ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. - ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ: ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ



Σχετικά έγγραφα
Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ H ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΩΣ ΚΡΑΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ

Διαφάνεια των όρων της σύµβασης µεταξύ καταναλωτή (επιλέγοντα πελάτη) και παρόχου υπηρεσιών στον τοµέα της ενέργειας.

Γενική Εισαγωγή αρ. 1. Η ανάγκη προστασίας του καταναλωτή Η ειδική νομοθεσία Σύντομη κριτική επισκόπηση 20-26

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

(2015) 1 PRO JUSTITIA. «Αρχή Υπεύθυνου Δανεισμού» Άννα Οβσεπιάν, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια

Μετάδοση από τηλεοπτικούς σταθµούς διαφηµίσεων παιδικών παιχνιδιών.

Ευγενία Τζαννίνη Δικηγόρος. Ιούνιος 2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αθήνα, 5 Δεκεμβρίου 2008 Αριθ. πρωτ.: 1627

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 4. Άρθρο 2 Αγωγές παραλείψεως 5. Άρθρο 3 Φορείς νομιμοποιούμενοι προς έγερση αγωγής 5. Άρθρο 4 Ενδοκοινοτικές παραβάσεις 6

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ιάταγµα δυνάµει του άρθρου 19

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής

Υπεύθυνος δανεισµός: άµυνα στην υπερχρέωση των καταναλωτών

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΑΠ 296/2001

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ( άρθρο 4 Ν. 2251/1994 )

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΚΟΙΝ: α) Γρ. κ. Υπουργού β) Γρ. κ. Υφυπουργού γ) Γρ. κας Γεν. Γραμματέως

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Χρήστος Βλ. Γκόρτσος Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικός Γραμματέας Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες. 1. Εισαγωγή 1 Ι. Η οικονομική σημασία των συμβάσεων καταναλωτικής

Συμβουλές για τις ηλεκτρονικές αγορές

Α Π Ο Φ Α Σ Η 115/2014

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4135, 18/7/2007

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

ΟΔΗΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ του Συνδέσμου Εταιριών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ)

ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ. ΟΔΗΓΙΑ Αριθμ. 3/

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Πίνακας Περιεχομένων

1. Απαγορεύεται επικοινωνία με τον οφειλέτη για οφειλές για τις οποίες έχει προβεί σε δικαστικές ενέργειες αμφισβήτησης

Ασφαλιστικές Εταιρείες 2007

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΟΜΗΣΗΣ, ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ & ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ. Βικέλα 4, Τ.Κ , Βέροια. Γραμματεία: , Fax:

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Νέο Νομοθετικό Πλαίσιο για την Υποχρεωτική Ασφάλιση Οχημάτων

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

ΙΑΤΡΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ. Άννα Τσίτουρα Δικηγόρος Εξειδ. Δίκαιο της υγείας

Σήμερα, 28 Ιανουαρίου είναι η Ευρωπαϊκή Ημέρα Προστασίας

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 15/2007 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΗ ΠΡΟΕΞΟΦΛΗΣΗΣ ΣΕ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΤΑΘΕΡΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ

ΟΔΗΓΙΑ 2009/22/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Η Οδηγία 2007/64/ΕΚ για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά Συνολική θεώρηση

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

E.E. Παρ. ΙΙΙ(Ι) 229 Κ.Δ.Π. 20/97 Αρ. 3117, Αριθμός 20 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ (ΝΟΜΟΣ 207 ΤΟΥ 1989)

2.2. Ο Καθορισμός του Εφαρμοστέου Δικαίου στις Συμβατικές Ενοχές / Ο

SEC(2010) 1525 τελικό COM(2010) 733 τελικό ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ-ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

«ΕΝ ΤΑΧΕΙ» ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Ενδοκοινοτικό Εμπόριο

Πολιτική Απορρήτου και Δήλωση Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων

Ι. Παραδόσεις αγαθών που ενεργούνται από τις παραπάνω περιοχές :

Ο ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ INTERNET

Θέµα εργασίας: «Θεσµική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων».υπόθεση Κλόντια Σίφερ.

Αντί προλόγου. Χολαργός, Ιούλιος 2014 Πόπη Χριστακάκου-Φωτιάδη

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Συμπεριφορά του Έφηβου Καταναλωτή

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ

Πρόγραμμα Νοσοκομειακής Περίθαλψης Full [Health] Ειδικό

Ημερίδα Κώδικας Φορολογίας Εισοδήµατος

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

Πρόταση EKTEΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες η αποχαρακτηρισμένη έκδοση του προαναφερόμενου εγγράφου.

(Αποστολή µε FAX) Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2122-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 34/2017

ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ Διεθνείς Πτωχεύσεις

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4161, 24/4/2008 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ (ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΜΑΤΟΣ) ΝΟΜΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Σχέδιο Υπουργικής Απόφασης. «Κώδικας Προµήθειας σε Πελάτες» Ο Υπουργός Ανάπτυξης

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

ΘΕΜΑ: Αναφορά του κ... (αρ. πρωτ. εισερχ / ).

1. Επισυνάπτεται για τις αντιπροσωπίες σημείωμα της Προεδρίας σχετικά με την πρόταση οδηγίας για τα δικαιώματα των καταναλωτών.

Γενικοί Όροι & Πολιτική Αγορών της Fon

Η νέα Οδηγία για την παροχή πιστώσεων σε καταναλωτές. Χριστίνα Κ. Λιβαδά Ειδική Νομική Σύμβουλος ΕΕΤ

Αντιπρόεδρο, τις Συμβούλους Ευαγγελία-Ελισάβετ Κουλουμπίνη και. Κωνσταντίνα Ζώη και τους Παρέδρους Γεώργιο Παπαϊσιδώρου (εισηγητή) και

Ημερ: Αρ. Πρωτ.:1571 Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Λεωφ. Κηφισίας 60, Μαρούσι Αθήνα, ΤΚ 15125

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την καθιέρωση του ευρώ /* COM/96/0499 ΤΕΛΙΚΟ - CNS 96/0250 */

Η Προστασία των προσωπικών δεδομένων στην επιστημονική έρευνα

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3383, 28/1/2000

«13. Παροχή τηλεπικοινωνιακών, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών και ηλεκτρονικά παρεχόμενων υπηρεσιών σε μη υποκείμενους στο φόρο.

ΤΟΜΟΣ Δ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2018 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ : ΒΙΚΥ ΒΑΡΔΑ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

2. Το Π.Δ. 81/2002 (ΦΕΚ Α 57) περί συγχωνεύσεως των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

1. Το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών απαιτεί ειδική προστασία πέραν του ΓΚΠΔ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. - ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ: ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ ΘΕΜΑ : ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ (ΑΡΘΡΟ 4 ΤΟΥ Ν. 2251/1994, όπως ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟ Ν. 3587/2007). Υπεύθυνες Καθηγήτριες: Ουρανία Αγγελίδου-Χατζηνικολάου και Σταματίνα Κορδή-Αντωνοπούλου Εισηγήτρια: Καρυώτη Ι. Αντωνία ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009

Στους αγαπημένους μου γονείς, Γιάννη και Σταυρούλα 2

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ. ΓΕΝΙΚΑ Η ολοένα και μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, οδήγησε στην ανάγκη να καθιερωθεί ειδική έννομη προστασία για τον καταναλωτή, ο οποίος είναι αναμφίβολα το ασθενέστερο συμβαλλόμενο μέρος σε μια σύμβαση. Οι ειδικότερες εκφάνσεις της οικονομικής ανάπτυξης, όπως η μαζικότητα και η ταχύτητα της παραγωγής, η καθιέρωση των συμβάσεων προσχώρησης, οι σύγχρονες τεχνικές διαφήμισης και marketing και η έλλειψη ενημέρωσης, έχουν ανατρέψει το μοντέλο της ισότητας των συμβαλλομένων μερών, περιάγοντας τον καταναλωτή σε μειονεκτική θέση, με αποτέλεσμα να χρήζει ειδική έννομη προστασία απέναντι στον ισχυρό αντισυμβαλλόμενό του προμηθευτή 1. α) Νομοθετική Ρύθμιση Όσον αφορά την προστασία του καταναλωτή ο Έλληνας νομοθέτης προσαρμόστηκε στην κοινοτική νομοθεσία και στις επιμέρους Οδηγίες της Κοινότητας, θεσπίζοντας αρχικά το νόμο 1961/1991, ο οποίος στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από το νόμο πλαίσιο 2251/1994. Ο τελευταίος νόμος με αρκετές τροποποιήσεις και βελτιώσεις σε σχέση με τον αρχικό, τροποποιήθηκε αρκετές φορές, με τελευταία και κύρια τροποποίησή του αυτή που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2007 με το νόμο 3587/2007 για την «ενσωμάτωση και συμπλήρωση του ν. 2251/1994, όπως ισχύει-ενσωμάτωση της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ» 2. 1 Ε. Περάκης, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 28 2 Ελ. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, σελ. 18 3

