ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΠΕ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ & ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σχετικά έγγραφα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... 7 Συντομογραφίες... 9 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Εισαγωγικά

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟ. ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ (Περί ισχύος προσωρινής διαταγής επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων από συμβασιούχους)

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ατελώς (Άρθρο 30 του ν. 40: ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Αριθµός απόφασης 135/2013 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ Ε ΕΣΣΑΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΑΠΟΦΑΣΗ 223/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ/ΚΦΔ (ν. 4174/2013, όπως ισχύει μετά τον ν. 4223/2013 ΦΕΚ 287Α )

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

ΠINAKAΣ ΠEPIEXOMENΩN

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ [02]

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α Αρχές της ρυθμίσεως και συγκρουόμενα

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΜΕΙΖΟΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: 0001 (Αποδοχές και Συντάξεις ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: Α. Θεσμικό πλαίσιο δαπάνης.

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Α. Υποχρέωση προσκόμισης εγγυητικής επιστολής

του. λόγω κατάσχεσης εις χείρας τρίτου δυνάμει της ως άνω δικαστικής αποφάσεως. Επ αυτού εκθέτω τα ακόλουθα:

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ-ΑΝΑΚΟΠΕΣ. Αριθμός απόφασης 443/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

Α. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Α. Πεδίο εφαρμογής ΠΟΛ. 1213

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Πρόλογος. Συντομογραφίες.. Γενική Εισαγωγή. 1

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ META THN KATAΡΓΗΣΗ του 938 ΚΠολΔ. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ. Ως προς τη νομική φύση των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων

ΠΡΑΚΤΙΚΟ 20 / Πριν την έναρξη της συνεδρίασης ο Πρόεδρος διαπίστωσε ότι υπάρχει νόμιμη απαρτία διότι σε σύνολο 7 μελών βρέθηκαν παρόντα 6.

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2013/0402(COD) της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

ΣΧΟΛΙΑΣΜΕΝΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΟΜΟΔΙΚΙΑ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αριθμός απόφασης : 153/2019

Δημοσιονομικό Δίκαιο ΠΜΣ Τα δημόσια έσοδα. Ανδρέας Τσουρουφλής

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

ΠΠρΑθ 216/2010 [Πτώχευση. Διαδικασία συνδιαλλαγής]

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

Διοικητικό Δίκαιο. Λήξη ισχύος διοικητικής πράξης, ανάκληση διοικητικής πράξης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Πρόλογος..

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ (ΚΠολΔ )

Α. Διατάξεις Νόμων, Διαταγμάτων, Υπουργικών Αποφάσεων.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :30. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :4. Αρθρο :31. Αρθρο 30.

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΠΕ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ & ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ειδίκευσης Διπλωματική Εργασία στο Αστικό Δικονομικό Δίκαιο: ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ- ΕΙΔΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ Δήμητρα Βασιλείου Επιβλέπων καθηγητής: Αρβανιτάκης Π. Θεσσαλονίκη, 16.12.2011

Περιεχόμενα Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 4 II. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ... 7 1. Η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ως προαπαιτούμενο της εκτέλεσης... 7 1.1 Η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και η προσωρινή διαταγή.... 7 1.2 Η άμυνα κατά της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων.... 12 2. Έναρξη εκτέλεσης- σύγκριση με την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης... 16 3. Δίκες περί την εκτέλεση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων κατά το άρθ. 702 ΚΠολΔ.... 20 3.1. Γενικά... 20 3.2. Το αντικείμενο της δίκης κατά το άρθ. 702 ΚΠολΔ.... 20 3.3 Η αναστολή επί εγγυοδοσίας (άρθ. 701 ΚΠολΔ)... 30 3.4. Η απόφαση επί των αντιρρήσεων.... 32 4. Η μετενέργεια της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων και η υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης επί απορρίψεως της κύριας αγωγής.... 33 4.1 Η μετενέργεια της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων... 33 4.2 Η αποζημίωση του άρθ. 703 ΚΠολΔ.... 39 4.2.α. Ratio της διάταξης και συσχετισμός με λοιπές διατάξεις.... 39 4.2.β. Προϋποθέσεις και επιδίκαση της αποζημίωσης.... 42 ΙΙΙ. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ-... 47 Ειδικά ζητήματα που αφορούν την εκτέλεση απόφασης που διατάσσει συντηρητική κατάσχεση... 47 1. Το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης- γενική οριοθέτηση.... 47 1.1. Το αντικείμενο της συντηρητικής κατάσχεσης- μελλοντικές απαιτήσεις... 50 1.2. Συντηρητική κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχειών και «συντηρητική διαχείριση».... 56 2

1.3. Προσδιορισμός του ποσού της ασφαλιζόμενης απαίτησης... 59 2. Συσχετισμός της συντηρητικής κατάσχεσης με συγγενείς μορφές.... 63 3. Συνέπειες της συντηρητικής κατάσχεσης.... 66 3.1. Απαγόρευση διάθεσης.... 66 3.1.i. Η διάθεση του πράγματος... 66 3.1.ii. Η ακυρότητα λόγω απαγορευμένης διάθεσης του πράγματος... 70 3.1.iii.Έναρξη των αποτελεσμάτων... 73 3.2 Άσκηση αγωγής.... 74 3.3 Η δικαστική μεσεγγύηση σε κατασχεμένο πράγμα.... 76 4. Η Τροπή της συντηρητικής κατάσχεσης σε αναγκαστική... 79 IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ- ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ.... 83 V. ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 88 VI. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ... 92 3

