ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ ΘΕΜΑ «Η ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑ»

Σχετικά έγγραφα
Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. «Εφαρμογή του π.δ. 219/1991 στον ναυτικό πράκτορα»

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ: ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

E.E. Παρ. I (I), Αρ. 2721, Ν. 5ί(Ι)/92

Οι διατάξεις της εμπορικής αντιπροσωπείας και το ζήτημα της αναλογικής εφαρμογής τους στη

ΤΟΜΟΣ Δ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2018 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ : ΒΙΚΥ ΒΑΡΔΑ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ. Η εισήγηση του Δρος. Δημ. Β. Κουτσούκη ( με θέμα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Ασφαλιστικές Εταιρείες 2007

ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Ευστρατίου Παναγιώτα

Τραπεζα Φορολογικής Ενημέρωσης από την Epsilon Net

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ [05]

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

EIOPA-17/651 4 Οκτωβρίου 2017

ΘΕΜΑ: Φορολογική μεταχείριση μισθωμάτων που καταβάλλονται για τη χρήση δικαιωμάτων (franchising).

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Η ρήτρα απαγόρευσης ανταγωνισμού στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής.

ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΦΟΠΛΙΣΤΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΑΣΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...VII

L 283/36 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΟΔΗΓΙΕΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Αθήνα, 19 Μαρτίου 1988 ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Φ.10043/οικ.14226/431/

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

92/48/ΕΟΚ: Σύσταση της Επιτροπής της 18ης Δεκεμβρίου 1991 για τους ασφαλιστικούς μεσάζοντες

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

ΣΗΜΕΙΩΜΑ V Τροποποιήσεις στα νομοθετήματα του Κώδικα από Φεβρουάριο 2014 έως Δεκέμβριο VII Α. ΓΕΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Ι... Β.Δ.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3016/2002

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

10425/19 ΕΜ/μκρ 1 TREE.2.A

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 69/ΦΕΚ Α 127/ Αναγνώριση προϋπηρεσίας εκτός δημοσίου τομέα.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθηµα τεκµηρίωσης και δεν δεσµεύει τα κοινοτικά όργανα

Διαφάνεια των όρων της σύµβασης µεταξύ καταναλωτή (επιλέγοντα πελάτη) και παρόχου υπηρεσιών στον τοµέα της ενέργειας.

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑ

(2015) 1 PRO JUSTITIA. «Αρχή Υπεύθυνου Δανεισμού» Άννα Οβσεπιάν, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πολιτική Κατηγοριοποίησης Πελατών

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ E2/2016 ΓΙΑ ΤΗΝ EKΜΙΣΘΩΣΗ ΚΥΛΙΚΕΙΩΝ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΩΝ ΑΜΑΞΟΣΤΑΣΙΩΝ ΤΗΣ Ο.ΣΥ. Α.Ε ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Άρθρο 1 Πρόσωπα υπαγόμενα στην ασφάλιση 1. Στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΟΑΕΕ υπάγονται όλα τα παρακάτω

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Legal Flash. Α. Νέοι φορείς κοινωνικής ασφάλισης για όλους τους ασφαλισμένους

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΩΤΗΜΑΤΩΝ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ 5/2018 (Α/Α ΕΣΗΔΗΣ 56629,1)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. Η πρωτότυπη κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας... 1

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Κατευθυντήριες γραμμές

Ε.Φ.Κ.Α. Ασφαλιστικές εισφορές αυτοαπασχολούμενων ως «μπλοκάκια»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1. Ρύθμιση

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ.. VI ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..IX 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΑ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ...

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες. 1. Εισαγωγή 1 Ι. Η οικονομική σημασία των συμβάσεων καταναλωτικής

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4135, 18/7/2007

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

(EEL 280/ ) την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ενός ή περισσοτέρων ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Τα νομικά πρόσωπα και οι κανόνες γνώσης - Μια πρόκληση για τη νομική σκέψη και πράξη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ.. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Γενικές παρατηρήσεις 1 2. Μέθοδος της έρευνας Διάρθρωση της ύλης.. 4

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα 7 Δεκεμβρίου 1998

Αθήνα, 18 Ιουλίου 2006 Αρ. Πρωτ.: Υ190

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 2. (Εγκρίθηκαν στις 19 Μαρτίου 2015) 3. εφαρμοστέου δικαίου επί των διεθνών εμπορικών συμβάσεων.

Σοφία Γ. Παπαθανασοπούλου Δικηγόρος ΤτΕ

Αριθμ. πρωτ.: Δ.15/Δ'/619/15/2018 Ασφαλιστικές εισφορές μελών εταιρειών ή/και διαχειριστών. (Ασφαλιστικές εισφορές μελών εταιρειών ή/και διαχειριστών)

ΘΕΜΑ: «Παράλληλη ασφάλιση κατ εφαρμογή των άρθρ. 17 παρ.1 και 36 παρ.1,2,6 και 7 του Ν. 4387/16»

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 6ης Οκτωβρίου σχετικά με περιορισμούς στις πληρωμές με χρήση μετρητών (CON/2017/40)

Κ..Π. 564 /2003 Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ιάταγµα δυνάµει του άρθρου 19

ΑΠΟΦΑΣΗ 2/804/ τoυ Διοικητικού Συμβουλίου. Θέμα: Τροποποίηση του Κανονισμού Εκκαθάρισης Συναλλαγών επί Παραγώγων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ά ΜΕΡΟΣ Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑΣ

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ. Επί του ανωτέρω ερωτήματος έχω να παρατηρήσω τα ακόλουθα: Ν.3463/2006 Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΜΙΛΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

14797/12 IKS/nm DG B4

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ελίζα Αλεξανδρίδου Χριστόφορος Δ. Αργυρόπουλος Δημήτρης Κ. Αυγητίδης Γιάννης Ε. Βελέντζας Ιάκωβος Ε. Βενιέρης Νικόλαος Βερβεσός

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

10432/19 ΕΜ/γομ 1 TREE.2.A

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗ ΔΙΑΥΓΕΙΑ ΑΔΑ:

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ Ν. Ο. Π. Ε. / ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΙΣ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ ΘΕΜΑ «Η ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑ» Υπεύθυνοι καθηγητές: Κορδή Αντωνοπούλου Σταματία Χατζηνικολάου Αγγελίδου Ουρανία Εισηγήτρια: Α. Ε. Μ: 450 Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 2005

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Γενικά περί της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας 1. Η ανάπτυξη του επαγγέλματος του εμπορικού αντιπροσώπου...σελ. 1 2. Η νομοθετική ρύθμιση της σύμβασης...σελ. 2-3 3. Σχετικά με τη νομική φύση της σύμβασης πριν την έκδοση του π.δ....σελ. 3-5 4. Η έννοια της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και του εμπορικού αντιπροσώπου...σελ. 5-7 5. Η αναλογική εφαρμογή του π.δ. στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας που αφορούν στην παροχή υπηρεσιών και στους παραγγελιοδοχικούς εμπορικούς αντιπροσώπους...σελ. 8-12 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ Γενικά περί του θεσμού της αποζημίωσης πελατείας 1. Ο σκοπός θέσπισης του θεσμού της αποζημίωσης πελατείας...σελ. 12-14 2. Έννοια και περιεχόμενο του θεσμού...σελ. 14-16 3. Η δυνατότητα επιδίκασης αποζημίωσης πελατείας στον εμπορικό αντιπρόσωπο πριν την έκδοση του π.δ. 219/1991...σελ. 16-22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ Η νομοθετική πρόβλεψη για τη γέννηση της αξίωσης αποζημίωσης πελατείας 1. Η κοινοτική Οδηγία 86/653/ΕΟΚ και το π.δ. 219/1991 (όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του από τα π.δ. 249/1993, 88/1994 και 312/1995)...σελ. 22-23 2. Οι προϋποθέσεις γέννησης της αξίωσης για αποζημίωση πελατείας...σελ. 23-24 2.1. ΤΥΠΙΚΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ: Η λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας...σελ. 24-27 2.1.1. Ειδικά ζητήματα λύσης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας...σελ. 27 i) Πτώχευση ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη...σελ. 27-29 2

ii) Λύση της σύμβασης εμπορικής υπαντιπροσωπείας...σελ. 29-31 iii) Λύση της σύμβασης με συμφωνία των μερών...σελ. 31-32 iv) Μεταβίβαση της αντιπροσωπευόμενης επιχείρησης ή διακοπή λειτουργίας της ή συγχώνευσή της με άλλη ανώνυμη εταιρία...σελ. 32-35 2.1.2. Η τυπική προϋπόθεση της λύσης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας μέσα από την πρόσφατη νομολογία...σελ. 35-37 2.2. 1 η ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ: Διατήρηση από τον εντολέα ουσιαστικών ωφελειών από υποθέσεις με (νέους ή υπάρχοντες) πελάτες χάρη στη διαμεσολαβητική δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου 2.2.1. Η έννοια του όρου «πελάτης» στο π.δ. 219/1991...σελ. 37-39 2.2.2. Η εισφορά «νέων» πελατών στην επιχείρηση χάρη στη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου...σελ. 39-42 2.2.3. Σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες...σελ. 42-44 2.2.4. Η διατήρηση ουσιαστικών ωφελειών από τον εντολέα μετά τη λύση της σύμβασης...σελ. 44-48 2.3. 2 η ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ: Το «δίκαιο» της επιδίκασης της αποζημίωσης πελατείας, λαμβανομένης υπόψη κυρίως της απώλειας των προμηθειών του εμπορικού αντιπροσώπου. 2.3.1. Η «απώλεια προμηθειών» ως η βασικότερη συνοδευτική περίσταση για την κρίση του «δίκαιου» της καταβολής αποζημίωσης πελατείας από το δικαστή...σελ. 49-50 2.3.2. Οι «συνοδευτικές περιστάσεις» που καλείται να αξιολογήσει ο δικαστής για τη δίκαιη καταβολή της αποζημίωσης πελατείας...σελ. 51-52 2.3.3. Περιπτώσεις που εμπίπτουν στην έννοια των «συνοδευτικών περιστάσεων» μέσα από τη γερμανική και εγχώρια νομολογία...σελ. 52-54 2.3.4. Η μετασυμβατική απαγόρευση ανταγωνισμού (ρήτρα μη ανταγωνισμού κατ άρθρο 10 π.δ.) ως «συνοδευτική περίσταση» που λειτουργεί ευνοϊκά για τον εμπορικό αντιπρόσωπο...σελ. 54-55 2.3.5. Η εφαρμογή της δεύτερης ουσιαστικής προϋπόθεσης μέσα από την πρόσφατη νομολογία...σελ. 56 3

