ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
της δίωξης ή στην αθώωση.

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΤ ΑΡΘΡΟ 57 ΚΠΔ - ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Ne bis in idem, τεκμήριο αθωότητας και η νέα ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 εδαφ. β του ΚΔΔ (άρ. 17 του ν. 4446/2016)

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Εφαρμογές δημοσίου δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου Διοικητικές κυρώσεις «Ne bis in idem»

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Ο Νόμος 1608/1950 περί καταχραστών δημοσίου χρήματος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Σελίδα 1 από 5. Τ

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Πρόλογος. Συντομογραφίες.. Γενική Εισαγωγή. 1

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

* Εκτέλεση αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων στην Ελλάδα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Πρόλογος του Καθηγητού Ν. Κ. Κλαμαρή. Προλογικό σημείωμα της συγγραφέως...

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού

κτικού μέσου ως αυτοτελής προσβολή ατομικού δικαιώματος

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Ε Ν Σ Τ Α Σ Η ΚΑΤΑ Α ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

LEGAL INSIGHT ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ-ΠΛΑΣΤΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ ΜΕΤΑ ΤΙΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΕΙΔΙΚΑ: Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 1. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΝΑΓΚΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΟΥΣ

Α. Πεδίο εφαρμογής ΠΟΛ. 1213

Η ΕΜΜΕΣΗ-ΝΟΜΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΥΣΗ ΩΣ ΜΕΡΙΚΟΤΕΡΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ NON REFORMATIO IN PEJUS (ΑΡΘΡΟ 470 εδ. α ΚΠΔ) ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ι. ΑΔΑΜΠΑΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 4587/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 32/2016

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Νομική Σχολή

ΗΜΕΡΙΔΑ Τ.Ε.Ε - ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. ΕΙΣΗΓΗΣΗ: «Θεσμικό Πλαίσιο λειτουργίας Εθνικού Κτηματολογίου»

14o Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών το οποίο τροποποιεί το σύστημα ελέγχου της Σύμβασης

Η ποινική αξιολόγηση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου θύματος στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 226 Α Κ.Π.Δ.

ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΗ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΘΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

Χαράλαμπος Σεβαστίδης Πρόεδρος Πρωτοδικών

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

14598/12 ΔΛ/γομ 1 DG D 2B

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α Αρχές της ρυθμίσεως και συγκρουόμενα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ. Άρθρο 1. (άρθρο 1 της Οδηγίας) Αντικείμενο της ρύθμισης. Άρθρο 2. (άρθρο 2 της Οδηγίας) Ορισμοί

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Το επεκτατικό αποτέλεσμα των ένδικων μέσων στην Ποινική Δικονομία

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2011

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

Σελ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ... Ι Χ Ευχαριστίες... χιιι ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... χχιχ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΕΓΓΥΗΣΕΩΝ. 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις...

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ. Η διαδικασία στο ακροατήριο του Πταισματοδικείου

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ: 2009-2010 ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Α. ΜΑΝΙΑΤΗ Α.Μ. : 560 ΣΤΟ ΚΥΡΙΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΙΤΛΟΣ: Η ΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΟΥΣ ΚΑΤ ΙΔΕΑΝ ΣΥΡΡΟΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: ΚΑΛΦΕΛΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΑΠΑΔΑΜΑΚΗΣ ΑΔΑΜ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 31/3/2010

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ I. Πρόλογος. σελ. 3 II. Έννοια του ποινικού δεδικασμένου και σημασία αυτού για την έννομη τάξη....σελ. 4 III. Η νομική φύση του δεδικασμένου.. σελ. 8 IV. Εφαρμογή του δεδικασμένου....σελ.11 V. Οι διακρίσεις του δεδικασμένου. σελ.13 VI.Οι προϋποθέσεις του ποινικού (ουσιαστικού) δεδικασμένου κατά το άρθρο 57 παρ.1 Κ.Π.Δ...σελ. 19 VI.A. Αμετάκλητη δικαστική απόφαση.σελ. 20 VI. B. Ταυτότητα πράξης.. σελ. 33 V.I. Γ. Ταυτότητα προσώπου..σελ. 42 VII. Δεδικασμένο και αληθής κατ ιδέαν συρροή....σελ. 44 VII.A. Εισαγωγή στο πρόβλημα. σελ. 44 VII.Β. Οι κατά καιρούς υποστηριχθείσες θεωρητικές απόψεις.. σελ.46 VII.Γ. Η Θέση της νομολογίας.....σελ. 73 VII.Δ. Συμπερασματικές παρατηρήσεις σελ. 79 VIII.Επίλογος......σελ.88 IX. Βιβλιογραφία...σελ.90 2

Ι. Πρόλογος Αντικείμενο της παρούσης εργασίας θα αποτελέσει η οριοθέτηση της ισχύος του ποινικού δεδικασμένου στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αντικείμενο της αμετάκλητης εκδίκασης υπήρξε-αν ένα ή ορισμένα (και πάντως όχι όλα) από τα περισσότερα κατ ιδέαν 1 συρρέοντα (αληθώς) εγκλήματα. Με άλλα λόγια θα επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε τα όρια του δεδικασμένου όταν τα κατ ιδέαν συρρέοντα εγκλήματα, για διάφορους λόγους, δεν εκδικάζονται συγχρόνως, όπως επιτάσσουν οι περί συναφείας διατάξεις 2 (άρθρο 128 παρ. 1 και 129 α Κ.Π.Δ.), αλλά διαδοχικώς. 3 Πρόκειται για ένα διαχρονικό πρόβλημα το οποίο έχει απασχολήσει πλειστάκις την ποινική θεωρία και πράξη, ήδη από την εποχή της προγενέστερης ποινικής νομοθεσίας 4, χωρίς, ωστόσο, να έχει επιτευχθεί ομοφωνία 5. Στο πλαίσιο, λοιπόν, της συγκεκριμένης μελέτης θα καταβληθεί προσπάθεια για καταγραφή αλλά και για κριτική αποτίμηση των κατά καιρούς υποστηριχθεισών θεωρητικών και νομολογιακών απόψεων, ενώ παράλληλα θα καταδειχθεί και η προσωπική θέση του γράφοντος. Πριν, ωστόσο, παρουσιασθεί εκ του σύνεγγυς η σχετική προβληματική ως αυτονόητη προβάλλει η ανάγκη πρόταξης μιας συνολικότερης παρουσίασης και 1 Βλ. άρθρο 94 παρ. 2 ΠΚ. 2 Βλ. σχετικά Παπαδαμάκη, Ποινική Δικονομία Θεωρία-Πράξη-Νομολογία Δ έκδοση 2008, σ. 98, ο οποίος εύστοχα επισημαίνει ότι η πρώτη μορφή συνάφειας (129 α Κ.Π.Δ.) αναφέρεται τόσο στην πραγματική όσο και στην κατ ιδέαν αληθινή συρροή. 3 Παράβαλλε άρθρο 97 Π.Κ. 4 Ήτοι πριν την 1/1/1951, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν σε ισχύ τόσο ο Π.Κ. όσο και ο Κ.Π.Δ., βλ. σχετικά Α.Π. 99/1942 Εφημερίς Ελληνικής και Αλλοδαπής Νομολογίας τ. 61 (1942), σ. 304 με σχόλια Χωραφά. 5 Κυρίως στο χώρο της θεωρίας, γιατί η νομολογία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ακολουθεί, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε παρακάτω στο κείμενο, μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. 3

ερμηνευτικής προσέγγισης του θεσμού του δεδικασμένου (άρθρο 57 Κ.Π.Δ.), η οποία θα μας επιτρέψει να αντιληφθούμε εναργέστερα τους βασικούς άξονες λειτουργίας του επίμαχου θεσμού και ως εκ τούτου θα καταστήσει ευκολότερη τη μετάβασή μας στο κύριο θέμα αυτών των γραμμών. ΙΙ. Έννοια του ποινικού δεδικασμένου και σημασία αυτού για την έννομη τάξη. Η ποινική δίκη ως μηχανισμός πραγμάτωσης του ουσιαστικού ποινικού δικαίου παρουσιάζει ένα δυναμικό χαρακτήρα 6, με την έννοια ότι προϋποθέτει μια προκαθορισμένη αλληλουχία διαδικαστικών πράξεων που κατευθύνεται στην επίτευξη ορισμένου σκοπού 7, ο οποίος δεν είναι άλλος από την έκδοση (ορθότερα δημοσίευση 8 ) και την εκτέλεση μιας αμετάκλητης δικαστικής απόφασης 9. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα μηχανισμό με αρχή, μέση και τέλος 10. Η αρχή του τοποθετείται στην κίνηση της ποινικής διώξεως και το τέλος του στην έκδοση και εκτέλεση μιας αμετάκλητης δικαστικής απόφασης 11. Ο τερματισμός, λοιπόν, της ποινικής διαδικασίας συμπίπτει με το αμετάκλητο 12 και όχι απλώς με τη δημοσίευση μιας οριστικής αποφάσεως. Τούτο είναι εύλογο, καθώς οι δικαστικές αποφάσεις ως έργα και αυτές της ανθρώπινης διανοίας υπόκεινται σε σφάλματα και ατέλειες, με αποτέλεσμα το ενδεχόμενο της 6 βλ. σχετικά Παπαδαμάκη, ό.π., σ. 15 και Ανδρουλάκη Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης 3 η Έκδοση 2007, σ. 42. 7 =Έτσι ακριβώς Παπαδαμάκης, ό.π., σ. 10, 15 και Ανδρουλάκη ό.π., σ. 42. 8 βλ. Παπαδαμάκη ό.π., σ. 364, όπου επισημαίνεται ότι οι αποφάσεις δημοσιεύονται ενώ τα βουλεύματα απλώς εκδίδονται. 9 Έτσι Ανδρουλάκης ό.π., σ. 42. 10 Έτσι ακριβώς Παπαδαμάκης ό.π., σ. 10. 11 βλ. Παπαδαμάκη ό.π., σ. 10 και 15 12 Που συνιστά το τυπικό δεδικασμένο, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να διακριβώσουμε σε επόμενο κεφάλαιο. 4

