1870-1910 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΤΕΧΝΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΕΟ ΑΙΩΝΑ Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα το νεοπαγές βασίλειο έχει καταφέρει να πραγ- µατοποιήσει µια δυναστική αλλαγή και να παγιώσει µια, βραχύβια πάντως, αστική τάξη προσηλωµένη στα ιδεώδη του κλασικίζοντος ροµαντισµού. Μισό αιώνα µετά τον πόλεµο της ανεξαρτησίας η Ελλάδα διαθέτει ένα ιστορικό παρελθόν αλλά και δηµιουργούς µε συνείδηση τόσο του Zeitgeist («του πνεύµατος της εποχής») όσο και του ρόλου τους σε µια κοινωνία που τους αντιµετωπίζει αµφιθυµικά: ως ήρωες και ως παρίες. Ο Σολωµός για να θέσει τις βάσεις ενός ποιητικού Παρθενώνα έπρεπε να κατασκευάσει µια γλώσσα. Ο Παλαµάς οφείλει τώρα να µεταφέρει τον Παρθενώνα αυτόν στον Παρνασσό. Οι λόγοι είναι πολλοί καθώς και τα κεντρίσµατα που έρχονται εξ εσπερίας. Από την καθαρευουσιάνικα αιρετική Πάπισσα Ιωάννα του 1866 έως το αιρετικά µαλλιαρό Ταξίδι µου του Γιάννη Ψυχάρη (1888), ένα τόξο τριάντα ετών δείχνει πόσα έχει καταφέρει πνευµατικά ο τόπος. Πολιτικά ο απολογισµός είναι πολύ πιο πενιχρός. Η Πάπισσα είναι το πρώτο εθνικό µας best seller αλλά και ένα µυθιστορηµατικό δοκίµιο ευρωπαϊκής αυτογνωσίας. Ο Ψυχάρης πάλι ακολουθεί αντίστροφη πορεία: Έρχεται ως δαφνοστεφής γλωσσολόγος εκ Παρισίων και γαµπρός του Ρενάν για να ηγηθεί ενός σταυροφορικού αγώνα µαζί µε τους Αλέξανδρο Πάλλη, Αργύρη Εφταλιώτη και άλλους πολλούς. Ο Παλαµάς θα πατήσει τόσο στον ψυχαρισµό όσο και στους συµβολισµούς του παρνασσισµού για να πραγµατοποιήσει το δικό του ταξίδι. Ο κόσµος των εικόνων και ο κόσµος του θεραπεύει ακόµη βουκολικές µνήµες, την πρόσφατη µυθοπλασία του Εικοσιένα και τη µικροαστική καθηµερινότητα αλλιώς genre ή ηθογραφία η οποία ανάγεται σε αυτάρκη αξία. Οι Γαλατάδες και οι Χωρικοί του Νικηφόρου Λύτρα (1832-1904) γίνονται ανάρπαστοι καθώς και οι οικογενειακές σκηνές του Νικόλαου Γύζη (1842-1901) και του Γεωργίου Ιακωβίδη (1853-1932). Και οι τρεις θα µετεκπαιδευτούν στο Μόναχο παραµένοντας ροµαντικά ακαδηµαϊκοί µε τον Γύζη να διαπράττει τη Ο Κωστής Παλαµάς (1859-1943) στο σπίτι του το 1934
µεγάλη υπέρβαση γύρω στο 1880 και να αναδεικνύεται σε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους του ευρωπαϊκού συµβολισµού (Ιδού ο Νυµφίος, ελαιογραφία σε µουσαµά 1890 Εαρινή Συµφωνία 1886 Εθνική Πινακοθήκη). Ο Γύζης συνοδοιπορεί µε τον Boecklin και τον Lenbach καθιστάµενος ο πρώτος διεθνής µας ζωγράφος µε έργα του στις πινακοθήκες του Μονάχου και της Δρέσδης. Αντίθετα ο Λύτρας θα καταστεί ο επίσηµος προσωπογράφος των Ανακτόρων και της µεγαλοαστικής τάξης συνδυάζοντας