ΘΕΜΑ: Ι ΙΟΚΤΗΣΙΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΩΝΥΜΟ: ΠΑΥΛΗΣ ΟΝΟΜΑ: ΗΜΗΤΡΙΟΣ Α.Μ.

Σχετικά έγγραφα
Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Εμβάθυνση στο συνταγματικό δίκαιο

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

94/ ) προστασίας και αξιοποίησης

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ


ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΣτΕ 2582/2016 [Μη επιβολή με ΓΠΣ προσδιορισμένου πολεοδομικού βάρους σε ακίνητο εκτός σχεδίου]

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε -ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ ΜΑΘΗΜΑ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑ ΑΣ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Αθήνα, 4 Μαΐου Προς τον Πρόεδρο του ΤΕΕ Κ. Γιάννη Αλαβάνο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 8-A ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 20/01/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα,

Σελίδα 1 από 5. Τ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΘΕΜΑ:Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ Ι ΙΟΚΤΗΣΙΑΣ

- 1 - Εισαγωγή. Ιδιωτική οικονοµική πρωτοβουλία

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΓΝΩΜΟ ΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ν.1850 / Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονοµίας

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

θέτει στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 17 [Σημείωση: Με την εν λόγω διάταξη ορίζεται ουσιαστικώς μία μεταβατική περίοδος που χρονικά τοποθετείται από

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Αθήνα 3 Ιανουαρίου 2007 Α.Π. : 605

ΣτΕ 673/2017 [Μη ύπαρξη νομολογίας ως προς τον εύλογο χρόνο διατήρησης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης]

Καλλιθέα ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΝΟΜΟΣ 2819/2000(ΦΕΚ 84 Α /15 Mαρτίου 2000)

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 98/2012

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑ: Ι ΙΟΚΤΗΣΙΑ ΕΠΩΝΥΜΟ: ΠΑΥΛΗΣ ΟΝΟΜΑ: ΗΜΗΤΡΙΟΣ Α.Μ.: 1340200200638 ΑΘΗΝΑ 2006

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πίνακας συντοµογραφιών σελ. 1 1) Εισαγωγή σελ. 2 2) Έννοια σελ. 5 3) Περιεχόµενο σελ. 7 4) Φορείς σελ. 9 5) Αναγκαστική Απαλλοτρίωση σελ. 12 5.1) Γενικά σελ. 12 5.2) Αντικείµενο σελ. 13 5.3) Προϋποθέσεις σελ. 15 5.3.1) ηµόσια ωφέλεια σελ. 15 5.3.2) Νοµοθετική πρόβλεψη σελ. 18 5.3.3) Αποζηµίωση σελ. 19 5.4) ιαδικασία σελ. 24 6) Ειδικές Περιπτώσεις σελ. 25 6.1) Απαλλοτρίωση κατά ζώνες σελ. 25 6.2) Κρατικοποίηση επιχειρήσεων σελ. 26 6.3) Επίταξη σελ. 26 6.4) Αγροτικός Αναδασµός σελ. 28 7) Περίληψη σελ. 29 7.1) Ελληνική σελ. 29 7.2) Αγγλική σελ. 29 Βιβλιογραφία σελ. 30 Νοµολογία σελ. 32 1

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ Α.Π. Αρ. Βλ. ΕΣ Α ν.δ. Ν.Π... Ν.Π.Ι.. Ολοµ. Π.δ./µα ΣτΕ Συντ. Άρειος Πάγος Άρθρο Βλέπε Ευρωπαϊκή Σύµβαση των ικαιωµάτων του Ανθρώπου νοµοθετικό διάταγµα νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου Ολοµέλεια Προεδρικό διάταγµα Συµβούλιο της Επικρατείας Σύνταγµα 2

1. Εισαγωγή Κατά το άρθρο 17 παράγραφος 1, «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους». Εκτός από το Σύνταγµα, κατοχύρωση της ιδιοκτησίας περιέχει και η Οικουµενική ιακήρυξη των δικαιωµάτων του ανθρώπου (άρθρο 17), καθώς και το Πρώτο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Συµβάσεως των δικαιωµάτων του ανθρώπου (άρθρο 1), καθώς και το σχέδιο Χάρτη Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (άρθρο 17), αντιθέτως, το ιεθνές Σύµφωνο περί ατοµικών και πολιτικών δικαιωµάτων δεν αναφέρεται στην ιδιοκτησία 1. Η παράδοση της χρήσης του όρου «ιδιοκτησία» στο ελληνικό δίκαιο θέλει την έννοια «ιδιοκτησία» να είναι συνώνυµη µε την έννοια «κυριότητα» στο αστικό δίκαιο. Κατά τον Βασίλειο Οικονοµίδη «ιδιοκτησία καλείται το εµπράγµατο δίκαιον, όπερ κατά την εαυτού ουσία παρέχει στον δικαιούχο πλήρη επί του πράγµατος εξουσία» 2. Ο ίδιος συγγραφέας χρησιµοποιεί ως συνώνυµες προς την λέξη ιδιοκτησία τις λέξεις κυριότητα και δεσποτεία. Στις µέρες µας, το στοιχείο της ιδιοκτησίας ενέχει πάντοτε το χαρακτηριστικόν της απολυτότητος, δηλαδή την έναντι και κατά πάντων κατευθύνσεων της ιδιοκτησίας. Με την συνταγµατοποίησιν της ατοµικής ιδιοκτησίας διεµορφώθη έκτοτε η συνταγµατική έννοια της ιδιοκτησίας, εις το λειτουργικόν περιεχόµενον της οποίας προσετέθη ένα νέον στοιχείον: το εγγυητικόν 3. Ο όρος ιδιοκτησία δεν αποτελεί έννοιαν του ιδιωτικού δικαίου. Σήµερα, είναι όρος αποκλειστικώς του συνταγµατικού δικαίου. Σε κανέναν άλλο κλάδο του δικαίου δεν συναντάµε τον όρο αυτό ως παραστατικό δικαιώµατα επί κάποιου αγαθού. εν πρέπει να γίνεται σύγχυσις µεταξύ ιδιοκτησίας και κυριότητας, η οποία αποτελεί µορφή, νοµικό τύπο ιδιοκτησίας και όχι την ιδιοκτησία καθ εαυτήν. Ο όρος της ιδιοκτησίας είναι όρος περιγραφικός και όχι τεχνικός. Έτσι, όταν µιλάµε περί ιδιοκτησίας, δεν αναφερόµεθα εις έναν ορισµένο τύπο εξουσιάσεως 1 Βλ. αγτόγλου Π.., Ατοµικά ικαιώµατα Β, σελ. 1015. 2 Βλ. ρόσος Ζ., Γιάννης, Συνταγµατικοί Περιορισµοί της Ιδιοκτησίας και Αποζηµίωση, 1997, σελ. 101. 3 Βλ. Κασιµάτης Γ., Μελέτες ΙΙΙ, 1974-1999, Θεµελιώδη δικαιώµατα και κοινωνικό κράτος, 2000, σελ. 143. 3

αγαθών, αλλά στο σύνολο των νοµικών τύπων εξουσιάσεως αγαθών, αλλά στο σύνολο των νοµικών τύπων εξουσιάσεων αγαθών, οι οποίοι κατά το δίκαιον υπάγονται εις την έννοιαν της ιδιοκτησίας. Από οντολογική άποψη η ιδιοκτησία αναφέρεται σε περιουσιακά αντικείµενα, και εποµένως, ανήκει στον οικονοµικό χώρο. Τη γενικότερη διάκριση µεταξύ «έχειν» και είναι, η ιδιοκτησία ανήκει στο έχειν. Η ιδιοκτησία ως πραγµατικό φαινόµενο ανάγεται στην πραγµατική de facto σχέση συγκεκριµένου προσώπου προς συγκεκριµένο πράγµα, περιουσιακό αντικείµενο. Ως νοµική έννοια η ιδιοκτησία, περιέχει αναγνώριση και καθορισµό του περιεχοµένου της σχέσης αυτής. Ιδιοκτησία ως νοµική έννοια είναι δηµιούργηµα της έννοµης τάξης. Πρόκειται δηλαδή για πραγµατική εξουσία επί του πράγµατος, η οποία αναγνωρίζεται και διαµορφώνεται από το δίκαιο 4. Το ατοµικό δικαίωµα της ιδιοκτησίας έγκειται στην ελευθερία του ατόµου να χρησιµοποιεί και να διαθέτει την ιδιοκτησία του. Το δικαίωµα αυτό είναι στην πραγµατικότητα µία ιδιαιτέρως σπουδαία πλευρά της οικονοµικής ελευθερίας. Αντίθετα, η θεσµική εγγύηση της ιδιοκτησίας, έχει αντικειµενική ενέργεια: σηµαίνει ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία ως θεσµός είναι συνταγµατικά διασφαλισµένη. Η εγγύηση αυτή στρέφεται ιδίως προς τον νοµοθέτη και τον υποχρεώνει να θεσπίσει έναν πυρήνα κανόνων δικαίου, που καθιστούν δυνατή την ύπαρξη, λειτουργικότητα και ιδιωτική ωφελιµότητα της ιδιοκτησίας, καθ εαυτήν, και σε σχέση προς άλλες συνταγµατικές διατάξεις. Η θεσµική εγγύηση σηµαίνει κυρίως ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία δεν µπορεί στο σύνολό της ή κατά το κύριο µέρος της, να µετατραπεί σε δηµόσια. Η κρατικοποίηση ή η αναγκαστική απαλλοτρίωση επιτρέπονται µόνον σε συγκεκριµένες περιπτώσεις, υπό τους ουσιαστικούς και διαδικαστικούς όρους, που προβλέπουν το Σύνταγµα και οι σύµφωνοι µε αυτό νόµοι 5. Τα όρια της ιδιοκτησίας, είτε χαράσσονται απ ευθείας από το Σύνταγµα, είτε τίθενται δυνάµει ειδικής ή γενικής συνταγµατικής επιφυλάξεως, θεµελιώνονται πάντοτε αµέσως ή εµµέσως στο Σύνταγµα. Η 4 Βλ. ηµητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγµατικά ικαιώµατα, ειδικό µέρος, Αθήνα 2005, σελ. 343. 4