δικαστικής πλάνης να είναι πάντοτε ορατό. Η ανωτέρω διαπίστωση απετέλεσε τον κύριο δικαιολογητικό λόγο θέσπισης των ενδίκων μέσων 13. Ακόμη, όμως, και ο έλεγχος των δικαστικών αποφάσεων δια των ενδίκων μέσων, τα οποία οφείλουμε να θυμόμαστε ότι έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα 14, δεν είναι ικανός να κατοχυρώσει το αλάνθαστο τους 15, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δεν αποκλείεται να λειτουργήσει και αντίστροφα, να μεταβάλει, δηλαδή, μια ορθή δικαστική απόφαση σε εσφαλμένη. 16 Μετά, λοιπόν, και την κρίση των τυχόν ασκηθέντων ενδίκων μέσων, η απόφαση καθίσταται, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται 17, απρόσβλητη και αμετάβλητη. Το συμπέρασμά της, αμετάκλητης πλέον, δικαστικής απόφασης θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου πάντοτε ως αληθές 18 (res judicata pro veritate habetur), ανεξαρτήτως της ουσιαστικής ορθότητάς του, ενώ η υπόθεση που την απασχόλησε δε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νέας δικαστικής κρίσης (non bis in idem). 19 O θεσμός του δεδικασμένου, όπως αποτυπώνεται στο ισχύον δικονομικό δίκαιο (άρθρο 57 Κ.Π.Δ.), αποτελεί έκφανση της αρχής της άπαξ εκδικάσεως (non bis in idem, «ουχί δις επί τω αυτώ») 20, σύμφωνα με την οποία, ως ελέχθη, αποκλείεται η επανάκριση μιας υπόθεσης που έχει ήδη κριθεί (αμετακλήτως) σε 13 Έτσι Μαργαρίτης Λ. Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα, Γ Εκδοση 2005, σ. 2-3 14 βλ. Μαργαρίτη ό.π., σ. 9, Ως συνέπειες αυτού του εξαιρετικού χαρακτήρα αναφέρονται: α) ο περιορισμένος ή κλειστός αριθμός τους ( numerus clausus) και β) η δεσμευτική διαγραφή από το νόμο τόσο των όρων ασκήσεώς τους όσο και των αποτελεσμάτων τους. 15 Έτσι και Μπάκας, το δεδικασμένο της ποινικής απόφασης στην ποινική δίκη σε Ειδική Έκδοση του Ινστιτούτου Δικονομικών Μελετών «Το δεδικασμένο» (1989), σ. 50. 16 Βλ. Μαργαρίτη ό.π., σ. 7. 17 Από τον Μπουρόπουλο, Το Ποινικόν Δεδικασμένον, Ποιν. Χρον. 1956, σ. 273. 18 Βλ. σχετικά Μεταξά, Η Αντιμετώπιση του Ποινικού Δεδικασμένου υπό της Επιστήμης και της Νομολογίας, Ποιν. Χρον. 1971, σ. 181, Βουγιούκα Ποινικού Δικονομικού Δίκαιου Ζ έκδοση 1988, σ. 232, Ζησιάδη Ι. Ποινική Δικονομία τόμος Α Γ έκδοση 1976, σ. 419 και Μπάκα ό.π., σ. 50. 19 Βλ. τους αναφερόμενους στην προηγούμενη υποσημ. συγγραφείς, καθώς και Κουταξή Α. Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (σχολιασμένος) τόμος Ι, Δ έκδοση 2006, σ. 574-575. 20 Έτσι ακριβώς Κονταξής ό.π., σ. 574-575. Άλλη έκφανση της αυτής αρχής αποτελεί ο θεσμός της εκκρεμοδικίας. 5

μια προηγούμενη δίκη 21. Ο δικονομικός νομοθέτης θέτει έτσι ένα τέρμα στη διαδικασία που εκκίνησε, όπως είδαμε, με την κίνηση της ποινικής δίωξης, διότι, όπως ορθά υπογραμμίζεται 22, κάθε υπόθεση που άγεται ενώπιον της Δικαιοσύνης οφείλει κάποτε να τελειώσει οριστικά και αμετάτρεπτα για το παρόν και το μέλλον. Διαφορετικά, αν, δηλαδή, επιτρεπόταν η εκ νέου έρευνα και κρίση των αμετακλήτως αποφασισθέντων θα οδηγούμασταν σε μια διαιώνιση των ποινικών δικών 23 με προφανές αποτέλεσμα τόσο την τρώση του κύρους της Δικαιοσύνης όσο και την υπερβολική ταλαιπωρία του κατηγορουμένου 24. Πράγματι, όπως επισημαίνει σύσσωμη η θεωρία 25, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης θα περιβάλλονταν από μια διηνεκή αμφιβολία και αβεβαιότητα, ενώ ο αθωωθείς κατηγορούμενος θα τελούσε υπό τη διαρκή ανησυχία μιας νέας δίωξης-δίκης. Η ανάγκη για ασφάλεια δικαίου προβάλλει εν προκειμένω επιτακτική 26. Ο θεσμός του δεδικασμένου ικανοποιεί ακριβώς αυτήν την ανάγκη για ασφάλεια δικαίου 27 δρώντας ως φραγμός 28 στη διαπνέουσα το σύνολο της ποινικής διαδικασίας αντίρροπη αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας 29, την οποία τοποθετεί σε έλλογα πλαίσια. Ορθότατα, λοιπόν, κατοχυρώθηκαν δια του θεσμού του δεδικασμένου οι αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, ο οποίος υπηρετώντας την ασφάλεια του δικαίου επιτελεί μια εξασφαλιστική 21 βλ. Κονταξή ό.α.π. και Μπάκα ό.π., σ. 50 22 Από τον Κονταξή ό.π., σ. 576. 23 βλ. Δέδε Ποινική Δικονομία 1988, σ. 233. 24 βλ. Μπουρόπουλο ό.π., σ. 273 25 Έτσι Μεταξάς ό.π., σ. 181 και Βουγιούκας ό.π., σ. 232. 26 Έτσι Μπάκας ό.π., σ. 50. 27 Κατά τον Παπαδόπουλο Φ. Το δεδικασμένο γενικά και ειδικότερα στην κατ ιδέαν συρροή εγκλημάτων, Επιστημονική Επετηρίδα Αρμενόπουλου (Δ.Σ.Θ.) 1985, σ. 59 υποσημ. 3, ως ασφάλεια δικαίου νοείται η ύπαρξη βεβαιότητας για το μέλλον και η εκκαθάριση των αμφίβολων καταστάσεων, ενώ περαιτέρω το δεδικασμένο χαρακτηρίζεται ως έκφανση της εν λόγω αρχής (ασφάλεια δικαίου), σ. 59-60. 28 Βλ. Παπαδόπουλο ό.π., σ. 60. 29 29.Για αυτήν βλ. ενδεικτικά, μεταξύ πολλών, Καρρά Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο 3 η έκδοση 2007, σ. 21-25. 6

προστατευτική λειτουργία 30 τόσο υπέρ του κατηγορούμενου πολίτη όσο και υπέρ της κοινωνικής ειρήνης. Αν θα ήθελε κάποιος να καταγράψει συνολικά τους σκοπούς τους οποίους εξυπηρετεί το δεδικασμένο αυτοί συνίστανται στους εξής: α) ασφάλεια του δικαίου, β) προστασία του ατόμου, γ) παγίωση-διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, δ) αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, ε) μια δεσμευτικότητα για τις πράξεις της δικαστικής λειτουργίας και τέλος στ) εδραίωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στις πράξεις της τελευταίας (δικαιοδοτικής λειτουργίας) 31. Ο θεσμός του δεδικασμένου, πέρα από τις γενικότερες δικονομικές αρχές της άπαξ εκδικάσεως (non bis in idem) και της ασφάλειας του δικαίου μπορεί να βρει νομικό έρεισμα και δη αυξημένης τυπικής ισχύος 32 στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του 7 ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το οποίο κυρώθηκε με το ν. 1705/1987, και του άρθρου 14 παρ. 7 του Διεθνούς Σύμφωνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, το οποίο κυρώθηκε με το ν. 2462/1997. Παλαιότερα, είχε βρει υποστήριξη 33 η άποψη ότι οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 Σ. και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., οι οποίες κατοχυρώνουν το δικαίωμα για δραστική δικαστική προστασία, δεσμεύουν το δικονομικό νομοθέτη στην εισαγωγή και ρύθμιση του δεδικασμένου σε όλους τους κλάδους του δικονομικού δικαίου και ως εκ τούτου και στο ποινικό δικονομικό δίκαιο 34. 30 Έτσι ακριβώς Παπαδόπουλος ό.π., σ. 60. 31 Έτσι ακριβώς Κονταξής ό.π., σ. 576 και Ανδρέου Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (σχολιασμένος) έκδοση 2008, σ. 245. 32 Βλ. άρθρο 28 παρ. 1 Σ. 33 Πρόκειται για άποψη του Μπέη, η οποία αναφέρεται τόσο από τον Κονταξή ό.π., σ. 580 και από τον Σταματόπουλο στην ειδική έκδοση του Ι.Δ.Μ.Ε. «Το δεδικασμένο», σ. 509 και υποσημ. 52. 34 Ειδικά για το ποινικό δεδικασμένο έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι αυτό ερείδεται στο άρθρο 7 παρ. 1 εδ. β Σ., βλ. Κονταξή ό.π., σ. 580. 7

