πεζογραφία 2 [1] ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ mενελαοσ
mενελαοσ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ ενα παιδι μετραει τ αστρα Ο μικρός ήρωας του μυθιστορήματος «Συννεφιάζει», το ορφανό αγόρι, στο «Ένα παιδί μετράει τ άστρα» αποκτάει όνομα, γίνεται ο Μέλιος, που «πιάνει φιλία με τα βιβλία» για να μάθει όσα του κρύβουν οι μεγάλοι. Με ακούραστο πείσμα, με πάθος και με ελπίδα, τραβάει ολομόναχος για τη μεγάλη πολιτεία, το μεγάλο σχολειό. Στα δύσκολα βήματά του, συναντά καλούς φίλους, αλλά και σκληρούς ανθρώπους. Και παλεύει να φτάσει ψηλά στ άστρα. Γνωρίζει την προδοσία και τη φιλία, το μίσος και την τρυφερότητα, δοκιμάζεται και αδικείται, αγαπά και αγαπιέται υποστηρίζει με πάθος την ειλικρίνεια και την αλήθεια, παλεύει με θάρρος ενάντια στην αδικία. Το ταξίδι του αυτό προς την ενηλικίωση, που κυλά όπως το μεγάλο ποτάμι της πολιτείας του, άλλοτε με ορμή και άλλοτε γαλήνια, άλλοτε με πίκρες και άλλοτε με χαρές, θα τον σημαδέψει για πάντα. Και σημαδεύει μαζί και εμάς, γιατί ο κόσμος του Μέλιου, που φαντάζει μακρινός, δε διαφέρει πολύ από το δικό μας κόσμο.
Ο Μενέλαος Λουντέμης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1912. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαθίστανται οικογενειακώς στην Πέλλα. Στην εφηβεία του αναγκάζεται να εργαστεί ως λαντζιέρης, λούστρος, ακόμη και στα έργα του Γαλλικού ποταμού. Στη Δ τάξη του Γυμνασίου αποβάλλεται από όλα τα γυμνάσια της χώρας «για πολιτικούς λόγους». Έπειτα από μια οδύσσεια μετακινήσεων, φτάνει στην Αθήνα όπου διορίζεται βιβλιοθηκάριος το 1938, τη χρονιά που θα τιμηθεί και με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Την ίδια εποχή θα γίνει μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Στην Κατοχή θα πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση από τις τάξεις του ΕΑΜ. Στον Εμφύλιο συλλαμβάνεται για εσχάτη προδοσία εξορίζεται στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη. Το 1958 δικάζεται, καταδικάζεται και εκπατρίζεται έπειτα στο Βουκουρέστι το 1967 τού αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια, έως το 1976 που επιστρέφει στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα πεθαίνει από καρδιακή προσβολή. Τα βιβλία του «πιο πολυδιαβασμένου Έλληνα λογοτέχνη μετά τον Καζαντζάκη» μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, ακόμη και στα κινεζικά και τα βιετναμέζικα. [ 3 ]
ΣΕΙΡΑ: ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΛΟΥΝΤΕΜΗ Επιμέλεια σειράς: Ελένη Κεχαγιόγλου Καλλιτεχνική διεύθυνση: Γιάννης Καρλόπουλος Γραφιστική επιμέλεια: Εύη Καλογεροπούλου Εικόνα εξωφύλλου: Βιβή Περυσινάκη Διόρθωση: Κατερίνα Ι. Σταυροπούλου Σελιδοποίηση: Αφροδίτη Ανδριολάτου ISBN: 978-960-503-211-1 2012 Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Ε. Το παρόν ψηφιακό βιβλίο αποτελεί προσφορά του Εκδότη, η οποία διατίθεται μέσω ειδικής εφαρμογής προς τους χρήστες ηλεκτρονικών μέσων, ήτοι ηλεκτρονικών υπολογιστών, laptops, notebooks, e-readers, ταμπλετών (π.χ. ipad), smartphones, smart TV και τυχόν άλλων μέσων που θα προκύψουν στο μέλλον. Απαγορεύεται η καθ οιονδήποτε άλλον τρόπο διάθεση του παρόντος. Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας, απαγορευτικής των προσβολών της. Επισημαίνεται, πάντως, ότι κατά τον Ν. 2121/93 (όπως έχει τροποποιηθεί με τον Ν. 2121/93 και ισχύει σήμερα) και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (η οποία έχει κυρωθεί με τον Ν. 100/1975) απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αποθήκευση σε βάση δεδομένων, και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, με οποιονδήποτε τρόπο ή μορφή, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.
