Καλλιόπη Παπάζογλου του Δημητρίου, 12 ετών Το μυστήριο του πασχαλινού λαγού Του Κώστα Στοφόρου «Να βγούμε;» «Όχι ακόμα», είπε ο μπαμπάς. «Δεν θα έχει έρθει. Είναι πολύ νωρίς. Κάτσε να ξυπνήσει κι ο Δημήτρης». «Ο Δημήτρης λέει πως δεν υπάρχει και πως είμαι χαζή!» διαμαρτυρήθηκε η Αντιγόνη. «Τον άκουσα κι εγώ», ήρθε συνήγορος υπεράσπισης η Έλλη. «Εσύ να μην ανακατεύεσαι!» τη μάλωσε η Βασιλική. «Μπα! Τι μας λες; Πολύ μεγάλη δεν μας το παίζεις κι εσύ;» «Δεν το παίζω. Είμαι μεγάλη. Και συ είσαι μωρό!» «Δεν είμαι μωρό!» «Σοβαρά; Εσύ παίζεις ακόμη με Μπάρμπι». «Ψέματα!» «Εσύ λες ψέματα. Θα πω στη μαμά πού ήσουνα χθες το βράδυ».
«Σκάσε!» «Εσύ να σκάσεις!» «Σκάστε όλοι!» «Δημήτρη! Ηρέμησε!» πετάχτηκε ο μπαμπάς. «Με ξύπνησαν με τις φωνές τους. Όλο έτσι κάνουν». «Είναι αργά. Έτσι κι αλλιώς έπρεπε να ξυπνήσεις για να βοηθήσεις και τον θείο στο σούβλισμα του αρνιού». «Μα ξενυχτήσαμε χθες». «Ανάσταση ήταν. Ο θείος σου έχει σηκωθεί από τις εφτά». «Στον ύπνο του το έβλεπε το αρνί;» «Άντε σήκω τώρα και μη σ ακούσω να ξαναμιλάς έτσι στις ξαδέρφες σου. Θα έρθει κι ο πασχαλινός λαγός». «Σιγά μην έρθει κι ο Νταρθ Βέιντερ». «Στο είπα μπαμπά. Ο Δημήτρης λέει πως δεν υπάρχει πασχαλινός λαγός». «Και τότε ποιος φέρνει τα δώρα;» «Έλα ντε!» είπε ο Δημήτρης ειρωνικά. Ο μπαμπάς κοίταξε τον Δημήτρη με έντονο ύφος, μέχρι που εκείνος σταμάτησε να μιλάει. Τι ήταν όλα αυτά με τον πασχαλινό λαγό; Από τότε που ο Δημήτρης ήταν μωρό -πότε πέρασαν δεκατρία ολόκληρα χρόνια;- περίμενε πάντα με ανυπομονησία το Πάσχα και τα δώρα που έκρυβε στον κήπο του σπιτιού στο χωριό ο πασχαλινός λαγός. Τα περίμενε πιο πολύ κι από τα Χριστούγεννα και τον Αϊ-Βασίλη. Κι ας ήταν μικροδωράκια για όλα τα παιδιά: Γόμες, ξύστρες, φακοί, σοκολατάκια, αυτοκόλλητα, στρατιωτάκια, αυτοκινητάκια Στο παράθυρο, πίσω από το πηγάδι, σε μια κουφάλα της μουριάς, στο παλιό κουρείο, ανάμεσα στις πασχαλιές, κάτω από τις σκάλες. Από το ένα δώρο στο άλλο σε οδηγούσαν μικρά σημειώματα-γρίφοι που άφηνε ο πασχαλινός λαγός. Και τώρα ο Δημήτρης έλεγε πως δεν υπάρχει ο πασχαλινός λαγός. Λες και δεν ήταν εκείνος ο πιο ανυπόμονος να λύσει τους γρίφους που τους έβαζε ο λαγός για να βρουν τα δώρα: «Από εκεί κάποτε έβγαζαν νερό. Αν ψάξεις γύρω θα βρεις το μυστικό» -κι εννοούσε το παλιό πηγάδι. Τα παιδιά έτρεχαν και ανακάλυπταν τα μικρά δωράκια που τα γέμιζαν χαμόγελα. Ο Δημήτρης βαρύς φέτος, αφού τελικά ντύθηκε με τα πολλά, είπε με ύφος ανωτερότητας στα κορίτσια: «Άντε, να σας κάνω το χατίρι. Πάμε να δούμε τι έχει κρύψει αυτή τη φορά».
Τα παιδιά άνοιξαν την πόρτα και βρήκαν το πρώτο σημείωμα να τους περιμένει στο καμπανάκι της εισόδου. Ο μπαμπάς τούς ακολουθούσε φωτογραφίζοντας κάθε στιγμή κι ας αντιδρούσε ο Δημήτρης. «Έλα, άνοιξε να δούμε τι γράφει», είπε η Αντιγόνη. Ο Δημήτρης ξετύλιξε το σημείωμα και διάβασε: «Καλό Πάσχα! «Με την ψιλή» φώναζε ο δάσκαλος κι οι μαθητές πήγαιναν εκεί. Αν πας κι εσύ θα βρεις κάτι γλυκό να σε περιμένει. Ο πασχαλινός λαγός». «Πανεύκολο» είπε η Έλλη «Το κουρείο!». «Πάμε!» φώναξε η Αντιγόνη κι έτρεξαν προς τα κει με τον μπαμπά να λαχανιάζει για να τους προλάβει. Όμως, όταν έφτασαν στο κουρείο, όσο κι αν έψαξαν, τίποτα δεν βρήκαν. Ούτε δώρο. Ούτε σημείωμα. «Μήπως καταλάβαμε κάτι λάθος;» αναρωτήθηκε η Βασιλική. «Μα τι λάθος; Με την ψιλή -σίγουρα σε κούρεμα αναφέρεται» απάντησε ο Δημήτρης. Πιο απορημένος απ όλους, όμως, ήταν ο μπαμπάς.