Εν όψει των ανωτέρω νομίζουμε πως καθίσταται προφανής η μείζονα σημασία του θεσμού του δεδικασμένου για το σύνολο της έννομης τάξης. ΙΙΙ. Η νομική φύση του δεδικασμένου. Στην Ελλάδα η διαμάχη για τη νομική φύση του δεδικασμένου κατέληξε σύντομα στην απόλυτη επικράτηση της δικονομικής θεωρίας και μάλιστα στην αμιγή μορφή της. 35 Σύμφωνα με αυτή η επίδραση του δεδικασμένου περιορίζεται μόνο στο χώρο του ποινικού δικονομικού δικαίου χωρίς να παρεμβαίνει στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου 36, με αποτέλεσμα το πρώτο να θεωρείται προϋπόθεση της ποινικής δίκης και όχι λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου. Η διάκριση των τελευταίων από τις δικονομικές προϋποθέσεις του ποινικού κολασμού (προϋποθέσεις της ποινικής δίκης) συνιστά ένα δυσχερές πρόβλημα για την επίλυση του οποίου προτάθηκαν κατά καιρούς διάφορα κριτήρια, με επικρατήσαν το διατυπωθέν από τη Hilde Kaufmann. 37 Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, το οποίο υιοθετείται από αρκετούς Έλληνες θεωρητικούς 38, ο χαρακτήρας ενός αμφίβολου ως προς τη φύση του στοιχείου είναι απόρροια της απάντησης στο εξής ερώτημα: Εξαρτάται ή όχι η επιβολή της ποινής από τη συνδρομή του συγκεκριμένου αμφίβολου ως προς τη φύση του στοιχείου, σε 35 Για την αμιγή δικονομική θεωρία και για την παραπλήσιά της δικονομική διαμορφωτική θεωρία βλ. αναλυτικά σε Παπαδόπουλο ό.π., σ. 61. 36 Έτσι ακριβώς Παπαδόπουλος ό.α.π. 37 Το κριτήριο αυτό αποτελεί προώθηση της σκέψεως του Belling σύμφωνα με την οποία ένα στοιχείο ανήκει στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, εφόσον δίνει απάντηση στα ερωτήματα, εάν πρέπει να επιβληθεί ποινή, ποια ποινή και υπό ποιες προϋποθέσεις, με άλλα λόγια όταν είναι τοποθετημένο «στον κύκλο των ιδεών που διέπει το δικαιολογημένο της επιβολής της ποινής». Αντίθετα στο δικονομικό δίκαιο θα υπάγεται, όταν δίνει απάντηση στα ερωτήματα, εάν πρέπει να διεξαχθεί δίκη, πώς πρέπει αυτή να διεξαχθεί και υπό ποιες προϋποθέσεις. Για τα παραπάνω βλ. Ανδρουλάκη ό.π., σ. 12 και Μαργαρίτη Λ., Μαργαρίτη Παρασκευόπουλου Ποινολογία Ζ έκδοση 2005, σ. 185 και υποσημ. 72. 38 Μεταξύ αυτών οι Μαργαρίτης Λ., Ανδρουλάκης Ν., βλ. την ανωτέρω υποσημ. και Παπαδόπουλος ό.π., σ. 61. 8

περίπτωση που υποθέσουμε ότι η ποινή μπορεί να επιβληθεί χωρίς δίκη; Αν η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα είναι καταφατική, τότε πρόκειται για ουσιαστικής φύσης στοιχείο. Αντίθετα, εάν η απάντηση είναι αποφατική το αμφισβητούμενο στοιχείο έχει δικονομική φύση 39.Εν προκειμένω, και με βάση πάντα το εν λόγω κριτήριο, το δεδικασμένο είναι πρόδηλο ότι έχει δικονομικό χαρακτήρα, διότι στην υποθετική περίπτωση που εξέλιπε η ποινική δίκη το δεδικασμένο δε θα είχε κανένα απολύτως νόημα για το αξιόποινο της πράξης και την επιβολή της ποινής. 40 Σύμφωνα με τα παραπάνω το δεδικασμένο έχοντας, ως ελέχθη, δικονομικό χαρακτήρα συνιστά αρνητική δικονομική προϋπόθεση ή άλλως δικονομικό κώλυμα (εμπόδιο) της ποινικής δίκης και μάλιστα διαρκές, με την έννοια ότι πρέπει να διαπιστωθεί η έλλειψή του 41, προκειμένου να κινηθεί νέα ποινική δίωξη ή να εκδοθεί απόφανση επί της ουσίας ή με αντίστροφη διατύπωση η διαπίστωση της ύπαρξης του δεδικασμένου κωλύει την εκ νέου δίωξη ή την περαιτέρω πρόοδο μιας ήδη εκκινηθείσης διαδικασίας. Πρόκειται για άποψη που γίνεται καθολικά αποδεκτή από τη θεωρία 42, ενώ και στην νομολογία μόνο υπό το καθεστώς της προγενέστερης νομοθεσίας 43 και κατά τα πρώτα χρόνια εφαρμογής των νέων κωδίκων διατυπώθηκαν αντίθετες ερμηνευτικές εκδοχές 44. Τη λύση, πάντως, υπέρ του δικονομικού χαρακτήρα του 39 Έτσι Μαργαρίτης Λ. ό.π., σ. 185 και Ανδρουλάκης σ. 13. 40 Έτσι ακριβώς Παπαδόπουλος ό.π., σ. 61 και Ανδρουλάκης ό.α.π. 41 Και αυτό σε αντίθεση με τις θετικές δικονομικές προϋποθέσεις όπου πρέπει να διαπιστωθεί η συνδρομή τους και όχι η έλλειψή τους, προκειμένου να μπορέσει να εκκινήσει ή να συνεχίσει η διαδικασία. Τέτοιες προϋποθέσεις αποτελούν η ύπαρξη της έγκλησης, της αίτησης ή της άδειας δίωξης, όπου αυτές απαιτούνται για την ποινική δίωξη της πράξεως. 42 Μπουρόπουλος ό.π., σ. 285, Μεταξάς ό.π., σ. 181, Μπάκας ό.π., σ. 49, Δέδες ό.π., σ. 236, Κονταξής ό.π., σ. 580, Καρράς ό.π., σ. 314, Μαργαρίτης Λ., σ. 186, Ανδρουλάκης όπ., σ. 13, Παπαδόπουλος ό.π., σ. 61. 43 Βλ. π.χ. την Α.Π. 99/1942, Εφημερίς Ελληνικής και Αλλοδαπής Νομολογίας Τ. 61 (1942), σ. 303, η οποία κάνει λόγο για εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω δεδικασμένου (304). 44 Χαρακτηριστικά αναφέρεται από τον Μπουρόπουλο ό.π., σ. 285 υποσημ. 50 η Α.Π. 349/1955 (σε Ποιν. Χρον. 1956, σ. 38), η οποία αναφέρει ότι διάταξη του άρθρου 57 Κ.Π.Δ. είναι ουσιαστική «καθ ο επιφέρουσα την εξάλειψιν του αξιοποίνου». Ο Μπουρόπουλος την αντικρούει σημειώνοντας ότι το δεδικασμένο δεν είναι λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου της πράξεως, αλλά εξαντλεί την ποινική αξίωση της Πολιτείας για το έγκλημα που δικάσθηκε και παρεμποδίζει νέα ποινική δίωξη γι αυτό. 9

δεδικασμένου ευνοεί και το ισχύον δικονομικό δίκαιο, το οποίο στις διατάξεις των άρθρων 57 παρ. 3, 310 παρ. 1 εδ. γ και 370 γ Κ.Π.Δ. αναφέρει ως συνέπεια της συνδρομής του δεδικασμένου την κήρυξη της ποινικής δίωξης ως απαράδεκτης και όχι την οριστική παύση αυτής. Ως γνωστόν, όμως, η δικονομική αυτή εκφορά είναι συνέπεια της έλλειψης κάποιας (θετικής) δικονομικής προϋπόθεσης ή της συνδρομής κάποιας αρνητικής, όπως εν προκειμένω το δεδικασμένο. Αντίθετα, η δικονομική εκφορά των λόγων εξάλειψης του αξιοποίνου είναι κατά κανόνα η οριστική παύση της ποινικής δίωξης 45 και κατ εξαίρεση (μόνο αναφορικά με την έμπρακτη μετάνοια 46 ) απόφανση να μη γίνει κατηγορία ή αθώωση. Η ως άνω εκτεθείσα ερμηνευτική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία το δεδικασμένο έχει δικονομικό χαρακτήρα, αποτελώντας ειδικότερα αρνητική δικονομική προϋπόθεση, δε στερείται πρακτικών συνεπειών. Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για συνέπειες που εκφράζουν γενικότερες διαφορές ανάμεσα στο ουσιαστικό και στο δικονομικό ποινικό δίκαιο. 47 Έτσι, η ισχύς της θεμελιώδους αρχής in dubio pro reo (εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου) αμφισβητείται στο χώρο των προϋποθέσεων της ποινικής δίκης και ιδιαίτερα στην περιοχή του δεδικασμένου 48. Στο χώρο του ποινικού δικονομικού δικαίου δεν ισχύουν κατά την κρατούσα άποψη 49 οι απαγορεύσεις της in malam partem αναλογίας και της 45 Βλ. άρθρα 310 παρ. 1 εδ. β και 370 β Κ.Π.Δ. 46 Βλ. άρθρα 486 παρ. 1 α και 506 α Κ.Π.Δ. που κάνουν λόγο για αθωωτική απόφαση, ενώ και τα άρθρα 478 παρ. 1γ και 482 παρ. 1 Α γ Κ.Π.Δ., όπως είχαν πριν από την κατάργησή τους με το ν. 3160/2003, μιλούσαν για βούλευμα που αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία. Έτσι Μαργαρίτης ό.π., σ. 184 υποσημ. 68 και 69 και σ. 300-301. 47 Για τα αμέσως ακολουθούντα βλ. Μαργαρίτη Λ. ό.π., σ. 183-184 και Ανδρουλάκη ό.π., σ. 11-12 και Παπαδόπουλο ό.π., σ.61. 48 Βλ. σχετικά Χαραλαμπάκη, Αμφιβολίες ως προς τις προϋποθέσεις της ποινικής δίκης θεωρητική ενασχόληση με την αρχή in dubio pro reo, σ. 118 επ., ο οποίος τοποθετείται υπέρ της εφαρμογής της εν λόγω αρχής και στις περιπτώσεις αμφιβολιών ως προς την ύπαρξη του δεδικασμένου, σ. 126-127. Το ίδιο δέχεται για τις προϋποθέσεις της ποινικής δίκης, περιλαμβανομένων και των αρνητικών, όπως το δεδικασμένο, ο Ανδρουλάκης ό.π., σ. 234-235. 49 Βλ. σχετικά Μαργαρίτη Λ. ό.π., σ. 183 υποσημ. 61. 10