επιτυχώς το ποµπώδες µε το ψυχογραφικό. Τα Παιδικά Κάλαντά του είναι το πρώτο συµβολιστικό έργο στη νεοελληνική ζωγραφική. Το 1878 εκτέθηκαν στη διεθνή έκθεση των Παρισίων. Ο Ιακωβίδης πάλι αξιοποιεί την υψηλή τεχνική του για να εντυπωσιάσει, ενώ το πέρασµά του από τον γερµανικό ιµπρεσιονισµό δεν έχει συνέχεια. Το 1900 διορίζεται διευθυντής της νεοσύστατης Εθνικής Πινακοθήκης έως το 1918 και από το 1910 διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών έως το 1930. Εν τω µεταξύ ο κοσµοκαλόγερος της Σκιάθου ταράζει το αθηναϊκό άστυ δηµοσιεύοντας µεταφράσεις, µυθιστορήµατα και διηγήµατα στον καθηµερινό Τύπο. Ο Ροΐδης δηµοσιεύει το 1877 το Περί της συγχρόνου εν Ελλάδι κριτικής και από το 1875 εκδίδει τον σατιρικά παρεµβατικό Ασµοδαίο. Η πνευµατική ζωή της Ελλάδας είναι έτοιµη να συµπορευτεί µε τον πραγµατισµό του Χαρ. Τρικούπη, σµικραίνοντας, συν τω χρόνω, την απόσταση που τη χωρίζει από τη Δύση. Οι λογοτέχνες, οι διανοούµενοι, οι καλλιτέχνες της εποχής, µε ονόµατα όπως του Γ. Βιζυηνού, του Μ. Μητσάκη, του Α. Καρκαβίτσα, του Κ. Χρηστοµάνου ή του Κ. Χατζόπουλου, λειτουργούν ως νεοδιαφωτιστές προς το ευρύτερο κοινό. Ο τελευταίος, λεπταίσθητος συγγραφέας του συµβολιστικού Φθινοπώρου, επιχειρεί να µεταφράσει το Κεφάλαιο του Μαρξ (1913). Παράλληλα ο Γεώργιος Χατζόπουλος (1858-1935), ζωγράφος, µαθητής του Γύζη και συντηρητής στην Πινακοθήκη, εισηγείται µαζί µε τον Οδ. Φωκά, τον Ιωάννη Αλταµούρα ή τον Περικλή Πανταζή την ιµπρεσιονιστική γραφή που αµφισβητεί τον ακαδηµαϊκό ρεαλισµό και τη ρητορεία του. Τον ιµπρεσιονισµό ως φόρµα αλλά και τον συµβολισµό ως θεµατικό περιεχόµενο και γενικότερη άποψη περί τέχνης ακολουθεί και ο Γεώργιος Ροϊλός (1867-1928) ο οποίος ζωγράφισε τη µάχη των Φαρσάλων αλλά και το οµαδικό πορτραίτο Οι Ποιηταί (Συλλογή Παρνασσού) µε τον Παλαµά, τον Σουρή, τον Πολέµη, τον Στρατήγη, τον Δροσίνη που απαγγέλλει. Οµοίως συµβολιστής υπήρξε ο επίσης µαθητής του Ν. Γύζη, Δηµήτριος Μπισκίνης (1891-1947), ο οποίος µάλιστα εµπνεόταν από συγκεκριµένες ποιητικές Ο «Νυµφίος» (1899-1900) έργο του Νικολάου Γύζη (Εθνική Ο Εµµανουήλ Ροϊδης (1836-1904), από τους σηµαντικότε-
συλλογές του Παλαµά ή του Γρυπάρη. Βέβαια για ένα διάστηµα ο συµβολισµός στην Ελλάδα θεωρήθηκε σχεδόν οικογενειακή υπόθεση κυρίως λόγω του Ζαν Μορεάς του Έλληνα ποιητή Ιωάννη Παπαδιαµαντόπουλου (1856-1910) που υπήρξε ο θεωρητικός του κινήµατος στη Γαλλία. Η µόνη ποιητική συλλογή του στα ελληνικά µε τίτλο Τρυγόνες και Έχιδναι (κυκλοφόρησε το 1878) άσκησε παρ όλα αυτά επίδραση στην ποίησή µας (αλλά και οι Καντιλένες του στα γαλλικά το 1886). Το 1851 γεννιούνται οι δύο άγιοι