Η προστασία των συμφερόντων και των δικαιωμάτων του έλληνα καταναλωτή αποτελεί κατά ρητή επιταγή του νόμου καθήκον του κράτους, με την έννοια ότι το κράτος οφείλει να διαμορφώνει με τέτοιο τρόπο την κοινωνική του πολιτική, ώστε αφενός μεν να μην βλάπτει τα συμφέροντα των καταναλωτών, αφετέρου δε να τα προάγει και να τα προστατεύει (άρθρο 1 του ν.2251/1994). Στη συνέχεια ο ν.2251/1994 προβαίνει σε μία ενδεικτική απαρίθμηση των κατευθύνσεων προς τις οποίες εκτείνεται η προστασία του καταναλωτή (άρθρο 1 παρ. 2). Ειδικότερα απαριθμεί τη μέριμνα για την υγεία και την ασφάλεια, για τα οικονομικά συμφέροντα του καταναλωτή (ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και η ρύθμιση των συμβάσεων από απόσταση), για την οργάνωση των καταναλωτών σε ενώσεις, για την ακρόασή τους, την πληροφόρηση και τη συνεχή επιμόρφωσή τους 3. Περαιτέρω, υπεύθυνη για την προστασία των καταναλωτών είναι και η Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρο 153 ΣυνθΕΚ), της οποίας η αρμοδιότητα είναι συντρέχουσα και όχι αποκλειστική (Συνθήκη της Λισσαβόνας της 17.12.2007). Τέλος, πρωταρχικό ρόλο στην προάσπιση των συμφερόντων των καταναλωτών, δεδομένου ότι απολαμβάνουν του αποκλειστικού δικαιώματος άσκησης συλλογικής αγωγής, παίζουν και οι οργανωμένες ενώσεις καταναλωτών 4. 3 Ε. Περάκης, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 25 4 Ε. Περάκης, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 27, 528/2002 ΠΠρΑθ ΕΕμπΔ 2002, 622 επ. σύμφωνα με την οποία οι ενώσεις καταναλωτών νομιμοποιούνται να ασκήσουν συλλογική αγωγή λόγω παράβασης του άρθρου 4, αλλά όχι και για παραβίαση γενικά του ν. 2472/1997 για την προστασία του κάθε ατόμου από την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, καθώς ο τελευταίος νόμος απαιτεί να θίγεται κάποιο άτομο συγκεκριμένο και όχι γενικά το καταναλωτικό κοινό 4

β) Σκοπός θέσπισης ειδικής ρύθμισης για τις συμβάσεις από απόσταση Η πρόβλεψη του νομοθέτη για θέσπιση ειδικής ρύθμισης όσον αφορά τις συμβάσεις από απόσταση, οι οποίες μετονομάστηκαν σε «εμπορία από απόσταση αγαθών και υπηρεσιών, πλην των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών» με το άρθρο 2 παρ. 1 της ΥΑ Ζ1-629 (ΦΕΚ Β 720/30-05-2005), εξυπηρετεί κυρίως τον καταναλωτή, τα οικονομικά συμφέροντα του οποίου διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο λόγω της έλλειψης της ταυτόχρονης φυσικής παρουσίας προμηθευτή και καταναλωτή και της κατ επέκταση λεγόμενης «υστέρησης σε πληροφόρηση και διαπραγματευτική ισχύ» 5. Ειδικότερα, σύμφωνα με μία άποψη θεωρείται δεδομένη η έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα στην πληροφόρηση για το πωλούμενο προϊόν ή την υπηρεσία που λαμβάνει ο καταναλωτής και στην αντίστοιχη πληροφόρηση, την οποία διαθέτει ο προμηθευτής, λόγω της επαγγελματικής του ιδιότητας, της τεχνογνωσίας και της συχνότητας με την οποία εμφανίζονται οι συμβάσεις αυτού του είδους στις συναλλαγές. Ταυτόχρονα, προς τη θέσπιση ειδικής ρύθμισης συνάδει και η μειωμένη διαπραγματευτική ικανότητα του καταναλωτή σε σύγκριση με την οργανωμένη επιχείρηση του προμηθευτή, ο οποίος λόγω της μαζικότητας, της συχνότητας και της ταχύτητας του ίδιου είδους συναλλαγής, έχει αποκτήσει εξειδίκευση, ενώ συνήθως χρησιμοποιεί προδιατυπωμένους γενικούς όρους συναλλαγών (Γ.Ο.Σ), στους οποίους ο καταναλωτής προσχωρεί χωρίς να έχει την ευχέρεια να διαπραγματευτεί 6. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό κυρίως με το γεγονός ότι ο καταναλωτής δεν είναι σε θέση να εξετάσει το πράγμα εκ του φυσικού του, ώθησαν τον νομοθέτη να θεσπίσει ένα πλέγμα ειδικών διατάξεων, 5 Ρ. Γιοβανόπουλος, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 192 6 Χρ. Λιβαδά, Η έννοια του προστατευτέου καταναλωτή σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ΔΕΕ 11/2005, 1137 επ., Γ. Δέλλιος, Προστασία των καταναλωτών και σύστημα του ιδιωτικού δικαίου, o καταναλωτής ως υποκείμενο προστασίας, 2005, σελ. 315 5

που εφαρμόζονται στις συμβάσεις από απόσταση, και λειτουργούν ως «ασφαλιστική δικλείδα» για τα συμφέροντα του καταναλωτή 7. γ) Ομοιότητες και Διαφορές με συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος (άρθρο 3 του Ν. 2251/1994) Οι συμβάσεις από απόσταση παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία με τις συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος (άρθρο 3 του ν.2251/1994), γι αυτό και οι δύο διατάξεις έχουν περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές. Πριν τη θέση, μάλιστα, σε ισχύ του ν.2251/1994 οι συμβάσεις από απόσταση ρυθμιζόταν από κοινού με τις συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος στο άρθρο 3 του ν.1961/1991 8. Παρόλα αυτά, οι δύο διατάξεις έχουν και κάποιες βασικές διαφορές, οι οποίες οδήγησαν στη χωριστή ρύθμισή τους από το νόμο. Συγκεκριμένα, στις συμβάσεις από απόσταση δεν παρουσιάζεται η ίδια ψυχολογική πίεση και ο αιφνιδιασμός του καταναλωτή (όπως συμβαίνει κατά κανόνα στις συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος) 9, ούτε και λαμβάνεται απόφαση εξ υφαρπαγής, αφού ο καταναλωτής έχει όλο το χρόνο να το σκεφτεί και να κρίνει τι είναι το καλύτερο για τον ίδιο. Αντίθετα, οι συμβάσεις από απόσταση μπορούν να φανούν χρήσιμες και να εξυπηρετήσουν καταναλωτές, που λόγω έλλειψης χρόνου ή και για άλλους λόγους δε μπορούν να επισκεφτούν από κοντά κάποιο κατάστημα. Από την άλλη, βέβαια, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο καταναλωτής που συνάπτει μια σύμβαση από απόσταση βρίσκεται σε μειονεκτικότερη θέση από τον καταναλωτή που συνάπτει σύμβαση εκτός 7 Α. Δεσποτίδου, Ζητήματα προστασίας του καταναλωτή στις συμβάσεις από απόσταση κατά το άρθρο 4 ν. 2251/1994, ΕπισκΕΔ 2005, 563 επ. 8 Ελ. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 1996, σελ. 118 9 Γ. Παπαϊωάννου, Η σύμβαση από απόσταση κατά το δίκαιο προστασίας του καταναλωτή, ΔΕΕ. 2003, 153 επ. 6

εμπορικού καταστήματος, ακριβώς επειδή δεν είναι σε θέση να δει και να εξετάσει το πράγμα στη φυσική του μορφή, σε χρονικό σημείο πριν αλλά και κατά τη σύναψη της σύμβασης, και πρέπει να αρκεστεί στις περιγραφές του προμηθευτή που δεν είναι αντικειμενικές ούτε και ανταποκρίνονται πάντα στην αλήθεια 10. Επιπλέον πέρα από το γεγονός ότι δεν λαμβάνει αξιόπιστες πληροφορίες από τον προμηθευτή, δεν έχει και τη δυνατότητα να συγκρίνει το προϊόν ή την υπηρεσία με άλλα όμοια του ίδιου ή και άλλου προμηθευτή 11. ΙΙ. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ α) Έννοια Στο άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. α του ν.2251/1994 όπως αυτός τροποποιήθηκε πρόσφατα από το ν.3587/2007, δίνεται ο ορισμός της έννοιας του καταναλωτή, σύμφωνα με τον οποίο: «.νοούνται: α) Καταναλωτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του». Η έννοια του καταναλωτή τροποποιήθηκε με το νέο νόμο 3587/2007, με τον οποίο επήλθαν ορισμένες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον προηγούμενο ορισμό του καταναλωτή που δινόταν στο 10 Ελ. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 1996, σελ. 119 11 Ρ. Γιοβανόπουλος, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 192 7

ν.2251/1994. Ειδικότερα, με το νέο νόμο 12, διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο η έννοια του καταναλωτή 13 και ειδικότερα: α) θεωρούνται πλέον καταναλωτές εκτός από τα φυσικά και νομικά πρόσωπα και ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, β) τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά πρέπει να προορίζονται για τους καταναλωτές, οι οποίοι πρέπει ταυτόχρονα να αποτελούν και τον τελικό αποδέκτη τους, ενώ παλιότερα αρκούσε είτε τα προϊόντα και οι υπηρεσίες να προορίζονταν για τους καταναλωτές είτε διαζευκτικά να αποτελούσαν αυτοί τον τελικό αποδέκτη τους και γ) καταναλωτές θεωρούνται πια και εκείνοι που εγγυώνται υπέρ του καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργούν στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. β) Επιμέρους προϋποθέσεις Η έννοια του καταναλωτή περιέχει επιμέρους στοιχεία που χρήζουν εξειδίκευση. Ειδικότερα: 1. Υποκειμενική προϋπόθεση. Προκειμένου να ενταχθεί κάποιος στην έννοια του καταναλωτή θα πρέπει να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα 14. Τα φυσικά πρόσωπα είναι, βέβαια, αυτά που χρήζουν και τη μεγαλύτερη προστασία, καθώς παρουσιάζουν απειρία στις συναλλαγές, έλλειψη ενημέρωσης και μειωμένη διαπραγματευτική ικανότητα. Από τον ορισμό στο άρθρο 1 παρ. 4 του νόμου 2251/1994, προκύπτει ότι προστατεύονται ως καταναλωτές και τα νομικά πρόσωπα σε αντίθεση με την Οδηγία 97/7 για τις συμβάσεις από απόσταση που απαντά αρνητικά στο παραπάνω 12 Ε. Περάκης, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 32 13 Ελ. Αλεξανδρίδου, Ο τροποποιημένος νόμος για την προστασία του καταναλωτή από την σκοπιά ενός εμπορικολόγου, ΝοΒ 2007,1493 επ. 14 Ε. Περάκης, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 41 8

