ΙΙ. ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ



Σχετικά έγγραφα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ... 37

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

1. Αναθεώρηση του Συντάγματος

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΕΤΟΥΣ 1987)

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Άρθρο 1. Σκοπός

Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο

Η υποχρέωση εχεμύθειας και ο κύκλος των προσώπων που αφορά

Η υποχρέωση εχεμύθειας και ο κύκλος των προσώπων που αφορά

Τελευταίως παρατηρείται έξαρση του φαινομένου επιθέσεων, βιαιοπραγιών και διενέργειας ελέγχων σε αλλοδαπούς μετανάστες, σε σχέση με τη νομιμότητα της

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ - ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΩΡΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

III. Ποινικές ιατάξεις συναφείς µε την άσκηση της ιατρικής

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

«Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων

Σύνταξη γνωματεύσεων. Ποιες οι ευθύνες. Έλενα Παπαευαγγέλου Δικηγόρος

811 Ν. 23/90. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Δικαστήρια Δικαστές Γραμματεία

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

Η υποχρέωση εχεμύθειας και ο κύκλος προσώπων που αφορά Μ. Μηλαπίδου, ΔρΝ, Δικηγόρος Επιστ. Συνεργάτις Νομικής Σχολής ΑΠΘ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 10 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

Πρόταση νόμου: «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις»

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ. Ευαγγελία Ανδρουλάκη Χριστίνα Κατάκη Χρήστος Παπαδόπουλος. Επιστημονικά Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Χριστίνα Ζαραφωνίτου

Δεύτερο Στάδιο - Σύνολο Διώρων

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 6 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. MEΡOΣ A Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος. Συντομογραφίες..

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4112, 16/2/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕ ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ(ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΥΣΜΕΝΟΥΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ)ΝΟΜΟ

E.E. Παρ. ΠΙ (I) Αρ. 2806,

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

ΓΕΔΔ_ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗΣ_001_ΑδικηματαΠ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ» Α. Γενικό μέρος

Δίκαιο Μ.Μ.Ε. Μάθημα 13: H προστασία των προσωπικών δεδομένων και ιδίως στο διαδίκτυο. Επικ. Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Αριθμός 4202/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΣΧΕΤΑ ΑΠΟ ΦΥΛΕΤΙΚΗ Ή ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ - ΜΕΡΟΣ Ι

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/2107/

ΜΟΝΤΕΛΟ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 2016 Δ ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. Άρθρο 1 Ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και λατρείας

ΑΙΤΗΣΗ - ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 7 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 5 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Μαρούσι, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ KAI ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. (Εξετάσεις σύμφωνα με το Άρθρο 5 του περί Δικηγόρων Νόμου)

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεων τους στην Ελλάδα»

Αθήνα 8/11/2013. Προς Τους Συλλόγους Εκπαιδευτικών Π.Ε. Θέμα: Χορήγηση προσωπικών στοιχείων μαθητών

Α Π Ο Φ Α Σ Η 15/ 2011

Θέμα: Γάμοι μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών πριν τεθεί σε ισχύ ο Αστικός Κώδικας

147(I)/2015 Ο ΠΕΡΙ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο-

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 77Α / 2002

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Η Ελλάδα γίνεται Κίνα και με την βούλα Ζήτω ο εκσυγχρονισμός!

2. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/133-1/

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ Α.Π 3994/ Φαρμακευτικοί Σύλλογοι της Χώρας

09. Ποινικό Δίκαιο & Ποινική Δικονομία

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΗΣ ΥΠ ΑΡΙΘΜΟΝ Γ5(β)/Γ.Π.οικ /2016 (ΦΕΚ Β 1445) «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΥ - ΙΔΡΥΣΗ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟΥ»

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ

Η κατοχύρωση της αρχής της ισότητας στην ελληνική έννομη τάξη. i) Το γενικό συνταγματικό πλαίσιο της αρχής της ισότητας

Η Δεοντολογία διδάσκει τη σωστή, την άψογη στάση και συμπεριφορά του γιατρού απέναντι στον άρρωστο συνάνθρωπό του, απέναντι στο συνάδελφό του και

Σχέδιο νόμου για τα μέσα ηλεκτρονικής επιτήρησης υποδίκων, καταδίκων και εν αδεία κρατουμένων. Άρθρο 1 Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Β ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΝΟΜΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 23ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο - Σύνολο Διώρων. Νικόλαος Μπιτζιλέκης. Καθηγητής Α.Π.Θ.

Αριθμός Απόφασης 240/2015 Η ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ SUPER LEAGUE ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Βασικές Αρχές για το Ρόλο των Δικηγόρων 1

Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2011

Transcript:

ΙΙ. ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ 1. Ποινικός Κώδικας ΠΔ 283/1985, «Ποινικός Κώδικας», (Α 106). Άρθρο 13. Έννοια όρων του Κώδικα. Στον Κώδικα οι ακόλουθοι όροι χρησιμοποιούνται με την εξής σημασία: α) υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Βιβλιογραφία: Ι. Μονογραφίες-Συλλογές πηγών: Μ. ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ, Εμβάθυνση στην Ποινική Νομολογία, Θεσσαλονίκη 2006, 351-371 Ν. ΜΠΙΤΖΙΛΕΚΗΣ, Τα υπηρεσιακά εγκλήματα. Γενική θεωρία και ανάλυση των διατάξεων του ΙΒ κεφαλαίου ΠΚ (άρθρα 235-263α), Θεσσαλονίκη 1993, 68 επ., ιδίως 73 ΙΙ. Μελέτες σε περιοδικά, συλλογικά έργα και τιμητικούς τόμους: Ν. ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ, Γ.-Α. ΜΑΓΚΑΚΗΣ, Ι. ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ, Δ. ΣΠΙΝΕΛΛΗΣ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ, Α. ΨΑΡΟΥΔΑ-ΜΠΕΝΑΚΗ, Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, Αθήνα 2005, 114 Π. ΚΑΚΚΑΛΗΣ-Ν. ΚΟΥΡΑΚΗΣ-Α. ΜΑΓΓΑΝΑΣ-Ι. ΦΑΡΣΕΔΑΚΗΣ, Ποινικός Κώδικας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Α, Αθήνα 2000, 220-240. 1. Ο εφημέριος, υπό την ιδιότητα του προ έδρου του εκκλησιαστικού συμβουλίου ι. ναού, είναι υπάλληλος και μπορεί να είναι υποκεί μενο του εγκλήματος του άρθρου 258 εδ. α ΠΚ (υπεξαίρεση): ΑΠ 703/1997, ΝοΒ 46 (1998) 262-263. 2. Υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρ. 13α ΠΚ, είναι και ο εφημέριος-ιερέας, ο οποίος διορίζεται σε οργανική θέση ενοριακού ναού, που είναι ν.π.δ.δ., καθώς και ο διοριζόμενος μητροπολίτης, ως εκκλησιαστική αρχή της μητρόπολής του, που είναι και αυτή ν.π.δ.δ. Ορθά απαλλάχτηκαν από την κατηγορία της παραβάσεως καθήκοντος και της ηθικής αυ τουργίας σ αυτή εφημέριος και μητροπολίτης αντίστοιχα, αφού η άρνησή τους να δεχθούν στο μυστήριο της βαπτίσεως τη συμμετοχή κάποιου ως αναδόχου, για το λόγο ότι είχε τελέσει πο λιτικό γάμο, έγινε διότι αυτοί θέλησαν να ευ θυγραμμιστούν με εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου: ΑΠ 729/1988, ΠοινΧρ 38 (1988) 856-858 Χρ. 28 (1989) 95-97. Άρθρο 175. Αντιποίηση. 1. Όποιος με πρόθεση αντιποιείται την άσκηση κάποιας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή. 2. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για την αντιποίηση της άσκησης δικηγορίας, καθώς επίσης και για την αντιποίηση άσκη- 36

ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ σης υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα. Συναφή νομοθετικά κείμενα: άρθρ. 19-20 Ν 2456/1920 «Περί Ισραηλιτικών Κοινοτήτων» άρθρ. 5 Ν 1920/1991, «Κύρωση της από 24 Δεκεμβρίου 1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών (ΦΕΚ Α 182)», (Α 11). Βιβλιογραφία: Ι. Μονογραφίες-Συλλογές πηγών: Μ. ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ - Ε. ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ- ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ, Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθήνα 3 2007, 103 Ι. ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας (άρθρα 167-182 ΠΚ), Θεσσαλονίκη 2 1994, 330-348, 348-362 Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ-Ν. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.), Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Θεσσαλονίκη 8 2005, 202 Π. ΠΑΠΑΕΥΑΓΓΕΛΟΥ, Η διαμόρφωσις της εξωτερικής εμφανίσεως του ανατολικού και ιδία του ελληνικού κλήρου, (διδ. διατριβή), Θεσσαλονίκη 1965. ΙΙ. Μελέτες σε περιοδικά, συλλογικά έργα και τιμητικούς τόμους: Π. ΚΑΚΚΑΛΗΣ-Ν. ΚΟΥΡΑΚΗΣ-Α. ΜΑΓΓΑΝΑΣ-Ι. ΦΑΡΣΕΔΑΚΗΣ, Ποινικός Κώδικας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Α, Αθήνα 2000, 902-905 Χ. ΠΑΠΑΣΤΥΛΙΑΝΟΣ, «Η αντιποίηση θρησκευτικής αρχής και η προσαρμογή της νομολογίας του Αρείου Πάγου στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Σχόλιο στις ΑΠ 304/2002 και ΑΠ 1045/2002», ΝοΒ 52 (2004) 534-538. 1. Στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αντιποίησης υπηρεσίας. Τα εγκλήματα των άρθρων 175 και 176 ΠΚ διαπράττουν οι κληρικοί οι οποίοι, αν και έχουν καθαιρεθεί, συνεχίζουν εντούτοις να φορούν άμφια και να ιερουργούν. Αποτελεί δεδικασμένο για τα τακτικά δικαστήρια η τελεσίδικη απόφαση του Συνοδικού Δικαστηρίου: ΑΠ 917/2005, ΕλλΔνη 46 (2005) 1568 ΠοινΛογ 2005, 844-845. 2. Αποτελεί αντιποίηση της άσκησης υπηρεσίας θρησκευτικού λειτουργού η εμφάνιση κάποιου ως λειτουργού θρησκείας και η άσκηση της σχετικής υπηρεσίας. Καταδίκη του κατηγορουμένου για κατ εξακολούθηση διάπραξη του πιο πάνω αδικήματος, διότι εμφανιζόταν ως μουφτής, χωρίς να είναι: ΑΠ 708/2002, ΠοινΛογ 2002, 791-793. Άρθρο 176. Όποιος δημόσια και χωρίς δικαίωμα φορεί στολή ή άλλο διακριτικό σημείο δημόσιου, δημοτικού, κοινοτικού ή θρησκευτικού λειτουργού από εκείνους που αναφέρει η παρ. 2 του άρθρου 175 ή παράσημο ή τίτλο που δεν δικαιούται να φέρει νόμιμα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Συναφή νομοθετικά κείμενα: ΠΔ της 21/22-1-1931 «Περί της κανονικής περιβολής του Ελληνικού Ορθοδόξου Κλήρου» άρθρ. 54 Ν 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» άρθρ. 129 Ν 4149/1961 «Περί Καταστατικού Νόμου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας και άλλων τινών διατάξεων» άρθρ. 19-20 Ν 2456/1920 «Περί Ισραηλιτικών Κοινοτήτων» Ν 1920/1991, «Κύρωση της από 24 Δεκεμβρίου 1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών (ΦΕΚ Α 182)», (Α 11/4-2-1991). Παρατήρηση: Βλ. τη βιβλιογραφία και τη νομολογία κάτω από το άρθρ. 175 ΠΚ. Πρόσθεσε ακόμη: 37

