Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας

Σχετικά έγγραφα
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

IV. ΜΟΝΤΕΛΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Ενότητα 3 η : Τι είναι το Σύνταγμα Έννοια, διακρίσεις και λειτουργίες

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

Διακρίσεις ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΟΛΥΞΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 3: Δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία τους για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Αναλυτικό διάγραμμα του μαθήματος της Δευτέρας 5/10/2015

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Βαρβάρα Μπουκουβάλα Δ.Ν.-Πρωτοδίκης ΔΔ

Συνταγματικό Δίκαιο (Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας) LAW 102

Το αντικείμενο του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

Τµήµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέας ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Αθήνα, ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1991 ΚΑΙ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Ενότητα 5 η : Δημοκρατία Αρχή της λαϊκής κυριαρχίας

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Νομιμοποίηση και ενστάσεις

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Β. Μπουκουβάλα Πρωτοδίκης Δ.Δ-Διδάκτωρ Νομικής

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΕΤΟΥΣ 1987)

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΘΕΜΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Πρόλογος. Συντομογραφίες.. Γενική Εισαγωγή. 1

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 2 ο μέρος Αποκεντρωτικό σύστημα. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Συνταγματικό Δίκαιο. μεταβολές του Συντάγματος Λίνα Παπαδοπούλου. Ενότητα 9: Άτυπες τροποποιήσεις και άδηλες

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Γεράσιμος Θεοδόσης «Συνταγματική Αναθεώρηση και Συνταγματικό Δικαστήριο»

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

Μεταπτυχιακή Εργασία. Καρκούλας Παναγιώτης. Λογική μέθοδος ερμηνείας

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Σταδιοδροµία

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ.. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Γενικές παρατηρήσεις 1 2. Μέθοδος της έρευνας Διάρθρωση της ύλης.. 4

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Τα νομικά πρόσωπα και οι κανόνες γνώσης - Μια πρόκληση για τη νομική σκέψη και πράξη

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. «Κεντρική Επιτροπή Κωδικοποίησης» Άρθρο 1. Σύσταση και συγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής Κωδικοποίησης (Κ.Ε.Κ.)

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

Λίνα Παπαδοπούλου. Μοντέλα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων - Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος

Ενότητα 4 η : Συνταγματικές Διατάξεις & Κανόνες Θεμελιώδεις Συνταγματικές Αρχές Τα Όργανα του Κράτους

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ Βαρβάρα Μπουκουβάλα (Υπότροφος του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Ωνάσης, τιμητικά υπότροφος του Ι.Κ.Υ) Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας Διατριβή επί διδακτορία Τριμελής Συμβουλευτική Επιτροπή Επιβλέπων Καθηγητής: Αντώνης Μανιτάκης, Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ Μέλη της Επιτροπής: Κώστας Χρυσόγονος, Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ Σαράντης Ορφανουδάκης, Αν.Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ Θεσσαλονίκη 2012

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ Βαρβάρα Μπουκουβάλα (Υπότροφος του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Ωνάσης, τιμητικά υπότροφος του Ι.Κ.Υ) Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας Διατριβή επί διδακτορία Εξεταστική Επιτροπή: Καθηγητής Αντώνης Μανιτάκης, Επιβλέπων Καθηγητής Κώστας Χρυσόγονος, Μέλος Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Αναπλ.Καθηγητής Σαράντης Ορφανουδάκης, Μέλος Τριμ. Συμβουλευτικής Επιτροπής Ομότιμος Καθηγητής Πέτρος Παραράς, Εξεταστής Επικ.Καθηγήτρια Ιφιγένεια Καμτσίδου, Εξετάστρια Επικ.Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας, Εξεταστής Επικ.Καθηγητής Γεώργιος Γεραπετρίτης, Εξεταστής Θεσσαλονίκη 2012

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ 10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 21 Η ΣΥΜΦΩΝΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ. 21 1.1 Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων και η εξάρτησή της από τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. 21 1.1.1 Ζητήματα ορολογίας: Η εννοιολογική οριοθέτηση της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων. 21 1.1.2 Τα σημεία σύνδεσης της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων με το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. 26 1.2 Τα βασικά γνωρίσματα των συστημάτων του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. 29 1.2.1 Η διμερής διάκριση των συστημάτων του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. 29 1.2.2 Τα χαρακτηριστικά του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στην Ελλάδα. 36 1.2.2.α Ο κατασταλτικός χαρακτήρας του ελέγχου. 37 1.2.2.β Ο διάχυτος χαρακτήρας του ελέγχου. 40 1.2.2.γ Ο παρεμπίπτων χαρακτήρας του ελέγχου. 47 1.2.2.δ Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας του ελέγχου. 60 1.2.2.ε Ο ουσιαστικός χαρακτήρας του ελέγχου. 69 1.2.2.στ Ο δηλωτικός χαρακτήρας του ελέγχου. 74 1.2.2.ζ Ο υποχρεωτικός και αυτεπάγγελτος χαρακτήρας του ελέγχου της συνταγματικότητας. 79 1.2.3 Η αναθεώρηση του 2001 και η υποχρέωση παραπομπής του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας από τα Τμήματα των ανωτάτων δικαστηρίων στις ολομέλειες. 94 1.2.4 Η άσκηση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. 98 1.2.5 Ο συγκεντρωτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. 110 1.2.5.α Η έννοια του Συνταγματικού Δικαστηρίου 110 1.2.5.β Ο κύριος και αφηρημένος χαρακτήρας του ελέγχου. 112 1.2.5.γ Ο αποφασιστικός χαρακτήρας του ελέγχου 116 1.2.5.δ Ο συγκεκριμένος έλεγχος της συνταγματικότητας στο σύστημα του συγκεντρωτικού ελέγχου. 118 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ 123 Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 123 2.1 Η ερμηνεία ως προαπαιτούμενο της εφαρμογής του νόμου από το δικαστή. 123 2.1.1 Η μετάβαση του δικαστή από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, από το νόμο στη δικαστική απόφαση, με εργαλείο την ερμηνεία. 123 2.1.2 Το δόγμα «interpretatio cessat in claris» και οι σχετικές αμφιλογίες. 125 2.1.3 Σε τι έγκειται το διάβημα της ερμηνείας; 129 2.1.4 Η διαδικασία της ερμηνείας και το διακύβευμά της. 130 1

2.2 Η ερμηνεία κατά την άσκηση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στο πλαίσιο των δύο συστημάτων ελέγχου της συνταγματικότητας. 139 2.2.1 Η διπλή ερμηνευτική λειτουργία του δικαστή της συνταγματικότητας: ερμηνεία του Συντάγματος και του νόμου. 139 2.2.2 Οι διαφορές μεταξύ του δικανικού συλλογισμού του κοινού δικαστή και του δικανικού συλλογισμού του δικαστή της συνταγματικότητας. 141 2.2.3 Η σημασία των πραγματικών περιστατικών και ο συγκεκριμένος χαρακτήρας της ερμηνείας κατά την άσκηση του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων στο πλαίσιο των δύο συστημάτων ελέγχου. 143 2.2.4 Η συγκεκριμένη φορά της ερμηνείας του δικαστικού ελέγχου στο παράδειγμα της Γαλλίας. 149 2.2.5 Από την ερμηνεία στη συγκεκριμενοποίηση του ελέγχου και στην έκδοση αποφάσεων σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας. 154 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ 159 Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΥ ΔΙΑΒΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ «ΚΑΝΟΝΑΣ ΔΙΑΤΑΞΗ». 159 3.1 Η διάκριση «κανόνας διάταξη» και η συσχέτισή της με το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. 159 3.1.1 Η διάκριση μεταξύ της νομοθετικής διάταξης και του κανόνα. 159 3.1.2 Η διάταξη και η «διάπλαση» του κανόνα. Μία πολύπλευρη σχέση. 164 3.1.3 Η διάταξη, ο κανόνας και η άσκηση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας. 167 3.1.4 Η θέση του κανόνα στην απόφαση της συνταγματικότητας. 169 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 181 ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ: ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ; 181 4.1 Τα συνταγματικά και δικανικά όρια της σύμφωνης με το σύνταγμα ερμηνείας των νόμων. 181 4.1.1. Η ουσιαστική σημασία του Συντάγματος στην έννομη τάξη και η εισβολή του συνταγματικού επιχειρήματος στο δικανικό συλλογισμό. 181 4.1.2 Τα όρια της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας κατά την κρατούσα θεωρία: Η υπεροχή του γραμματικού κριτηρίου ερμηνείας; 186 4.1.3 Η αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας της γραμματικής ερμηνείας στην ερμηνεία του δικαίου. 189 4.1.4 Τα μεθοδολογικά όρια και οι εγγενείς περιορισμοί της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων. 194 4.2 Η νομική φύση της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων. 202 4.2.1 Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ως κριτήριο ορθότητας που κατευθύνει τον ερμηνευτή να επιλέξει μεταξύ εναλλακτικών ερμηνευτικών εκδοχών. 202 4.2.2 Το διπολικό σχήμα των ερμηνευτικών εκδοχών: αντισυνταγματικότητα συνταγματικότητα και ο σκοπός της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας. 207 4.2.3 Η σύμφωνη με το σύνταγμα ερμηνεία ως συστηματική μέθοδος ερμηνείας του δικαίου. 210 4.2.4 Η σύμφωνη με το σύνταγμα ερμηνεία και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. 213 2