θεµελίωση αυτή είναι τυπική και ουσιαστική διότι, αλλιώς, οι περιορισµοί ή θα αποτελούσαν διάσπαση της συνταγµατικής προστασίας της ιδιοκτησίας ή δεν θα είχαν καµία σχέση µε την συνταγµατική έννοια. Τα όρια διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες: στην πρώτη κατηγορία περιλαµβάνονται τα όρια εκείνα, τα οποία υπάρχουν στην ίδια συνταγµατική έννοια της ιδιοκτησίας ως αντικείµενο της συνταγµατικής εγγύησης και στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται τα όρια εκείνα, τα οποία τίθεται, είτε άµεσα από το Σύνταγµα, είτε έµµεσα δια νόµου ή άλλων πολιτειακών πράξεων, που περιορίζουν την βασική συνταγµατική έννοια της ιδιοκτησίας 6. 2. Έννοια Κατά την πάγια έως πρόσφατα νοµολογία των ελληνικών δικαστηρίων, η συνταγµατική προστασία της ιδιοκτησίας περιορίζεται στα εµπράγµατα και δεν καλύπτει τα ενοχικά δικαιώµατα. Πρόσφατα, όµως, πρώτα ο Άρειος Πάγος και κατόπιν το Συµβούλιο της Επικρατείας, χωρίς να µεταβάλλουν τη νοµολογία τους επί του άρθρου 17 του Συντάγµατος, δέχθηκαν ότι τα ενοχικά δικαιώµατα προστατεύονται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣ Α, η οποία ως κυρωµένη µε νόµο διεθνής σύµβαση, αποτελεί αναπόσπαστο µέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε αντίθετης διατάξεως νόµου. Το άρθρο 1 παράγραφος 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣ Α, που κυρώθηκε µε το ν.δ.53/1974, ορίζει ότι κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο, δικαιούται σεβασµού της περιουσίας του. Η έννοια της περιουσίας, σύµφωνα µε τη νοµολογία των οργάνων της ΕΣ Α, είναι ευρύτατη, περιλαµβάνοντας κάθε ιδιωτικό δικαίωµα, το οποίο αναλύεται σε µια κληρονοµήσιµη αξία, ή ακόµα, και απλά οικονοµικά συµφέροντα, όπως η ιδέα πώλησης ποτών σε εστιατόριο. Εδώ υπάγονται και τα απορρέοντα από τη µετοχή ανώνυµης εταιρείας οικονοµικού περιεχοµένου δικαιώµατα του µετόχου, καθώς και τα συνταξιοδοτικά 5 Βλ. αγτόγλου Π.., Ατοµικά ικαιώµατα, Β, σελ. 1024. 6 Κασιµάτη Ι. Γεωργίου, Τα συνταγµατικά όρια της ιδιοκτησίας, Αθήνα, 1972, σελ. 29. 5

δικαιώµατα, εφόσον πρόκειται όχι απλά για µεταβολή του ύψους, αλλά για πλήρη διακοπή καταβολής της σύνταξης 7. Ο περιορισµός της συνταγµατικής προστασίας της ιδιοκτησίας στην κυριότητα και τα περιορισµένα εµπράγµατα δικαιώµατα, προσανατολίζονται στη δοµή και στις οικονοµικές αξίες της προβιοµηχανικής κοινωνίας. Ωστόσο, στη σύγχρονη εποχή, οικονοµικά πολύ σηµαντικότερα είναι τα ενοχικά δικαιώµατα, όπως η πνευµατική, η βιοµηχανική και η µετοχική ιδιοκτησία, και, γενικά, τα δικαιώµατα στα άυλα αγαθά, όπως τα δικαιώµατα πελατείας, επωνυµίας, σήµατος ή εφευρέσεως. Η προσκόλληση της ελληνικής νοµολογίας σε µία πραγµατοπαγή αντίληψη για την ιδιοκτησία και την αντίστοιχη ερµηνεία του άρθρου 17 παράγραφος 1 του Συντάγµατος, φαίνεται όχι µόνον αδικαιολόγητη, αλλά και ξεπερασµένη 8. Η επέκταση της συνταγµατικής προστασίας στα περιουσιακά δικαιώµατα, γενικά, επιβάλλεται και από την κρατούσα αντικειµενική θεωρία, σύµφωνα µε την οποία πρέπει να αναζητηθεί το νόηµα της διάταξης, όπως αυτή διατυπώθηκε στο νοµοθετικό κείµενο, ανεξάρτητα από τη βούληση του ιστορικού νοµοθέτη. Η πραγµατοπαγής αντίληψη περί ιδιοκτησίας της ελληνικής νοµολογίας, θεωρείται και νοµικά ξεπερασµένη. Με την ευρύτερη έννοιά του, ο όρος «ιδιοκτησία» ταυτίζεται µε τον όρο «περιουσία» και περιλαµβάνει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, ενοχικής ή εµπράγµατης φύσεως. Στο άρθρο 1 εδάφιο α του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣ Α, µε τον όρο «περιουσία» µεταφράζεται ο αγγλικός όρος possessions και ο γαλλικός biens, ο οποίος δεν αποδίδει µόνον τα εµπράγµατα δικαιώµατα, αλλά έχει ευρύτερο περιεχόµενο. Στις άλλες διατάξεις του ίδιου άρθρου στο αγγλικό κείµενο αναφέρονται οι όροι possessions και property και στο γαλλικό οι όροι propriété και biens. Στην επίσηµη ελληνική µετάφραση χρησιµοποιούνται οι όροι «περιουσία», «ιδιοκτησία», «αγαθά» 9. 7 Βλ. Χρυσόγονος Χ. Κώστας, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, 1998, σελ. 302. 8 Βλ. Γέροντας Απ., ιοικητικό ίκαιο, 2004, σελ. 355. 9 Βλ. ηµητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγµατικά ικαιώµατα, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, τόµος ΙΙΙ, Αθήνα 2005, σελ. 343. 6

Κατά την ορθότερη λοιπόν και διεθνώς πια αποδεκτή γνώµη, στην έννοια της ιδιοκτησίας του άρθρου 17 του Συντάγµατος, ανήκουν όλα τα περιουσιακά δικαιώµατα, εµπράγµατα ή ενοχικά. Εποµένως, στην έννοια της ιδιοκτησίας, ανήκουν όχι µόνον τα επί της µετοχής, αλλά και τα εκ της µετοχής δικαιώµατα, καθώς και τα δικαιώµατα της πνευµατικής, βιοµηχανικής ή εµπορικής ιδιοκτησίας, όλα δηλαδή τα οικονοµικώς αποτιµητά δικαιώµατα. εν ανήκουν απεναντίας στη νοµική έννοια της ιδιοκτησίας τα απλά οικονοµικά συµφέροντα, οι απλές προσδοκίες και πιθανότητες κέρδους και η αποτίµησή τους στην αγορά 10. Ιδιαίτερη µνεία πρέπει να γίνει για την απόφαση της Ολοµέλειας του Αρείου Πάγου, την απόφαση 40/1998, που αποτελεί µια πολυδιάστατη µεταβολή της νοµολογίας, επηρεάζοντας άµεσα όλους τους τοµείς του δικαίου που ρυθµίζει τις σχέσεις δηµόσιας εξουσίας και ιδιοκτησίας. Η απόφαση συνεπάγεται, µε άλλους λόγους, άµεση µεταβολή δικαστικής νοοτροπίας, αντίληψης και σκέψης στην κρίση υποθέσεων σύγκρουσης της δηµόσιας εξουσίας µε την ιδιωτική περιουσία, µε την περαιτέρω συνέπεια την ανάγκη µεταβολής της νοοτροπίας και αντίληψης του κράτους απέναντι στην ιδιωτική περιουσία 11. Έτσι γίνεται δεκτό ότι όταν νέα ρύθµιση σχετική µε την σειρά των προνοµίων για την ικανοποίηση των δανειστών θίγει το εκπηγάζον από το δικαίωµα υποθήκης προνόµιο, δεν υπάρχει αντίθεση προς την συνταγµατική προστασία της ιδιοκτησίας, διότι αυτή δεν εκτείνεται επί των ασφαλιζοµένων µε την υποθήκη απαιτήσεων 12. 3. Περιεχόµενο Το Σύνταγµα προστατεύει την κεκτηµένη και υφιστάµενη ιδιοκτησία. Η κατοχύρωση αυτή της ιδιοκτησίας περιλαµβάνει την ελευθερία διατηρήσεως, συντηρήσεως, µετατροπής ή µεταποιήσεως, χρήσεως και καρπώσεως. Τα δικαιώµατα αυτά περιορίζονται σε σηµαντικό βαθµό από το ίδιο το Σύνταγµα και, στο πλαίσιό του, από τους 10 Βλ. αγτόγλου, Γενικό ιοικητικό ίκαιο, τρίτη έκδοση, σελ. 705. 11 Βλ. Κασιµάτης Γ., Μελέτες ΙΙΙ 1974-1999, Θεµελιώδη δικαιώµατα και κοινωνικό κράτος, 2000, σελ. 180. 7