Ήταν σίγουρος πως τα πρώτα δώρα βρίσκονταν στο παλιό κουρείο. Τι να είχε, άραγε, συμβεί; Κάποια στιγμή η Ελλη βρήκε ένα χαρτάκι που έγραφε: «Εδώ δεν θα βρείτε δώρα. Αν θέλετε να βρείτε τα σοκολατένια αβγά του πραγματικού πασχαλινού αβγού, να πάτε σε αυτό που ανάβει μια πράσινο μια κόκκινο και ενδιάμεσα πορτοκαλί». Τα παιδιά σάστισαν. Μα περισσότερο ο μπαμπάς. «Μα καλά, αλήθεια, έλεγε ο Δημήτρης;» είπε αναστατωμένη η Αντιγόνη. «Αλήθεια, έλεγε», απάντησε ο μπαμπάς. «Όμως αυτό που συμβαίνει τώρα δεν το καταλαβαίνω», αποκρίθηκε. «Γιατί δεν πάμε να δούμε;» ρώτησε η Βασιλική. «χμμμμμμ..ανάβει μια πράσινο μία κόκκινο», αναρωτήθηκε ο Δημήτρης που κατάλαβε με μιας ότι αυτό είναι αληθινό κυνήγι πασχαλινών αβγών και όχι σαν αυτό που έκαναν κάθε χρόνο με τον μπαμπά τους. «Το φανάρι», απάντησαν και οι τρεις αδερφούλες μαζί. Πήγαν στο φανάρι μπροστά στο σπίτι τους και βρήκαν ένα μεγάλο και λαχταριστό σοκολατένιο αβγό δεμένο με κόκκινη κορδέλα και ένα χαρτάκι με το επόμενο στοιχείο. Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν. «Τα αβγά θα τα κουβαλάω εγώ», τους είπε ο μπαμπάς. Λοιπόν, τα τέσσερα αδέρφια πήγαιναν από στοιχείο σε στοιχείο, από αβγό σε αβγό και ο μπαμπάς τους από πίσω φορτωμένος με κάθε λογής σοκολατένια αβγά. Άλλα είχαν λουλούδια, άλλα διάφορα μοτίβα, και άλλα χρωματιστές κορδέλες, μα όλα είχαν την ίδια σοκολατένια μυρωδιά. Τελικά έφτασαν σε ένα χαρτάκι που έγραφε: «Αυτό είναι το τελευταίο στοιχείο. Πάτε γρήγορα στην αυλή του σπιτιού σας και ίσως με προλάβετε εκεί». Φύγαμε, φώναξε ο μπαμπάς. Όταν έφτασαν, δεν είδαν τον λαγό, όμως εκεί βρήκαν τέσσερα καλαθάκια, το καθένα με ένα χαρτάκι γραμμένο με το όνομα του παιδιού. Μέσα υπήρχαν διάφορα δωράκια, μαγνητάκια, μολύβια, βραχιολάκια για τα κορίτσια και άλλα πολλά. Ο μπαμπάς μπήκε
στο σπίτι και άφησε όλα τα αβγά στο τραπέζι της κουζίνας. «Τι είναι όλα αυτά; Δεν μοιάζουν με αυτά που πήρα για το κυνήγι!», απόρησε η μαμά. «Φώναξε τα παιδιά. Θα σου τα πουν όλα. Κάτι παράξενο συμβαίνει εδώ», της απάντησε ο μπαμπάς που ακόμα ήταν αναστατωμένος. Τα παιδιά διηγήθηκαν στη μαμά τους τι τους συνέβη και αυτή χαμογέλασε και τους είπε: Όταν ήμουν μικρή κι εγώ με τον αδερφό μου, τον θείο σας, μία φορά βρήκαμε σημειώματα και αβγά του λαγού. Ομως δυστυχώς ούτε εμείς τον είδαμε». Μπορεί να ξαναβρούμε στοιχεία του το επόμενο Πάσχα; ρώτησε η Έλλη. Δεν ξέρω. Άμα είστε τυχεροί, όπως φέτος.είπε η μαμά. Άντε άντε, πάμε τώρα έξω να σουβλίσουμε το αρνί. Μας περιμένουν ο θείος σας και η θεία σας, τους απάντησε ο μπαμπάς. Η μαμά κοίταξε έξω και είδε τον λαγό που της έκλεισε το μάτι. Μετά από λίγο ο λαγός με συνάντησε και μου είπε την ιστορία που σας διηγήθηκα. Α, μου είπε και κάτι άλλο που δεν πρέπει να ξεχάσω να σας πω: «Κάποια στιγμή, αν είστε τυχεροί, μπορεί ο λαγός να έρθει και σε εσάς και θα κρύψει αυγά για να τα βρείτε. Αν δεν έρθει ποτέ, να ξέρετε ότι έχει πολλή δουλειά γιατί υπάρχουν πάρα πολλά παιδιά στον κόσμο που περιμένουν κρυμμένα σοκολατένια αβγουλάκια!» ΤΕΛΟΣ