3. Δυνατότητα σώρευσης αξίωσης για αποζημίωση του κοινού δικαίου με την αξίωση για αποζημίωση πελατείας (άρθρο 17 παρ. 2 εδ. γ της Οδηγίας)...σελ. 56-59 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV Ο υπολογισμός του ύψους της αξίωσης για αποζημίωση πελατείας 1. Το ανώτατο όριο του ύψους της αποζημίωσης πελατείας...σελ. 59-61 2. Η διαδικασία υπολογισμού της αποζημίωσης πελατείας...σελ. 61-63 2.1. Η διαδικασία υπολογισμού της αποζημίωσης πελατείας μέσα από την πρόσφατη νομολογία...σελ. 63-68 ΚΕΦΑΛΑΙΟ V Λόγοι έκπτωσης της απαίτησης για αποζημίωση πελατείας 1. ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ: Καταγγελία της σύμβασης από τον αντιπροσωπευόμενο λόγω υπαιτιότητας του αντιπροσώπου...σελ. 68-69 2. ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ: Καταγγελία της σύμβασης από τον αντιπρόσωπο... 3. ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ: Μεταβίβαση της συμβατικής σχέσης από τον εμπορικό αντιπρόσωπο, κατόπιν συμφωνίας των μερών...σελ. 69-73 4. ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ: Παρέλευση της προβλεπόμενης προθεσμίας γνωστοποίησης της πρόθεσης του αντιπροσώπου για άσκηση του δικαιώματός του προς τον αντιπροσωπευόμενο...σελ. 73 5. Απαγόρευση παραίτησης του αντιπροσώπου από την αξίωσή του πριν από τη λύση της σύμβασης (άρθρο 9 παρ. 4 π.δ.)...σελ. 73-74 ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI Αναλογική εφαρμογή του άρθρου 9 π.δ. στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής και δικαιόχρησης (franchise) 1. Η αναλογική εφαρμογή του π.δ. στις διαρκείς διαμεσολαβητικές συμβάσεις γενικότερα...σελ. 75-76 1.1. Η αναλογική εφαρμογή του π.δ. και ειδικότερα των διατάξεων αυτού για αποζημίωση πελατείας στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής 4

1.1.1. Η τροποποίηση του π.δ. από το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 3557/2007...σελ. 76-77 1.1.2. Η σύμβαση αποκλειστικής διανομής...σελ. 77-79 1.1.3. Ποια είναι τα κριτήρια που πρέπει να ληφθούν υπόψη ώστε να γίνει δεκτή η αναλογική εφαρμογή του π.δ. και στις συμβάσεις διανομής...σελ. 79-83 1.1.4. Ο υπολογισμός της αποζημίωσης πελατείας στη σύμβαση αποκλειστικής διανομής...σελ. 83-84 1.2. Η αναλογική εφαρμογή του π.δ. και ειδικότερα των διατάξεων αυτού για αποζημίωση πελατείας στις συμβάσεις δικαιόχρησης (franchising) 1.2.1. Η σύμβαση franchising...σελ. 85-87 1.2.2. Πότε πρέπει να γίνεται δεκτή η αναλογική εφαρμογή του π.δ. στη σύμβαση franchising...σελ. 87-89 1.2.3. Ο υπολογισμός της αποζημίωσης πελατείας στη σύμβαση franchising..σελ. 89-92 5

Πρόλογος Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η θεώρηση του θεσμού της αποζημίωσης πελατείας στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μέσα από την πρόσφατη νομολογία. Πρόκειται για ένα θεσμό σχετικά νέο για το δίκαιό μας (εισήχθη στην εθνική έννομη τάξη με το π.δ. 219/1991 κατόπιν συμμόρφωσης προς την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ), ο οποίος όμως μετρά πολλές δεκαετίες στο γερμανικό δίκαιο, το οποίο αποτελεί και το πρότυπό του. Ο έλληνας νομοθέτης κάνοντας χρήση της διακριτικής ευχέρειας που του παρείχε ο κοινοτικός νομοθέτης υιοθέτησε το γερμανικό σύστημα υπολογισμού της αποζημίωσης πελατείας (το σύστημα της «κατ αποκοπή» αποζημίωσης). Για το λόγο αυτό κατά την εξέλιξη της εργασίας θα γίνονται συχνές αναφορές στη θέση της γερμανικής επιστήμης αλλά και των γερμανικών δικαστηρίων επί των ζητημάτων που θα μας απασχολήσουν. Καταρχήν κρίνουμε σκόπιμο να κάνουμε μία σύντομη επισκόπηση γενικά της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, της έννοιας και της νομοθετικής της ρύθμισης προ και μετά την έκδοση του π.δ. 219/1991, αλλά και του κατά πόσο το π.δ. τυγχάνει αναλογικής εφαρμογής στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας που αφορούν στην παροχή υπηρεσιών (ενόψει και της νέας ρύθμισης του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν. 3557/2007) αλλά και στους παραγγελιοδοχικούς εμπορικούς αντιπροσώπους, προκειμένου να διαπιστώσουμε κατά πόσο χωρεί αναλογική εφαρμογή και των περί αποζημίωσης πελατείας διατάξεων και σε αυτές τις συμβάσεις (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι). Έπειτα, θα προχωρήσουμε στην εξέταση του θεσμού της αποζημίωσης πελατείας ειδικότερα, στο σκοπό θέσπισής του, στην έννοια και το περιεχόμενό του, αλλά και στη δυνατότητα επιδίκασης αποζημίωσης πελατείας πριν την έκδοση του π.δ. 219/1991 (ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ). Εν συνεχεία, θα εξετάσουμε τις προϋποθέσεις γέννησης της αξίωσης για αποζημίωση πελατείας, όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 17 παρ. 2 της Οδηγίας και 9 παρ. 1 εδ. α του π.δ., με αναφορές στη γερμανική θεωρία και νομολογία, αλλά κυρίως στην εγχώρια νομολογία, σε μία προσπάθεια να διακριβώσουμε τη στάση των ελληνικών δικαστηρίων επί της εφαρμογής του άρθρου 9 του π.δ. (ΚΕΦΑΛΑΙΟ III). Την εξέταση των προϋποθέσεων γέννησης της αξίωσης θα ακολουθήσει η ανάλυση της διαδικασίας υπολογισμού αυτής, όπως προβλέπεται από την Έκθεση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 17 της 6

Οδηγίας. Κύριο μέλημά μας είναι διαπίστωση της στάσης των ελληνικών δικαστηρίων απέναντι στην προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία υπολογισμού (ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV). Το θέμα της αποζημίωσης πελατείας στην εμπορική αντιπροσωπεία θα κλείσει με τους λόγους έκπτωσης του εμπορικού αντιπροσώπου από την αξίωση αυτή (ΚΕΦΑΛΑΙΟ V). Τέλος, θα εξετάσουμε κατά πόσο το π.δ. 219/1991 και ειδικότερα οι διατάξεις του περί αποζημίωσης πελατείας μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικά στις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής και δικαιόχρησης (franchising), δυνάμει και της νέας νομοθετικής ρύθμισης του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν. 3557/2007 (ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI). 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Γενικά περί της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας 1. Η ανάπτυξη του επαγγέλματος του εμπορικού αντιπροσώπου Το επάγγελμα του εμπορικού αντιπροσώπου έκανε την εμφάνισή του γύρω στα μέσα του 19 ου αιώνα 1, όταν η μαζική προσφορά αγαθών και υπηρεσιών που προέκυψε από τη βιομηχανοποίηση, γέννησε την ανάγκη στις επιχειρήσεις για εξεύρεση πελατείας και σε τόπους πιο απομακρυσμένους από εκείνους της εγκατάστασής τους 2, καθώς και την επιθυμία να απεκδυθούν όλους τους κινδύνους και το αυξημένο κόστος που συνεπάγεται η οργάνωση ενός συστήματος διανομής με τη λειτουργία υποκαταστημάτων ή πρατηρίων (π.χ. μισθώματα γραφείων, αμοιβές προσωπικού κ.ά.), αναλαμβάνοντας μόνο τον κίνδυνο διάθεσης αυτών. Αυτό το πέτυχαν με τη χρησιμοποίηση των λεγόμενων ανεξάρτητων ή αυτοτελών βοηθητικών του εμπορίου προσώπων στα οποία ανήκει και ο εμπορικός αντιπρόσωπος 3 (καθώς επίσης και οι παραγγελιοδόχοι, οι μεσίτες, οι πράκτορες, οι διανομείς (επιλεκτικοί και αποκλειστικοί) 4, οι λήπτες franchising) - που δεν τα συνδέει με τον επιχειρηματία υπαλληλική σχέση 5, αλλά αποτελούν άτομα ξένα προς την οργάνωση της επιχείρησης και αναπτύσσουν τη διαμεσολαβητική τους δραστηριότητα κατά τρόπο ανεξάρτητο, με κύριο έργο τους τη διεύρυνση της πελατείας του εμπόρου. 1 Για μια σύντομη ιστορική επισκόπηση του θεσμού βλ. Ανδρουτσόπουλος Δ., «Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας», Αθήναι 1968, σελ. 78-81. 2 Βλ. Ανδρουτσόπουλος Δ., ό.π., σελ. 3, Περδίκας Π., «Εγχειρίδιον Εμπορικού Δικαίου», 3 η Έκδοση, Αθήναι 1960, σελ. 223-224, Παμπούκης Κ., «Η εμπορική αντιπροσωπεία Μια ιστορική εισαγωγή», ΕπισκΕΔ 1995(Α), σελ. 699 & σε ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, Τόμος Β1, Εκδόσεις Όπτιμα 92, Αθήνα 2000, σελ. 286-304, του ιδίου, «Εισαγωγή στο δίκαιο της εμπορικής αντιπροσωπείας», Αρμ 1999, σελ. 302 & ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, ό.π., σελ. 311-330, του ιδίου, «Η προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου στο σύγχρονο δίκαιο» σε ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, ό.π., σελ. 268 & σε Μηνιαίον Δελτίον ΕΒΕΘ, τεύχος 11, 1975, σελ. 3επ., Νικολαΐδης Γ., «Λήξη εμπορικής αντιπροσωπείας και αποζημίωση πελατείας. Η ρύθμιση πριν και μετά την Οδηγία 86/653 ΕΟΚ και το ΠΔ 219/91», Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 2000, σελ. 2-3. 3 Σχετικά με τη διάκριση των βοηθητικών του εμπορίου προσώπων βλ. Ανδρουτσόπουλος Δ., ό.π., σελ. 1-6, Τσιριντάνης Α., «Μελέται Εμπορικού Δικαίου», Τόμος Α, Εκδόσεις Ν. Σάκκουλα 1949, σελ. 192-193, Μητρούλης Θ., «Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας», ΕΕμπΔ 1963, σελ. 11, Λουκόπουλος Α., «Η Παραγγελία», Αθήναι 1954, σελ. 8-10, Νικολαΐδης Γ., ό.π., σελ. 1-2. 4 Βλ. Μαστροκώστας Χ., «Έννοια της σύμβασης εμπορικής διανομής Οι κανόνες που διέπουν το πέρας της», Σάκκουλας Αθήνα Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 26, ο οποίος εξαιρεί τους διανομείς από την κατηγορία των βοηθητικών του εμπορίου προσώπων, στηριζόμενος στο ότι ο διανομέας λειτουργεί οικονομικά περισσότερο ως έμπορος με αυτοτελή δραστηριότητα, η οποία έχει ως σκοπό το ίδιον εμπορικό κέρδος. 5 Όπως συμβαίνει με τους εμπορικούς υπαλλήλους, τους ταξιδεύοντες υπαλλήλους, τους διευθύνοντες και εκπροσώπους μιας εταιρίας κ.ά. 8