νόµους. Κατ αρχήν το Σύνταγµα εγγυάται την ιδιωτική ιδιοκτησία σε όλες τις σύγχρονες µορφές της 13. Πιο συγκεκριµένα, η ιδιοκτησία περιλαµβάνει: α) το δικαίωµα διατηρήσεως της ιδιοκτησίας. Μονοµερής από το κράτος στέρηση της ιδιοκτησίας µόνον στις περιπτώσεις και υπό τους όρους που προβλέπει το Σύνταγµα. Για λόγους δηµόσιας υγείας επιτρέπεται η κατόπιν κρατικής εντολή καταστροφή επικίνδυνων για τη δηµόσια υγεία ζώων, τροφών και φαρµάκων, β) το δικαίωµα συντηρήσεως της ιδιοκτησίας. Οι κύριοι επικαρπωτές ή νοµείς κτιρίων οφείλουν να τα διατηρούν σε τέτοια κατάσταση, ώστε να µην αποτελούν κίνδυνο για τη δηµόσια υγεία, να µην προσβάλλουν το πολιτιστικό και το πολεοδοµικό περιβάλλον, και γενικότερα, να µην υποβαθµίζουν την ποιότητα ζωή της περιοχής τους, γ) το δικαίωµα µετατροπής ή µεταποιήσεως του αντικειµένου της, δ) το δικαίωµα χρήσεως και καρπώσεως. Η διοίκηση οφείλει να χορηγεί άδεια οικοδοµήσεως. Όταν ο περιορισµός της χρήσεως και καρπώσεως ισοδυναµεί µε αποδυνάµωση της ιδιοκτησίας, πρόκειται για αναγκαστική απαλλοτρίωση που είναι δυνατή µόνον έναντι αποζηµιώσεως, ε) δικαίωµα µετακινήσεως µη ακίνητων αντικειµένων. Οι περιορισµοί της ελευθερίας αυτής αναφέρονται στην απαγόρευση εξαγωγής ορισµένων κειµηλίων και έργων τέχνης, στ) το δικαίωµα διαθέσεως του αντικειµένου εν ζωή ή αιτία θανάτου, και τέλος, ζ) το δικαίωµα αποκτήσεως ιδιοκτησίας. Το γενικό περιεχόµενο της ιδιοκτησίας συγκεκριµενοποιούµενο σε κάθε κατηγορία περιπτώσεων, προσλαµβάνει εξειδικευµένο in concreto περιεχόµενο. Η ασκούµενη επί όλων των ακινήτων πραγµάτων εξουσία δεν είναι η ίδια. Ούτε η ασκούµενη εξουσία επί όλων των αστικών ακινήτων. Η εξουσία επί του πράγµατος δεν προσδιορίζεται αποκλειστικά από την βούληση του φορέα του ιδιοκτησιακού δικαιώµατος, αλλά από τον οικονοµικό προορισµό του δικαιώµατος. Ο φορέας του δικαιώµατος είναι εκείνος που θα αποφασίσει αν, πότε και πως, θα κάνει χρήση της ιδιοκτησίας του. Η εκµετάλλευση της ιδιοκτησίας προσδιορίζεται από τη φύση του πράγµατος και από τον κοινό νοµοθέτη, από τον φυσικό και 12 Βλ. Χρυσόγονος Χ. Κώστας, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, 1998, σελ. 303. 13 Βλ. αγτόγλου, Π.., Ατοµικά ικαιώµατα Β, σελ. 1032. 8

κοινωνικό του προορισµό. Η εκµετάλλευση της ιδιοκτησίας είναι εκείνη που εµφανίζει το µεγαλύτερο πραγµατικό ενδιαφέρον 14. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο δικαίωµα διάθεσης της ιδιοκτησίας εν ζωή ή αιτία θανάτου. Οι περιορισµοί που συνεπάγεται για το δικαίωµα διάθεσης της ιδιοκτησίας αιτία θανάτου, εκφράζονται µέσα από τον θεσµό της νόµιµης µοίρας των συγγενών του κληρονοµουµένου. Ο προσδιορισµός της έκτασης της τελευταίας ανήκει στον κοινό νοµοθέτη. Στις συνταγµατικά κατοχυρωµένες εξουσίες τού ιδιοκτήτη περιλαµβάνεται η διάθεση της ιδιοκτησίας του µε δικαιοπραξία εν ζωή. Αυτή µπορεί να περιορισθεί, υποβαλλόµενη σε διοικητικό έλεγχο. Από την πλευρά τού αγοραστή δεν τίθεται καν θέµα παραβίασης δικαιωµάτων του από το άρθρο 17 του Συντάγµατος, αφού αυτό δεν καθιερώνει ελευθερία απόκτησης ιδιοκτησίας, παρά µόνον προστασία της ήδη υπάρχουσας. Έτσι, οι περιορισµοί στην απόκτηση της ιδιοκτησίας θα µπορούσαν να χαρακτηρισθούν µόνον ως περιορισµοί συµβατικής ελευθερίας 15. 4. Φορείς Η συνταγµατική προστασία της ιδιοκτησίας δεν διακρίνει µεταξύ φυσικών και νοµικών προσώπων. Οι µεγαλύτεροι ιδιοκτήτες είναι άλλωστε εµπορικές εταιρείες και άλλα νοµικά πρόσωπα. Εποµένως, φορείς του δικαιώµατος ιδιοκτησίας είναι τόσο τα φυσικά πρόσωπα, όσο και τα νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού, αλλά και δηµοσίου δικαίου. Το Σύνταγµα προστατεύει µόνον την ιδιωτική ιδιοκτησία, δεν προστατεύει την περιουσία του κράτους, αφού δεν νοείται προστασία του κράτους έναντι του εαυτού του. Άρα, το κράτος, δεν είναι φορέας του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας. Πρόβληµα ανακύπτει ως προς τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, καθώς υπάρχουν δύο διαφορετικές απόψεις. Σύµφωνα µε την πρώτη, τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου απολαµβάνουν την προστασία του άρθρου 17 του Συντάγµατος, µόνον ως προς την ιδιωτική τους περιουσία και όχι ως προς τη δηµόσια 16. 14 Βλ. ηµητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγµατικά ικαιώµατα, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, τόµος ΙΙΙ, Αθήνα, 2005, σελ. 345. 15 Βλ. Χρυσόγονος Χ. Κώστας, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, 1998, 306. 16 Βλ. αγτόγλου Π.., Ατοµικά ικαιώµατα, Β, σελ. 1042. 9

Σύµφωνα µε την δεύτερη άποψη, που είναι και αντίθετη, τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου προστατεύονται, τόσο ως προς την ιδιωτική, όσο και ως προς την δηµόσια περιουσία τους. Η άρνηση της συνταγµατικής προστασίας της περιουσίας του κράτους µε το «κλασικό» επιχείρηµα, ότι δεν νοείται προστασία του κράτους έναντι του εαυτού του, δεν έχει νόηµα µετά την απολυτοποίηση της αµυντικής ενέργειας των συνταγµατικών δικαιωµάτων 17. Φορέας των δικαιωµάτων της ιδιοκτησίας δεν µπορεί να είναι το ίδιο το ηµόσιο µε τη στενή έννοια. Έτσι γίνεται δεκτό ότι η κατάργηση µε νόµο των δικαιωµάτων των ιδιοκτητών του ηµοσίου επί ορισµένων εκτάσεων, και η αναγνώριση έκτακτης χρησικτησίας εναντίον του γι αυτές, δεν προσκρούει στο άρθρο 17 του Συντάγµατος 18. Το Σύνταγµα προστατεύει µόνον την ιδιωτική περιουσία και όχι την περιουσία του κράτους, η οποία δεν µπορεί να αποτελέσει αντικείµενο αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Η ουσιαστική διαφορά ανάµεσα στην ιδιοκτησία του κράτους και την ιδιοκτησία των ιδιωτών, έγκειται στο ότι η τελευταία εγγυάται κατ αρχήν µία ευρεία εξουσία διάθεσης, που µόνον στη συνέχεια και υπό ορισµένες προϋποθέσεις υπόκειται σε ειδικούς περιορισµούς. Αντίθετα, η ιδιοκτησία του κράτους, υπόκειται εξαρχής σε γενικούς περιορισµούς διάθεσης, που ήδη σε αφηρηµένο επίπεδο, αποκλείουν την ύπαρξη µιας νοµικής θέσης συγκρίσιµης µε την εξουσία διάθεσης των ιδιωτών 19. Η συνταγµατική προστασία της ιδιοκτησίας δεν διακρίνει µεταξύ ηµεδαπών και αλλοδαπών. Εποµένως, κατ αρχήν προστατεύονται και οι αλλοδαποί ή ανιθαγενείς ιδιοκτήτες. Πρόκειται, δηλαδή, για δικαίωµα όχι µόνον των Ελλήνων, αλλά για πανανθρώπινο δικαίωµα, όπως φαίνεται και από την κατοχύρωσή του στις διεθνείς συµβάσεις προστασίας των δικαιωµάτων του ανθρώπου. Ο πανανθρώπινος χαρακτήρας του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας δεν επιτρέπει κατ αρχήν περιορισµούς εις βάρος των αλλοδαπών. Μία επιχείρηση τύπου µπορεί εποµένως να 17 Βλ. ηµητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγµατικά ικαιώµατα, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, τόµος ΙΙΙ, Αθήνα 2005, σελ. 346. 18 Βλ. Χρυσόγονος Χ. Κώστας, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, 1998, σελ. 307. 19 Βλ. Γέροντα Απ., ιοικητικό ίκαιο, 2004, σελ. 358. 10