4.2.5 Η τεκμηρίωση της νομικής φύσης της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων μέσα από τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. 219 4.2.5.α Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ως κριτήριο ορθότητας στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. 220 Ι. Υποκειμενική τελολογική ερμηνεία και εσωτερική συστηματική ερμηνεία κατά γραμματικής ερμηνείας: η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ως κριτήριο ορθότητας της ερμηνευτικής επιλογής. 220 ΙΙ. Γραμματική ερμηνεία κατά γραμματικής ερμηνείας: η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ως κριτήριο επιλογής μεταξύ ισοδύναμων ερμηνευτικών εκδοχών που προκύπτουν από την εφαρμογή της ίδιας μεθόδου ερμηνείας. 224 ΙΙΙ. Συστηματική ερμηνεία κατά γραμματικής ερμηνείας: η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ως κριτήριο ορθότητας μεταξύ ερμηνευτικών εκδοχών που προκύπτουν από την εφαρμογή αντίθετων ερμηνευτικών επιχειρημάτων. 227 4.2.5.β Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ως συστηματική μέθοδος ερμηνείας. 235 Ι. Η υπόρρητη αντικειμενική τελολογική ερμηνεία του νόμου κατά γραμματικής ερμηνείας: η ανάδειξη του ρυθμιστικού κανόνα που πραγματώνει το σκοπό της διάταξης μέσα από τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία. 235 ΙΙ. Η υποκειμενική τελολογική ερμηνεία του νόμου κατά γραμματικής ερμηνείας: η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ως συστηματική μέθοδος ερμηνείας που περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της διάταξης. 238 ΙΙΙ. Η ιστορική και τελολογική ερμηνεία κατά γραμματικής ερμηνείας: Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ως συστηματική μέθοδος ερμηνείας που εμπλουτίζει το κανονιστικό περιεχόμενο του νόμου. 240 ΙV. Εσωτερική συστηματική ερμηνεία κατά γραμματικής ερμηνείας: Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ως συστηματική μέθοδος ερμηνείας που διερύνει το κανονιστικό περιεχόμενο του νόμου. 243 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ 247 Η ΣΥΜΦΩΝΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ. 247 5.1. H προσαρμοσμένη στο Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου 247 5.1.1 Η νομολογιακή εκφορά της προσαρμοσμένης στο Σύνταγμα ερμηνείας του νόμου. 247 5.1.2 Η προσαρμοσμένη στο Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου και ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. 257 5.1.3 Η προσαρμοσμένη στο Σύνταγμα ερμηνεία ως νέος τύπος απόφασης του ελέγχου της συνταγματικότητας. 259 5.2 Οι λόγοι προσφυγής του δικαστή στην προσαρμοσμένη στο Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου.264 5.2.1 Η προσαρμοσμένη στο Σύνταγμα ερμηνεία του δικαστή ως αντίδοτο στην αδυναμία ελέγχου της νομοθετικής παράλειψης. 264 5.2.1.α Ο έλεγχος της αντισυνταγματικότητας της νομοθετικής παράλειψης στην Ευρώπη. 264 5.2.1.β Η αντισυνταγματική παράλειψη και η προσαρμοσμένη στο Σύνταγμα ερμηνεία. 268 5.2.2 Η προσαρμοσμένη στο Σύνταγμα ερμηνεία και η υπέρβαση των δικονομικών ορίων του ελέγχου συνταγματικότητας. 272 5.2.3 Η προσαρμοσμένη στο Σύνταγμα ερμηνεία και η αδυναμία άσκησης του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. 276 5.3 Μερική αντισυνταγματικότητα και σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία. 281 5.3.1 Η μερική αντισυνταγματικότητα ως έννοια του συγκεντρωτικού τύπου ελέγχου συνταγματικότητας. 281 5.3.2 Η μερική ποσοτική αντισυνταγματικότητα. 286 5.3.3 Η μερική ποιοτική αντισυνταγματικότητα. 294 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ 308 Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΤΗ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ ΤΡΙΤΕΝΕΡΓΕΙΑΣ. 308 6.1 Σύμφωνη με το σύνταγμα ερμηνεία και ερμηνευτική αναγωγή στο Σύνταγμα. 308 6.2 Η θεωρία της τριτενέργειας και η σχέση της με τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία. 314 6.2.1 Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και η συνταγματική αναγνώριση της τριτενέργειας των συνταγματικών δικαιωμάτων. 314 6.2.2 Η τριτενέργεια ως θεωρία στο σύστημα των θεμελιωδών δικαιωμάτων. 317 6.2.3 Η μεθοδολογική όψη της τριτενέργειας και η οριοθέτησή της από τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία. 325 6.2.3.α Η θεωρητική εκδοχή της άμεσης τριτενέργειας. 325 6.2.3.β Η θεωρητική εκδοχή της έμμεσης τριτενέργειας και η διάκρισή της από τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία. 333 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ 336 ΤΑ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ 336 7.1 Το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων ως κανονιστικό θεμέλιο της σύμφωνης με το σύνταγμα ερμηνείας. 336 7.1.1 Η αρχική σημασία του τεκμηρίου της συνταγματικότητας των νόμων. 336 7.1.2 Το τεκμήριο της συνταγματικότητας στην ελληνική συνταγματική θεωρία. 340 7.1.3 Η πρόσληψη του τεκμηρίου συνταγματικότητας των νόμων ως διαδικαστικού και ουσιαστικού κανόνα που θεμελιώνει τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων. 344 7.1.4 Ο έλεγχος της συνταγματικότητας ως έλεγχος μη αντίθεσης του νόμου με το Σύνταγμα και η συμβολή της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας στην αποκατάσταση της συμφωνίας του νόμου με το Σύνταγμα. 350 7.2 Η σημασία των συνταγματικών αρχών και της αρχής της ενότητας της έννομης τάξης για τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων. 357 7.2.1. Οι συνταγματικές αρχές ως έρεισμα του δικαστή για την προσφυγή του στη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων. 357 7.2.2 Η αρχή της ενότητας της έννομης τάξης ως νομιμοποιητικό έρεισμα της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων. 360 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ 363 ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ 363 8.1 Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ως μέσο διάσωσης της συνταγματικότητας των εξουσιοδοτικών νόμων 363 8.1.1 Ο θεσμός της νομοθετικής εξουσιοδότησης στην Ελλάδα. 363 8.1.2 Ο έλεγχος συνταγματικότητας της εξουσιοδοτικής διάταξης και η σύμφωνη με το σύνταγμα ερμηνεία. 367 8.2 Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία και η αποφυγή των νομικών κενών κατά τη δικαστική κρίση αντισυνταγματικότητας. 375 4