2. Η νομοθετική ρύθμιση της σύμβασης Ο νόμος μας την πρώτη φορά που προσέγγισε το φαινόμενο της εμπορικής αντιπροσωπείας απέφυγε να ασχοληθεί με τη σύμβαση καθ αυτή 6, αφήνοντάς την αρρύθμιστη μέχρι την έκδοση του π.δ. 219/1991 7 (εφεξής: π.δ.) «περί εμπορικών αντιπροσώπων σε συμμόρφωση προς την οδηγία 86/653/ΕΟΚ 8 του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» στις 30 Μαΐου 1991 9, με το οποίο κατέστη εσωτερικό δίκαιο η Οδηγία Περί Εμπορικών Αντιπροσώπων (εφεξής: Οδηγία) και διατυπώθηκε πλέον και νομοθετικά ορισμός τόσο της σύμβασης όσο και του φορέα της δραστηριότητας 10. Η Οδηγία, μέσα από το π.δ. 219/1991, ήρθε να καλύψει την απόσταση που μέχρι την εφαρμογή της χώριζε το, προσηλωμένο στα συντεχνιακού χαρακτήρα στοιχεία του, δίκαιό μας από τα δίκαια της Μεσευρώπης 11 (ιδίως της Γερμανίας, Αυστρίας και Ελβετίας), στα οποία από νωρίς άρχισε να πνέει ένας άνεμος εύνοιας προς την πλευρά του ασθενέστερου οικονομικά κατά τα λοιπά νομικά ή προσωπικά ανεξάρτητου - εμπορικού αντιπροσώπου 12. Την παρέμβαση του νομοθέτη στην ιδιωτικού δικαίου σύμβαση της εμπορικής αντιπροσωπείας επέβαλε η δεδομένη οικονομική ανισότητα μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και η ανάγκη αποφυγής της, μέσω αυτής, στρέβλωσης της βασικής αρχής της ελευθερίας των διαπραγματεύσεων (άρθρο 361ΑΚ & 5 παρ. 1Σ) 13. Έτσι, για την προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου η οποία αποτελεί και τον πρωταρχικό σκοπό της Οδηγίας - παραμερίστηκε η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και προκρίθηκε η αρχή της κοινωνικής προστασίας του ασθενέστερου μέρους, με τον 6 Βλ. Μητρούλης Θ., ό.π., σελ. 21, Παμπούκης Κ., «Η εμπορική αντιπροσωπεία Μια ιστορική εισαγωγή», ό.π., σελ. 703. Το 1941 εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 2765 «περί εμπορικών αντιπροσώπων εισαγωγής», ο οποίος τροποποιήθηκε αργότερα από το ν. 3814/1958 και διήρκεσε τριάντα πέντε χρόνια μέχρι την έκδοση του π.δ. 219/1991 και ο ν. 307/1976 «περί εμπορικών αντιπροσώπων εισαγωγής και εξαγωγής», που μετά από πολλές τροποποιήσεις και έχοντας χάσει πολλές από τις διατάξεις του ισχύει μέχρι σήμερα. 7 Βλ. ΦΕΚ 81/Α/30.5.1991. 8 Βλ. ΕΕ αριθμ. L 382 της 31.12.1986, σελ. 17. 9 Με μία σχετική καθυστέρηση, αφού προβλεπόταν συμμόρφωση πριν από την 1 η Ιανουαρίου 1990. 10 Βλ. Μητρούλης Θ., ό.π., σελ. 21, Παμπούκης Κ., «Εισαγωγή στο δίκαιο...», ό.π., σελ. 308. 11 Για τη σχετική νομοθεσία των άλλων χωρών βλ. Ανδρουτσόπουλος Δ., ό.π., σελ. 82-88, Μητρούλης Θ., ό.π., σελ. 19-20. 12 Βλ. Παμπούκης Κ., «Η εμπορική αντιπροσωπεία Μια ιστορική εισαγωγή»,ό.π., σελ. 706-709, του ιδίου, «Εισαγωγή στο δίκαιο...»,ό.π., σελ. 306-307, του ιδίου, «Η προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου» σε ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, ό.π., σελ. 268-269, Νικολαΐδης Γ., ό.π., σελ. 6-7. 13 Βλ. Παμπούκης Κ., «Εισαγωγή στο δίκαιο...», ό.π., σελ. 307. 9

χαρακτηρισμό κάποιων από τις διατάξεις του π.δ. ως αναγκαστικού δικαίου, μεταξύ των οποίων και αυτών που αφορούν στην αποζημίωση πελατείας 14. Εξαιτίας των πλημμελειών και της προχειρότητας που χαρακτήριζε την εναρμόνιση του δικαίου μας με την Οδηγία 15, το π.δ. υπέστη αλλεπάλληλες τροποποιήσεις με τα π.δ. 249/1993 16, 88/1994 17 και 312/1995 18. 3. Σχετικά με τη νομική φύση της σύμβασης πριν την έκδοση του π.δ. Πριν από την έκδοση του π.δ., την επιστήμη απασχόλησε έντονα ο νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης 19. Η υπαγωγή της αρρύθμιστης μέχρι τότε σύμβασης σε μία από τις ρυθμισμένες συμβάσεις του ΑΚ ήταν σημαντική προκειμένου να προσδιοριστούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών. Τα δικαστήρια, κατά πάγια πρακτική, ταύτιζαν τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας «κατά τα ουσιώδη μέρη της» 20 με τη σύμβαση παραγγελίας 21, 22, επικαλούμενα την αναλογική 14 Βλ. Υπόθεση C 381/98, Απόφαση της 9.11.00 «Ingmar GB Ltd κατά Eaton Leonard Technologies Inc», ΕΕμπΔ 2001/133, η οποία απεφάνθη επί θέματος ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ότι οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της Οδηγίας περί αποζημίωσης πελατείας, εν όψει των σκοπών αυτής και του άρθρου 19, εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που ο αντιπρόσωπος ασκεί τη δραστηριότητά του εντός των ορίων της κοινότητας, ακόμα και αν ο αντιπροσωπευόμενος έχει την εγκατάστασή του εκτός αυτής, χωρίς να χωρεί συμβατική ρήτρα παρέκτασης. 15 Βλ. Τέλλης Ν., «Τροποποίηση της νομοθεσίας περί εμπορικών αντιπροσώπων με το προεδρικό διάταγμα 312/1995 (ΦΕΚ 168/Α/22.8.95)», ΕπισκΕΔ 1995, σελ. 658, Παμπούκης Κ., «Η εμπορική αντιπροσωπεία Μια ιστορική εισαγωγή»,ό.π., σελ. 710, 715. 16 Βλ. ΦΕΚ 108/Α/28.6.1993. 17 Βλ. ΦΕΚ 64/Α/22.4.1994. 18 Βλ. ΦΕΚ 168/Α/22.8.1995. 19 Για τις διάφορες απόψεις περί της νομικής φύσης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας βλ. αναλυτικότερα Ανδρουτσόπουλος Δ., ό.π., σελ. 107-128 (παραθέτεται μία σειρά θεωριών που θέλουν τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας: σύμβαση εταιρίας ή σύμβαση παραγγελίας ή σύμβαση μίσθωσης πελατείας ή σύμβαση εντολής ή σύμβαση μίσθωσης έργου ή μικτή σύμβαση ή ιδιόρρυθμη σύμβαση). 20 Βλ. σχετικά Λιακόπουλος Θ., «Η σύμβαση πρακτορείας», ΕΕμπΔ 1990, σελ. 575-578, Ρούσσος Κ., «Η σύμβαση παραγγελίας», ΕΕμπΔ 1991, σελ. 603-609, Περάκης Ε., «Γενικό Μέρος του Εμπορικού Δικαίου», Νομική Βιβλιοθήκη 1999, σελ. 401-401 αρ. 9-13, ο οποίος εκτιμά ότι η αναλογική εφαρμογή των περί εντολής διατάξεων στη σύμβαση είναι καταρχήν ορθή, εσφαλμένως όμως δια της οδού του χαρακτηρισμού της ως σύμβασης παραγγελίας, Ρόκας Ν. Κ., «Στοιχεία εμπορικού δικαίου: Γενικό Μέρος Εμπορικές Συμβάσεις», Εκδόσεις Αφοι Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1995, σελ. 43 ο οποίος διαχωρίζει τον εμπορικό αντιπρόσωπο από τον παραγγελιοδόχο. 21 Βλ. Τέλλης Ν., «Τροποποίηση της νομοθεσίας», ό.π., σελ. 657, Λιακόπουλος Θ., «Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου Γενικό Μέρος:Εμπορικές Συμβάσεις», τόμος ΙΙ, Εκδόσεις Π.Ν.Σάκκουλα 1997, σελ. 94-95, ΕφΑθ 3374/2006 ΔΕΕ 2006/1169, ΕφΘεσ 1649/2003 Αρμ 2005/237 με σημ. Φ.Ο, ΕφΑθ 6352/2003 Δνη 2004/192, ΑΠ 1612/2002 Δνη 2003/715, ΑΠ 588/2002 ΔΕΕ 2003/194, ΕφΑθ 5539/2001 ΕπισκΕΔ 2002/418, ΕφΑθ 2419/2000 ΔΕΕ 2000/642, ΠΠρΜυτιλ 58/2000 Δνη 2001/832, ΕφΘεσ 585/1998 Αρμ 1998/1359, ΕιρΘεσ 1510/1997 Αρμ 1998/564, ΕφΑθ 4167/1996 ΔΕΕ 1996/797, ΕφΘεσ 1002/1993 Αρμ 1993/734, ΕφΘεσ 1672/1992 Αρμ 1994/436, ΕφΘεσ 1164/1991 Αρμ 1991/988, ΕφΘεσ 3558/1991 Αρμ 1992/1109, ΕΕμπΔ 1993/411, ΑΠ 812/1991 ΕλλΔνη 1991/1491 με παρατηρ. Μαρίνου Μ., ΠΠρΑθ 1326/1989 ΑρχΝ 1989/468, ΕφΑθ 10915/1988 Δνη 1990/164, ΕφΘεσ 2680/1987 ΕΕμπΔ 1989/30, Αρμ 1988/676 με σημ. Π.Σ.Α Φ.Ο, ΜΠρΑθ 10370/1987 ΑρχΝ 1990/133, ΕφΑθ 7964/1982 Αρμ 1983/874, ΠΠρΘεσ 1271/1982 Αρμ 1983/495 με 10