ανήκει ή να µεταβιβαστεί σε αλλοδαπό. Μόνο µία ιδιωτική τηλεοπτική εταιρεία δεν µπορούσε κατά το αρχικό κείµενο του νόµου 1866/1989 να ανήκει σε αλλοδαπούς κατά ποσοστό µεγαλύτερο του 25%. Η διάταξη αυτή πρόσκοπτε στο Ευρωπαϊκό Κοινοτικό ίκαιο και διαγράφηκε σε µεταγενέστερες τροποποιήσεις του νόµου 20. Άλλος περιορισµός ως προς τους αλλοδαπούς είναι ότι η νοµοθεσία µας απαγορεύει την απόκτηση κυριότητας ή άλλων εµπράγµατων δικαιωµάτων από αλλοδαπούς στις περιοχές που καθορίζονται ως «παραµεθόριες». Έτσι, ο νοµοθέτης, µπορεί για λόγους γενικού συµφέροντος να χαρακτηρίσει ένα πράγµα ως αναπαλλοτρίωτο, µπορεί κατά µείζονα λόγο να απαγορεύσει για λόγους εθνικής ασφάλειας τη µεταβίβασή του σε αλλοδαπούς. Ο νόµος 1892/1990 περιόρισε σηµαντικά τις χαρακτηρισµένες ως «παραµεθόριες» περιοχές σε εκείνες στις οποίες ο χαρακτηρισµός αυτός µπορεί να δικαιολογηθεί. Για τους αλλοδαπούς πάντως µπορούν να επιβληθούν αυξηµένοι περιορισµοί µε νόµο για λόγους εθνικής ασφάλειας, αφού αυτοί δεν καλύπτονται από την γενική αρχή ισότητας κατά το άρθρο 4 παράγραφος 1 του Συντάγµατος. Εφόσον όµως δεχόµαστε ότι ο αλλοδαπός είναι καταρχήν φορέας του δικαιώµατος της ιδιοκτησίας, οι περιορισµοί αυτοί οφείλουν να ελέγχουν για τη συµφωνία τους ή µη προς την αρχή της αναλογικότητας 21. Η ιδιοκτησία ως ατοµικό δικαίωµα προστατεύεται από το άρθρο 17 του Συντάγµατος έναντι του κράτους και των άλλων φορέων δηµόσιας εξουσίας. Αυτών τις παρεµβάσεις αποκρούει κατ αρχήν και επιτρέπει υπό όρους το Σύνταγµα. Προστασία της ιδιοκτησίας έναντι άλλων ιδιωτών παρέχουν το ιδιωτικό και το ποινικό δίκαιο. Στην πρόβλεψη τέτοιας νοµοθεσίας είναι υποχρεωµένο το κράτος κατά το άρθρο 17 παράγραφος 1, η δε διάταξη αυτή διέπει την ερµηνεία των νόµων περί ιδιοκτησίας. 20 Βλ. αγτόγλου Π.., Ατοµικά ικαιώµατα Β, σελ. 1042. 21 Βλ. Χρυσόγονος Χ. Κώστας, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, 1998, σελ. 307. 11

5) Αναγκαστική Απαλλοτρίωση 5.1) Γενικά Όπως είδαµε παραπάνω, το κράτος µέσω του άρθρου 17 παράγραφος 1 του Συντάγµατος προστατεύει την ιδιοκτησία. Τονίζει όµως ότι τα δικαιώµατα που απορρέουν απ την ιδιοκτησία δεν δύναται να ασκούνται εις βάρος του γενικού συµφέροντος. Έτσι, το Σύνταγµα, επιτρέπει τη στέρηση συγκεκριµένης ιδιοκτησίας υπό ορισµένες ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις, και έναντι καταβολής αποζηµιώσεως. Τις προϋποθέσεις αυτές εξειδικεύει, κατά συνταγµατική εξουσιοδότηση, ο νόµος. Για την ικανοποίηση, λοιπόν, επιτακτικών κοινωνικών αναγκών, δεν αρκούν οι προβλεπόµενοι περιορισµοί της ιδιοκτησίας, αλλά κρίνεται αναγκαία η προσφυγή στην ολοκληρωτική στέρηση της ιδιοκτησίας µε τη µορφή της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Κατά το Σύνταγµα, αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι η στέρηση της ιδιοκτησίας µε µονοµερή πράξη του κράτους, για λόγους δηµόσιας ωφέλειας, που καθορίζεται από το νόµο και έναντι αποζηµίωσης, η οποία προσδιορίζεται δικαστικώς. εν πρόκειται, δηλαδή, για συµβατική σύµπτωση βουλήσεων, αλλά για στέρηση της ιδιοκτησίας, για την οποία δεν οφείλεται τίµηµα, αλλά αποζηµίωση 22. Το άρθρο 17 παράγραφος 2 του Συντάγµατος, στο πρώτο εδάφιό του, ορίζει ότι κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά µόνο για δηµόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί µε τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόµος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζηµίωση που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούµενο, κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισµό της αποζηµίωσης 23. Σε αυτό το σηµείο πρέπει να αναδείξουµε τη σηµασία του προσδιορισµού της διαχωριστικής γραµµής µεταξύ απαλλοτριώσεως και λειτουργικών ορίων της ιδιοκτησίας. Η σηµασία του προσδιορισµού αυτού είναι προφανής: απ αυτόν τον 22 Βλ. Γέροντας Απ., ιοικητικό ίκαιο, 2004, σελ. 361. 23 Βλ. Γεωργόπουλος Λ. Κωνσταντίνος, Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο, 12 η έκδοση, 2001, σελ. 607. 12

προσδιορισµό καθορίζεται, τόσο η δοµή και ο χαρακτήρας του ιδιοκτησιακού συστήµατος, όσο και η συνταγµατική προστασία της ατοµικής ιδιοκτησίας ως υποκειµενικού δικαιώµατος 24. Έτσι η έννοια της απαλλοτριώσεως, ως επέµβαση στην ατοµική ιδιοκτησία, καµία ουσιαστική διαφορά δεν παρουσιάζει έναντι των λειτουργικών ορίων αυτής, αλλά µόνον κατά τον βαθµό ενστάσεως της επεµβάσεως. Εκτός από την αναγκαστική απαλλοτρίωση υπό στενή έννοια, της οποίας τον ορισµό δώσαµε παραπάνω, υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπου το κράτος προβαίνει µονοµερώς, αµέσως ή εµµέσως, σε ουσιαστική στέρηση ιδιοκτησίας χωρίς να εκδώσει πράξη απαλλοτριώσεως, ίσως γιατί δεν είναι εν επιγνώσει του γεγονότος ότι η πράξη του είναι ισοδύναµη κατά το αποτέλεσµα µε την αναγκαστική απαλλοτρίωση. Αυτή η περίπτωση ονοµάζεται de facto αναγκαστική απαλλοτρίωση, και µαζί µε την αναγκαστική απαλλοτρίωση υπό τη στενή έννοια του όρου, αποτελούν την αναγκαστική απαλλοτρίωση υπό την ευρεία έννοια. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι θεσµός του δηµοσίου δικαίου. Πρόκειται για µονοµερή διοικητική πράξη που ούτε χρειάζεται τη σύµπραξη, ούτε στηρίζεται στη βούληση του ιδιοκτήτη. εν πρόκειται για συµβατική σύµπτωση βουλήσεων, αλλά για στέρηση της ιδιοκτησίας για την οποία δεν οφείλεται τίµηµα, αλλά αποζηµίωση. Η κυριότητα εποµένως που αποκτάται δια της απαλλοτριώσεως δεν είναι παράγωγη, αλλά πρωτότυπη. Η κυριότητα αυτή ισχύει έναντι πάντων, ακόµη και φορέων εµπράγµατων δικαιωµάτων, τα οποία µετατρέπονται σε ενοχικές αξιώσεις επί της αποζηµίωσης 25. 5.2) Αντικείµενο Αντικείµενο της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης είναι η ιδιοκτησία. Ο όρος αυτός στο ιδιωτικό δίκαιο έχει την ίδια έννοια µε τον όρο κυριότητα. Σηµαίνει δηλαδή την άµεση, απόλυτη και καθολική εξουσία επί του πράγµατος. Στο δηµόσιο όµως δίκαιο, ο όρος ιδιοκτησία είναι πολύ ευρύτερος. Αν και το Σύνταγµα δεν ορίζει την έννοια της ιδιοκτησίας είναι 24 Βλ. Κασιµάτη Ι. Γεωργίου, Τα συνταγµατικά όρια της ιδιοκτησίας, Αθήνα 1972, σελ. 30. 25 Βλ. αγτόγλου, Π.., Ατοµικά ικαιώµατα Β, σελ. 1055. 13

αναµφισβήτητο, τόσο στην θεωρία όσο και στη νοµολογία, ότι ο όρος περιλαµβάνει και τα περιορισµένα εµπράγµατα δικαιώµατα. Η διατύπωση των άρθρων 17 και 18 του Συντάγµατος και του ν.δ.797/1971 «περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων» προσανατολίζεται στην απαλλοτρίωση ακινήτων, που άλλωστε είναι και η κατά πολύ συχνότερη περίπτωση απαλλοτριώσεως. Ο νέος νόµος, µάλιστα, 2882/2001 φέρει ρητώς τον τίτλο «Κώδικας αναγκαστικών απαλλοτριώσεων ακινήτων». Η ιδιοκτησία µπορεί να είναι αντικείµενο αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κατ αρχήν ανεξάρτητα απ τον φορέα της 26. Με εξαίρεση την απαγόρευση απαλλοτριώσεως ορισµένων περιουσιακών στοιχείων της εκκλησίας, καθώς και του εδάφους του Αγίου Όρους, η ιδιοκτησία προστατεύεται και απαλλοτριώνεται µόνον κατά τους όρους του Συντάγµατος, ανεξάρτητα από το αν ανήκει σε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δηµοσίου ή εκκλησιαστικού δικαίου, ηµεδαπό ή αλλοδαπό. ιαφορετική είναι η κατάσταση που ισχύει για τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, καθώς µε βάση την απόφαση 17/02 του Αρείου Πάγου, επιχειρείται η διάκριση µεταξύ δηµόσιας και ιδιωτικής περιουσίας. Ειδικότερα κρίθηκε ότι η περιουσία των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) διακρίνεται: α) στα πράγµατα που έχουν ως προορισµό να εξυπηρετούν µε τη χρήση τους δηµοτικούς σκοπούς και β) στην ιδιωτική περιουσία που περιλαµβάνει τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία παρέχουν οικονοµικά µέσα στους Ο.Τ.Α. 27. Επίσης, πρέπει να προσθέσουµε, ότι στην περίπτωση των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, υπάρχουν τρεις εξαιρέσεις: πρώτον δεν υπόκεινται σε απαλλοτρίωση τα ακίνητα και άλλα περιουσιακά στοιχεία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Επειδή δεύτερον, η αναγκαστική απαλλοτρίωση ενεργείται πάντοτε και µόνον από το ίδιο το κράτος, δεν νοείται απαλλοτρίωση κρατικού περιουσιακού στοιχείου, ανεξαρτήτως της νοµικής του καταστάσεως, απλώς µεταβάλλεται η χρήση του. Τρίτον, στην 26 Βλ. αγτόγλου, Γενικό ιοικητικό, τρίτη έκδοση, σελ. 704. 27 Βλ. Γέροντας Απ., ιοικητικό ίκαιο, 2004, σελ. 360. 14