8.2.1 Η αντισυνταγματικότητα της διάταξης του νόμου και το επιγενόμενο νομικό κενό. 375 8.2.2 Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ως μέσο αποφυγής του νομικού κενού που δημιουργείται από την κρίση αντισυνταγματικότητας. 382 8.3 Η έννοια του ανίσχυρου του νόμου στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και η σύνδεσή του με τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία. 387 8.3.1 Οι πρόσφατες αποφάσεις των συνταγματικών δικαστηρίων επί της αντισυνταγματικότητας του νόμου. 387 8.3.2 Η έννοια της ισχύος και του ανίσχυρου σύμφωνα με την καθαρή θεωρία του δικαίου. 393 8.4. Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ως τρόπος ενίσχυσης της κανονιστικής εμβέλειας των κοινωνικών δικαιωμάτων. 401 8.4.1 Το άλυτο ζήτημα της κανονιστικής δεσμευτικότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων. 401 8.4.2 Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία και η επέκταση της κανονιστικής δύναμης των κοινωνικών δικαιωμάτων. 413 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 419 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 428 ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: 459 5

6

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ: Α.Ε.Δ=Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο Aρμ= Αρμενόπουλος Δ= Δίκη ΔιΔικ= Διοικητική Δίκη ΔτΑ= Δικαιώματα του Ανθρώπου Ε.Δ.Δ.Δ= Επιθεώρηση Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου ΕΔΔηΛΥ=Επιθεώρηση Δικαίου Δημοσίων Λειτουργών & Υπαλλήλων Ε.Δ.Κ.Α= Επιθεώρηση Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλισης Ε.Ε.Ν= Εφημερίς Ελλήνων Νομικών ΕλλΔνη= Ελληνική Δικαιοσύνη ΕφαρμΔΔ= Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου ΕφημΔΔ= Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου ΝοΒ= Νομικό Βήμα Σ.Δ=Συνταγματικό Δικαστήριο ΣτΕ=Συμβούλιο της Επικρατείας ΤοΣ= Το Σύνταγμα A.I.J.C= Annuaire International de Justice Constitutionnelle A.J.D.A= Actualité Juridique du Droit Administratif AöR= Archiv des öffentlichen Rechts D= Dalloz EuGRZ= Europäische Grundrechte Zeitschrift Foro it= Foro Italiano Giur.cost= Giurisprudenza Costituzionale Jus = Juristische Schulung R.D.P= Revue du Droit Public R.F.D.A= Revue Française de Droit Administratif R.F.D.C= Revue Française de Droit Constitutionnel R.I.D.C= Revue Internationale de Droit Comparé Riv. Trim.dir.proc.civ = Rivista Trimestrale dι Diritto e Procedura Civile Riv.dir.proc = Rivista di Diritto Processuale 7

T.D.P= Tribune du Droit Public W.E.P= West European Politics 8

9

Εισαγωγικά προλεγόμενα Η ελληνική νομική θεωρία ασχολείται, όλο και πιο συχνά, τις τελευταίες δεκαετίες, αφενός μεν με τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο άσκησης του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στη χώρα μας, αφετέρου δε με τα προβλήματα ερμηνείας του Συντάγματος, του νόμου και τον εν γένει ερμηνευτικό ρόλο του δικαστή, κατά την εφαρμογή του δικαίου. Η εντεινόμενη ενασχόληση της θεωρίας με τα ζητήματα που προκύπτουν από την άσκηση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και την ερμηνεία του εφαρμοστέου δικαίου, αποτελεί συνέπεια της εν τοις πράγμασι εξέλιξης και ανάπτυξης, τόσο του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας, όσο και του ερμηνευτικού ρόλου του δικαστή. Πράγματι, ο δικαστής στις απαρχές της άσκησης του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων ασκούσε ένα περιορισμένο έλεγχο και ήταν εξαιρετικά φειδωλός στο να κρίνει αντισυνταγματικές τις εφαρμοστέες διατάξεις των νόμων. Καταρχήν, έλεγχε μόνο την πρόδηλη ή εμφανή αντισυνταγματικότητα, ως τέτοια νοούμενη εκείνη την περίοδοαυτή που προέκυπτε από τη σαφή αντίθεση του γράμματος του νόμου με το γραμματικό νόημα των συνταγματικών διατάξεων. Σ αυτή την πρώτη περίοδο του ελέγχου, η αρχή της ισότητας, που σήμερα καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των αποφάσεων που ασχολούνται με ζητήματα συνταγματικότητας, εκλαμβάνεται από τη θεωρία και τη νομολογία ως προγραμματικήκατευθυντήρια διάταξη, η οποία στερούμενη κανονιστικού περιεχομένου δε μπορεί να αποτελεί τον κανόνα ελέγχου για την άσκηση του έλεγχου της συνταγματικότητας. Επιπλέον, ο δικαστής καταφάσκει ευχερώς τη συνταγματικότητα των νομοθετικών διατάξεων, κρυμμένος πίσω από την έννοια του δημόσιου συμφέροντος, που δικαιολογεί την ενδεχόμενη 10

αντισυνταγματικότητα των νομοθετικών επιλογών. Τέλος, τα δικαστήρια διστάζουν να ελέγξουν και να κυρώσουν την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων που ψηφίζει ο κοινός νομοθέτης, καθώς ο τελευταίος διαθέτει, δυνάμει της δημοκρατικής αρχής, «διακριτική ευχέρεια» ή αλλιώς, ελευθερία νομοθέτησης, στη διαμόρφωση του περιεχομένου των νομοθετικών διατάξεων. Εξάλλου, ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, κατά την ίδια περίοδο, αμφισβητείται από μία μερίδα εκπροσώπων της συνταγματικής θεωρίας, διότι έρχεται σε σύγκρουση ή σε αντίθεση με τη δημοκρατική αρχή, εφόσον ο νόμος, το προϊόν της θέλησης των αντιπροσώπων του λαού, ελέγχεται από τον πολιτικά ανεύθυνο δικαστή, από ένα όργανο διορισμένο, που στερείται οιασδήποτε δημοκρατικής νομιμοποίησης. Η συνταγματική θεωρία της ίδιας περιόδου πρεσβεύει ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών εδραιώνει την πρωτοκαθεδρία της νομοθετικής έναντι της δικαστικής εξουσίας και επιτάσσει στο δικαστή να έχει ένα περιορισμένο ρόλο στην πολιτεία. Το ρόλο του bouche de la loi, που ονειρεύτηκε ο Montesquieu, του οποίου η σκέψη επηρέασε τη γαλλική αλλά και γενικότερα την ευρωπαϊκή θεωρία, σύμφωνα με τον οποίο η αρχή της διάκρισης των εξουσιών αποτελεί ένα μέσο προστασίας του νομοθέτη έναντι του δικαστή. Τέλος, το Σύνταγμα, κατά την ίδια περίοδο και υπό την επιρροή των αντιλήψεων του Kelsen, αντιμετωπίζεται σαν ένα σύνολο διαδικαστικών κανόνων, που ρυθμίζουν κατά βάση τη συγκρότηση και τον τρόπο άσκησης της κρατικής εξουσίας, ενώ, ο δικαστής δεν ανάγεται και δεν αναφέρεται σ αυτό παρά μόνο για να ελέγξει την τυπική αντι-συνταγματικότητα των νόμων. Κυρίαρχη είναι η θεωρία του τυπικού κράτους δικαίου, εξαίρεται η ιεραρχική υπεροχή του Συντάγματος, που θεωρείται ο θεμελιώδης νόμος του κράτους, διότι διαθέτει αυξημένη 11

τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων. Στο δικαστή ανατίθεται απλώς το καθήκον να ελέγχει την ισχύ του νόμου, με σκοπό τη διασφάλιση της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου, της ιεραρχίας ανάμεσα στο νόμο και το Σύνταγμα. Ταυτόχρονα, ο ερμηνευτικός ρόλος του δικαστή είναι περιορισμένος. Ο δικαστής είναι προσκολλημένος στο άρμα της γραμματικής ερμηνείας, προσπαθεί να αναδιατυπώσει μέσα από την ερμηνεία του, το γράμμα του νόμου, αρνούμενος να δώσει μία δημιουργική πνοή στο ερμηνευτικό έργο του. Εντούτοις, με την πάροδο των ετών ο νομικός πολιτισμός αναπτύσσεται. Καινούργιες ιδέες συνταράσσουν την ευρωπαϊκή και παγκόσμια συνταγματική σκέψη. Το τυπικό κράτος δικαίου εξελίσσεται σε ουσιαστικό κράτος δικαίου, το οποίο απαιτεί η νομοθετική εξουσία να ασκείται όχι μόνο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και των κανόνων της διαδικασίας που ορίζει το Σύνταγμα, αλλά σύμφωνα με τους θεμελιώδεις ουσιαστικούς κανόνες που κατοχυρώνονται στον καταστατικό χάρτη, δηλαδή, σεβόμενη τα συνταγματικά δικαιώματα. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων δεν περιορίζεται πλέον σε έναν έλεγχο τήρησης των διαδικαστικών διατάξεων του Συντάγματος, αλλά συμπληρώνεται από έναν έλεγχο ουσιαστικό, έναν έλεγχο μη αντίθεσης του περιεχομένου του νόμου με το ουσιαστικό περιεχόμενο των συνταγματικών διατάξεων. Σκοπός δε του ελέγχου δεν είναι κυρίως η διαφύλαξη της κανονιστικής ιεραρχίας, αλλά η πιστοποίηση της συνοχής του δικαίου γύρω από το συνταγματικό κανόνα. Η δημοκρατική αρχή, υπό τη μορφή λειτουργίας της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπου η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ταυτίζεται με την κυβέρνηση, η οποία ασκεί μία πανοπτική εξουσία, αναζητά νέες μορφές ελέγχου της εξουσίας και απαιτεί τη θέσπιση θεσμικών αντιβάρων, με σκοπό την προστασία της μειοψηφίας και των δικαιωμάτων των πολιτών. H ίδια η έννοια της δημοκρατίας 12

αρχίζει να συνδέεται και να εμπεριέχει την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη και το δημοκρατικό κράτος μεταλλάσσεται σε δημοκρατικό κράτος δικαίου. Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών εμπλουτίζεται με νέο περιεχόμενο. Δεν αποτυπώνει μόνο τη διάκριση της ενιαίας κρατικής εξουσίας σε τρεις ειδικότερες λειτουργίες, αλλά την αρχική και καθολική διάκριση της συντακτικής από τις συντεταγμένες εξουσίες. Η νομοθετική λειτουργία αποτελεί άσκηση συντεταγμένης κρατικής εξουσίας, ασκείται δηλαδή υπό τους όρους και το πλαίσιο που έχει θέσει η κυρίαρχη εκδήλωση της συντακτικής εξουσίας, μέσα στο Σύνταγμα. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων θεμελιώνεται πλέον σ αυτή τη θεμελιώδη διάκριση και δεν εκλαμβάνεται ως αντίθετος στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, αλλά απεναντίας σαν να επιτάσσεται από αυτή, διότι αποτελεί θεσμικό αντίβαρο και απαραίτητο εργαλείο εξισορρόπησης στην άσκηση της κρατικής εξουσίας. Παράλληλα, εμφανίζονται νέες απόψεις στη συνταγματική θεωρία για την έννοια και τη λειτουργία του Συντάγματος. Το Σύνταγμα δεν γίνεται αντιληπτό πλέον μόνο ως ένα κείμενο που τυποποιεί αρμοδιότητες και διαδικασίες, αλλά ως θεμελιώδης νόμος που εμπεριέχει τις θεμελιωδέστερες αξιολογήσεις της έννομης τάξης, τις υπέρτερες αρχές και αξίες του νομικού συστήματος. Η υπεροχή του Συντάγματος δεν είναι μόνο συνέπεια μίας τυπικής λογικής, που βασίζεται στην αρχή της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου, αλλά θεμελιώνεται στην ουσιαστική υπεροχή που απολαμβάνουν οι συνταγματικές διατάξεις. Ουσιαστική υπεροχή που βασίζεται στο γεγονός ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει τις θεμελιώδεις αξίες της έννομης τάξης. Επιπλέον, ενισχύεται ο ερμηνευτικός ρόλος του δικαστή. Κατά τη διάρκεια του 19 ου αιώνα ο δικαστής περιοριζόταν μέσα από την ερμηνεία του να αναπαραγάγει τη θέληση του νομοθέτη, όπως αποτυπωνόταν στη γραμματική ερμηνεία της 13

διάταξης, καθώς ο τελευταίος θεωρούταν ότι αποτελούσε τον μοναδικό προστάτη και εγγυητή των συνταγματικών δικαιωμάτων. Η εμπειρία του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού οδήγησε στην ενδυνάμωση της εξουσίας της δικαστικής λειτουργίας με σκοπό την προστασία των ατόμων από τις καταχρήσεις του κοινοβουλίου. Ο δικαστής αποκτά θεσμική και ερμηνευτική ανεξαρτησία και απεγκλωβισμένος από τα κελεύσματα της γραμματικής ερμηνείας, προσφεύγει συχνότερα στη συστηματική και τελολογική ερμηνεία του νόμου. Για όλους αυτούς τους λόγους αλλάζει η θέση και ο ρόλος του δικαστή στη σύγχρονη έννομη τάξη. Ο δικαστής δεν είναι απλά το «στόμα που προφέρει το νόμο», δεν εξαντλεί την άσκηση της λειτουργίας του, σε μια μηχανική και τυπολατρική εφαρμογή του δικαίου, αλλά αποκτά δικαιοπλαστικό του δικαίου ρόλο, καθώς του ανατίθεται να ελέγξει τη μη αντίθεση του νόμου με το Σύνταγμα, να ερμηνεύσει ασαφείς, αντινομικές και ελλιπείς διατάξεις, να σταθμίσει συγκρουόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα και να ελέγξει την τήρηση από το νομοθέτη της αρχής της αναλογικότητας. Συνέπεια του καινούργιου ρόλου του δικαστή και των νέων λειτουργιών του Συντάγματος, είναι να αλλάξει και η σχέση του δικαστή με το Σύνταγμα. Το συνταγματικό επιχείρημα εισβάλλει στον δικανικό συλλογισμό, όχι μόνο ως κανόνας αναφοράς για την άσκηση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας, αλλά ως συνεφαρμοστέος ουσιαστικός κανόνας, από κοινού με τη νομοθετική διάταξη, για τη συγκρότηση της μείζονας πρότασης του συλλογισμού του δικαστή και τη διαμόρφωση του κανόνα που θα ρυθμίσει τη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο δικαστής στο νέο αυτό ρόλο που του ανατίθεται από την έννομη τάξη, ακονίζει τα μεθοδολογικά του εργαλεία, αναζητά νέες μεθόδους ερμηνείας και δικαστικές τεχνικές για να ανταπεξέλθει στα καινούργια καθήκοντά του. Μία από τις νέες αυτές μεθόδους ερμηνείας είναι και η σύμφωνη με το Σύνταγμα 14

