανάσταση ( )

Τρία ιαγράµµατα, Μία Ιστορία

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΕΣ ΟΜΑ Α Α Α.1. 1 α, β, στ, ζ. 2 γ, δ, ε, η

«Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν µια νέα πνοή για τους ευρωπαϊκούς λαούς»

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ 21/10/2017

Aπαντήσεις Ιστορίας Θεωρητικής κατεύθυνσης

Ενότητα 19 - Από την 3η Σεπτεμβρίου 1843 έως την έξωση του Όθωνα (1862) Ιστορία Γ Γυμνασίου

Α1. Να δώσετε το περιεχόμενο των όρων που ακολουθούν: γ. Εκλεκτικοί Μονάδες 15

Transcript:

Ο ΔΙΧΑΣΜΟΣ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ 1911-1922 Το κυνήγι των βενιζελικών στην Αθήνα, Νοεµβριανά 1916 Κάτι µεταξύ κυνηγών και Μπόερς πολεµιστών ωµοίαζον οι εθελονταί οίτινες µη δυνηθέντες ή µη προλαβόντες να φορέσουν στολήν, εγύριζαν περίπολοι µε ρεπούµπλικαν, µάνλιχερ, ξιφολόγχην και φυσεκλίκια. Πολλοί απ αυτούς περιφερόµενοι µε µόνιππα κατεσκόπευον τα υπερώα, ιδίως των υπόπτων ξενοδοχείων και µπάµ! έστελλον τας σφαίρας εις τους ελλοχεύοντας προδότας. Κάποιος είπεν εις µίαν ταύτην περίπολον: Για πουλιά πάτε, πατριώτες; - Tι πουλιά, µωρέ! για αρκούδες... βουλγάρικες. Χρ. Σ. Χουρµούζιος, «Τα κατά την 18ην και 19ην Νοεµβρίου», σ. 102. Μαρτυρία: Η είσοδος του ελληνικού στρατού σε ένα µακεδονικό χωριό «Οι άνδρες της IV Μεραρχίας, αγνοώ αν και άλλων Μεραρχιών, είχον αποφασίσει να µεταβάλωσιν εις Σόδοµα και Γόµορρα τα χωρία της περιοχής δι ής θα διήρχοντο [τα Κονιαροχώρια µεταξύ Αµυνταίου, Πτολεµαΐδας και Βερµίου], την απόφασίν των δε ταύτην δεν επεχείρησαν να µετατρέψωσιν οι Αξιωµατικοί αυτών». [Όταν το 11ο Σύνταγµα Πεζικού προσέγγισε την Κατρανίτσα] «οι πονηροί κάτοικοί του, ίνα προλάβωσι τα κατ αυτού αντίποινα του Ελληνικού Στρατού, έστειλαν Επιτροπήν εκ του Χότζα και του

Μουχτάρη... να δηλώση εις αυτόν υποταγήν. Η εν λόγω Επιτροπή, φέρουσα λευκάς σηµαίας, παρουσιάσθη εις τον Διοικητήν του Συντάγµατος και, αφ ού εζητωκραύγασεν επανειληµµένως υπέρ του Βασιλέως των Ελλήνων, του Διαδόχου και του Ελληνικού Στρατού, ανέφερεν εις αυτόν ότι οι οµοχώριοί των θα είναι εις το εξής πιστοί και αφωσιωµένοι υπήκοοι του Βασιλέως Γεωργίου, υπέρ της υγείας και της µακροηµερεύσεως του οποίου θα δέωνται προς τον Αλλάχ, (Θεόν), και προσέθεσαν, ότι θα ήτο κρίµα να καταστραφή το χωρίον των, το οποίον θα αποτελή εις το µέλλον λαµπρόν παραγωγικόν Τµήµα του Ελληνικού Κράτους. Εδήλωσαν τέλος ότι αι οικίαι όλων των κατοίκων του ήσαν από της στιγµής εκείνης ανοικταί και ότι οι στρατιώται ήσαν ελεύθεροι να εισέλθουν εις αυτάς και να αποκοµίσουν µεθ εαυτών, ό,τι ο καθείς των ήθελε. Παρεκάλεσαν µόνον να επιδείξουν σεβασµόν προς τα χαρέµια των (συζύγους, θυγατέρας, αδελφάς κ.λ.π.). Η προσφορά αύτη των κατοίκων της Κατρανίτσας έσχε λαµπρά αποτελέσµατα. Οι στρατιώται εις ουδεµίαν έκνοµον πράξιν προέβησαν και το χωρίον των ουδέν έπαθεν». Όπως αφηγείται ο ανώτερος αξιωµατικός Π. Παναγάκος, «Συµβολή εις την ιστορίαν της δεκαετίας 1912-1922», σ. 80. Λαϊκή αφίσα του 1920 που εικονίζει τη «Μεγάλη Ελλάδα Από τη σκοπιά της πολιτικής ιστορίας, η περίοδος από το 1909 έως το 1940 µπορεί να διαιρεθεί σε δύο µέρη. Το πρώτο εκτείνεται από το Κίνηµα στο Γουδί έως τη Μικρασιατική καταστροφή. Κατά βάση πρόκειται για την πολεµική δεκαετία από το 1912 έως το 1922, µαζί µε την τριετία της κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής που είχε προηγηθεί, από το 1909 έως το 1912. Κύρια στοιχεία της είναι η σχεδόν συνεχής κατάσταση πολέµου και ο Διχασµός, ενώ άλλα προεξάρχοντα χαρακτηριστικά της είναι η αύξηση της δύναµης του κράτους, ιδίως του στρατού, και η πολιτική και κοινωνική πόλωση. Στη δεύτερη περίοδο, του Μεσοπολέµου, από το 1922 έως το 1940, οι παρεµβατικές τάσεις του κράτους, και κατεξοχήν του στρατού, εξακολουθούν να ενισχύονται, αλλά το πλαίσιό τους αλλάζει δραµατικά. Οι αυτοκρατορικές βλέψεις των «δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» έχουν διαψευστεί παταγωδώς και αυτό που επείγει είναι να αντιµετωπιστούν τα νέα κοινωνικά προβλήµατα. Ο Μεσοπόλεµος ανοίγει µε τη Μικρασιατική καταστροφή και την κορύφωση του Διχασµού, που οδήγησε στον απο-

κεφαλισµό του µοναρχικού στρατοπέδου µε την εκτέλεση των Έξι, και κλείνει µε την κατάλυση της Β Ελληνικής Δηµοκρατίας και την επικράτηση µιας φασιστικών τάσεων δικτατορίας. Συγχρόνως όµως σηµαδεύεται και από την εδραίωση των σοσιαλιστικών ιδεών και της Αριστεράς ως αξιόλογης διανοητικής και πολιτικής δύναµης. Μολαταύτα η Αριστερά, νέα και µε αδύναµους οργανωτικούς θεσµούς, είναι ακόµη ανήµπορη να διατυπώσει πειστικές εναλλακτικές προτάσεις. Ένα καθεστώς σε κρίση νοµιµοποίησης Οι εντάσεις που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια των πολέµων αποτυπώθηκαν αφενός στον Διχασµό, για τον οποίο θα µιλήσουµε αναλυτικότερα παρακάτω, και αφετέρου στο πρώτο µεγάλο κύµα ανάπτυξης της σοσιαλιστικής Αριστεράς. Με τη λήξη των πολέ- µων, το 1922, φάνηκε ότι το καθεστώς αντιµετώπιζε βαθιά κρίση νοµιµοποίησης. Η κοινωνική του βάση είχε αποψιλωθεί τραγικά και η επίσηµη ιδεολογία του, η Μεγάλη Ιδέα, είχε καταρρεύσει. Οι κάτοικοι της Παλαιάς Ελλάδας, και ιδίως τα λαϊκά στρώµατα που είχαν πληγεί από τους πολέµους, είχαν τώρα να πληρώσουν τον λογαριασµό µιας ήττας, για την οποία κανείς δεν τους είχε προετοιµάσει οι Έλληνες των Νέων Χωρών αγωνιούσαν να διασφαλίσουν την παραµονή τους στο εθνικό κράτος. Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τη Βουλγαρία και τη Θράκη, δηλαδή περίπου ενάµισι εκατοµµύριο άνθρωποι, ή το ένα τέταρτο του πληθυσµού, αρχικά είχαν λίγους διαύλους επικοινωνίας µε το τελευταίο, το οποίο, κατά βάση δίκαια, θεωρούσαν υπεύθυνο για τον ξεριζωµό τους αλλά και µόνη τους πλέον ελπίδα για την έστω και µερική αποκατάστασή τους. Όλες αυτές οι εξελίξεις συνδέονταν µε τρεις αλληλένδετους παράγοντες δοµικής φύσης και µακροπρόθεσµης ενέργειας. Πρώτα πρώτα µε την οικονοµική εξέλιξη που επαγόταν η εξάπλωση και η εµβάθυνση του καπιταλισµού έπειτα µε την προϊούσα κοινωνική πόλωση που έφερνε αυτή η µορφή οικονοµικής εξέλιξης, η οποία επιταχύνθηκε δραµατικά στην πολεµική περίοδο, και τέλος µε την ανάπτυξη των νεότερων ιδεολογιών που πρότειναν τις δικές τους απαντήσεις στα κοινωνικά, πολιτικά και οικονοµικά ζητήµατα, τα οποία πρόβαλλαν µε οξύτητα κατά την πολεµική δεκαετία και τον Μεσοπόλεµο. Οι µορφές που πήρε η πολιτική συζήτηση ή καλύτερα σύγκρουση, την εποχή του