1. Κατά το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 176 ΠΚ και 54 2-3 Ν 590/1977 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», οποιοσδήποτε δεν φέρει νόμιμα την ιδιότητα του μοναχού και ενδύεται το αντίστοιχο σχήμα, πληροί τη νομοτυπική μορφή του αδικήματος της αντιποίησης στολής ή περιβολής μοναχού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αντιποίηση στολής ή περιβολής μοναχού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι νοητή σε δύο περιπτώσεις. Είτε διότι ο δράστης ουδέποτε απέκτησε με έγκυρη «κουρά» τη μοναχική ιδιότητα, είτε διότι απέκτησε μεν νόμιμα αλλά μεταγενέστερα απώλεσε τη μοναχική ιδιότητα. Περίπτωση καταδίκης αποσχηματισμένου μοναχού, ο οποίος προσχωρεί σε ομόδοξη Εκκλησία και φέρει εκ νέου την περιβολή του μοναχού: ΜονΠλημΕδεσ 2434/1994, Υπερ 1996, 358-360. 2. Θρησκευτικός λειτουργός, κατά την έννοια του άρθρου 176 ΠΚ, είναι εκείνος που φέρει ένα εκ των τριών βαθμών ιερωσύνης, δηλαδή επισκόπου, πρεσβυτέρου και διακόνου. Οι ιερατικοί αυτοί βαθμοί αποκτώνται με τη μυστηριακή τελετή της χειροτονίας, κατά την οποία με ευχή και επίθεση των χειρών του επισκόπου κατέρχεται η θεία χάρις, η οποία προχειρίζει τον υποψήφιο σ έναν από τους παραπάνω ιερατικούς βαθμούς και έτσι τον καθιστά μέτο χο της εκκλησιαστικής εξουσίας και του δικαιώματος της μεταδόσεως της θείας χάριτος με την τέλε ση των μυστηρίων και ιεροπραξιών. Στολή θρησκευτικού λει τουργού της Ανατολικής Ορθόδο ξης Εκκλησίας είναι η καθιερωμένη περιβολή ή αμφίεση, όπως αυτή ο ρίσθηκε με το ΠΔ της 21/22 Ιανουαρίου 1931. Διακριτικά σημεία, που καθορίσθηκαν με το ΒΔ της 15 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1856, είναι εκείνα που προσ διορίζουν το βαθμό ή την ιδιότητα του φέροντος τη στολή. Διακριτικά του επισκόπου είναι το εγκόλπιο και η ποιμαντορική ράβδος. Η στολή και τα διακριτικά σημεία είναι επιτετραμμένα μόνο στο νόμιμο φορέα της ιερωσύνης, δηλαδή τον χειροτονημένο σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Για να κριθεί η νομιμότητα του δικαιώματος του θρησκευτικού λειτουργού να φέρει τη στολή και τα διακριτικά σημεία, πρέπει να ερευ νηθεί το νόμιμο του κατεχόμενου από αυτόν βαθμού και το κύρος της χειροτονίας, με την οποία τον απέ κτησε. Ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 176 ΠΚ μπορεί να είναι και ο θρησκευτικός λειτουργός που καθαιρέθηκε τελε σίδικα ή που χειροτονήθηκε από καθηρημένο επίσκοπο, ο οποίος στε ρείται της εξουσίας προς τέλεση του μυστηρίου της ιερωσύνης ή χειρο τονήθηκε από άτομο που ουδέποτε απέκτησε το αξίωμα του επισκόπου. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος απαιτείται δόλος, που ενέχει τη γνώση του δράστη ότι δεν έχει δικαίωμα να φέ ρει τη στολή ή το διακριτικό ση μείο. Αυτός που φέρει στολή κληρικού και προβαίνει σε ιεροπραξίες, μετά την περί καθαιρέσεώς του απόφαση, ε φόσον άσκησε κατ αυτής έφεση που δεν εκδικάσθηκε ακόμη, δεν τε λεί το έγκλημα του άρθρου 176 ΠΚ, διότι η αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως, που επέρχεται με την άσκηση εφέσεως, ως νόμιμη συνέ πεια έχει ότι ο καταδικασθείς κληρι κός διατηρεί το βαθμό του στην ιε ρατική τάξη και μπορεί ακωλύτως να ασκεί τα καθήκοντά του. Νόμιμος φορέας της ιερω σύνης είναι αυτός που χειροτονήθη κε σύμφωνα με τους κανόνες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθό δοξης του Χριστού Εκκλησίας, η 38

ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ τήρηση των οποίων γίνεται τόσο από την επίσημη Εκκλησία όσο και από τους ΓΟΧ (Παλαιοημερολογί τες), που διαφοροποιούνται από την πρώτη μόνον ως προς τον χρονικό προσδιορισμό του εορτο λογίου. Άρα, οι κληρικοί των τελευ ταίων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν καθαιρεθεί τελεσίδικα ή δεν έχουν χειροτονηθεί από τελεσίδικα καθηρημένους αρχιερείς, νόμι μα φέρουν το ιερατικό σχήμα και ε πομένως δεν διαπράττουν το έγκλη μα του άρθρου 176 ΠΚ: ΣυμβΠλημΔράμ 46/1991 (Βούλ.), Αρμ 45 (1991) 1247-1253 AρχΝ 44 (1993) 191-197. Άρθρο 196. Κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος. Ο θρησκευτικός λειτουργός που κατά την ενάσκηση των έργων του ή δημόσια και με την ιδιότητά του προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε εχθροπάθεια κατά της πολιτειακής εξουσίας ή άλλων πολιτών, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Βιβλιογραφία: Ι. Μονογραφίες-Συλλογές πηγών: Μ. ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ - Ε. ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ- ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ, Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθήνα 3 2007, 115 Ι. ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ, Επιβουλή της δημόσιας τάξης (άρθρα 183-197 ΠΚ), Θεσσαλονίκη 1994, 234-251 (άρθρο 196 ΠΚ) Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ-Ν. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.), Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Θεσσαλονίκη 8 2005, 213 ΙΙ. Μελέτες σε περιοδικά, συλλογικά έργα και τιμητικούς τόμους: Π. ΚΑΚΚΑΛΗΣ-Ν. ΚΟΥΡΑΚΗΣ-Α. ΜΑΓΓΑΝΑΣ-Ι. ΦΑΡΣΕΔΑΚΗΣ, Ποινικός Κώδικας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Α, Αθήνα 2000, 936-937. 1. Καταδίκη εφημερίου ιερού ναού για τη διάπραξη των εγκλημάτων της κατάχρησης εκκλησιαστικού αξιώματος, της διατάραξης της ειρήνης των πολιτών και της διατάραξης θρησκευτικής συναθροίσεως, επειδή διήγειρε το εκκλησίασμα σε εχθροπάθεια εναντίον μητροπολίτη. Περιστατικά: ΑΠ 1489/1997, ΠοινΧρ 48 (1998) 492-493. Άρθρο 198. Κακόβουλη βλασφημία. 1. Με φυλάκιση μέχρι δύο ετών τιμωρείται όποιος δημόσια και κακόβουλα βρίζει με οποιονδήποτε τρόπο το Θεό. 2. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1, εκδηλώνει δημόσια με βλασφημία έλλειψη σεβασμού προς τα θεία, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών. Συναφή νομοθετικά κείμενα: Άρθρ. 3, 13 Σ. Βιβλιογραφία: Ι. Μονογραφίες-Συλλογές πηγών: Μ. ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ - Ε. ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ- ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ, Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθήνα 3 2007, 115 Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ-Ν. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.), Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Θεσσαλονίκη 8 2005, 213 ΤΡΩΙΑΝΟΣ-ΠΟΥΛΗΣ, 128-129 ΙΙ. Μελέτες σε περιοδικά, συλλογικά έργα και τιμητικούς τόμους: Π. ΚΑΚΚΑΛΗΣ-Ν. ΚΟΥΡΑΚΗΣ-Α. ΜΑΓΓΑΝΑΣ-Ι. ΦΑΡΣΕΔΑΚΗΣ, Ποινικός Κώδικας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Α, Αθήνα 2000, 938-939 Μ. ΔΟΥΒΑΣ, «Επιβουλή της θρησκευτικής ειρήνης», ΝοΒ 39 (1991) 481-485 Γ. ΚΑΛΦΕΛΗ, «Μεταβολή κατηγορίας από κακόβουλη βλασφημία σε εξύβριση. Σκέψεις με αφορμή την ΑΠ 1112/1986», Αρμ 41 (1987) 811-813 Δ. ΣΠΑΘΑΡΗ, «Το άρθρο 198 του Ποινικού Κώδικα», Αρμ 42 (1988) 95-103. 39