ερμηνεία των νόμων. Ο δικαστής με τη μέθοδο αυτή ερμηνείας ανάγεται στο Σύνταγμα για να ερμηνεύσει τη διάταξη του νόμου. Αντιμετωπίζει το Σύνταγμα όχι ως κανόνα ελέγχου, που σκοπό έχει να κυρώσει την αντισυνταγματικότητα του νόμου, αλλά ως κανόνα ουσιαστικό, που μπορεί να τεθεί δίπλα και όχι μόνο πάνω από το νόμο, για να διαπλαστεί το νόημά του τελευταίου. Αυτή η μέθοδος ερμηνείας αποτελεί απόρροια της ανάπτυξης του ουσιαστικού δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, της νέας θέσης και λειτουργίας του Συντάγματος στην έννομη τάξη, καθώς και της ενδυνάμωσης της ερμηνευτικής λειτουργίας του δικαστή. Η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει ως κεντρική υπόθεση εργασίας της, μέσα από ένα συνεχή διάλογο με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας 1 και τη θεωρία, να εντοπίσει και να διευκρινίσει την εννοιολογική σημασία της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων στην ελληνική έννομη τάξη, να προσδιορίσει την ακριβή νομική της φύση ως μεθόδου ερμηνείας του δικαίου και να την διακρίνει από τις τεχνικές του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και άλλες μεθόδους ερμηνείας ή θεωρητικά σχήματα αναγωγής στο Σύνταγμα, που ομοιάζουν με αυτή. Η υπόθεση αυτή εργασίας παρουσιάζει μία εγγενή, πηγάζουσα από το ίδιο το αντικείμενό της, δυσκολία. Και τούτο, διότι αφενός μεν είναι μια υπόθεση ανεπεξέργαστη θεωρητικά στην ελληνική επιστήμη του συνταγματικού δικαίου, καθώς δεν έχει αποτελέσει μέχρι και σήμερα αντικείμενο μονογραφίας, αφετέρου δε συνεπάγεται μελέτη σε ανεξερεύνητα πεδία και, ως 1 Οι αναφορές της εργασίας αυτής περιορίστηκαν στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι το ευρύ φάσμα που καλύπτει η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων στη νομολογία των δικαστηρίων κάθε βαθμού και κάθε δικαιοδοσίας, καθιστούσε αδύνατη, τόσο την εξαντλητική έρευνα και μελέτη των αποφάσεων αυτών, όσο και την παράθεση τους στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής. Η επιλογή να μελετηθούν οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν αποτελεί μόνο συνέπεια των θεωρητικών και επαγγελματικών ενασχολήσεων της γράφουσας αλλά απορρέει κυρίως από το γεγονός ότι το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο συγκεντρώνει αξιόλογα δείγματα αποφάσεων συνταγματικής νομολογίας. 15

εκ τούτου, φέρει εξυπαρχής το βάρος της πρωτότυπης πρότασης. Η υπόθεση αυτή εργασίας καθίσταται σημαντική και κρίσιμη για τα επιστημονικά δεδομένα της ελληνικής συνταγματικής θεωρίας και για ένα ακόμη λόγο διότι στην Ελλάδα η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων συγχέεται ή και ταυτίζεται, από τη θεωρία και τη νομολογία, άλλοτε με την τεχνική της μερικής αντισυνταγματικότητας, που αποτελεί μία τεχνική της άσκησης του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, άλλοτε με την ερμηνευτική αναγωγή στο Σύνταγμα και την θεωρητική εκδοχή της τριτενέργειας. Επομένως, διακύβευμα της παρούσας μελέτης θα αποτελέσει η διάκριση της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων, αφενός μεν από την τεχνική της μερικής αντισυνταγματικότητας, αφετέρου δε από το θεωρητικό σχήμα της τριτενέργειας και τη μέθοδο της ερμηνευτικής αναγωγής στο Σύνταγμα. Χρήσιμα εργαλεία για την επίτευξη αυτών των στόχων στάθηκαν η επεξεργασία της έννοιας, κυρίως, από τη γαλλική, αλλά και την ιταλική θεωρία του δικαίου καθώς και η μελέτη της σχετικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η αλλοδαπή θεωρία, μέσω των πολύτιμων συγκριτικών παρατηρήσεων που προσέφερε, υπήρξε χρήσιμος οδηγός για να θεμελιωθούν οι κοινές, με τις αλλοδαπές έννομες τάξεις ή οι ιδιαίτερες θέσεις της ελληνικής έννομης τάξης, επί του αντικειμένου της διατριβής. Εξάλλου, η παρούσα διατριβή χρησιμοποίησε ως εμπειρικό υλικό τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, από τις οποίες εξήγαγε χρήσιμα συμπεράσματα για τη θεμελίωση των θεωρητικών θέσεων που κλήθηκε να υποστηρίξει. Για τη θεμελίωση των ως άνω λεπτών εννοιολογικών διακρίσεων και την αποσαφήνιση της νομικής φύσης και των ορίων των παραπάνω δικαστικών πρακτικών, απαραίτητη κρίθηκε στο πρώτο κεφάλαιο μία συνοπτική αναφορά στα 16

καίρια χαρακτηριστικά του συστήματος δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που ισχύει στη χώρα μας σε αντιπαράθεση με το σύστημα του συγκεντρωτικού ελέγχου που ακολουθείται στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Και τούτο, διότι η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία κινείται σαν αίλουρος μεταξύ της ερμηνευτικής διαδικασίας και του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων χωρίς να υπεισέρχεται στην άσκησή του, καθώς είναι μία λογική στιγμή πριν τον έλεγχο και προσπερνά μέσα από την ερμηνεία το στάδιο του ελέγχου. Η επιστημονική σημαντικότητα της διαπραγμάτευσης του ελληνικού δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από το παρόν πόνημα έγκειται, κυρίως, στο γεγονός ότι κάθε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα που αποδόθηκε στον έλεγχο, θεμελιώθηκε σε αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στη συνέχεια, στο δεύτερο κεφάλαιο, περιγράφεται η ερμηνευτική διαδικασία που ακολουθεί ο ερμηνευτής κατά την εφαρμογή των νόμων και κατά την άσκηση του ελέγχου της συνταγματικότητάς τους. Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία δεν είναι παρά μία μέθοδο ερμηνείας η οποία έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα ότι συνδέει ταυτόχρονα το ερμηνευτικό ζήτημα με ένα ενδεχόμενο πρόβλημα αντισυνταγματικότητας. Για το λόγο αυτό, το δεύτερο κεφάλαιο θα προσφέρει τις απαραίτητες βάσεις, ώστε, στη συνέχεια της μελέτης, η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων να βρει την ακριβή θέση της, στον κόσμο της ερμηνείας και στον κόσμο του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, αντίστοιχα. Στο τρίτο κεφάλαιο, θα γίνει νοηματική σύζευξη των δύο προηγούμενων κεφαλαίων, της ερμηνείας και του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, μέσω της σημαντικής, για την παρούσα μελέτη, διάκρισης, μεταξύ του 17

κανόνα και της διάταξης. Ο νοηματικός και λειτουργικός διαχωρισμός των δύο εννοιών θα εισφέρει στην παρούσα διατριβή τα απαραίτητα λογικά εργαλεία για να διακριθεί η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων από τη μερική αντισυνταγματικότητα. Στο τέταρτο κεφάλαιο θα θεμελιωθεί η νομική φύση της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας, ως κριτήριο ερμηνείας του δικαίου και ως συστηματική μέθοδος ερμηνείας, κατά περίπτωση. Θα αναλυθούν τα όρια μεταξύ της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων και των άλλων μεθόδων ερμηνείας του δικαίου και θα οριοθετηθούν οι σχέσεις της με το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Εξάλλου, τα καταληκτικά θεωρητικά συμπεράσματα, αναφορικά με την ακριβή νομική φύση της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων, θα τεκμηριωθούν με τη σχολαστική παράθεση και ανάλυση της εφαρμογής της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας σε αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στο πέμπτο κεφάλαιο, που αποτελεί την καρδιά της παρούσας μελέτης, θα διακριθεί η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων από την τεχνική της μερικής αντισυνταγματικότητας, καθώς και από την προσαρμοσμένη στο Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου. Θα προδιορισθεί το εννοιολογικό περιεχόμενο της μερικής αντισυνταγματικότητας ως τεχνικής του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και θα παρατεθούν οι ακριβείς ομοιότητες και διαφορές της με τη μέθοδο της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας. Μέσα από την παράθεση αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας θα αναδειχθεί η παρουσία μίας νέας δικαστικής πρακτικής, που διαμορφώθηκε μέσω μίας ερμηνείας, που επικαλείται μεν τις συνταγματικές διατάξεις για να διαπλάσσει το νόημα του νόμου, με την οποία όμως ξεπεράστηκαν τα όρια που η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία έχει θέσει στον εαυτό 18