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η κατοχύρωση του δικαιώματος της δικαστικής προστασίας τόσο σε διεθνή κείμενα 1, όσο και σε εθνικά Συντάγματα 2 αποτελεί μία πραγματικότητα. Η οριστική δικαστική προστασία τόσο με τη μορφή της διάγνωσης μιας έννομης σχέσης, όσο και με τη μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης 3 εμπίπτει προφανώς στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 20.1 του ελληνικού Συντάγματος. Η κατοχύρωση όμως της προσωρινής δικαστικής προστασίας δεν φαίνεται τόσο αυτονόητη, διότι με αυτή δεν διευθετούνται οριστικά διαφορές και υποθέσεις, ώστε εάν υποτεθεί ότι λείπει, δήθεν να στερηθούν τα πρόσωπα δικαστικής προστασίας 4. Όμως, ακριβώς επειδή η δικαστική προστασία εκπληρώνεται εφόσον είναι πλήρης και αποτελεσματική 5 είναι σκόπιμο να ενταχθεί η προσωρινή προστασία στο πεδίο εφαρμογής του άρθ. 20.1 Σ. Δηλαδή, η οριστική προστασία δεν είναι πάντα δυνατό να παρασχεθεί μέσα σε εύλογο χρόνο, με αποτέλεσμα να καθίσταται αλυσιτελής για τον δικαιούχο -ή ακριβέστερα για όποιον ισχυρίζεται ότι είναι δικαιούχος- καθώς όταν τελικά παρασχεθεί είναι πιθανό να έχουν ήδη δημιουργηθεί καταστάσεις που εμποδίζουν την πραγμάτωση/ εκτέλεση των διαγνωσθέντων εννόμων σχέσεων. Η επιταγή για αποτελεσματική δικαστική προστασία εξηγεί λοιπόν την ένταξη στη συνταγματική κατοχύρωση και της προσωρινής δικαστικής προστασίας, 1 Βλ. το άρθ. 10 της μη δεσμευτικής Οικουμενικής Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου του ΟΗΕ του 1948, και το άρθ. 6.1 της ΕΣΔΑ. 2 Βλ. άρθ. 20.1 του Συντάγματος : «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει», καθώς και ανάλογες διατυπώσεις στο άρθ. 19, γερμσυντ. και το άρθ. 24 ισπ.συντ. 3 Βλ. Γέσιου- Φαλτσή Π., Αναγκαστική εκτέλεση, Γενικό μέρος, 1998, σ. 41. 4 Ας σημειωθεί εδώ για την πληρότητα του λόγου ότι η πλήρης και αποτελεσματική δικαστική προστασία δεν περιλαμβάνει ένα δεύτερο βαθμό δικαιοδοτικής κρίσης, ώστε ο νομοθετικός περιορισμός με τον οποίο εξαιρείται μία ομάδα υποθέσεων ή διαφορών από μία δεύτερη δικαιοδοτική κρίση να είναι συνταγματικός. Βλ. σχετικά ΟλΑΠ 8/2003, Δ 2004.621, ΑΠ 54/2006, Δ/νη 2006. 456, ΑΠ 1983/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟS και Κεραμέα Κ., Ένδικα μέσα, 2004, σ. 22. Αντίθετα Σινανιώτης Λ., Προσωρινή και οριστική έννομη προστασία σε Δικονομικές μελέτες, 2009, σ. 229. 5 Βλ. Δαγτόγλου Π., Ατομικά Δικαιώματα, τ. Β, 2005, σ. 1415-1418, όπου εξηγείται ότι πλήρης είναι η δικαστική προστασία εφόσον δεν υπάρχει διαφορά για την οποία να αποκλείεται η δικαστική προστασία, ενώ αποτελεσματική εφόσον παρέχεται σε χρόνο και κατά τρόπο που πράγματι εξασφαλίζει την απονομή της δικαιοσύνης. 4

στο μέτρο που αυτή είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική παροχή της οριστικής 6. Αυτή η συνταγματική κατοχύρωση συνεπάγεται την υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να προβλέπει τα κατάλληλα για κάθε περίπτωση μέσα 7 προσωρινής δικαστικής προστασίας, με τα οποία θα διασφαλίζεται αποτελεσματικά η οριστική και όχι την υποχρέωση για πρόβλεψη τέτοιας προστασίας εφόσον η οριστική προστασία είναι ούτως ή άλλως αποτελεσματική 8. Ο σκοπός στον οποίο αποβλέπει η παροχή έννομης προστασίας με τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων διαφέρει από αυτόν για τον οποίο παρέχεται με την οριστική προστασία. Η διαγνωστική δίκη αποβλέπει στην αυθεντική διάγνωση της υπό αμφισβήτηση έννομης σχέσης, ώστε να πραγματώνεται η «μετάβαση από την κανονιστική στην πραγματική ισχύ του δικαίου» 9. Αντίθετα, στα ασφαλιστικά μέτρα, η έκδοση σχετικής απόφασης που τα διατάσσει δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά στοχεύει στην εξασφάλιση του αιτούντα, με τρόπο ανάλογο με τη φύση του κάθε μέτρου μέχρις ότου πραγματωθεί η οριστική διάγνωση της έννομης σχέσης. Με βάση αυτές τις πρωταρχικές παρατηρήσεις και δεδομένου αφενός του κινδύνου να μην πραγματωθεί αποτελεσματικά η δικαστική προστασία του αιτούντος αυτή, λόγω του μεγάλου όγκου των υποθέσεων των δικαστηρίων που επιλαμβάνονται τη διάγνωση εννόμων σχέσεων, αφετέρου δε του στοιχείου του επείγοντος που καθιστά αναγκαία την άμεση λήψη κάποιου μέτρου, γίνεται κατανοητή η σπουδαιότητα της εξέτασης των τρόπων και των μέσων που 6 Βλ. Καλαβρό Κ., Η παράλειψη παροχής δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης, Δ. 660-661 και Κράνη Δ., Λειτουργικές δομές των ασφαλιστικών μέτρων, Ελλ Δ/νη 2003. 1225. 7 Συνηθέστερα μέσα προσωρινής δικαστικής προστασίας είναι τα ασφαλιστικά μέτρα, η συντηρητική απόδειξη, η προσωρινή εκτελεστότητα και η αναστολή εκτέλεσης. Βλ. σχετικά Καλαβρό Κ., ό.π., σ. 661 και περαιτέρω παραπομπές. 8 Βλ. Καλαβρό Κ., ό.π., σ. 661 και Σινανιώτη Λ., ό.π., σ. 229. 9 Παναγόπουλος Κ., Δέσμευση και επανάληψη στα ασφαλιστικά μέτρα, 1985, σ. 112. 5

παρέχει η πολιτική δικονομία, ώστε οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων να εκτελούνται συντρέχοντας έτσι στην υλοποίηση της έννομης προστασίας. Στο πλαίσιο λοιπόν της παρούσας μελέτης, θα επιχειρηθεί η εξέταση κατ αρχάς του θεμέλιου λίθου της εκτέλεσης των ασφαλιστικών μέτρων, ο οποίος δεν είναι άλλος από την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων. Θα επιχειρηθεί δηλαδή η κατά το δυνατό εξαντλητική διερεύνηση της πράξης αυτής της πολιτείας η οποία οσάκις εκτελεστεί, επιφέρει τα αποτελέσματα της έννομης προστασίας, διατάσσοντας ενέργειες, παραλείψεις ή ανοχή. Στο πλαίσιο αυτής της πρώτης θεματικής θα εξεταστούν και θέματα προσβολής της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων και άμυνας κατά αυτής, καθώς και οι προβλεπόμενες γενικές προϋποθέσεις ώστε αυτή να είναι έτοιμη προς εκτέλεση. Σε ένα δεύτερο χρόνο και τόπο, από το ευρύτατο φάσμα των ζητημάτων εκτέλεσης όλων των ειδών ασφαλιστικών μέτρων που δύναται η δικαστική αρχή να διατάξει, επελέγησαν ορισμένα ειδικά ζητήματα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον κατά το στάδιο της εκτέλεσης, αντλούμενα ιδίως από την κατηγορία των λεγόμενων συντηρητικών μέτρων και ειδικότερα της συντηρητικής κατάσχεσης, καθώς παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες εμπλεκόμενα μεταξύ τους αλλά και σε σχέση με την αναγκαστική εκτέλεση. 6

II. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 1. Η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ως προαπαιτούμενο της εκτέλεσης 1.1 Η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και η προσωρινή διαταγή. Καθώς ο σκοπός που επιδιώκεται με την λήψη των ασφαλιστικών μέτρων είναι η εξασφάλιση του αιτούντος μέχρις ότου ικανοποιηθεί η αξίωσή του ανάλογα με το περιεχόμενο της απόφασης που θα διαγνώσει οριστικά την έννομη σχέση, αυτό που είναι κρίσιμο για να επιτευχθεί η εξασφάλιση είναι να δούμε ποια είναι αυτή η απόφαση που εκτελεστεί και ιδίως ποιο είναι το περιεχόμενο το οποίο θα κληθεί να εκτελεστεί. Γενικώς, η απόφαση που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα ανεξάρτητα από το δικαστήριο 10 που την εκδίδει υπόκειται σε μια σειρά προϋποθέσεων και κανόνων: α) Η λήψη των ασφαλιστικών μέτρων προϋποθέτει δύο στοιχεία: την ύπαρξη ενός δικαιώματος, μιας έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου που κρίνεται ασφαλιστέα στοιχείο που προσδίδει σε αυτά τον παρακολουθηματικό χαρακτήρα τους σε σχέση με την κύρια δίκη 11 - και την ύπαρξη του στοιχείου του επείγοντος. Το δεύτερο αυτό στοιχείο λαμβάνει τη μορφή τόσο του πιθανολογούμενου επικείμενου κινδύνου, όσο και τη μορφή της επείγουσας περίστασης, η οποία καθιστά επιτακτική την ανάγκη προσωρινής θέσης σε λειτουργία της εριζόμενης έννομης σχέσης. Η 10 Ανάλογα με την καθ ύλη αρμοδιότητα δηλαδή το Ειρηνοδικείο, το Μονομελές ή συντρεχόντως κατά το άρθ. 683.1 KΠολΔ. το Πολυμελές Πρωτοδικείο. 11 Ο παρεπόμενος χαρακτήρας και η τελεολογική σχέση των ασφαλιστικών μέτρων με το ουσιαστικό δικαίωμα που ασφαλίζουν καθίσταται σαφής με την τροποποίηση του άρθ. 693 από το άρθ. 4 ε.1 ν. 3388/2005: «1. Αν το ασφαλιστικό μέτρο έχει διαταχθεί πριν από την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση, ο αιτών οφείλει, μέσα σε τριάντα ημέρες από την έκδοση της απόφασης η οποία διατάσσει το ασφαλιστικό μέτρο, να ασκήσει αγωγής την κύρια υπόθεση, εκτός αν το δικαστήριο όρισε κατά την κρίση του μεγαλύτερη προθεσμία για την άσκηση της αγωγής...» Η τροποποίηση αυτή είχε παύσει τη θεωρητική αμφισβήτηση σχετικά με τον παρεπόμενο χαρακτήρα των ασφαλιστικών μέτρων. Βλ. σχετικά και Μπέη Κ, Τα όρια της προσωρινής δικαστικής προστασίας, 1980, σ. 8-10. Πλέον σήμερα με το άρθ. 49 του νόμου 3994/2011 η υποχρέωση αυτή για άσκηση σχετικής αγωγής δεν υφίσταται. 7

ενεργοποίηση αυτή πραγματώνεται με τα ασφαλιστικά μέτρα της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης (άρθ. 731 επ. ΚΠολΔ) και της προσωρινής επιδίκασης απαιτήσεως (άρθ. 728 ΚΠολΔ) 12. Η διασαφήνιση των παραπάνω εννοιών αντιστοιχεί και σε μία βασική διάκριση των ασφαλιστικών μέτρων. Η πιθανολόγηση επείγοντος κινδύνου, υπό της έννοια του κινδύνου ματαίωσης της ικανοποίησης του δανειστή, όταν και αν εξοπλιστεί η απαίτησή του με τίτλο εκτελεστό, αντιστοιχεί στη λήψη των λεγόμενων συντηρητικών ασφαλιστικών μέτρων 13, ενώ η συνδρομή επείγουσας περίπτωσης δικαιολογεί την ανάγκη ενεργοποίησης, ή αδρανοποίησης προσωρινά της έννομης σχέσης μέσω της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης ή της προσωρινής επιδίκασης απαιτήσεως, των λεγόμενων δηλαδή ρυθμιστικών μέτρων 14. Μία τέτοια διάκριση 15 σε ένα βαθμό έχει παιδαγωγικό και μόνο χαρακτήρα, δεδομένου ότι αφενός συχνά οι έννοιες του επείγοντος κινδύνου και της επείγουσας περίστασης συμπλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται 16 και αφετέρου στην πράξη δεν είναι ο χαρακτηρισμός του επείγοντος, αλλά τα πραγματικά περιστατικά που θα οδηγήσουν στην επιλογή του κατάλληλου ασφαλιστικού μέτρου 17. Έχει πάντως η διευκρίνιση κάποια αξία, καθώς ανάλογα με την εκάστοτε προς εξασφάλιση έννομη σχέση, 12 Βλ. Μπέη Κ., Η σύγχρονη προβληματική της προσωρινής δικαστικής προστασίας, Δ. 2003. 739 και Γεωργίου Κ., Οι έννοιες του «επικείμενου κινδύνου» και της «επείγουσας περίπτωσης» στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 682.1), ΕλλΔ/νη 1997. 16, όπου παρατίθενται οι διάφορες διατυπωμένες απόψεις σχετικά με τον εννοιολογικό προσδιορισμό των δύο εννοιών. 13 Όπως η συντηρητική κατάσχεση ή δικαστική μεσεγγύηση. 14 Βλ. Αναστασοπούλου Σ., Ασφαλιστικά μέτρα και προστασία των τίτλων των έργων, σε Ασφαλιστικά μέτρα στο εμπορικό δίκαιο- 14 ο πανελλήνιο συνέδριο εμπορικού δικαίου, 2005, σ. 346-347. 15 Για ανάλογη διάκριση στο γερμανικό δίκαιο, βλ. Πίψου Λ., Αναγκαστική εκτέλεση για παράλειψη ή ανοχή πράξης κατά το άρθ. 947 ΚπολΔ, 1992, σ. 147-148 με περαιτέρω παραπομπές. 16 Βλ. Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2000, σ. 1322. 17 Βλ. Κράνη Δ., Λειτουργικές δομές των ασφαλιστικών μέτρων, ό.π., σ. 1231. 8