εφαρμογή των περί εντολής διατάξεων (713 επ. ΑΚ), όπως προβλέπουν τα άρθρα 91 ΕΝ και 3 ΕισΝΑΚ. Το ενδιαφέρον για το νομικό χαρακτηρισμό της σύμβασης μειώθηκε αισθητά μετά την έκδοση του π.δ. και ειδικότερα τη ρύθμιση από αυτό της προμήθειας, της λύσης της σύμβασης και της αποζημίωσης του αντιπροσώπου. Παρά ταύτα, κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι από όλες τις θεωρίες που διατυπώθηκαν κατά καιρούς σχετικά με τη νομική φύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ως ορθότερη προκρίνεται εκείνη που θέλει τον επιχειρηματία να συνάπτει με τον εμπορικό αντιπρόσωπο σύμβαση μίσθωσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών 23, ως ανταποκρινόμενη πληρέστερα στο περιεχόμενό της, εξαίροντας τη διάρκεια της παροχής του εμπορικού παρατηρ. Αντωνόπουλου Β. Άλλες απόψεις σε Μητρούλης Θ., ό.π., σελ. 21, ο οποίος κρίνει ως ορθότερη την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ περί αμέσου αντιπροσωπεύσεως (ΑΚ 211επ.) σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί σύμβασης μίσθωσης εργασίας (ΑΚ 648επ.), Λουκόπουλος Α., ό.π., σελ. 13-14 ο οποίος υποστηρίζει ότι οι εσωτερικές σχέσεις των συμβαλλομένων κρίνονται «κατά τους κανόνας μισθώσεως υπηρεσιών μη εξηρτημένων», όμοια Ανδρουτσόπουλος Δ., ό.π., σελ. 128, Καποδίστριας σε ΕρμΑΚ 713 αριθμ. 17, Νικολαΐδης Γ., ό.π., σελ. 16-18 & 21-22 ο οποίος δέχεται συνδυασμό των διατάξεων περί σύμβασης έργου και περί μίσθωσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, με συμπληρωματική εφαρμογή και των διατάξεων περί εντολής και περί μίσθωσης προσοδοφόρου δικαιώματος, Καράσης σε Γεωργιάδη Σταθόπουλο ΕρμΑΚ 1978, άρθρο 713 ΑΚ, σελ. 731-732 αρ. 10, όπου αναφέρεται ότι «παραπομπές της εμπορικής νομοθεσίας στην «έμμισθη εντολή» ισχύουν πλέον κατά ΕισΝΑΚ 3 μόνο ως παραπομπές στις «αντίστοιχες διατάξεις του ΑΚ» της συμβάσεως εργασίας ή έργου, έμμεσα δε μόνο μέσω των συμβάσεων αυτών και στις διατάξεις της εντολής», μεταξύ των εμπορικών σχέσεων που περιέχουν παραπομπή στην «έμμισθη εντολή» είναι και η εμπορική αντιπροσωπεία, όμοια ΕφΘεσ 2655/2004 ΑΡΜ 2004/1683 σημ. ΑΔΜ, ΑΠ 1093/2001 (επικυρώνει την ΕφΑθ 9915/1998) ΔΕΕ 2002/1041 & Δνη 2003/452, ΕφΠατρ 360/1996 ΔΕΕ 1996/1197, ΜΠρΑθ 150/1994, ΔΕΝ 1995/274, ΠΠρΘεσ 159/1990 Αρμ 1990/123, ΕΕμπΔ 1990/611 η οποία δέχεται και τη συμπληρωματική εφαρμογή των περί εντολής διατάξεων, ΑΠ 329/1990 ΔΕΝ 1991/283, αντίθετα οι Περδίκας Π., ό.π., σελ. 225 παρ. 205, Γεωργακόπουλος Λ., «Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου: Οι εμπορικές πράξεις- Συμβάσεις», Τόμος 2, Τεύχος 2, Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1991, σελ. 372, Ρούσσης Δ., ό.π., σελ. 12, υποστηρίζουν ότι η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας αποτελεί σύμβαση μίσθωσης έργου, η Αυγουστίδη Β. στην ΕφΘεσ 3278/2000 ΕπισκΕΔ 2001/688 υποστηρίζει ότι η σύμβαση παραγγελίας και η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας πρέπει να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις έργου με αντικείμενο την επιμέλεια αλλότριας υπόθεσης και αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής, 22 Στο γερμανικό δίκαιο θεωρούν την εμπορική αντιπροσωπεία ως σύμβαση μέριμνας αλλοτρίων υποθέσεων (675 γερμακ), αν και η ρύθμισή της στον γερμεμπκ μειώνει την πρακτική αξία του ζητήματος, ενώ στο γαλλικό δίκαιο κρατεί η αντίληψη της «εντολής κοινού συμφέροντος» (mandat d intérêt commun) με τον αντιπρόσωπο να θεωρείται εντολοδόχος και να υποδηλώνεται με τον τρόπο αυτό η συνέχεια και η διάρκεια της σχέσης, αλλά και η από κοινού δημιουργία της πελατείας. Βλ. σχετικές παραπομπές σε Περάκης Ε., «Γενικό Μέρος», ό.π., σελ. 403 αρ. 15 υποσημ. αρ. 47,48, Λιακόπουλος Θ., «Γενικό Εμπορικό Δίκαιο», Γ Έκδοση, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας 1998, σελ. 179-180, του ιδίου, «Η σύμβαση πρακτορείας», ό.π., σελ. 575. 23 Βλ. ΕφΑθ 2128/2006 ΔΕΕ 2007/621, ΕφΘεσ 614/2005 Αρμ 2005/738 με σημ. Δ. Σ., ΕφΘεσ 442/2000 Αρμ 2000/666 με παρατηρ. Σιδέρη Δ., ΑΠ 1905/1996 ΕλλΔνη 39/137, ΕφΠατρ 360/1996 ΔΕΕ 1996/1197, ΑΠ 1166/1995 ΕλλΔνη 38/825, ΑΠ 1657/1995 ΕλλΔνη 38/1550, ΜΠρΑθ 150/1994 ΔΕΝ 1995/274, ΑΠ 329/1990 ό.π., στις οποίες γίνεται διάκριση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας από τη σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία εφαρμόζονται και οι ρυθμίσεις του εργατικού δικαίου, ο μισθωτός παρέχει την εργασία του χωρίς να αποσκοπεί σε κάποιο αποτέλεσμα και ανεξάρτητα από τον τρόπο αμοιβής του ενώ ελέγχεται από τον εργοδότη ως προς τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής της εργασίας του. Στην σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ο εργαζόμενος παρέχει τις υπηρεσίες του έναντι αμοιβής σε άλλο πρόσωπο, καθορίζοντας ο ίδιος τον τόπο, χρόνο και τρόπο απασχόλησής του. 11

αντιπροσώπου και την υποχρέωσή του για μόνιμη και συστηματική ανάπτυξη δραστηριότητας προς όφελος του αντιπροσωπευομένου 24 και όχι το αποτέλεσμα της εργασίας του, δηλαδή τη διαρκή και προς κάθε κατεύθυνση διάδοση και επέκταση των συμφερόντων της αντιπροσωπευόμενης επιχείρησης, όπως κάνει η θεωρία περί μίσθωσης έργου 25. 4. Η έννοια της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και του εμπορικού αντιπροσώπου Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι μία άτυπη (άρθρο 8 παρ. 1 π.δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 του Ν. 3557/2007 «α) Για την εφαρμογή του παρόντος προεδρικού διατάγματος δεν απαιτείται η τήρηση εγγράφου τύπου») 26,27, 24 Βλ. Πούλλος σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, άρθρο 648ΑΚ, σελ. 423 αρ. 16, Τραυλός-Τζανετάτος σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, άρθρο 652ΑΚ, σελ. 445, Γεωργακόπουλος Λ.Ν., «Το δίκαιον των διαρκών ενοχών», 1979, σελ. 21, Κιάντος Β., «Σχετικά με την υπαγωγή της εμπορικής αντιπροσωπείας στο πλαίσιο μιας των επωνύμων συμβάσεων», ΕπισκΕΔ 2002, σελ. 981. 25 Βλ. Καρδάρας σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, άρθρο 681-702ΑΚ, σελ. 585 αρ. 9. 26 Και πριν την τροποποίηση της διάταξης που επέφερε ο Ν. 3557/2007, ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8 παρ. 1 εδ. α (όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 6 παρ. 1 του π.δ. 312/1995, το οποίο προσέθεσε δεύτερο εδάφιο) έγγραφος τύπος, βάσει του πνεύματος του κοινοτικού νομοθέτη και της ratio legis, γινόταν δεκτό ότι είναι αποδεικτικός και η σύνταξή του αποτελεί απλά ενοχική υποχρέωση του αντιπροσωπευομένου, βλ. σχετικά Ψυχομάνης Σπ., «Εμπορικό δίκαιο Γενικό μέρος», Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 121, του ιδίου, «Περί του έγγραφου τύπου της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας (γνωμ.)», Αρμ 2003/1382, του ιδίου, «Ο έγγραφος τύπος στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας», Αρμ 2001/305, Τέλλης Ν., «Πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στο δίκαιο της εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής: ο έγγραφος τύπος στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και το ζήτημα της αναλογικής εφαρμογής ων διατάξεων του π.δ. 219/1991 μετά τη θέσπιση του άρθρου 14 παρ. 3 και 4 ν. 3557/2007», ΕπισκΕΔ 2007, σελ. 960-967, Περάκης Ε., «Γενικό Μέρος», ό.π., σελ. 403 αρ. 16, Λιακόπουλος Θ., «Γενικό Εμπορικό Δίκαιο», ό.π., σελ. 185-187, Παμπούκης Κ., «Το έγγραφο στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας (με την ευκαιρία των αποφ. ΕΑ 8316/1999 και ΕΘ 1686/2000», ΕπισκΕΔ 2001, σελ. 21 επ. 27 Βλ. ΑΠ 1301/2006 ΔΕΕ 2006/1288, ΕφΘεσ 2631/2005 ΕπισκΕΔ 2006/180 με εισαγ. σημ. Παμπούκη Κ. (ο οποίος το χαρακτηρίζει ως «έγγραφο μαρτυρίας» που περιέχει δηλώσεις γνώσεως και όχι βουλήσεως), ΕφΘεσ 2655/2004 ΑΡΜ 2004/1683 με σημ. ΑΔΜ, εισαγ. σημ. Παμπούκη Κ. στην ΕφΛαρ 76/2004 ΕΕμπΔ 2004/759 & ΕπισκΕΔ 2004/458, ΕφΠατρ 310/2002 ΕΕμπΔ 2003/597 & ΕπισκΕΔ 2002, σελ. 811 με εισαγ. σημ. Παμπούκη Κ. στην οποία αναφέρεται ότι ο έγγραφος τύπος αποτελεί τεκμήριο και η σύμβαση μπορεί να αποδειχθεί με κάθε άλλο αποδεικτικό μέσο. Επίσης, ότι για το έγκυρο της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και για τη γέννηση της αξίωσής του για αποζημίωση πελατείας δεν απαιτείται ο εμπορικός αντιπρόσωπος να έχει εγγραφεί στο προβλεπόμενο από την εθνική νομοθεσία μητρώο εμπορικών αντιπροσώπων (όμοια πρβλ. Υπόθεση C-456/98 ΔΕΕ 2001/291 με παρατηρ. Μερτικοπούλου Β.), ΕφΑθ 8988/2000 ΕπισκΕΔ 2001/494 με παρατηρ. Παμπούκη Κ., ΕφΘεσ 3094/1998 ΔΕΕ 1999/318, αντίθετες οι ΕφΑθ 3374/2006 ΔΕΕ 2006/1169, ΕφΑθ 1714/2005 ΔΕΕ 2005/838, ΠΠρΑθ 5314/2005 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΗρακλ 199/2005 ΔΕΕ 2006/413, ΕφΘεσ 1401/2003 ΑΡΜ 2004/1005 με παρατηρ. Ομπέση Φ. & ΕπισκΕΔ 2003/897 με εισαγ. σημ. Παμπούκη Κ., ΑΠ 1612/2002 ό.π., ΕφΘεσ 1686/2000 ΕπισκΕΔ 2000/1062 με εισαγ. σημ. Παμπούκη Κ., ΕφΑθ 8316/1999 ό.π., ΜΠρΑθ 2071/1997 ό.π., ΕιρΘεσ 1510/1997 ό.π. 12