Μεσοπολέµου, διαθλούσαν αυτά τα ζητήµατα, αλλά δεν περιορίζονταν σε αυτά. Μιλώντας πολύ σχηµατικά, θα λέγαµε πως αυτή την περίοδο, και στο πλαίσιο αυτής της κρίσης νοµιµοποίησης, η πολιτική σύγκρουση εστιάστηκε αφενός στο ζήτηµα του καθεστώτος βασιλευόµενου ή αβασίλευτου, δηµοκρατικού ή αυταρχικού και αφετέρου στους τρόπους αντιµετώπισης των ζοφερών κοινωνικών προβληµάτων και ιδίως της ενσωµάτωσης των προσφύγων. Οι πιέσεις αυτές ήταν πολύ µεγάλες για να αφήσουν ανέπαφο το πολιτικό σύστηµα και αυτό ακριβώς απέδειξε η σύγκρουση για το πολίτευµα της χώρας. Αλλά τα οξυδερκέστερα στοιχεία όλων των πολιτικών στρατοπέδων διέκριναν ότι για να εξασφαλιστεί κάποια σταθερότητα, οι µεταρρυθµίσεις δεν µπορούσαν να είναι απλώς πολιτικές επείγει να διευρυνθεί η κοινωνική βάση του καθεστώτος. Για να το πετύχουν αυτό, όλες οι πολιτικές παρατάξεις, ή ακριβέστερα ορισµένες ισχυρές τους µερίδες, επιδίωξαν την ενσωµάτωση κάποιων λαϊκών στρωµάτων. Δεν υπήρχε όµως συµφωνία για το ποια θα έπρεπε να είναι αυτά τα στρώµατα (οι ακτήµονες και οι φτωχότεροι αγρότες; οι εργάτες των αστικών κέντρων; οι µικροαστοί; οι πρόσφυγες;) ούτε για το πνεύµα των µεταρρυθµίσεων (αυταρχικό; δηµοκρατικό;). Ο κοινωνικός χαρακτήρας λοιπόν του νέου καθεστώτος ήταν ανοιχτό ζήτηµα. Ήταν πάντως φανερό πως η διεύρυνση της κοινωνικής βάσης του καθεστώτος δεν µπορούσε παρά να γίνει µε την παρέµβαση του κράτους, η οποία όµως πρώτα χρειαζόταν τη δηµιουργία αποτελεσµατικότερων κρατικών θεσµών, καθώς οι υπάρχοντες καθηµερινά αποδεικνύονταν ανεπαρκείς. Πλήθος τέτοιοι θεσµοί δηµιουργήθηκαν στον Μεσοπόλεµο, όχι όλοι µε την ίδια προθυµία. Καθώς οι κυρίαρχες µερίδες όµως παρέ- µεναν δραµατικά διασπασµένες εξαιτίας του Διχασµού, τα αποτελέσµατα αυτών των προσπαθειών ήταν συνολικά απογοητευτικά. Τα περισσότερα κοινωνικά προβλήµατα αντιµετωπίστηκαν αφενός µε τη συστηµατική πολιτική βία, δηλαδή µε την καταστολή όσων διαµαρτύρονταν, και αφετέρου µε αναποτελεσµατικούς συµβιβασµούς, που µπάλωσαν κάπως την κατάσταση, αλλά βεβαίως δεν άντεξαν στη δοκιµασία της Κατοχής. Το τελικό αποτέλεσµα ήταν η έκρηξη της κοινωνικής και πολιτικής βίας τη δεκαετία του 1940 µε άλλα λόγια ο εµφύλιος πόλεµος. Λαϊκή εικόνα του 1910 για το όραµα της Μεγάλης Ιδέας

Το κύτταρο της ελληνικής κοινωνίας: η οικογένεια Βασική µονάδα της ελληνικής κοινωνίας την περίοδο που εξετάζουµε παρέµενε η πυρηνική οικογένεια, και ζωτικό της χαρακτηριστικό ήταν η οικονοµική της πολυσθένεια, ή η «πολυέργειά» της. Με αυτό τον όρο, που εισήγαγε ο ιστορικός Γιώργος Δερτιλής, εννοούµε µια σηµαντική συνθήκη της ελληνικής οικογένειας, αρχικά της υπαίθρου και κατόπιν σε αυξανόµενο βαθµό των πόλεων, που είχε επιβληθεί από φυσικές, κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες: πολυδιάσπαση και πολυτυπία του αγροτικού και νησιωτικού χώρου, εξαπλωµένα επικοινωνιακά και ανταλλακτικά δίκτυα, δηµογραφική ισχνότητα, κατακερµατισµός των παραγωγικών µονάδων. Η αγροτική οικογένεια, δηλαδή, αντλεί εισοδήµατα από κάθε λογής δραστηριότητες. Καθώς έχει αγροτικούς κλήρους µικρούς και διάσπαρτους, φροντίζει κάθε λογής καλλιέργειες και επιπλέον εκτρέφει έναν αριθµό ζώων για να εξυπηρετεί πρώτα πρώτα την ιδιοκατανάλωσή της και σ ένα βαθµό και κάποιες ανταλλαγές, άλλοτε εκχρηµατισµένες κι άλλοτε όχι. Ενισχύεται όταν τα µέλη της παντρεύονται (µε άλλα λόγια, συνάπτουν γαµήλιες συµµαχίες) κι εντάσσονται σε πελατειακά δίκτυα, µεταναστεύουν σε κοντινά αστικά κέντρα ή ακόµη και στις παροικίες του εξωτερικού, ενδεχοµένως στρέφονται στη ναυτιλία ή στο εµπόριο, ή αλλιώς προσπαθούν να ενταχθούν στον κρατικό µηχανισµό, χωρίς ν αποκόπτονται από τον οικογενειακό κορµό. Τυπικά, διατηρούν δεσµούς µε την πατρογονική εστία και αλληλοενισχύονται οικονοµικά σε βαθµό πολύ ασυνήθιστο σε άλλους ευρωπαϊκούς κοινωνικούς σχηµατισµούς. Η πολυέργεια της ελληνικής οικογένειας αφενός µας βοηθά να ερµηνεύσουµε την εξέλιξη των ταξικών συγκρούσεων και αφετέρου µας βοηθά ν αποφύγουµε ορισµένα αναλυτικά αδιέξοδα, όπως είναι αυτό όπου µας οδηγεί η αντιδιαστολή «κρατικής» κι «επιχειρηµατικής» αστικής τάξης. Ιδιαίτερα σηµαντικό ρόλο παίζει στην εξήγηση φαινοµένων όπως η περιορισµένη εξάπλωση της µεγάλης γαιοκτησίας (αντίθετα απ ό,τι συνέβαινε στη βόρεια και τη δυτική Ευρώπη τον ίδιο καιρό) και η έλλειψη εξαθλιωµένου εργατικού δυναµικού που θα παραδιδόταν προς εκµετάλλευση, µε χαµηλούς µισθούς, στη βιοµηχανία. Γιώργος Δερτιλής, «Ιστορία του ελληνικού κράτους», Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2005. Μεσοαστική οικογένεια σε φωτογραφία του 1905 (Ε.Λ.Ι.Α.,

Η κατάλυση της δηµοκρατίας Νωρίτερα όµως οι οικονοµικές πιέσεις, οι εξωτερικές απειλές και ο Διχασµός είχαν κιόλας φέρει την κατάλυση της, έστω ατελούς, πολιτικής δηµοκρατίας που είχε φτιαχτεί από τη δεκαετία του 1870 ένα εξισωτικό µείγµα δηµοκρατίας και πελατειακού συστήµατος, όπως το χαρακτήρισε ο ιστορικός Γιώργος Δερτιλής. Την παραµέρισαν τα δικτατορικά καθεστώτα καταρχάς του Θεόδωρου Πάγκαλου και του Γεώργιου Κονδύλη και, στη συνέχεια, του Ιωάννη Μεταξά, αυταρχικών στρατιωτικών που δεν έκρυβαν τις φασιστικές ιδέες τους. Η ανάπλαση των θεσµών κατέληξε όχι στην εδραίωση µιας κοινωνικής δηµοκρατίας, όπως είχαν ελπίσει ο σοσιαλιστής ηγέτης Αλέξανδρος Παπαναστασίου και άλλοι µεταρρυθµιστές, ή έστω στο φιλελεύθερο κράτος που ονειρευόταν στα νιάτα του ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αλλά στην επικράτηση ενός οπισθοδροµικού αυταρχισµού που επαγγελλόταν την ενότητα του έθνους, αλλά πιο ρεαλιστικά φιλοδοξούσε να πετύχει την ενότητα του κύριου όγκου των αστών για να πατάξει τις διεκδικήσεις των λαϊκών στρωµάτων. Η εξέλιξη αυτή είχε βαθιές ιδεολογικές ρίζες. Η πίστη στην πολιτική δηµοκρατία, που ολόκληρο τον 19ο αιώνα δεν είχε πάψει να αναµετριέται µε τον αυταρχικό συντηρητισµό, είχε δεχτεί αλλεπάλληλα πλήγµατα από τις βάρβαρες εθνικές συγκρούσεις της δεκαετίας του 1910, την προσπάθεια ανάπτυξης ισχυρού κράτους τη δεκαετία του 1920, την πανευρωπαϊκή εξάπλωση των αυταρχικών ιδεών και, τέλος, την οικονοµική κρίση της δεκαετίας του 1930. Η εδραίωση του εθνικού κράτους και η αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήµατος αποδεικνύονταν ολοένα πιο ασύµβατες µε τη διατήρηση των δηµοκρατικών ελευθεριών. Τα δικαιώµατα των εργαζοµένων και των όχι λίγων αλλοεθνών απειλούσαν την πολιτική και οικονοµική θέση της άρχουσας τάξης. Έµοιαζαν, στα µάτια των πολιτικά ισχυρών αστών, να υπονοµεύουν την εθνική ενότητα και την οικονοµική ανάπτυξη. Προκειµένου να προχωρήσει η Ελλάδα (ή αλλιώς να µη θιγούν τα δικά τους προνόµια) τα λαϊκά δικαιώµατα έπρεπε να αφαιρεθούν. Συνειδητοποιώντας αυτή την ανάγκη, το µεγαλύτερο µέρος του αστικού κόσµου εγκατέλειψε βαθµιαία ό,τι απέµενε από τον αισιόδοξο φιλελευθερισµό του 19ου αιώνα και υιοθέτησε διάφορες ποικιλίες ενός αυταρχικού ή και φασίζοντος συντηρητισµού. Όταν εµφανίστηκε µια αρκετά αποφασιστική ηγεσία, ο κορµός των αστών στοιχήθηκε πίσω Η κυρίαρχη αστική τάξη των αρχών του 20ού αιώνα άρχισε