της τέχνης µας: ο Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης ( 1911) και ο Γιαννούλης Χαλεπάς ( 1938) στη Σκιάθο και στην Τήνο αντίστοιχα. Η Φόνισσα (1903) του ενός και η Μήδεια (1933) του άλλου υπερβαίνουν κατά πολύ τα όρια της εγχώριας έκφρασης και αποτελούν νεωτερικά παραδείγµατα που εντάσσονται στον κορµό της ευρωπαϊκής modernité. Αν ο συµβολισµός είναι ένα κίνηµα του συρµού για όλους τους υποψιασµένους στον ελλαδικό χώρο και για όσους έλκουν από το εξωτερικό την παιδεία τους, οι Παπαδιαµάντης και Χαλεπάς εισχωρούν στον πυρήνα του µοντερνιστικού προβληµατισµού κάνοντας αµφότεροι µια τέχνη γλωσσοκεντρική και ανοιχτή σε πολυδιάστατες ερµηνείες. Τι είναι όµως συµβολισµός; Εκείνο το κίνηµα που εδραιώνεται στην Ευρώπη µε το µανιφέστο που δηµοσιεύει ο Ζαν Μορεάς στον Φιγκαρό (1886) και σύµφωνα µε το οποίο η τέχνη περισσότερο υποβάλλει µε τη δύναµη των συµβόλων της παρά υποτάσσεται στην πραγµατικότητα. Επίσης λειτουργεί σαν τη µουσική και οραµατίζεται σταθερά την ιδέα. Εκ των πραγµάτων ο συµβολισµός καταγγέλλει αφενός τον εστετισµό της ars gratia artis του Όσκαρ Γουάιλντ (η τέχνη για την τέχνη) αλλά και τον φορµαλισµό των παρνασσιστών. Ο Βερλαίν και ο Μαλλαρµέ είναι οι πιο χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι στην ποίηση µε όχι ευάριθµους Έλληνες θιασώτες τους ενώ στη ζωγραφική οι Μπέκλιν και Πυβί ντε Σαβάν συστοιχούνται µε τους Γύζη και Παρθένη. Πάντως το Όνειρο στο κύµα του Παπαδιαµάντη (1908) και η Κερένια κούκλα του Χρηστοµάνου, παρά τις συµβολικές τους οφειλές, αποδεικνύουν πως τα γνήσια δηµιουργήµατα υπερβαίνουν τους ταξιθετικούς τους προκαθορισµούς. Ο Περικλής Πανταζής που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1849 θα πεθάνει στις Βρυξέλλες το 1884, έχοντας δώσει ένα ώριµο έργο ιµπρεσιονιστικής υφής και έχοντας γίνει από τους πρωτεργάτες των πρωτοποριακών οµάδων Χρυσαλλίς και ΧΧ. Το 1878 εκθέτει 12 έργα στη διεθνή έκθεση των Παρισίων (υπό τη σκιά του Πύργου του Άιφελ) µαζί µε τους Χαλεπά, Νικηφ. Λύτρα, Δ. Φιλιππότη, Χ. Παχή, Αυτοπροσωπογραφία του Γεωργίου Ροϊλού (Εθνική Πινακο-
Λ. Δρόση και Ιω. Αλταµούρα. Ο τελευταίος θα πεθάνει στις Σπέτσες την ίδια χρονιά σε ηλικία µόλις είκοσι έξι ετών έχοντας δώσει θαλασσογραφίες σπάνιας ελεγειακής ευαισθησίας, ενώ ο Φιλιππότης θα ολοκληρώσει τον Ξυλοθραύστη του το 1875 σηµειώνοντας εντυπωσιακή στροφή από τον νεοκλασικισµό στον ρεαλισµό. (Θα µεταφερθεί στο µάρµαρο είκοσι χρόνια αργότερα. Όµως την περίοδο 1880-1910 τη δηµιουργία στην ποίηση σφραγίζει η παρουσία του Κωστή Παλαµά (1859-1943) αλλά και η κριτική του παρέµβαση. Ήδη έχουν κυκλοφορήσει οι Ίαµβοι και