ή κατάσταση 18 δίνεται ένας προσανατολισμός ως προς την κατηγορία τουλάχιστο των μέτρων που θα διαταχθούν. β) Μια από τις θεμελιώδεις αρχές που διέπει την απόφαση που διατάσσει τα ασφαλιστικά μέτρα είναι η απαγόρευση της πλήρους ικανοποίησης του επίδικου ασφαλιστέου δικαιώματος (άρθ. 692.4 ΚΠολΔ) 19. Αυτή απορρέει από την αρχή της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι κατά τη στάθμιση του σκοπού που επιδιώκεται και των αποτελεσμάτων των ασφαλιστικών μέτρων που λαμβάνονται, η πλήρης ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος θα είχε δυσανάλογα επιβαρυντικές επιπτώσεις για το δανειστή του δικαιώματος 20. Αν και η διάταξη αναφέρεται σε εξασφάλιση και διατήρηση δικαιώματος, γίνεται δεκτό ότι αφορά και τα ρυθμιστικά μέτρα καθώς εκεί βρίσκει κυρίως πεδίο εφαρμογή 21. Αναφορικά προς τις αξιώσεις άρσης μιας προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, θα ήταν σκόπιμο να διακρίνουμε ανάμεσα στις εφ άπαξ παροχές και τις παροχές που απορρέουν από διαρκείς έννομες σχέσεις, όπως είναι αυτές που απορρέουν από απόλυτα δικαιώματα (προσωπικότητα, κυριότητα, πνευματική ιδιοκτησία κλπ) 22. Στην πρώτη περίπτωση, εάν ο οφειλέτης της παράλειψης, επιχειρήσει το παραληπτέο, δεν τίθεται πια ζήτημα αξίωσης για παράλειψη, άρα ούτε 18 Βλ. σκέψεις για την έννοια της κατάστασης ως αντικείμενο προσωρινής δικαστικής προστασίας σε Νίκα Ν., Προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης (i. Προϋποθέτει ύπαρξη ασφαλιστέου δικαιώματος; ii. Μπορεί να περιέχει διαταγή σε βάρος τρίτων), Αρμ. 1982. 1026-1027. 19 Βλ. και ΜΠΑθ. 34846/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟS. 20 Βλ. Σταματόπουλο Σ., Αρχές (=όρια και μέτρο) των ασφαλιστικών μέτρων στην πράξη, Δ. 2003, 820-822. 21 Βλ. Μπέη Κ., Η σύγχρονη προβληματική της προσωρινής δικαστικής προστασίας ό.π., σ. 738-740, όπου σημειώνονται οι ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις ότι αφενός με τα συντηρητικά μέτρα δεν ικανοποιείται, αλλά μόνο εξασφαλίζεται η δραστικότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης όταν η αξίωση του διαδίκου εξοπλιστεί με εκτελεστό τίτλο ενώ η μερική ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, υπό τη μορφή της προσωρινής ενεργοποίησης της εριζόμενης έννομης σχέσης στην περίπτωση των ρυθμιστικών μέτρων είναι από τη φύσης τους δεδομένη, Τρύφωνα Ε. σε Καράκωστα Ι., Αγωγές και αιτήσεις αστικού δικαίου και άμυνα του εναγομένου, 2007, σ. 971 και Πίψου Λ., ό.π., σ. 149-150 και Κατρά Ι., Σύστημα Ασφαλιστικών μέτρων, Αναγκαστικής εκτέλεσης, διαταγών πληρωμής και απόδοσης, 2010.186-189. 22 Βλ. Γεωργίου Κ., Η αξίωση προς παράλειψη και η προσωρινή δικαστική προστασία της, ΕλλΔ/νη 1999. 1266-1268, Βλ Σταματόπουλο Σ., ό.π., σ. 824-825. 9

ασφαλιστικά μέτρα προς τούτο είναι νοητά. Αντίθετα, η αξίωση παράλειψης προσβολής σε διαρκείς έννομες σχέσεις είναι νοητή και μπορεί να ικανοποιηθεί και με ασφαλιστικά μέτρα, διότι με την προσωρινή ενεργοποίηση ή αδρανοποίηση της έννομης σχέσης που ασφαλίζεται, δεν παύει να υφίσταται η αξίωση και μετά το πέρας της ισχύος του ασφαλιστικού μέτρου. Μάλιστα, για τον ίδιο λόγο θεωρείται σύμφωνη με το άρθ. 692.4 ΚΠολΔ η προσωρινή διακοπή, ή διατήρηση μιας έννομης σχέσης, λαμβανομένων πάντως υπ όψιν των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών 23. Κριτήριο για την παραβίαση ή όχι της αρχής είναι η δημιουργία ή όχι αμετάκλητων καταστάσεων, οι οποίες δεν δύνανται να ανατραπούν, ή η ανατροπή τους συνεπάγεται δυσανάλογα βάρη για τον οριστικώς νικήσαντα διάδικο 24. Εξάλλου, η ίδια η φύση αξιώσεων, που απορρέουν από απόλυτα δικαιώματα, (π.χ. αξίωση παράλειψης προσβολής της προσωπικότητας) καθιστά αδύνατη μόνο την εξασφάλισή τους, δίχως σε ένα σημείο και την ικανοποίησή τους, ώστε αυτό που διακρίνει την προσωρινή από την οριστική δικαστική προστασία είναι τελικά η διαφορά στη διάρκεια των μέτρων και κυρίως η απουσία αμετάκλητων καταστάσεων από την επιβολή των ασφαλιστικών μέτρων 25. γ) Εξάλλου, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται μία αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, «δεν έχει την υποχρέωση να διατάξει το μέτρο που ζητείται» κατά το άρθ. 692.2 ΚΠολΔ, ενώ κατά το άρθ. 688.1 ΚΠολΔ, στην αίτηση πρέπει να ορίζεται το ασφαλιστικό μέτρο το οποίο ζητείται. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται το εξής: Προϋπόθεση για να διατάξει το δικαστήριο ένα 23 Βλ. Αναστασοπούλου Σ., ό.π., σ. 348. 24 Βλ. ενδεικτικά ΜΠρΒολ 2785/2003, Δ. 2004. 516 και Κράνη Δ., Λειτουργικές δομές των ασφαλιστικών μέτρων, ό.π., σ. 1227, Τρύφωνα Ε., ό.π., σ. 972, Μπέη Κ., Η σύγχρονη προβληματική της προσωρινής δικαστικής προστασίας ό.π., σ. 740. 25 Βλ. Πίψου Λ., ό.π., σ. 150-153, με ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις πάνω στη διαμόρφωση ενός είδους προσωρινών διαταγών, στο πλαίσιο του γερμανικού δικαίου (Leistungs/ Befriedigungsverfügung) το οποίο έχει περιεχόμενο την ολική ή μερική (προσωρινή πάντως) ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, ελλείψει ανάλογης με το άρθ. 692.4 διάταξης στον γερμανικό ΚπολΔ. 10

