Πίνακας περιεχομένων ΘΕΜΑ: Η καταγγελία σύμβασης εργασίας δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου καθώς και όταν δεν υπάρχει γι' αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι' αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το 281 ΑΚ. Αρειος Πάγος 904-2012 - Η καταγγελία σύμβασης εργασίας δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου... ΘΕΜΑ: Η καταγγελία σύμβασης εργασίας δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου καθώς και όταν δεν υπάρχει γι' αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι' αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το 281 ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχειρήσεως λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη. Περαιτέρω, αν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχισθεί ως επαχθής για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως, όμως η προσφυγή του εργοδότη στην καταγγελία, ελέγχεται Page 1 of 6
κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο επίσης ερευνά, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστεως και στηρίζεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος. ΑΠ 904/2012 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Απριλίου 2012, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "PRAKTIKER HELLAS", που εδρεύει στην... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Τουτζιαράκη και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Ο. Κ., κατοίκου..., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ευτυχίου - Δημητρίου Καλαμίδα και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/10/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3058/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 866/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26/7/2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ασπασία Καρέλλου ανέγνωσε την από 6/4/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 26/7/2011 αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από το άρθρο 669 παρ.2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Η καταγγελία δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ αυτού και του εργαζομένου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου καθώς και όταν δεν υπάρχει γι' αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ' υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι' αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το 281 ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχειρήσεως λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη. Περαιτέρω, αν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχισθεί ως επαχθής για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχειρήσεως, όμως η προσφυγή του εργοδότη στην καταγγελία, ελέγχεται Page 2 of 6
κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο επίσης ερευνά, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστεως και στηρίζεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, το δικαστήριο, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα αναγκαία περιστατικά για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως προς τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή για τη συνδρομή τους, που αποκλείει την εφαρμογή της, ιδίως δε όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του, για τη νομική επάρκεια της αγωγής αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέσθηκε σε λιγότερα, κρίνοντας αντίστοιχα νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής ελέγχεται ως παραβίαση από τους αρ. 8 και 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Έτσι το ορισμένο ή αόριστο της αγωγής ως προς την έκθεση σε αυτή των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική της αιτία εκτιμά κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας και δεν υπόκειται κατά τούτο η απόφαση σε αναιρετικό έλεγχο, εκτός αν αυτό έκρινε ορισμένη την αγωγή λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα μη διαλαμβανόμενα σε αυτήν που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην κρίση του περί του νόμω βάσιμου ή αντίθετα έκρινε αόριστη την αγωγή, διότι δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, αν και διαλαμβάνονται σε αυτήν, οπότε μπορεί να θεμελιωθούν οι από το άρθρο 559 αρ. 8 και 14 λόγοι αναιρέσεως. Τέλος ο από το άρθρο 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή αντένσταση, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα των διαδίκων και γενικότερα οι ισχυρισμοί που υποβάλλονται διηγηματικώς προς ενδυνάμωση ή αποδυνάμωση των απόψεων κάποιου διαδίκου, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως. Ο