«Ανιέλα, η μάγισσα που αγαπούσε τα βιβλία». Γαλανός Δημήτριος-Χρυσοβαλάντης Μαρκόπουλος Χρήστος Μπίμπα Αριστείδης Παρασκευάς Αθανάσιος ΟΛΟΗΜΕΡΟ/1 ο Δημ. Σχολείο Μενεμένης 2012-13
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή πολιτεία ζούσε η Ανιέλα, μια παράξενη μάγισσα που αγαπούσε τα βιβλία. Όλα τα βιβλία εκτός από τα βιβλία που περιείχαν βία. Καθετί βίαιο και τρομακτικό την αρρώσταινε. Τα βιβλία με βίαιες σκηνές και αφηγήσεις την έκαναν να βγάζει σπυράκια και μπορούσε ακόμη και να πεθάνει από αυτό! Ήταν αλλεργική στη βία!!! Μια μέρα αποφάσισε να ανοίξει βιβλιοπωλείο όπου θα πουλούσε βιβλία που θα καλλιεργούσαν την καλοσύνη και την αγάπη στους ανθρώπους και ιδιαίτερα στους μικρούς αναγνώστες, τα βιβλιόφιλα παιδιά Δεν πρόσεξε όμως ότι εκεί κοντά, στην απέναντι γωνία του δρόμου, υπήρχε κι ένα άλλο βιβλιοπωλείο που τα περισσότερα βιβλία που πουλούσε καλλιεργούσαν τη βία και την επιθετικότητα Τα εξώφυλλά τους στη βιτρίνα συναγωνίζονταν στις άγριες σκηνές και στις τερατώδεις μορφές που εικόνιζαν. Στην αρχή δεν είχε πελατεία η Ανιέλα Τα περισσότερα παιδιά στριμώχνονταν στη βιτρίνα του απέναντι βιβλιοπωλείου για να θαυμάσουν και να μιμηθούν τις επιθετικές συμπεριφορές των ηρώων που εικονίζονταν στα εξώφυλλα των βιβλίων της
Η Ανιέλα προσπαθεί να τραβήξει τα παιδιά με τα έντονα χαρούμενα χρώματα της βιτρίνας της και με ήρωες των παραμυθιών που τα καλούν να διαβάσουν και κάτι άλλο Ώσπου δειλά δειλά αρχίζουν οι λιγοστοί αρχικά πελάτες να πληθαίνουν Ο βιβλιοπώλης από απέναντι εξοργίζεται και σκέπτεται συνεχώς τι να κάνει για να ξαναποκτήσει τον έλεγχο της αγοράς Καλεί λοιπόν την Ανιέλα σε τσάι με σκοπό να τη δηλητηριάσει --Καλωσόρισες, Ανιέλα! Έλα να πιούμε το τσάι που σου υποσχέθηκα --Σ ευχαριστώ που με προσκάλεσες. Είσαι πολύ ευγενικός!! -- Κάθισε! Πάω να φέρω το τσάι και τα βουτήματα.. Ο βιβλιοπώλης σε λίγα δευτερόλεπτα επιστρέφει με το δίσκο και αφού έχει ρίξει δηλητήριο στο φλιτζάνι της καλεσμένης του. Καθώς απολαμβάνουν το ζεστό ρόφημά τους, η Ανιέλα τον ρωτά: -- Μιλάμε τόσο καιρό και ακόμη δεν ξέρω το όνομά σου! Αλήθεια πώς σε λένε; --Το όνομά μου είναι Σεμπάστιαν. Τα βλέφαρα της Ανιέλα βαραίνουν και σε λίγο κοιμάται κουλουριασμένη στην καρέκλα της.
