Μάχη των Βασιλικών Τόπος Μανιάκι, Πυλίας Χρόνος 20 Μαΐου 1825 Ελληνικές δυνάµεις γενικός διοικητής: Παπαφλέσσας σώµα Βοϊδή Μαυροµιχάλη σώµα Δηµήτρη Φλέσσα Αιγυπτιακές δυνάµεις 8.000 άνδρες [πεζικό - ιππικό & πυροβόλα] γενικός διοικητής: Ιµπραήµ Πασάς Η ταχύτητα και η σχετική ευκολία µε την οποία επέτυχε ο Ιµπραήµ να εξαρθρώσει την αντίσταση των ελληνικών σωµάτων περί την Μεθώνη, δηµιούργησαν αµηχανία στην ελληνική διοίκηση και πανικό στον πληθυσµό. Ταυτόχρονα, οι Πελοποννήσιοι πίεζαν για την απελευθέρωση των οπλαρχηγών της φατρίας Κολοκοτρώνη που εκτοπίστηκαν στην Ύδρα µετά την ήττα της παράταξης τους στη δεύτερη εµφύλια σύγκρουση. Τότε, ο Παπαφλέσσας, που ασκούσε χρέη υπουργού Εσωτερικών και Αστυνοµίας στην κυβέρνηση Γεωργίου Κουντουριώτη, επιβεβαιώνοντας για µία ακόµη φορά τον παρορµητικό χαρακτήρα του πίεσε -και επέτυχε- να πάρει την έγκριση του Βουλευτικου και του Εκτελεστικού για στρατολόγηση και διοργάνωση σώµατος από πελοποννήσιους ένοπλους µε στόχο την αναχαιτιση της προς βορρά προέλασης του Ιµπραήµ. Μάλιστα, αν και είχε πρωτοστατήσει στις εµφύλιες συγκρούσεις και ανήκε στην οµάδα των σκληροπυρηνικών και των αδιάλλακτων απέναντι στην αντίπαλη φατρία, εισήγηθηκε στην κυβέρνηση την απελευθέρωση των πελοποννησίων στρατιωτικών και προκρίτων. Μέσα Μαϊου, έχοντας συγκεντρώσει µε µεγάλες δυσκολίες λόγω της απροθυµίας του πληθυσµού και της γενικής διοικητικής διάλυσης σώµα συνολικής δύναµης περίπου 1.500 ενόπλων (700 από την επαρχία Λεονταρίου, 150 του σώµατος του Δηµήτρη Φλέσσα, και οι υπόλοιποι από τις ένοπλες οµάδες των µικρο-καπετάνιων της ευρύτερης περιοχής: του µανιάτη Αναστάση Κουµουνδούρου, του Παναγιώτη Μπούρα από το Κωνσταντίνο της Μεσσηνίας, του Χρήστου Πατρινέλλη από το Κραµποβό Αρκαδίας, του µεσσήνιου Γιώργου Μπούτου, του Γιάννη Καρακίτσου από το Κατσαρού Μεσσηνίας κ.ά ) έφτασε κοντά στο ορεινό χωριό Μανιάκι όπου κατασκεύασε τρεις πρόχειρες οχυρώσεις.ο Παπαφλέσσας υπολόγιζε στη βοήθεια του Δηµήτρη Πλαπούτα και άλλων καπετάνιων από την Αρκαδία καθώς και µανιάτικων σωµάτων συνολικής δύναµης 2.000 ανδρών, τα οποία όµως δεν έφτασαν ποτέ, πλην µίας µικρής µανιάτικης δύναµης υπό τον Βοϊδή Μαυροµιχάλη. Το σώµα του Παπαφλέσσα οχυρώθηκε τοποθετήθηκε στους τρεις προµαχώνες (στο πρώτο οι µεσσήνιοι του ανεψιού του Δηµήτρη Φλέσσα, στο άλλο οι µανιάτες υπό τον Βοϊδή Μαυροµιχάλη και το τρίτο ο ίδιος µε τους άνδρες του). Στις 20 Μαϊου εµφανίστηκε από την Πύλο ισχυρός αιγυπτιακός στρατός -πεζικό και ιππικόυπό τον Ιµπραήµ Πασά δύναµης περίπου 3.000 ανδρών (ο Φωτάκος αναφέρει, 6.000 αλλά κατά πάσα πιθανότητα ο αριθµός είναι λανθασµένος). Η εµφάνιση των Αιγυπτίων προκάλεσε αναταραχή στα ελληνικά σώµατα και πολλοί καπετάνιοι προβάλλοντας το επιχείρηµα της ακαταλληλότητας της θέσης αποχώρησαν πριν από τη µάχη. Ωστόσο, ο Παπαφλέσσας, παρότι έµεινες µόλις µε περίπου 500 άνδρες
αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη θέση. Χρησιµοποιώντας το χάρισµα πειθούς που διέθετε, ο παλαιός απόστολος της Φιλικής Εταιρείας, εµψύχωσε τους εναποµείναντες ενόπλους του µε διαπρύσιους λόγους και µε διαβεβαιώσεις για άφιξη 15.000 (!) ενόπλων από την Αρκαδία και τη Μεσσηνία και έµεινε να πολεµήσει. Μάλιστα αρνήθηκε την πρόταση έµπειρων καπετάνιων του για αλλαγή τοποθεσίας ώστε να αποφευχθεί η περικύκλωσή τους από τους αιγύπτιους ιππείς. Η µάχη ξεκίνησε µε έφόδους του τακτικού αιγυπτιακού στρατού, συνεχή κανιοβολισµό και µε συνεχείς αποχωρήσεις από την πλευρά των αµυνοµένων. Τελικώς µετά από µάχη οκτώ ωρών που κατά την τελευταία φάση της διεξήχθη σώµα µε σώµα, σκοτώθηκαν όλοι όσοι παρέµειναν, περιλαµβανοµένου και του ίδιου του Παπαφλέσσα. Οι πηγές σηµειώνουν µεγάλες απώλειες των Αιγυπτίων (περί τους 600 άνδρες). Ο Ιµπραήµ µετά τη µάχη επέστρεψε στο Νιόκαστρο (23 Μαιου 1825). Η µαχη στο Μανιάκι δεν είχε ιδιαίτερη σηµασία από στρατιωτική άποψη.. Ωστόσο προβλήθηκε από τους σύγχρονους και µεταγενεστερους ιστορικούς και καταγράφηκε έντονα στην εθνική συλλογική µνηµη ως µία θυσία ανάλογη των Θερµοπυλών, και ο Παπαφλέσσας ως νέος Λεωνίδας. Ο παράφορος ιερωµένος αγωνιστής µπορεί να µην κατόρθωσε να αναχαιτίσει τον εχθρό, επέτυχε όµως να περάσει στην ιστορία ως ένας εξαιρετικά γενναίος άνδρας, (που όντως ήταν) και όχι και ως ένας φιλόδοξος παράφορος, µηχανορράφος πολιτικός, µε µεγάλες ευθύνες για την πορεία των εµφυλίων συγκρούσεων (που επίσης ήταν). Δηµοτικά τραγούδια Του Φλέσσα η µάνα κάθεται στης Πολιανής την ράχη, τα Κοντοβούνια αγνάντευε και τα πουλιά ρωτάει: - Πουλάκια µ κι αηδονάκια µου, που ρχεσθε στον αέρα, µην είδατε το στρατηγό, τον Φλέσσα αρχιµανδρίτη; - Στα Κοντοβούνια πέρασε και στα Σουλιµοχώρια, και παλληκάρια µάζωνε όλους Κοντοβουνίσιους. τα µάζωξε, τα σύναξε τα καµε τρεις χιλιάδες. Κάθονταν και τ αρµήνενε σαν µάνα σαν πατέρας: - Εµπρός, εµπρός, µωρέ παιδιά, στο Νιόκαστρο να πάµε, να κάµωµ έναν πόλεµο µε τούς στραβαραπάδες κι αν δεν σας ντύσω µ ά λ α µ α, Φλέσσα να µην µε πούνε. Και ο Κεφάλας τώλεγε, και ο Κεφάλας λέγει: - Τού Μισιριού η Αραπιά στο Νιόκαστρο είν φερµένη - Σιώπα, Κεφάλα, µην το λες, και µην το κουβεντιάζης, να µην τ ακούσ η Διοίκησις, λουφέδες δεν µας στείλη, να µην τ ακούσουν τα ο ρ δ ι ά, µ ε ν τ ά τ ι δεν ελθούνε να µην τ ακούσουν τα παιδιά, και τα λιγοκαρδίσης. Ακόµη λόγος έστεκε και συτυχιά κρατιέται, κι η Αραπιά τους έζωσε µια κoσαργιά χιλιάδες. - Άϊντε, παιδιά, να πιάσωµε στο Ερηµοµανιάκι. Κι αρχίσανε τον πόλεµο απ την αυγή ως το βράδυ. Μπραϊµης βάνει την φωνή, λέγει του παπά Φλέσσα. - Εύγα, Φλέσσα, προσκύνησε µε ούλο σου τ ασκέρι. - Δεν σε φοβούµ Μπραήµ πασά, στο νουν µου δεν σε βάνω κι εµέ µ ε ν τ ά τ ι µώρχονται οι Κολοκοτρωναίοι Και στα ταµπούρια πέσανε αυτοί οι Αραπάδες Ο Φλέσσας βάνει µια φωνή και λέγει των στρατιωτών του - Τώρα παιδιά θα σας ειδώ αν είστε παλληκάρια. Και τα σπαθιά τραβήξανε και κάµνουν το γιουρούσι.