ασφαλιστικό μέτρο είναι ότι η αίτηση την οποία θα επιληφθεί είναι νόμω βάσιμη, θα πρέπει δηλαδή να περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που ορίζονται από το νόμο, δηλαδή το ασφαλιστέο δικαίωμα και της επείγουσα περίσταση ή τον κίνδυνο. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση δεν θα είναι απορριπτέα, αλλά σε περίπτωση που το αιτούμενο μέτρο κριθεί κατά το δικαστήριο ακατάλληλο για οποιοδήποτε λόγο, η δικονομία παρέχει την ευχέρεια στο δικαστή να διατάξει άλλο ή και άλλα ασφαλιστικά μέτρα 26. Ωστόσο, το ή τα μέτρα τα οποία θα διαταχθούν από το δικαστήριο για να αποφευχθεί ο επικείμενος κίνδυνος, ή η επείγουσα περίσταση, θα πρέπει να πληρούν την αναλογικότητα υπό την έννοια ότι πρέπει μεταξύ περισσότερων να προτιμηθεί το λιγότερο επαχθές, όπως φερειπείν να προτιμηθεί η χορήγηση δικαιώματος εγγραφής προσημείωσης υποθήκης αντί η διάταξη επιβολής κατάσχεσης επί ακινήτου 27. Οι προσωρινές διαταγές 28 αποτελούν επίσης εκτελεστό τίτλο κατά το άρθ. 904.1 περ. ζ ΚΠολΔ και είναι δυνατό να εκτελεστούν με τη σημείωσή του δικαστή επάνω στο σώμα της αίτησης των ασφαλιστικών ή στα πρακτικά του προέδρου Πρωτοδικών εφόσον πρόκειται για αίτημα που τέθηκε υπόψη του πολυμελούς πρωτοδικείου κατά το άρθ. 684 ΚΠολΔ 29. Η σημείωση αυτή αποδίδει το περιεχόμενο της προσωρινής διαταγής, γνωστοποιείται στον καθ ου και ανάλογα με το περιεχόμενό της εκτελείται άμεσα με τη συνδρομή ή όχι των 26 Βλ. Κατρά Ι., ό.π., σ. 184 και Χαμηλοθώρη Ι., Ασφαλιστικά μέτρα (Ερμηνεία- Νομολογία- Υποδείγματα), 2010, σ. 258. 27 Βλ. Χαμηλοθώρη Ι., Ασφαλιστικά μέτρα (Ερμηνεία- Νομολογία- Υποδείγματα), 2010, σ. 258. 28 Βλ. ανάλυση για τον τρόπο κατά τον οποίο αιτούνται και διατάσσονται οι προσωρινές διαταγές σε Κράνη σε Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, ό.π., σ. 1346-1351 για τη φύση δε της προσωρινής διαταγής βλ. ΟλΑΠ 17/2009, ΑρχΝ 2010.336 και μεταγενέστερες ΑΠ 557/2010, ΕφΑΔ 2010.1117 και ΜΠρΛαμ. 156/2010, Αρμ. 2010.1039, όπου κρίνεται ως προς τη φύση της προσωρινής διαταγής ότι πρόκειται για εκτελεστό τίτλο. Μάλιστα εάν έχει περιεχόμενο την απαγόρευση διάθεσης πράγματος και η απαγόρευση αυτή παραβιαστεί, συνέπεια θα είναι η ακυρότητα της διάθεσης λόγω του άρθ. 176 ΑΚ, κατ αναλογία δηλαδή παραβίασης απαγόρευσης απόφασης. 29 Βλ. άρθ. 700.3 ΚΠολΔ. 11

οργάνων της εκτέλεσης, ή έμμεσα με την απειλή χρηματικής ποινής ή προσωπικής κράτησης 30. 1.2 Η άμυνα κατά της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων. Σύμφωνα με το άρθ. 699 ΚΠολΔ οι αποφάσεις οι οποίες διατάσσουν ασφαλιστικό μέτρο δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά και με εξαίρεση μόνο τις αποφάσεις που αφορούν τα ασφαλιστικά μέτρα νομής κατά το άρθ. 724.3 31. Με το προϊσχύον δίκαιο προβλεπόταν και η περίπτωση της αναίρεσης υπέρ του νόμου την οποία ασκούσε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου σε περιπτώσεις ζητημάτων γενικότερου ενδιαφέροντος και εφόσον «διάδικοι είναι το Δημόσιο, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο» 32. Ήδη σήμερα, η δυνατότητα του Εισαγγελέα για άσκηση αναίρεσης υπέρ του νόμου καταργήθηκε με το άρθ. 50 ν. 3994/2011. Η αιτιολογική έκθεση σχετικά με το άρθρο αυτό αναφέρει ότι η προϊσχύουσα ρύθμιση ήταν μάλλον ατυχής και τέθηκε προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του Δημοσίου στις αντιδικίες που είχε με τους συμβασιούχους, δίνοντας ένα επιπλέον δικονομικό πλεονέκτημα στην ήδη ισχυρότερη πλευρά (το Δημόσιο) και για το λόγο αυτό καλώς καταργείται η 30 Βλ. Κράνη σε Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, ό.π., σ. 1374. 31 Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθ. 734.5, εφόσον, είναι δυνατή η άσκηση έφεσης κατά απόφασης ασφαλιστικών μέτρων νομής, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθ. 696.3 ΚΠολΔ, ακριβώς διότι είναι αλυσιτελής, μιας και υπάρχει πρόβλεψη με σκοπό τη θεραπεία σφάλματος της απόφασης. Ορθώς, υποστηρίζεται ότι δεν εφαρμόζεται ούτε η διάταξη του άρθ. 697 ΚΠολΔ, καθώς τέθηκε στην ουσία για να καλύψει το κενό της έλλειψης ενδίκου μέσου (βλ. Βλ. Χαμηλοθώρη Ι., ό.π., σ. 87-88) συνεχίζει ωστόσο να εφαρμόζεται η διάταξη του άρθ. 696.1, ώστε να προστατεύεται ο διάδικος που δεν κλητεύθηκε, ή δεν κλητεύθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα καθώς και ο τρίτος, ο οποίος θίγεται από την απόφαση των ασφαλιστικών. 32 Η διάταξη τέθηκε με το άρθ. 4 ε.4 ν. 3388/2005. Πριν πάντως τη σαφή ρύθμιση του νόμου αυτού, γινόταν δεκτό ότι η αναίρεση υπέρ του νόμου δεν υπαγόταν στην απαγόρευση του άρθ. 699 ΚΠολΔ. Βλ. και ΟλΑΠ 13/1999, Δ. 1999. 651 με παρατηρήσεις Μπέη Κ., Φαλτσή Π. Το παραδεκτό της αναιρέσεως υπέρ του νόμου των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων ΝοΒ. 1999. 1017, Δουμουλάκη Β., ό.π., σ. 1198 καθώς και Κατρά Ι., ό.π., σ.209-211. 12