ενδεχόμενο. Η Οδηγία αρνείται την αναγνώριση προστασίας στα νομικά πρόσωπα, καθόσον αυτά κατά τεκμήριο ενοχλούνται αλλά και αιφνιδιάζονται λιγότερο, συγκριτικά με έναν απλό ιδιώτη καταναλωτή, ενώ η λήψη αποφάσεων των νομικών προσώπων γίνεται με συλλογικές διαδικασίες 15. Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις όπου νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που επιδιώκουν μη εμπορικούς σκοπούς χρήζουν προστασίας, ιδίως λόγω έλλειψης σχετικής εμπειρίας στις συναλλαγές καθώς επίσης και λόγω ομοιότητας με τους ιδιώτες καταναλωτές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου σύμφωνα με την Οδηγία δεν προστατεύονται ευθέως τα νομικά πρόσωπα ως καταναλωτές, υποστηρίζεται η άποψη ότι πρέπει να γίνεται τελολογική επέκταση της έννοιας του καταναλωτή 16. Με την πρόσφατη τροποποίηση του νόμου στην έννοια του καταναλωτή εντάσσονται και οι ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, οι οποίες μπορούν να είναι φορείς των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους, και επομένως να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών 17. 2. Αντικειμενική προϋπόθεση. Θα πρέπει να πρόκειται για προϊόντα ή υπηρεσίες προσφερόμενα στην αγορά, με εξαίρεση τα ακίνητα. Όταν γίνεται λόγος για προϊόντα εννοείται κάθε αγαθό, υλικό ή άϋλο, καθώς και οι φυσικές δυνάμεις που υπόκεινται σε εξουσίαση, όταν περιορίζονται σε ορισμένο χώρο. Το προϊόν ή η υπηρεσία θα πρέπει να μην είναι άγνωστο ή εκτός αγοράς, αλλά ούτε και να κατασκευάζεται για συγκεκριμένο μεμονωμένο ή εξατομικευμένο πελάτη 18, για παράδειγμα μετά από ατομική παραγγελία ή να πρόκειται για τόσο εξειδικευμένο 15 Γ. Δέλλιος, Προστασία των Καταναλωτών και Σύστημα Ιδιωτικού Δικαίου, Ο καταναλωτής ως Υποκείμενο Έννομης Προστασίας, 2005, σελ. 55 16 Άποψη που υιοθετεί και η γερμανική θεωρία και νομολογία, ΒGH ν. 23.10.2001-XI ZR 63/01, ZIP 2001, 2224 17 ΑΠ Ολ 14/2007, ΔΕΕ 2007, 932 σχόλια Περάκης 18 Ι. Καράκωστας, Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, Ερμηνεία-Νομολογία-Πρακτική Εφαρμογή, 2008, σελ.78 9

αγαθό, που να μην δημιουργεί αγορά 19. Αντίθετα, θα πρέπει το αγαθό και η υπηρεσία να προσφέρεται στην αγορά με την ευρεία έννοια του όρου, συμπεριλαμβανομένου, βεβαίως, και του διαδικτύου 20. Τα ακίνητα δεν νοούνται από το νόμο ως προϊόντα. Όσον αφορά δε την εν λόγω εξαίρεση, δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι συμβάσεις με αντικείμενο ακίνητα έχουν από τη φύση τους τέτοια σπουδαιότητα, ώστε ο καταναλωτής να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικός κα επιφυλακτικός. Επιπλέον, η αναγκαία τήρηση του συμβολαιογραφικού τύπου για τις συμβάσεις που αφορούν ακίνητα αποτελεί από μόνη της μια ελάχιστη εγγύηση για την προστασία του καταναλωτή 21. Παρόλα αυτά τίποτε δεν αποκλείει να εμφανιστούν στο μέλλον αθέμιτες συναλλακτικές πρακτικές που θα αφορούν ακίνητα ή να παρουσιαστούν καταστάσεις, όπου θα είναι απαραίτητη η προστασία των καταναλωτών και σε συμβάσεις με αντικείμενο ακίνητα. 3. Λειτουργική προϋπόθεση. Προορισμός των προϊόντων ή των υπηρεσιών. Τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες πρέπει να προορίζονται για τα παραπάνω πρόσωπα ή τα πρόσωπα αυτά να κάνουν χρήση των εν λόγω υπηρεσιών. Παρά το γεγονός ότι με την νέα τροποποίηση του νόμου αντικαταστάθηκε η διάζευξη μεταξύ των δύο αυτών περιπτώσεων (προορισμός ή χρήση), δε μπορεί να θεωρηθεί ότι άλλαξε και το νόημα της εν λόγω διάταξης 22. 4. Περιοριστική προϋπόθεση. Τελικός αποδέκτη των προϊόντων ή υπηρεσιών και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν ενεργεί για την κάλυψη προσωπικών ή επαγγελματικών αναγκών. Με την έννοια ότι ο 19 Ε. Περάκης, Η έννοια του «καταναλωτή» κατά το νέο νόμο 2251/1994, ΔΕΕ 1995, 32 επ. 20 Ε. Περάκης, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 41 21 Γ. Δέλλιος, Προστασία των Καταναλωτών και Σύστημα Ιδιωτικού Δικαίου, Ο καταναλωτής ως Υποκείμενο Έννομης Προστασίας, 2005, σελ. 59 22 Ε. Περάκης, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 42 10

καταναλωτής θα πρέπει να είναι ο αποδέκτης, ο τελευταίος, δηλαδή, σταθμός στη διαδρομή του αγαθού ή της υπηρεσίας προς την κατανάλωση 23. Τελικός αποδέκτης δε μπορεί, επομένως, να είναι και για το λόγο αυτό δεν προστατεύεται από το νόμο 2251/1994, εκείνος που προμηθεύεται προϊόντα με σκοπό να τα διαθέσει σε άλλους αυτούσια αλλά και μετά από επεξεργασία 24 ή να παραχωρήσει τη χρήση τους σε άλλους, εκείνος, δηλαδή, που αποτελεί ενδιάμεσο κρίκο στην εμπορική αλυσίδα 25. Σύμφωνα με την παραπάνω έννοια του τελικού αποδέκτη, η οποία εισάγει στο ελληνικό δίκαιο μια έννοια του καταναλωτή ευρύτερη από εκείνη που υιοθετεί ο κοινοτικός νομοθέτης, τελικός αποδέκτης θεωρείται εκείνος που βρίσκεται στο τέρμα της αλυσίδας κυκλοφορίας του αγαθού και το μόνο που απομένει πια είναι η χρήση, η ανάλωση ή η ένταξή του στην περιουσία του καταναλωτή 26. Όσον αφορά τις υπηρεσίες, καταναλωτής θεωρείται ο χρήστης που χρησιμοποιεί την εν λόγω υπηρεσία για προσωπικό του λογαριασμό και όφελος και δεν την διοχετεύει σε παραπέρα χρήστες 27. Η προστασία του τελικού αποδέκτη δικαιολογείται με τη σκέψη ότι υστερεί λόγω της ερασιτεχνικής του ιδιότητας έναντι της εμπειρίας και εξειδικευμένης γνώσης του επαγγελματία-προμηθευτή 28. Η ιδιότητα, λοιπόν, του καταναλωτή μπορεί να αναγνωριστεί σύμφωνα με άποψη που υποστηρίζεται στη θεωρία αλλά και στην ελληνική νομολογία, και στον έμπορο, ο οποίος, όμως, ενεργεί εκτός της επαγγελματικής του ενασχόλησης και είναι τελικός αποδέκτης 23 Ε. Περάκης, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 42 24 Ε. Περάκης, Η έννοια του «καταναλωτή» κατά το νέο νόμο 2251/1994, ΔΕΕ 1995, 32 επ. 25 Γ. Δέλλιος, Προστασία των Καταναλωτών και Σύστημα Ιδιωτικού Δικαίου, Ο καταναλωτής ως Υποκείμενο Έννομης Προστασίας, 2005, σελ. 41 26 Ε. Περάκης, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 43 27 ΑΠ 296/2001, ΕΕμπΔ 2001, 489 28 Ελ. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 1996, σελ. 35 11