λόγος δε αυτός δεν ιδρύεται αν ο ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. Στην προκείμενη περίπτωση, επί αγωγής, με την οποία η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη εξιστορούσε, ότι προσελήφθη από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου την 2/9/1991, ως πωλήτρια του τμήματος ειδών υγιεινής και από το Δεκέμβριο του ίδιου έτους τοποθετήθηκε ως προϊσταμένη του τμήματος αυτού, θέση την οποία κατείχε μέχρι την 20/8/2007, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας της από την εναγομένη, ότι η γενόμενη καταγγελία είναι άκυρη, ως καταχρηστική, κατ' άρθρο 281 ΑΚ, διότι, α) κατά την κύρια βάση, έγινε λίγα χρόνια (7) πριν από τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αν και υπήρξε άριστη υπάλληλος, έχοντας ευδόκιμη υπηρεσία 16 ετών, και είναι μητέρα τριών παιδιών και β) κατά την επικουρική βάση, η εναγομένη μπορούσε να χρησιμοποιήσει ηπιότερο μέτρο από αυτό της καταγγελίας, στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητας, όπως π.χ., την επιβολή της πειθαρχικής ποινής του προστίμου μέχρι το 1/25 του μισθού ή της υποχρεωτικής αποχής από την εργασία μέχρι δέκα (10) ημέρες, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Εσωτερικού Κανονισμού του προσωπικού της, ή να την τοποθετήσει σε κάποιο άλλο υπαλληλικό πόστο εργασίας ή και σε "κατώτερη" θέση, εάν είχε υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα και με την οποία ζητούσε, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της και να υποχρεωθεί η εναγομένη, εκτός των μισθών υπερημερίας, να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, για την προσβολή που υπέστη στην προσωπικότητα της, λόγω της μειώσεως της επαγγελματικής της αξίας και υπολήψεως και της ψυχικής ταλαιπωρίας και στενοχώριας που υπέστη από την απόλυση, λαμβανομένων υπόψη των εν Page 3 of 6
γένει συνθηκών εργασίας της, της απόδοσης της, της ηλικίας της και της εν γένει περιουσιακής και κοινωνικής της καταστάσεως, δέχθηκε, δικάζοντας τις αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως προς την επικουρική της βάση, ανελέγκτως τα ακόλουθα: Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη προσελήφθη από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα στις 2/9/1991 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως πωλήτρια στο τμήμα ειδών υγιεινής στο κατάστημα του Ελληνικού και από το Δεκέμβριο του 1991 μέχρι τις 20/8/2007, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της τηρώντας τον έγγραφο τύπο και καταβάλλοντος τη νόμιμη αποζημίωση απασχολήθηκε ως προϊσταμένη του ως άνω τμήματος. Η εναγομένη με το υπόμνημα που υπέβαλε στην Επιθεώρηση Εργασίας της Γλυφάδας με ημερομηνία 8/10/2007, όπου προσέφυγε η ενάγουσα μετά την απόλυσή της, ισχυρίσθηκε ότι οι λόγοι καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ήταν η έλλειψη συνεργασίας της προς τη Διεύθυνση και τους συνεργάτες του τμήματός της, η ευνοϊκή ρύθμιση του προγράμματός της τοποθετώντας το δικό της πρόγραμμα μόνο πρωϊνές ώρες, παρά τις προφορικές και γραπτές συστάσεις προς αυτήν και η μειωμένη προσοχή και απόδοσή της, σχετικά με τους παραπάνω λόγους. Αναφορικά με τους ως άνω ισχυρισμούς της εναγομένης το Εφετείο δέχθηκε ότι, α) τα αρμόδια όργανα της εναγομένης είχαν οχλήσει την ενάγουσα για τη μη τήρηση του προγράμματος των βαρδιών και τη διαδικασία του κυλιόμενου ρεπό, στο οποίο η ενάγουσα απάντησε ότι κάθε αλλαγή βάρδιας γινόταν νομότυπα με εσωτερικό σημείωμα στο λογιστήριο και ότι το πρόγραμμα των βαρδιών του τμήματός της ετηρείτο απολύτως σωστά, με εξαίρεση κάποιες περιπτώσεις που αφορούσαν το τμήμα της (απογραφές, καθάρισμα αποθήκης, ραντεβού), ενώ, "ο μάρτυρας της εναγομένης... Διευθυντής του συγκεκριμένου καταστήματος που εργαζόταν η ενάγουσα κατέθεσε ότι η ενάγουσα εργαζόταν κυρίως τις πρωινές βάρδιες, λόγω του ότι άλλαζε τις εγκρινόμενες βάρδιες με σημειώματα από διαφορετικούς Διευθυντές κάθε φορά και ότι τούτο έγινε το έτος 2004 και επαναλαμβανόταν τα επόμενα έτη μέχρι την καταγγελία. Όταν έγινε αντιληπτό από τα αρμόδια όργανα της επέβαλαν έγγραφη επίπληξη..." και ότι από την ενέργειά της αυτή δεν παραπονέθηκαν οι συνάδελφοί της, και δεν επήλθε δυσλειτουργία στο τμήμα της, όταν μάλιστα και άλλοι συνάδελφοί της (προϊστάμενοι τμημάτων), Ξ. Σ., Ε. Χ. και Α. Γ., εκτελούσαν πρωϊνή βάρδια χωρίς αυτό να ενοχλεί την εναγομένη και β) κατά το χρονικό διάστημα που εργάσθηκε στην εναγομένη από το έτος 1991 μέχρι το έτος 2007, ήταν αποδοτική υπάλληλος με εμπειρία, το γεγονός δε αυτό μαρτυρεί το ότι επί δεκαέξι (16) έτη διατηρούσε τη θέση της προϊσταμένης του τμήματος διότι