ενοχική, αμφοτεροβαρής, διαρκής 28 σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών (648ΑΚ) μεταξύ δύο προσώπων, του «εμπορικού αντιπροσώπου» (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) και του «αντιπροσωπευομένου» (άρθρο 1 παρ. 2 π.δ.), στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικώς, εφόσον αρμόζουν στη φύση της, οι περί εντολής διατάξεις (713επ.ΑΚ) 29. Με τη σύμβαση αυτή, ο εμπορικός αντιπρόσωπος που φέρει την ιδιότητα του εμπόρου 30, αναλαμβάνει την υποχρέωση, ως ανεξάρτητος και αυτοτελής επαγγελματίας, έναντι ανταλλάγματος (προμήθειας 31 - άρθρα 5,6,7 π.δ.) και κατά τρόπο σταθερό 32 και συνεχή, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο 33, συνήθως σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή, να επιδιώκει τη διεύρυνση της πελατείας του αντιπροσωπευομένου 34 και να μεσολαβεί ή να διαπραγματεύεται ή να καταρτίζει στο όνομα και για λογαριασμό του τελευταίου τις συμβάσεις που αφορούν στην επιχειρηματική του δραστηριότητα αναφορικά με αγορές ή πωλήσεις εμπορευμάτων, 28 Βλ. Ρόκας Ν. Κ., ό.π., σελ. 48, ΠΠρΘεσ 159/1990 ό.π. 29 Βλ. Ψυχομάνης Σπ., ό.π., σελ. 120-121, Περάκης Ε., «Γενικό Μέρος», ό.π., σελ. 403 αρ. 14, Παμπούκης Κ., «Συμβάσεις περί επιμελείας αλλοτρίων υποθέσεων», ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, ό.π., σελ. 219-226, ο οποίος δέχεται την αναλογική εφαρμογή των περί εντολής διατάξεων σε όλες εκείνες τις συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο την με αντάλλαγμα επιμέλεια αλλότριας υπόθεσης, όπως είναι η εμπορική αντιπροσωπεία, Λιακόπουλος Θ., «Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου», ό.π., σελ. 121, Ρόκας Ν. Κ., ό.π., σελ. 51, Νικολαΐδης Γ., ό.π., σελ. 22, Ρούσσης Δ., ό.π., σελ. 6-7, Κιάντος Β., «Σχετικά με την υπαγωγή», ό.π., σελ. 980-981 για την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ για την αντιπροσωπεία στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, ΕφΠατρ 310/2002 ό.π., σελ. 811, ΑΠ 1093/2001ό.π., ΕφΠατρ 360/1996 ΔΕΕ 1996/1197, ΑΠ 329/1990 ό.π., ΠΠρΘεσ 159/1990 ό.π. 30 Βλ. Ρόκας Ι., «Εμπορικό Δίκαιο Γενικό Μέρος», ό.π., σελ. 127, Περάκης Ε., «Γενικό Μέρος», ό.π., σελ. 400 αρ. 4, Λιακόπουλος Θ., «Γενικό Εμπορικό Δίκαιο», ό.π., σελ. 180, Κιάντος Β., «Ιδιωτικό Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου», Έκδοση Γ, Εκδόσεις Σάκκουλα 2002, σελ. 764, ΕφΑθ 4167/1996 ό.π., ΕφΘεσ 2701/1990 Αρμ 1991/39, αλλά και Μαστροκώστας Χ., ό.π., σελ. 22 ο οποίος διακρίνει τον αντιπρόσωπο, ως βοηθητικό του εμπορίου πρόσωπο, εννοιολογικά από τον έμπορο με την οικονομική του όρου έννοια. Μάλιστα, αναφέρει ότι στο γαλλικό δίκαιο ο εμπορικός αντιπρόσωπος στερείται της εμπορικής του ιδιότητας λόγω της μη αυτοτελούς παρέμβασής του στη διάθεση των προϊόντων (υποσημ. αρ. 27). 31 Η οποία συνήθως καθορίζεται σε ποσοστό επί της αξίας των συμβάσεων που συνάπτονται με τη μεσολάβησή του ή αν δεν έχει συμφωνηθεί κάτι είναι η εύλογη αμοιβή, βλ. σχετικά Μητρούλης Θ., ό.π., σελ. 28-31, Παμπούκης Κ., «Η προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου», ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, ό.π., σελ. 270-271, Περάκης Ε., «Γενικό Μέρος», ό.π., σελ. 406-407 αρ. 21-22, Λιακόπουλος Θ., «Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου», ό.π., σελ. 121, Ρόκας Ν. Κ., ό.π., σελ. 52, Κιάντος Β., ό.π., σελ. 797-799, Ψυχομάνης Σπ., ό.π., σελ. 121, Ρούσσης Δ., ό.π., σελ. 11, ΕφΘεσ 1002/1993 ό.π. 32 Για τη σημασία της μονιμότητας και της διάρκειας στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας βλ. Κιάντος Β., «Σχετικά με τη «σταθερότητα» και «διάρκεια» της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας», ΕπισκΕΔ 2003/371επ., Υπόθεση C-3/2004 απόφ. της 16.3.2006 «Poseidon Chartering BV κατά Marianne Zeeschip VOF κλπ.», ΔΕΕ 2006/658. 33 Βλ. Λιακόπουλος Θ., «Γενικό Εμπορικό Δίκαιο», ό.π., σελ. 187-188, Περάκης Ε., «Γενικό Μέρος», ό.π., σελ. 402 αρ. 13, Παμπούκης Κ. & Παπαδρόσου-Αρχανιωτάκη Π., «Εμπορικό Δίκαιο: Εισαγωγή Θεμελιώδεις Έννοιες», Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 158. 34 Ο οποίος είναι συνήθως, αν και όχι υποχρεωτικά, έμπορος, βλ. Περάκης Ε., «Γενικό Μέρος», ό.π., σελ. 400 αρ. 4. 13

αλλά και παροχή υπηρεσιών (άρθρο 1 παρ. 2 π.δ. & άρθρο 1 παρ. 2 Οδηγίας & άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 3557/2007) 35. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του αντιπροσωπευομένου ως προς τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής της εργασίας του, πρέπει να ασκεί όμως τη δραστηριότητά του σύμφωνα με την καλή πίστη η οποία απορρέει από τη σχέση εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται μεταξύ των μερών 36, να μεριμνά για τα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου, να συμμορφώνεται προς τις εύλογες υποδείξεις του τελευταίου 37, να ανακοινώνει σε αυτόν κάθε αναγκαία πληροφορία, ενώ επίσης έχει το δικαίωμα να διορίζει υπαντιπροσώπους 38 στην περιοχή που του έχει εκχωρηθεί (άρθρο 1 παρ. 3 εδ. β π.δ.). Ο μόνος κίνδυνος που βαρύνει τον εμπορικό αντιπρόσωπο, ως ανεξάρτητο επαγγελματία, σχετίζεται αποκλειστικά με τη διαμεσολαβητική του δραστηριότητα, με την κατάρτιση ή όχι των συμβάσεων που επιμελείται, μένοντας έτσι αμέτοχος στον κίνδυνο της εξέλιξης αυτών και ιδίως στον κίνδυνο ενδεχόμενης αφερεγγυότητας του πελάτη αγοραστή, εκτός αν συμφωνηθεί ευθύνη του σε περίπτωση μη καταβολής του τιμήματος από τον τρίτο πελάτη (ρήτρα del credere), οπότε και λαμβάνει αυξημένη προμήθεια 39. Οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών απαριθμούνται στο άρθρο 4 του π.δ., διάταξη η οποία είναι αναγκαστικού δικαίου. 35 Για τον ορισμό του εμπορικού αντιπροσώπου στο γερμανικό δίκαιο βλ. άρθρο 84 HGB και ΕφΘεσ 2820/1990 Αρμ 1991/1210, στο γαλλικό δίκαιο βλ. άρθρο L 134-1, στο αγγλικό δίκαιο βλ. άρθρο 1- PART 1,General Commercial Agents Regulations 1993. 36 Βλ. Μαρίνος Μ Θ, «Η απαγόρευση ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής», ΕΕμπΔ 1999, σελ. 672-673, σημ. Κουτσούκη Δ. σε ΠΠρΑθ 10/2002 ΔΕΕ 2002/169, ΕΕμπΔ 2002/346. 37 Contrats de subordination στο γαλλικό δίκαιο. 38 Βλ. Ρόκας Ν. Κ., ό.π., σελ. 51, ΕφΛαρ 29/2005 ΕπισκΕΔ 2006/118 με παρατηρ. Παμπούκη Κ., ΜΠρΑθ 7815/2001 ΕΕμπΔ 2001/672 με παρατηρ. Μπαμπέτα Γ. 39 Σε αυτή την περίπτωση δεν μεταβάλλεται η φύση της σύμβασης, βλ. σχετικά Μητρούλης Θ., ό.π., σελ. 25, Παμπούκης Κ., «Εισαγωγή στο δίκαιο...», ό.π., σελ. 312-313, του ιδίου, «Η προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου», ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, ό.π., σελ. 272-273, του ιδίου, «Εμπορική αντιπροσωπεία που λειτουργεί σαν παραγγελία. Διάκριση παραγγελίας και μεσιτείας», Αρμ 1986 σελ. 214-215 & ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, ό.π., σελ. 280-281, Λιακόπουλος Θ., «Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου», ό.π., σελ. 122, Ρόκας Ν. Κ., ό.π., σελ. 51, Ρούσσης Δ., ό.π., σελ. 9, παρατηρ. Σομπόλου Β. στην ΕφΑθ 8316/1999, ό.π., σελ. 1036-1037 & υποσημ. αρ. 5, ΕφΘεσ 2680/1987 ό.π. 14