αναδρομικής εφαρμογής, οι οποίες πηγάζουν από το θεμελιώδες, συνταγματικής περιωπής (7 παρ. 1 εδ. α Σ), αξίωμα nullum crimen nulla poena sine lege (και δη sine lege stricta / praevia) 50. Τέλος, ο αναιρετικός λόγος των άρθρων 484 παρ. 1 β και 510 παρ. 1 Ε Κ.Π.Δ. για εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης δεν αφορά τις περιπτώσεις δικονομικών παραβάσεων, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν είτε σε κάποια μορφή ακυρότητας 51 είτε σε υπέρβαση εξουσίας 52.Βέβαια, όσον αφορά το δεδικασμένο και δη την παραβίασή του υφίσταται αυτοτελής λόγος αναιρέσεως, κάτι το οποίο θα εξετασθεί στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο της παρούσης. IV. Εφαρμογή του δεδικασμένου Το δεδικασμένο, όντας αρνητική δικονομική προϋπόθεση, λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και μάλιστα σε κάθε στάση της δίκης. Το τελευταίο ευθύς μόλις διαπιστώσει την ύπαρξη δεδικασμένου οφείλει να κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη σύμφωνα με τις προμνημονευθείσες διατάξεις των άρθρων 57 παρ. 3, 310 παρ. 1 εδ. γ και 370 γ Κ.Π.Δ. 53. Βέβαια, η παραβίαση του δεδικασμένου μπορεί να προταθεί και από οποιονδήποτε διάδικο 54, έστω και αν αυτός δεν έχει έννομο συμφέρον 55, πάλι σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, αλλά και τον πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου ως λόγος αναίρεσης του 50 Αντίθετοι οι Ανδρουλάκης ό.π., σ. 18, Μαργαρίτης Λ. Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα Γ έκδοση 2005, σ. 66-67 και Καρράς ό.π., σ. 54, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αναλογία και αναδρομικότητα απαγορεύονται, εφόσον καθιστούν χειρότερη τη θέση του κατηγορουμένου. 51 Βλ. άρθρα 484 παρ. 1 α και 510 παρ. 1 Α που αφορούν τις απόλυτες ακυρότητες και τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1Β σχετικά με τις μη καλυφθείσες σχετικές ακυρότητες και την έλλειψη ακροάσεως του άρθρου 170 παρ. 2 Κ.Π.Δ. 52 Βλ. άρθρα 484 παρ. 1 στ και 510 παρ. 1 Η Κ.Π.Δ. 53 Βλ. σχετικά Μπουρόπουλο ό.π., σ. 285-286, Μπάκα ό.π., σ. 49 Δέδε ό.π., σ. 236 και Παπαδόπουλο ό.π., σ. 62. 54 Βλ. Μπάκα ό.α.π. και Ζησιάδη Ι. ό.π., σ. 438. 55 Έτσι Ζησιάδης Ι. ό.α.π. 11

βουλεύματος ή της αποφάσεως 56 (άρθρα 484 παρ. 1γ και 510 παρ. 1 ΣΤ Κ.Π.Δ.). Εκείνο που χρειάζεται εδώ να προσεχθεί είναι ότι εκείνος που επικαλείται την παραβίαση του δεδικασμένου πρέπει να την αποδείξει εγγράφως με προσαγωγή της σχετικής αποφάσεως και βεβαιώσεως ότι αυτή κατέστη αμετάκλητη 57.Πέραν των ανωτέρω, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως την τυχόν παραβίαση του δεδικασμένου, και αν ακόμη, δηλαδή, δεν προτάθηκε ως λόγος αναίρεσης, όπως ρητά ορίζει το άρθρο 511 Κ.Π.Δ. 58 Μάλιστα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο ο Άρειος Πάγος οφείλει να λάβει υπόψη του ακόμη και το δεδικασμένο που βασίζεται σε απόφαση που κατέστη αμετάκλητη μετά τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, η οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να το λάβει υπόψη της. 59,60 Περαιτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι και η απόφαση που εσφαλμένως αναγνωρίζει την ύπαρξη δεδικασμένου και συνεπεία, αυτού κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη είναι αναιρετέα για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 484 παρ. 1 στ και 510 παρ. 1 Η Κ.Π.Δ. 61 Τέλος, ορθά επισημαίνεται 62 ότι το δεδικασμένο έχει εφαρμογή και κατά την εκτέλεση. Έτσι, εάν υφίστανται κατά του αυτού προσώπου περισσότερες από μια αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις, για την ίδια πράξη, τότε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 550 Κ.Π.Δ., εκτελείται μόνο εκείνη που επιβάλλει την ελαφρότερη ποινή. Αν όλες οι αποφάσεις επιβάλλουν την ίδια ποινή κατ είδος και διάρκεια, τότε εκτελείται 56 Βλ. Μπάκα ό.π., σ. 49 και Μπουρόπουλο ό.π., σ. 285-286. 57 Έτσι ακριβώς Μαργαρίτης Λ. σε 100 πρακτικά θέματα Ποινικής δικονομίας, πρακτικό 80 ο, σ. 168, και Μεταξάς ό.π., σ. 183. Αντίθετος ο Χαραλαμπάκης ό.π., σ. 126. 58 Αρκεί, βέβαια, να είναι παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης και να εμφανισθεί ο αναιρεσείων (άρθρο 511 Κ.Π.Δ.) 59 Βλ. σχετικά Μπάκα ό.π., σ. 49 Κι Μπουρόπουλο ό.π., σ. 286 60 Και αυτό γιατί το δεδικασμένο είναι, όπως και η παραγραφή, θεσμός δημοσίας τάξεως βλ. τους συγγραφείς της ανωτέρω υποσημ. 61 Έτσι Μπουρόπουλο ό.α.π. 62 Από τον Μπουρόπουλο ό.α.π. 12

εκείνη που πρώτη έγινε αμετάκλητη. 63 Αν, παρά ταύτα, έχει αρχίσει ήδη η εκτέλεση της αποφάσεως που επιβάλει τη βαρύτερη ποινή, τότε το εκτιθέν τμήμα θα αφαιρεθεί από την ελαφρότερη ποινή, η οποία τελικά θα εκτιθεί. 64 Αντίθετα αν για την ίδια πράξη υφίστανται δύο αμετάκλητες αποφάσεις εκ των οποίων η μία είναι αθωωτική ενώ η άλλη καταδικαστική, ανακύπτει περίπτωση επανάληψης της διαδικασίας υπέρ του καταδικασθέντος, σύμφωνα με το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 4 η Κ.Π.Δ., εφόσον το απαλλακτικό δεδικασμένο ήταν άγνωστο τόσο στο καταδικάσαν δικαστήριο όσο και στον καταδικασθέντα, χωρίς να ενδιαφέρει αν η αθωωτική απόφαση κατέστη αμετάκλητη πριν ή μετά την αμετάκλητη καταδίκη. 65 V. Οι διακρίσεις του δεδικασμένου Όπως αναφέρθηκε στο σχετικό με την έννοια του δεδικασμένου κεφάλαιο, το τελευταίο όντας σύμφυτο με την αρχή της άπαξ εκδικάσεως (non bis in idem) απαγορεύει την επανάκριση μιας υπόθεσης που έχει ήδη κριθεί αμετάκλητα. Αυτή η απαγόρευση, η οποία εισάγεται στο ισχύον δικονομικό δίκαιο με τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 Κ.Π.Δ. περιγράφει τη λεγόμενη αρνητική λειτουργία του ουσιαστικού δεδικασμένου. Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση των προϋποθέσεων που απαιτούνται προκειμένου να βρει έδαφος εφαρμογής η ως άνω απαγόρευση κρίνεται σκόπιμο να παρουσιασθούν ορισμένες 63 Έτσι, Μαργαρίτης σε Μαργαρίτη Παρασκευοπούλου Ποινολογία Ζ έκδοση 2005, σ. 533-534 και Μεταξάς ό.π., σ. 190 64 Βλ. σχετικά Μπουρόπουλο ό.π., σ. 286 65 Έτσι ακριβώς Μπουρόπουλος ό.α.π. και Μεταξάς ό.π., σ. 190 βλ. και την λίαν πρόσφατη Α.Π. 2284/2008, Ποιν. Χρον. 2009, σ. 838-839, όπου τονίζεται ότι αν το αθωωτικό δεδικασμένο συνετελέσθη πριν καταστεί αμετάκλητη η καταδίκη πρέπει αυτό να ήταν άγνωστο στο καταδικάσαν δικαστήριο, ώστε να μη μπορεί να ληφθεί απ αυτό υπόψη, και στον καταδικασθέντα, ώστε να μη μπορεί να προβληθεί απ αυτόν, ή τέλος να μην έλαβε ο καταδικασθείς γνώση της δίκης στην οποία συντελέσθηκε η αμετάκλητη καταδίκη ώστε να μπορεί να το προβάλλει. 13