1. Το άρθρο 198 ΠΚ τυποποιεί δύο ξεχωριστά εγκλήματα: στην 1 τη δημόσια κακόβουλη καθύβριση του Θεού, ενώ στην 2 τη δημόσια εκδήλωση έλλειψης σεβασμού προς τα θεία με βλασφημία. Κοινό στοιχείο τους είναι η δημόσια τέλεση, που συντρέχει όταν η εκδήλωση είναι δυνατό να υποπέσει στην αντίληψη αόριστου αριθμού προσώπων, εκτός αυτών προς τους οποίους απευθύνεται, άσχετα αν έγινε σε δημόσιο τόπο ή αν πράγματι την αντιλήφθηκαν τρίτα πρόσωπα: ΒούλΝαυτ- Πειρ 22/1997, Υπερ 1998, 371, με παρ. Α. Παπαδαμάκη [βλ. και ΣυμβΠλημΤρικ 178/1994, Αρμ 49 (1995) 937-941]. 2. Η διάταξη του άρθρου 198 1 ΠΚ, όντας αντίστοιχη μ εκείνη του άρθρου 152 του προϊσχύσαντος Ποινικού Νόμου, κρίθηκε αναγκαία από το νομοθέτη, διότι η σε αυτή περιγραφόμενη αξιόποινη συμπεριφορά εύλογα μπορεί να προκαλέσει τόσο ισχυρά πάθη, ώστε η Πολιτεία να ενδιαφέρεται για την άρση αυτής της αιτίας σοβαρών αδικημάτων, η πράξη δε πρέπει να στρέφεται κατά του Θεού. Η έννοια της καθύβρισης δεν είναι ταυτόσημη προς την έννοια της εξύβρισης, διότι η πρώτη περιλαμβάνει κάθε εκδήλωση περιφρόνησης του Θεού, είτε αυτή προκύπτει απ το περιεχόμενο της έκφρασης είτε απ τη μορφή της είτε και από τα δύο αυτά στοιχεία. Ο όρος «καθυβρίζει» περιλαμβάνει όχι μόνο την προφορική εξύβριση αλλά και εκείνη που πραγματοποιείται με έγγραφα, με εικόνες, με συμβολικές παραστάσεις κ.λπ. «Καθύβριση» σημαίνει περιφρονητική εκδήλωση του δράστη που γίνεται άμεσα ή έμμεσα, με βάναυση και χυδαία έκφραση ή πράξη τούτου, εγγράφως, προφορικώς ή με έργα. Τελείται εν προκειμένω το έγκλημα του άρθρ. 198 1 ΠΚ, αφού φέρεται ο Ιησούς Χριστός (Θεός) να καπνίζει χασίς, να έχει στο στήθος του λαμπυρίζουσα την ινδική κάνναβη, δίκην άστρου της γέννησής του, και να την καταδεικνύει με το χέρι του, εμφανιζόμενος έτσι ως θιασώτης και υποστηρικτής της χρήσης της: ΕισΠρΘεσ 6/1997, Υπερ 7 (1997) 1313-1315, με σημ. Λ. Μ[αργαρίτη]. Άρθρο 199. Καθύβριση θρησκευμάτων. Όποιος δημόσια και κακόβουλα καθυβρίζει με οποιονδήποτε τρόπο την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού ή άλλη θρησκεία ανεκτή στην Ελλάδα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Βιβλιογραφία: Ι. Μονογραφίες-Συλλογές πηγών: Μ. ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ - Ε. ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ- ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ, Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθήνα 3 2007, 115 Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ-Ν. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.), Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Θεσσαλονίκη 8 2005, 213. ΙΙ. Μελέτες σε περιοδικά, συλλογικά έργα και τιμητικούς τόμους: Α. ΒΛΑΧΟΣ, «Το έγκλημα της καθυβρίσεως θρησκευμάτων», ΠοινΧρ 34 (1984) 641-648 Π. ΚΑΚΚΑΛΗΣ-Ν. ΚΟΥΡΑΚΗΣ-Α. ΜΑΓΓΑΝΑΣ-Ι. ΦΑΡΣΕΔΑΚΗΣ, Ποινικός Κώδικας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Α, Αθήνα 2000, 939-940. 1. Δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της καθυβρίσεως θρησκευμάτων από σχόλια που διατύπωσε δημοσιογρά φος σε σατυρική στήλη για τη γιορτή των Χριστουγέννων, γιατί αυτά ήταν χιουμοριστικά και ειρωνικά, έστω και αν θεωρηθούν 40

ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ακραία, δηκτικά ή κακόγουστα: ΣυμβΠλημΑθ 4959/1994 (Βούλ.), ΠοινΧρ 45 (1995) 492-494. 2. Η τέλεση του εγκλήματος της καθυβρίσεως θρησκευμάτων προϋποθέτει αντικειμενικά μεν την άμεση ή έμμεση καθύβριση μιας θρησκευτικής διδασκαλίας, που γίνεται με βάναυσες και χυδαίες εκφράσεις του δράστη, εγγράφως ή προφορικώς. Η υβριστική συμπεριφορά μπορεί να απευθύνεται εναντίον των δογμάτων, εθίμων ή συμβόλων και σκευών που προορίζονται για τη θεία λατρεία: ΑΠ 928/1984, ΠοινΧρ 35 (1985) 134-135. Άρθρο 200. Διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων. 1. Όποιος κακόβουλα προσπαθεί να εμποδίσει ή με πρόθεση διαταράσσει μιαν ανεκτή κατά το πολίτευμα θρησκευτική συνάθροιση για λατρεία ή τελετή, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος μέσα σε εκκλησία ή σε τόπο ορισμένο για θρησκευτική συνάθροιση ανεκτή κατά το πολίτευμα, ενεργεί υβριστικά ανάρμοστες πράξεις. Βιβλιογραφία: Ι. Μονογραφίες-Συλλογές πηγών: Μ. ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ - Ε. ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ- ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ, Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθήνα 3 2007, 116 Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ-Ν. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.), Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Θεσσαλονίκη 8 2005, 214. ΙΙ. Μελέτες σε περιοδικά, συλλογικά έργα και τιμητικούς τόμους: Π. ΚΑΚΚΑΛΗΣ-Ν. ΚΟΥΡΑΚΗΣ-Α. ΜΑΓΓΑΝΑΣ-Ι. ΦΑΡΣΕΔΑΚΗΣ, Ποινικός Κώδικας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Α, Αθήνα 2000, 940-941. 1. Το έγκλημα της διαταράξεως της θρησκευτικής συνάθροισης θεωρείται συντελεσμένο, αδιάφορα αν κατά το χρόνο της τελέσεως της πράξεως μέσα στην εκκλησία ή τον ευκτήριο οίκο τελείται ή όχι θρησκευτική συνάθροιση, διότι με την εν λόγω διάταξη προστατεύεται όχι η συνάθροιση αλλά η ιερότητα του τόπου. Ως πράξη υβριστικώς ανάρμοστη πρέπει να θεωρηθεί κάθε απρεπής συμπεριφορά, που εκδηλώνει περιφρόνηση προς την ιερότητα του τόπου και που λόγω της βαναυσότητας της προσβολής του θρησκευτικού συ ναισθήματος των άλλων πλήττει τόσο την ιερότητα του τόπου όσο και το θρησκευτικό συναίσθημα των άλλων. Τέτοια πράξη αποτελεί και η χρησιμοποίηση του ναού ως τόπου κατοικίας ή εμπορίου ή ως απο θήκης ζωοτροφών. Απαραίτητο στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του ε γκλήματος είναι ο δόλος που περιλαμβάνει συνείδηση αφ ενός μεν της ιερότητας του χώρου αφετέρου δε της υβριστικής σημασίας της συμπεριφοράς, χωρίς ν απαιτείται πρόθεση εξυβρίσεως του ιερού χώρου, διότι αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος: ΣυμβΠλΗρ 95/1971 (Βούλ.), ΠοινΧρ 21 (1971) 496-499, με παρ. Σ. Τρωιάνου και Άννας Ψαρούδα-Μπενάκη. 2. Κατά την έννοια της 2 του άρθρου 200 ΠΚ, συνιστά υβριστικώς ανάρμοστη πράξη οποιαδήποτε ανθρώπινη απρεπής και βάναυση συμπεριφορά, αντίθετη προς τον προορισμό και την ιερότητα του προορισμένου για θρησκευτική συνά- 41

θροιση τόπου, που συνίσταται σε περιφρονητική ενέργεια ή παράλειψη, ικανή να προσβάλει το θρησκευτικό συναίσθημα των άλλων. Ως τόπος θρησκευτικής συναθροίσεως είναι εκείνος, όπου, αν όχι αποκλειστικά, τουλάχιστον κατά κύριο λόγο συγκεντρώνονται οπαδοί μιας γνωστής θρησκείας, προς επιτέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Σε τέτοιο τόπο μεταβάλλεται και ο χώρος του στρατοπέδου, όπου συνήθως τελείται προσευχή των στρατιωτικών: ΣυμβΔιαρκΣτρατΙωαν 788/1966 (Βούλ.), ΝοΒ 15 (1967) 68-69 Αρμ. 21 (1967) 453-455 ΠοινΧρ 17 (1967) 249-250. Άρθρο 201. Περιύβριση νεκρών. Όποιος αφαιρεί αυθαίρετα νεκρό ή μέλη του ή την τέφρα του, από εκείνους που έχουν δικαίωμα να τα φυλάξουν ή ενεργεί πράξεις υβριστικά ανάρμοστες σχετικές με αυτά ή με τάφο τιμωρείται με φυλάκισημέχρι δύο ετών. Βιβλιογραφία: Π. ΚΑΚΚΑΛΗΣ-Ν. ΚΟΥΡΑΚΗΣ-Α. ΜΑΓΓΑΝΑΣ-Ι. ΦΑΡΣΕΔΑΚΗΣ, Ποινικός Κώδικας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Α, Αθήνα 2000, 941-942 Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ-Γ. ΠΟΥΛΗΣ, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Αθήνα 2 2003, 476. Το αδίκημα της περιύβρισης νεκρού τελείται με κάθε υβριστικά ανάρμοστη ενέργεια, που προσβάλλει το κοινό αίσθημα ευλάβειας προς το νεκρό (ΑΠ 1179/1988, ΠοινΧρ 39, 108). Απαιτείται συνεπώς πράξη που εκφράζει, είτε με το περιεχόμενο είτε με τη μορφή της, χονδροειδή περιφρόνηση προς το νεκρό. Ως τέτοια υβριστικά ανάρμοστη πράξη μπορεί να θεωρηθεί και ο ακρωτη ριασμός του νεκρού, ο τεμαχισμός του πτώματος, η τοποθέ τησή του σε σακούλες και η απόρ ριψή του σε κάδο απορριμμάτων, καθώς από τα αρχαία χρόνια στην Ελλάδα θεωρείται ασέβεια να παραμείνει ο νεκρός στην τύχη του: ΣυμβΠλημΚαβ 48/1997 (Βούλ.), Αρμ 51 (1997) 947-954. Άρθρο 224. Ψευδορκία. 1. Όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν γνώσει του ψευδή όρκο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. 3. Εξομοιώνονται με τον όρκο η διαβεβαίωση των κληρικών στην ιεροσύνη τους, η διαβεβαίωση που επιτρέπει ο νόμος αντί για όρκο στους οπαδούς θρησκευμάτων που δεν επιτρέπουν όρκο, καθώς και κάθε άλλη βεβαίωση που αναπληρώνει τον όρκο, κατά τις διατάξεις της δικονομίας. 42

ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ Συναφή νομοθετικά κείμενα: 408 ΚΠολΔ. Βιβλιογραφία: Ι. Μονογραφίες-Συλλογές πηγών: Μ. ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ - Ε. ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ- ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ, Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθήνα 3 2007, 125 Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ-Ν. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.), Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Θεσσαλονίκη 8 2005, 222 ΙΙ. Μελέτες σε περιοδικά, συλλογικά έργα και τιμητικούς τόμους: Π. ΚΑΚΚΑΛΗΣ-Ν. ΚΟΥΡΑΚΗΣ-Α. ΜΑΓΓΑΝΑΣ-Ι. ΦΑΡΣΕΔΑΚΗΣ, Ποινικός Κώδικας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Β, Αθήνα 2000, 1052-1067 Ι. ΤΕΝΤΕΣ σε Κ. ΚΕΡΑΜΕΥΣ-Δ. ΚΟΝΔΥΛΗΣ-Ν. ΝΙΚΑΣ, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμ. Ι: Άρθρο 408, 765-766. Η διαβεβαίωση του κληρικού στην αρχιερωσύνη του έχει την ισχύ κοινού όρκου: ΑΠ 489/1972, ΝοΒ 20 (1972) 1300. Άρθρο 342. Κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια. 1. Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί ασελγείς πράξεις με ανήλικο, τον οποίο του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα, όχι όμως και τα δεκαοκτώ έτη, με κάθειρξη. 2. Συνιστά επιβαρυντική περίσταση η τέλεση της πράξης της πρώτης παραγράφου: α) ε) από κληρικό με τον οποίο ο ανήλικος διατηρεί πνευματική σχέση, (...). 5. Η παραγραφή των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων αναστέλλεται μέχρι την ενηλικίωση του ανηλίκου. Παρατήρηση: Το άρθρο 342 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 24 Ν 3500/2006 (Α 232). Βιβλιογραφία: Ι. Μονογραφίες-Συλλογές πηγών: Μ. ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ, Εμβάθυνση στην Ποινική Νομολογία, Θεσσαλονίκη 2006, 457-461 Μ. ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ - Ε. ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ-ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ, Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθήνα 3 2007, 164-165 Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ-Ν. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟ- ΠΟΥΛΟΣ (επιμ.), Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Θεσσαλονίκη 8 2005, 260-261 Σ. ΤΡΩΙ- ΑΝΟΣ-Γ. ΠΟΥΛΗΣ, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Αθήνα 2 2003, 533-534 ΙΙ. Μελέτες σε περιοδικά, συλλογικά έργα και τιμητικούς τόμους: Π. ΚΑΚΚΑΛΗΣ-Ν. ΚΟΥΡΑΚΗΣ-Α. ΜΑΓΓΑΝΑΣ-Ι. ΦΑΡΣΕΔΑΚΗΣ, Ποινικός Κώδικας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Β, Αθήνα 2000, 1394-1395 Ε. ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ-ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ, «Η σεξουαλική παρενόχληση στο ελληνικό ποινικό δίκαιο (Ν 3488/2006)», ΠοινΧρ 57 (2007) 577-582. Άρθρο 371. Παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας. 1. Κληρικοί, δικηγόροι και κάθε είδους νομικοί παραστάτες, συμβολαιογράφοι, γιατροί, μαίες, νοσοκόμοι, φαρμακοποιοί και άλλοι στους οποίους κάποιοι εμπιστεύονται συνήθως λόγω του επαγγέλματός τους ή της ιδιότητάς τους ιδιωτικά απόρρητα, καθώς και οι βοηθοί των προσώπων αυτών, τιμωρούνται με χρηματική ποινή ή με φυ- 43

λάκιση μέχρι ενός έτους αν φανερώσουν ιδιωτικά απόρρητα που τους τα εμπιστεύτηκαν ή που τα έμαθαν λόγω του επαγγέλματός τους ή της ιδιότητάς τους. 2. Όμοια τιμωρείται όποιος, μετά το θάνατο ενός από τα πρόσωπα της παρ. 1, και απ αυτή την αιτία γίνεται κάτοχος εγγράφων ή σημειώσεων του νεκρού σχετικών με την άσκηση του επαγγέλματός του ή της ιδιότητάς του και από αυτά φανερώνει ιδιωτικά απόρρητα. 3. Η ποινική δίωξη γίνεται μόνο με έγκληση. 4. Η πράξη δεν είναι άδικη και μένει ατιμώρητη αν ο υπαίτιος απέβλεπε στην εκπλήρωση καθήκοντός του ή στη διαφύλαξη έννομου ή για άλλο λόγο δικαιολογημένου ουσιώδους συμφέροντος δημόσιου ή του ίδιου ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Βιβλιογραφία: Ι. Μονογραφίες-Συλλογές πηγών: Μ. ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ - Ε. ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ- ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ, Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθήνα 3 2007, 179 Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ-Ν. ΠΑ- ΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.), Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Θεσσαλονίκη 8 2005, 273-274. ΙΙ. Μελέτες σε περιοδικά, συλλογικά έργα και τιμητικούς τόμους: Π. ΚΑΚΚΑΛΗΣ-Ν. ΚΟΥΡΑΚΗΣ-Α. ΜΑΓΓΑΝΑΣ-Ι. ΦΑΡΣΕΔΑΚΗΣ, Ποινικός Κώδικας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Β, Αθήνα 2000, 1499-1500. Άρθρο 374. Διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής. Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν από τόπο προορισμένον για θρησκευτική λατρεία αφαιρέθηκε πράγμα αφιερωμένο σ αυτή (...). Παρατήρηση: Το απόσπασμα παρατίθεται όπως διατυπώθηκε στο άρθρο 23 Ν 1419/1984 (Α 28). Συναφή νομοθετικά κείμενα: άρθρα 53-54 Ν 3028/2002. Βιβλιογραφία: Ι. Μονογραφίες-Συλλογές πηγών: Α. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Διακεκριμένη περίπτωσις κλοπής. Κλοπή πράγματος αφιερωμένου εις την θρησκευτικήν λατρείαν. Άρθρον 374 περ. α Π.Κ.- Ιεροσυλία, Αθήναι 1970 Μ. ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ - Ε. ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ-ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ, Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθήνα 3 2007, 180 Ι. ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ-Ν. ΜΠΙΤΖΙΛΕΚΗΣ, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας (άρθρα 372-384α ΠΚ), Θεσσαλονίκη 12 2004, 96-98 Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ-Ν. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥ- ΛΟΣ (επιμ.), Ποινικός Κώδικας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Θεσσαλονίκη 8 2005, 274-275 Σ. ΤΡΩΙΑ- ΝΟΣ-Γ. ΠΟΥΛΗΣ, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Αθήνα 2 2003, 132-135. ΙΙ. Μελέτες σε περιοδικά, συλλογικά έργα και τιμητικούς τόμους: Π. ΚΑΚΚΑΛΗΣ-Ν. ΚΟΥΡΑΚΗΣ-Α. ΜΑΓΓΑΝΑΣ-Ι. ΦΑΡΣΕΔΑΚΗΣ, Ποινικός Κώδικας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Β, Αθήνα 2000, 1515-1522. 1. Πράγματα αφιερωμένα στη λατρεία είναι οι εικόνες των αγίων και τα συνήθως αναγκαία σε χρήση για τις ιεροτελεστίες, όπως είναι οι σταυροί, τα ιερά άμφια, τα μα- 44

ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ νουάλια, τα ευαγγέλια, οι κολυμβήθρες κ.λπ. (ΑΠ 1243/1984, 1931/1983 ΠοινΧρ ΛΕ, 308 ΛΔ, 680 αντιστοίχως κ.ά.). Πράγματα όμως αφιερωμένα στη θρησκευτική λατρεία δεν είναι τα αναθήματα των πιστών (ΠλημΑθ 27/1969, ΠοινΧρ Κ, 294). Η από ι. ναό αφαίρεση αφιερωμάτων των πιστών συνιστά απλή κλοπή και όχι διακεκριμένη περίπτωση αυτής: ΤριμΕφΠειρ 146/1999, Υπερ 1999, 988-989, με παρ. Κ. Γκρόζου Αρμ 53 (1999) 989-990. 2. Η διάταξη του άρθρ. 374 περ. α ΠΚ διαπλάσσει διακεκριμένη περίπτωση της κατά το άρθρο 372 ΠΚ κλοπής. Η εν λόγω διάταξη (374 περ. α ΠΚ) είναι ειδική έναντι της διατάξεως του άρθρου 372 ΠΚ, η οποία θεσπίζει το βασικό έγκλημα της κλοπής. Συνεπώς, εν όψει του κανόνος «τα ειδικά γενικών επικρατέστερα», οσάκις τελεσθούν συγχρόνως το βασικό έγκλημα και το διακεκριμένο, εάν δηλαδή υφίστανται συγχρόνως ως τετελεσμένα απλή κλοπή και διακεκριμένη, εφαρμογή έχει, σύμφωνα με την αρχή της ειδικότητας, η διάταξη περί διακεκριμένης κλοπής, η απαξία της οποίας καλύπτει την απαξία της απλής κλοπής. Πρόκειται δηλαδή στην περίπτωση αυτή περί φαινομένης κατ ιδέαν συρροής απλής και διακεκριμένης κλοπής (Σταμάτη, Γενικαί αρχαί της φαινομένης συρροής εγκλημάτων και ιδίως της κατ ιδέαν, σελ. 86 - Μανωλεδάκη, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, σελ. 48). Συνεπώς, ο υπαίτιος σύγχρονης τέλεσης απλής και διακεκριμένης κλοπής τιμωρείται για διακεκριμένη κλοπή, η απαξία της οποίας καλύπτει την απαξία της απλής κλοπής: ΤριμΕφΠατρ 91/1994, Αρμ 48 (1994) 594-595, με παρ. Ν. Μπιτζιλέκη. 3. Απόπειρα διακεκριμένης κλοπής (άρθρ. 374 δ, ε, στ ΠΚ) στην περίπτωση που δύο πρόσωπα έσπασαν την κλειδαριά ναού για να αφαιρέσουν χρήματα: ΣυμβΠλημΘεσ 15/1994 (Βούλ.), Υπερ 1994, 350-355, με παρ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι. 4. Δεν αποτελεί διακεκριμένη αλλά απλή κλοπή η αφαίρεση παλαιών βιβλίων από κελιά μοναχών: ΠλημΘεσ 1017/1991 (Βούλ), Αρμ 45 (1991) 1035-1037. 5. Κλοπή πραγμάτων ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας αφιερωμένων στη θρησκευτική λατρεία. Το αδίκημα της διακεκριμένης κλοπής του άρθρ. 374 περ. α ΠΚ, τελείται με την αφαίρεση ιερών εικόνων, έστω και εάν δεν ευρίσκονται στο τέμπλο της Εκκλησίας αλλά στο ιερό του ναού: ΕφΚέρκ 100/1989, Χρ. 28 (1989) 143-144. 2. Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Άρθρο 111. Το δικαστήριο εφετών δικάζει:... 7. Τα πλημμελήματα των αρχιερέων. Βιβλιογραφία: Ι. Μονογραφίες-Συλλογές πηγών: Γ. ΚΑΛΦΕΛΗΣ, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθήνα 2005, 64-65 Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία. Θεωρία-Νομολογία, Αθήνα 2006, 205 επ., 259 Α. ΠΑΠΑΔΑΜΑΚΗΣ, Ποινική Δικονομία (Θεωρία-Πράξη-Νομολογία), Θεσσαλονίκη 3 2006, 56-57. ΙΙ. Μελέτες σε περιοδικά, συλλογικά έργα και τιμητικούς τόμους: Γ. ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ-Γ. ΚΑΛΦΕΛΗΣ-Λ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ-Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Α, Αθήνα 2 2002, 271-274. 45