ανταποκρινόταν από τη θέση αυτή στους στόχους της επιχείρησης ως προς την αύξηση των πωλήσεων, γι' αυτό τον Ιανουάριο του 2002 η ενάγουσα έλαβε από τη διοίκηση της εναγομένης τιμητική διάκριση για τη συμβολή της στην ανάπτυξη της εταιρείας και την 21/2/2006, με επιστολή της προϊσταμένης Ανθρωπίνου Δυναμικού εκφράζονται οι ευχαριστίες της εναγομένης προς την ενάγουσα στο πλαίσιο άσκηση των καθηκόντων της, για την ενεργό συμμετοχή της στο πρόγραμμα υποβολής βελτιωμένων προτάσεων, ενώ ένα μήνα πριν από την απόλυσή της ελάμβανε, πέραν των τακτικών μηνιαίων αποδοχών της και πριμ 50,40 ευρώ για την καλή αποδοτικότητα και παραγωγικότητά της στην εταιρεία. Στη συνέχεια το Εφετείο, δέχθηκε ότι είναι αβάσιμοι οι ισχυρισμοί της εναγομένης ότι της επιβλήθηκε πρόστιμο από την αγορανομία για ελλείψεις που παρατηρήθηκαν στο τμήμα της ενάγουσας στη σήμανση των τιμών και ότι δεν υπήρχε καλή συνεργασία εκ μέρους της με τη Διεύθυνση και με τους συναδέλφους της και με τους υφιστάμενους του τμήματός της. Κατέληξε δε το Εφετείο, ότι από το έτος 2004 μέχρι και την ημερομηνία της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας υπήρξαν προβλήματα με τα όργανα της εναγομένης, κυρίως όσον αφορά την απασχόληση αυτής κατά την πρωινή βάρδια, ότι η εναγομένη προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντά της προσέφυγε στο έσχατο μέσο κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της καταγγελίας της ένδικης συμβάσεως, χωρίς να λάβει υπόψη της την ευδόκιμη υπηρεσία της στην επιχείρηση, την ηλικία των 53 ετών και του χρόνου που απέμεινε για τη θεμελίωση πλήρους συνταξιοδοτικού δικαιώματος (7 έτη), ότι τα αποδιδόμενα στην ενάγουσα παραπτώματα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν από την εναγομένη με ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα, όπως τη δυνατότητα που παρείχε ο εσωτερικός κανονισμός του προσωπικού της εταιρείας. Και συγκεκριμένα, πέραν των εγγράφων επιπλήξεων, οι οποίες είχαν ήδη επιβληθεί από το έτος 2004, μπορούσε να της επιβάλλει ως πειθαρχική ποινή πρόστιμο μέχρι το 25% του ημερομισθίου ή του 1/25 του μισθού ή να της προτείνει αλλαγή της θέσης εργασίας της δεδομένου ότι διατηρεί 10 καταστήματα και ότι η εναγομένη, μετά από αυτά, ενήργησε κατά την άσκηση του Page 4 of 6
δικαιώματος της καταγγελίας καθ' υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης και η συμπεριφορά της ελέγχεται ως καταχρηστική και η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε. Κατ' ακολουθίαν των παραδοχών αυτών το Εφετείο, απέρριψε τις αντίθετες εφέσεις. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, α) δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν διαλαμβάνονται στην αγωγή και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης για το ορισμένο και νόμιμο της αγωγής, η οποία με το προεκτεθέν περιεχόμενο, είναι πλήρως ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα από τα άρθρα 216, 117 και 118 του Κ.Πολ.Δ. απαιτούμενα στοιχεία και νόμιμη ως προς την επικουρική της βάση και επομένως, οι πρώτος, μέρος πρώτο, δεύτερος, μέρος πρώτο και τέταρτος, λόγοι αναιρέσεως, με την επίκληση του άρθρου 559 αρ.1 και 8 του Κ.Πολ.Δ., και με τους οποίους η αναιρεσείουσα προβάλλει τις αιτιάσεις ότι η αγωγή είναι αόριστη και μη νόμιμη, γιατί σ' αυτή δεν αναφέρονται τα ηπιότερα από την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας μέτρα και οι περιστάσεις που ήταν ικανά να προκαλέσουν ηθική βλάβη στην ενάγουσα, είναι αβάσιμοι και β) δεν παραβίασε εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος), αφού διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο. Τούτο δε γιατί τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, ότι το παράπτωμα της αναιρεσίβλητης (ευνοϊκή ρύθμιση του προγράμματος εργασίας της), θα μπορούσε, λαμβανομένης υπόψη και της εν γένει επαγγελματικής συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης (ήταν αποδοτική υπάλληλος, προϊσταμένη για 16 χρόνια και είχε λάβει τιμητική διάκριση για την υπηρεσιακή της απόδοση), να αντιμετωπισθεί με ηπιότερα από την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας μέτρα, όπως η επιβολή πειθαρχικής ποινής ή η μετάθεσή της σε άλλο κατάστημα ή η τοποθέτησή της σε άλλη θέση εργασίας, σύμφωνα με τον Κανονισμό προσωπικού της υπάγονται στο πραγματικό των διατάξεων του άρθρου 281 ΑΚ σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, του άρθρου 25 παρ.1 του Συντάγματος, και καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσείουσας να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας της αναιρεσίβλητης. Δεν συνιστά αντιφατική αιτιολογία η παραδοχή ότι "τα