υπηρεσιών, τις οποίες δε μεταβιβάζει περαιτέρω 29. Η κρίση περί της ιδιότητας ενός καταναλωτή ως τελικού αποδέκτη αγαθών ή υπηρεσιών θα πρέπει να γίνεται με αντικειμενικά κριτήρια, που θα επιτρέπουν στον εκάστοτε προμηθευτή να γνωρίζει εκ των προτέρων την ιδιότητα του αντισυμβαλλομένου του. Ο αποδέκτης της διαφήμισης, όπως επίσης και ο εγγυητής του καταναλωτή θεωρούνται κατά ρητή επιταγή του νόμου καταναλωτές. Η ανάγκη για να προστατευτεί και ο εγγυητής ως καταναλωτής εκρέει κυρίως από τον παρακολουθηματικό χαρακτήρα της σύμβασης εγγύησης σε σχέση με τη βασική σύμβαση, καθώς επίσης και από τη συνήθη απειρία των εγγυητών π.χ. σύζυγος, γονείς κλπ. του καταναλωτή. Η προστασία του εγγυητή κατά το ν.2251/1994, όπως τροποποιήθηκε πρόσφατα, υπάρχει μόνο εφόσον ο πρωτοφειλέτης είναι καταναλωτής 30, όπως είχε δεχτεί και το ΔΕΚ στην υπόθεση Dietzinger της 17.03.1998 31. Σημειωτέον ότι, για τον εγγυητή υιοθετείται το κριτήριο της σύνδεσης της εγγύησης με την επαγγελματική ή επιχειρηματική δράση του προσώπου που εγγυάται, σε αντίθεση με τον καταναλωτή πρωτοφειλέτη, όπου απαιτείται να είναι ο τελικός αποδέκτης ανεξάρτητα από τον εάν ενεργεί ή όχι στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας. γ) Κριτική ως προς την ευρεία έννοια του καταναλωτή Ο παραπάνω ορισμός της έννοιας του καταναλωτή παρέχει προστασία σε μία μεγάλη ομάδα προσώπων, οι οποίοι συναλλάσσονται με επαγγελματίες προμηθευτές, παράλληλα, όμως, είναι ιδιαίτερα ευρύς προκαλώντας με τον τρόπο αυτό αντιδράσεις και αμφισβητήσεις σχετικά 29 ΜονΠρωτΑθ 2772/2002, ΝοΒ 2002, 1298 30 Ε. Περάκης, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Aλεξανδρίδου, σελ. 47 31 ΔΕΚ της 17.03.1998 (Bayeriche Hypothekn- und Wechselbank/Ed. Dietzinger), C-45/96, Συλλ. 1998, Ι-1199, ΔΕΕ 4, 1117 12

με την σκοπιμότητα μιας τόσο ευρείας διατύπωσης. Η υπερβολική διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή μπορεί να αποβεί εις βάρος των ίδιων των καταναλωτών, με την έννοια ότι μπορεί να προστατεύονται και πρόσωπα τα οποία δεν χρήζουν προστασίας, όπως για παράδειγμα επαγγελματίες που ενεργούν στα πλαίσια της επαγγελματικής τους απασχόλησης, οι οποίοι είναι συνήθως οικονομικά εύρωστοι, έμπειροι στις συναλλαγές και δεν στερούνται διαπραγματευτικής ικανότητας 32. Ενώ από την άλλη πλευρά είναι ορατός και ο κίνδυνος να μετακυλιστεί τελικά το κόστος της εν λόγω διευρυμένης προστασίας και να καταλήξει στους ίδιους τους καταναλωτές. Η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 281 ΑΚ όσον αφορά την καταχρηστική επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή έχει προκαλέσει την διατύπωση δύο εκ διαμέτρου αντίθετων απόψεων 33. Η πρώτη υποστηρίζει το επιτρεπτό της εφαρμογής του άρθρου 281 ΑΚ σε κάθε περίπτωση που θεμελιώνεται καταχρηστική συμπεριφορά του «καταναλωτή», χρησιμοποιώντας κυρίως τα κριτήρια της έλλειψης εμπειρίας του καταναλωτή, της διαπραγματευτικής υπεροχής του προμηθευτή έναντι του καταναλωτή αλλά και την «απόσταση γνώσης» μεταξύ τους 34, ενώ η δεύτερη θεωρεί ανεπίτρεπτη την εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ στη συγκεκριμένη περίπτωση 35, καθόσον έτσι δημιουργείται ανά πάσα στιγμή αμφισβήτηση και ανασφάλεια τόσο στο πρόσωπο του προμηθευτή, ο οποίος στερείται της δυνατότητας να γνωρίζει κάθε στιγμή αν αυτός με τον οποίο συναλλάσσεται φέρει ή όχι την ιδιότητα του καταναλωτή, αλλά και για το συναλλασσόμενο με τον προμηθευτή, του οποίου η ιδιότητα του 32 Ελ. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 1996, σελ. 38 33 Δ. Αυγητίδης, Το Δίκαιο του καταναλωτή στη θαλάσσια ασφάλιση, ΕπισκΕΔ Β/2006, 351 επ. 34 Ε. Περάκης, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 53, Ε. Περάκης, Η έννοια του «καταναλωτή» κατά το νέο νόμο 2251/1994, ΔΕΕ 1995, 32 επ. 35 Γ. Δέλλιος, Προστασία των Καταναλωτών και Σύστημα Ιδιωτικού Δικαίου, Ο καταναλωτής ως Υποκείμενο Έννομης Προστασίας, 2005, σελ. 110 13

καταναλωτή μπορεί να αμφισβητηθεί οποτεδήποτε 36. Σκοπιμότερο φαίνεται να γίνει δεκτή η άποψη περί διατήρησης του στενού ορισμού της έννοιας του καταναλωτή και σε περίπτωση ανάγκης να προστατεύονται με αναλογική εφαρμογή και επαγγελματίες ή μικρέμποροι, οι οποίοι εμφανίζουν ομοιότητα με τον καταναλωτή φυσικό πρόσωπο, ιδίως ως προς την έλλειψη ειδικών γνώσεων, τη διαπραγματευτική ισχύ και την εμπειρία στις συναλλαγές 37. Υποστηρίζεται και η άποψη, ότι αντί του ορισμού της έννοιας του καταναλωτή, ο οποίος υποκρύπτει κινδύνους σχετικά με το πότε είναι και πότε δεν είναι άξιος ειδικής προστασίας κάποιος, προτιμότερο είναι να αναζητηθούν οι καταστάσεις εκείνες, οι οποίες όταν συντρέχουν καθιστούν οποιοδήποτε πρόσωπο άξιο προστασίας, κατά το γαλλικό πρότυπο 38. Ο έλληνας νομοθέτης έδωσε τον ορισμό της έννοιας του καταναλωτή με σκοπό να προσαρμοστεί στις αντίστοιχες Κοινοτικές Οδηγίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι, βασική αρχή των οδηγιών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είναι αυτή της ελάχιστης εναρμόνισης, αφήνοντας στα κράτη-μέλη να λάβουν «αυστηρότερα προστατευτικά μέτρα», με την έννοια είτε της παροχής πιο εκτεταμένης κάλυψης στον καταναλωτή είτε της επέκτασης της προστασίας και σε άλλες ομάδες 39. Στα παραπάνω πλαίσια εντάσσεται και η άποψη η οποία υποστηρίζει ότι εφόσον μέσα στην ευρεία έννοια του καταναλωτή που δίνεται από τον έλληνα νομοθέτη, περιλαμβάνονται και τα πρόσωπα εκείνα που προστατεύονται από την κοινοτική νομοθεσία, δεν τίθεται θέμα 36 Δ. Αυγητίδης, Το Δίκαιο του καταναλωτή στη θαλάσσια ασφάλιση, ΕπισκΕΔ Β/2006, 351 επ, Ε. Περάκης, Η έννοια του «καταναλωτή» κατά το νέο νόμο 2251/1994, ΔΕΕ 1995, 32 επ. 37 Ελ. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 1996, σελ. 42 38 Γ. Δέλλιος, Προστασία των Καταναλωτών και Σύστημα Ιδιωτικού Δικαίου, Ο καταναλωτής ως Υποκείμενο Έννομης Προστασίας, 2005, σελ. 117 39 Ε. Περάκης, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 50 14

αντίθεσης του ελληνικού νόμου με το κοινοτικό δίκαιο 40. Η κοινοτική νομοθεσία επιτρέπει, λοιπόν, αφενός μεν στον εθνικό νομοθέτη να διαφοροποιεί το εύρος του προστατευτικού πεδίου μέσα στα πλαίσια της ελάχιστης εναρμόνισης, αφετέρου δε στον εθνικό δικαστή να διαφοροποιεί με παρεμβάσεις του το προστατευτικό πεδίο της κάθε Οδηγίας 41. Στο εν λόγω επιχείρημα βασίζονται και όσοι υποστηρίζουν ότι ο διευρυμένος ορισμός της έννοιας του καταναλωτή δόθηκε μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος που είχε ο έλληνας νομοθέτης να παρέχει υψηλότερο επίπεδο προστασίας στον καταναλωτή μέσω αυστηρότερων εθνικών διατάξεων από τις αντίστοιχες κοινοτικές 42. Η δυνατότητα, όμως, επέκτασης της προστασίας που παρέχεται στον έλληνα δικαστή αφορά το φυσικό πρόσωπο ως «καταναλωτή», και όχι την απόδοση της ιδιότητας του καταναλωτή και σε νομικά πρόσωπα. Ειδικότερα, ο εθνικός δικαστής έχει την ευχέρεια να επεκτείνει την προστασία που παρέχεται στους καταναλωτές σε φυσικά πρόσωπα που χρήζουν προστασίας, όπως βιοτέχνες, μικρέμπορους ή και στις λεγόμενες συμβάσεις «διπλού σκοπού» (οικογενειακές-επαγγελματικές). Η απόδοση, λοιπόν, της ιδιότητας του καταναλωτή σε νομικά πρόσωπα, θεωρείται σύμφωνα με την τελευταία άποψη, την οποία έχει υιοθετήσει και απόφαση ελληνικού δικαστηρίου αρνούμενη να υπαγάγει στην έννοια του καταναλωτή νομικό πρόσωπο 43, ότι αντίκειται στο Κοινοτικό δίκαιο 44. 40 Ελ. Αλεξανδρίδου, Ο τροποποιημένος νόμος για την προστασία του καταναλωτή από την σκοπιά ενός εμπορικολόγου, ΝοΒ 2007,1493 επ. 41 Γ. Δέλλιος, Προστασία των Καταναλωτών και Σύστημα Ιδιωτικού Δικαίου, Ο καταναλωτής ως Υποκείμενο Έννομης Προστασίας, 2005, σελ. 77 42 Φ. Δώρης, Ο χαρακτηρισμός σντισυμβαλλομένων Τραπεζών ως καταναλωτών ως προϋπόθεση για την προστασία τους από καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών, ΝοΒ 2004, 729 επ. 43 ΕφΑθ 3884/2006, Δ/νη 2007, 305 44 Λ. Κοτσίρης, Η έννοια του καταναλωτή (γνωμοδότηση), ΔΕΕ 2005, 1128 15