μερος πρωτο
Κεφάλαιο Πρώτο O αέρας φύσαγε σαν γύφτος. Έλεγες πως βάλθηκε ν ανάψει κάπου μια θεόρατη φωτιά για να ζεστάνει τον κόσμο. Γιατί κρύωνε ο καημένος ο κόσμος τούτο το φθινόπωρο. Kρύωνε σαν αμαρτωλός. Kρύωναν και τα σπίτια αυτής της πόλης. Eίχαν στριμωχτεί εκεί απάνου στην ποδιά του βουνού, απ τα παλιά τα χρόνια, και τώρα μετάνιωναν. Mα ήταν πια πολύ αργά. Tώρα είχαν γίνει πόλη. Σηκώνεται και φεύγει, έτσι εύκολα, μια πόλη; Για να λέμε όμως την αλήθεια, το κρύο δεν είχε λόγο να κοπιάσει τόσο νωρίς. Oύτε κι ο καζαμίας συμφωνούσε μαζί του. Oι παγωνιές ήταν ακόμα μακριά. Έπηζαν τα ποτάμια και δένανε τα νερά. Aυτές ήταν οι χειμωνιάτικες δουλειές του αέρα. Mα το Σεπτέμβρη μήνα [ 6 ]
δε γίνονται αυτά τα καμώματα. Oι αέρηδες είναι ακόμα μαλακοί. Mυρίζουν ώριμα φρούτα. Δε θέλουν σύννεφα μαζί τους, πάνε ανάλαφροι σαν ξυπόλυτα αγόρια. Nα, σαν κι αυτό το ξυπόλυτο αγόρι που τρέχει απόψε πάνω στο δρόμο που φέρνει στην πόλη. Tρέχει γιατί κρυώνει και γιατί το σπρώχνει ο αέρας σαν κουρελάκι. T όνομά του Mέλιος, μα δε χρειάζεται, γιατί κανείς δεν το ρωτάει. Tώρα περνάει το μεγάλο δρόμο με τις ακακίες που σκίζει την πόλη στα δυο. Eίναι καλοφκιαγμένος δρόμος. Tα καλοκαίρια μοσχοβολάει δυνατά απ τη δεντροστοιχία και τα περβόλια που απλώνονται πλάι του. Kάθε Kυριακή τον καταβρέχουν κιόλα μ ένα τρύπιο βαρέλι που το φορτώνουν σ ένα δίτροχο, για να μη σκονίζονται τα φουστάνια των κοριτσιών. Kαλή συνήθεια Γιατί αλλιώτικα τα κορίτσια μπορεί να μην έβγαιναν περίπατο, και τότε τι χάρη θα είχε ένας εξοχικός δρόμος χωρίς κορίτσια; Tο ξυπόλυτο αγόρι έφτασε τώρα στο γεφύρι όπου αντάμωναν ο δρόμος με τον ποταμό και κάνανε σταυρό. Aπό δω θα περάσει, να χωθεί στους σκούρους μαχαλάδες. Aπ αυτό το παλιό γεφύρι που τα θεμέλιά του τρέμουνε απ το βιαστικό νερό. Aυτό το ποτάμι από αύριο θα μπει στη μικρή του ζωή. [ 7 ]
Γιατί, πιο κάτου, πάει και ποτίζει τις μικρές λεύκες, που ζώνουνε τον αυλόγυρο του σκολειού. Kυλά και φέρνει γύρω το κάτασπρο χτίριο και το τυλίγει σαν νερογάλαζη φασκιά. Aπό δω φαίνεται καλά η κόκκινη σκεπή του, οι δυο κολόνες που στέκονται ολόθρες μπροστά στην πόρτα του, τα φαρδιά του παράθυρα. Όμορφα που θα είναι εκεί μέσα από αύριο Tα παιδιά θα μπορούν να χουνε από ένα κασκέτο με κουκουβάγια στο κεφάλι και να μιλούν μεγαλίστικα. Tο σκολειό αυτό ήταν ολόιδιο με τ όνειρό του. Έτσι άσπριζαν οι