αποδιδόμενα σε αυτήν παραπτώματα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν από την εναγομένη με ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα... μπορούσε να της επιβάλλει σαν πειθαρχική ποινή πρόστιμο μέχρι το 25% του ημερομισθίου... Το συγκεκριμένο παράπτωμα μπορούσε να αντιμετωπισθεί με τα πιο πάνω ηπιότερα μέτρα...", σε σχέση με την παραδοχή ότι ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της έκτακτης καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας, καθόσον το δικαστήριο της ουσίας εξετάζει, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού, αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα μέτρα εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με την καταγγελία σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέτρο για την διασφάλιση των συμφερόντων του εργοδότη και στην κρινόμενη περίπτωση το Εφετείο με τις παραπάνω, πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες δέχεται ότι τα ως άνω ηπιότερα, αντί της καταγγελίας, μέτρα ήταν πρόσφορα για τη διασφάλιση των συμφερόντων της αναιρεσείουσας και ότι η καταγγελία είναι εξ αυτού του λόγου καταχρηστική. Επομένως, οι πρώτος, μέρος δεύτερο, δεύτερος, μέρος δεύτερο και τρίτος, μέρος τρίτο, λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ., είναι αβάσιμοι. Οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας που προβάλλονται με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, μέρος τρίτο, με την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ., ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι υπήρχαν ηπιότερα μέτρα από την απόλυση, χωρίς να προταθούν από την αναιρεσίβλητη, είναι αβάσιμες, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, στην αγωγή εξιστορούνται τα ηπιότερα μέτρα που μπορούσε να λάβει η αναιρεσείουσα, αντί της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, σε βάρος της αναιρεσίβλητης. Περαιτέρω η προβαλλόμενη με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, μέρος πρώτο, αιτίαση, με την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 10 του Κ.Πολ.Δ., ότι το Εφετείο δέχθηκε χωρίς απόδειξη, ότι "δεν έγινε καμία πρόταση από την εναγομένη να τη μετακινήσει (ενν. την ενάγουσα) σε άλλη θέση έστω και κατώτερη από αυτή που κατείχε...", είναι αλυσιτελής, καθόσον το ως άνω πραγματικό περιστατικό, που αναφέρεται πλεοναστικά στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού η τοποθέτηση της αναιρεσίβλητης σε άλλη θέση, ως ηπιότερο μέτρο απ' αυτό της καταγγελίας, ανάγεται στο διευθυντικό δικαίωμα της αναιρεσείουσας εργοδότριας και ως εκ τούτου ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί αν η τελευταία πρότεινε στην αναιρεσίβλητη να την τοποθετήσει σε άλλη θέση απ' αυτή που κατείχε. Εξάλλου η αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, μέρος δεύτερο, πλημμέλεια, από το άρθρο 559 αρ. 11 του Κ.Πολ.Δ. της μη Page 5 of 6
λήψης υπόψη των προσαχθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων είναι αόριστος, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει ποια συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν με επίκληση στο Εφετείο δεν λήφθηκαν υπόψη απ' αυτό. Τέλος, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, από το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ., που διαλαμβάνονται σε όλους τους λόγους αναιρέσεως, ότι το Εφετείο απέρριψε χωρίς αιτιολογία τους πέντε (5) λόγους εφέσεως, με τους οποίους ισχυριζόταν, α) ότι "η ένσταση της αγωγής περί μη τήρησης της αρχής της αναλογικότητας ήταν αόριστη", β) ότι έγινε δεκτό χωρίς αιτιολογία ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας, γ) ότι η εναγομένη εξάντλησε όλα τα μέσα πριν προχωρήσει στην απόλυση, δ) ότι ερμηνεύθηκε εσφαλμένα η αρχή της αναλογικότητας και ε) δεν αναφέρθηκαν γεγονότα και ειδικές περιστάσεις που ήταν ικανά να προκαλέσουν ηθική βλάβη στην ενάγουσα, είναι αβάσιμες, καθόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνονται πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς όλα τα ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης πραγματικά γεγονότα,που αναφέρονται στους λόγους εφέσεως και δεν ήταν απαραίτητο να απορριφθεί κάθε λόγος εφέσεως με ξεχωριστή αιτιολογία. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26/7/2011 αίτηση για αναίρεση της 866/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2012. Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2012. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Source URL: https://www.taxexperts.gr/εφο/εργατικά-ασφαλιστικά/αρειοςπάγος-904-2012-η-καταγγελία-σύμβασης-εργασίας-δεν-είναι-καταχρηστική Page 6 of 6