5. Η αναλογική εφαρμογή του π.δ. στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας που αφορούν στην παροχή υπηρεσιών και στους παραγγελιοδοχικούς εμπορικούς αντιπροσώπους Το π.δ. - ακολουθώντας κατά πόδας την οικεία, στενή ρύθμιση της κοινοτικής οδηγίας - αφήνει εκτός του ρυθμιστικού του πεδίου τόσο τους εμπορικούς αντιπροσώπους που παρέχουν υπηρεσίες 40 όσο και εκείνους που ενεργούν ως παραγγελιοδόχοι 41. Με πρόσφατο νομοθέτημα το πρώτο από τα δύο πραγματικά 42 αυτά κενά του νόμου έχει καλυφθεί, ενώ η θεωρία τάσσεται υπέρ της υπαγωγής στις ρυθμίσεις του π.δ. και των παραγγελιοδοχικών αντιπροσώπων. Όσον αφορά στους εμπορικούς αντιπροσώπους παροχής υπηρεσιών στο άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 3557/2007 43 («Τροπ. π.δ. 237/86 «Κώδ. τον περί υποχρεωτικής ασφάλισης οχημάτων» & ρύθμιση θεμάτων Υπ. Ανάπτυξης») προβλέπεται ρητά πλέον η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 219/1991 και στις συμβάσεις αντιπροσωπείας οι οποίες αφορούν παροχή υπηρεσιών («4. Οι διατάξεις του π.δ. 219/1991, όπως ισχύει, εφαρμόζονται αναλόγως στις συμβάσεις: α) αντιπροσωπείας, οι οποίες αφορούν παροχή υπηρεσιών»). Μία τέτοια νομοθετική παρέμβαση ήταν επιβεβλημένη, προκειμένου να ρυθμιστεί κατά τρόπο ενιαίο και ομοιόμορφο, σε όλο το εύρος της η δραστηριότητα που μπορεί να αναπτύξει ένας 40 Ομοίως και ο κοινοτικός νομοθέτης αφήνει εκτός του ρυθμιστικού του πεδίου τον εμπορικό αντιπρόσωπο παροχής υπηρεσιών καθώς αποβλέπει κυρίως στην προαγωγή της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, παρεκκλίνοντας έτσι από τα πρότυπα του γερμεμπκ ( 84Abs. 1 S. 1) και του γαλλικού διατάγματος της 23 ης Δεκεμβρίου 1958 (άρθρο 1 al. 1), τα οποία κάλυπταν και τον τομέα παροχής υπηρεσιών, το πρώτο με γενική διατύπωσή του και το δεύτερο με ρητή πρόβλεψη («L'agent commercial est un mandataire qui, à titre de profession indépendante, sans être lié par un contrat de louage de services, est chargé, de façon permanente, de négocier et, éventuellement, de conclure des contrats de vente, d'achat, de location ou de prestation de services, au nom et pour le compte de producteurs, d'industriels, de commerçants ou d'autres agents commerciaux»). Τα δύο αυτά νομοθετήματα παρέμειναν αμετάβλητα και μετά την εναρμόνισή τους με την κοινοτική οδηγία (το πρώτο με το νόμο της 23 ης Οκτωβρίου 1989 και το δεύτερο με το νόμο της 25 ης Ιουνίου 1991), πρβλ. σχετικά Παμπούκης Κ., «Εισαγωγή στο δίκαιο...», ό.π., σελ. 309. Γενική είναι η διατύπωση και του άρθρου 7:428 παρ. 1 του ΟλλανδΑΚ. 41 Ακολουθώντας τα πρότυπα του γερμανικού και του γαλλικού δικαίου, όπου στον ορισμό του εμπορικού αντιπροσώπου δεν περιλαμβάνεται η περίπτωση αυτή. Στη Γερμανία, όμως, υποστηρίχθηκε ότι η ρύθμιση αυτή, ως μη ανταποκρινόμενη στη φύση των πραγμάτων, θα πρέπει να επεκταθεί και στην κατηγορία του παραγγελιοδοχικού αντιπροσώπου, πρβλ. Παμπούκης Κ., «Εισαγωγή στο δίκαιο...», ό.π., σελ. 310, όπου και σχετικές παραπομπές. 42 Βλ. Παμπούκης Κ., «Εισαγωγή στο δίκαιο...», ό.π., σελ. 310, όπου υποστηρίζει ότι πρόκειται για ακούσιο (γνήσιο) νομοθετικό κενό, αφού ο νομοθέτης άφησε αρρύθμιστες τις δύο κατηγορίες εμπορικών αντιπροσώπων εντελώς τυχαία και όχι ηθελημένα, αντίθετος ο Δρυλλεράκης Ι., «Ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων περί εμπορικών αντιπροσώπων στη σύμβαση διανομής», ΔΕΕ 2006/1252 επ. 43 ΦΕΚ Α'/100/14-05-2007, με έναρξη ισχύος από τη δημοσίευσή του στο ΦΕΚ. 15

αντιπρόσωπος 44. Προς μία τέτοια συνολική ρύθμιση άλλωστε κατέτεινε τόσο το πνεύμα του κοινοτικού νομοθέτη 45 όσο και η αρχή της ίσης μεταχείρισης από την οποία απορρέει και η ειδικότερη επιταγή για όμοια μεταχείριση βιοτικών σχέσεων που παρουσιάζουν νομικά κρίσιμη ομοιότητα (άρθρο 4 παρ. 1Σ). Ο Ν. 3557/2007 ουσιαστικά αποτελεί το επιστέγασμα των μέχρι την έκδοσή του θέσεων της θεωρίας 46 και μέρους της νομολογίας 47, ακολουθώντας τα πρότυπα του γερμανικού και του γαλλικού δικαίου, τα οποία καλύπτουν και τον τομέα αυτό. Στον τομέα παροχής υπηρεσιών η νομολογία και η θεωρία έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη δράση του ναυτικού πράκτορα - στο μέτρο που ενεργεί ως εμπορικός αντιπρόσωπος 48 και του πράκτορα και μεσίτη ασφαλίσεων 49. Βάσει της νέας ρύθμισης, όσον αφορά στο ναυτικό πράκτορα, ελλείψει καθ όλα νομοθετήματος που να ρυθμίζει τις σχέσεις του με τον αντιπροσωπευόμενο πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή, η σχετική σύμβαση ορθότερο κρίνεται να υπαχθεί πλήρως στις ρυθμίσεις του π.δ. 50, ενώ αναφορικά με τον 44 Ένας εμπορικός αντιπρόσωπος είναι δυνατόν να «μεσολαβεί» σε συμβάσεις έργου, παροχής υπηρεσιών, μισθώσεως πραγμάτων, σε συμβάσεις με αντικείμενο δικαιώματα επί ακινήτων, σε συμβάσεις δανείων, μεταφορών, διαφημιστικών καταχωρήσεων, σε ασφαλιστικές συμβάσεις κ.ά., βλ. σχετικά Ψυχομάνης Σπ., ό.π., σελ. 123-124, Τέλλης Ν., «Πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις», ό.π., σελ. 967. 45 Όπως αυτό διαφαίνεται από την Ανακοίνωση που εξέδωσε η Επιτροπή στις 24 Δεκεμβρίου 1962 (ΕΕ αριθ. 139/24.12.1962 σελ. 2921) για την εφαρμογή του άρθρου 81 1 ΣυνθΕΚ (πρώην άρθρου 85) στη σύμβαση αποκλειστικής αντιπροσωπείας, η οποία αναφέρεται σε εμπορικό αντιπρόσωπο επιφορτισμένο να διαπραγματεύεται και να συνάπτει «συναλλαγές» εν γένει για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου. 46 Βλ. Ανδρουτσόπουλος Δ., ό.π., σελ. 8-10, Παμπούκης Κ., «Εισαγωγή στο δίκαιο...», ό.π., σελ. 309-310, του ιδίου, «Η εμπορική αντιπροσωπεία Μια ιστορική εισαγωγή», ό.π., σελ. 712-713, του ιδίου, εισαγ. σημ. σε ΕφΑθ 8895/2001 ΕπισκΕΔ 2002/218, Λιακόπουλος Θ., «Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου», ό.π., σελ. 122, Περάκης Ε., ό.π., «Γενικό Μέρος», σελ. 399 αρ. 4, Νικολαΐδης Γ., ό.π., σελ. 140-143, άρθρο 95 ΣχΕμπΚ 1987 «Με τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος υποχρεούται, χρησιμοποιώντας δική του επαγγελματική οργάνωση, να φροντίσει τις συναλλαγές άλλου εμπόρου έναντι προμήθειας» σε Αργυριάδης Άλκης, «Σχέδιο Εμπορικού Κώδικα», Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 1987 & άρθρο 104 ΣχΕμπΚ 1995 το οποίο αναφέρεται γενικά σε συναλλαγές, Νικολαΐδης Γ., ό.π., σελ. 140-142. 47 Βλ. ΑΠ 509/2003 Δνη 2004/720 (μεταφορά εμπορευμάτων), ΜΠρΠειρ 2499/2003 ΔΕΕ 2003/975 (σύμβαση ναυτικής πρακτορείας), ΕφΛαρ 254/2004 ΕπισκΕΔ 2004/702 & ΕφΑθ 8895/2001 ό.π. (υπηρεσίες internet), οι οποίες εσφαλμένα εφαρμόζουν ευθέως τις διατάξεις του π.δ., ΕφΑθ 2419/2000 ό.π., (σύμβαση χρονομεριστικής μίσθωσης), αντίθετες οι ΕφΑθ 9032/2006 ΔΕΕ 2007/613 με σημ. Δρυλλεράκη Ι.(σύμβαση ταχυδρομικής πρακτορείας), ΜΠρΧαν 1026/1999 ΔΕΕ 2000/1096 με σημ. Μαρίνου Μ Θ. (ναυτική πρακτορεία). 48 Βλ. Ανδρουτσόπουλος Δ., ό.π., σελ. 69-71, Ρόκας Ν. Κ., ό.π., σελ. 48, Κιάντου Παμπούκη Αλίκη, «Ναυτικό Δίκαιο», Έκδοση Γ, Τόμος I, Σάκκουλας Αθήνα Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 302-305 & 320-323, ΜΠρΠειρ 2499/2003 ό.π., ΠΠρΠειρ 815/1994 ΕΕμπΔ 1995/100, ΜΠρΠειρ 1360/1971 ΕΕμπΔ 1971/345. Το άρθρο 93c εδ. 2 γερμεμπκ δέχεται την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί εμπορικής αντιπροσωπείας, αν δεν συμφωνήθηκε αλλιώς, και στους εμπορικούς αντιπροσώπους που διαμεσολαβούν σε ναυτιλιακές συμβάσεις. 49 Βλ. σχετικά Παμπούκης Κ., «Εισαγωγή στο δίκαιο...», ό.π., σελ. 308 & ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, ό.π., σελ. 322. 50 Ο ν. 762/1978 «Σύναψη εν Ελλάδι σύμβασης εργασίας μετά ναυτικού», αναφέρεται αποκλειστικά στις σχέσεις του πράκτορα με τους ναυτικούς που εργάζονται στο πλοίο, δυνάμει σύμβασης την οποία κατάρτισε ο πράκτορας. 16