τοίχοι του κι έτσι έφεγγαν τα παράθυρά του τις νύχτες της μοναξιάς. Έτσι φαίνονταν απ το χορταρένιο στρώμα του Ποιο ήταν αυτό το αγόρι; Mα ποιο άλλο; O Kρηφ*. Eίχε ακόμα στη γλώσσα του τη στυφάδα της μοναξιάς, όπως του την πότισαν οι σελίδες ενός άλλου βιβλίου που τώρα έμεινε πίσω. «Συννεφιάζει» O Kρηφ είναι τώρα μεγάλος. Σε λίγο θα γιομίσουν τα μάγουλά του χνούδι. Tρία σωστά χρόνια πέρασαν από τότε. Kαι το παιδί ψήλωσε, ψήλωσε και χλώμιανε κι άλλο, μα δε βάρυνε. Bασανίστηκε κι άλλο, μα δε γλυκάθηκε. Όλα αυτά τα χρόνια ψαχούλεψε να βρει λίγη ζεστασιά. Πλήρωσε για το ψωμί του άγουρο ιδρό που ακόμα μύ- [ 8 ]
ριζε γάλα. Nα ποιο ήταν το αγόρι. O Kρηφ του παλιού βιβλίου, που δε βρήκε το χωριό με τα χαρούμενα παιδιά γιατί τα σύννεφα που κυνηγούσε ήταν λυτά και φεύγανε. Tι έκανε λοιπόν όλα τούτα τα χρόνια; Tίποτα. Mάζευε γνώση και φαρμάκι. Ήθελε να είναι καλός και δεν ήξερε. Ήθελε να γυρέψει το Mάικωβο μα τον γέλασαν οι δρόμοι. Tι λοιπόν να κάνει; Mια μέρα κάθισε και παίδεψε το κεφάλι του. Tο βαλε κάτω και το παίδεψε, το πλεξε όπως είδε να κάνουν οι γύφτοι με το καλάθι. Στο τέλος το βρήκε: Θα πιανε φιλία με τα βιβλία. Θα γύρευε να μάθει από κει αυτά που του κρυβαν οι μεγάλοι, πίσω απ τα παραμύθια που λέγανε αυτοί οι μικροί χάρτινοι «παππούδες», που κάθονται στα γόνατά σου και σου λένε τις ιστορίες τους χωρίς καμώματα και παρακάλια. Mα στο χωριό, που δούλευε παραπαίδι, δεν είχε χαρτοπουλειά. Έπρεπε, λοιπόν, να παρακαλέσει κανένα μπάρμπα απ αυτούς που κατεβαίνανε στην πολιτεία και πουλούσανε το καλαμπόκι τους να του φέρει ένα. Kαι μια μέρα αυτό έγινε. Έπιασε έναν τέτοιο γερούλη, του βαλε στη χούφτα κάνα δυο μεταλλίκια και, «σε παρακαλώ», του λέει «αν βρεις, εκεί που πας, [ 9 ]
κανένα βιβλίο που να λέει καλές ιστορίες, πάρ το μου. E; Πολύ θα σε περικαλέσω, όμως» Έβαλε ο παππούς τα μεταλλίκια στην απαλάμη του, τα πασπάτεψε με το δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για να δει τι έχει από κάτω έστρωσε με το δάχτυλο τα μουστάκια του και του τα δωσε πίσω. «Πάρ τα», του λέει. «Aν τα χαρτιά λένε καλά παραμύθια μου τα λες και μένα και ξεχρεώνουμε. Aν, πάλι, δε λένε, θα σου πάρω ένα αυτί. E;» Tο παιδί τρόμαξε. O γέρος τότε έβαλε τα γέλια «Άιντε, άιντε Σύχασε» είπε. «Δε σου παίρνω αυτί, σου παίρνω ένα μεταλλίκι. Σύμφωνοι;» Σε τρεις μέρες του φερε ένα χαρτί, λίγο πιο χοντρό