Το πλέγµα εξουσίας Στην Ελλάδα της πολεµικής δεκαετίας και του πρώιµου Μεσοπολέµου κυριαρχούσε ένα κοινωνικό µόρφωµα λίγων χιλιάδων ατόµων, ασταθές, ευµετάβλητο και διαρκώς αµφισβητούµενης νοµιµότητας. Αυτό το πλέγµα εξουσίας αποτελούνταν από τους επικεφαλής του κράτους, της οικονοµίας και της ιδεολογίας (δηλαδή κυρίως την Εκκλησία, το πανεπιστήµιο και κάποιους εκδότες εφηµερίδων, λογοτέχνες ή δηµοσιογράφους). Σε αυτό µετείχαν οι οικογένειες των αγωνιστών του 1821 και οι λοιποί γαιοκτήµονες. Στις περιοχές της µεγάλης ιδιοκτησίας, η υπεροχή των τελευταίων ήταν αδιαµφισβήτητη: στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία, όπως το έθετε ένας αντίπαλός τους αγροτιστής, «Κράτος ήταν το Κόµµα, και Κόµµα ήταν ο τσιφλικάς». Αλλά και στον κόσµο της µικρής ιδιοκτησίας, που κυριαρχούσε στη νότια και στη νησιωτική Ελλάδα, οι εύποροι κτηµατίες, πάτρωνες των αγροτικών και µικροαστικών στρωµάτων, βρίσκονταν στο κέντρο όλων των πολιτικών δικτύων. Στις πόλεις, περίπου οι ίδιες οικογένειες βρίσκονταν στον πυρήνα της αναπτυσσόµενης αστικής οικονοµίας και του κράτους. Ιδιαίτερα σηµαντική θέση στους κόλπους του πλέγ- µατος εξουσίας κατείχαν τα ανώτατα κλιµάκια της πανίσχυρης Εθνικής Τράπεζας αλλά και των ανταγωνιστικών της πιστωτικών ιδρυµάτων, που συχνά καλούνταν να δανείσουν το υπερχρεωµένο κράτος. Στην πρώτη κυριαρχούσαν οι εντόπιοι κεφαλαιούχοι και µεγαλέµποροι, ενώ στις νεότερες και µικρότερες τράπεζες οι οµογενείς. Από τη δεκαετία του 1870 σηµαντική θέση σε αυτό το πλέγµα κατείχαν και οι «χρυσοκάνθαροι», µια µικρή οµάδα ζάπλουτων οµογενών, µε επιφανέστερο µεταξύ τους τον Ανδρέα Συγγρό. Αυτοί είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα αλλά διατηρούσαν στο εξωτερικό τη βάση της οικονοµικής τους δύναµης. Ελέγχοντας σχεδόν απόλυτα τον κρατικό δανεισµό και την κεφαλαιαγορά, οι τραπεζίτες είχαν ισχύ εντελώς δυσανάλογη προς τον αριθµό τους, και πολύ πριν από τον Διχασµό αντιστρατεύονταν τη δηµοκρατία. Ωστόσο το πλέγµα εξουσίας και η άρχουσα τάξη γενικά ήταν νέας κοπής και δεν διέθεταν τους µεγάλους ιδεολογικούς και υλικούς πόρους των αριστοκρατικών στρωµάτων και των αστών της δυτικής και της βόρειας Ευρώπης. Σε όλη αυτή την περίοδο η ασθενής θέση του πλέγµατος εξουσίας το έστρεφε προς µεταρρυθµιστικών τάσεων ιδεολογίες και προς πρακτικές κοινωνικής συναίνεσης, οι οποίες συνετέλεσαν στην οικονοµική και

κοινωνική πρόοδο και ιδίως έφεραν σηµαντική βελτίωση της θέσης των αγροτών, που αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσµού. Με την εξάπλωση όµως των αυταρχικών και αντιδηµοκρατικών ιδεών από τα τέλη του 19ου αιώνα και την ενίσχυση της θέσης των στρατιωτικών στους κόλπους αυτού του πλέγµατος, ήδη από την εποχή των πολέµων αλλά ακόµη περισσότερο τη δεκαετία του 1930, η σύνθεσή του µεταβάλλεται δραµατικά. Αποτέλεσµα, τα αλλεπάλληλα πολιτικοστρατιωτικά κινήµατα που κατέληξαν στην πραξικοπηµατική επαναφορά της µοναρχίας και την επιβολή της φασιστικών τάσεων µεταξικής δικτατορίας. της, χωρίς να αποθαρρυνθεί από τις ολοφάνερες αδυναµίες της και την κωµικοτραγική της οίηση. Ο φασίζων αυταρχικός συντηρητισµός, µε τις διάφορες µεταλλάξεις του, επικράτησε µεταξύ των αστών και παρέµεινε ακλόνητος σχεδόν για µισό αιώνα έως το 1974 οπότε χρεωκόπησε υπό το βάρος της νέας εθνικής καταστροφής την οποία προκάλεσε στην Κύπρο. Η επόµενη περίοδος, λοιπόν, του Αλβανικού πόλεµου, της Κατοχής και του Εµφυλίου, δεν εγκαινίασε µόνο την τραγική εµπλοκή της Ελλάδας στον µεγαλύτερο πόλεµο της νεότερης ιστορίας και στην παγκόσµια ιδεολογική αντιπαράθεση, αλλά αποτέλεσε και τον επίλογο των δύο προηγούµενων περιόδων, από τις εξελίξεις των οποίων εν µέρει καθορίστηκε. Η δεκαετία του 1940 σήµανε την κορύφωση της κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης, την ήττα της Αριστεράς έπειτα από πολυαίµακτες συγκρούσεις, την επικράτηση του αυταρχικού συντηρητισµού και την πρόσδεση της χώρας στο άρµα των Ηνωµένων Πολιτειών. Μολονότι έληξε µε νίκη των συντηρητικών δυνάµεων, τις υποχρέωσε να προχωρήσουν, προκειµένου να νοµιµοποιήσουν και να σταθεροποιήσουν το καθεστώς τους, σε σηµαντικές παραχωρήσεις και µεταρρυθµίσεις, στις οποίες είχαν αντιταχθεί πεισµατικά σε ολόκληρο τον Μεσοπόλεµο. Έτσι λοιπόν οι κυρίαρχες οµάδες αναγκάστηκαν να µοιραστούν τους καρπούς της µεταπολεµικής οικονοµικής ανάπτυξης σε αρκετά µεγαλύτερο βαθµό απ ό,τι συνέβη σε άλλες συγκρίσιµες χώρες. Από αυτή την άποψη οι αγώνες των προηγούµενων χρόνων για την κοινωνική ισότητα, µολονότι η έκβασή τους δεν ανταποκρίθηκε στις ελπίδες και στα όνειρα των λαϊκών στρωµάτων, αποδείχθηκαν κάθε άλλο παρά µάταιοι.

Η κοινωνική βάση της καπιταλιστικής δηµοκρατίας Το κράτος και η κοινωνία της νεότερης Ελλάδας γεννήθηκαν από την Επανάσταση του 1821, η οποία σήµανε µια αποφασιστική ρήξη µε το οθωµανικό παρελθόν. Αποτέλεσµα, η έλλειψη νοµιµοποίησης του νεότευκτου κράτους και η αδυναµία των ηγετικών οµάδων. Από τη µια µεριά υπήρχαν οι ισχυρές πιέσεις των αγροτικών στρωµάτων για την εφαρµογή δηµοκρατικών κοινωνικών µεταρρυθµίσεων, και κυρίως τη διανοµή της γης, ενώ από την άλλη µεριά και η αστική τάξη, αντιµέτωπη µε την αυταρχική µοναρχία του Όθωνα, πίεζε για δηµοκρατικές πολιτικές µεταρρυθµίσεις. Αποτέλεσµα, αλλεπάλληλες επαναστάσεις που έφεραν την ανατροπή της πρώτης δυναστείας και την ψήφιση ενός προωθηµένου δηµοκρατικού συντάγµατος. Κοινωνική βάση του δηµοκρατικού και κοινοβουλευτικού καθεστώτος που εδραιώθηκε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1870 ήταν ένας ασταθής συµβιβασµός µεταξύ των αστικών και των αγροτικών στρωµάτων, διαµεσολαβηµένος από την εθνική ιδεολογία. Αυτός έδωσε ώθηση σε µια σειρά µεταρρυθµίσεων, από τις οποίες τελικά ωφελήθηκαν, έστω και άνισα, τόσο οι αστοί όσο και οι αγρότες. Ειδικότερα, οδήγησε στη διανοµή των εθνικών γαιών και την επικράτηση της µικρής ιδιοκτησίας στην ύπαιθρο. Η εκάστοτε µορφή των µεταρρυθµίσεων εξαρτιόταν από τους µεταβαλλόµενους συσχετισµούς δυνάµεων ανάµεσα στις τάξεις και µέσα στους κόλπους του πλέγµατος εξουσίας και του κράτους. Η άποψη αυτή, που υποστηρίζεται συγκροτηµένα από τον ιστορικό Γιώργο Δερτιλή, ερµηνεύει µάλλον ικανοποιητικά τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα του Γεωργίου Α. Ωστόσο δεν µπορεί εύκολα να εξηγήσει τη µαζική εξάπλωση της πολιτικής βίας µετά το 1912, την εσωτερική διάσπαση του πλέγµατος εξουσίας το 1916 και την πρωτοφανή ένταση του Διχασµού, αλλά και τη διάδοση των αυταρχικών ιδεών και την επικράτηση των δικτατορικών καθεστώτων του ύστερου Μεσοπόλεµου, ούτε τις ρήξεις που οδήγησαν στον εµφύλιο και κατόπιν στον περιορισµό και στην κατάλυση των δηµοκρατικών ελευθεριών έως το 1974.