δ) Κοινοτική νομολογία Αντίθετα, στενότερος είναι ο ορισμός της έννοιας του καταναλωτή που δίνεται στην Οδηγία 97/7/ΕΚ της 25.05.1997 για τις συμβάσεις από απόσταση, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.2 της οποίας καταναλωτής είναι «κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας», ορισμός ο οποίος είναι αναμφισβήτητα σαφής και επαρκώς συγκεκριμένος 45. Τον ίδιο ορισμό υιοθετεί και ο έλληνας νομοθέτης στο π.δ 131/2003 για το ηλεκτρονικό εμπόριο. Τα περισσότερα, άλλωστε, διεθνή νομοθετήματα αποκλείουν από την έννοια του καταναλωτή εκείνους που συναλλάσσονται με σκοπό να καλύψουν επαγγελματικές ή επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, περιορίζοντας έτσι την έννοια του καταναλωτή σε εκείνους που μέσω της συναλλαγής εξυπηρετούν προσωπικές ή οικογενειακές τους ανάγκες, και τα οποία είναι εν γένει ξένα προς τη συνήθη επαγγελματική του δραστηριότητα 46. Στην υπόθεση Di Pinto της 14.03.1991 το ΔΕΚ έκανε δεκτή τη στενή έννοια του καταναλωτή, σύμφωνα με την οποία προστατεύεται ως καταναλωτής το πρόσωπο εκείνο που συναλλάσσεται με έναν προμηθευτή επιδιώκοντας την ικανοποίηση αποκλειστικά οικογενειακών ή προσωπικών αναγκών, παρά την αντίθετη εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα 47, ενώ σε άλλη απόφασή του αρνήθηκε να υπαγάγει στην έννοια του καταναλωτή νομικό πρόσωπο, θεωρώντας ότι η έννοια του καταναλωτή αφορά αποκλειστικά φυσικά πρόσωπα 48. Το ΔΕΚ έκρινε υπόθεση στα πλαίσια της οποίας τέθηκε το ζήτημα της εγκυρότητας της 45 Χρ. Λιβαδά, Η έννοια του προστατευτέου καταναλωτή σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ΔΕΕ 11/2005, 1137 επ. 46 Γ. Δέλλιος, Προστασία των Καταναλωτών και Σύστημα Ιδιωτικού Δικαίου, Ο καταναλωτής ως Υποκείμενο Έννομης Προστασίας, 2005, σελ. 27 47 ΔΕΚ της 14.03.1991 (Patrice di Pinto), C-361/89, Συλλ. 1991, Ι-1189=ΝοΒ 1992, 951 48 ΔΕΚ της 22.11.2001 (Cape Snc/Idealiservice Srl και Idealservice MN RE Sas/OMAI Srl), συνεκδ. Υποθ. C-541/99, C-542/99, Συλλ. 2001, Ι-9049, ΕλλΔνη 2002, 551 16

άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης μετά από παρέλευση πενταετίας από το χρονικό σημείο σύναψής της σύμβασης. Ειδικότερα, επρόκειτο για σύναψη σύμβασης στεγαστικού δανείου εκτός εμπορικού καταστήματος μεταξύ Τράπεζας και καταναλωτή, προκειμένου ο τελευταίος να επενδύσει τα χρήματά του αγοράζοντας διαμέρισμα σε εργατικές κατοικίες και να αποπληρώσει το δάνειο με το μίσθωμα που θα λάμβανε, και μάλιστα χωρίς να προηγηθεί ενημέρωση του τελευταίου σχετικά με το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, η οποία εξασφαλιζόταν με εμπράγματη ασφάλεια επί του ακινήτου. Το ΔΕΚ αποφάνθηκε ότι ακόμη και στην περίπτωση της σύμβασης πίστωσης που εξασφαλίζεται με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτου, η κύρια σύμβαση εξακολουθεί να είναι αυτή της σύμβασης πίστωσης και ο καταναλωτής χρήζει της αντίστοιχης προστασίας 49. Επομένως, ο καταναλωτής δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης, για το οποίο έπρεπε να είχε ενημερωθεί στα πλαίσια της συναπτόμενης σύμβασης εκτός εμπορικού καταστήματος 50. Κατά το άρθρο 13 της σύμβασης των Βρυξελλών η έννοια του καταναλωτή εμφανίζεται ελαφρώς διαφοροποιημένη, καθώς καταλαμβάνει τα πρόσωπα εκείνα που συνάπτουν συμβάσεις πώλησης κινητών ή λήψης πίστωσης με σταδιακή εξόφληση του τιμήματος, ο σκοπός των οποίων είναι ξένος προς την επαγγελματική τους δραστηριότητα. Περαιτέρω, στο άρθρο 14 της ίδιας Σύμβασης καθιερώνεται ειδική δωσιδικία για τις αγωγές που ασκούνται εναντίον των καταναλωτών, οι οποίες μπορούν να ασκηθούν μόνο στη χώρα στην οποία έχουν την κατοικία τους, ενώ οι καταναλωτές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξουν τη χώρα στην οποία θα ασκήσουν την αγωγή τους και 49 Α. Μπώλος, Ελλ. Δνη 47/2006, 687 επ. Το δικαίωμα υπαναχώρησης του καταναλωτή κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος στην πρόσφατη νομολογία του ΔΕΚ 50 ΔΕΚ της 13.12.2001, (G. Heininger und Heininger/Bayeriche Hypo- und Vereinsbank AG), C- 481/99, Συλλ.2001, Ι-9945, Αρμ. 2002, 955 17

ειδικότερα να επιλέξουν ανάμεσα στη χώρα τους και στη χώρα όπου ο αντισυμβαλλόμενός τους έχει την έδρα του. Ο Κανονισμός 44/2001/ΕΚ (ο οποίος εισάγει αμέσως ισχύον δίκαιο αποκλειστικού χαρακτήρα 51 ), ο οποίος αντικατέστησε την παραπάνω Σύμβαση των Βρυξελλών, αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία για καταναλωτικές συμβάσεις, τις οποίες ορίζει «..ως τις διαφορές των οποίων ο σκοπός μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή» ενώ συναφής με τα παραπάνω είναι και η έννοια του καταναλωτή σύμφωνα με τη Σύμβαση της Ρώμης 1980, βάσει της οποίας καταναλωτικές θεωρούνται «οι συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο την προμήθεια ενσώματων κινητών ή την παροχή υπηρεσιών σε ένα πρόσωπο, τον καταναλωτή, για σκοπό που μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητά του, καθώς και στις συμβάσεις που αφορούν τη χρηματοδότηση μιας τέτοιας συναλλαγής». Ο ορισμός του καταναλωτή που δίνεται στη συγκεκριμένη σύμβαση διαφέρει από το συνήθη ορισμό του καταναλωτή που δίνεται στις επιμέρους Οδηγίες και δεν επιδέχεται κανενός είδους περιστολή ή και διεύρυνση. Η εν λόγω διαφοροποίηση έγκειται στο γεγονός ότι το Δικαστήριο απαιτείται να μπορεί να διακρίνει εάν υπάρχει έστω και φαινόμενο καταναλωτικής διαφοράς, προκειμένου να υπεισέλθει στην ουσία της και να την κρίνει 52. Σύμφωνα με την παραπάνω έννοια του καταναλωτή όπου απαιτείται ο σκοπός της συναπτόμενης σύμβασης να είναι ξένος με την επαγγελματική του δραστηριότητα, το ΔΕΚ στην υπόθεση Benincasa- Dentalkit της 3.7.1997 έκρινε ότι δεν θεωρείται καταναλωτής και επομένως δε μπορεί να προστατευτεί ως τέτοιος ο νέος επιχειρηματίας που συνάπτει σύμβαση δικαιόχρησης (frinchise) με κάποια επιχείρηση. 51 Γ. Δέλλιος, Προστασία των Καταναλωτών και Σύστημα Ιδιωτικού Δικαίου, Ο καταναλωτής ως Υποκείμενο Έννομης Προστασίας, 2005, σελ. 80 52 Ε. Περάκης, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 65 18