περίπτωση ενός άλλου νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου, πρέπει να γίνει διάκριση µεταξύ ιδιωτικής και δηµόσιας περιουσίας του. Νόµος µπορεί να εξαιρεί ορισµένη ιδιοκτησία από την αναγκαστική απαλλοτρίωση. Στην περίπτωση αυτή, η διοίκηση δεν δικαιούται να προβεί σε απαλλοτρίωση παρά µόνον αν µεταγενέστερος νόµος ίσης τυπικής ισχύος άρει το αναπαλλοτρίωτο. Ακόµη δεσµευτικότερη εµφανίζεται η απαγόρευση της απαλλοτριώσεως που προβλέπει το ν.δ.2687/1953 «περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού», ως προς τα περιουσιακά στοιχεία των επιχειρήσεων που υπάγονται σε αυτό, γιατί το νοµοθέτηµα τούτο έχει αυξηµένη τυπική ισχύ. Η νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας που δέχεται εδώ τη συνταγµατικότητα των απαλλοτριώσεων, όχι µόνον δεν είναι πειστική στην επιχειρηµατολογία της, αλλά και αντιστρατεύεται ευθέως τους σκοπούς που επιδώσει το ν.δ.2687/1953 και η συνταγµατική διάταξη που το στηρίζει 28. Η νοµολογία, τέλος, πρέπει να διαµορφώσει κριτήρια επεµβάσεων που υπερβαίνουν τα όρια του ανεκτού βάρους και αποτελούν κατηγορία ισοδύναµων µε απαλλοτρίωση επεµβάσεων, µε παράλληλη υποχρέωση προς αποζηµίωση. Τα κριτήρια αυτά είναι αναγκαία όταν υφίσταται νόµος που προβλέπει αποζηµίωση για ορισµένες τέτοιες κατηγορίες, για τον έλεγχο συνταγµατικότητας του νόµου 29. 5.3) Προϋποθέσεις Το Σύνταγµα επιτρέπει την αναγκαστική απαλλοτρίωση υπό ορισµένες προϋποθέσεις: 1) δηµόσια ωφέλεια, 2) νοµοθετική πρόβλεψη και 3) δικαστικά προσδιοριζόµενη αποζηµίωση. Στην περίπτωση της de facto αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, η αποζηµίωση δεν είναι, κατ ακριβολογία, προϋπόθεση, αλλά έννοµη συνέπεια της διοικητικής δραστηριότητας. 5.3.1) ηµόσια ωφέλεια Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 17 παράγραφος 2 του Συντάγµατος, «κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά µόνον για 28 Βλ. ΣτΕ 1094/87 (Ολ.). 29 Βλ. Κασιµάτης Γ., Μελέτες ΙΙΙ 1974-1999, Θεµελιώδη δικαιώµατα και κοινωνικό κράτος, 2000, σελ. 196. 15

δηµόσια ωφέλεια, που έχει αποδειχθεί µε τον προσήκοντα τρόπο» 30, όταν και όπως ο νόµος ορίζει 31. Τα δικαιώµατα της ιδιοκτησίας δεν µπορούν κατά το Σύνταγµα να ασκούνται σε βάρος του γενικού συµφέροντος. Η δηµόσια ωφέλεια πρέπει κατά λογική ανάγκη να είναι πιο έντονη από το γενικό συµφέρον που περιορίζει την ιδιοκτησία. Με τον όρο «δηµόσια ωφέλεια» νοείται η ωφέλεια του κοινωνικού συνόλου και όχι η από την αναγκαστική απαλλοτρίωση αύξηση των εσόδων ή της περιουσίας τού Κράτους, εφ όσον δεν συνδέεται µε την εξυπηρέτηση ου κοινωνού συµφέροντος. Έτσι ο όρος αυτός είναι πολύ ρευστός σχετικά µε το περιεχόµενό του και θεωρείται ότι αναφέρεται σε κάθε περίπτωση απαλλοτρίωσης που µπορεί να είναι ωφέλιµη για το κοινωνικό σύνολο 32. Η δηµόσια ωφέλεια καθορίζεται όχι µόνον µε τυπικό νόµο, αλλά και µε κανονιστική διοικητική πράξη που εκδίδεται µετά από ειδική και συγκεκριµένη εξουσιοδότηση. Τούτο έχει ως συνέπεια η διοίκηση να προβαίνει συχνά στον καθορισµό της δηµόσιας ωφέλειας. Η δηµόσια ωφέλεια δεν σηµαίνει απαραίτητα ωφέλεια του δηµοσίου, αλλά είναι δυνατόν να αναφέρεται και σε ωφέλεια ιδιωτών. Το στοιχείο της δηµόσιας ωφέλειας συντρέχει κάθε φορά που εξυπηρετείται το γενικότερο κοινωνικό συµφέρον, όταν ωφελείται το κοινωνικό σύνολο. Τέτοια ωφέλεια δύναται να υπάρξει όταν η αναγκαστική απαλλοτρίωση ενεργείται όχι µόνον υπέρ του κράτους, αλλά και υπέρ τρίτων, αρκεί να συντρέχει και δι αυτούς το γενικότερο κοινωνικό συµφέρον. ηµόσια ωφέλεια υπάρχει και όταν προβλέπεται από το νόµο η επιβολή απαλλοτρίωσης υπέρ του ιδιώτη, εφόσον ο σκοπός της εντάσσεται στην εξυπηρέτηση του γενικότερου δηµόσιου συµφέροντος. Στην περίπτωση αυτή η διοίκηση οφείλει να παρακολουθήσει και να ελέγξει εάν η απαλλοτρίωση συµβάλλει στην προαγωγή της εθνικής οικονοµίας 33. Η στέρηση της ιδιοκτησίας, ως στέρηση ατοµικού δικαιώµατος, αποτελεί ιδιαιτέρως επαχθές µέτρο, πρέπει να επιβάλλεται ως έσχατο 30 Βλ. Γέροντας Απ., ιοικητικό ίκαιο, 2004, σελ. 363. 31 Βλ. ηµητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγµατικά ικαιώµατα, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, τόµος ΙΙΙ, Αθήνα, 2005, σελ. 355. 32 Βλ. Γεωργόπουλος Λ. Κωνσταντίνος, Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο, 12 η έκδοση, 2001, σελ. 607. 33 Βλ. Γέροντας Απ., ιοικητικό ίκαιο, 2004, σελ. 365. 16

µέτρο, τότε δηλαδή µόνον, όταν ο σκοπός της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δεν µπορεί να ικανοποιηθεί ούτε από την ελεύθερη αγορά ή την περιουσία του δηµοσίου, ούτε µε τρόπο λιγότερο επαχθή. Επίσης, µετά την αναθεώρησή του το 2001, το Σύνταγµα προβλέπει ρητώς (άρθρο 25 παράγραφος 1 εδ.3), ότι οι κάθε είδους περιορισµοί που µπορούν κατά το Σύνταγµα να επιβληθούν στα δικαιώµατα του ανθρώπου, πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Από αυτή την αρχή προκύπτει ότι ο βαθµός ή η έκταση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, δεν πρέπει να υπερβαίνει το όριο του αναγκαίου 34. Ως προς την βεβαίωση της ύπαρξης δηµόσιας ωφέλειας σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση, αυτό δεν αποτελεί έργο του νοµοθέτη. Γίνεται µε πράξη της διοίκησης που προχωρεί στην απαλλοτρίωση σύµφωνα µε τις διατάξεις του νόµου, τις οποίες η διοίκηση ακολουθεί. Ειδικότερα, κατά το Νοµοθετικό ιάταγµα 797/1971, η αναγκαστική απαλλοτρίωση, όταν επιτρέπεται από το νόµο για δηµόσια ωφέλεια, κηρύσσεται µε κοινή απόφαση του αρµόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονοµικών, και σε εξαιρετικές περιπτώσεις, µε απόφαση του Υπουργικού Συµβουλίου, ενώ σε ορισµένες περιπτώσεις, µπορεί να κηρυχθεί και µε απόφαση του νοµάρχη 35. Το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου δίνει απάντηση στο ερώτηµα αν νοµιµοποιείται ένα διεθνές δικαστήριο να αποφανθεί τι αποτελεί δηµόσια ωφέλεια σε ένα εθνικό κράτος, και µάλιστα, αν νοµιµοποιείται να έχει διαφορετική αντίληψη από εκείνη που έχουν τα πολιτικώς υπόλογα νοµοθετικά όργανα ενός δηµοκρατικού κράτους, το οποίο επειδή είναι δηµοκρατία, δικαιούται να είναι µέλος του Συµβουλίου της Ευρώπης και να µετέχει στην ΕΣ Α. Η απάντηση είναι ότι εναπόκειται στις εθνικές αρχές να προβούν στην αρχική εκτίµηση, τόσο ως προς την ύπαρξη ενός προβλήµατος που παρουσιάζει δηµόσιο ενδιαφέρον και απαιτείται µέτρα στέρησης της ιδιοκτησίας, όσο και ως προς την επανορθωτική δράση που πρέπει να αναληφθεί 36. 34 Βλ. ΣτΕ 779/82. 35 Βλ. Γεωργόπουλος Λ. Κωνσταντίνος, Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο, 12 η έκδοση, 2001, σελ. 608. 36 Βλ. ρόσος Ζ. Γιάννης, Συνταγµατικοί Περιορισµοί της Ιδιοκτησίας και Αποζηµίωση, 1997, σελ. 66. 17