Η άνοδος των Φιλελευθέρων Η Ελλάδα του 1900 Πολιτικό ορόσηµο τον πρώιµο 20ό αιώνα ήταν το 1909, όταν το Κίνηµα στο Γουδί σήµανε την ανατροπή των προηγούµενων ισορροπιών. Οι αιτίες του ήταν σύνθετες. Οι επαναστατικές τοµές του 1909 όχι µόνο το στρατιωτικό κίνηµα αλλά και η κινητοποίηση των µαζών και η εξάπλωση σοσιαλιστικών και ριζοσπαστικών οργανώσεων αποτελούσαν εντέλει εκφράσεις της πολιτικής και ιδεολογικής κρίσης που έπληξε το ελληνικό βασίλειο µετά την ήττα στον πόλεµο του 1897. Μια ακµάζουσα χώρα Η οικονοµική εξέλιξη συνδεόταν µε πολιτικούς παράγοντες, οι οποίοι αποτυπώνονταν στον ρόλο που διάλεγε ή δεν διάλεγε να διαδραµατίσει το κράτος. Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ελλάδα παρέµενε µια αγροτική χώρα, µε τους δύο στους τρεις κατοίκους της να κατοικούν στην ύπαιθρο ποσοστό όµως που µειωνόταν έως το τέλος του Μεσοπολέµου θα έχει αποµείνει µόνο ο ένας στους δύο. Η Ελλάδα ήταν ενσωµατωµένη στην παγκόσµια αγορά περισσότερο από τις άλλες βαλκανικές χώρες και το µέσο βιοτικό της επίπεδο βελτιωνόταν σταθερά και ουσιαστικά από τον καιρό της Επανάστασης. Από την άλλη πλευρά η κοινωνική πόλωση, ιδίως στα αστικά κέντρα, ευνοούνταν από πολλούς παράγοντες και ιδίως από τη λειτουργία του πιστωτικού συστήµατος, που ενίσχυε συστηµατικά τους ισχυροτέρους. Επιπλέον, η οικονοµική θέση της χώρας έπασχε εξαιτίας της αφαίµαξης υπέρογκων πόρων από τις στρατιωτικές δαπάνες και της συνακόλουθης αύξησης του εξωτερικού χρέους, αλλά και επειδή το κράτος, ακολουθώντας την κυρίαρχη ιδεολογία του οικονοµικού φιλελευθερισµού, γενικά αδιαφορούσε για τη βελτίωση της υποδοµής. Σηµαντικό στοιχείο της οικονοµικής και της πολιτικής προόδου ήταν το σχετικά υψηλό µορφωτικό επίπεδο των κατοίκων της χώρας, που αναλύεται εµπεριστατωµένα στη µελέτη του Κωνσταντίνου Τσουκαλά Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ενώ δεν ήταν υψηλό, µε τα µεταπολεµικά κριτήρια, ήταν αξιοπρόσεκτο για την εποχή του. Εγγράµµατοι χαρακτηρίζονταν ο ένας στους δύο άνδρες και η µία στις πέντε γυναίκες, αλλά η Μετά το Κίνηµα στο Γουδί εντάθηκε η κοινωνική αναταραχή Η Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα παρέµενε µια χώρα κατε-

εξάπλωση της παιδείας ήταν ραγδαία το 1928 θα είναι εγγράµµατοι οι δύο στους τρεις άνδρες και η µία στις τρεις γυναίκες. Η εξάπλωση της µόρφωσης, και ιδίως της ανώτερης µεταξύ των ανδρών, από τη µια πλευρά δηµιουργούσε ισχυρές πιέσεις ουσιαστικότερου εκδηµοκρατισµού και από την άλλη προκαλούσε συντηρητικές αντιδράσεις που εκφράζονταν στις συχνές κρατικές προσπάθειες φίµωσης του ακµαίου πολιτικού Τύπου. Κρατική πολιτική και κοινωνική πόλωση Αν και το κράτος δεν έθετε ιδιαίτερα µεγάλα εµπόδια στην άνοδο των φτωχών στρωµάτων, από την άλλη πλευρά ούτε και τα βοηθούσε. Δεν µεριµνούσε καν συστηµατικά για τη δηµιουργία οικονοµικής υποδοµής: προτεραιότητα ήταν η προετοιµασία πολέµων. Για παράδειγµα, σύµφωνα µε εµπεριστατωµένες εκτιµήσεις, το 1907 οι στρατιωτικές δαπάνες ανέρχονταν συνολικά σε περίπου 33,2 εκατοµµύρια δραχµές, η εξυπηρέτηση του δηµόσιου χρέους απορροφούσε άλλα 32,5 εκατοµµύρια και η µισθοδοσία των δηµόσιων υπαλλήλων 17,2 εκατοµµύρια ακόµη. Για όλες τις υπόλοιπες δαπάνες απέ- µεναν 42,8 εκατοµµύρια. Από αυτά µόνο 3,5 εκατοµµύρια δίνονταν για την κατασκευή δρόµων και άλλα 2,5 για τη συντήρησή τους. Μόνο 300.000 δραχµές διοχετεύονταν σε αρδευτικά και αποξηραντικά έργα, µολονότι κάθε χρόνο οι πληµµύρες σάρωναν τη χώρα και η ελονοσία ήταν συχνότερη απ ό,τι στην Ινδία ή στην Αφρική. Άλλες τόσες δαπανούνταν για τη γεωπονική ανάπτυξη, ενώ για τη φροντίδα των δασών προβλέπονταν περίπου 200.000 δραχµές. Αλλά τα µυστικά κονδύλια που στέλνονταν στους Μακεδονοµάχους ήταν 710.000 δραχµές το 1905, 1,35 εκατοµµύρια το 1907, 3,4 εκατοµµύρια το 1908 και 2,65 εκατοµµύρια το 1909. Οι χωρικοί Οι αγρότες αποτελούσαν τον κύριο όγκο του ελληνικού πληθυσµού σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουµε. Οι συνθήκες ζωής τους ήταν γενικά, για τα σηµερινά µας µέτρα, φρικτές, αλλά θα πρέπει πάντοτε να θυµόµαστε ότι ήταν σηµαντικά καλύτερες απ ό,τι των οµολόγων τους στις περισσότερες χώρες της βόρειας, της κεντρικής και

της ανατολικής Ευρώπης. Ενώ η ύπαιθρος άλλων ευρωπαϊκών χωρών αποδεκατιζόταν από λιµούς και η κατάσταση των χωρικών της Πολωνίας και της Ρωσίας λίγο απείχε από τη δουλοπαροικία, στην Παλαιά Ελλάδα η µικρή ιδιοκτησία αποτελούσε τον κανόνα. Το σιτάρι συχνά έπρεπε να εισάγεται, αλλά το κρέας και τα γαλακτοκοµικά, καθώς και το κρασί και το λάδι ήταν πολύ πιο προσιτά απ ό,τι σε άλλες χώρες. Οι άνθρωποι που πεινούσαν ήταν λίγοι έως πολύ λίγοι, κάτι που αποτελούσε µεγάλο επίτευγµα για εκείνη την εποχή: η αληθινή φτώχεια ήταν κυρίως φαινόµενο των πόλεων. Οι χωρικοί ήταν πολιτικά και οικονοµικά ελεύθεροι. Τα πολιτικά τους δικαιώµατα µακροπρόθεσµα βελτίωσαν και την οικονοµική τους θέση. Σχετικά λίγοι ήταν άκληροι ή ιδιαίτερα εύποροι οι περισσότεροι βρίσκονταν κοντά σε έναν µέσο όρο που δεν ζούσε άνετα, αλλά πάντως µπορούσε να επωφεληθεί από τη γενική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Αντίθετα απ ό,τι συνέβαινε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ήταν ελεύθεροι να µετακινηθούν ή και να µεταναστεύσουν, αλλά και να προµηθεύονται τροφή και καύσιµα από τα άφθονα δάση. Οι βασικές καλλιέργειες ήταν, ανάλογα µε το κλίµα και τη διαµόρφωση του εδάφους, τα δηµητριακά, τα αµπελουργικά και η ελιά οι µικροκαλλιεργητές µε την ιδιοκατανάλωση και την ανταλλαγή σε τοπικό επίπεδο, µαζί µε την οικόσιτη κτηνοτροφία, εξασφάλιζαν ένα ανεκτό επίπεδο ζωής. Ένα ανώτερο στρώµα, το οποίο γοργά µετασχηµατίστηκε σε αστικό, αποτελούσαν οι κτηµατίες, που κατείχαν πάντως πολύ λιγότερες εκτάσεις απ ό,τι οι οµόλογοί τους στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι µεγαλοκτηµατίες ή τσιφλικάδες παρήκµασαν γοργά, και στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως θα δούµε παρακάτω, καταστράφηκαν από την αγροτική µεταρρύθµιση. Την περίοδο που εξετάζουµε η ύπαιθρος συνέβαλε αξιόλογα στην οικονοµική ανάπτυξη. Πλούτος ήρθε στην Πελοπόννησο τον ύστερο 19ο αιώνα, όταν άκµασε η εµπορευµατική παραγωγή της σταφίδας, και έπειτα, στις αρχές του 20ού και στις βόρειες επαρχίες µάλλον παρά στην Παλιά Ελλάδα, χάρη στον καπνό. Υπήρχαν περιοχές πλουσιότερες και άλλες φτωχότερες, αλλά παντού η προσαρµοστικότητα των αγροτών βοηθούσε τη βελτίωση της παραγωγής, παρά την τεχνολογική τους καθυστέρηση, τα φορολογικά αντικίνητρα και τη µικρή έκταση των καλλιεργειών. Η πολυέργεια της αγροτικής οικογένειας εξασφάλιζε στα µέλη της όχι µόνο την επιβίωση αλλά και, συχνά, την κοινωνική άνοδο. Στην τελευταία µεγάλο ρόλο έπαιξε και η µετανάστευση, άλλοτε προς τα αστικά κέντρα και άλλοτε στον Νέο Κόσµο.