Παρά, λοιπόν, το γεγονός ότι ο νέος επιχειρηματίας λήπτης του franchising βρίσκεται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τον αντισυμβαλλόμενό του επιχειρηματία λόγω της μειωμένης διαπραγματευτικής δυνατότητας και εμπειρίας του στις εμπορικές συναλλαγές, αυτό δεν είναι από μόνο του αρκετό για να του αποδοθεί η ιδιότητα του καταναλωτή, αλλά απαιτείται να συντρέχει αθροιστικά και η προϋπόθεση της μη συνάφειας της σύμβασης με το αντικείμενο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, το οποίο στην εν λόγω περίπτωση δεν συνέτρεχε 53. Περαιτέρω, το ΔΕΚ έχει κάνει δεκτό ότι μπορεί ένα πρόσωπο να συναλλάσσεται εν μέρει ως καταναλωτής και εν μέρει ως προμηθευτής, οπότε θα μπορεί να επικαλεστεί την ιδιότητα του καταναλωτή μόνο όταν η επαγγελματική χρήση είναι περιθωριακή και παίζει αμελητέο ρόλο στην εν λόγω οικονομική συναλλαγή, έστω και αν προέχει ο σκοπός της ιδιωτικής σκέψης, ενώ κριτήριο στην συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να είναι ο σκοπός και το αντικείμενο της συναπτόμενης σύμβασης 54. Αξίζει να σημειωθεί ότι η έννοια του καταναλωτή κρίνεται από το ΔΕΚ κατά περίπτωση (ad hoc) με αποτέλεσμα άλλοτε να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής των προστατευτικών για τον καταναλωτή διατάξεων και άλλοτε να απορρίπτει μια τέτοια διεύρυνση ή ακόμη και να προχωρά σε συσταλτική ερμηνεία της έννοιας του καταναλωτή 55, όπως έκανε για παράδειγμα στην υπόθεση Μietz-Intership της 27.04.1999. Στην προκείμενη περίπτωση είχε προηγηθεί η αγορά ενός πολυτελούς σκάφους που προοριζόταν για ιδιωτική χρήση με τμηματική καταβολή του τιμήματος, η παράδοση του οποίου θα πραγματοποιούνταν μετά την ολοσχερή 53 ΔΕΚ Υπόθεση Benincasa- Dentalkit της 3.7.1997, ΔΕΕ 1998, 62 54 ΔΕΚ αποφ. 20.01.2005, υπόθεση C. 464/2001, Gruber, ΧρΙΔ 2005, 127, όπου υιοθετείται η στενή έννοια του καταναλωτή, Ε. Περάκης, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 45 55 Γ. Δέλλιος, Προστασία των Καταναλωτών και Σύστημα Ιδιωτικού Δικαίου, Ο καταναλωτής ως Υποκείμενο Έννομης Προστασίας, 2005, σελ. 95 19

εξόφληση ολόκληρου του τιμήματος. Το ΔΕΚ έκρινε ότι στην εν λόγω περίπτωση δε μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 13 της Σύμβασης Βρυξελλών παρά το γεγονός ότι πρόκειται για αγορά κινητού με σταδιακή εξόφληση για σκοπό ξένο προς την επαγγελματική δραστηριότητα του αγοραστή. Ο λόγος για τον οποίο το ΔΕΚ απέρριψε την εφαρμογή του άρθρου 13 ήταν ότι η παράδοση του κινητού είχε εκ των προτέρων συμφωνηθεί να γίνει μετά την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος, ενώ σκοπός της Σύμβασης είναι να προστατεύσει τους καταναλωτές, οι οποίοι προβαίνουν στην αγορά με πίστωση του τιμήματος ενός προϊόντος, που τους παραδίδεται και άρα φέρουν αυτοί τον κίνδυνο απώλειας ή χειροτέρευσης του αγαθού, ενώ παράλληλα είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν και τις οφειλόμενες δόσεις που απέμειναν 56. Ο κοινοτικός νομοθέτης αλλά και το ΔΕΚ υιοθετούν το κριτήριο του «μέσου καταναλωτή», ήτοι εκείνου που έχει ενημέρωση αλλά ταυτόχρονα είναι σε λογικά πλαίσια προσεκτικός, παρατηρητικός και πρόθυμος να αναζητήσει και να αξιοποιήσει τις πληροφορίες που παίρνει, λαμβανομένων πάντοτε υπόψη των κατά περίπτωση κοινωνικών και πολιτιστικών συνθηκών, της χρησιμοποιούμενης γλώσσας κλπ 57. δ) Τα παιδιά ως ειδική κατηγορία καταναλωτών Δέον να σημειωθεί ότι τα παιδία, τα οποία είναι περισσότερο ευάλωτα και ευκολόπιστα, αποτελούν ειδική κατηγορία καταναλωτή, και για το λόγο αυτό κρίνεται απαραίτητη η πρόβλεψη ειδικής προστασίας τους από το νόμο. Τα παιδιά μπορούν να επηρεαστούν πολύ εύκολα είτε από αυτό που ακούν είτε από αυτά που βλέπουν, ειδικά στην τηλεόραση, χωρίς να έχουν τη κριτική ικανότητα να διακρίνουν ανάμεσα στην υπερβολή, το ψέμα και την αλήθεια. Από τα παραπάνω γίνεται προφανής 56 ΔΕΚ Απόφαση Μietz-Intership της 27.04.1999, Συλλ. 1999, Ι-2277 57 Ε. Αλεξανδρίδου, Η Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ΔΕΕ 6/2005, 639 επ. 20

ο κίνδυνος που ελλοχεύει και αφορά τη ψυχική και πνευματική υγεία και ισορροπία του παιδιού, και κατ επέκταση ολόκληρης της οικογένειας. Στα παραπάνω, αν προσθέσουμε και την πίεση που μπορεί να ασκηθεί στους γονείς προκειμένου να μην αισθανθεί μειονεκτικά το παιδί τους αλλά και την πίεση που μπορεί να ασκήσει το ίδιο το παιδί με σκοπό να αποκτήσει το διαφημιζόμενο π.χ παιχνίδι, με όποιες συνέπειες μπορεί να έχουν οι ενέργειες αυτές στον οικογενειακό προϋπολογισμό, προκύπτει η αναγκαιότητα να τύχει το παιδί ειδικής έννομης προστασίας 58. Ειδικότερα, το π.δ 100/2000 προβλέπει σχετικά ότι η τηλεοπτική διαφήμιση δεν πρέπει να θίγει ηθικά ή σωματικά τους ανηλίκους, ενώ παράλληλα απαγορεύεται να τους παροτρύνει να αγοράσουν οι ίδιοι ή πείθοντας κάποιον άλλο να αποκτήσουν το προϊόν, ενώ θέτει απόλυτη απαγόρευση στις τηλεπωλήσεις παιδικών προϊόντων (άρθρο 7) 59. Στο άρθρο 14 παρ. 8 του Ν.2251/1994 απαγορεύεται η διαφήμιση παιδικών παιχνιδιών ανάμεσα στην 7 η και την 22 η ώρα της ημέρας, με σκοπό να προστατευτεί αφ ενός μεν η ευάλωτη παιδική ψυχή, αφετέρου δε η οικογενειακή ηρεμία 60. Ο ως άνω ορισμός της έννοιας του καταναλωτή είναι γενικός και ισχύει με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του ν.2251/1994, όπως αναφέρει ρητά το άρθρο 1 παρ.4 στοιχ.α. Ειδικότερα, στο άρθρο 4 του ν.2251/1994, το οποίο αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας εργασίας, ισχύει ο γενικός ορισμός της έννοιας του καταναλωτή, όπως δίνεται στο άρθρο 1 παρ. 4 του ν.2251/1994, καθώς δεν τίθεται ειδικότερος ορισμός αναφορικά με την έννοια του καταναλωτή. Το 58 Ελ. Αλεξανδρίδου, Πρακτικές προώθησης των πωλήσεων, τηλεόραση και παιδί, ΔΙΜΕΕ 2008, 13 επ. 59 Ελ. Αλεξανδρίδου, Πρακτικές προώθησης των πωλήσεων, τηλεόραση και παιδί, ΔΙΜΕΕ 2008, 13 επ. 60 ΠολΠρΑθ 1205/1998, ΕπισκΕΔ 1998, 567 21

ακριβώς, αντίθετο συμβαίνει με το επόμενο άρθρο 4α του ν. 2251/1994, το οποίο εισάγει περιορισμό της έννοιας του καταναλωτή και προστατεύει μόνο τα φυσικά πρόσωπα που δρουν εκτός της επαγγελματικής του δραστηριότητας. ΙΙΙ. ΕΝΝΟΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗ- ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ ΜΗΤΡΩΟ α) Έννοια Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.4 στοιχ. β «Προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, κατά την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή. Προμηθευτής νοείται και ο διαφημιζόμενος». Ο παραπάνω ορισμός αφορά κάθε επαγγελματία ή επιχειρηματία που συναλλάσσεται με καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων και των φυσικών προσώπων χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το εύρος της δραστηριότητάς ή της οικονομικής του επιφάνειας π.χ υπάγονται στην έννοια του προμηθευτή και οι ελεύθεροι επαγγελματίες όπως γιατροί, δικηγόροι, ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί κ.λπ 61. Περαιτέρω κατά ρητή επιταγή του νόμου (άρθρο 3 ν.2251/1994) οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται σε κάθε προμηθευτή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οποιασδήποτε μορφής, του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα. Για να υπαχθεί κάποιος στην έννοια του προμηθευτή δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση η επιδίωξη κέρδους, υπάγονται έτσι στην έννοια του προμηθευτή και κοινωφελείς οργανώσεις, οι οποίες πραγματοποιούν συστηματικά τις ίδιες συναλλαγές, αποκτώντας εμπειρία και διαπραγματευτική ισχύ. Αντίθετα, απαιτείται ο προμηθευτής να διαθέτει οργανωμένη, διαρκή και 61 Ε. Περάκης, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 65 22