εννοιολογικές διακρίσεις του δεδικασμένου στις οποίες έχει προχωρήσει η επιστήμη του ποινικού δικονομικού δικαίου. Έτσι, το ποινικό δεδικασμένο μπορεί να νοηθεί διττώς α) ως τυπικό και β) ως ουσιαστικό. Το τυπικό δεδικασμένο αναφέρεται στην οριστική περάτωση της εκκρεμούς δίκης και σημαίνει ότι η απόφαση (ή το βούλευμα) καθίσταται πλέον απρόσβλητη με τα προβλεπόμενα στον Κ.Π.Δ ένδικα μέσα 66 (έφεση και αναίρεση, άρθρο 462 Κ.Π.Δ.), ήτοι αμετάκλητη (άρθρο 546 παρ. 2 Κ.Π.Δ.). Ως συνέπειες του τυπικού δεδικασμένου μπορούν να αναφερθούν οι εξής: 1) ο τελικός τερματισμός της διαδικασίας, η οποία ξεκίνησε, ως ελέχθη, με την κίνηση της ποινικής δίωξης 67. 2) Η εκτελεστότητα των καταδικαστικών αποφάσεων 68 (546 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 546 παρ. 1 Κ.Π.Δ. οι καταδικαστικές αποφάσεις 69 εκτελούνται μόλις καταστούν αμετάκλητες, σε αντίθεση με τις αθωωτικές αποφάσεις οι οποίες εκτελούνται μετά την απαγγελία δημοσίευσή τους, τουλάχιστον όσον αφορά τη διάταξη που αναφέρεται στην απόλυση του αθωωθέντος κατηγορουμένου 70 που δεν μπορεί να κρατηθεί για άλλη αιτία. Πρόκειται για κανόνα που βρίσκεται σε συμφωνία με το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου (6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α.), το οποίο ανατρέπεται οριστικά μόνον με την αμετάκλητη 66 Έτσι Παπαδόπουλος ό.π., σ. 63 και Καρράς ό.π., σ. 314 υποσημ. 73. 67 Κονταξής ό.π., σ. 580 και Δέδες ό.π., σ. 233. 68 Έτσι Κονταξής ό.π., σ. 580, Δέδες ό.π., σ. 233 και Παπαδόπουλος ό.π., σ. 63. Αντίθετα, οι Μπουρόπουλος ό.π., σ. 273, Μεταξάς ό.π., σ. 181 και Μπάκας ό.π., σ. 48 θεωρούν την εκτελεστότητα της αποφάσεως ως τη θετική λειτουργία του ουσιαστικού δεδικασμένου. Η γνώμη των τελευταίων συγγραφέων ελέγχεται ως εσφαλμένη, καθώς το εκτελεστόν της απόφασης συνδέεται με το αμετάκλητό της, δηλαδή με το γεγονός ότι δεν υπόκειται πλέον σε προσβολή (τυπικό δεδικασμένο) και όχι με την επενέργεια του περιεχομένου της αποφάσεως σε μια μεταγενέστερη δίκη με το ίδιο αντικείμενο (ουσιαστικό δεδικασμένο). 69 Ως τέτοιες παγίως θεωρούνται εκείνες που και ενοχή αναγνωρίζουν και ποινή επιβάλλουν, βλ. Μαργαρίτη Λ. Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα Γ έκδοση 2005, σ. 161 και σε Μαργαρίτη- Παρασκευόπουλου Ποινολογία Ζ έκδοση 2005, σ. 520-521. 70 Έτσι Μαργαρίτης Λ. ό.π., σ. 520 και Κονταξής Κώδικας Ποινικής Δικονομίας τόμος ΙΙ Δ έκδοση 2006, σ. 3429. 14

καταδίκη. 71 Δυστυχώς,όμως, ο κανόνας αυτός είναι διάτρητος από εξαιρέσεις 72, δηλαδή από περιπτώσεις όπου οι καταδικαστικές αποφάσεις εκτελούνται και πριν αυτές καταστούν αμετάκλητες, κάτι που δεν συνάδει, όπως αμέσως παραπάνω ειπώθη, με τον αυξημένης τυπικής ισχύος κανόνα του άρθρου 6 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α. (τεκμήριο αθωότητας). Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις των άρθρων 341 παρ. 2. εδ. α, 429 παρ. 2, 471 παρ. 2, 497 παρ. 2, 6 και 507 παρ. 4 Κ.Π.Δ., 73,74 όπου γίνεται λόγος για προσωρινή εκτέλεση η οποία παύει όταν γίνει δεκτό το τυχόν ασκηθέν ένδικο μέσο. 75 3) Η καταχώρηση των αποφάσεων και των βουλευμάτων στο ποινικό μητρώο (άρθρο 574 παρ. 2β Κ.Π.Δ.). 76 4) Αποτελεί προϋπόθεση για την επέλευση του ουσιαστικού δεδικασμένου, η επενέργεια του οποίου, όπως ρητά ορίζει το άρθρο 57 παρ. 1 Κ.Π.Δ., στηρίζεται σε αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα. 77 Αντίθετως,το ουσιαστικό δεδικασμένο αναφέρεται στην επίδραση του περιεχομένου μιας απόφασης σε μια μεταγενέστερη δίκη με το ίδιο αντικείμενο. 78 Πιο συγκεκριμένα, η επίδραση αυτή μπορεί να είναι είτε αρνητική απαγορεύοντας κάθε νέα δίωξη του αυτού προσώπου για την ίδια πράξη 79 (αρνητική λειτουργία του ουσιαστικού 71 Βλ. Μαργαρίτη Λ. Ποινική Δικονομία ό.π., σ. 245-246 και υποσημ. 6. 72 Εξαιρέσεις οι οποίες βρίσκουν έρεισμα στην τελευταία φράση της παρ. 1 του άρθρου 546 παρ. 1 Κ.Π.Δ. «εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά σε ειδικές περιπτώσεις». 73 Στα θετικά σημεία καταγράφεται η δυνατότητα αναστολής είτε από τον εισαγγελέα (341 παρ. 2 εδ. β, 429 παρ. 3 Κ.Π.Δ.) είτε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (497 παρ. 2 εδ. τελ., 497 παρ. 7 Κ.Π.Δ.) είτε τέλος από το εκδόν την απόφαση δικαστήριο (471 παρ. 2 εδ. β Κ.Π.Δ.) σε πρίπτωση άσκησης ένδικου μέσου (έφεσης αναίρεσης) ή ένδικου βοηθήματος (αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας). 74 Βλ. σχετικά Κονταξή ό.π., σ. 3426 και Παπαδόπουλο ό.π., σ. 63 υποσημ. 30. 75 Έτσι Κονταξής ό.α.π. 76 Έτσι Παπαδόπουλος ό.π., σ. 63 και Δέδες ό.π., σ. 233. 77 Παπαδόπουλος ό.α.π., Καρράς ό.π., σ. 315 υποσημ. 76, Μαργαρίτης Μιχαήλ, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (σχολιασμένος) 2009, σ. 108 πλαγιάριθμος 2. 78 Καρράς ό.π., σ. 314 υποσημ. 73, Παπαδόπουλος ό.π., σ. 63. 79 Καρράς ό.α.π., Παπαδόπουλος ό.α.π., Κονταξής Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Τόμος Ι, έκδοση Δ 2006, σ. 580. Οι Μπουρόπουλος ό.π., σ. 273, Μεταξάς ό.π., σ. 181 και Μπάκας ό.π., σ. 48 αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι η αρνητική ενέργεια του ουσιαστικού δεδικασμένου, η οποία προσδιορίζεται στο άρθρο 57 εμποδίζει τη νέα ποινική δίωξη του ίδιου προσώπου για την ίδια αξιόποινη πράξη («κωλύον νέαν του αυτού προσώπου για την αυτήν αξιόποινον πράξιν ποινικήν δίωξιν»). Ο επιθετικός 15

δεδικασμένου, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 57 παρ. 1 και θα μας απασχολήσει στη συνέχεια), είτε θετική, επηρεάζοντας το περιεχόμενο της απόφασης της νέας διαδικασίας, όταν η νέα δίωξη για την ίδια πράξη αφορά διαφορετικό πρόσωπο (θετική λειτουργία του ουσιαστικού δεδικασμένου). 80 Κατά τον Δέδε 81 η θετική λειτουργία του ουσιαστικού δεδικασμένου συνιστάται στην επιρροή την οποία ασκεί η απόφαση επί της ουσίας, όταν γεννάται ζήτημα αληθείας των κριθέντων γεγονότων. Ωστόσο, η θετική αυτή λειτουργία του ουσιαστικού δεδικασμένου αμφισβητείται, διότι όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται 82, στην τελευταία περίπτωση «δεν πρόκειται για το δεδικασμένο που με τον έναν ή άλλον τρόπο δεσμεύει ή επηρεάζει το δικαστή σε μια άλλη ποινική δίκη, αφού δε νοείται δεδικασμένο για πραγματικά γεγονότα, αλλά για την αυξημένη αποδεικτική δύναμη του εγγράφου της δικαστικής απόφασης ως προς τα γεγονότα που διαπιστώνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού ως αληθή ή αναληθή». Η ως άνω εκδοχή ορθά σημειώνει ότι τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση δεν αποτελούν δεδικασμένο 83 αλλά από την άλλη οφείλει κανείς να παρατηρήσει ότι τα έγγραφα 84 στην ποινική δίκη δεν έχουν αυξημένη αποδεικτική δύναμη αλλά εκτιμώνται ελευθέρως, σύμφωνα με το άρθρο 177 Κ.Π.Δ. (αρχή της ηθικής απόδειξης), όπως και τα λοιπά προσδιορισμός «αξιόποινη» μάλλον τέθηκε εκ παραδρομής και είναι εσφαλμένος καθώς, όπως θα αναφερθεί και στο σχετικό κεφάλαιο, η πράξη ενδιαφέρει ως ιστορικό-πραγματικό γεγονός και όχι ως έγκλημα, ήτοι αξιόποινη πράξη (idem factum και όχι idem crimen). Άλλωστε, το άρθρο 57 παρ. 1 ορίζει σχετικώς ότι δεν μπορεί να ασκηθεί νέα δίωξη για την ίδια πράξη και αν ακόμη δοθεί διαφορετικός χαρακτηρισμός σε αυτή. Δεν είναι ορθό, λοιπόν, να λέμε ότι εμποδίζεται νέα δίωξη για την ίδια αξιόποινη πράξη, γιατί εξ αυτού συνάγεται ότι αν αλλάξει η αξιόποινη πράξη, δηλαδή ο νομικός χαρακτηρισμός, αίρεται το κώλυμα, κάτι το οποίο προσκρούει ευθέως στο ρητό κανόνα του άρθρου 57 παρ. 1 Κ.Π.Δ. 80 Βλ. τους τρεις πρώτους συγγραφείς της προηγούμενης υποσημ. 81 Βλ.ό.π., σ. 233 και υποσημ. 163. 82 Από τον Κονταξή ό.π., σ. 580. ο οποίος μεταφέρει απόψεις του Μπέη, βλ. και Θεοδωράκη Γ., Το δεδικασμένο στην Ποινική Δίκη 1986, σ. 7-8 83 βλ. Κονταξή ό.π., σ. 597 και Θεοδωράκη ό.π., σ. 79 και την Α.Π. 189/1955 Ποιν. Χρον. 1955, σ. 381 στην οποία οι ανωτέρω συγγραφείς παραπέμπουν. 84 Βλ. άρθρο 178 στ Κ.Π.Δ. 16