της, δηλαδή ο σεβασμός των υπολοίπων κλασσικών ερμηνευτικών κριτηρίων, με απώτερο σκοπό την αποφυγή κήρυξης της διάταξης ως αντισυνταγματικής. Θα προκύψει, επομένως, η διάκριση μεταξύ σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας και της εξέλιξης ή παραφθοράς της, που θα επικαλείται για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης, προσαρμοσμένη στο Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου. Ένας από τους στόχους της διατριβής αυτής είναι να αναδείξει ότι η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία παραμένοντας μέσα στα τιθέμενα μεθοδολογικά και συνταγματικά πλαίσια της αποτελεί κριτήριο ερμηνείας του δικαίου που βοηθά τον ερμηνευτή να επιλέξει την ορθή ερμηνευτική εκδοχή όταν τίθεται ενώπιον μίας ερμηνευτικής αμφιβολίας ή κατά μία άλλη υποπερίπτωσή της συστηματική ερμηνεία που κατευθύνει τον ερμηνευτή στο προσδιορισμό του κανονιστικού περιεχομένου του νόμου. Αντίθετα, η προσαρμοσμένη στο Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου συνέχεται άμεσα με το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων τείνοντας να τον ξεπεράσει ή και να τον αντικαταστήσει. Ο ερμηνευτής φέρεται να ερμηνεύει ενώ στην ουσία υπερβαίνει τα κλασσικά ερμηνευτικά κριτήρια και προσδίδει στην ερμηνευτέα διάταξη ένα αλλότριο νόημα σε σχέση με αυτό που μεθοδολογικά φέρει, για να αποφύγει την κήρυξη της αντισυνταγματικότητάς της. Στο έκτο κεφάλαιο θα ακολουθήσει η διάκριση της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας από την ερμηνευτική αναγωγή στο Σύνταγμα και τη θεωρητική εκδοχή της τριτενέργειας. Η μελέτη θα προσπαθήσει να αναδείξει ότι η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία έχει ένα δικό της αυτόνομο περιεχόμενο και προϋποθέσεις εφαρμογής και διαφέρει τόσο από την ερμηνευτική αναγωγή στο Σύνταγμα, όσο και από τη θεωρία της τριτενέργειας. Στο έβδομο κεφάλαιο θα αναπτυχθούν τα νομιμοποιητικά θεμέλια της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων, τα 19

οποία σύμφωνα με την ελληνική και ξένη θεωρία είναι, κυρίως, το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων και η αρχή της ενότητας της έννομης τάξης. Τέλος, το όγδοο κεφάλαιο πραγματεύεται τους πρακτικούς σκοπούς, κατά περίπτωση, που επιτελεί η μέθοδος αυτή ερμηνείας. Ο δικαστής σε πολλές περιπτώσεις δεν προσφεύγει στη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία απλά για να ερμηνεύσει τη διάταξη του νόμου αλλά με απώτερο σκοπό να αποφύγει την κήρυξη της αντισυνταγματικότητάς της και τις προβληματικές έννομες συνέπειες που παράγονται από αυτή. Η μελέτη θα αναδείξει ότι η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία εφαρμόστηκε από το δικαστή για να αποφευχθεί η κήρυξη της αντισυνταγματικότητας των εξουσιοδοτικών νόμων, το νομικό κενό που θα δημιουργούνταν από την κρίση της αντισυνταγματικότητας και το πρόβλημα του εφαρμοστέου δικαίου, και, τέλος, για να ενισχυθεί η περιορισμένη κανονιστικότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων. 20

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΣΥΜΦΩΝΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ. 1.1 Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων και η εξάρτησή της από τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. 1.1.1 Ζητήματα ορολογίας: Η εννοιολογική οριοθέτηση της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων. Τα τελευταία έτη στην Ελλάδα, αποτελεί όλο και πιο συχνά αντικείμενο έρευνας από μονογραφικές μελέτες αλλά και από εγχειρίδια Συνταγματικού Δικαίου, η πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων να ερμηνεύουν την εφαρμοστέα διάταξη του νόμου σε συμφωνία με το Σύνταγμα 2. Η δικαστική αυτή πρακτική, που εμφανίσθηκε πριν από τη θεωρητική της επεξεργασία στην ελληνική νομολογία, δεν αποτελεί πρωτοτυπία των δικαστηρίων της ελληνικής έννομης τάξης αλλά κοινό κτήμα των δικαστηρίων όλης της Ευρώπης, όπως, μεταξύ άλλων, της Γερμανίας 3, της Γαλλίας 4 και της 2 Η παρουσία της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων είναι συχνή στις αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, βλ. Α.ΡΑΝΤΟΣ, «Η αναθεωρητική πρόταση δημιουργίας Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ελλάδα», in Το Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, (επιμ.α.μανιτακησ-α.φωτιαδου), Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2008, σ. 13-22(14 και 20). 3 Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων, αντίθετα με ότι υποστηρίζεται, δεν αποτελεί αποκλειστικά γερμανική σύλληψη, ούτε ξεκίνησε ως δικαστική πρακτική από τη Γερμανία. Την 21

Ιταλίας. Εξάλλου, η πρακτική αυτή των ευρωπαΐκών δικαστηρίων, κατέστη στη συνέχεια αντικείμενο ευρύτατης θεωρητικής έρευνας στη γηραιά ήπειρο, με συνέπεια, μέσα από τη θεωρητική συστηματοποίησή της, να εξελιχθεί σε μία νέα και κατά περιεχόμενο όμοια, σε πολλά σημεία, ερμηνευτική μέθοδο 5 στις έννομες τάξεις των ευρωπαϊκών κρατών. Για το λόγο αυτό έχει διαμορφωθεί στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, ένα θεωρητικό consensus αναφορικά με το εννοιολογικό περιεχόμενο της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων, όπως θα αναδειχθεί στη συνέχεια, το οποίο έχει επικρατήσει και στην Ελλάδα. Κατά πρώτο λόγο πρέπει να εντοπιστεί και να διευκρινιστεί, τι ακριβώς εννοούμε στην Ελλάδα όταν αναφερόμαστε στο νομικό όρο 6 «σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων». Και τούτο, διότι μέσα από τον καθορισμό του εννοιολογικού της περιεχομένου 7, θα καταστεί δυνατό να διακριθεί η ερμηνευτική αυτή μέθοδος, αφενός μεν από άλλα ερμηνευτικά κριτήρια που συνέχουν το νόμο και το Σύνταγμα (ερμηνευτική αναγωγή στο Σύνταγμα), αφετέρου δε από θεωρητικά σχήματα αναγωγής στο Σύνταγμα (τριτενέργεια) ή άποψη αυτή υποστηρίζει και ο Κώστας Χρυσόγονος, «Η σύμφωνη με το σύνταγμα ερμηνεία των νόμων στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας», ΤοΣ, 2/1994, σ.223-279(224). 4 Από μακρού χρόνου, η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων εφαρμόζεται ως μέθοδος ερμηνείας από όλα τα δικαστήρια της Γαλλίας και όχι μόνο από το Συνταγματικό Συμβούλιο, που μέχρι πριν την τελευταία αναθεώρηση του γαλλικού Συντάγματος, είχε το μονοπώλιο της άσκησης του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Ενδεικτικά, ακόμη και τα γαλλικά δικαστήρια του ancien régime ασκούσαν τη δικαστική αυτή πρακτική, F.BONNET- SAINT, «La double genèse de la justice constitutionnelle en France», R.D.P, 3/2007, σ.753-792(782), ενώ, η θεωρία εν γένει στη Γαλλία δεν αμφισβήτησε τη δυνατότητα των κοινών δικαστηρίων να προβαίνουν σε σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων, παρά την απαγόρευση που ίσχυε για τον κοινό δικαστή να ασκεί έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, βλ. F.BATAILLER, Le Conseil d état, juge constitutionnel, L.G.D.J, Paris 1966, σ.189-195. 5 Οι δικαστικές πρακτικές μπορούν να οδηγήσουν στη διαμόρφωση ερμηνευτικών μεθόδων και κατ εξέλιξη ερμηνευτικών σχολών, Γ. ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ, «Μορφές ερμηνείας ιεραρχικής εναρμόνισης του δικαίου, οι νέες διαστάσεις της συστηματικής ερμηνείας του δικαίου», ΤοΣ, 1/2006, σ.5-33(7, υποσ.3). 6 O χαρακτηρισμός αυτός είναι δάνειο από τον Φίλιππο Φωρή, «Ερμηνεία των νόμων με αναγωγή σε συνταγματικές διατάξεις στη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων», ΕλλΔνη, 32/1991, σ.1188-1198(1191). 7 Επιλέχθηκε να προσδιορισθεί το εννοιολογικό περιεχόμενο της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων, διότι με αυτόν τον τρόπο «..αφήνεις ανοικτό το ζήτημα στη διαλεκτική δυναμική του μελλοντικού εμπλουτισμού της «πρότασης», για μία έννοια που-ούτως ή άλλως-δεν είναι πλήρως αποκρυσταλλωμένη». Με αυτή τη λογική αν και για άλλο νομικό όρο, βλ. Σ.ΟΡΦΑΝΟΥΔΑΚΗΣ, Η υπεροχή του Συντάγματος έναντι του Νόμου, ως απαύγασμα του Συνταγματισμού, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2008, σ.1. 22