Μια µπαταριά του ρίξανε πικρή φαρµακωµένη. Μα ήταν η µέρα βρο- µουρτάτη, βροχερή Και η νύχτα πο- µωρέ, ποντισµένη Που κίνησ ο 'Μπραήµ, άιντε, ρε Παπαφλέσσα, 'Μπραήµ, ο Ιµπραήµ πασάς Άιντε, που κίνησ ο 'Μπραήµ, 'Μπραήµ πασάς από την Α- από την Αλεξάνδρεια Νύχτα σε νύχτα πε- άιντε, ρε Παπαφλέσσα µου, πε- ωρέ, περπατεί Άιντε, νύχτα σε νύχτα πε- µουρτάτη, περπατεί Λιµάνι σε- µωρέ, σε λιµάνι φέρνει τ' ασκέρι δια- άιντε, ρε Παπαφλέσσα µου, δια- ωρέ, διαλεχτό Φέρνει τ' ασκέρι διαλεχτό, ούλο στραβαραπάδες Και στη Μεθώνη άραξε µέσα στο Ναυαρίνο. Στου Παπαφλέ-Παπαφλέσσαινα Στου Παπαφλέσσα το χωριό. Στου Παπαφλέσσα το χωριό, µεγάλο γίνεται κακό. Κακά µαντά-παπαφλέσσαινα κακά µαντάτα ήρθανε Απ το έρηµο Μανιάκι κι όλους πότισαν φαρµάκι. Βάστα καϋµένη µου καρδιά κι άλλη µεγάλη µαχαιριά. Μαύρα πουλιά Καπετάνισα µαύρα πουλιά καθήσανε µαύρα πουλιά καθήσανε Λυπητερά λαλήσανε. Όλοι είναι σκοτωµένοι Καπετάνισα καϋµένη. -Για την πατρίδα τη γλυκιά έδωσα εγγόνια και παιδιά. Κι έτσι έµεινα µονάχη εις της Πολιανής τη ράχη Μοιρολόι Κει στο Μανιάκι κείτονται όλοι οι Καπεταναίοι Ο Παπαφλέσσας, ο Κορµάς και ο Μαυροµιχάλης Μπιτσάνης από την Πολιανή, µαζί µε τον Κεφάλα Στρώµα έχουνε την µαύρη Γή, προσκέφαλο µια πέτρα
Και από πάνω σκέπασµα του φεγγαριού την λάµψη. Φιλµογραφία Ερρίκου Ανδρέου, Μεγάλη Στιγµή του '21. Παπαφλέσσας 1971. [Μεγαγενέστεροι τίτλοι: Παπαφλέσσας - Παπαφλέσσας η ηρωϊκή µορφή του 1821. Εικονογραφία Μνηµεια Μανιάκι. Ελαιογραφία του Α. Γεωργιάδη, 1960.
Γραµµατόσηµο αφιερωµένο στη µάχη στο Μανιάκι. 1971 Αδριάντας του Παπαφλέσσα Μνηµείο στο λόφο του Μανιακίου
Βιβλιογραφία Αγ. Αγαπητός, Οι ένδοξοι Έλληνες ή πρωταγωνιστές της Ελλάδος. Πάτρα 1877. σ. 238 Γ.Γ. Γερβίνος, Ιστορία της Επαναστάσεως και της Αναγεννήσεως της Ελλάδος, τόµος Β', Αθήνα, 1864, σ. 91 Λάµπρος Κουτσονίκας, Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόµος Β', Αθήνα 1863, σ. 255 Κρέµος, Χρονολογία της Ελληνικής Ιστορίας, 1453-1830, Αθήνα, 1879, σ. 22. Μιχ. Οικονόµου, Ιστορία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Αθήνα 1873, σ. 517. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόµος Ε', Αθήνα 1902, σ. 944 Πουκεβίλ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα, τόµος Δ', σσ. 346 Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόµος Γ', Λονδίνο, αωζ', σ. 162 Φρ. Γ. Χέρτσβεργ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόµος Γ', Αθήνα 1917, σ. 15. Συντάκτης Στέφανος Παπαγεωργίου