Το κράτος λοιπόν, και µε εξαίρεση τις σηµαντικές δαπάνες για την εκπαίδευση, αναδιένεµε το εθνικό εισόδηµα µάλλον υπέρ των ισχυρότερων παρά των ασθενέστερων. Έτσι το πολιτικό σύστηµα, παρά τους κοινοβουλευτικούς και δηµοκρατικούς του τύπους, δεν εκτόνωνε αρκετά τις κοινωνικές εντάσεις, που ενισχύονταν από τη λειτουργία ολιγοπωλιακών δικτύων και τη ραγδαία ενσωµάτωση της εσωτερικής αγοράς. Από το 1904 η ελληνική οικονοµία, χάρη στη σταθεροποιητική πολιτική που επέβαλλε ο Διεθνής Οικονοµικός Έλεγχος και στις ευνοϊκές διεθνείς συγκυρίες, βελτιωνόταν, και τα ίδια χρόνια εξορθολογίστηκε το πιστωτικό σύστηµα. Ωστόσο η τοκογλυφία συνέχισε να µαστίζει την ύπαιθρο, ενώ στις πόλεις από το 1906 πολλαπλασιάστηκαν οι εργατικοί αγώνες. Κύµατα εσωτερικής και εξωτερικής µετανάστευσης ερήµωναν τις επαρχίες, ενώ από την άλλη πλευρά τροµοκρατηµένοι πρόσφυγες έφταναν στη χώρα δραπετεύοντας από αντίπαλους εθνικισµούς και κρατικούς διωγµούς κυρίως από τη Βουλγαρία. Η οικονοµική δυσπραγία έτρεφε τη ληστεία, που είχε γίνει ενδηµική στις αγροτικές περιοχές. Η δυσφορία δεν είχε µόνο οικονοµικές και κοινωνικές αιτίες αλλά και ιδεολογικές. Άγχος προκαλούσε το αδιέξοδο της αλυτρωτικής πολιτικής µετά την ήττα του 1897. Η Μεγάλη Ιδέα, αναντίστοιχη προς τις περιορισµένες δυνατότητες του κράτους και την ανεπαρκή του ηγεσία, είχε ανεπίλυτες εσωτερικές αντιφάσεις. Τα συστατικά στοιχεία του έθνους ήταν αδύνατο να αποσαφηνιστούν. Ανήκαν σε αυτό οι γυναίκες, οι ετερόδοξοι, οι άκληροι κολλήγοι ή οι διάφορες οµάδες αµφισβητούµενης εθνοτικής ταυτότητας; Συµµερίζονταν όλοι αυτοί τις υποχρεώσεις και τα δικαιώµατα των µελών του; Η απογύµνωση του εθνικού λόγου διευκόλυνε την εµφάνιση του σοσιαλιστικού διεθνισµού και µιας νέας γενιάς πολιτικών πιο ευαίσθητων στις πιέσεις των µαζών. Συνάµα όµως προετοίµασε την αµφισβήτηση των δηµοκρατικών αρχών, η οποία θα έφερνε τον Διχασµό και κατόπιν τον φασίζοντα αυταρχισµό του Μεσοπολέµου. Προτεραιότητα της ελληνικής οικονοµίας στις αρχές του 20ού Η έλευση του Βενιζέλου Κοινωνικός αναβρασµός Το 1909, και µέσα σε συνθήκες δηµοσιονοµικής κρίσης, ενέσκηψε η οξύτατη κρίση αντιπροσώπευσης, η οποία παρέλυσε το σύστηµα των στελεχικών κοµµάτων που Η εξωτερική µετανάστευση αποτελούσε κυρίαρχο φαινό-

κυριαρχούσε έως τότε. Η ίδια κρίση ανέδειξε προσωρινό ρυθµιστή της κατάστασης τον Στρατιωτικό Σύνδεσµο και παρόξυνε το κύµα λαϊκών ζυµώσεων και ταραχών. Το κέντρο βάρους του πολιτικού συστήµατος µετατοπίστηκε από τη Βουλή και το Παλάτι προς τον στρατό αρχικά και προς τις εξεγερµένες µικροαστικές και αγροτικές µάζες κατόπιν, ώσπου ισορρόπησε προσωρινά το 1910 µε την ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η πολιτική τάξη αναδιατάχθηκε µε την εµφάνιση πλήθους νέων ανδρών και την προσχώρηση των περισσοτέρων στο Κόµµα Φιλελευθέρων, ενώ ταυτόχρονα οργανωνόταν και η αντίδραση: ο απολυταρχικός διάδοχος του θρόνου, Κωνσταντίνος, κινητοποιούσε τους δικούς του οπαδούς, πρωτοστατώντας στη δηµιουργία ενός αντιδηµοκρατικού κινήµατος. Η εθνική ιδεολογία, αντιµέτωπη µε πρωτόγνωρα πρακτικά καθήκοντα, µεταπλάστηκε σε δύο αντίθετα ρεύµατα µε συµβολικούς άξονες το έθνος και τον θρόνο αντιστοίχως, τα οποία συγκρούστηκαν λυσσαλέα κατά τον Διχασµό. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ελευθέριος Βενιζέλος (1864-1936) Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ο µεγαλύτερος πολιτικός της Ελλάδας τον 20ό αιώνα. Γόνος µιας µέτρια εύπορης οικογένειας µε επαναστατικές παραδόσεις, σπούδασε νοµικά στο Πανεπιστήµιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά. Στην αρχή της πολιτικής σταδιοδροµίας του συµµετείχε στο επαναστατικό κίνηµα του 1897 στην Κρήτη. Εξελέγη βουλευτής και αργότερα ανέλαβε υπουργός Δικαιοσύνης στην αυτόνοµη Κρητική Πολιτεία, όπου συγκρούστηκε µε τον αρµοστή πρίγκιπα Γεώργιο, γιο του οµώνυµου βασιλιά της Ελλάδας. Τέθηκε επικεφαλής της αντιπολίτευσης στην αυταρχική διακυβέρνηση του πρίγκιπα, και ηγήθηκε του κινήµατος στο Θέρισο το 1905 όπου πέτυχε να διώξει τον Γεώργιο και να προωθήσει την ένωση του νησιού µε την Ελλάδα. Στην πολιτική ζωή της Αθήνας ο Βενιζέλος εµφανίστηκε ως σηµαντικός παράγοντας το 1910, χάρη στο Κίνηµα στο Γουδί, και την ίδια χρονιά ανέλαβε την πρωθυπουργία, την οποία έµελλε να διατηρήσει για περισσότερα από τέσσερα χρόνια. Το Κόµµα Φιλελευθέρων που ίδρυσε, το οποίο αναδείχθηκε στο πρώτο πανελλήνιας εµβέλειας στελεχικό κόµµα, του επέτρεψε να απαλλαγεί από την πατρωνία του βασιλιά Γεωργίου και των κατεστηµένων πολιτικών, και να προωθήσει σηµαντικές µεταρρυθµίσεις. Δηλωµένο και

βασικό του µέληµα ήταν ευθύς εξαρχής η αναζήτηση ενός συγκερασµού των αιτηµάτων των διαφόρων τάξεων, και η αποτροπή της ριζοσπαστικοποίησης των µαζών µε την άσκηση κοινωνικής πολιτικής από το κράτος. Τη διετία 1912-13 ο Βενιζέλος καθοδήγησε τη συµµετοχή της χώρας στους Βαλκανικούς πολέµους, ενώ ήταν ο πρωτεργάτης της σηµαντικής διπλωµατικής επιτυχίας στη συνθήκη του Βουκουρεστίου, µε την οποία η Ελλάδα επεκτάθηκε στο Αιγαίο, στην Ήπειρο και στη Μακεδονία. Τάχθηκε υπέρ της ελληνικής συµµετοχής στον Α Παγκόσµιο πόλεµο στο πλευρό της Αντάντ, αλλά διώχθηκε από την πρωθυπουργία από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος πίστευε στη νίκη της Γερµανίας και επιδίωκε την ουδετερότητα. Κέρδισε ξανά τις εκλογές το 1915, αλλά οδηγήθηκε για δεύτερη φορά σε παραίτηση από τον βασιλιά, που δροµολόγησε έτσι τον Διχασµό. Ο Βενιζέλος τέθηκε επικεφαλής του κινήµατος της Εθνικής Αµύνης στη Θεσσαλονίκη το 1916 και την επόµενη χρονιά, µε τη βοήθεια του συµµαχικού στόλου, ανέλαβε πρωθυπουργός στην Αθήνα επανενώνοντας τα δύο ελληνικά κράτη. Κυβέρνησε αυταρχικά για µία τετραετία, τη δεύτερή του, έως το 1920, οπότε έχασε τις εκλογές της 1ης Νοεµβρίου και εγκατέλειψε την εξουσία. Λίγο νωρίτερα είχε υπογράψει τη συνθήκη των Σεβρών, µε την οποία η Ελλάδα έπαιρνε τη Θράκη και αποκτούσε δικαιώµατα στη Μικρά Ασία: αυτή ήταν η κορύφωση των διπλωµατικών του επιτυχιών. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ο Βενιζέλος αναλαµβάνει ξανά τη διπλωµατική εκπροσώπηση της Ελλάδας και υπογράφει τη συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Παίρνει για ένα σύντοµο διάστηµα την πρωθυπουργία το 1924, αλλά δεν µπορεί πλέον να επιβληθεί στους Φιλελευθέρους. Διευκολύνει προσεκτικά την εγκαθίδρυση του αβασίλευτου πολιτεύµατος και ξαναφεύγει στο εξωτερικό. Το 1928 επιστρέφει στο πολιτικό προσκήνιο και έπειτα από µια εντυπωσιακή εκλογική νίκη ξεκινά την τρίτη περίοδο της πρωθυπουργίας του (1928-1933). Τώρα, η έµφαση της πολιτικής του δεν είναι στις µεταρρυθµίσεις αλλά στη στερέωση του αστικού καθεστώτος. Ο φιλελευθερισµός του εξασθενεί ολοένα περισσότερο οι συµµαχίες µε πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες φασιστικών αντιλήψεων µπαίνουν στην ηµερήσια διάταξη οι πολιτικές ελευθερίες περιορίζονται µε αστυνοµικά µέτρα και µε αυταρχικά νοµοθετήµατα όπως το Ιδιώνυµο. Οι µεγάλες διπλωµατικές του επιτυχίες, που περιλαµβάνουν την προσέγγιση µε την Τουρκία, δεν συνοδεύονται