πράκτορα και μεσίτη ασφαλίσεων, υπάρχουσας προγενέστερης και λεπτομερέστερης ρύθμιση της σχέσης τους με τον αντιπροσωπευόμενο, το π.δ. θα εφαρμοστεί αναλογικά προς κάλυψη των όποιων κενών εμφανίζει ο ήδη υπάρχον νόμος 51. Η επιστήμη, πριν ακόμα από την εισαγωγή του π.δ. 219/1991, δέχεται ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος μπορεί να ενεργεί κατά τρεις τρόπους να μεσολαβεί και να διαπραγματεύεται στο όνομα και για λογαριασμό του επιχειρηματία την κατάρτιση συμβάσεων 53 να καταρτίζει ο ίδιος συμβάσεις στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου (ως άμεσος αντιπρόσωπος) 54 και να καταρτίζει συμβάσεις στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου (ως έμμεσος αντιπρόσωπος) 55,56. Να ενεργεί, δηλαδή, είτε ως μεσίτης είτε ως πράκτορας είτε τέλος ως παραγγελιοδόχος. Η τελευταία αυτή μορφή εμπορικού αντιπροσώπου μπορεί στην πράξη να μην είναι τόσο συνηθισμένη, αλλά σύμφωνα με το πνεύμα του κοινοτικού νομοθέτη 57 το π.δ. και κατ επέκταση οι διατάξεις του που αφορούν στην προμήθεια, την καταγγελία και την αποζημίωση, 52 : 51 Οι ρυθμίσεις του ν. 1569/1985 «Διαμεσολάβηση στις συμβάσεις ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις» και του π.δ. 298/1986 «Δικαιώματα και υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων και κώδικας δεοντολογίας για την άσκηση του επαγγέλματος αυτών» που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότησή του είναι λεπτομερειακές, ειδικότερες και προγενέστερες του π.δ. 219/1991. 52 Βλ. Παμπούκης Κ., «Εισαγωγή στο δίκαιο...», ό.π., σελ. 309-310, του ιδίου «Η εμπορική αντιπροσωπεία Μια ιστορική εισαγωγή», ό.π., σελ. 698, 705, Νικολαΐδης Γ., ό.π., σελ. 5-6, Παμπούκης Κ. & Παπαδρόσου-Αρχανιωτάκη Π., ό.π., σελ. 158. 53 Βλ. Ανδρουτσόπουλος Δ., ό.π., σελ. 63-64, Λουκόπουλος Α., ό.π., σελ. 12, εμπορικοί αντιπρόσωποι διαμεσολαβήσεως, ΕφΑθ 6352/2003 ό.π. 54 Βλ. Ανδρουτσόπουλος Δ., ό.π., σελ. 63-64, Λουκόπουλος Α., ό.π., σελ. 12, πληρεξούσιοι εμπορικοί αντιπρόσωποι. 55 Αναλαμβάνοντας έτσι ο αντιπρόσωπος την ευθύνη για την εκτέλεση των συμβάσεων τόσο απέναντι στον αντιπροσωπευόμενο όσο και απέναντι στον τρίτο πελάτη, αφού ο επιχειρηματίας δεν εμφανίζεται στους τρίτους ούτε ως συμβαλλόμενος ούτε ως πρόσωπο στο όνομα του οποίου γίνεται η διαπραγμάτευση βλ. Περδίκας Π., ό.π., σελ. 224-225, Μητρούλης Θ., ό.π., σελ. 12-13, υποσημ. αριθμ. 4, Λουκόπουλος Α., ό.π., σελ. 14, Λιακόπουλος Θ., «Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου», ό.π., σελ. 96-97, Ρούσσος Κ., ό.π., σελ. 604, Παμπούκης Κ., «Εμπορική αντιπροσωπεία που λειτουργεί σαν παραγγελία. Διάκριση παραγγελίας και μεσιτείας», Αρμ 1986, σελ. 216 & ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, ό.π., σελ. 282-283, του ιδίου, «Εισηγήσεις Εμπορικού Δικαίου», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 155, Περάκης Ε., «Γενικό Μέρος», ό.π., σελ. 411, Ρόκας Ι., «Εμπορικό Δίκαιο Γενικό Μέρος», 3 η Έκδοση, Κ.&Π. Σμπίλιας ΑΕΒΕ «ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ», Αθήνα 1999, σελ. 128, ο οποίος εντάσσει αυτή την κατηγορία εμπορικού αντιπροσώπου στην ευρεία έννοια της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας υποστηρίζοντας την μη αυτόματη εφαρμογή του π.δ. παρά μόνο αν τα μέρη έχουν υπαχθεί συμβατικά σε αυτό ή συντρέχει περίπτωση αναλογικής εφαρμογής του, αντίθετος ως προς αυτή τη μορφή εμπορικής αντιπροσωπείας ο Ανδρουτσόπουλος Δ., ό.π., σελ. 46. 56 ΜΠρΑθ 10370/1987 ό.π., σημ. Αυγουστίδη Β σε ΕφΘεσ 3278/2000 ό.π., ΕφΑθ 1638/2004 ΔΕΕ 2004/1177, αντίθετη η ΜΠρΑθ 2071/1997 ΔΕΕ 1997/579. 57 Βλ. Παμπούκης Κ., «Εισαγωγή στο δίκαιο...», ό.π., σελ. 309-310, του ιδίου «Η εμπορική αντιπροσωπεία Μια ιστορική εισαγωγή»,ό.π., σελ. 712-713, Ρούσσης Δ., ό.π., σελ. 183-186, Ανακοίνωση της Επιτροπής, ό.π., στην οποία αναφέρεται ρητά και αυτή η κατηγορία. 17

τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής και σε αυτή την κατηγορία εμπορικών αντιπροσώπων 58. Άλλωστε η εσωτερική σχέση που συνδέει τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είναι άλλη από αυτή της εμπορικής αντιπροσωπείας. Συνοψίζοντας, στις ρυθμίσεις του π.δ. 219/1991 υπάγονται όλες οι συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας που συνάπτονται από την έναρξη ισχύος του και έπειτα, καθώς και εκείνες που ναι μεν συνήφθησαν πριν από την έναρξη ισχύος του, εξακολουθούν όμως να λειτουργούν και μετά την 1.1.1994 (άρθρο 11 π.δ.) και οι οποίες αφορούν τόσο στην πώληση ή αγορά εμπορευμάτων, όσο και στην παροχή υπηρεσιών. Μία συγκριτική έρευνα καταδεικνύει ότι οι περισσότερες κοινοτικές έννομες τάξεις στο εσωτερικό τους δίκαιο υιοθετούν μια γενικότερη σύλληψη της εμπορικής αντιπροσωπείας, η οποία διακρίνεται από την ευρύτητά της, καθώς ορίζουν ότι η διαμεσολαβητική δραστηριότητα αφορά «υποθέσεις», έννοια που περικλείει κάθε διανομή αγαθών είτε αυτά είναι εμπορεύματα είτε υπηρεσίες (βλ. Ιταλία, Γερμανία, Αυστρία, Ελβετία (εκτός Ε.Ε.), Γαλλία, Βέλγιο, Ισπανία). 59 Η κρατούσα άποψη στη θεωρία και τη νομολογία, υπό προϋποθέσεις, δέχεται την αναλογική εφαρμογή του π.δ. ιδίως των προστατευτικών αυτού διατάξεων - και σε άλλες διαρκείς (όχι ευκαιριακές) εμπορικές διαμεσολαβητικές συμβάσεις, οι οποίες ενέχουν το χαρακτήρα της αποκλειστικότητας, με αποτέλεσμα τη δημιουργία 58 Βλ. Περάκης Ε., «Γενικό Μέρος», ό.π., σελ. 411-412 αρ. 37-38 με παραπομπές σε γερμανική βιβλιογραφία, Τέλλης Ν., γνμδ, «Η αποζημίωση πελατείας του διανομέα», ΔΕΕ 2007, σελ. 665-666, Υπόθεση C 85/2003 απόφαση της 10.2.2004 «Μαυρωνά & Σία Ο.Ε. κατά Δέλτα Εταιρία Συμμετοχών Α.Ε.» (προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ με την ΠΠρΑθ 3710/2001 ΕΕμπΔ 2003/593), ΔΕΕ 2004/1027 & 976 επ. με γνμδ. Σουφλερού Ηλ. «Η Οδηγία 86/653/ΕΟΚ για τους εμπορικούς αντιπροσώπους και η αναλογική εφαρμογή του εθνικού νομοθετήματος που τη μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο», ΑΡΜ 2005/300, ΕΕμπΔ 2005/406 με παρατηρ. Κουτσούκη Δ., ΧρΙΔ 2004/636 με σημ. Χατζηϊωάννου Β., με την οποία το ΔΕΚ, με αιτιολογημένη διάταξή του, απεφάνθη αρνητικά επί προδικαστικού ερωτήματος αναφορικά με την ευθεία εφαρμογή της οδηγίας σε κοινοτικό επίπεδο στα πρόσωπα που λειτουργούν ως παραγγελιοδοχικοί αντιπρόσωποι, επιτρέποντας όμως τόσο την αναλογική εφαρμογή του εθνικού νομοθετήματος που ενσωματώνει την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο όσο και τη θέσπιση νέου εθνικού νομοθετήματος το οποίο να παρέχει την προστασία που προβλέπει η Οδηγία και σε άλλες διαρκείς διαμεσολαβητικές συμβάσεις που χρήζουν παρόμοιας νομοθετικής ρύθμισης. Οι σχολιαστές της σχετικής διάταξης, εκτός από τον Χατζηϊωάννου Β., επιχειρηματολογούν υπέρ της αναλογικής εφαρμογής του π.δ. και σε άλλες διαρκείς εμπορικές συμβάσεις, όπως στους παραγγελιοδοχικούς αντιπροσώπους, διανομείς, λήπτες franchising, δεχόμενοι ότι πρόκειται για ακούσιο νομοθετικό κενό τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, Νικολαΐδης Γ., «Σκέψεις για την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων για την εμπορική αντιπροσωπεία εμπορευμάτων σε άλλες όμοιες διαμεσολαβητικές συμβάσεις (με αφορμή την ΠΠρΑθ 3539/2005 σε αντιδιαστολή με την ΕφΑθ 986/2005 ενόψει της πρόσφατης ΑΠ 139/2006)», ΧρΙΔ 2006, σελ. 843 επ., ΑΠ 53/2007 ΧρΙΔ 2007/344 (αναιρεί την ΕφΑθ 986/2005), εισαγ. σημ. Παμπούκη Κ. σε ΕφΑθ 8895/2001 ό.π., σημ. Μαρίνου Μ Θ σε ΜΠρΧαν 1026/1999, ό.π., παρατηρ. Σομπόλου Β. στην ΕφΑθ 8316/1999 ΕπισκΕΔ 2000 σελ. 1039, αντίθετοι στην αναλογική εφαρμογή του π.δ. και σε άλλες διαμεσολαβητικές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και την παραγγελιοδοχική αντιπροσωπεία είναι οι Δρυλλεράκης Ι., «Ανάλογη εφαρμογή», ό.π., ΕφΑθ 9032/2006 ό.π., ΠΠρΘεσ 23243/2006 ΔΕΕ 2006/934, ΕφΑθ 7494/2006 ΔΕΕ 2007/472, ΕφΑθ 986/2005 ΔΕΕ 2005/701. 59 Βλ. σημ. Μαρίνου Μ Θ σε ΜΠρΧαν 1026/1999 ό.π. 18

σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο συμβαλλομένων μερών 60, όπως είναι η «παραγγελιοδοχική» αντιπροσωπεία και οι συμβάσεις διανομής και δικαιόχρησης. Ο εφαρμοστής του δικαίου είναι αυτός που οφείλει θα διερευνήσει ad hoc κάθε φορά τα στοιχεία της εκάστοτε συμφωνίας, ώστε είτε να την υπαγάγει στους κανόνες της ρυθμισμένης τυπικής σύμβασης της εμπορικής αντιπροσωπείας είτε να προχωρήσει στην αναλογική εφαρμογή αυτών 61. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ Γενικά περί του θεσμού της αποζημίωσης πελατείας 1. Ο σκοπός θέσπισης του θεσμού της αποζημίωσης πελατείας Όπως είδαμε παραπάνω, αντικειμενικός, οικονομικός σκοπός της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας είναι η ανάπτυξη του κύκλου εργασιών της αντιπροσωπευόμενης επιχείρησης με κατάληξη τη σύναψη συμβάσεων με τους πελάτες. Αποτέλεσμα, συνεπώς, της συνεργασίας ανάμεσα στον επιχειρηματία και τον εμπορικό αντιπρόσωπο είναι η απόκτηση πελατείας 62 (πρόκειται για το σύνολο των προσώπων που συνηθίζουν να ικανοποιούν τις ανάγκες τους από την επιχείρηση ορισμένου εμπόρου ευρισκόμενοι σε μία σταθερή συναλλακτική επαφή μαζί του 63 ), την οποία κατά τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης καρπώνονται από κοινού και οι δύο συμβαλλόμενοι, παρόλο που δημιουργείται κυρίως χάρη στη δραστηριότητα του αντιπροσώπου (στο γαλλικό δίκαιο κρατεί η αντίληψη της «εντολής κοινού συμφέροντος» - mandat d intérêt commun 64 ) που για το σκοπό αυτό υποβάλλεται σε πολλούς κόπους και δαπάνες, καταβάλλοντας την προσωπική του προσπάθεια 65. Μετά τη λύση της σύμβασης, αυτή η από κοινού κάρπωση της πελατείας παύει να υφίσταται και τα οφέλη από τη δημιουργία της τα αντλεί πλέον (σχεδόν) 60 Βλ. σημ. Μαρίνου Μ Θ σε ΜΠρΧαν 1026/1999 ό.π., σελ. 1098-1099. 61 Βλ. Ρούσσης Δ., ό.π., σελ. 6. 62 Βλ. Ανδρουτσόπουλος Δ., ό.π., σελ. 294. 63 Βλ. Κοτσίρης Λ., «Η ΠΕΛΑΤΕΙΑ. Ένταξις πραγματικής προσδοκίας εις το σύστημα του δικαίου», Αθήναι 1971, σελ. 69-70, Παμπούκης Κ., «Η προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου», ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, ό.π., σελ. 270, Ρούσσης Δ., ό.π., σελ. 9. 64 Στόχος της νομικής αυτής κατασκευής ήταν να αποτραπεί η χωρίς αντάλλαγμα εκδίωξη του εμπορικού αντιπροσώπου από εκείνο το τμήμα της αγοράς, που ο ίδιος κατέκτησε, μόνος ή από κοινού με τον εντολέα του, Severine Saintier, «Commercial agency law», Ashgate 2002, σελ. 115-116. 65 Βλ. Ανδρουτσόπουλος Δ., ό.π., σελ. 293. 19

αποκλειστικά ο επιχειρηματίας, εφόσον συνεχίζει να διαθέτει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες του στην εν λόγω πελατεία. Πιο συγκεκριμένα, η περιουσιακή αξία που αντιπροσωπεύει το σύνολο της πελατείας, μετά τη λύση περνάει από το ενεργητικό της περιουσίας του αντιπροσώπου στο ενεργητικό της περιουσίας της αντιπροσωπευόμενης επιχείρησης 66. Το περιουσιακό αυτό όφελος που αποκομίζει ο επιχειρηματίας συνίσταται ειδικότερα 67 : α) στο επιχειρηματικό κέρδος που θα συνεχίσει να αποκομίζει και μετά τη λύση της σύμβασης από συναλλαγές με τους πελάτες που του έφερε ο αντιπρόσωπος 68, β) στην αύξηση της υπεραξίας (goodwill) της επιχείρησής του, λόγω της αύξησης της σταθερής πελατείας του 69 και γ) στην εξοικονόμηση των προμηθειών που αν εξακολουθούσε να διαρκεί η σύμβαση θα υποχρεούταν να καταβάλλει στον αντιπρόσωπο για τις μελλοντικές παραγγελίες των πελατών που έφερε ο τελευταίος 70. Στόχος του θεσμού της αποζημίωσης πελατείας είναι να προσφέρει στον εμπορικό αντιπρόσωπο την προστασία που καταρχήν δεν μπορεί να του προσφέρει το κοινό δίκαιο των συμβάσεων και των εξωδικαιοπρακτικών ενοχών, ισοσκελίζοντας τα δύο συναφή μεγέθη που προαναφέραμε, από τη μία πλευρά τα οφέλη που διατηρεί ο επιχειρηματίας μετά τη λύση της σύμβασης και από την άλλη πλευρά τη ζημία που υφίσταται ο αντιπρόσωπος με τη μορφή «απώλειας προμηθειών» 71. Ενόψει αυτής της πραγματικής κατάστασης και εκ του γεγονότος ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τη διάρκεια της σύμβασης αμείβεται μόνο για τις πράξεις που συνάπτονται χάρη στην παρέμβασή του (άρθρο 6 παρ. 1 π.δ.) και όχι για τη συνολική του δραστηριότητα η οποία προσπορίζει τα οφέλη στον επιχειρηματία, κρίνεται δίκαιο να του αναγνωρίζεται το δικαίωμα συμμετοχής στα θετικά οικονομικά αποτελέσματα, που 66 Βλ. Ανδρουτσόπουλος Δ., ό.π., σελ. 294, Κοτσίρης Λ., «Η ΠΕΛΑΤΕΙΑ», ό.π., σελ. 154 επ., Παμπούκης Κ., «Η προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου», ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ, ό.π., σελ. 270-271, ο οποίος αναφέρει ότι στη νομική επιστήμη η πελατεία αυτή χαρακτηρίζεται πελατεία του εμπορικού αντιπροσώπου, Τέλλης Ν., «Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου», Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 24-25, Νικολαΐδης Γ., ό.π., σελ. 61-62. 67 Βλ. Τέλλης Ν., «Η αποζημίωση...», ό.π., σελ. 24, Ρούσσης Δ., ό.π., σελ. 72-73. 68 Βλ. ΕφΑθ 5808/2002 ΔΕΕ 2003/1088, ΕφΠατρ 310/2002 ό.π., ΕφΛαρ 258/2002 ΕπισκΕΔ 2002/789 με παρατηρ. Ιγγλεζάκη Ι., ΠΠρΚαβ 350/1998 ΕπισκΕΔ 1999/896 69 Βλ. Ρόκας Ν. Κ., ό.π., σελ. 31 όπου αναφέρει ότι για τον υπολογισμό της αξίας μιας επιχείρησης εν λειτουργία, πέρα από τα ενσώματα (ακίνητα, μηχανήματα, εμπορεύματα κ.ά.), ασώματα (απαιτήσεις, δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας κ.ά.) αντικείμενα και τις πραγματικές καταστάσεις (π.χ. πελατεία) που λαμβάνονται υπόψη, αποτιμώνται και οι προοπτικές της επιχείρησης στην αγορά και αν είναι θετικές, συνυπολογίζεται στην αξία της επιχείρησης μια επιπλέον αξία (goodwill), Κοτσίρης Λ., «Η ΠΕΛΑΤΕΙΑ», ό.π., σελ. 195, Τέλλης Ν., «Η αποζημίωση...», ό.π., σελ. 118-119 υποσημ. αρ. 186, Ρούσσης Δ., ό.π., σελ. 73 υποσημ. αρ. 193, ΠΠρΚαβ 350/1998 ό.π. 70 Βλ. ΠΠρΚαβ 350/1998 ό.π. 71 Βλ. Τέλλης Ν., «Η αποζημίωση...», ό.π., σελ. 26. 20