Εξάλλου το ΣτΕ δια σωρείας αποφάσεών του απεφάνθη ότι η εκτίµηση υπάρξεως δηµόσιας ωφέλειας ανήκει στην διακριτική ευχέρεια της ιοίκησης. Η άσκηση όµως αυτής της διακριτικής εξουσίας δεν διαφεύγει τον ακυρωτικό έλεγχο, όταν συντρέχει παραβίαση νόµου ή πλάνη περί τα πράγµατα και συνιστά λόγο ακυρώσεως εξαιτίας παραβίασης νόµου. Τέλος, η διοίκηση, αφού κρίνει ότι όντως υπάρχει δηµόσια ωφέλεια, που δεν αντίκειται στο νόµο, να προτιµά εκείνα τα ακίνητα που είναι τα κατάλληλα για την ικανοποίηση του επιδιωκόµενου σκοπού, η απαλλοτρίωση του οποίου επιφέρει τη λιγότερο επαχθή στέρηση για τον ιδιοκτήτη. 5.3.2) Νοµοθετική πρόβλεψη Η νοµοθετική πρόβλεψη αποτελεί τη δεύτερη προϋπόθεση της σύµφωνης µε το Σύνταγµα απαλλοτριώσεως. Το Σύνταγµα επιφυλάσσει τον καθορισµό της δηµόσιας ωφέλειας στον νόµο. Η στέρηση της ιδιοκτησίας, και ιδιαίτερα η προσήκουσα απόδειξη της δηµόσιας ωφέλειας, γίνεται όταν και όπως ο νόµος ορίζει. Ο νοµοθέτης ορίζει αφηρηµένα τους σκοπούς που θεωρεί ότι εξυπηρετούν τη δηµόσια ωφέλεια, η διοίκηση κρίνει συγκεκριµένα πότε εξυπηρετείται ο σκοπός αυτός µε το µέσο τής αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ορισµένου περιουσιακού στοιχείου. Ο νόµος ορίζει αφηρηµένα µία γενική περίπτωση δηµόσιας ωφέλειας, η διοίκηση την εξειδικεύει στην κάθε περίπτωση. Η απόφασή της αποτελεί άσκηση της διακριτικής ευχέρειας και ελέγχεται δικαστικώς µόνον όσον αφορά την τήρηση των ορίων τής ευχέρειας αυτής και την αποφυγή καταχρήσεως εξουσίας. Το Σύνταγµα δεν αποκλείει βέβαια και τον συγκριµένο καθορισµό του απαλλοτριωµένου πράγµατος απευθείας από το νοµοθέτη, ούτε σπανίζουν άλλωστε τέτοια παραδείγµατα 37. Η ρήτρα περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως υπέρ του ιδιώτη αντισυµβαλλοµένου της διοικήσεως που περιλαµβάνεται σε διοικητική σύµβαση, π.χ. περί εισαγωγής κεφαλαίων εξωτερικού κατά το ν.δ.2687/1953, δεν αποτελεί τη νοµοθετική θεµελίωση που απαιτεί το 37 Βλ. ΣτΕ 1530/71 (Ολ.). 18

Σύνταγµα. Αυτή µπορεί µόνο να προκύπτει από τυπικό νόµο ή κανονιστική πράξη της διοικήσεως, που εκδίδεται προς εκπλήρωση της συµβατικής υποχρέωσης του κράτους. 5.3.3) Αποζηµίωση Η τρίτη προϋπόθεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κατά το Σύνταγµα, είναι η καταβολή πλήρους αποζηµιώσεως. Το Σύνταγµα δίνει ιδιαίτερη σηµασία στην προϋπόθεση αυτή: επιτρέπει τη στέρηση της ιδιοκτησίας µόνον αφού καταβληθεί η αποζηµίωση. Μέχρι τότε διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώµατα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη, που ήταν συχνή πριν την υιοθέτηση για πρώτη φορά της συνταγµατικής αυτής διατάξεως κατά την συνταγµατική αναθεώρηση του 2001. Στην περίπτωση της de facto αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, η αποζηµίωση είναι όχι κατά λογική ανάγκη προϋπόθεση, αλλά έννοµη συνέπεια του διοικητικού µέτρου. Το Σύνταγµα (άρθρο 17 2) αναφέρει ότι η αποζηµίωση πρέπει να ανταποκρίνεται στην αξία του απαλλοτριωµένου κατά το χρόνο που συζητείται στο δικαστήριο η αίτηση για τον προσωρινό προσδιορισµό της αποζηµίωσης, ενώ σε περίπτωση που επιβάλλεται απ ευθείας αίτηση για οριστικό προσδιορισµό της αποζηµιώσεως, λαµβάνεται υπόψη η αξία του απαλλοτριούµενου κατά το χρόνο και πάλι της συζήτησης στο δικαστήριο. Προβλέπεται ακόµη ότι δεν λαµβάνεται υπόψη η ενδεχόµενη µεταβολή της αξίας του απαλλοτριούµενου, που επήλθε µετά την δηµοσίευση της πράξης απαλλοτρίωσης 38. Ο νόµος απαιτεί πλήρη αποζηµίωση κατά τη νοµολογία αναγκαστικής απαλλοτριώσεως. Ως πλήρης αποζηµίωση κατά τη νοµολογία θεωρείται εκείνη µε την οποία ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριωµένου µπορεί να το αντικαταστήσει µε άλλο ισάξιο, δηλαδή πρέπει να επαρκεί για την αγορά άλλου ανάλογου πράγµατος και να καλύπτει και τυχόν θετική ζηµία 39. Κατά τη νοµολογία του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου των ικαιωµάτων του Ανθρώπου, η προστασία του 38 Βλ. Γεωργόπουλος Λ. Κωνσταντίνος, Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο, 12 η έκδοση, 2001, σελ. 608. 19

δικαιώµατος της ιδιοκτησίας θα ήταν σε µεγάλο βαθµό απατηλή και αναποτελεσµατική χωρίς την χορήγηση χρηµατικού αντισταθµίσµατος. Κατά τη συνταγµατική διάταξη τού άρθρου 17 2, η αποζηµίωση είναι χρηµατική. Μπορεί όµως εφόσον συναινεί και ο δικαιούχος, να καταβάλλεται σε είδος, ιδίως µε τη µορφή της παραχωρήσεως της κυριότητας ακινήτου ή της παραχωρήσεως δικαιωµάτων επί άλλου ακινήτου 40. Η αποζηµίωση πρέπει να είναι χρηµατική και να ανταποκρίνεται στην πραγµατική αξία του απαλλοτριωµένου, γιατί όπως αναφέρει και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, πρέπει να υπάρχει εύλογη ισορροπία ανάµεσα στις απαιτήσεις του γενικού συµφέροντος της κοινωνίας και στις απαιτήσεις της προστασίας του θεµελιώδους δικαιώµατος της ατοµικής ιδιοκτησίας. Έτσι η καταβολή είναι στοιχείο πρόσφορο για να αποκατασταθεί η εύλογη ισορροπία, η fair balance, ανάµεσα στις απαιτήσεις του γενικού συµφέροντος και στις απαιτήσεις της προστασίας της ιδιοκτησίας. Η αξίωση για αποζηµίωση ενυπάρχει ήδη στην αρχή της αναλογικότητας που θεσπίζεται µε την υποχρέωση για εύλογη ισορροπία 41. Κρίσιµος χρόνος για τον υπολογισµό της αποζηµιώσεως είναι κατά το Σύνταγµα ο χρόνος της ενώπιον του δικαστηρίου συζητήσεως περί προσωρινού προσδιορισµού της αποζηµιώσεως. Η µεταβολή δηλαδή της αξίας του απαλλοτριωµένου από της κηρύξεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως µέχρι της συζητήσεως ενώπιον του δικαστηρίου του προσωρινού ή οριστικού καθορισµού της αποζηµιώσεως, δεν λαµβάνεται υπ όψη 42. Στις περιπτώσεις εκείνες που οι ιδιοκτήτες των µη απαλλοτριωµένων ακινήτων επωφελούνται σηµαντικά και ενδεχοµένως αποκοµίζουν τεράστια κέρδη, οφειλόµενα αποκλειστικά στην κρατική ενέργεια και τις σχετικές κρατικές δαπάνες, το νέο Σύνταγµα προβλέπει 39 Βλ. Γέροντας Απόστολος, Η συνταγµατική προστασία της ιδιοκτησίας και η αναγκαστική απαλλοτρίωση, 2003, σελ. 40. 40 Βλ. Γέροντα Απ., ιοικητικό ίκαιο, 2004, σελ. 369. 41 Βλ. ρόσος Ζ. Γιάννης, Συνταγµατικοί περιορισµοί της Ιδιοκτησίας και Αποζηµίωση, 1997, σελ. 56. 42 Βλ. ΑΠ 1271/98. 20