από αύξηση της δηµοτικότητάς του. Η τελευταία καταρρακώνεται, όταν η φιλόδοξη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάµεων µε την υποστήριξη της πολιτείας (πολιτική των «µεγάλων έργων» µετά το 1929) εκτροχιάζεται από τη διεθνή οικονοµική κρίση. Η υποτίµηση της δραχµής, το 1931, δεν αποδεικνύεται µόνο καταστροφική για την αίγλη του Βενιζέλου αλλά και εγκαινιάζει µια προηγουµένως αδιανόητη περίοδο έντονης κρατικής παρέµβασης στην οικονοµία. Καθώς ο µεσοπολεµικός φιλελευθερισµός πνέει τα λοίσθια, η τελευταία περίοδος της πολιτικής παρουσίας του Βενιζέλου διανθίζεται από τη συµµετοχή του σε στρατιωτικά κινήµατα και σε απόπειρες εδραίωσης αυταρχικών καθεστώτων. Πεθαίνει την άνοιξη του 1936, αυτοεξόριστος στη Γαλλία, µετά την αποτυχία ενός στρατιωτικού κινήµατος του οποίου είχε ηγηθεί το 1935. Μετά το Κίνηµα στο Γουδί ο λαϊκός αναβρασµός δεν κόπασε. Πολλαπλασιάστηκαν οι απεργίες, ενώ συνάµα διαδιδόταν και αποσαφηνιζόταν το αίτηµα της δηµιουργίας «κοµµάτων αρχών». Αυτά τα κόµµατα νέου τύπου νοούνταν πλέον ως µαζικές οργανώσεις εφοδιασµένες µε γραφειοκρατική δοµή, γραπτό καταστατικό και σχετική εσωκοµµατική δηµοκρατία. Τέτοια ήταν τα «ανορθωτικά κόµµατα» που εξαπλώνονταν από άκρη σε άκρη της χώρας. Καθώς κινητοποιούνταν µικροαστοί, εργάτες και αγρότες, επηρέαζαν τα στελεχικά κόµµατα των προκρίτων και τα πίεζαν να διευρυνθούν, ενσω- µατώνοντας άτοµα µεσαίας κοινωνικής υπόστασης, αλλά και να τροποποιήσουν τον λόγο τους επί το λαϊκότερον. Ιδιαίτερα έντονα ήταν τα κοινωνικά προβλήµατα στη Θεσσαλία και στη νότια Ήπειρο εξαιτίας της ύπαρξης των µεγάλων ιδιοκτησιών, των τσιφλικιών, που συχνά περιλάµβαναν ολόκληρα χωριά. Οι εργαζόµενοι σε αυτά, δηλαδή οι κολλήγοι, είχαν ελάχιστα δικαιώµατα, ενώ οι εκπρόσωποί τους, οι αγροτιστές, διαµόρφωναν εδώ σαφή ταξικά αιτήµατα. Την ίδια εποχή αναλαµβάνει ο ανανεωτής Γούναρης την ηγεσία µιας µερίδας των συντηρητικών, που το κέντρο βάρους της είναι στην Πελοπόννησο. Ακόµη, παρουσιάστηκαν δύο νέα πολιτικά µορφώµατα, το βραχύβιο Λαϊκό Κόµµα και το Κόµµα Φιλελευθέρων, που επωφελούνταν από τη λαϊκή κινητοποίηση και αντανακλούσαν την οργανωτική και ιδεολογική ασυνέχεια µε την προηγούµενη περίοδο. Έµελλαν να πρωτοστατήσουν στη Διπλή Αναθεωρητική Βουλή, η οποία επιφορτίστηκε να αποτυπώσει Ο διάδοχος Κωνσταντίνος.

τις νέες πολιτικές πραγµατικότητες σε ένα νέο σύνταγµα και έτσι να τερµατίσει την κρίση. Τα νέα κόµµατα Το Κόµµα Φιλελευθέρων του Ελευθέριου Βενιζέλου αναδείχθηκε στον πιο προηγµένο πολιτικό µηχανισµό της τότε Ελλάδας. Από οργανωτική άποψη ήταν πιο συγκεντρωτικό από τα προηγούµενα αρχηγικά κόµµατα. Η πολιτική του φυσιογνωµία αποτέλεσε τη συνισταµένη αδιάκοπων αγώνων µεταξύ του ίδιου του Βενιζέλου, των εδραιωµένων πολιτευτών και των ισχυρών παραγόντων που στεγάστηκαν υπό την αιγίδα του, της ανερχόµενης µερίδας των «νέων ανδρών», και των κινητοποιηµένων µαζών που έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν σωτήρα. Στέγασε πολλούς από τους νέους πολιτευτές που εξελέγησαν το καλοκαίρι του 1910 στην Α Αναθεωρητική Βουλή, στην οποία ωστόσο κυριάρχησαν τα παλιά κόµµατα. Η χρονιά εκείνη σηµαδεύτηκε από τη σύγκρουση των Αναθεωρητικών (που ήθελαν, µαζί µε τον Βενιζέλο, την απλή αναθεώρηση του Γελοιογραφία που κυκλοφόρησε την άνοιξη του 1911 κατά τη Η κατάρτιση των πρώτων συνδυασµών των Φιλελευθέρων Ο κ. Βενιζέλος διέπραξε κάτι το οποίο γενικά θεωρήθηκε σφάλµα να επιτρέψει την κατάρτιση επίσηµων κυβερνητικών καταλόγων υποψηφίων αντί να δηλώσει πως σκοπεύει να περιλάβει στο κόµµα όλους όσους συµφωνούν µε τις απόψεις του, ούτως ώστε να αφήσει ελεύθερο το εκλογικό σώµα να κρίνει ποια είναι τα πιο κατάλληλα πρόσωπα. Κράτησε την επιλογή στα χέρια του, ή µάλλον στα χέρια των συµβούλων του, εφόσον ο ίδιος δεν βρίσκεται από αρκετό καιρό στην Ελλάδα ώστε να είναι σε θέση να σχηµατίσει προσωπική γνώµη για τους διάφορους υποψηφίους, ακόµη και στην πρωτεύουσα. Κατ αυτό τον τρόπο αποξένωσε αρκετά άτοµα και δυσαρέστησε µερικούς από τους θερµότερους υποστηρικτές του... [δηλαδή κυρίως τις Συντεχνίες της Αθήνας και του Πειραιά] οι οποίοι δεν εγκρίνουν κάποιους κυβερνητικούς υποψηφίους και ήδη καταρτίζουν τον δικό τους συνδυασµό που αποτελείται, κατά τη γνώµη τους, από καλύτερο υλικό. Μολονότι δεν εννοούν να αντιπολιτευτούν τον κ. Βενιζέλο αλλά µάλλον να τον ενισχύσουν, το τελικό αποτέλεσµα είναι ατυχές. Από αναφορά του Βρετανού πρεσβευτή Έλιοτ, 30 Νοεµβρίου 1910.