επαναλαμβανόμενη δραστηριότητα, η οποία του προσδίδει εξάλλου και διαπραγματευτικό πλεονέκτημα έναντι του καταναλωτή 62. Β) Εγγραφή στο μητρώο Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 14 κάθε προμηθευτής, ο οποίος προτίθεται να συνάπτει συμβάσεις εξ αποστάσεως, υποχρεούται πριν από την έναρξη της δραστηριότητάς του να ζητήσει την καταχώρησή του στο ειδικό μητρώο που τηρείται στο Υπουργείο Ανάπτυξης. Κανένας προμηθευτής δε μπορεί να προτείνει τη σύναψη σύμβασης από απόσταση, εάν εντός 3 μηνών από τη δημοσίευση του Ν. 3587/2007 δεν εγγραφεί στο μητρώο. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι, για την καταχώρηση στο μητρώο λαμβάνονται υπόψη η συμπεριφορά του αιτούντος σχετικά με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το νόμο για την προστασία του καταναλωτή, αλλά και οι διοικητικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί εις βάρος του. Η καταχώρηση στο μητρώο αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεώρηση των φορολογικών βιβλίων και στοιχείων από την αρμόδια ΔΟΥ και αποδεικνύεται με σχετική βεβαίωση του Υπουργείου Ανάπτυξης. Ο Υπουργός Ανάπτυξης μπορεί με αιτιολογημένη απόφασή του να αρνείται για σπουδαίους λόγους, την εγγραφή ή να προβαίνει και σε προσωρινή ή και οριστική διαγραφή του προμηθευτή από το μητρώο. Από όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι η άρνηση εγγραφής στο σχετικό μητρώο από τη Διοίκηση, λόγω παραβάσεων διατάξεων σχετικά με την προστασία του καταναλωτή, (πράγμα το οποίο σπάνια συμβαίνει στην πράξη, καθόσον οι κυρώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση παραβίασης κάποιας διάταξης σχετικά με το ν.2251/1994 περιορίζονται στην επιβολή προστίμων), οδηγεί, ακόμη και μετά την τροποποίηση του άρθρου 4 παρ. 62 Α. Δεσποτίδου, Ζητήματα προστασίας του καταναλωτή στις συμβάσεις από απόσταση κατά το άρθρο 4 ν. 2251/1994, ΕπισκΕΔ 2005, 563 επ. 23

14 εδ. γ και την άρση της αυτοδίκαιης ακυρότητας 63, στη νομική αδυναμία σύναψης συμβάσεων από απόσταση 64. Σχετική υπόθεση, έκρινε το ΣτΕ 65, το οποίο κλήθηκε να κρίνει τη νομιμότητα της άρνησης για καταχώρηση στο ειδικό μητρώο προμηθευτών από τον Υπουργό Ανάπτυξης. Σύμφωνα, λοιπόν, με την απόφαση αυτή, το άρθρο 14 του ν. 2251/1994 θεσπίζει για την περίπτωση παραβάσεων των διατάξεων του ν. 2251/1994 μία κλίμακα κυρώσεων, ξεκινώντας από την επιβολή προστίμου, που προβλέπεται στην περίπτωση πρώτης αλλά και δεύτερης παράβασης. Κατά την αρχή, λοιπόν, της αναλογικότητας η άρνηση για εγγραφή στο ειδικό μητρώο προμηθευτών προβλέπεται μόνο για τις περιπτώσεις που έχει εξαντληθεί η προβλεπόμενη από το νόμο κλίμακα προστίμων και για «σοβαρούς λόγους». Συνεπώς, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση του ΣτΕ η παράβαση διατάξεων του ν.2251/1994 για πρώτη ή και δεύτερη φορά δε στοιχειοθετεί «σοβαρό λόγο», ο οποίος να δικαιολογεί την άρνηση του Υπουργού να καταχωρίσει το συγκεκριμένο προμηθευτή στο ειδικό μητρώο. Αντίθετα, σε άλλη απόφασή του το ΣτΕ έκρινε ως «σοβαρό λόγο» την κατά συρροή αθέμιτη και παραπλανητική διαφήμιση που χρησιμοποιούσε εταιρία-προμηθευτής σε βάρος των συμφερόντων των καταναλωτών. Ειδικότερα, στην ένδικη περίπτωση η εταιρία-προμηθευτής ασκούσε στα πλαίσια συμβάσεων από απόσταση καθ υποτροπή παραπλανητική και αθέμιτη διαφήμιση, με σκοπό να δελεάσει τους καταναλωτές, ώστε να προβούν αυτοί σε αγορά των προϊόντων της. Για τις παραβάσεις αυτές, της είχαν επιβληθεί ήδη σειρά προστίμων. Μετά την εξάντληση της προβλεπόμενης από το άρθρο 14 του ν. 2251/1994 κλίμακας προστίμων, και καθόσον η εταιρία συνέχιζε να παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2251/1994, ο Υπουργός Ανάπτυξης 63 Παπαντώνης, Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή, Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Ελληνική Εναρμόνιση, Ερμηνεία-Νομολογία, Επιμέλεια Βασ. Δούβλης και Εγγ. Μπώλος, 2008, σελ 367 64 ΣτΕ 2150/2002, ΝοΒ 2003,1745 και ΝΟΝΟΣ 65 ΣτΕ 2150/2002, ΝοΒ 2003,1745 και ΝΟΝΟΣ 24

αποφάσισε τη διαγραφή της εν λόγω εταιρίας από το μητρώο προμηθευτών. Στη συνέχεια δε, ο ίδιος αρμόδιος Υπουργός αρνήθηκε την εγγραφή νέας εταιρίας, η οποία αποτελούνταν από τα ίδια μέλη με την παλιά, η οποία είχε διαγραφεί, είχε την ίδια έδρα και τον ίδιο σκοπό. Το ΣτΕ έκρινε στην εν λόγω περίπτωση ότι λόγω του κινδύνου που υπήρχε να συνεχιστούν από τη «νέα» εταιρία οι παραβάσεις του ν. 2251/1994 εις βάρος των συμφερόντων των καταναλωτών, και λόγω της επιδιωκόμενης καταστρατήγησης του νόμου μέσω της νέας εταιρίας, είναι νόμιμη και σύμφωνη με το νόμο και το άρθρο 5 του Συντάγματος η απόφαση του Υπουργού να αρνηθεί την εγγραφή του «νέου» προμηθευτή στο ειδικό μητρώο 66. ΙV. ΟΡΙΣΜΟΣ - ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ Ο Έλληνας νομοθέτης προσαρμόστηκε στην Οδηγία 97/7/ΕΚ του Συμβουλίου και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την προστασία των καταναλωτών κατά τις συμβάσεις από απόσταση, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 18 της Οδηγίας 2002/65/ΕΚ και με το άρθρο 15 της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ 67, θεσπίζοντας το άρθρο 4 του ν.2251/1994, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 4 του ν.3587/2007. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 4, όπως ισχύει μετά την τελευταία τροποποίησή του, ως σύμβαση από απόσταση νοείται «κάθε σύμβαση, η οποία συνάπτεται μεταξύ ενός προμηθευτή και ενός καταναλωτή, χωρίς την ταυτόχρονη φυσική παρουσία τους, στο πλαίσιο ενός συστήματος προμήθειας αγαθών ή παροχής υπηρεσιών από απόσταση, που οργανώνεται από τον προμηθευτή, ο οποίος χρησιμοποιεί, αποκλειστικά, 66 ΣτΕ 462/2007 ΝΟΜΟΣ και ΣτΕ 461/2007, ΝΟΜΟΣ στην οποία διευκρινίζεται ότι δεν απαιτείται γνωμοδότηση συλλογικού οργάνου για την επιβολή από μέρους της Διοίκησης της κύρωσης της προσωρινής ή οριστικής διαγραφής από το ειδικό μητρώο προμηθευτών 67 Παπαντώνης, Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή, Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Ελληνική Εναρμόνιση, Ερμηνεία-Νομολογία, Επιμέλεια Βασ. Δούβλης και Εγγ. Μπώλος, 2008, σελ 363 25

ένα ή περισσότερα μέσα τεχνικής επικοινωνίας από απόσταση μέχρι και τη σύναψη της σύμβασης». Οι συμβάσεις από απόσταση αποτελούν πια μέρος της καθημερινότητας του σύγχρονου ανθρώπου, τον οποίο εξυπηρετούν σε μεγάλο βαθμό. Παραδείγματα τέτοιου είδους συμβάσεων συναντούμε στην καθημερινή συναλλακτική πρακτική, όπως όταν παραγγέλνουμε ένα προϊόν ή μια υπηρεσία μέσω του διαδικτύου, ή μέσω τηλεφώνου κατόπιν ενός μηνύματος του προμηθευτή μέσω τηλεόρασης ή ραδιοφώνου, ή και κατόπιν τηλεφωνήματος εκ μέρους του προμηθευτή. Τέλος, στην κατηγορία αυτή των συμβάσεων υπάγεται και η παραγγελία προϊόντων μέσω ταχυδρομείου ή τηλεμοιοτυπίας (φαξ) από καταλόγους προϊόντων οι οποίοι έχουν αποσταλεί στον καταναλωτή, με πρωτοβουλία του προμηθευτή 68. Από τον παραπάνω ορισμό προκύπτει ότι πρέπει, σύμφωνα με το νόμο, να τηρούνται κάποιες προϋποθέσεις προκειμένου να χαρακτηριστεί μια σύμβαση ως σύμβαση από απόσταση και να εφαρμοστεί το άρθρο 4 του ν. 2251/1994. Ειδικότερα, απαιτείται η σύμβαση: α) να συνάπτεται μεταξύ ενός προμηθευτή και ενός καταναλωτή, όπως οι έννοιες αυτές ορίζονται στο άρθρο 1 του ν.2251/1994 (οι έννοιες του καταναλωτή και του προμηθευτή αναλύθηκαν παραπάνω στις ενότητες ΙΙ και ΙΙΙ), β) να αφορά αγαθά ή υπηρεσίες που παρέχει ο προμηθευτής στον καταναλωτή. Η έννοια της παροχής αγαθών και υπηρεσιών πρέπει να ερμηνεύεται με ευρύτητα, καθόσον σκοπός της διάταξης είναι η προστασία του καταναλωτή, ο οποίος βρίσκεται σε δεινή θέση λόγω της φύσεως της σύμβασης, την οποία καταρτίζει, και των ειδικότερων περιστάσεων που επικρατούν κατά την κατάρτισή της και όχι λόγω του αντικειμένου της. Από τον τίτλο δε του άρθρου 4 (εμπορία από απόσταση 68 Ρ. Γιοβανόπουλος, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου, σελ. 185 26