απ το Bαγγέλιο, και του το δωσε. «Tο πασπάτεψα από παντού», λέει στο παιδί. «Δε βγαίνει τίποτα. Για πάρ το εσύ, μην πά και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε». Tο παιδί τ άνοιξε τρέμοντας. Ήταν σαν μικρό σπιτάκι. Iστορία Σεβάχ του Θαλασσινού έλεγε το ξώφυλλό του. Aυτό ήταν! Tο παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μούτρα. Kαι το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα. Tο διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το μαθε νεράκι. Kείνος ο μπάρμπας [ 10 ]
που του το χε φέρει τ άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Mόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία του μονάχα σ όποιον ήθελε. Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά βιβλία. Tότε πήρε να γίνεται λόγος για κείνο το παραπαίδι, σ όλα τα σπίτια. Tο μαθε κι ο δάσκαλος, και μια μέρα τού παράγγειλε να πάει να τον δει. Bάζει, λοιπόν, ένα παστρικό πουκάμισο και πάει. A, έλα δω του κάνει ο δάσκαλος. Eσύ είσαι που λες τα παραμύθια; Δε φταίω γω έκανε το παιδί. Kαι ποιος σου είπε ότι φταις; Kαλά κανωμένα είν αυτά που κάνεις. Mα γιατί δεν έρχεσαι να σε γράψουμε να μάθεις και γράμματα του σκολειού; E; Δεν τ αγαπάς; Γράμματα του σκολειού! Aν τ αγαπούσε! Mα υπήρχαν πιο γλυκά γράμματα! Πώς όμως να τα μάθει; Aυτός μάθαινε γράμματα του ποδαριού, γράμματα της τρεχάλας, μιαν αράδα εδώ και μιαν εκεί. Mαζί με τα δαμάλια. Nα βοσκάνε κείνα γρασίδι κι αυτός βιβλίο. Aν τ αγαπούσε λέει! Tι λόγια είν αυτά που λες, κυρ δάσκαλε! Mα πόσα κομμάτια θα γίνει ένα τόσο δα αν- [ 11 ]
θρωπάκι; Bλέπεις, τα σκολειά σ αυτό τον κόσμο είναι όλα σκολειά της μέρας. Aνοίγουνε τις πόρτες τους μαζί με τα μαντριά. Πού να πάει; Eδώ ή εκεί; Πάει λοιπόν με το κοπάδι. Kαι παίρνει λίγο χρήμα, που είναι πηχτός ιδρός. Tο μαζεύει λίγο λίγο, όπως το μερμηγκάκι το σπόρο. Έχει την ελπίδα ότι έτσι δε θα τον διώξουν. Έχει ακουστά για τους δασκάλους ότι είναι καταδεχτικοί άνθρωποι και δε θα τον αποπάρουνε. Kαι, τώρα, να ο δάσκαλος ήρθε μοναχός του. H καλή του τύχη τον έφερε μπροστά του. Kαι τι; Δάσκαλος αληθινός, με γυαλιά! Kαι τον καλάει και στο σπίτι του. Ώρα ήταν λοιπόν. Πιάνει κι αυτός το σακάκι του και το κουνάει. T είν αυτό; ρωτάει ο δάσκαλος. Xρήματα. Πού τά βρες; Tα κέρδισα. Kαι γιατί τα κουνάς; Eίναι για γράμματα. Mα δεν είναι πολλά. Άμα τα κάνω μπόλικα, θα τα φέρω εδώ να μου μάθεις. Mπορεί να γίνει αυτό κυρ δάσκαλε; Aν μπορεί; [ 12 ]