1. Η ειδική δωσιδικία του άρθρ. 111 7 ΚΠΔ, δεν αφορά τον οποιονδήποτε ορθόδοξο αρχιερέα, έστω και αν αυτός έχει κανονική εκλογή, χειροτονία και ενθρόνιση, αλλά εκείνον στο πρόσωπο του οποίου υπάρχουν οι προϋ ποθέσεις του νόμου. Οι Παλαιοημερολογίτες μητροπολί τες μπορεί μεν να εκλέχθηκαν, χειροτονήθηκαν και ενθρο νίστηκαν κατά το ορθόδοξο δόγμα, όμως δεν υπάγονται στην ειδική δωσιδικία του άρθρου 111 7 ΚΠΔ για πλημ μελήματα που τελούνται από αυτούς, αφού ούτε από την πολιτεία έλαβε χώρα με σχετικό π.δ. αναγνώριση και κα τάσταση της εκλογής τους, ούτε διαβεβαίωση ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας για εκπλήρωση των αρχιερα τικών τους καθηκόντων, όπως ορίζεται από τον ΚΧΕΕ. Το Δικαστήριο κηρύσσεται αναρμόδιο και παραπέμπει την υπόθεση στο καθ ύλη αρμόδιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς: ΕφΠειρ 611/1997, Αρμ 52 (1998) 861-863, με παρ. Ν. Μπιτζιλέκη. Άρθρο 112. Το τριμελές δικαστήριο πλημμελειοδικών δικάζει:... 2. Τα πταίσματα των αρχιερέων... Παρατήρηση: Βλ. τη βιβλιογραφία και νομολογία κάτω από το άρθρο 111 ΚΠΔ. Άρθρο 212. Επαγγελματικό απόρρητο των μαρτύρων. 1. Η διαδικασία ακυρώνεται, αν εξεταστούν στην προδικασία ή στην κύρια διαδικασία: α) οι κληρικοί σχετικά με όσα έμαθαν από την εξομολόγηση,... 2. Η απαγόρευση της παρ. 1 στις περιπτώσεις α, β και γ ισχύει, ακόμη και αν τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται απαλλάχθηκαν από την υποχρέωση να τηρήσουν το επαγγελματικό απόρρητο από μέρους εκείνου που τους το εμπιστεύθηκε. 3. Όλοι οι παραπάνω μάρτυρες έχουν υποχρέωση να δηλώσουν ενόρκως σ αυτόν που εξετάζει ότι, αν κατέθεταν, θα παραβίαζαν τα απόρρητα που μνημονεύονται στην παρ. 1. Ψευδής δήλωση τιμωρείται με τις ποινές που ο ποινικός κώδικας προβλέπει για την ψευδορκία. Βιβλιογραφία: Ι. Μονογραφίες-Συλλογές πηγών: Γ. ΚΑΛΦΕΛΗΣ, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθήνα 2005, 126-127 Α. ΠΑΠΑΔΑΜΑΚΗΣ, Ποινική Δικονομία (Θεωρία- Πράξη-Νομολογία), Θεσσαλονίκη 3 2006, 446-450. ΙΙ. Μελέτες σε περιοδικά, συλλογικά έργα και τιμητικούς τόμους: Γ. ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ-Γ. ΚΑΛΦΕΛΗΣ-Λ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ-Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Α, Αθήνα 2 2002, 544-546. Άρθρο 215. Εξέταση υπουργών, αρχιερέων και όσων δεν μπορούν να εμφανιστούν. 1. Ο πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι της Βουλής, οι υπουργοί και οι αρχιερείς εξετάζονται στην κατοικία 46

ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ τους, και η ένορκη κατάθεσή τους διαβάζεται στο ακροατήριο. Αν όμως πρόκειται για κακούργημα, είναι δυνατό να κληθούν να εμφανιστούν στο ακροατήριο, οπότε εξετάζονται πρώτοι κατόπιν μπορούν να αποχωρήσουν, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Τα παραπάνω πρόσωπα μπορούν να παραιτηθούν από αυτά τα πλεονεκτήματα. Βιβλιογραφία: Ι. Μονογραφίες-Συλλογές πηγών: Γ. ΚΑΛΦΕΛΗΣ, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθήνα 2005, 128-129. ΙΙ. Μελέτες σε περιοδικά, συλλογικά έργα και τιμητικούς τόμους: Γ. ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ-Γ. ΚΑΛΦΕΛΗΣ-Λ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ-Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Α, Αθήνα 2 2002, 547-548. Άρθρο 217. Εξακρίβωση της ταυτότητας του μάρτυρα. Ο μάρτυρας, πριν καταθέσει, καλείται να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, τον τόπο της γέννησης και της κατοικίας του, την ηλικία και τη θρησκεία του. (...). Βιβλιογραφία: Ι. Μονογραφίες-Συλλογές πηγών: Γ. ΚΑΛΦΕΛΗΣ, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθήνα 2005, 129 ΤΡΩΙΑΝΟΣ-ΠΟΥΛΗΣ, 132-135 ΙΙ. Μελέτες σε περιοδικά, συλλογικά έργα και τιμητικούς τόμους: Γ. ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ-Γ. ΚΑΛΦΕΛΗΣ-Λ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ-Λ. ΜΑΡΓΑ- ΡΙΤΗΣ, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Α, Αθήνα 2 2002, 549. Άρθρο 218. Όρκος των μαρτύρων στο ακροατήριο. 1. Κάθε μάρτυρας οφείλει, πριν εξεταστεί στο ακροατήριο, να ορκιστεί δημόσια, θέτοντας το δεξιό του χέρι στο ιερό ευαγγέλιο, τον εξής όρκο: «Ορκίζομαι στο Θεό να πω με ευσυνειδησία όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να αποκρύψω τίποτε». Αν δεν τηρηθεί η διάταξη αυτή, η διαδικασία είναι άκυρη. 2. Ο άλαλος μάρτυρας που γνωρίζει να γράφει ορκίζεται γράφοντας και υπογράφοντας τον όρκο και ύστερα θέτει το δεξιό του χέρι στο ευαγγέλιο. Αν δεν ξέρει να γράφει, ορκίζεται με τη βοήθεια του διερμηνέα. 3. Οι κληρικοί ή οι ιερωμένοι που η θρησκεία τους απαγορεύει τον όρκο δεν ορκίζονται. Αντί γι αυτό, δίνουν κατά την παρ. 1 διαβεβαίωση στην ιερωσύνη τους και σύμφωνα με τους κανονισμούς από τους οποίους διέπονται. Συναφή νομοθετικά κείμενα: Άρθρ. 371 1 ΠΚ. Βιβλιογραφία: Ι. Μονογραφίες-Συλλογές πηγών: Γ. ΚΑΛΦΕΛΗΣ, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθήνα 2005, 129-130 Α. ΠΑΠΑΔΑΜΑΚΗΣ, Ποινική Δικονομία (Θεωρία- Πράξη-Νομολογία), Θεσσαλονίκη 3 2006, 446 ΙΙ. Μελέτες σε περιοδικά, συλλογικά έργα και τιμητικούς τόμους: Γ. ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ-Γ. ΚΑΛΦΕΛΗΣ-Λ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ-Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Α, Αθήνα 2 2002, 549-551 Ν. ΔΗΜΑΡΑΣ, «Η αντισυνταγματικότητα του 47

θρησκευτικού όρκου», Δ. 31 (2000) 864-867 Γ. ΠΡΙΝΤΖΙΠΑΣ, «Ο δικονομικός όρκος και η αντίθεσή του προς το Σύνταγμα», Δ. 11 (1980) 33-43. 1. Δυνατότητα εξαίρεσης των στρατοδικών από το θρησκευτικό όρκο. Η όρκιση στην τιμή και τη συνείδηση αποτελεί ισότιμη διαβεβαίωση: ΔιαρκΣτρΘεσ 27/2005, ΠοινΧρ 56 (2006) 562-563. 2. Πρόσωπο που καλείται, σε εφαρμογή ορισμένης διάταξης νόμου, να δώσει θρησκευτικό όρκο, εάν δηλώσει ενώπιον της αρχής ότι κωλύεται να δώσει αυτόν για λόγους θρησκευτικής συνείδησης, δικαιούται, αντί θρησκευτικού όρκου, να δώσει, επικαλούμενο την τιμή και τη συνείδησή του, ισότιμη, από την άποψη των συνεπειών με τον θρησκευτικό όρκο, σχετική διαβεβαίωση περί του συγκεκριμένου ζητήματος, έστω και αν αυτή η διαβεβαίωση δεν προβλέπεται από τη συγκεκριμένη διάταξη: ΜΟΕφΑθ 337/2004, Αρμ 58 (2004) 1322-1323. 3. Αντίκειται στη συνταγματικά κατοχυρωμένη θρησκευτική ελευθερία η υποχρεωτική δόση θρησκευτικού όρκου (καθομολόγηση) για την ανακήρυξη πτυχιούχου του Τμήματος Θεολογίας, όταν αυτός φρονεί ότι η δόση τέτοιου όρκου προσβάλλει την ορθόδοξη πίστη του: ΣτΕ 2601/1998, ΝοΒ 47 (1999) 349-352, με παρ. Χ. Γαρνάβου. 4. Αντιβαίνει στη συνταγματικά κατοχυρωμένη θρησκευτική ελευθερία η επιβολή όρκου με νόμο στους ορθόδοξους χριστιανούς. Δεν συνιστά έγκλημα η επίμονη άρνηση δόσεως όρκου από πρόσωπο που είναι οπαδός της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αθώωση κατηγορουμένου: ΕφΘεσ 3269/1989, Αρμ 44 (1990) 666-667 Υπερ 1991, 637-639, με παρ. Λ. Μαργαρίτη. 9. Η διαβεβαίωση του κληρικού στην αρχιερωσύνη του έχει την ισχύ κοινού όρκου: ΑΠ 489/1972, ΝοΒ 20 (1972) 1300. Άρθρο 220. Όρκοι αλλοθρήσκων. 1. Αν ο μάρτυρας πιστεύει σε θρησκεία αναγνωρισμένη ή απλώς ανεκτή από το κράτος και σ αυτήν υπάρχει γνωστός τύπος όρκου, ο τύπος αυτός είναι έγκυρος στην ποινική διαδικασία. 2. Αν ο μάρτυρας πιστεύει σε θρησκεία που δεν επιτρέπει τον όρκο, καθώς και αν εκείνος που ανακρίνει ή το δικαστήριο πειστεί ύστερα από σχετική δήλωση του μάρτυρα ότι αυτός δεν πιστεύει σε καμιά θρησκεία, ο όρκος που δίνεται είναι ο ακόλουθος: «Δηλώνω επικαλούμενος την τιμή μου και τη συνείδησή μου ότι θα πω όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να αποκρύψω τίποτε». 48

ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ Παρατήρηση: Στην ελληνική έννομη τάξη δεν υπάρχουν θρησκείες «ανεγνωρισμένες» ή «απλώς ανεκτές». Πρόκειται για κακή διατύπωση αντί του «θρησκεία γνωστή». Συναφή νομοθετικά κείμενα: Άρθρ. 13 Σ. Βιβλιογραφία: Βλ. τη βιβλιογραφία και τη νομολογία κάτω από το άρθρο 218 ΚΠΔ. Άρθρο 262. Κατάσχεση των εγγράφων.... 3. Αν ο κάτοχος δηλώσει ότι πρόκειται για μυστικό του λειτουργήματος ή του επαγγέλματος των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 212 και εκείνος που κάνει την κατάσχεση νομίζει ότι η δήλωση δεν είναι αληθής, σφραγίζει το έγγραφο ή το εξασφαλίζει με άλλον τρόπο, χωρίς να μάθει το περιεχόμενό του και ζητεί από το διοικητικό συμβούλιο του οικείου συλλόγου, δικηγορικού, ιατρικού ή φαρμακευτικού, ή από τον οικείο μητροπολίτη να κρίνει αν το έγγραφο περιέχει επαγγελματικό απόρρητο ή εξομολόγηση. Σε περίπτωση που σ αυτό το ζήτημα θα δοθεί αρνητική απάντηση, το έγγραφο κατάσχεται, με επιφύλαξη της ποινικής και κάθε άλλης ευθύνης αν η δήλωση αποδειχθεί ψευδής. Συναφή νομοθετικά κείμενα: Άρθρ. 13 Σ. Βιβλιογραφία: Γ. ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ-Γ. ΚΑΛΦΕΛΗΣ-Λ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ-Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Α, Αθήνα 2 2002, 608-609 Γ. ΚΑΛΦΕΛΗΣ, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθήνα 2005, 157. Άρθρο 380. Κωλύματα των ενόρκων. Δεν μπορούν να είναι ένορκοι: α) ισοβίως οι κληρικοί κάθε θρησκεύματος και κάθε γενικά βαθμού, καθώς και οι μοναχοί,... Βιβλιογραφία: Γ. ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ-Γ. ΚΑΛΦΕΛΗΣ-Λ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ-Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Σχόλια-Νομολογία, τόμ. Α, Αθήνα 2 2002, 896-897 Γ. ΚΑΛΦΕΛΗΣ, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι, Αθήνα 2005, 230. 3. Σωφρονιστικός Κώδικας Ν 2776/1999, «Σωφρονιστικός Κώδικας», (Α 291/24.12.1999). Άρθρο 3. Ισότητα στη μεταχείριση των κρατουμένων. 1. Απαγορεύεται κάθε δυσμενής διακριτική μεταχείριση των κρατουμένων, ιδίως εκείνη που βασίζεται στη φυλή, το χρώμα, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, το θρήσκευμα, την περιουσία ή τις ιδεολογικές πεποιθήσεις. 49

2. Ειδική μεταχείριση των κρατουμένων επιφυλάσσεται, όταν δικαιολογείται από τη νομική ή πραγματική κατάστασή τους, ό- πως υποδίκων και καταδίκων, εγγάμων και αγάμων, ανηλίκων και ενηλίκων, γυναικών και ανδρών, ατόμων με ειδικές ανάγκες ή για τις θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις, εφόσον γίνεται υπέρ του κρατουμένου και προς εξυπηρέτηση των ειδικών αναγκών που απορρέουν από την κατάσταση στην οποία ευρίσκεται. Άρθρο 39. Άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων. 1. Η θρησκευτική αγωγή είναι προαιρετική και περιλαμβάνει το δικαίωμα του κρατουμένου να ασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα και να επικοινωνεί με αναγνωρισμένο εκπρόσωπο του θρησκεύματος ή του δόγματός του. Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία ασκήσεως των παραπάνω δικαιωμάτων καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό του καταστήματος. 2. Ο κρατούμενος κατά την εισαγωγή του στο κατάστημα ερωτάται και δηλώνει, αν το επιθυμεί, το θρήσκευμα ή το δόγμα στο οποίο ανήκει. 3. Σε κάθε κατάστημα υπάρχει ναός ή κατάλληλος χώρος στον οποίο, όσοι από τους κρατουμένους επιθυμούν, παρακολουθούν τη θεία λειτουργία ή άλλες εκδηλώσεις θρησκευτικής λατρείας. 4. Κρατούμενοι, οι οποίοι βρίσκονται σε ειδικούς χώρους κράτησης ή σε θεραπευτικό καταστήματα μπορούν να δέχονται επίσκεψη ιερέα για εκπλήρωση θρησκευτικών καθηκόντων. 5. Ο ιερέας ή ο εκπρόσωπος θρησκεύματος ή δόγματος καλείται από το Συμβούλιο Φυλακής για να εκφράσει τη γνώμη του σε θέματα που άπτονται του λειτουργήματός του. Βιβλιογραφία: Χ. ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ (επιμ.), Σωφρονιστική Νομοθεσία. Νομολογία κατ άρθρο, Αθήνα 2005 Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ-Ν. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ, Σωφρονιστικός Κώδικας και συναφή νομοθετήματα, Θεσσαλονίκη 2000, 125. 4. Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας Ν 2287/1995, «Κύρωση του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα», (Β 20). Άρθρο 158. Προσβολή της θρησκείας αιχμαλώτου. Στρατιωτικός που αυθαίρετα παρακωλύει την εύλογη, εντός των ορίων που επιβάλλουν τα ορισμένα μέτρα τάξης που έχουν ληφθεί από τη στρατιωτική αρχή, άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων 50

ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ αιχμαλώτου ή ενώπιόν του καθυβρίζει τη θρησκεία του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Βιβλιογραφία: Α. ΠΑΠΑΔΑΜΑΚΗΣ, Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας και συναφή νομοθετήματα, Θεσσαλονίκη, 6 2005 Α. ΠΑΠΑΔΑΜΑΚΗΣ, Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο, Θεσσαλονίκη 4 2006. 5. Κώδικας Φορολογικής Δικονομίας ΠΔ 331/1985, «Κύρωση του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, τροποποίηση και συμπλήρωση του Οργανισμού των Φορολογικών (τακτικών διοικητικών) Δικαστηρίων και καθορισμός των τελών της διαδικασίας», (Α 116). Άρθρο 57. Τόπος επίδοσης. 1. 5. Δεν συγχωρείται, σε καμιά περίπτωση, να γίνει επίδοση σε χώρους λατρείας, κατά τις ώρες των ιεροτελεστιών ή άλλων θρησκευτικών τελετών ή προσευχών, ή μέσα σε αίθουσα δικαστηρίου που συνεδριάζει. 6. Άδεια ιδρύσεως ναού αλλοδόξων και αλλοθρήσκων-προσηλυτισμός ΑΝ 1363/1938, «Περὶ κατοχυρώσεως διατάξεων τῶν ἄρθρων 1 καὶ 2 τοῦ ἐν ἰσχύι Συντάγματος» (Α 305). Ἄρθρον 1. Διὰ τὴν ἀνέγερσιν ἢ λειτουργίαν Ναοῦ οἱουδήποτε δόγματος προαπαιτεῖται ἄδεια τῆς οἰκείας ἀνεγνωρισμένης ἐκ κλη σια στικῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ Ὑπουργείου Θρησκευμάτων καὶ Ἐθνι κῆς Παιδείας, κατὰ τὰ διὰ Βασιλικοῦ Διατάγματος, ἐκδιδομένου προτάσει τοῦ Ὑπουργοῦ Θρησκευμάτων καὶ Ἐθνικῆς Παιδείας, εἰδικώτερον καθορισθησόμενα. Ναοὶ ἢ εὐκτήριοι οἶκοι ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεως τοῦ κατὰ τὴν προηγουμένην παράγραφον Βασιλικοῦ Διατάγματος ἀνεγειρόμενοι ἢ λειτουργοῦντες ἄνευ τῆς τηρήσεως τῶν ἐν αὐτῷ διατυπώσεων ἢ ἐγκαθιστώμενοι καὶ λειτουργοῦντες ἐντὸς οἰκημάτων ἢ ἀποθηκῶν ἢ οἱασδήποτε φύσεως κτισμάτων ἢ στεγάστρων κατὰ μετατροπὴν πάντων τούτων, κλείονται καὶ σφραγίζονται ὑπὸ τῆς οἰκείας Ἀστυ νο μικῆς Ἀρχῆς, ἀπαγορευομένης τῆς λειτουργίας 51