τεχνικές του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων (μερική αντισυνταγματικότητα), που σε πολλές περιπτώσεις, συγχέονται ή και ταυτίζονται στην ελληνική θεωρία και νομολογία, με τη μέθοδο αυτή 8. Οι εννοιολογικές αυτές διακρίσεις και οριοθετήσεις αποτελούν, πράγματι, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της νομικής φύσης της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων ως μεθόδου ερμηνείας, για τη διάκριση της από το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και τις τεχνικές του και, τελικώς, για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης του δικαστή να την εντάξει στο μεθοδολογικό του οπλοστάσιο. Καταρχήν, στην Ελλάδα, όταν αναφερόμαστε στη σύμφωνη ή εναρμονισμένη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων, συμφωνούμε, ότι πρόκειται για εκείνη τη μέθοδο ερμηνείας σύμφωνα με την οποία, όταν ο ερμηνευτής τίθεται ενώπιον μίας διάταξης νόμου, από την ερμηνεία της οποίας απορρέουν πολλαπλές εναλλακτικές ερμηνευτικές εκδοχές, εκ των οποίων η μία, αν επιλεγεί, δημιουργεί πρόβλημα αντίθεσής της με το Σύνταγμα, ενώ η άλλη καταλήγει με το ερμηνευτικό αποτέλεσμά της να προσδίδει στη διάταξη μία σημασία που συνάδει με το θεμελιώδη νόμο, με πυξίδα τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία, οφείλει να επιλέξει την ερμηνευτική πρόταση που καταλήγει στη δήλωση της συμφωνίας της διάταξης του νόμου με το Σύνταγμα. Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής της μεθόδου αυτής βρίσκεται ο ερμηνευτής στην περίπτωση που προκύπτουν, κατά την ερμηνεία μίας διάταξης νόμου, εναλλακτικά, δύο ή περισσότερες ερμηνευτικές εκδοχές, με βάση το γράμμα και το σκοπό της, εκ των οποίων η μία οδηγεί στην κήρυξη της 8 Οι όροι σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία, τριτενέργεια και μερική αντισυνταγματικότητα χρησιμοποιούνται στην ελληνική θεωρία, κατά την άποψη του Φίλιππου Δωρή, αδιαφοροποίητα, με συνέπεια να καθίσταται επιτακτική η εννοιολογική τους διάκριση, Ερμηνεία των νόμων, ό.π, σ.1188. 23

αντισυνταγματικότητάς της, ενώ η άλλη στην κατάφαση της συνταγματικότητάς της. Στην περίπτωση αυτή, η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία επιτάσσει στον ερμηνευτή να επιλέξει την ερμηνευτική πρόταση που συνάδει προς το Σύνταγμα, με αποτέλεσμα να αποτρέπεται να κηρυχθεί η διάταξη αντισυνταγματική 9. Στη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων, με το ως άνω δικαιοθεωρητικό περιεχόμενο, ο εφαρμοστής του δικαίου ερμηνεύοντας τη διάταξη με τη βοήθεια των κλασσικών μεθόδων ερμηνείας καταλήγει σε δύο διαμετρικά αντίθετες ερμηνευτικές προτάσεις. Η μία ερμηνευτική πρόταση του δημιουργεί πρόβλημα αντίθεσης με το Σύνταγμα και υιοθετώντας την, θα πρέπει να θεωρήσει τη διάταξη αντισυνταγματική και άρα ανίσχυρη, ενώ η άλλη, που υποστηρίζεται ή υποκινείται από τη 9 Οι Έλληνες θεωρητικοί αντιλαμβάνονται με το νόημα αυτό τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων, βλ. Φ.ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Η ερμηνεία του συντάγματος εφαρμογή ή υπέρβαση της παραδοσιακής μεθοδολογίας του δικαίου;, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1999, σ.169, Π.ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, Μεθοδολογία του ιδιωτικού δικαίου και ερμηνεία των δικαιοπραξιών, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σ.190, Α.ΓΕΡΟΝΤΑΣ, «Η σύμφωνη με το σύνταγμα ερμηνεία και ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων στη Δυτική Γερμανία», ΤοΣ, 1982, σ.1-14(1-2), Φ.ΔΩΡΗΣ, Εισαγωγή στο αστικό δίκαιο, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1991, σ.180, του ιδίου, Ερμηνεία των νόμων με αναγωγή σε συνταγματικές διατάξεις, ό.π, σ.1191, Π.ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Συνταγματικό δίκαιο-ατομικά δικαιώματα Β, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005, σ.1467, του ιδίου, «Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων (σκέψεις για την σημερινή κατάσταση του συνταγματικού δικαίου στην χώρα μας)», ΝοΒ, 36/1988, σ.721-731(729), Α.ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, (τρίτη έκδοση), Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ.69, Θ.ΤΣΑΤΣΟΣ, «Το πρόβλημα της ερμηνείας εν τω συνταγματικώ δίκαιω», in Η ερμηνεία του Συντάγματος, (επιμ.δ.τσατσοσ), Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σ.285-384(313), Κ.ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ, Η σύμφωνη με το σύνταγμα ερμηνεία των νόμων στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ό.π, σ.230, του ιδίου, «Η σύμφωνη με το σύνταγμα ερμηνεία των νόμων στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων» in Επίσημα Πρακτικά του 3 ου Συνεδρίου Διοικητικών Δικαστών, Κομοτηνή 8,9&10 Μάιου 1992, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1996, σ.269-272(271), Κ.ΣΤΑΜΑΤΗΣ, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, (Η έκδοση), Εκδόσεις Αντ.Σακκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2009, σ.463, του ιδίου, «Ερμηνεία των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας σύμφωνα προς το σύνταγμα με αφορμή την ΣτΕ 4208/1997», Νόμος και Φύση, 1998, σ.87-96(87), Γ.ΠΙΝΑΚΙΔΗΣ, «Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία. Τεχνική του Δικαστικού Ελέγχου της Συνταγματικότητας των Νόμων ή μέθοδος ερμηνείας του Νόμου δια του Συντάγματος;» ΤοΣ, 3/2001, σ.461-494(462), Α.ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, «Η επίδραση του Συντάγματος στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις», in Χαριστήρια στον Ιωάννη Δεληγιάννη, Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Νομικής, Τέταρτο μέρος, Θεσσαλονίκη 1992, σ.247-284(247), Γ.ΘΕΟΔΟΣΗΣ, Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 1991, σ.63, Γ.ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ, «Σύνταγμα και κοινό δίκαιο», in Η ερμηνεία του Συντάγματος, (επιμ.δ.τσατσοσ), Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σ.153-193(179-180), του ιδίου, Μορφές ερμηνείας ιεραρχικής εναρμόνισης του δικαίου, ό.π, σ.20, Α.ΡΑΙΚΟΣ, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Ι, Εισαγωγή-Οργανωτικό μέρος, (2 η έκδοση), Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σ.1086, Δ.ΤΣΑΤΣΟΣ, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β, Οργάνωση& λειτουργία της πολιτείας, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθηνα-Κομοτηνή 1993, σ.498, Ε.ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2008, σ.261. 24

σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία, έχει το καίριο γνώρισμα ότι οδηγεί ταυτόχρονα στην πρόσδωση της σημασίας της ερμηνευτέας διάταξης και στη διατήρηση της ισχύος της. Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία έχει στη θεωρία όλων των κρατών της Ευρώπης, όπως προαναφέρθηκε, με ελάχιστες αποχρώσεις, το ίδιο ως άνω περιεχόμενο. Τα ίδια κατά βάση εννοιολογικά γνωρίσματα της αποδίδουν οι θεωρητικοί στη Γερμανία 10, στη Γαλλία 11, στην Ιταλία 12, στην Πορτογαλία 13, 10 Για την έννοια της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας στη γερμανική θεωρία, η οποία στοιχεί με αυτή που έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, βλ. K.HESSE, Grundzüge des Verfassungsrechts der Bundesrepublik Deutschland, Auflage, Heidelberg 1995, σ.30, H.SIMON, «Die verfassungskonforme gesetzesauslegung», EuGRZ, 1974, σ.85-91(86), H.SPANNER, «Die verfassungskonforme auslegung in der Rechtsprechung des Bundesverfassungsgerichts», AöR, 91/1966, σ.503-536, R.ZIPPELIUS, Recht und Gerechtigkeit in der offenen Gesellschaft, Berlin 1994, σ.395, Η.MICHEL, «Die verfassungskonforme Auslegung», JuS, 1961, σ.274 επ., J.LUDEMANN, «Die verfassungskonforme Auslegung von Gesetzen», Jus, 2004, σ.27-30(28) in http://www.ispmbremen.de/downloads/seminartext_buecker_1.pdf τελευταία πρόσβαση στις 10.06.2011, J- C.BEGUIN, Le contrôle de la constitutionnalité des lois en République Fédérale d Allemagne, Economica, Paris 1982, σ.186, W.ZEIDLER, «Cour Constitutionnelle Fédérale Allemande», εισήγηση στο πλαίσιο της VIIeme Conférence des Cours Constitutionnelles Européennes, Lisbonne 26-30 Avril 1987, με θέμα La justice constitutionnelle dans le cadre des pouvoirs de l état, a la lumière des modalités, du contenu et des effets des décisions sur la constitutionnalité des normes juridiques, A.I.J.C, 1987, σ. 37-57(42). 11 Στη Γαλλία, αν και χρησιμοποιείται ο όρος «réserves d interprétation» (επιφυλάξεις ερμηνείας), επί της ουσίας, αποδίδεται ο όρος σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων, με το ίδιο ως άνω περιεχόμενο, βλ. B.GENEVOIS, La jurisprudence du Conseil Constitutionnel :principes directeurs, S.T.H, Paris 1988, σ.66, G.DRAGO, L exécution des décisions du Conseil Constitutionnel. L effectivité du contrôle de constitutionnalité des lois, (collection droit public positif), Economica-P.U.A.M, Paris 1991, σ.48 και 151, M.BOULET, «La problématique de l application des réserves d interprétation du Conseil Constitutionnel», T.D.P, 1/2005, σ.5-39(5), B.POULLAIN, La pratique française de la justice constitutionnelle, Economica-P.U.A.M, Paris 1990, σ.63. Αντίθετα, ο Thierry Di Manno αποδίδει στη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία ένα ευρύτερο περιεχόμενο. Σύμφωνα με αυτόν το συγγραφέα, σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία είναι η ερμηνευτική μέθοδος με την οποία «ο συνταγματικός δικαστής επιδρά άμεσα στο κανονιστικό περιεχόμενο του νόμου, το οποίο προσαρμόζει στο Σύνταγμα, για να το θέσει σε συμφωνία με τις συνταγματικές επιταγές, εξαρτώντας την ισχύ του νόμου από την ερμηνεία του, ενώ ο νόμος διατηρεί την αρχική γραμματική διατύπωσή του», βλ. THIERRY di MANNO, «L influence des réserves d interprétation», in La légitimité de la jurisprudence du Conseil Constitutionnel, (dir.g.drago κ.ά),economica, Paris 1999, σ.189-272(189-190), του ιδίου, «Réserves d interprétation et droit vivant dans la jurisprudence du Conseil Constitutionnel», in La constitutionnalisation des branches du droit, (dir.b.mathieu- M.VERPEAUX), (Collection droit public positif), Economica-P.U.A.M, Paris-Aix-En-Provence 1998, σ.27-54(27). 12 Α.ANZON, «Il giudice a quo e la Corte costituzionale tra dottrina dell interpretazione conforme a costituzione e dottrina del diritto vivente», Giur.Cost, 1998, σ.1082-1092, G.AMOROSO, «L interpretazione adeguatrice nella giurisprudenza costituzionale tra canone ermeneutico et tecnica di sindacato di constitutionalita», Foro It, V/1998, σ.89-115(90-91), R.ROMBOLI, «In terma di interpretazione adeguatrice», Foro It, I/2001, σ.47-49. 13 LUIS NUNES De ALMEIDA, «Le Tribunal Constitutionnel Portugais», εισήγηση στο πλαίσιο της VIIeme Conférence des Cours Constitutionnelles Européennes, Lisbonne 26-30 Avril 1987, με θέμα La justice constitutionnelle dans le cadre des pouvoirs de l état, a la lumière des modalités, du contenu et des effets des décisions sur la constitutionnalité des normes juridiques, A.I.J.C, 1987, σ.197-221(205). 25

στην Αυστρία 14, στην Ισπανία 15, ακόμη και σε χώρες πέραν της γηραιάς Ηπείρου 16. Αυτή η κοινά αποδεκτή στην Ευρώπη 17 σημασία της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων θα αποτελέσει, για την παρούσα διδακτορική διατριβή, το σημείο εκκίνησης και συνεχούς αναφοράς, ως θεωρητική προαποδοχή, για τη διαπραγμάτευση της σχέσης και διάκρισής της, αφενός μεν από το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και τις τεχνικές του, αφετέρου δε από τις άλλες μεθόδους ερμηνευτικής αναγωγής στο Σύνταγμα. 1.1.2 Τα σημεία σύνδεσης της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των νόμων με το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων χρησιμοποιεί ερμηνευτικά επιχειρήματα ειλημμένα από το Σύνταγμα. Ωστόσο, κάθε ερμηνεία που αντλεί ερμηνευτικά κριτήρια ή επιχειρήματα από το θεμελιώδη νόμο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία, υπό την ως άνω εκδοχή. Το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της ερμηνευτικής αυτής μεθόδου δεν αποτελεί το γεγονός και μόνο ότι ο νόμος ερμηνεύεται έχοντας ως πυξίδα την ερμηνεία του Συντάγματος αλλά ότι η ερμηνεία της διάταξης σύμφωνα με το 14 S. PEYROU-PISTOULEY, La Cour Constitutionnelle et le contrôle de la constitutionnalité des lois en Autriche, (Collection droit public positif), Economica, Paris 1993, σ.337. 15 A.LATORRE-SEGURA-L.DIEZ-PICAZO, «Cour Constitutionnelle Espagnol», εισήγηση στο πλαίσιο της VIIeme Conférence des Cours Constitutionnelles Européennes, Lisbonne 26-30 Avril 1987, με θέμα La justice constitutionnelle dans le cadre des pouvoirs de l état, a la lumière des modalités, du contenu et des effets des décisions sur la constitutionnalité des normes juridiques, A.I.J.C, 1987, σ.85-138(102). 16 Για παράδειγμα, ακόμη και στην Κορέα, βλ. CHUNG GONG-GIL, Etude comparée du contrôle de constitutionnalité des lois en matière de droits fondamentaux en Corée et en France, thèse, Université Paris I, 2004, σ.130. 17 Η διαμόρφωση αυτής της όμοιας, κατά περιεχόμενο, ερμηνευτικής μεθόδου στα νομικά συστήματα των ευρωπαϊκών κρατών οδήγησε τον Luis Favoreu να χαρακτηρίσει τη σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων, θεσμό του συγκριτικού δικαίου, στον πρόλογο του για τη δημοσιευμένη διδακτορική διατριβή του THIERRY Di MANNO, Le juge constitutionnel et la technique des décisions interprétatives en France et en Italie, (Collection droit public positif), Economica-P.U.A.M, Paris-Aix-En-Provence 1997, σ.i. 26