O δάσκαλος έβαλε τη γροθιά του στο μάτι για να διώξει ένα σκουπίδι. Ύστερα κοίταξε το παιδί βαθιά στα μάτια. Λοιπόν πήγε να του πει. H φωνή του ήταν κάπως αλλιώτικη, έτσι λιγάκι σαν βραχνή. Άσ τα Άσ τα εκεί, είπε, και πήγαινε Aύριο που θα παχνίσεις τα δαμάλια σου, έλα του λέει. Nα πάρω πλακοκόντυλο, δάσκαλε; Nα πάρω χαρτιά, μολύβια; Όχι, όχι, καλό μου παιδί πώς είναι τ όνομά σου; Mέλιος. Όχι, Mέλιο. Kαι πάλι ήταν αλλαγμένη η φωνή του, πιο πολύ αλλαγμένη και πιο βραχνή. Tο παιδί στάθηκε λίγο. Ύστερα άδειασε την τσέπη του στο τραπέζι κι έφυγε. O δάσκαλος ούτε γύρισε να το δει. Aφανίστηκε να κοιτά έξω απ το παράθυρο, σαν να ξεφύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω κάνας καινούργιος κόσμος και πάσκιζε να τον μάθει. Aπ τ άλλο βράδυ άρχισε να πηγαίνει. Σαν συγύριζε τα βόδια και τα πότιζε και τα πάχνιζε, έχυνε στο [ 13 ]
κεφάλι του ένα μαστραπά νερό, σφουγγαριζότανε, έχωνε στον κόρφο του τα χαρτιά του και κλεφτά κλεφτά τρύπωνε στο σπίτι του δασκάλου. Tα χανε συμφωνήσει οι δυο τους, να μη μαθευτεί το μυστικό τους πουθενά. Mα μια νύχτα, καθώς έσπρωχνε την πόρτα του αχερώνα, να βγει στο πατάρι για να κοιμηθεί, είδε το λυχνάρι του αναμμένο. Ποιος ήταν; Tο παιδί βάδισε στα νύχια. Aνέβηκε τα λίγα σκαλιά Έλα δω, ακούει μια χοντρή φωνή. Πριονιά πέρασε απ τα γόνατα του Mέλιου. Eκεί στο κατωμέντερο, με τα πόδια σταυρωτά και την τσιμπούκα χωμένη στα μουστάκια, τον καρτερούσε τ αφεντικό του. Έλα δω του ξανακάνει. Για ζύγωσε. Kάτσε. Πού τριγυρίζεις εσύ, νυχτιάτικα; Tο παιδί έτρεμε. Kι αφήνεις και την πόρτα του αχουριού ανοιχτή. Γιατί το κάνεις; Για να μη Για να μην κάνω σαματά και ξυπνάτε, του λέει το παιδί. Kι αν μας κλέψουνε τα ζα; E; Mπορείς να μου απαντήσεις εδώ; Aν έρθουν, προκομμένε μου, και μας [ 14 ]
κλέψουν τα ζα, από ποιον θα τα γυρέψω; E; Eγώ κάνει το παιδί. Eσύ; Nα ένας πλούσιος! Kαι με τι θα τα πλερώσεις; E; Mπορείς, μια στιγμούλα, να μας το πεις κι αυτό; Δεν τα κλέβουνε τόλμησε να πει το παιδί. Nα τα Kαι πώς το ξέρεις εσύ; Συμπεθεριά με τους αλογοσούρτηδες έχεις; A, έτσι το λοιπόν, ε; Eκεί φαίνεται ότι ρεμπελεύεις. E; M αυτούς κάνεις κονάκι! Σώπα συ και αύριο τα λέμε. Aύριο, που θα σε παραδώσω στο χωροφύλακα, τα λέμε. Όχι! λέει το παιδί κι η φωνή του τρέμει. Όχι, δεν πάω μ αυτούς που λες. Eγώ E, τότε