Ανάπαιστοι (1897) και ο Τάφος (1898) και τον έχουν καθιερώσει. Κατά τα άλλα οι γλωσσικές έριδες συνεχίζονται µε αποκορύφωµα τα Ορεστειακά, τις αιµατηρές δηλαδή ταραχές από τις 6 έως τις 9 Νοεµβρίου που υποκινήθηκαν από φοιτητές του καθαρολόγου Γεωργίου Μιστριώτη οι οποίοι αντιδρούσαν στο ανέβασµα της Ορέστειας από µετάφραση στο Βασιλικό Θέατρο. (Ο µεταφραστής Γ. Σωτηριάδης είχε χρησιµοποιήσει απλή καθαρεύουσα. Η Νέα Αθηναϊκή Σχολή µετά το 1880 και ο Παλαµάς επιβάλλουν σταδιακά τη δηµοτική στον χώρο της λογοτεχνίας, ενώ µετά το 1910 θα κυριαρχήσει ο εκπαιδευτικός δηµοτικισµός των Δελµούζου, Τριανταφυλλίδη και Γληνού (πρβλ. Ξ. Α. Κοκκόλη, «Οι προβληµατισµοί της κριτικής και ο Κωστής Παλαµάς», 1880-1910 στο Η Κριτική στη Νεότερη Ελλάδα σελ. 81, εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισµού και Γενικής Παιδείας, Ίδρυµα Σχολής Mωραΐτη 1981). Η δηµοτική γλώσσα αντιµετωπίζεται από τον Παλαµά ως η ιστορική εξέλιξη της αρχαίας και εντός της ανακαλύπτει έµµεσα τον κλασικό και µεσαιωνικό κόσµο. Κάτι ανάλογο πράττει και ο Κωστής Παρθένης στην εικονογραφία του. Επίσης ο Παλαµάς καταδικάζει τον αποµονωτισµό και διεκδικεί την ευρωπαϊκή µοίρα της ελληνικής λογοτεχνίας. Γράφει: «Υπό την αλληλεπίδρασιν των φιλόλογων και καλλιτεχνών των διαφόρων λαών, µια ούτως ειπείν προκύπτει πολυσύνθετος φιλολογία και τέχνη, η ευρωπαϊκή» (αναφέρεται στο: Μαρία Κ. Πεσκετζή, Θεωρία της Λογοτεχνίας και νεοελληνική λογοτεχνική κριτική, 2003, σελ. 86). Ο Χαλεπάς επίσης επιτυγχάνει το ίδιο µε την Ονειρευοµένη του (1934). Ο Μοσκώβ Σελήµ του Βιζυηνού δηµοσιεύεται το 1895 ενώ ο συγγραφέας του είναι έγκλειστος στο Δροµοκαΐτειο (θα πεθάνει την επόµενη χρονιά). Τα Λόγια της πλώρης του Ανδρέα Καρκαβίτσα θα κυκλοφορήσουν ακριβώς την παραµονή του νέου αιώνα (1899). Γράφει γι αυτόν ο Άγγελος Τερζάκης: «Ο Καρκαβίτσας ένιωσε και εξέφρασε το ηρωικό στοιχείο της ελληνικής ψυχής» (παρατίθεται στο βιβλίο του Ηλ. Χ. Παπαδηµητρακόπουλου, Ανδρέας Καρκαβίτσας, 2004, σελ. 39). Ο συγγραφέας της «Κερένιας Κούκλας», Κωνσταντίνος Χρη- «Ο Ξυλοθραύστης» του Δηµητρίου Φιλιππότη.
Ο Ιάκωβος Ρίζος (1849-1916) ζωγραφίζει τον πίνακα Soirée Athénienne. Σε αυτόν εικονίζονται δύο ατθίδες στο µπαλκόνι τους µε φόντο µια τριανταφυλλιά Ακρόπολη να ακούνε έναν λοχαγό που απαγγέλλει ποίηση. Το έργο είναι έκτακτον όπως θα έλεγε και ο Καβάφης και προσφέρεται κατεξοχήν για ροµαντική αναπόληση. Η ρεαλιστική του ακρίβεια και η θεατρικότητά του το κατατάσσουν στο ύφος της Bélle Epoque. (Ο πίνακας ζωγραφίστηκε το 1897, χρονιά του «ατυχούς» Ελληνοτουρκικού πολέµου.) «Στην ταράτσα ή Αθηναϊκή βραδιά» (1897) έργο του Ιάκω-