ρύθμιση, η οποία μάλιστα διαστρέβλωνε την αρχή της διάθεσης, η οποία κρατεί στην πολιτική δικονομία 33. Το άρθ. 699 αναφέρεται προφανώς στα ένδικα μέσα που γνωρίζει η δικονομία 34, με τα οποία επιτρέπεται και επιχειρείται η εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση δικαστικής απόφασης εξαιτίας κάποιου νομικού σφάλματος στο οποίο υπέπεσε. Ratio της διάταξης αυτής αποτελεί το αποτέλεσμα στάθμισης μεταξύ της ανάγκης για ταχύτατη ανάληψη δικαστικής προστασίας (λόγω του στοιχείου του κινδύνου) και της ανάγκης για ορθή δικαστική κρίση Πράγματι, φαίνεται ότι η ανάγκη να διατάξει ή να ανακαλέσει το δικαστήριο κάποιο ασφαλιστικό μέτρο προβάλλει εντονότερη σε σχέση με τη δυνατότητα επανελέγχου της δικαστικής κρίσης με κάποιο ένδικο μέσο 35. Καθώς λοιπόν, απαγορεύεται ρητά η άσκηση ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, προβλέπεται εξισορροπητικά, ως αντιστάθμισμα 36, η δυνατότητα ανάκλησης των αποφάσεων τούτων υπό τις καθορισμένες από το νόμο προϋποθέσεις. Στο σημείο αυτό θα ήταν σκόπιμο να διασαφηνίσει κανείς τη διαφορά μεταξύ της «εξαφάνισης» μιας απόφασης μετά την ευδοκίμηση ενός ένδικου μέσου, από την «ανάκληση» της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων με την ευδοκίμηση της αίτησης ανάκλησης κατά τα άρθ. 696-698 ΚΠολΔ. Λοιπόν, στην πρώτη περίπτωση, αναβιώνει η εκκρεμοδικία και έτσι το αρμόδιο δικαστήριο οφείλει να κρίνει εκ νέου την επίδικη έννομη σχέση, ώστε να μην υποπέσει σε ανεπίτρεπτη αρνησιδικία. Αντιθέτως «σε περίπτωση ανακλήσεως της αποφάσεως με την οποίαν διετάχθη ασφαλιστικό μέτρο, οι πράξεις που ενεργήθηκαν εξαιτίας αυτού και οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτές δεν ανατρέπονται αυτοδικαίως, με την έννοια να θεωρούνται αυτές ότι ουδέποτε 33 Βλ. αιτιολογική έκθεση του νόμου, www.hellenicparliament.gr. 34 Βλ. άρθ. 495 ΚΠολΔ, όπου αριθμούνται αποκλειστικά τα τακτικά και έκτακτα ένδικα μέσα. 35 Βλ. σχετικά και Δουμουλάκη Β., ό.π., σ.1193. 36 Βλ. Αρβανιτάκη Π., Τα χρονικά όρια του δεδικασμένου, σ. 79 και Κράνη σε Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, ό.π., σ. 1363. 13

έλαβαν χώρα, αλλά με την ανάκληση της αποφάσεως που διέταξε το ασφαλιστικό μέτρο, ανακόπτεται και η νομιμότητα της συνεχίσεως της ισχύος αυτής και η δημιουργία από αυτήν στη συνέχεια έννομων συνεπειών. Περαιτέρω, η διαπλαστικού χαρακτήρα ανακλητική ή μεταρρυθμιστική απόφαση αναδίδει τις συνέπειες της αυτοδίκαια, δηλαδή δίχως τη σύμπραξη του καθού η λήψη του ασφαλιστικού μέτρου και η αρχική απόφαση επίσης χάνει αυτοδίκαια την ισχύ της και συνεπώς την ιδιότητα του εκτελεστού τίτλου 37» 38. Προβλέπεται δε, η ανάκληση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων είτε από διάδικο ή τρίτο, ο οποίος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα να παραστεί στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων και έχει έννομο συμφέρον, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ακρόασης 39, αλλά και η ανάκληση τέτοιας απόφασης λόγω μεταβολής των πραγμάτων. Στο άρθ. 696.1 προβλέπεται η δυνατότητα αίτησης ανάκλησης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων τόσο από διάδικο, όσο και από τρίτο 40, εφόσον αυτός δεν έχει κλητευθεί ή δεν έχει κλητευθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων. Ως προς το διάδικο που δεν κλητεύθηκε (καθόλου ή νομότυπα και εμπρόθεσμα) δεν αρκεί η ερημοδικία για να γίνει δεκτή η αίτηση ανάκλησης, αλλά θα πρέπει αυτός να έχει έννομο συμφέρον, το οποίο συνίσταται στην επίκληση και πιθανολόγηση ότι το μέτρο δεν διετάχθη νόμιμα, 37 ΟλΑΠ 497/1978, ΝοΒ 1978. 668, ΜΠΡόδου 454/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟS. 38 Βλ. και Κράνη σε Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, ό.π., σ. 1363-1364, Νικολόπουλος Γ., Η ανάκληση των αποφάσεων των ασφαλιστικών μέτρων σε «Η σύγχρονη δυναμική των ασφαλιστικών μέτρων», 1999, σ., 76-77 και Δουμουλάκη Β., ό.π., σ.1193. 39 Βλ. Κράνη σε Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, ό.π., σ. 1364 και ΜΠΑθ. 2946/2010, ΧρΙΔ.2010.467. 40 Βλ. Φαλτσή Π., Νομιμοποίηση για άσκηση αιτήσεως ανακλήσεως ασφαλιστικών μέτρων κατά το άρθ. 696.1 ΚΠολΔ, (γνωμοδότηση), Αρμ. 1988. 123 επ., όπου ο δικονομικός εγγυητήςπροσθέτως παρεμβαίνων, ο οποίος δεν καλύπτεται από το προσωρινό δεδικασμένο θεωρείται τρίτος ως προς τη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων και ως εκ τούτου, νομιμοποιείται να ασκήσει ως τρίτος την αίτηση ανάκλησης του άρθ. 696.1 ΚΠολΔ και Κατρά Ι., ό.π., σ. 213. 14