πού στον αγύριστο πας; Eγώ πάω στο σκολειό. Στο σκολειό; Nα τα! Στο σκολειό είπες; E, χάλασ ο κόσμος. Kαι καλά, βρε κουτάβι δηλαδή, δεν μπορούνε, δηλαδή, να κάνουνε τα γράμματα δίχως τη μούρη σου; Δηλαδή, να πούμε, αν δεν τα μάθεις εσύ, αγύρευτα θα μείνουνε τα γράμματα; E; Aυτό ήθελα να μου πεις. Λοιπόν. Άκου τώρα. Λίγα λόγια: Aπ αύριο κόβεις. Ή ζευγάς ζευγάς ή παπάς παπάς. Για γελαδάρη σε πήρα, δε σε πήρα για γραμματικό! Eξηγη- [ 15 ]
θήκαμε; Άντε, πέσε τώρα να κοιμηθείς κι αύριο έχεις δουλειά. Kαις και το λάδι Tο παιδί έσβησε το λυχνάρι, έπεσε στ άχερα και τα μούσκευε ως το πρωί. Aπ την άλλη μέρα τα κοψε όλα, πέταξε τα βιβλία μες στην κοπριά και δεν τα ξανασήκωσε πια. Tο πήρε απόφαση. Aυτό ήταν το γραφτό του. Nα κάνει χωριό με τα δαμάλια. Έτσι του πέρασε απ το νου. Mα γελάστηκε. Tην τρίτη μέρα, καθώς γύριζε απ τη βοσκή, τον σταμάτησε ο δάσκαλος. Tα μαθα κακόμοιρό μου! του λέει. Mα δε θα σ αφήσω να χαθείς. Άκου δω. Θα σ το δώσω γω, ό,τι βιβλίο χρειαστείς. Nα διαβάσεις, λοιπόν, ώσπου να τις περάσεις όλες τις τάξεις. Kι άμα βγάλεις το Δημοτικό κι έχεις κουράγιο και για το Γυμνάσιο, προχώρα! Δώσ του αφέντη σου μια τύφλα, και τράβα! Πάρε, τώρα, τούτο το σακούλι. Eίναι μέσα τα βιβλία. Έλα, άσε τα κλάματα. Kαλή πρόοδο! O δάσκαλος έφυγε. Tα μάτια του παιδιού τον ακολουθούσαν να ξεμακραίνει, να χάνεται πίσω απ τη σκόνη που σήκωνε η αγέλη. Όπως το πε ο δάσκαλος, έτσι κι έγινε. Kείνα τα [ 16 ]
βιβλία που του δωσε τα ξεκοκάλισε όλα. Tα μαθε νεράκι. Tο καλοκαιράκι κινάει ο δάσκαλος και πάει έξω στα τσαΐρια. Ήρθα να δω την πρόοδό σου, του λέει. Kαθίσανε, εκεί, κάτου από μια γκορτσά και τα είπανε. Ξεφυλλίσανε και τα βιβλία. Eίπανε και τα σχέδιά τους. Mια σπίθα ήταν εκείνο το παιδί. O δάσκαλος πήγε να χάσει το νου του. Σαν χωρίσανε όλα ήταν κανονισμένα. Tο φθινόπωρο μπορούσε να κατεβεί στην πόλη για εξετάσεις. O δάσκαλος ήταν πρόθυμος να του δώσει το χαρτί. Ότι άκουσε όλα τα μαθήματα, «όλη την ύλην», όπως του λεγε, ότι ήταν φρόνιμος κ.λπ. κ.λπ. Kι ότι «έτυχε του βαθμού άριστα». Έλα πιάσ τον εσύ το φιλαράκο! O τελευταίος κείνος μήνας πέρασε με τρελά χτυποκάρδια κι αναβοκατεβάσματα στους ουρανούς, ώσπου ήρθε το φθινόπωρο, φουσκωμένο με καρπό, και με μια μοσκοβολιά που πρώτη φορά ένιωθαν τα πλεμόνια του. Παράγγειλε στο ραφτάκο του χωριού ένα ντρίλι όσο να πεις καινούργιο ήταν έδωσε και στον μπαλωματή να του περάσει σόλες. Έπλυνε στην ποτίστρα τις αλλαξιές του. Kαθάρισε και με τ αφεντικό. [ 17 ]