Αμέσως την αρπάζει από την μπλούζα της και τη σέρνει στο μπουντρούμι του μαγαζιού του, ένα θεοσκότεινο δωμάτιο στο υπόγειο. Από ένα μικρό παραθυράκι μπαίνει λιγοστό φως κι έτσι μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τα χιλιάδες βιβλία στα ράφια που καλύπτουν όλους του τοίχους του χώρου. --Πού βρίσκομαι!! Τι ράφια είναι όλα αυτά; μονολογεί η παράξενη μάγισσα. Παίρνει ένα βιβλίο,παίρνει κι άλλο, κι άλλο κι άλλο Τα ξεφυλλίζει κι έντρομη ανακαλύπτει πως το θέμα τους είναι η βία. Δε νιώθει καλά. Όλα γύρω της γυρίζουν. Νιώθει πως χάνεται σε μια δίνη Τα πρώτα εξανθήματα έχουν ήδη βγει Το πρόσωπό της τα χέρια της, τα πόδια της. έχουν γεμίσει κοκκινίλες. Πανικόβλητη καλεί σε βοήθεια -- Ανοίξτε μου! Δε νιώθω καλά Θα πεθάνω!!!! --Εγώ θα σε βοηθήσω! ακούστηκε μια φωνή να της απαντά. --Ποιος είσαι εσύ; --Είμαι γιατρός Πες μου τι νιώθεις;.
--Βοήθα με, σε παρακαλώ, αλλιώς θα πεθάνω. Διάλυσε τη σκόνη που έχω στην τσέπη μου σε λίγο νε.. ρό! Τον ικετεύει ξέπνοα Είμαι αλ..λε..λεργι..κή --Έλα, πιες το φάρμακο. Θα συνέρθεις --Σ ευχαριστώ ήδη νιώθω καλύτερα Μα νομίζω πως ακούω βήματα.. --Σταματήστε!!! φωνάζει ο Σεμπάστιαν --Ωχ!! μας ανακάλυψε! Μην πανικοβάλλεσαι, της ψιθυρίζει ο γιατρός, που ήταν τυχαία εκεί, για να γιατρέψει το άρρωστο σκυλάκι του βιβλιοπώλη. Σταματήστε!!!! Ωχ!! μας ανακάλυψε!! --Ναι όμως φοβάμαι πολύ. Μα, γιατί. Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει, όταν δέχεται ένα ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι Ο Σεμπάστιαν σέρνει με το ζόρι το γιατρό έξω από το υπόγειο.
Όταν ξυπνάει η Ανιέλα, βλέπει την πόρτα του κελιού της μισάνοιχτη. Βγαίνει έξω και ακολουθώντας το θαμπό φως που έφτανε ως εκεί κάτω, ακούει φωνές από ένα άλλο δωμάτιο. Προχωρά προσεκτικά προς τα εκεί Πιστεύει πως θα προδοθεί από τους χτύπους της τρικυμισμένης της καρδιάς! Σκύβει να δει και ξεχωρίζει έντρομη τον Σεμπάστιαν. Είναι έτοιμος να σκοτώσει το γιατρό, για να μην αποκαλύψει σε κανέναν ό,τι είδε στο υπόγειο του βιβλιοπωλείου του ---Μόνο έτσι θα εξασφαλίσω τη σιωπή σου! του λέει. Το πρόσωπό του είναι κάτωχρο.. Τότε μην ξέροντας κι η ίδια η Ανιέλα πού βρήκε το θάρρος, φωνάζει με όλη τη δύναμη της ψυχής της: ---Όχι!!! Το αίσθημα του δικαίου ήταν μάλλον που την όπλισε με τόση γενναιότητα. Γιατί πριν καλά καλά προλάβει ο Σεμπάστιαν να συνέλθει από την αναπάντεχη εισβολή της βιβλιοπώλισσας και ενώ αναφωνεί: «Εσύ! Μα, μα, μα καλά πώς; Εγώ σε κλείδωσα!...», η μάγισσα Ανιέλα του φέρνει το χοντρό βιβλίο που κρατά στο χέρι της στο κεφάλι του μονολογώντας: «Ευτυχώς ξέχασες να κλείσεις καλά την πόρτα πριν κλειδώσεις πάνω στη βιασύνη σου να ξεμπερδέψεις με το γιατρό!». Και στη στιγμή λοιπόν που λέτε, ο Σεμπάστιαν σωριάζεται λιπόθυμος. Όταν ξύπνησε, ήταν δεμένος εκεί ακριβώς που πριν ήταν δεμένος ο