την υποχρεωτική τους συµµετοχή στις δαπάνες του δηµοσίου. Αυτή η διάταξη αφορά και τον ιδιοκτήτη του ακινήτου που απαλλοτριώθηκε τµηµατικά, µόνον αν το απαλλοτριωµένο τµήµα ανατιµήθηκε σηµαντικά εξαιτίας των έργων κοινής ωφελείας, τα οποία εξυπηρετεί και η αναγκαστική απαλλοτρίωση. Το Σύνταγµα προκειµένου να προστατέψει τον ιδιοκτήτη του απαλλοτριούµενου, όρισε µε διάταξη (άρθρο 17 4 εδ. δ), ότι η αποζηµίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο µέσα σε ενάµιση έτος από την δηµοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισµό της αποζηµίωσης, και σε περίπτωση απ ευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισµό, µέσα σε ενάµιση έτος και πάλι απ τη δηµοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου. Αν τούτο δεν συµβεί, η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδίκαια 43. Η αποζηµίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο µέσα σε ενάµιση έτος από τη δηµοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισµό της αποζηµίωσης, και σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισµό της αποζηµίωσης, από τη δηµοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως. Η αποζηµίωση δεν υπόκειται, ως αποζηµίωση, σε κανέναν φόρο, κράτηση ή τέλος (Συντ. άρθρο 17 4). Νόµος ορίζει τις περιπτώσεις υποχρεωτικής ικανοποίησης των δικαιούχων για την πρόσοδο, την οποία έχασαν από το ακίνητο που απαλλοτριώθηκε έως το χρόνο καταβολής τής αποζηµίωσης (άρθρο 17 5) 44. Κατάληψη του απαλλοτριούµενου επιτρέπεται µόνον µετά την πλήρη καταβολή της κύριας αποζηµίωσης. Μέχρι τότε διατηρούνται ακέραια τα δικαιώµατα του ιδιοκτήτη, δηλαδή όχι µόνον η κυριότητα, αλλά και η νοµή µε την οποία ασκείται η κυριότητα. Ο ιδιοκτήτης έχει τις αγωγές προστασίας της κυριότητας και της νοµής του πράγµατος. Μέχρι την καταβολή της αποζηµίωσης απαγορεύεται ως αντισυνταγµατική όχι 43 Βλ. Γεωργόπουλος Λ. Κωνσταντίνος, Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο, 12 η έκδοση, 2001, σελ. 609. 44 Βλ. ηµητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγµατικά ικαιώµατα, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, τόµος ΙΙΙ, Αθήνα, 2005, σελ. 356. 21

µόνον η κατάληψη του απαλλοτριούµενου, αλλά και η λήψη διοικητικών µέτρων εν όψει της απαλλοτρίωσης 45. Στον παραπάνω κανόνα το Σύνταγµα µετά την αναθεώρηση του 2001 εισάγει µία εξαίρεση. Έτσι, σύµφωνα µε το άρθρο 17 παράγραφος 4, υποπαράγραφος 3, προκειµένου να εκτελεστούν έργα γενικότερης σηµασίας για την οικονοµία της χώρας, είναι δυνατόν, µε ειδική απόφαση του δικαστηρίου, που είναι αρµόδιο για τον οριστικό ή προσωρινό προσδιορισµό της αποζηµίωσης, να επιτρέπεται η πραγµατοποίηση εργασιών και πριν από τον προσδιορισµό και την καταβολή της αποζηµίωσης, υπό τον όρο της καταβολής εύλογου τµήµατος της αποζηµίωσης και της παροχής πλήρους εγγύησης υπέρ του δικαιούχου της αποζηµίωσης, όπως νόµος ορίζει. Αν µεταξύ προσδιορισµού και καταβολής της αποζηµίωσης έλαβε χώρα ουσιώδης υποτίµηση τού νοµίσµατος, η αποζηµίωση πρέπει να καθοριστεί εκ νέου εν όψει της νέας πραγµατικής αξίας του νοµίσµατος. Μετά από διακυµάνσεις η νοµολογία προσεχώρησε προς αυτή την άποψη, που µόνη ανταποκρίνεται στη συνταγµατική επιταγή της πλήρους αποζηµιώσεως, αλλά και της χρηστής διοίκησης. Ως προς τον καθορισµό της αποζηµιώσεως, αυτός αντιτίθεται µε βάση το άρθρο 17 παράγραφος 4 του Συντάγµατος στο αρµόδιο δικαστήριο, το οποίο προσδιορίζεται κατά το άρθρο 94 του Συντάγµατος, όπως αυτό έχει αναθεωρηθεί 46. Πριν την αναθεώρηση του 2001, ο καθορισµός της αποζηµιώσεως ανήκε στην αποκλειστική αρµοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων. Μετά την αναθεώρηση ορίζεται ότι η αποζηµίωση ορίζεται από τα αρµόδια δικαστήρια. Νόµος µπορεί να προβλέπει την εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 94, για όλες τις διαφορές και υποθέσεις που σχετίζονται µε απαλλοτρίωση. Με τον ίδιο νόµο µπορεί να ρυθµίζεται ο τρόπος µε τον οποίο συνεχίζονται οι εκκρεµείς δίκες. Η ενοποίηση της δικαιοδοσίας θα 45 Βλ. αγτόγλου, Π.., Ατοµικά ικαιώµατα, Β, σελ. 1094. 46 Βλ. Γέροντας Απ., ιοικητικό ίκαιο, 2004, σελ. 372. 22

συµβάλλει σηµαντικά στην επιτάχυνση της εκδίκασης των διαφορών και στην οµοιόµορφη στάση της νοµολογίας 47. Με την πρόσφατη αναθεώρηση επιτρέπεται ο καθορισµός της αποζηµίωσης και από τα διοικητικά δικαστήρια. Τα δικαστήρια δεσµεύονται από τις διατάξεις του άρθρου 17 παράγραφοι 2 και 3 του Συντάγµατος, που αναφέρονται στο χρονικό σηµείο που πρέπει να ληφθεί υπ όψη για τον υπολογισµό της αξίας του απαλλοτριούµενου. Το Ν..797/1971 ορίζει αρµόδιο για τον προσωρινό καθορισµό της αποζηµίωσης το Μονοµελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριούµενο ή το µεγαλύτερο µέρος του, και για τον οριστικό καθορισµό το Εφετείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριούµενο ή το µεγαλύτερο µέρος του. Εξάλλου το άρθρο 20 του Ν..797/1971 προβλέπει ότι µπορεί να υποβληθεί κατ ευθείαν αίτηση στο Εφετείο και για τον καθορισµό της οριστικής αποζηµίωσης, χωρίς να προηγηθεί η διαδικασία της προσωρινής 48. 5.4) ιαδικασία Η απαλλοτρίωση, ως στέρηση ατοµικού δικαιώµατος, υπόκειται σε πολύπλοκη διαδικασία, που ρυθµίζεται κυρίως στο νόµο 2882/2001. Έτσι, µε βάση τον νόµο αυτό, η διαδικασία διακρίνεται σε πέντε στάδια: 1. απόφαση της διοικήσεως ότι η εξυπηρέτηση µιας νοµοθετικά αναγνωρισµένης δηµόσιας ωφέλειας, απαιτεί την αναγκαστική απαλλοτρίωση, 2. αναγνώριση των δικαιούχων της αποζηµίωσης, 3. κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, 4. προσδιορισµός της αποζηµίωσης, και 5. συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης µε την καταβολή της αποζηµίωσης 49. Η διοίκηση οφείλει να εξετάσει την ανάγκη της αναγκαστικής απαλλοτρίωση και οφείλει να περιορίσει την έκταση και την ένταση της 47 Βλ. ηµητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγµατικά ικαιώµατα, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, τόµος ΙΙΙ, Αθήνα, 2005, σελ. 356. 48 Βλ. Γεωργόπουλος Λ. Κωνσταντίνος, Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο, 12 η έκδοση, 2001, σελ. 610. 23

αναγκαστικής απαλλοτριώσεως στο απολύτως αναγκαίο µέτρο. Η πράξη απαλλοτριώσεως, ως επαχθής για τον ιδιώτη, έχει ανάγκη αιτιολογίας, που να αναφέρεται στην εξυπηρέτηση του επιδιωκόµενου σκοπού στη συγκεκριµένη περίπτωση. Η απόφαση περί κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως αποτελεί ατοµική διοικητική πράξη, που πρέπει πρώτον να είναι ρητή, δεύτερον να είναι σαφής, και τρίτον να περιέχει ειδική αιτιολογία. Επιπλέον, µετά την αναθεώρηση του 2001, µία νέα διάταξη του άρθρου 17 παράγραφος 2 υποπαράγραφος 2 εδάφιο 2, ορίζει ότι στην απόφαση κήρυξης πρέπει να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζηµίωσης 50. Σε περίπτωση διαφωνίας, ο νόµος ορίζει δικαστικό συµβιβασµό ανάµεσα στα µέρη. Υπάρχει όµως και ο διοικητικός συµβιβασµός που συµπίπτει µε τον συµβιβασµό για την αναγνώριση των δικαιούχων. Αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως προβλέπεται σε δύο περιπτώσεις: 1) αν η αποζηµίωση δεν προσδιορισθεί εντός τετραετίας από της κηρύξεως, και 2) αν η αποζηµίωση δεν καταβληθεί εντός ενός και ηµίσεος έτους από τον προσδιορισµό της. Αυτοδίκαιη άρση σηµαίνει ότι αυτή δεν εξαρτάται από ορισµένη δραστηριότητα της διοίκησης. Η αυτοδίκαιη άρση δεν πρέπει να συγχέεται µε την ανάκληση λόγω µη έγκαιρης χρησιµοποιήσεως του απαλλοτριωθέντος. Υπό την ισχύ του Ν..797/1971, η νοµολογία δέχθηκε ότι η ανάκληση συντελεσµένης απαλλοτριώσεως, η οποία έχει κηρυχθεί υπέρ του ηµοσίου, νοµικών προσώπων, δηµοσίου δικαίου, δηµόσιων επιχειρήσεων και οργανισµών κοινής ωφέλειας, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των αρµόδιων υπουργών, οι οποίοι δεν υποχρεούνται, εάν δεν υποβληθεί σχετικό αίτηµα, να κινήσουν διαδικασία ανάκλησης συντελεσµένης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης 51. Εκούσια ανάκληση είναι πάντοτε δυνατή µέχρι της συντελέσεως της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, ενώ µετά τη συντέλεση επιτρέπεται µόνον 49 Βλ. Γέροντας Απ., ιοικητικό ίκαιο, 2004, σελ. 374. 50 Βλ. Κασιµάτη Ι. Γεωργίου, Τα συνταγµατικά όρια της Ιδιοκτησίας, Αθήνα, 1972, σελ. 85. 51 Βλ. ΣτΕ 3289/2005. 24