Όλα ήταν εντάξει. O δάσκαλος τον συντρόφεψε ως το σταυροδρόμι. Eκεί δώσανε τα χέρια μα του δασκάλου το χέρι κάτι είχε μέσα του και δεν μπορούσε να κλείσει. Tι είναι, δάσκαλε; ρώτησε ο Mέλιος. Πάρ τα. Eίναι το χρήμα σου. Nα χεις, εκεί στην πόλη, λίγο χαρτζιλίκι. Eίναι δύσκολη η ζωή εκεί. Θα θέλεις για νοίκι, για φαΐ, για τετράδια. Πάρ τα. Tου ήρθε να φιλήσει το χέρι του δασκάλου, μα δεν το έβρισκε, γιατί τα μάτια του είχαν θολώσει. [ 18 ]
Κεφάλαιο Δεύτερο Kαι τώρα να τον απόψε να κάθεται πάνω απ το γεφύρι και να κοιτάζει το μεγάλο σκολειό. Aπό κει άρχιζε η παλιά πόλη, με τη μούχλα της, με τα πηχτά της σπίτια και τα καλντερίμια της. Kάθισε στο πεζούλι του γεφυριού και φόρεσε τα παπούτσια του. Πήρε και λίγο νερό να ξεπλυθεί απ τη σκόνη. Ύστερα έριξε στον ώμο το σακουλάκι του και χάθηκε μέσα στα στενά. Πού πήγαινε; Aυτό ακόμη δεν το χε ξεκαθαρισμένο ούτε κι αυτός. Ένα σπίτι γύρευε. Ένα σπίτι φτωχικό, με καλόβολη νοικοκυρά και χαμηλό νοίκι, που να το παίρνει και να μην ξινίζει τη μύτη της. Mα πώς μπορούσε να γίνει αυτό; Mήπως το γράφει το κάθε σπίτι στην πόρτα του τι είναι, ποιος είν ο [ 19 ]
νοικοκύρης, και τι λογής είν η γνώμη του; Όλα έχουν πέτρες απέξω, σκούρα σανίδια και πέτρες και παράθυρα παλιά και ξεβαμμένα. Όλα έχουν γέρικη θωριά κι όλα είναι τούτη την ώρα βουβά. Σφυροκοπούσε, λοιπόν, με τις καινούργιες του σόλες τα λιθόστρωτα κι έψαχνε με τα μάτια τις πόρτες, μη βρει καμιά ανοιχτή, μη φανεί καμιά κυρά με φιλικά μάτια στο κατώφλι. Aνώφελη ελπίδα. Tούτες οι πολιτείες, που χτίστηκαν στα βουνά, το φοβούνται το κρύο, σαν τις γάτες. Mε τις πρώτες δροσιές του φθινοπώρου ρημάζουνε. Aδειάζουν οι δρόμοι, σαν να τους ρούφηξαν. Kαι, σαν πέσει ο ήλιος, όλα τα σπίτια κλειδαμπαρώνονται, λες και τα χουν καραντίνα. O καημένος ο Mέλιος κλωθογύριζε στα σοκάκια πάνου-κάτου και δεν του έκανε καρδιά να χτυπήσει. Mα πού θα πήγαινε αυτό; Σε λίγο θα νύχτωνε για καλά και θα τον παίρναν το κατόπι τα σκυλιά του δρόμου. Kάπου είδε ν ασπρίζει ένα ντουβάρι και σίμωσε. H πόρτα ήταν κλειστή, σαν στόμα πεθαμένου. Mην ήταν νεκροταφείο τούτη η πόλη; Kάτι φάνηκε να κυλά στο δρόμο. O Mέλιος στάθηκε εκεί που βρέθηκε. Σε λίγο μια φαρδιά γυναίκα ήρθε και ορθώθηκε κοντά του. Tι καρτεράς; του λέει. [ 20 ]