δίχως δηλαδή να πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την παροχή προσωρινής προστασίας 41. Από την άλλη πλευρά, ο τρίτος, ο οποίος δεν κλητεύθηκε καθόλου, ή δεν κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την ανάκληση των ασφαλιστικών μέτρων που διετάχθησαν, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, το οποίο συνίσταται στην ανεπίτρεπτη προσβολή ισοδύναμων ή υπέρτερων δικαιωμάτων του 42. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση ανάκλησης λειτουργεί όπως η τριτανακοπή 43. Σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη 44 τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθ. 325-329 ΚΠολΔ, δεσμεύονται και από την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ώστε να μην δύνανται να ασκήσουν αίτηση ανάκλησης ως τρίτοι. Ο κύκλος αυτών των προσώπων προστατεύεται τότε με τη διάταξη του άρθ. 568.3 ΚΠολΔ, ώστε να δύναται να ασκήσει την αίτηση ανάκλησης, εφόσον επικαλεστεί συμπαιγνία ή δόλο των διαδίκων 45. Σε περίπτωση δε που γίνει δεκτή μια τέτοια αίτηση ανάκλησης, η παρεχόμενη δικαστική προστασία υποχωρεί, ώστε να μη θίγεται το δικαίωμα του τρίτου. Η διάταξη του άρθ. 696.3 ΚΠολΔ ρυθμίζει τα σχετικά με τη δυνατότητα άσκησης αίτησης ανάκλησης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων εφόσον διάδικος που κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ή παρέστη στη σχετική δίκη 46, επικαλούνται μεταβολή των πραγματικών περιστατικών. Μιλώντας για μεταβολή των πραγμάτων εννοούμε την επίκληση νέων περιστατικών, τα οποία 41 Βλ. Κράνη σε Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, ό.π., σ. 1364 και Χαμηλοθώρη Ι., Ασφαλιστικά μέτρα, ό.π., σ. 79. 42 Βλ. Χαμηλοθώρη Ι., Ασφαλιστικά μέτρα, ό.π., σ. 78. 43 Βλ. Αρβανιτάκη Π., Τα χρονικά όρια του δεδικασμένου, ό.π., σ. 79, καθώς και περαιτέρω παραπομπές. 44 Βλ. Κονδύλη Δ., Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, σ. 706, Χαμηλοθώρη Ι., Ασφαλιστικά μέτρα, ό.π., σ. 78 και εκεί παραπομπές. 45 Βλ. Κράνη σε Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, ό.π., σ. 1364-1365 και Χαμηλοθώρη Ι., Ασφαλιστικά μέτρα, ό.π., σ. 78. 46 Την αίτηση ανάκλησης ασκούν και οι δεσμευόμενοι από το προσωρινό δεδικασμένο, ως διάδικοι, όχι όμως τρίτοι, οι οποίοι ακούν αίτηση ανάκλησης, υπό τις προϋποθέσεις του 696.1 ΚΠολΔ. Βλ. σχετικά Κράνη σε Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, ό.π., σ. 1365 και Χαμηλοθώρη Ι., Ασφαλιστικά μέτρα, ό.π., σ. 80. 15

προέκυψαν μετά την έκδοση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων (οψιγενείς ισχυρισμοί) και είναι κρίσιμα, ώστε να δικαιολογούν την επανεκτίμηση της διατήρησης του ασφαλιστικού μέτρου, είτε την επίκληση γεγονότων τα οποία προϋπήρχαν (οψιφανείς ισχυρισμοί), μα έγιναν γνωστά μεταγενέστερα της απόφασης από συγγνωστή αδυναμία ή άλλη εύλογη αιτία και γι αυτό δεν κατέστη δυνατό να τα επικαλεστεί ο αιτών την ανάκληση κατά τη συζήτηση 47 48. 2. Έναρξη εκτέλεσης- σύγκριση με την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης Εφόσον λοιπόν, ένας διάδικος επέτυχε την έκδοση μιας απόφασης ασφαλιστικών μέτρων με τα χαρακτηριστικά που εν συντομία αναφέρθηκαν και δεδομένου ότι η απόφαση αυτή δεν έχει ανακληθεί ή εκκληθεί, το επόμενο βήμα είναι φυσικά η εκτέλεση της απόφασης αυτής, μιας και αυτό είναι το ζητούμενο, ώστε να καταστεί όντως αποδέκτης αυτής της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Στο πεδίο των ασφαλιστικών μέτρων, πυξίδα για τη διαδικασία της εκτέλεση των αποφάσεων που τα διατάσσουν αποτελεί το άρθ. 700 ΚΠολΔ. Ήδη από την πρώτη παράγραφό του, γίνεται παραπομπή στις διατάξεις περί αναγκαστικής εκτέλεσης, (άρθ. 904 επ. ΚΠολΔ). Έτσι λοιπόν, θα πρέπει να εκκινεί κανείς από τη σκέψη ότι γενικώς θα εφαρμόζονται οι διατάξεις περί αναγκαστικής εκτέλεσης και θα υφίσταται ειδική ρύθμιση, όταν η ίδια η φύση των αποφάσεων 47 Τα σφάλματα της απόφασης δεν συνιστούν μεταβολή των πραγμάτων- κάτι τέτοιο εξ άλλου θα εξίσωνε την αίτηση ανάκλησης με ένδικο μέσο ούτε αποτελεί μεταβολή η μεταβολή της νομολογίας. Αποτελεί όμως η μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος, καθώς στην περίπτωση αυτή εκλείπει το νομικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο εδράζει η διατήρηση της ισχύος του ασφαλιστικού μέτρου. Βλ. ενδελεχή ανάλυση των ζητημάτων που αφορούν τη δυνατότητα προβολής αυτών των ισχυρισμών σε Αρβανιτάκη Π., Τα χρονικά όρια του δεδικασμένου, ό.π., ιδίως σ. 83-87 και Κράνη σε Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, ό.π., σ. 1366. 48 Βλ. και ΕφΘεσ 3308/2003, Αρμ. 2004.252, όπου κρίθηκε πως είναι δυνατό να γίνει επίκληση οψιφανούς ισχυρισμού, αρκεί να αποδεικνύεται με μέσο (π.χ. έγγραφο), το οποίο προϋπήρχε της ανακλητέας απόφασης. 16