Κωνσταντίνος Γλύξµπουργκ (Κωνσταντίνος Α, 1868-1923) Ο Κωνσταντίνος ήταν ο πρωτότοκος του πρώτου βασιλιά της δανέζικης δυναστείας των Γλύξµπουργκ, Γεώργιου, και της Ρωσίδας πριγκίπισσας Όλγας. Έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση στη Γερµανία, όπου συνδέθηκε µε τους απολυταρχικούς κύκλους του Κάιζερ Γουλιέλµου, την αδελφή του οποίου παντρεύτηκε. Υπήρξε µαθητής του παγγερµανιστή µέντορα του συντηρητισµού Τράιτσκε και του θεωρητικού του µοναρχικού απολυταρχισµού Μπλούντσλι. Καλλιεργώντας τον µιλιταρισµό και τον αυταρχισµό, µιµούνταν την αποφασιστικότητα του Γουλιέλµου στην καθοδήγηση του Ράιχ. Πείσµων, αυταρχικός και αλαζονικός, επιδίωκε σταθερά να αντικαταστήσει τη συνταγµατική βασιλεία µε ένα µιλιταριστικό και απολυταρχικό καθεστώς. Η σύνδεση του Κωνσταντίνου µε την καταστροφική Εθνική Εταιρεία τον οδήγησε στη γελοιοποίηση το 1897, αλλά αυτός συνέχισε να ασκεί ασφυκτική πίεση για να αποκτήσει τον έλεγχο του στρατεύµατος. Η φατριαστική πολιτική του συγκέντρωσε την αντιπάθεια µεγάλου αριθµού αξιωµατικών, και έτσι διευκόλυνε τις ζυµώσεις που οδήγησαν στο Κίνηµα στο Γουδί. Χάρη στον Βενιζέλο όµως ο Κωνσταντίνος διατήρησε µετά το 1910 την ηγεσία του στρατεύµατος, και διοικώντας το στους Βαλκανικούς πολέµους µπόρεσε να καλλιεργήσει την εικόνα του ανίκητου και αµείλικτου πολέµαρχου. Το 1913 ο Κωνσταντίνος στέφθηκε βασιλιάς µετά τη δολοφονία του πατέρα του και το 1915 αξιοποίησε το πυκνό δίκτυο πατρωνίας και πελατείας που είχε αναπτύξει στον στρατό για να αντιταχθεί στον νεοεκλεγµένο πρωθυπουργό Βενιζέλο και να µαταιώσει την είσοδο της χώρας στον πόλεµο στο πλευρό της Αντάντ. Στο εξής, µε µια σειρά παρεµβάσεων, αποδυνάµωσε δραµατικά το σύνταγµα και άνοιξε τον δρόµο στον Διχασµό που ξέσπασε µετά τη δεύτερη αποποµπή του Κρητικού ηγέτη από την κυβέρνηση. Τέθηκε επικεφαλής του απολυταρχικών τάσεων πολιτικο-στρατιωτικού συγκροτήµατος που κυβέρνησε τη χώρα (µετά το καλοκαίρι του 1916 µόνο τον κορµό της Παλαιάς Ελλάδας) έως τον Ιούνιο του 1917, οπότε διώχθηκε από τους Συµµάχους. Στη διάρκεια του Διχασµού ο Κωνσταντίνος είχε για πολιτικό του εκπρόσωπο τον Γούναρη, για τον οποίο δήλωνε «Σκέπτεται καθ όν τρόπον και εγώ». Κυριότεροι σύµβουλοί του ήταν ο Γεώργιος Στρέιτ και ο Ιωάννης Μεταξάς, οι οποίοι θαύµαζαν τον γερµανικό αυταρχισµό και πίστευαν πως θα συνέφερε την Ελλάδα η επικράτηση των Κεντρικών

Δυνάµεων. Ο πρώτος επένδυσε µε το διπλωµατικό του κύρος τη γερµανόφιλη πολιτική του βασιλιά και λειτουργούσε ως τοποτηρητής του στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Ο δεύτερος, που είχε και αυτός ενστερνιστεί τον απολυταρχικό µιλιταρισµό αφότου σπούδασε στη Γερµανία, πίστευε πως ο θρόνος ενσάρκωνε τη συνέχεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και πως η απόλυτη µοναρχία έπρεπε να καταλύσει τον κοινοβουλευτισµό. Το 1917 Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τη χώρα χωρίς να παραιτηθεί από τον θρόνο και εξακολούθησε να κατευθύνει τον αντιβενιζελικό αγώνα από την Ελβετία και να επηρεάζει τον γιο του Αλέξανδρο που είχε πάρει το στέµµα. Στο τέλος του 1920 επέστρεψε στο βασιλικό αξίωµα, έπειτα από ένα νόθο δηµοψήφισµα, και άφησε τους οπαδούς του να εδραιώσουν ένα αυταρχικό καθεστώς, αλλά η κακή κατάσταση της υγείας του τον εµπόδιζε πλέον να διαδραµατίσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που είχε προηγουµένως. Η πολιτική του οδήγησε στη Μικρασιατική καταστροφή. Αναγκάστηκε σε παραίτηση από την επανάσταση του 1922 και κατέφυγε στην Ιταλία, όπου πέθανε µερικούς µήνες αργότερα. συντάγµατος) µε τους Συντακτικούς, οι οποίοι συχνά ήθελαν την κατάργηση της βασιλείας και προσανατολίστηκαν στο Λαϊκό Κόµµα. Θεωρητικά η σύγκρουση αφορούσε τη στάση των δύο συνασπισµών έναντι του Θρόνου, αποφασιστική σηµασία όµως για τη συγκρότησή τους είχε επίσης η απόφαση του Βενιζέλου να ορίσει στις εκλογές για τη Β Αναθεωρητική Βουλή, ανατρέποντας την υφιστάµενη παράδοση, επίσηµους κοµµατικούς του συνδυασµούς σε ολόκληρη τη χώρα. Έτσι µετέφερε τη νοµιµοποίηση από τον βουλευτή στο κόµµα. Σκοπός του ήταν στη νέα περίοδο, που χαρακτηριζόταν από την άνοδο των µαζών, να πρωταγωνιστούν οργανωµένες πολιτικές και κοινωνικές δυνάµεις και όχι πρόσωπα. Πολλοί νέοι πολιτικοί αισθάνθηκαν πως αναδείχτηκαν χάρη σε αυτόν και του αφοσιώθηκαν, ενώ πολλοί πρόκριτοι τον αποδέχτηκαν αναγνωρίζοντας, σύµφωνα µε τον Γρηγόριο Δαφνή, στέλεχος του καθεστώτος του και ιστορικό, πως «ο Κρης πολιτικός συνίστα µικρότερον κίνδυνον από τας ανατρεπτικάς τάσεις των µαζών». Ζητώντας για πρώτη φορά την ψήφο του ελληνικού λαού, ο Βενιζέλος πρόβαλε ένα αρκετά ασαφές πρόγραµµα, µε κύριους άξονες την εξισορρόπηση των κοινωνικών συµ- Σκίτσο του Ηλία Κουµετάκη το 1910 που σχολιάζει την

φερόντων, τη βελτίωση της λειτουργίας της κρατικής µηχανής και της θέσης των λαϊκών στρωµάτων, και τη δηµιουργία αξιόµαχου στρατού. Οι απόψεις και οι καταβολές των πολιτευτών του όµως παρέµεναν ανοµοιογενείς, ενώ και τα ιδεολογικά συµφραζόµενα του νέου κόµµατος ποίκιλλαν: ο Βενιζελικός Συνδυασµός Μεσσηνίας κατέβηκε στις εκλογές µε σύµβολο το πορτραίτο του Φιλελεύθερου ηγέτη, πλαισιωµένο από «δύο ερυθρές [σηµαίες] χιαστί», ενώ στη Θεσσαλία Φιλελεύθερους αποκαλούσαν τους συντακτικούς και τους αγροτικούς. Στους Λαϊκούς, πάλι, κατέληξαν αρκετοί υποψήφιοι που απέτυχαν να γίνουν δεκτοί στους Φιλελευθέρους. Με φόντο λοιπόν την κοινωνική αναταραχή και τις ιδεολογικές ζυµώσεις, τα δύο νέα κόµµατα, οι Λαϊκοί και οι Φιλελεύθεροι, αποσαφήνισαν τα αιτήµατά τους και οργανώθηκαν σε πιο συλλογική βάση από τα παλιά αστικά κόµµατα. Προκάλεσαν έτσι ευρύτερες ανακατατάξεις. Μια σηµαντική µερίδα της αστικής και γαιοκτηµονικής τάξης επέµενε στην εχθρότητά της προς τη συλλογική πολιτική οργάνωση, στην οποία προσέφυγαν πρώτα τα πιο λαϊκά στρώµατα, και µάλιστα αισθανόταν να κινδυνεύουν το κράτος και ο στρατός που γύρω τους περιστρεφόταν ανέκαθεν η δική της συλλογική οργάνωση. Ως φρουροί της αστικής ευταξίας και σταθερότητας απέναντι στους εξεγερµένους αξιωµατικούς και τον αµφίθυµο Βενιζέλο πρόβαλλαν πλέον οι αδιάλλακτοι της Αυλής, και κατεξοχήν ο Κωνσταντίνος, που ευαγγελιζόταν ήδη τον αυταρχικό µοναρχισµό. Πολλοί αστοί έλπιζαν να τους προστατεύσει η «στιβαρά χειρ» του διαδόχου από τις διεκδικήσεις των µαζών, τις οποίες ο Βενιζέλος πίστευαν δεν έπαυε να ενθαρρύνει. Το έργο της πρώτης κυβέρνησης του Βενιζέλου «Ανόρθωση και ευηµερία» Στις εκλογές της 28ης Νοεµβρίου 1910 για τη Β Αναθεωρητική Βουλή, το Κόµµα Φιλελευθέρων, κερδίζοντας τις 307 από τις 362 βουλευτικές έδρες, πραγµατοποίησε µια ριζική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού. Μόνο το ένα τρίτο των Φιλελευθέρων βουλευτών προέρχονταν από τα παλαιά κόµµατα, στη συντριπτική τους πλειονότητα από το Δηλιγιαννικό. Δίπλα τους εξελέγησαν δεκατρείς ανεξάρτητοι παλαιοκοµµατικοί στην Πελοπόννησο και στα Επτάνησα, είκοσι οκτώ αγροτιστές της Θεσσαλίας, επτά Συντακτικοί και άλλοι επτά Κοινωνιολόγοι.