γιατρός. ---Μα, μα αφήστε με ήσυχο, σας παρακαλώ! Δεν θα ξαναπειράξω κανέναν σας, σας παρακαλώ ---Εντάξει, θα σε ελευθερώσουμε, αν μας υποσχεθείς ότι θα είσαι πιο φιλικός και πως θα υπηρετείς το καλό κι όχι το κακό. ----Εντάξει, εντάξει Θα κάνω ό,τι μου πείτε ---Ό, τι θέλουμε, εεεε..! ---Ναι, ναι ό, τι θέλετε! ---Θέλουμε λοιπόν να μας γράφεις ιστορίες με «καλό» τέλος και τα βιβλία που θα γράφεις και θα πουλάς από δω και πέρα στο βιβλιοπωλείο σου να μιλούν για την αγάπη και την αδελφοσύνη. Να μη δηλητηριάζουν τους μικρούς αναγνώστες της πόλης μας με μίση, βίαιες και απάνθρωπες συμπεριφορές όπως αυτές των τερατόμορφων ηρώων των βιβλίων που πουλούσες ως τώρα και προσπαθούσαν τα
καημένα παιδάκια να μιμηθούν βάζοντας πολλές φορές σε κίνδυνο και τον ίδιο τον εαυτό τους.. ---Δηλαδή να γίνω συγγραφέας; Αυτό είναι το όνειρο της ζωής μου!!! ---Και γιατί δεν έγινες; ---Γιατί όταν ζήτησα από τον εκδοτικό οίκο να γράψω. μου είπαν αυταρχικά: «Δουλειά σου είναι να βρίσκεσαι στο βιβλιοπωλείο και να πουλάς τα βιβλία που σου δίνουμε εμείς και μόνο εμείς. Τίποτα παραπάνω.. Το τι βιβλία θα πουλάς είναι δική μας ευθύνη κι επιλογή! Κατάλαβες;» Δεν μπορούσα να αρνηθώ γιατί θα καταστρεφόμουν οικονομικά Και βλέπετε έχω οικογένεια ---Σου υπόσχομαι να κάνεις το όνειρο σου πραγματικότητα!! Το οφείλεις και στα παιδιά σου, του λέει η Ανιέλα ( που έπρεπε πια να χρησιμοποιήσει και τα μαγικά της φίλτρα αν χρειαζόταν για να πείσουν τους εκδοτικούς οίκους ). ---Σας ευχαριστώ, είμαι σίγουρος πως όλοι μαζί θα τα καταφέρουμε! Όμως ξελύστε με, μούδιασαν τα χέρια μου ---Χα, χα,χα! Δίκιο έχεις, του είπε ο γιατρός και ελευθέρωσε τα χέρια και τα πόδια του
Την άλλη μέρα ο Σεμπάστιαν έπιασε δουλειά Σε λίγο καιρό το βιβλιοπωλείο του έγινε το καλύτερο της περιοχής αν όχι του κόσμου και τα βιβλία που έγραψε ο ίδιος ήταν τα πιο πολυδιαβασμένα και αγαπητά στις παρέες των παιδιών Όσο για το βιβλιοπωλείο της μάγισσας Ανιέλα ; Το γκρέμισαν και στη θέση του έγινε Παιδική Χαρά!!! Η μαγική σκόνη της πρωτότυπης μάγισσας σκόρπισε πράγματι την αγάπη και τη χαρά στα παιδιά Άλλωστε τι μάγισσα θα ήταν! Έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, αφού για άλλη μια φορά βλέπουμε πως αν θέλουμε κάτι και ενωμένοι προσπαθούμε.. πάντα ή σχεδόν πάντα τα καταφέρνουμε! «Η ισχύς εν τη ενώσει»,είπε εξάλλου κι ο μεγάλος επικός ποιητής, ο Όμηρος.. Είχε δίκιο!; ΤΕΛΟΣ
Ο Άρης, ο Δημήτρης, ο Θανάσης και ο Χρήστος είναι μαθητές της πέμπτης τάξης του 1ου Δημοτικού Σχολείου Μενεμένης που τους αρέσει να πλάθουν ιστορίες και να τις μοιράζονται με φίλους... Θα τους άρεσε να συνεχίσουν να γράφουν κι όταν θα ναι μεγάλοι... Ίσως ως συγγραφείς... Η συγκεκριμένη ιστορία τους έχει σαν ηρωίδα την Ανιέλα που αγαπούσε πολύ τα βιβλία... Για παιδιά που αγαπούν το διάβασμα από 7 έως 107 ετών!!