αποδεικτικά μέσα. Και οι τρεις, 85 λοιπόν, σκιαγραφηθείσες θέσεις περί θετικής λειτουργίας του δεδικασμένου φαίνεται πως παρουσιάζουν τρωτά σημεία και δεν μπορούν να πείσουν εύκολα. Τέλος, κατά τον Ανδρουλάκη 86 η θετική λειτουργία έγκειται στο ότι η αμετάκλητη κρίση μιας πράξης ασκεί δεσμευτική επιρροή σε μια άλλη ποινική δίκη (δίκη άλλου κατηγορουμένου), αναφέροντας ως παράδειγμα την περίπτωση των άρθρων 59 Κ.Π.Δ και 366 παρ. 2 Π.Κ. Πράγματι, μόνο στην περίπτωση του άρθρου 366 παρ. 2 Π.Κ. μπορεί η απόφαση μιας δίκης να ασκήσει δεσμευτική επιρροή σε μια άλλη δίκη με διαφορετικό κατηγορούμενο, διότι, όπως δέχεται πάγια η νομολογία 87, η αμετάκλητη δικαστική απόφαση επί προδικαστικού ζητήματος, για την έκδοση της οποίας έχει λάβει χώρα αναβολή κατά το άρθρο 59 Κ.Π.Δ., δημιουργεί δεδικασμένο μόνο στις ρητώς από το νόμο προβλεπόμενες περιπτώσεις, όπως είναι αυτή του άρθρου 366 παρ. 2 Π.Κ., ενώ στις υπόλοιπες εκτιμάται ελεύθερα μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Ορθώς, λοιπόν, αμφισβητείται η συγκεκριμένη λειτουργία, η οποία μόνον στης περίπτωση της αποδεικτικής «υπόδειξης» του άρθρου 366 παρ. 2 Π.Κ. φαίνεται πως μπορεί να στηρίξει το περιεχόμενό της. Πέραν των ανωτέρω το δεδικασμένο, και δη το τυπικό, υπόκειται σε περαιτέρω διακρίσεις. Ειδικότερα, όταν μια απόφαση δε μπορεί να προσβληθεί με τα προβλεπόμενα στον Κ.Π.Δ. ένδικα μέσα από οποιοδήποτε δικαιούμενο σε αυτά πρόσωπο ή σε 85 Η άποψη, δηλαδή, Καρρά-Παπαδόπουλου, η άποψη Δέδε και η άποψη Κονταξή-Μπέη, ενώ υπενθυμίζεται ότι η θετική λειτουργία του ουσιαστικού δεδικασμένου δεν μπορεί να αφορά το εκτελεστόν της απόφασης, όπως υποστηρίζουν οι Μπουρόπουλος, Μεταξάς και Μπάκας, καθώς το τελευταίο ως ελέχθη, συνιστά συνέπεια του τυπικού δεδικασμένου (αμετακλήτου). 86 ό.π., σ. 182 υποσημ. 343. 87 Βλ. Συμβ. Πλημ. Θεσ/νίκης 1658/1990, Υπερ. 1991, σ. 251 με πρόταση Δασκαλόπουλου και την πρόσφατη και ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη Διατ. Εισ.Ναυτ. Πειρ. 28/2008 (αντιεισαγγελέως Δουβλέκα Γ.), Ποιν. Δικ. 2009, σ. 181 (182), αλλά και Ζησιάδη Ι. ό.π., σ. 401 και Κονταξή ό.π., σ. 590-591 υποσημ. 7. Ο τελευταίος χαρακτηριστικά επισημαίνει ότι το περιεχόμενο μιας αμετάκλητης απόφασης δε δεσμεύει μια νέα δίκη, όταν αυτή έχει ως αντικείμενο μια διαφορετική πράξη στο πλαίσιο της οποίας η αμετακλήτως κριθείσα πράξη αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της επιμέρους δίκης. Όπου ο νομοθέτης θέλησε το αντίθετο το όρισε ρητά (π.χ. 366 παρ. 2 Π.Κ.) πράγμα όμως που ταυτόχρονα επιβεβαιώνει την ανωτέρω διαπίστωση. 17

οποιοδήποτε μέρος της, το δεδικασμένο που δημιουργείται καλείται απόλυτο ή ολικό. 88 Αν, όμως, η απόφαση δεν μπορεί να προσβληθεί από ορισμένο μόνο δικαιούχο, ενώ αντίθετα υπάρχει δυνατότητα προσβολής της από άλλους (όπως π.χ. συμβαίνει όταν παρέρχεται η προθεσμία άσκησης αναίρεσης για τον παρόντα κατηγορούμενο, η οποία είναι 10 ημέρες ή 20 ημέρες, 89 όχι όμως για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία είναι ενός μηνός 90 ) γίνεται λόγος για σχετικό ή σχετικό υποκειμενικό δεδικασμένο, το οποίο αφορά μόνο το πρόσωπο που δεν έχει δυνατότητα προσβολής της απόφασης 91. Περαιτέρω, αν προσβλήθηκε με ένδικο μέσο τμήμα μόνον της αποφάσεως (π.χ. ένα μόνο από τα συρρέοντα εγκλήματα 92 που συνεκδικάσθηκαν) και όχι το σύνολό της, προκύπτει μερικό ή σχετικό αντικειμενικό δεδικασμένο, το οποίο αφορά το τμήμα (ή τα τμήματα) που δεν προσβλήθηκε (προσβλήθηκαν). 93 Σχετική είναι και η διάκριση σε οριζόντιο και κάθετο δεδικασμένο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται 94 ότι κάθετο δεδικασμένο υφίσταται όταν ο κατηγορούμενος ασκεί ένδικο μέσο μόνο για ένα από τα συρρέοντα εγκλήματα για τα οποία καταδικάσθηκε (όπως αναφέρθηκε στο ανωτέρω παράδειγμα, όπου το δεδικασμένο εκτός από μερικό σχετικό αντικειμενικό χαρακτηρίζεται και ως κάθετο). Αντίθετα, για οριζόντιο δεδικασμένο γίνεται λόγος όταν προσβάλλεται με ένδικο μέσο μόνον ένα τμήμα 88 Έτσι ακριβώς Καρράς ό.π., σ. 316-317 και Παπαδόπουλος ό.π., σ. 63. 89 βλ. άρθρο 473 παρ. 1 κ 2 ειδικά για την καταδικαστική απόφαση. 90 βλ. άρθρα 505 παρ. 2, 483 παρ. 2 και 479 παρ. 2 Κ.Π.Δ. Υπενθυμίζεται ότι η αφετηρία της προθεσμίας για την άσκηση αναίρεσης είναι κοινή τόσο για τον κατηγορούμενο όσο και για τον εισαγγελέα του Α.Π. και ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 (καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο τηρούμενο ειδικό βιβλίο), βλ. σχετικά Μαργαρίτη Λ. Ποινική Δικονομία ό.π., σ. 102, 104-105 υποσημ. 41 α και Παπαδαμάκη ό.π., σ. 538-542. 91 Έτσι Καρράς ό.π., σ. 317 και υποσημ. 82, Παπαδόπουλος ό.π. 63 και Μπουρόπουλος ό.π., σ. 276. 92 Η διάταξη του άρθρου 491 Κ.Π.Δ. δεν εμποδίζει τον κατηγορούμενο από το να περιορίσει την έφεσή του σε ορισμένο-α από τα συρρέοντα εγκλήματα, εφόσον οι επιμέρους ποινές είναι του ύψους που απαιτεί ο νόμος, βλ. Μαργαρίτη σε Μαργαρίτη Παρασκευόπουλου Ποινολογία Ζ έκδοση 2005, σ. 379 υποσημ. 63, ο ίδιος σε 100 πρακτικά θέματα ποινικής δικονομίας, πρακτικό 39 ο, σ. 81-82 93 βλ. τους αναφερόμενους στην υποσημ. 91 συγγραφείς. 94 Από τον Παπαδόπουλο ό.π., σ. 64 υποσημ. 33 18

της απόφασης ως προς ένα ή ως προς περισσότερα εγκλήματα, όπως π.χ. συμβαίνει όταν προσβάλλεται μόνον το περί ποινής τμήμα της απόφασης και όχι και εκείνο περί ενοχής. 95 Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι η διάταξη του άρθρου 469 Κ.Π.Δ., η οποία καθιερώνει το λεγόμενο επεκτατικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων, 96 περιορίζει την έκταση του λεγόμενου σχετικού (ή σχετικού υποκειμενικού) δεδικασμένου και τούτο διότι επεκτείνει την ωφέλεια 97 από το ασκηθέν ένδικο μέσο και σε εκείνους που δεν το άσκησαν βελτιώνοντας έτσι τη θέση τους, η οποία σε αντίθετη περίπτωση θα παρέμενε αμετάβλητη μιας και η απόφαση θα είχε καταστεί αμετάκλητη ως προς αυτούς. 98 Με άλλα λόγια η διάταξη του άρθρου 469 Κ.Π.Δ. εμποδίζει την επέλευση του αμετάκλητου και ως εκ τούτου και του σχετικού υποκειμενικού δεδικασμένου ως προς τους μη ασκήσαντες ένδικο μέσο. 99 VI. Οι προϋποθέσεις του ποινικού (ουσιαστικού) δεδικασμένου κατά το άρθρο 57 παρ. 1 Κ.Π.Δ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 Κ.Π.Δ., η οποία κατοχυρώνει την αρνητική λειτουργία του ουσιαστικού δεδικασμένου, δηλαδή την απαγόρευση νέας ποινικής δίωξης του αυτού προσώπου για την ίδια πράξη, αν κάποιος αμετάκλητα καταδικάστηκε ή αθωώθηκε ή έπαυσε η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την 95 Βλ. Παπαδόπουλο ό.α.π. 96 Για μια εκτενή παρουσίαση και ερμηνευτική ανάλυση του επεκτατικού αποτελέσματος βλ. μεταξύ άλλων Μαργαρίτη Λ. Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα έκδοση Γ 2005, σ. 330-362 και Παπαδαμάκη ό.π., σ. 586-602. 97 Εννοείται εφόσον συντρέχουν οι τασσόμενες προϋποθέσεις. 98 βλ. σχετικά Παπαδόπουλο ό.π., σ. 64. 99 βλ. και Μπουρόπουλο ό.π., σ. 276, ο οποίος τονίζει ότι η απόφαση καθίσταται αμετάκλητος ως προς τους μη ασκήσαντες και παράγει ως προς αυτούς μόνον δεδικασμένον (σχετικό υποκειμενικό δεδικασμένο), εφόσον το ασκηθέν υπό του ενός ένδικο μέσο δεν εκτείνεται, σύμφωνα με το άρθρο 469 Κ.Π.Δ., και σε αυτούς. 19

ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σε αυτή διαφορετικός (νομικός) χαρακτηρισμός. Εκ της ανωτέρω διατάξεως σαφώς συνάγεται ότι για την ύπαρξη του ουσιαστικού δεδικασμένου απαιτούνται σωρευτικά οι εξής τρεις προϋποθέσεις: 100 α) αμετάκλητη απόφαση 101 (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για την βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ασκηθείσα ποινική δίωξη, β) ταυτότητα πράξεως και γ) ταυτότητα προσώπου. Για τη συνδρομή του δεδικασμένου πρέπει να συντρέχουν και οι τρεις ανωτέρω προϋποθέσεις, απαιτείται, δηλαδή, όπως και παραπάνω επισημάνθηκε, σωρευτική συνδρομή. Εάν, ωστόσο, συντρέχουν όλες οι λοιπές προϋποθέσεις του δεδικασμένου, πλην της πρώτης, ήτοι πλην του αμετακλήτου της αποφάσεως, υφίσταται εκκρεμοδικία, η οποία οδηγεί και αυτή στην κήρυξη της ποινικής δίωξης ως απαράδεκτης. 102 Στη συνέχεια ακολουθεί ερμηνευτική ανάλυση των ανωτέρω προϋποθέσεων με τη σειρά που αναφέρθηκαν. VI. A. Αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Δεδικασμένο παράγουν οι αποφάσεις των ημεδαπών δικαστηρίων αλλά και εκείνες των αλλοδαπών, εφόσον για τις τελευταίες συντρέχουν οι όροι του άρθρου 9 παρ. 1 α και παρ. 2 Π.Κ. 103 Για να βρει έδαφος εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 9 100 βλ. σχετικά από τη θεωρία Μεταξά ό.π., σ. 181-182, Μπάκα ό.π., σ. 50, Ζησιάδη Ι. ό.π., σ. 420, Δέδε ό.π., σ. 234, Κονταξή ό.π., σ. 580-581 και Παπαδόπουλο ό.π., σ. 64 και ενδεικτικά από την πρόσφατη νομολογία Α.Π. 60/1999, Ποιν. Χρον. 1999, σ. 308, Α.Π. 480/1999, Ποιν. Χρον. 2000, σ. 74, Α.Π. 628/2000 Ποιν. Χρον. 2001μ σ. 23 (24), Α.Π. 1570/2002 Ποιν. Χρον. σ. 520 (521), Α.Π. 1048/2005, Ελλ. Δικ. 2005 σ. 1575, Α.Π. 1/2007 Ποιν. Χρον. 2007, σ. 910 (911), Α.Π. 19/2007 Ποιν. Χρον. 2008, σ. 345, Α.Π. 2257/2008, Ποιν. Χρον. 2009, σ. 830. 101 Δηλαδή, απόφαση η οποία, ως μη υποκείμενη σε προσβολή, δημιουργεί τυπικό δεδικασμένο βλ. Καρρά ό.π., σ. 315 υποσημ. 76. 102 βλ. Α.Π. 767/2001 Ποιν. Χρον. 2002, σ. 240 (241). Περισσότερα για το θεσμό της εκκρεμοδικίας βλ. σε Μαργαρίτη Λ., η εκκρεμοδικία ως δικονομική προϋπόθεση της ποινικής δίκης, Ποιν. Δικ. 2005, σ. 65. 103 Έτσι Μπουρόπουλος ό.π., σ. 274 και υποσημ. 2 και Ζησιάδης Ι., σ. 422. 20

παρ. 1 α Π.Κ. θα πρέπει i) η πράξη να τελέσθηκε εξ ολοκλήρου στην αλλοδαπή 104 και 105 ii) ο υπαίτιος, ο οποίος δικάσθηκε στην αλλοδαπή, είτε αθωώθηκε αμετακλήτως, είτε καταδικάσθηκε αμετακλήτως και εξέτισε ολόκληρη την ποινή του. Ως αθώωση νοείται η μετά από έρευνα της ουσίας μη επιβολή ποινής και όχι η κήρυξη της ποινικής δίωξης ως απαράδεκτης ή η αμνήστευση της πράξης με αλλοδαπό νόμο. 106 Εκείνο που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα είναι ότι στην περίπτωση της καταδίκης η διάταξη απαιτεί ολική έκτιση της ποινής, πράγμα που σημαίνει ότι δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που χώρησε αναστολή της ποινής υπό όρο ή απόλυση υπό όρο. 107 Η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 α Π.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται για τις προβλεπόμενες στο άρθρο 8 Π.Κ. (αρχή παγκόσμιου ενδιαφέροντος ή παγκόσμιας δικαιοσύνης) πράξεις, όπως ρητά ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 9. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι υποστηρίζεται πως μετά την κύρωση του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα με το ν. 2462/1997 οι αποφάσεις αλλοδαπών ποινικών δικαστηρίων παράγουν δεδικασμένο στην Ελλάδα άνευ ετέρου, δηλαδή ακόμα και όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 8 και 9 Π.Κ., άποψη η οποία βρίσκει νομικό έρεισμα στη διάταξη του 104 Αν, όμως, η πράξη τελέσθηκε, σύμφωνα με τον Ελληνικό νόμο (άρθρο 16 Π.Κ.) και στην Ελλάδα (αν, δηλαδή, διαπράχθηκε στην ημεδαπή η αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη, ή αν επήλθε στη χώρα μας το αξιόποινο αποτέλεσμα), η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 α Π.Κ. δε βρίσκει έδαφος εφαρμογής και ως εκ τούτου δεν κωλύεται νέα δίωξη και δίκη στην ημεδαπή, βλ. σχετικά Μαργαρίτη Μιχαήλ Κώδικας Ποινικής Δικονομίας 2009, σ. 110, πλαγ. 9. 105 Απαιτείται, δηλαδή, σωρευτική συνδρομή των δύο προϋποθέσεων. 106 Έτσι Μαργαρίτης Μ. ό.π., σ. 110, πλαγ.10. Πρέπει να σημειωθεί ότι για την περίπτωση της παραγραφής της πράξης ή της ποινής υπάρχει η ειδική διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1β (η παραγραφή κρίνεται, πάντως, κατά το αλλοδαπό δίκαιο) ενώ για εκείνη της έλλειψης της έγκλησης, όταν αυτή είναι απαραίτητη κατά τον αλλοδαπό νόμο για τη δίωξη, η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 γ Π.Κ. 107 Έτσι και Μαργαρίτης Μ. ό.π., σ. 110, πλαγ. 10, βλ. όμως και Κονταξή ό.π., σ. 595 όπου αναφέρεται (με παραπομπή σε σχετική νομολογία, Πλημ. Πειρ. 694/1980 Ποιν. Χρον. 1981, σ. 596) ότι σε περίπτωση που απελύθη υφ όρον ο καταδικασθείς από αλλοδαπό δικαστήριο παράγεται και στην Ελλάδα δεδικασμένο, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι παρήλθε και ο χρόνος δοκιμασίας. Η τελευταία άποψη βρίσκεται σε συμφωνία με το άρθρο 109 Π.Κ., το οποίο αναφέρει ότι αν παρέλθει επιτυχώς ο χρόνος δοκιμασίας, η ποινή θεωρείται ότι εκτίθηκε. 21

άρθρου 14 παρ. 7 του ανωτέρω Συμφώνου 108 (ν. 2462/1997).Εντούτοις, η εν λόγω ερμηνευτική θέση αποκρούσθηκε από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου 109 με το αιτιολογικό ότι η ως άνω διάταξη αναφέρεται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε συμβαλλόμενου κράτους και ως εκ τούτου δεν έχει να προσθέσει κάτι στο ισχύον δικονομικό δίκαιο, το οποίο κατοχυρώνει ήδη την αρχή non bis in idem με τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 Κ.Π.Δ. περί δεδικασμένου. Περαιτέρω, δεδικασμένο παράγουν οι αποφάσεις των δικαστηρίων που ασκούν ποινική δικαιοδοσία (κοινή, ειδική και εξαιρετική 110 ).Ως εκ τούτου (ποινικό) δεδικασμένο δεν παράγουν οι αποφάσεις πειθαρχικών συμβουλίων, διοικητικών ή πολιτικών δικαστηρίων, καθώς και εκείνες που επιβάλλουν στο ακροατήριο ποινές τάξεως (άρθρο 336 Κ.Π.Δ.), οι οποίες κατά την κρατούσα άποψη δεν αποτελούν ποινικές κυρώσεις. 111 Ειδικά για τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων η διάταξη του άρθρου 62 Κ.Πολ.Δ. αναφέρει ότι δεν δεσμεύουν τον ποινικό δικαστή, αλλά αποτελούν στοιχείο το οποίο εκτιμάται ελεύθερα (άρθρο 177 108 Στο άρθρο 14 παρ. 7 Δ.Σ.Α.Π.Δ. ορίζεται ότι «κανείς δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται για ένα αδίκημα για το οποίο έχει ήδη απαλλαγεί ή καταδικασθεί με οριστική (εννοείται αμετάκλητη απόφαση, βλ. Α.Π. 1426/1998 Ποιν. Χρον. 1999, σ. 897) απόφαση, που εκδόθηκε σύμφωνα με το δίκαιο και την ποινική δικονομία κάθε χώρας». Η άποψη ότι η ανωτέρω διάταξη αποτελεί το νομικό έρεισμα για την δημιουργία δεδικασμένου από τις αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις είχε υποστηριχθεί από την Α.Π. 86/2001 Ποιν. Χρον. 2001, σ. 1070, υπέρ αυτής Καρράς σε Ποιν. Λόγο 2003 σ. 8 επ. και Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο Γ έκδοση 2007, σ. 954-955 και Αναγνωστόπουλος Ποιν. Χρον. 2001, σ. 1072 επ. Αντίθετοι, οι Κιούπης σε Ποιν. Λόγο 2002 (παρατηρήσεις στην Ολ. Α.Π. 7/2002), σ. 465 επ., Μυλωνόπουλος, η αρχή ne bis in idem και το άρθρο 14 παρ. 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, Ποιν. Λόγος 2001, σ. 1157 επ., Παπαχαραλάμπους, η αρχή ne bis in idem, η συμφωνία Schengen και τα άρθρα 8 και 9 Π.Κ., Ποιν. Δικ. 1999, 852, Καϊάφα Γκμπάντι, παρατηρήσεις στην Α.Π. 86/2001, Ποιν. Δικ. 2001, σ. 703 επ. και Λίβος παρατηρήσεις στην Εφ. Πειρ. 286/1999, Ποιν. Χρον. 1999, σ. 361 επ. 109 Με την υπ αριθμόν 7/2002 απόφασή της, Ποιν. Χρον. 2002, σ. 704 και Ποιν. Λόγος 2002, σ. 464. Η Ολομέλεια χαρακτηριστικά αναφέρει ότι η διατύπωση της διάταξης σημαίνει ότι «κανένας δεν δικάζεται ούτε τιμωρείται και πάλι από τα δικαστήρια κάθε επιμέρους συμβαλλόμενης χώρας, ήτοι «του ίδιου Κράτους». Επίσης θεωρεί πως το ανωτέρω σύμφωνο παρέχει μόνο οδηγίες προς τα συμβαλλόμενα Κράτη-Μέλη για την προσαρμογή της νομοθεσίας τους και καταλήγει ότι «οι αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις δεν παράγουν δεδικασμένο ή ανάλογη δέσμευση με βάση τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 7 του Δ.Σ.Α.Π.Δ., διότι αυτή αναφέρεται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε συμβαλλόμενου Κράτους». Ορθές οι κριτικές παρατηρήσεις του Καρρά ό.π., υποσημ. 108, ο οποίος αν και δεν παίρνει σαφώς θέση φαίνεται ότι κλίνει υπέρ της αντίθετης άποψης. 110 βλ. σχετικά με την Ποινική Δικαιοδοσία Παπαδαμάκη ό.π., σ. 33-38 111 βλ. σχετικά Παρασκευόπουλο σε Μαργαρίτη Παρασκευόπουλου Ποινολογία Ζ έκδοση 2005, σ.34. 22