αγαθών και υπηρεσιών), προκύπτει ότι η διάταξη αφορά επαχθείς συμβάσεις, το αντάλλαγμα-τίμημα, όμως, που καταβάλλει ο καταναλωτής δεν είναι απαραίτητο να είναι χρηματικό 69. Η διάκριση μεταξύ παροχής αγαθών και υπηρεσιών είναι καίριας σημασίας, καθόσον ανάλογα με τη φύση της παροχής προβλέπεται διαφορετική χρονική στιγμή κατά την οποία αρχίζει η προθεσμία για την υπαναχώρηση (άρθρο 4 παρ. 10 ν.2251/1994). Σχετικά με την εν λόγω διάκριση και το υιοθετούμενο κριτήριό της έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις, με επικρατέστερη αυτήν που κάνει λόγο για τελολογική ερμηνεία της διάταξης, με απώτερο σκοπό να εξυπηρετούνται όσο το δυνατόν καλύτερα τα συμφέροντα του καταναλωτή. Ειδικότερα, η άποψη αυτή θεωρεί ότι πρόκειται για σύμβαση παροχής αγαθών από απόσταση, όταν η παροχή αφορά αντικείμενο, [π.χ. πώληση ή μίσθωση κινητού πράγματος ή πράγματος δεκτικού εξουσίασης (λ.χ. ηλεκτρικής ενέργειας), δικαιώματος, και διάθεση ασώματων αγαθών (λ.χ. λογισμικό ηλεκτρονικού υπολογιστή, ηλεκτρονικά παιχνίδια, μουσική 70 )], το οποίο μεταβαίνει σε κάποιο χρονικό σημείο στη σφαίρα εξουσίασης του καταναλωτή και το οποίο, εάν χρειαστεί, μπορεί να επιστραφεί αυτούσιο στον προμηθευτή. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, οι οποίες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ώστε να χαρακτηριστούν ως συμβάσεις παροχής αγαθών, πρόκειται για παροχή υπηρεσίας [π.χ. παραχώρηση χρήσης πράγματος (λ.χ. μίσθωση), επιμέλεια αλλότριων υποθέσεων (λ.χ. παροχή νομικών υπηρεσιών)] 71. Με πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 4 του Ν.2251/1994 (με την ΚΥΑ Ζ1-496/2000), εξαλείφθηκε και η προϋπάρχουσα προϋπόθεση, σύμφωνα με την οποία για την έγκυρη 69 Ρ. Γιοβανόπουλος, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου,, σελ. 186 70 Παπαντώνης, Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή, Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Ελληνική Εναρμόνιση, Ερμηνεία-Νομολογία, Επιμέλεια Βασ. Δούβλης και Εγγ. Μπώλος, 2008, σελ 373 71 Ρ. Γιοβανόπουλος, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου,, σελ. 188 27

κατάρτιση σύμβασης από απόσταση απαιτούνταν να προηγηθεί πρόταση του προμηθευτή. γ) να συνάπτεται αποκλειστικά με τη χρησιμοποίηση ενός και περισσοτέρων μέσων τεχνικής επικοινωνίας από απόσταση. Αυτό σημαίνει ότι η διαβίβαση της πρότασης και της αποδοχής πρέπει να γίνεται με τη χρήση τηλεπικοινωνιακών μέσων. Η διαφορά της σύμβασης από απόσταση αλλά και ο λόγος που οδήγησε στην ειδικότερη ρύθμιση της εν λόγω σύμβασης, είναι ακριβώς το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είναι αμφότερα απόντα, ενώ όσον αφορά τις απαραίτητες δηλώσεις βουλήσεως αυτές διαβιβάζονται αποκλειστικά είτε δια αλληλογραφίας είτε με άλλα τεχνικά μέσα μετάδοσης σημάτων ή δεδομένων από απόσταση 72. Ο ίδιος ο νόμος (άρθρο 1 παρ. 2) προβαίνει σε ενδεικτική απαρίθμηση των μέσων τεχνικής επικοινωνίας («ιδίως»), χωρίζοντας τα σε επιμέρους κατηγορίες και αφήνοντας περιθώρια για προσαρμογή στις τεχνολογικές εξελίξεις. Ειδικότερα, αυτά μπορεί να είναι: i) Έντυπα που αποστέλλονται σε συγκεκριμένους παραλήπτες αλλά και αυτά, που απλά διοχετεύονται στο καταναλωτικό κοινό χωρίς συγκεκριμένο παραλήπτη, όπως για παράδειγμα οι κατάλογοι προϊόντων, τα διαφημιστικά ή ενημερωτικά φυλλάδια, οι τυποποιημένες επιστολές, καθώς και οι καταχωρίσεις σε εφημερίδες, οι οποίες είναι εφοδιασμένες με ειδικό, αποκοπτόμενο κουπόνι παραγγελίας 73, ii) Τηλεπικοινωνιακά μέσα, όπως το τηλέφωνο με ή χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, με την έννοια ότι μπορεί να πρόκειται και για κάποιο ηχογραφημένο μήνυμα π.χ. αυτά που προέρχονται από αυτόματες 72 Ρ. Γιοβανόπουλος, σε Δίκαιο Προστασίας του Καταναλωτή Ελληνικό-Κοινοτικό, 2008, Επιμέλεια Ελ. Αλεξανδρίδου,, σελ. 188 73 Χρ. Παπαδημητρίου, Η ρύθμιση του αγγελιοσήμου στην ελληνική έννομη τάξη, ΔΕΕ5/2006, 464 επ., όπου υποστηρίζεται ότι η καταχώριση στις εφημερίδες, συνοδευόμενη από αποκοπτόμενο κουπόνι προς παραγγελία αποτελεί το πρώτο στάδιο κατάρτισης σύμβασης πώλησης από απόσταση και επομένως δε δικαιολογείται και είναι παράνομη η καταβολή του λεγόμενου «αγγελιοσήμου», η οποία επιβάλλεται από τις εφημερίδες με τη δικαιολογία ότι πρόκειται για διαφήμιση και όχι για τεχνική επικοινωνίας και διαβίβαση πρότασης προς σύναψη σύμβασης από απόσταση. 28

συσκευές κλήσης, το εικονοτηλέφωνο, η τηλεομοιοτυπία (φαξ) αλλά και το κινητό τηλέφωνο μέσω γραπτών μηνυμάτων. Στην τελευταία περίπτωση, δημιουργούνται κάποια πρόσθετα προβλήματα, καθόσον η οθόνη του κινητού τηλεφώνου είναι μικρή σε έκταση, ενώ και η μνήμη του κινητού τηλεφώνου είναι πολύ περιορισμένη, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η αποθήκευση των πληροφοριών που παρέχει ο προμηθευτής στον καταναλωτή στα πλαίσια της υποχρέωσης ενημέρωσης που του επιβάλλει ο νόμος, στο προσυμβατικό αλλά και στο μετασυμβατικό στάδιο 74. Ειδικότερα, όσον αφορά το στάδιο μετά τη σύναψη της σύμβασης μέσω κινητού τηλεφώνου, ο προμηθευτής έχει τη δυνατότητα να αποστείλει μαζί με το αγαθό και συνοδευτικά έγγραφα που θα περιέχουν τις απαιτούμενες από το νόμο πληροφορίες. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο και για τις πληροφορίες που κατά ρητή επιταγή του νόμου (άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2251/1994 και άρθρο 5 της Οδηγίας 97/7 και άρθρο 5 της Οδηγίας 2000/31) πρέπει να παρασχεθούν πριν από τη σύναψη της σύμβασης 75. iii) Τηλεοπτικοακουστικά μέσα, π.χ. τηλεόραση [συνήθης περίπτωση τηλεαγοράς (tele-achats)] 76, όπου συγκαταλέγεται και η περίπτωση των υπηρεσιών τηλεηχοπληροφόρησης σε τηλεοπτικούς διαγωνισμούς, στην οποία ο καταναλωτής καλείται να λάβει μέρος σε έναν διαγωνισμό, απαντώντας συνήθως σε μία πολύ απλή ερώτηση, καλώντας κάποια τηλεφωνική γραμμή πρόσθετης χρέωσης (π.χ 9011. περίπτωση τηλεπώλησης, που ρυθμίζεται από το π.δ 100/2000 77, στο οποίο έχει 74 Β. Σόμπολου, ΕπισκΕΔ Γ/2002, 894 επ. Νομικό πλαίσιο για ζητήματα του Ηλεκτρονικού Εμπορίου. Συνέχεια: Ηλεκτρονικό Εμπόριο μέσω κινητής τηλεφωνίας (m-commerce). 75 Β. Σόμπολου, ΕπισκΕΔ Γ/2002, 894 επ. Νομικό πλαίσιο για ζητήματα του Ηλεκτρονικού Εμπορίου. Συνέχεια: Ηλεκτρονικό Εμπόριο μέσω κινητής τηλεφωνίας (m-commerce). 76 I. Ιγγλεζάκης, Προστασία του καταναλωτή στις τηλεαγορές μέσω Internet, ΕΕμπΔ 2000, 820 επ. 77 Τηλεπώληση: είναι η ελληνική απόδοση του όρου «tele-achats» ή «teleshopping» και νοείται ως η μετάδοση άμεσων προσφορών προς το κοινό με σκοπό την παροχή, έναντι πληρωμής αγαθών και υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων ακινήτων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, Χ. Τσίγκου, Η χρήση των υπηρεσιών τηλεηχοπληροφόρησης στους τηλεοπτικούς διαγωνισμούς, ΔΙΜΕΕ 2005, 206 επ. 29