υπό τον διττόν όρο ότι η αρµόδια υπηρεσία θεωρεί την απαλλοτρίωση ως µη αναγκαία για την εκπλήρωση του αρχικού ή άλλου σκοπού δηµόσιας ωφέλειας και ο πρώην ιδιοκτήτης αποδέχεται την ανάκληση. Η αποδοχή αυτή δεν απαιτείται αν η ανάκληση γίνει εντός διετίας από τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως. 6) Ειδικές περιπτώσεις Το Σύνταγµα προβλέπει ειδικές ρυθµίσεις της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κατά παρέκκλιση του άρθρου 17. Οι βασικότερες από αυτές είναι: 1) η απαλλοτρίωση κατά ζώνες, 2) η κρατικοποίηση των επιχειρήσεων, 3) η επίταξη και 4) ο αγροτικός αναδασµός. 6.1. Απαλλοτρίωση κατά ζώνες Ο συντακτικός νοµοθέτης ορίζει ειδικά για την περίπτωση της απαλλοτρίωσης κατά ζώνες, στο άρθρο 17 6 του Συντάγµατος. Όταν πρόκειται για την οικονοµία της χώρας, νόµος µπορεί να επιτρέψει την απαλλοτρίωση υπέρ του δηµοσίου ευρύτερων ζωνών, πέρα από τις εκτάσεις που είναι αναγκαίες για την κατασκευή των έργων. Ο ίδιος ο νόµος καθορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους µιας τέτοιας απαλλοτριώσεως, καθώς και τα σχετικά µε τη διάθεση ή χρησιµοποίηση, για δηµόσιους ή κοινωφελείς γενικά σκοπούς, των εκτάσεων που απαλλοτριώνονται επιπλέον όσων είναι αναγκαίες µε το έργο που πρόκειται να εκτελεστεί 52. Η απαλλοτρίωση κατά ζώνες συνίσταται στην αφαίρεση από τους ιδιοκτήτες έκτασης µεγαλύτερης από εκείνη που απαιτείται για το έργο που πρόκειται να εκτελεσθεί, και ειδικότερα εδαφικών ζωνών που περιβάλλουν την περιοχή του έργου, για δύο σκοπούς. Ο πρώτος για να µην αποκτήσουν αθέµιτα οφέλη οι ιδιοκτήτες των γειτονικών προς το έργο γηπέδων και ο δεύτερος στοχεύει στο να ωφεληθεί το κράτος και όχι οι ιδιώτες απ την υπεραξία του ακινήτου 53. 52 Βλ. ηµητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγµατικά ικαιώµατα, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, τόµος ΙΙΙ, Αθήνα, 2005, σελ. 365. 53 Βλ. Γεωργόπουλος Λ. Κωνσταντίνος, Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο, 12 η έκδοση, 2001, σελ. 611. 25

6.2) Κρατικοποίηση Επιχειρήσεων Το 1975 συνταγµατοποιήθηκε, για πρώτη φορά, ο θεσµός της κρατικοποίησης επιχειρήσεων. Στο ισχύον Σύνταγµα προβλέπονται έτσι δύο «παράλληλοι θεσµοί» µε πολλές µεταξύ τους οµοιότητες και διαφορές. Με την επιφύλαξη του άρθρου 107 ως προς την επανεξαγωγή κεφαλαίων εξωτερικού, µπορεί να ρυθµίζονται µε νόµο τα σχετικά µε την εξαγορά επιχειρήσεων. Το Σύνταγµα προβλέπει ολική ή µερική αναγκαστική εξαγορά. Η αναγκαστική εξαγορά είναι δυνατή κατά το Σύνταγµα υπέρ του κράτους. Ο φορέας πρέπει να είναι ελεγχόµενος από το κράτος. Στο Σύνταγµα ορίζονται περιοριστικά τρεις λόγοι: 1) είναι καταρχήν δυνατή η εξαγορά των επιχειρήσεων εκείνων που έχουν χαρακτήρα µονοπωλίου, 2) είναι επίσης δυνατή κατά το Σύνταγµα η αναγκαστική εξαγορά επιχειρήσεων που έχουν ζωτική σηµασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, και 3) κατά τον τρίτο και ευρύτερο λόγο, είναι δυνατή η κρατικοποίηση των επιχειρήσεων που έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο 54. Οι επιχειρήσεις που κρατικοποιήθηκαν εν µέρει ή πλήρως, ή ιδρύθηκαν εξαρχής ως δηµόσιες, µπορούν οποτεδήποτε να επιστραφούν ή να µεταφερθούν στον ιδιωτικό τοµέα. Η ιδιωτικοποίηση αυτή δεν έχει καµµία σχέση µε την αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ ιδιώτη, ούτε προσκόπτει σε οποιαδήποτε κεκτηµένα δικαιώµατα. Αποτελεί συνταγµατικώς αναδιάρθρωση και συρρίκνωση του δηµόσιου τοµέα 55. 6.3. Επίταξη Ο θεσµός της επίταξης πραγµάτων ρυθµίζεται στη συνταγµατική διάταξη του άρθρου 18 παράγραφος 3, σύµφωνα µε την οποία επίταξη είναι η προσωρινή στέρηση της χρήσεως και καρπώσεως ιδιοκτησίας, µε µονοµερή πράξη του κράτους, προς τον σκοπό τής ικανοποίησης έκτακτης και άµεσης δηµόσιας ανάγκης 56. 54 Βλ. ηµητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Συνταγµατικά ικαιώµατα, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, τόµος ΙΙΙ, Αθήνα, 2005, σελ. 358. 55 Βλ. αγτόγλου Π.., Ατοµικά ικαιώµατα Β, σελ. 1125. 56 Βλ. ΣτΕ 2615/73. 26

Σύµφωνα µε το άρθρο 18 3 του Συντάγµατος, η ρύθµιση των επιτάξεων κατά παρέκκλιση από τους γενικούς κανόνες, τους σχετικούς µε την απαλλοτρίωση, είναι δυνατή µε δύο προϋποθέσεις: α) να υπάρχει ειδικός νόµος και β) να επιβάλλεται η επίταξη είτε για την αντιµετώπιση των αναγκών των ενόπλων δυνάµεων σε περίπτωση πολέµου ή επιστράτευσης, είτε για την θεραπεία άµεσης κοινωνικής ανάγκης, που πρέπει όµως να µπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο τη δηµόσια τάξη και υγεία 57. Από τις περιπτώσεις που δικαιολογούν την κήρυξη επίταξης, ο «πόλεµος» και η «επιστράτευση» πρέπει να υπάρχουν, τόσο από νοµική, όσο, κυρίως, και από πραγµατική άποψη. Η αντίθετη άποψη της νοµολογίας 58, που θεωρεί επαρκή την κήρυξη γενικής επιστράτευσης στο παρελθόν µε προεδρικό διάταγµα και την εκάστοτε µη άρση της παρά την ανυπαρξία της στην πραγµατικότητα, είναι διπλά εσφαλµένη: πρώτον, εξαρτά την εφαρµογή της διάταξης του άρθρου 18 παράγραφος 3 του Συντάγµατος από την έκδοση προεδρικών διαταγµάτων και δεύτερον οδηγεί στη στέρηση της ιδιοκτησίας µέσω της de facto απαλλοτρίωσης. Σε αντίθεση προς την αναγκαστική απαλλοτρίωση, που είναι κατά κανόνα οριστική, το Σύνταγµα επιτρέπει την προσωρινή µόνον επίταξη, δηλαδή την προσωρινή προσβολή της ιδιοκτησίας. Η διοικητική πράξη µε την οποία κηρύσσεται η επίταξη, πρέπει να αναφέρει ρητά τη χρονική διάρκειά της. Η επιβολή της επίταξης είναι συνταγµατικώς επιτρεπτή για την ικανοποίηση µόνιµης ανάγκης, όταν είναι επείγουσα και επιτακτική η άµεση και πρόσκαιρη αντιµετώπισή της και µέχρις ότου, µέσα σε εύλογο χρόνο, η ανάγκη αυτή αντιµετωπισθεί οριστικά µε αναγκαστική απαλλοτρίωση 59. Όσο για την άµεση κοινωνική ανάγκη, αυτή οφείλει να είναι έκτακτη, επείγουσα και πρόσκαιρη, όχι δε µόνιµη, η οποία µπορεί να θεραπευτεί µε αναγκαστική απαλλοτρίωση. Εάν η µόνιµη ανάγκη είναι άµεση και επιτακτική, επιτρέπεται, κατά την έννοια του άρθρου 18 57 Βλ. Γεωργακόπουλος Λ. Κωνσταντίνος, Επίτοµο Συνταγµατικό ίκαιο, 12 η έκδοση, 2001, σελ. 613. 58 Βλ. ΣτΕ 1677/1980. 59 Βλ. Γέροντας Απ., ιοικητικό ίκαιο, 2004, σελ. 395. 27