αὐτῶν, οἱ δ ἀνεγεί ραντες ἢ θέντες εἰς λειτουργίαν τιμωροῦνται διὰ χρηματικῆς ποινῆς μέχρι 50.000 δραχμῶν καὶ φυλακίσεως 2 μέχρις 6 μηνῶν μὴ μετατρεπομένης εἰς χρηματικήν. Διὰ τοὺς ἄνευ ἀδείας ἀνεγηγερμένους καὶ λειτουργοῦντας κατὰ τὴν ἔναρξιν τῆς ἰσχύος τοῦ παρόντος Νόμου ναοὺς ἢ εὐκτηρίους οἴκους, ἀπαιτεῖται ἄδεια κατὰ τὴν παρ. 1 τοῦ παρόντος ἄρθρου, χορηγουμένη κατὰ τὰ διὰ Βασιλικοῦ Διατάγματος καθορισθησόμενα. Διὰ τοῦ αὐτοῦ Διατάγματος καθορισθήσονται τὰ τῆς χορηγήσεως ἀδειῶν ἀνεγέρσεως ἢ λειτουργίας εὐκτηρίου οἴκου, ἢ θρησκευτικοῦ ἐντευκτηρίου. Ὑπὸ τὸν ὅρον «Ναός» νοοῦνται ἐν τῷ παρόντι Νόμῳ καὶ τῷ ὑπ αὐτοῦ προβλεπομένῳ Βασιλικῷ Διατάγματι παντὸς εἴδους ναοί, ἐνοριακοὶ ἢ μή, ἐξωκκλήσια καὶ παρεκκλήσια. Ἄρθρον 3. Οἱ διὰ τὴν διαχείρισιν τῆς τε κινητῆς καὶ ἀκινήτου περιουσίας τῶν ἐν Ἑλλάδι ναῶν οἱουδήποτε δόγματος ἢ θρησκεύματος ὁπωσδήποτε καθιστάμενοι διαχειρισταί, δέον ἀπαραιτήτως νὰ μὴ ἔχωσι καταδικασθῇ ἐπὶ παραβάσει τῶν ἐν ἄρθροις 22 καὶ 24 τοῦ Ποινικοῦ Νόμου ἀναφερομένων ἀδικημάτων ἢ διὰ παράβασιν τοῦ 117/1936 Ἀναγκαστικοῦ Νόμου περὶ προστασίας τοῦ κοινωνικοῦ καθεστῶτος καὶ νὰ κέκτηνται πιστοποιητικόν. Οἱ κατὰ τὴν δημοσίευσιν τοῦ παρόντος μὴ πληροῦντες τὸν ὅρον τοῦτον διαχειρισταὶ θεωροῦνται ἀπαλλαγέντες τῶν καθηκόντων των ἅμα τῇ δημοσιεύσει τοῦ παρόντος, μετ ἔλεγχον τοῦ οἰκείου Νομάρχου, οἱ δ ἐκ τούτων ἀρνούμενοι νὰ συμμορφωθῶσιν ἀπομακρύνονται διὰ τῆς οἰκείας Ἀστυνομικῆς Ἀρχῆς, ἐφαρμοζομένων κατ αὐτῶν τῶν ἐπὶ ἀπειθείᾳ διατάξεων τοῦ Ποινικοῦ Νόμου. Ἀπολογισμοὶ τῶν ἐσόδων καὶ ἐξόδων τῶν ναῶν τούτων ὑποβάλ λονται κατὰ τὴν λῆξιν ἑκάστου οἰκονομικοῦ ἔτους εἰς τὸ Ὑπουργεῖον Θρησκευμάτων καὶ Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ τὸ Ὑπουργεῖον τῶν Οἰκο νομικῶν (Διεύθυνσιν Νομικῶν Προσώπων) διὰ τοῦ ἁρμοδίου Νομάρχου. Ἄρθρον 4. 1. Ὁ ἐνεργῶν προσηλυτισμὸν τιμωρεῖται διὰ φυλακίσεως καὶ χρηματικῆς ποινῆς χιλίων μέχρι πεντήκοντα χιλιά- 52

ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ δων δραχμῶν, ἔτι καὶ δι ἀστυνομικῆς ἐπιτηρήσεως, ἧς ἡ διάρκεια ἀπὸ ἕξ μηνῶν μέχρις ἑνὸς ἔτους ὁρίζεται διὰ τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως. (...). 2. Προσηλυτισμὸς ἰδίᾳ εἶναι ἡ διὰ πάσης φύσεως παροχῶν ἢ δι ὑποσχέσεως τοιούτων ἢ ἄλλης ἠθικῆς ἢ ὑλικῆς περιθάλψεως, διὰ μέσων ἀπατηλῶν, διὰ καταχρήσεως τῆς ἀπειρίας ἢ ἐμπιστοσύνης ἢ δι ἐκμεταλλεύσεως τῆς ἀνάγκης, τῆς πνευματικῆς ἀδυναμίας ἢ κουφότητος ἄμεσος ἢ ἔμμεσος προσπάθεια πρὸς διείσδυσιν εἰς τὴν θρησκευτικὴν συνείδησιν ἑτεροδόξων, ἐπὶ σκοπῷ μεταβολῆς τοῦ περιεχομένου αὐτῆς. 3. Ἡ ἐν σχολείῳ ἢ ἱδρύματι, μορφωτικῷ ἢ φιλανθρωπικῷ, ἐκτέλεσις τῆς πράξεως θεωρεῖται ὡς ἰδιαιτέρως ἐπιβαρυντικὴ αἰτία. Ἄρθρον 5. Ἐὰν καὶ πρὸ πάσης ἔτι ἐνάρξεως ποινικῆς διώξεως κατὰ τὸ προηγούμενον ἄρθρον τοῦ παρόντος νόμου ἤθελε βεβαιωθῆ διὰ διοικητικῆς ἀνακρίσεως, ἐνεργουμένης παρ ἀξιωμα τικοῦ τῆς Χωροφυλακῆς ἢ τῆς Ἀστυνομίας Πόλεων, ὅτι ξένος ὑπήκοος ἐπιχει ρεῖ προσηλυτισμόν, ἀπελαύνεται οὗτος ἀποφάσει τῆς παρ ἑκάστῃ Νομαρχίᾳ Ἐπιτροπῆς Ἀσφαλείας, καθ ἧς ἐπιτρέπεται ἐντὸς ὀκτὼ ἡμερῶν ἀπὸ τῆς κοινοποιήσεως προσφυγὴ πρὸς τὸν Ὑπουργὸν Θρησκευμάτων καὶ Ἐθνικῆς Παιδείας. Ἄρθρον 6. Διὰ τὴν ἵδρυσιν καὶ λειτουργίαν ἱερατικῆς σχολῆς ἢ σεμιναρίου παντὸς δόγματος ἢ θρησκεύματος ἢ μορφωτικοῦ ἱδρύματος οἱασδήποτε μορφῆς ἢ τύπου, παρεκτὸς τῶν τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας, διεπομένων ἤδη ὑπὸ ἰδίων νόμων, ἢ διὰ τὴν λειτουργίαν κέντρου οἱασδήποτε αἱρέσεως ἢ αἱρετικῆς ἀποχρώσεως, ἀπαιτεῖται προηγουμένως ἔγκρισις τοῦ Ὑπουργοῦ Θρησκευμάτων καὶ Ἐθνικῆς Παιδείας, ἀσκοῦντος τὴν ἐπὶ τῶν ἀνωτέρω ἐποπτείαν. Τὰ ἤδη ἐν τῷ Βασιλείῳ λειτουργοῦντα ὡς ἄνω κέντρα, ἱδρύματα ἢ σχολαὶ καὶ ἄλλα οἱουδήποτε τύπου παρεμφερῆ ἱδρύματα κλείονται διὰ τῆς Ἀστυνομικῆς Ἀρχῆς, ἂν μὴ τύχωσιν ἐντὸς διμήνου ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεως τοῦ παρόντος τῆς ὡς ἄνω Ὑπουργικῆς ἐγκρίσεως, ἐφ ᾗ ὑποβάλλεται εἰς τὸ Ὑπουργεῖον Θρησκευμάτων καὶ Ἐθνικῆς Παιδείας αἴτησις μετὰ πλήρων στοιχείων, ὑπευθύ- 53

νως παρὰ τοῦ αἰτοῦντος πιστοποιουμένων ὡς πρὸς τὴν ἀκρίβειαν καὶ ἀλήθειαν τῆς πιστοποιήσεως. Ἡ ἀνακριβὴς ἢ ἀναληθὴς πιστοποίησις τῶν ἀνωτέρω, ὡς καὶ ἡ καθ οἱονδήποτε τρόπον παρεμπόδισις τῆς ἀσκήσεως ἐλέγχου ὑπὸ τοῦ Ὑπουργοῦ ἢ τῶν κατ ἐντολὴν αὐτοῦ ἐνεργουσῶν δημοσίων κρατικῶν ὑπηρεσιῶν, συνεπάγεται τὴν ἄρσιν τῆς πρὸς λειτουργίαν τῶν ὡς ἄνω κέντρων ἐγκρίσεως καὶ τὸ ἄμεσον κλείσιμον αὐτῶν. Αἱ ἀστυνομικαὶ ἀρχαὶ ὑποχρεοῦνται ὅπως μετὰ τὴν ἐκπνοὴν τῆς διμήνου προθεσμίας ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεως τοῦ παρόντος ἐνεργή σωσι τὸν ἔλεγχον τῶν ἀδειῶν ἱδρύσεως καὶ λειτουργίας τῶν ἐν ταῖς περιφερείαις αὐτῶν ὡς ἄνω σχολῶν, ἱδρυμάτων καὶ κέντρων, ὑποβαλ λομένης πρὸς τοῦτο σχετικῆς ἐκθέσεως εἰς τὸ Ὑπουργεῖον Θρησκευμάτων. Παρατήρηση: Τα άρθρα 4 και 5 παρατίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 2 και 3 ΑΝ 1672/1939 (Α 123), παραλείπονται δε όσες διατάξεις έχουν στο μεταξύ καταργηθεί. ΑΝ 1369/1938, «Περὶ ἱερῶν ναῶν καὶ ἐφημερίων» (Αʹ 317). Ἄρθρον 41. 1. Διὰ τὴν ἀνέγερσιν παντὸς ναοῦ οἱουδήποτε δόγματος ἀπαιτεῖται ἄδεια τοῦ ἁρμοδίου κατὰ περιφέρειαν Μητροπολίτου καὶ ἔγκρισις τοῦ Ὑπουργείου Θρησκευμάτων καὶ Ἐθνικῆς Παιδείας. 2. Πᾶσα κατὰ παράβασιν τῆς ἀνωτέρω διατάξεως ἐπιχειρουμένη ἀνέγερσις ἐμποδίζεται ὑπὸ τῆς ἀστυνομικῆς ἀρχῆς καὶ οἱ παραβάται τιμωροῦνται διὰ φυλακίσεως, ὁ δὲ τυχὸν ἀνεγειρόμενος οὕτω ναὸς κατεδαφίζεται παρὰ τῆς ἀστυνομικῆς ἀρχῆς, τῇ παραγγελίᾳ τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου. ΒΔ τῆς 20.5/2.6.1939, «Περὶ ἐκτελέσεως διατάξεων τοῦ Α.Ν. ὑπ ἀριθμ. 1363/1938 περὶ κατοχυρώσεως τῶν ἄρθρων 1 καὶ 2 τοῦ ἐν ἰσχύι Συντάγματος» (Αʹ 220). Ἄρθρον 1. Διὰ τὴν ἔκδοσιν τῆς ὑπὸ τῆς παρ. 1 τοῦ ἄρθρου 1 τοῦ Ἀναγκ. Νόμου ὑπ ἀριθμ. 1672/1939 προβλεπομένης ἀδείας 54

ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ πρὸς ἀνέγερσιν ἢ λειτουργίαν Ναῶν, μὴ ὑπαγομένων εἰς τὰς διατάξεις τῆς ἑκάστοτε κειμένης περὶ ναῶν καὶ ἐφημερίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νομοθεσίας, ἀπαιτοῦνται τὰ ἑξῆς: α) Αἴτησις τουλάχιστον πεντήκοντα οἰκογενειῶν κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἦττον πρὸς ἀλλήλας γειτνιαζουσῶν καὶ διαμενουσῶν εἰς περιφέρειαν, ἥτις κεῖται εἰς μεγάλην ἀπὸ ὑπάρχοντος ὁμοδόξου ναοῦ ἀπόστασιν, ἐφ ὅσον ἡ ἐκπλήρωσις τῶν θρησκευτικῶν αὐτῶν καθηκόντων δυσχεραίνεται ἐκ τῆς ἀπὸ ὑπάρχοντος ναοῦ ἀποστάσεως. Ὁ περιορισμὸς τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πεντήκοντα οἰκογενειῶν δὲν ἰσχύει διὰ συνοικισμοὺς ἢ χωρία. β) Τὴν αἴτησιν αὐτῶν ὑποβάλλουσιν αἱ οἰκογένειαι πρὸς τὴν οἰκείαν ἐκκλησιαστικὴν ἀρχήν, ὑπογράφουσι δ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν οἰκογενειῶν, σημειοῦντες καὶ τὰς διευθύνσεις τῶν κατοικιῶν αὐτῶν. Αἱ ὑπογραφαὶ ἐπικυροῦνται διὰ τὴν γνησιότητα αὐτῶν ὑπὸ τοῦ ἐν τῇ περιφερείᾳ ἀστυνομικοῦ τμήματος, ὅπερ, μετ ἐπιτόπιον ὑπεύθυνον ἐξακρίβωσιν, βεβαιοῖ καὶ ὅτι συντρέχουσιν οἱ λόγοι τοῦ προηγουμένου ἐδαφίου πρὸς δεδικαιολογημένην ἔκδοσιν τῆς ἀπαιτουμένης ἀδείας. γ) Ἡ οἰκεία ἀστυνομικὴ ἀρχὴ ἀποφαίνεται ἐπὶ τῆς αἰτήσεως ᾐτιολογημένως, μεθ ὃ διαβιβάζει αὐτὴν μετὰ τῆς γνώμης αὐτῆς εἰς τὸ Ὑπουργεῖον Θρησκευμάτων καὶ Ἐθνικῆς Παιδείας, δυνάμενον νὰ ἀποδεχθῇ τὴν αἴτησιν ἢ καὶ νὰ ἀπορρίψῃ αὐτήν, ἐὰν κρίνῃ, ὅτι δὲν συντρέχουσιν οἱ τὴν ἀνέγερσιν ἢ λειτουργίαν νέου ναοῦ ἐπιβάλλοντες πραγματικοὶ λόγοι ἢ δὲν ἐτηρήθησαν αἱ διατάξεις τοῦ παρόντος. 2. Διὰ τοὺς ἄνευ ἀδείας ἀνεγηγερμένους καὶ λειτουργοῦντας κατὰ τὴν δημοσίευσιν τοῦ ὑπ ἀριθμ. 1672/1939 Ἀν. Νόμου ναοὺς ἢ εὐκτηρίους οἴκους, ὑποβάλλεται ἐντὸς 6 μηνῶν ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεως τοῦ παρόντος εἰς τὸ Ὑπουργεῖον Θρησκευμάτων καὶ Ἐθνικῆς Παιδείας αἴτησις τῆς οἰκείας ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς πρὸς χορήγησιν αὐτῆς. 3. Διὰ τὴν χορήγησιν ἀδείας ἀνεγέρσεως ἢ λειτουργίας εὐκτηρίου οἴκου ἢ θρησκευτικοῦ ἐντευκτηρίου, δὲν ἔχουσιν ἐφαρμο γὴν αἱ διατάξεις τῆς παρ. 1 ἐδαφ. α καὶ β τοῦ παρόντος, ἐπαφιεμένης εἰς τὸ Ὑπουργεῖον Θρησκευμάτων καὶ Ἐθνικῆς Παιδείας τῆς 55

κρίσεως, ἐὰν συντρέχωσιν οὐσιαστικοὶ λόγοι πρὸς χορήγησιν τῆς σχετικῆς ἀδείας. Πρὸς τοῦτο οἱ ἐνδιαφερόμενοι ὑποβάλλουσι διὰ τοῦ ποιμένος αὐτῶν αἴτησιν εἰς τὸ Ὑπουργεῖον Θρησκευμάτων καὶ Ἐθνικῆς Παιδείας ἐνυπόγραφον, κεκυρωμένην ὡς πρὸς τὸ γνήσιον τῆς ὑπογραφῆς ὑπὸ τοῦ Δημάρχου ἢ Προέδρου τῆς Κοινότητος. Ἐν τῇ αἰτήσει ἀναγράφονται καὶ αἱ διευθύνσεις τῶν κατοικιῶν τῶν αἰτούντων. Κατὰ τὰ λοιπὰ ἰσχύουσιν αἱ διατάξεις τοῦ ἐδαφ. γ τῆς παραγρ. 4 τοῦ παρόντος ἄρθρου. Ν 3467/21.6.2006, «Επιλογή στελεχών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ρύθμιση θεμάτων διοίκησης και εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις» (Αʹ 128). Άρθρο 27. Για την ίδρυση, ανέγερση ή λειτουργία ναού ή ευκτήριου οίκου οποιουδήποτε δόγματος ή θρησκείας, πλην της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν απαιτείται άδεια ή γνώμη της οικείας εκκλησιαστικής αρχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος. Κάθε άλλη διάταξη που ρυθμίζει με τρόπο διαφορετικό το ίδιο θέμα, καταργείται [άρθρο 1 του Αναγκαστικού Νόμου 1363/1938 (ΦΕΚ Αʹ 305), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Αναγκαστικού Νόμου 1672/1939 (ΦΕΚ Αʹ 123), άρθρο 41 του Αναγκαστικού Νόμου 1369/1938 (ΦΕΚ Αʹ 317)]. Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως, ανεγέρσεως ή λειτουργίας ναού οποιουδήποτε δόγματος ή θρησκείας, πλην της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, υποβάλλεται απευθείας στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και όχι προς την οικεία εκκλησιαστική αρχή. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει με τρόπο διαφορετικό το ίδιο θέμα καταργείται [άρθρο 1 του Βασιλικού Διατάγματος 20.5/2.6.1939 (ΦΕΚ Αʹ 220)]». Βιβλιογραφία: Στην επόμενη βιβλιογραφία πρόσθεσε και αυτήν που παρατίθεται υπό το άρθρ. 13 Σ. Κ. ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ, Περιορισμοί στην ελευθερία διδασκαλίας των μειονοτικών θρησκευμάτων, Θεσσαλονίκη 1999 Α. ΜΑΡΙΝΟΣ, «Η έννοια του θρησκευτικού προσηλυτισμού κατά το νέο Σύνταγμα», ΕλλΔνη 25 (1984) 4-17 Χ. ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ, «Ελευθερία της λατρείας και επικρατούσα θρησκεία», σε ΙΔΙΟΥ (επιμ.), Θρησκευτική ελευθερία και επικρατούσα θρησκεία, Θεσσαλονίκη 2000, 25 επ. Σ. ΣΤΑΥΡΟΥ, «Ο προσηλυτισμός και το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία (με αφορμή την από 25.5.1993 απόφαση του ΕΔΔΑ», ΠοινΧρ 43 (1993) 964-977. 56

ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ 1. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΙΔΡΥΣΗΣ ΝΑΟΥ Βλ. επιπλέον στο Μέρος Πρώτο του παρόντος και υπό το άρθρο 9 ΕΣΔΑ τη νομολογία του ΕΔΔΑ στις ελληνικές υποθέσεις Μανουσάκης και λοιποί κατά της Ελλάδος, Πεντίδης και λοιποί κατά της Ελλάδος και Τσαβαχίδης κατά της Ελλάδος. 1. Το σύστημα χορήγησης άδειας για την ίδρυση ευκτήριου οίκου δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Η ρύθμιση σύμφωνα με την οποία η χορήγηση της άδειας επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (μειοψ).: ΟλΑΠ 20/2001, ΠοινΧρ 52 (2002) 403-407, με παρ. Α. Δερβιτσιώτη, 407-409 ΝοΒ 50 (2002) 1145-1148, με σχόλ. Γ. Κτιστάκι. 2. Το άρθρο 13 του Σ. κατοχυρώνει το ατομικό δικαίωμα των οπαδών των διαφόρων θρη σκευτικών δοξασιών να ασκούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα τη λατρεία, με τις προϋποθέσεις που ο ρίζονται σ αυτό και που συνίστανται στον χαρακτήρα της θρησκευτικής δοξασίας ως γνωστής και όχι κρύφιας, στη μη προσβολή της δημόσιας τάξης ή των χρηστών ηθών και στη μη άσκηση προσηλυτισμού. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις δεν αποκλείουν την καθιέρωση από το νομοθέτη δέσμιας διοικητικής διαδικασίας για τη διαπίστωση της συνδρομής των (ανωτέρω) προϋποθέσεων, από την οποία να απορρέει αντίστοιχη υποχρέωση για τη χορήγηση ή μη της αιτούμενης άδειας ιδρύσεως ή λειτουργίας ναού. Ο μικρός αριθμός των αιτούντων (7) τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως και λειτουργίας ευκτήριου οίκου δεν είναι ασήμαντος προς σχηματισμό θρη σκευτικής κοινότητας. Από μόνο το λόγο αυτό δεν μπορεί να απορριφθεί το σχετικό αίτημα: ΣτΕ 1842/1992, ΤοΣ 18 (1992) 790-793. 3. Με το άρθρ. 13 Σ. κατοχυρώνεται το δικαίωμα των οπαδών των διαφόρων θρησκειών και δογμάτων να ασκούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα τη λατρεία, υπό τις οριζόμενες σ αυτό προϋποθέσεις, δηλ. του χαρακτήρα της θρησκείας ή δόγματος ως γνωστής και όχι κρύφιας, της μη προσβολής της δημόσιας τάξης ή των χρηστών ηθών και της μη ασκήσεως προσηλυτισμού. Η εξακρίβωση της συνδρομής των προϋποθέ σεων αυτών έχει ανατεθεί με το ΒΔ της 20.5/2.6.39 (ΑΝ 1672/1939) στη διοίκηση, η οποία, όταν υποβληθεί αίτημα για τη χορήγηση άδειας ευκτήριου οίκου, έχει υποχρέωση, αφού εξετάσει το νομότυπο της υποβολής του, να προβαίνει στη σχετική εξακρί βωση και, εάν διαπιστώσει τη συνδρομή όλων των προϋποθέσεων, να χορηγεί την άδεια, ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, πρέπει να αιτιολογεί τη σχετική απορριπτική πράξη νομίμως και επαρκώς. Υπό την έννοια αυτή, οι ανωτέρω διατάξεις συμπολιτεύονται προς το άρθρ. 13 Σ., και για το λόγο αυτό εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τη θέση του τελευταίου σε ισχύ: ΣτΕ 1121/1987, ΝοΒ 38 (1990) 758. 2. ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟ Στη νομολογία που ακολουθεί πρόσθεσε: (α) την αμέσως προηγούμενη, σχετικά με τις προϋποθέσεις ιδρύσεως ναού ή ευκτήριου οίκου (ιδίως την ΣτΕ 1411/2003), και (β) την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Κοκκινάκης κατά της Ελλάδος (3/1992/348/421, 25.5.1993), υπό το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ. 57