Κ.Π.Δ.) μαζί με τις άλλες αποδείξεις (άρθρο 178 Κ.Π.Δ.). 112 Αντίθετα, δεδικασμένο δημιουργούν ακόμα και οι αποφάσεις αναρμοδίων καθ ύλην ή κατά τόπον ποινικών δικαστηρίων, οι οποίες, βέβαια, δεν προσβλήθηκαν με ένδικα μέσα και κατέστησαν, όπως θα αναφερθεί και κατωτέρω, αμετάκλητες. 113 Το ίδιο ισχύει, παράγουν δηλαδή, δεδικασμένο, και σχετικά με τις αποφάσεις που εμφανίζουν δικονομικές παρατυπίες ή περιέχουν νομικά ή πραγματικά σφάλματα. 114. Όλες αυτές οι πλημμέλειες των αποφάσεων πρέπει να προταθούν δια των ενδίκων μέσων πριν η απόφαση καταστεί απρόσβλητη από αυτά, ήτοι αμετάκλητη, 115 διαφορετικά καλύπτονται. Όπως έχει ειπωθεί 116 χαρακτηριστικά το δεδικασμένο καλύπτει παν σφάλμα, νομικόν ή πραγματικόν, του δικαστού αρκεί, φυσικά, να μην πρόκειται περί ανυπόστατης (ανύπαρκτης) ή ανεπίδεκτης εκτέλεσης αποφάσεως. 117 Ανυπόστατη είναι η απόφαση η οποία εκδόθηκε από πρόσωπα 118 που δεν έχουν ποινική δικαιοδοσία, π.χ. από ιδιώτες, από πολιτικό δικαστήριο, διοικητικό όργανο ή από δικαστικό συμβούλιο το οποίο επέβαλε ποινή για αξιόποινη πράξη, 119 ενώ ανεπίδεκτη εκτέλεσης είναι η απόφαση που επιβάλλει είδος ποινής που δεν προβλέπεται από το νόμο (ανεπίτρεπτη ποινή). 120 Η απόφαση προκειμένου να αποτελέσει δεδικασμένο πρέπει να αποφαίνεται επί της ουσίας της κατηγορίας. Τέτοιες αποφάσεις, όπως αναφέρει και η διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 Κ.Π.Δ., είναι οι 112 Έτσι Α.Π. 300/2005, σ. 778, Α.Π. 1914/2001 Ποιν. Χρον. 2002, σ. 653. Το ίδιο φυσικά ισχύει και σχετικά με τις αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, έτσι Μαργαρίτης Μ. ό.π., σ. 108, πλαγ. 4. 113 Έτσι Μπουρόπουλος ό.π., σ. 274, Ζησιάδης Ι. ό.π., σ. 422, Μπάκας ό.π., σ. 51, Κονταξής ό.π., σ. 596, Μαργαρίτης Μ., ό.π., σ. 109 πλαγ. 6. 114 βλ. τους συγγραφείς της ανωτέρω υποσημ. 115 βλ. Κονταξή ό.π., σ. 596. 116 Από τον Μπουρόπουλο ό.π., σ. 274. 117 Έτσι Μπάκας ό.π., σ. 51, Μπουρόπουλος ό.π., σ. 274, Ζησιάδης ό.π., σ. 422, Μαργαρίτης Μ. ό.π., σ. 109, πλαγ. 6 και Κονταξής ό.π., σ. 596. 118 Δικαστές ή μη. 119 βλ. σχετικά Μπουρόπουλο ό.π., σ. 274 υποσημ. 6 και Κονταξή ό.π., σ. 596. 120 Κονταξής ό.α.π., ο οποίος παραπέμπει σε αγόρευση Κόλλια, Ποιν. Χρον. 1955, σ. 124. 23

καταδικαστικές, οι αθωωτικές 121 και οι παύουσες οριστικώς την ασκηθείσα ποινική δίωξη. Οι τελευταίες αποφάσεις, ήτοι οι παύουσες οριστικώς τη δίωξη, δεδομένου ότι αποτελούν τη δικονομική εκφορά των λόγων εξάλειψης του αξιοποίνου 122, προϋποθέτουν έρευνα του ουσιαστικού αντικειμένου της δίκης. 123 Ας μη ξεχνάμε, άλλωστε, ότι οι λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου, παρά το γεγονός ότι ερευνώνται πριν την ουσιαστική έρευνα του αξιοποίνου, 124 προϋποθέτουν ένα πλήρως σχηματισμένο αξιόποινο, ήτοι ένα πλήρες κατ άρθρον 14 Π.Κ. έγκλημα, το οποίο και εξαφανίζουν (εξαλείφουν). 125 Αντίθετα, οι αποφάσεις που κηρύσσουν απαράδεκτη την ποινική δίωξη έχουν τυπικό δικονομικό (και όχι ουσιαστικό) χαρακτήρα, καθώς το δικαστήριο στερείται της εξουσίας να προχωρήσει σε έρευνα της ουσίας της υποθέσεως 126, εξαιτίας της ελλείψεως ορισμένης (θετικής) δικονομικής προϋπόθεσης ή της υπάρξεως ορισμένου δικονομικού κωλύματος (εμποδίου). Ως εκ τούτου οι συγκεκριμένες αποφάσεις ως μη αποφαινόμενες επί της ουσίας δεν πρέπει να δημιουργούν δεδικασμένο. 127 Η ανωτέρω διαπίστωση είναι κατ αρχήν ορθή και επιβεβαιώνεται από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57 παρ. 2 και 58 Κ.Π.Δ. 128 Πράγματι, η διάταξη του άρθρου 58 121 Τονίζεται ότι αθωωτικές είναι και εκείνες που επιβάλουν αναπληρωματικό της ποινής μέτρο ασφαλείας [ (π.χ. αναμορφωτικά μέτρα στους ανηλίκους (άρθρο 122 Π.Κ.)], καθώς και εκείνες που δεν επιβάλλουν ποινή λόγω παραδοχής κάποιου λόγου δικαστικής άφεσης της ποινής, βλ. σχετικά Παρασκευόπουλο σε Μαργαρίτη Παρασκευοπούλου Ποινολογία Ζ έκδοση 2005, σ. 123 και Μαργαρίτη Λ. στο ίδιο έργο, σ. 440. 122 Οι οποίοι έχουν σαφώς ουσιαστικό χαρακτήρα, βλ. Μαργαρίτη Λ. ό.π., σ. 180-186. 123 Έτσι Παπαδόπουλος ό.π., σ. 64-65. 124 Αυτό γίνεται για λόγους οικονομίας των δικαστικών ενεργειών, βλ. Μαργαρίτη Λ.ό.π., σ. 231. 125 Έτσι Μαργαρίτης Λ. ό.π., σ. 163-166. 126 Έτσι Παπαδόπουλος ό.π., σ. 64. 127 Αντίθετος ο Μπουρόπουλος ό.π., σ. 274 και 287, ο οποίος δέχεται ότι παράγεται και από αυτές τις αποφάσεις δεδικασμένο, το οποίο είναι, όμως, προσωρινό και διαρκεί μέχρι να αρθεί ο λόγος (ήτοι να πληρωθεί η θετική δικονομική προϋπόθεση ή να αρθεί το δικονομικό εμπόδιο) για τον οποίο κηρύχθηκε απαράδεκτη η ποινική δίωξη. Περαιτέρω, δέχεται ότι αν μεσολαβήσει κάποιος λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου (όπως παραγραφή, αμνηστεία ή οριστική έλλειψη της έγκλησης) το δεδικασμένο από την απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη καθίσταται οριστικώς απρόσβλητον. Στην εν λόγω, όμως, περίπτωση η τυχόν νέα ποινική δίωξη δε θα κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου αλλά θα παύσει οριστικά λόγω του συντρέχοντος λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου. Έτσι Καρράς ό.π., σ. 316 και υποσημ. 80. 128 βλ. Παπαδόπουλο ό.π., σ. 64. 24