Την κυβέρνηση ανέλαβε ο Βενιζέλος, ο οποίος µπορούσε πλέον να στηριχτεί στις δικές του δυνάµεις για να απαλλαγεί από την κηδεµονία του Θρόνου και των άλλων πολιτικών. Βασικές προτεραιότητές του ήταν να σταθεροποιηθεί στην εξουσία και να κρατήσει ενωµένο το κόµµα του. Εκφράζοντας αντιφατικές απόψεις για κάθε λογής ζητήµατα, από τη µοναρχία έως το γλωσσικό, προσπαθούσε να καταλάβει τον χώρο του κέντρου, αλλά έτσι δεν άργησε να χάσει ένα µέρος από την αξιοπιστία του: δεν ήταν ποτέ προδιαγεγραµµένο ούτε φανερό στους άλλους πολιτικούς ή και στους ίδιους τους οπαδούς του έως ποιο σηµείο θα συµβιβαζόταν. Κάτι αντίστοιχο ίσχυε και για το Κόµµα Φιλελευθέρων: η ετερογένεια των πολιτικών στελεχών που το αποτέλεσαν καθώς και τα περιθώρια ελευθερίας που εκών άκων τους παραχωρούσε ο Βενιζέλος, αποτυπώθηκαν στο αντιφατικό έργο της Β Αναθεωρητικής Βουλής. Παρά τις παλινδροµήσεις του ο Βενιζέλος είχε συγκροτηµένες αντιλήψεις για τη γενική κατεύθυνση των απαραίτητων µεταρρυθµίσεων, επηρεασµένες από τον γαλλικό ριζοσπαστισµό και κυρίως από τον βρετανικό Νέο Φιλελευθερισµό, που έδιναν έµφαση στην απάλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων. Επιχείρησε αυτή την περίοδο την ενίσχυση και τον εκδηµοκρατισµό του κράτους, την οικονοµική ανάπτυξη µε µέσο την προστασία του µεγάλου κεφαλαίου και, τέλος, τη βελτίωση της θέσης των λαϊκών τάξεων, ώστε να εξασφαλίσει τη νοµιµοφροσύνη τους. Διαµεσολαβώντας αµοιβαίες παραχωρήσεις από τις αντίπαλες κοινωνικές οµάδες εκτόνωσε συστηµατικά τις εσωτερικές εντάσεις. Έθεσε ως ειδικότερους άµεσους στόχους του την πειθάρχηση του στρατού, τη στερέωση του Θρόνου, του οποίου όµως τις αρµοδιότητες ήθελε περιορισµένες σε σχέση µε το παρελθόν, την επιβολή εσωτερικής ευταξίας και τη βελτίωση της διεθνούς θέσης της χώρας. Στην πραγµατικότητα, βασικό µέληµα του Βενιζέλου ήταν η µεταρρύθµιση του κρατικού µηχανισµού σύµφωνα µε τα πρότυπα των φιλελεύθερων κρατών και παράλληλα µε την ενσωµάτωση ευρύτερων στρωµάτων στην κοινωνική βάση του καθεστώτος. Ο ίδιος συνόψισε τους στόχους της πρώτης φάσης της διακυβέρνησής του ως «ανόρθωση» του κράτους και «ευηµερία» της (αστικής) κοινωνίας. Συχνά επαναλάµβανε το αισιόδοξο όραµα «όπως προ της λήξεως της παρούσης δεκαετίας φθάση ο ελληνικός λαός να ίδη την εξαγωγήν αυτού διπλασιαζοµένην, την εισαγωγήν αυτού διπλασιαζοµένην, τον εθνικόν πλούτον διπλασιαζόµενον, την ευηµερίαν του λαού ασφαλιζοµένην... Η Βουλή το 1910 (Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα). Μέσα στις προτεραιότητες του µεταρρυθµιστικού προγράµµα-

Οι απαρχές της εργατικής τάξης Τον χρονικό ορίζοντα της δεκαετίας ανέφερε επίσης ο Βενιζέλος σε σχέση µε την εργατική πολιτική. Ποιοι ήταν όµως οι εργάτες εκείνη την εποχή; Μικρό νόηµα έχει η κατηγοριοποίηση του εργατικού δυναµικού των αστικών κέντρων σε εργάτες και µικροαστούς. Όπως παρατήρησε ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος, οι τύποι της απασχόλησης άλλαζαν διαρκώς, ενώ η εργασία και οι απολαβές ήταν οικογενειακή υπόθεση και µόνο συλλογικά µπορούσε ένα νοικοκυριό να κρατήσει το επίπεδο διαβίωσής του. Η µετάβαση από την αυτοαπασχόληση στην εξαρτηµένη εργασία ήταν συνεχής. Ο Λιάκος στο σηµαντικό έργο του «Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέµου. Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσµών» (Αθήνα: Ίδρυµα Έρευνας και Παιδείας της Εµπορικής Τράπεζας της Ελλάδος 1993) αξιοποιεί τις αναλύσεις της σχολής του µεγάλου Αµερικανού ιστορικού Ιµµάνουελ Βαλλερστάιν, ο οποίος επισήµανε τη συµπληρωµατικότητα της µικροπαραγωγής προς τους ανεπτυγµένους καπιταλιστικούς τοµείς της οικονοµίας. Έτσι, µετατοπίζει την προσοχή από την επιχείρηση στην οικογένεια ως παραγωγική µονάδα. Στην οικογένεια συγκεντρώνονται τα εισοδήµατα από πολλαπλές δραστηριότητες, συχνά αλληλοσυµπληρούµενες και περιστασιακές: λιανεµπόριο, αυτοαπασχόληση, αγροτικές εργασίες, µισθωτή εργασία, παιδική εργασία. Χάρη σε αυτά τα συµπληρωµατικά εισοδή- µατα η µισθωτή εργασία µπορεί να αµείβεται κάτω από το πραγµατικό κόστος της και να συντηρείται στις περιόδους ανεργίας. Έτσι έχουµε την αναπαραγωγή µιας «κοινωνικής κατηγορίας χωρίς όνοµα», που ζει από ποικίλες δραστηριότητες της οικογένειας στη µικροπαραγωγή και έχει συστατικές µονάδες όχι τα άτοµα ή τις επιχειρήσεις αλλά τις οικογένειες. Εδώ η µικρή παραγωγή αποτελεί έναν συµπληρωµατικό τρόπο επιβίωσης των οικογενειών που έρχονται από την ύπαιθρο ή των προσφύγων. Ρυθµίζει την προσφορά εργασίας ανάλογα µε τις ανάγκες της επιβίωσης, συνήθως εποχικά και ακανόνιστα, και σε επίπεδα αµοιβών κάτω από τα απαραίτητα για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναµης. Την αναπαραγωγή της διευκολύνει µάλιστα η ύπαρξη µιας παράλληλης αγοράς, ενός «καπιταλισµού κάτω από τον καπιταλισµό». Ανάλογα φαινόµενα παρατηρούµε και σήµερα µεταξύ των νεοφερµένων στρωµάτων των µεταναστών.

Όταν τούτο γίνη η απόδοσις της στρατολογίας θα διπλασιασθή, αι πολεµικαί δυνάµεις της Eλλάδος εποµένως θέλουσιν και αυταί διπλασιασθή και η θέσις αυτής εν τω κόσµω θέλει είναι ανάλογος προς την δύναµιν αυτής την τε πολεµικήν και την οικονοµικήν». Μόνο τότε θα γινόταν δεκτή η Ελλάδα «εν τη οικογενεία των πολιτισµένων κρατών». Οι µεταρρυθµίσεις των Φιλελευθέρων Η κρατική µεταρρύθµιση των Φιλελευθέρων την περίοδο 1911-1915 σήµαινε ουσιαστικές αλλαγές στη διοίκηση, στη δικαιοσύνη, στη δηµοσιονοµία, στη δηµόσια ασφάλεια και στην παιδεία. Βασική διοικητική µεταβολή ήταν ο νόµος περί αυτοδιοίκησης, µε τον οποίο περιόρισαν τις εξουσίες των δηµάρχων και επιδίωξαν τον εκδηµοκρατισµό της επαρχιακής πολιτικής ζωής. Στον τοµέα της δικαιοσύνης επιχείρησαν τη σύνταξη νέων κωδίκων (αστικού, ποινικού και εµπορικού, καθώς και ποινικής και πολιτικής δικονοµίας), ενώ µε επιµέρους νοµοθετήµατα εκσυγχρόνισαν το αστικό δίκαιο, απλοποίησαν τη δικονοµία, τροποποίησαν επί το επιεικέστερον τους ποινικούς νόµους και ανέταξαν τον δικαστικό και τον σωφρονιστικό µηχανισµό. Η κυβέρνηση Βενιζέλου έλεγξε και οργάνωσε τα λογιστικά του κράτους και το σύστηµα των δηµόσιων εσόδων, εισήγαγε τη φορολογία του εισοδήµατος και εισέπραξε εν µέρει τους καθυστερούµενους φόρους, καταδίωξε το λαθρεµπόριο και µεταρρύθµισε το φορολογικό σύστηµα προς όφελος των λαϊκών τάξεων. Κάλεσε ξένους ειδικούς για την αναδιοργάνωση της χωροφυλακής και ενίσχυσε ουσιαστικά την αγροτική ασφάλεια. Στον χώρο της παιδείας χρηµατοδότησε το πανεπιστήµιο, προώθησε τον εκσυγχρονισµό της πρωτοβάθµιας εκπαίδευσης, ευνόησε µε ποικίλους έµµεσους τρόπους τη χρήση της δηµοτικής γλώσσας, βελτίωσε τη θέση των διδασκόντων και µείωσε την οικονοµική επιβάρυνση των διδασκοµένων. Η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων µερίµνησε επίσης για τη δηµιουργία οικονοµικής υποδοµής (υδραυλικά έργα, δρόµοι κλπ.), ενίσχυσε πολλαπλά τη γεωργική, κτηνοτροφική και δασική παραγωγή και κυρίως σύστησε το Υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας «όπως εφαρµόση γεωργικήν και πλουτοπαραγωγικήν εν γένει πολιτικήν µέλλουσαν να βελτιώση ριζικώς την οικονοµικήν κατάστασιν της χώρας». Μολονότι συνέχισε τη φιλελεύθερη οικονοµική πολιτική της προηγούµενης περιόδου, έθεσε τις βάσεις για την κρατιστική στροφή που θα ακολουθούσε. Με διάφορα µέτρα άρχισε να περιορίζει Χαρτονόµισµα των 25 δραχµών που εκδόθηκε το 1913 από την Ένα από τα σηµαντικότερα µέτρα της κυβέρνησης Βενιζέ-