ασφαλιστικών μέσων και η ανάγκη ταχύτητας για παροχή προσωρινής προστασίας την επιβάλλει. Βέβαια, κάνοντας λόγο για εκτέλεση της απόφασης που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα προκειμένου να ακριβολογούμε 49, θα πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ των συντηρητικών (προσημείωση υποθήκης, συντηρητική κατάσχεση, μεσεγγύηση, εγγυοδοσία, σφράγιση/ αποσφράγιση) και των ρυθμιστικών ασφαλιστικών μέτρων (προσωρινή ρύθμιση κατάσταση και προσωρινή επιδίκαση απαίτηση). Στην πρώτη περίπτωση, δεν υφίσταται κατά κυριολεξία κάποια εκτελεστή αξίωση κατά του καθ ου τα ασφαλιστικά μέτρα, αλλά όντως πρόκειται για μέτρα που προβλέπει το δίκαιο, προκειμένου να εξασφαλιστεί μια μελλοντική αναγκαστική εκτέλεση. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση, αν και η ασφαλιζόμενη απαίτηση δεν εξοπλίζεται με εκτελεστότητα, «διαπλάθεται για πρώτη φορά μία εκτελεστή υποχρέωση του καθού να καταβάλλει μέρος της προσωρινά επιδικαζόμενης απαίτησης, ή (στο πλαίσιο της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης) να ενεργήσει/ παραλείψει/ ανεχθεί κάποια πράξη, υποχρέωση την οποία δεν είχε πριν την έκδοση της απόφασης» 50. Κατά τη διάταξη του άρθ. 918 ΚΠολΔ, για να πραγματοποιηθεί εκτέλεση θα πρέπει όχι μόνο να υφίσταται εκτελεστός τίτλος 51, αλλά απαιτείται και περιαφή αυτού με εκτελεστήριο τύπο, ο οποίος συνίσταται στην έκδοση του τίτλου στο όνομα του ελληνικού λαού και στη διαταγή προς όλα τα κρατικά όργανα να τον εκτελέσουν. Στη συνέχεια αντίγραφο του ως άνω απογράφου με επιταγή προς 49 Βλ. Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, ό.π., σ. 1374, όπου γίνεται διάκριση σε εκτέλεση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων υπό ευρεία έννοια η πραγμάτωση των οποίων γίνεται δίχως τη συνδρομή οργάνων της εκτέλεσης και υπό στενή έννοια, όταν απαιτείται η συνδρομή των οργάνων της εκτέλεσης και γίνεται κατά τις διατάξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης. 50 Μπέης Κ., Ασφαλιστικά Μέτρα, 1990, σ. 219-220. Για εκτέλεση με την έννοια της αναγκαστικής εκτέλεσης μπορούμε επίσης να μιλάμε, όταν πρόκειται για τη διάταξη της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων περί τα δικαστικά έξοδα, διάταξη η οποία εκτελείται κανονικά κατά τις διατάξεις πε ρ αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και για τις προσωρινές διαταγές, οι οποίες περιλαμβάνονται στους εκτελεστούς τίτλους του άρθ. 904 ΚΠολΔ. Πρβλ. και Γιακουμή Δ., ό.π., σ. 263, Χαμηλοθώρη Ι., Ασφαλιστικά μέτρα, ό.π., σ. 90, Τζίφρα Π., Ασφαλιστικά Μέτρα, 1985, σ. 65. 51 Βλ. άρθ. 904.2 ΚΠολΔ, όπου ορίζεται ποιοι είναι οι εκτελεστοί τίτλοι. 17

εκτέλεση 52 επιδίδεται κατά το άρθ. 924 ΚΠολΔ στον καθ ου η εκτέλεση, ενώ μετά την επίδοση αυτή, καμία άλλη πράξη εκτέλεσης δεν επιτρέπεται να επιχειρηθεί επί ποινή ακυρότητας προτού περάσουν τρείς εργάσιμες ημέρες από την επίδοση 53. Αναφορικά προς την περίπτωση τώρα των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής σε σχέση με την ως άνω προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης: - Κατά το άρθ. 700.2, εδ. α ΚΠολΔ, «η εκτέλεση του μέτρου γίνεται χωρίς να εκδοθεί απόγραφο, με βάση αντίγραφο ή απόσπασμα της απόφασης που το διατάζει, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη κοινοποίηση αντιγράφου της». Έτσι λοιπόν, προκειμένου να διευκολυνθεί η εκτέλεσή της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων δεν εκδίδεται απόγραφο, αλλά για την εκτέλεση αρκεί η επίδοση ενός απλού αντιγράφου της απόφασης, ή αποσπάσματος αυτής, το οποίο θα περιέχει το δικαστήριο, τον αριθμό της απόφασης, τους διαδίκους και το διατακτικό 54. - Οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων εκτελούνται δίχως να απαιτείται να επιδοθεί και επιταγή προς εκτέλεση στον καθ ου η εκτέλεση. Μια τέτοια ρύθμιση εναρμονίζεται και με τη διάταξη του άρθ. 687 ΚΠολΔ, όπου προβλέπεται η συζήτηση της αίτησης, ακόμα και δίχως κλήτευση του καθ ου, σε περίπτωση «εξαιρετικά κατεπειγουσών περιπτώσεων, ή όταν επίκειται άμεσος κίνδυνος». Τέτοιες ρυθμίσεις εντάσσονται προφανώς στη λογική της υπεροχής της ταχύτητας παροχής προσωρινής προστασίας, έναντι της τήρησης όλων των 52 Κατά το άρθ. 927 ΚΠολΔ. 53 Βλ. άρθ. 926 ΚΠολΔ. 54 Κατράς Ι., Σύστημα Ασφαλιστικών μέτρων κλπ., ό.π., σ. 228. 18

εχεγγύων μιας πολιτικής δίκης, λόγω ακριβώς της ύπαρξης του στοιχείου του επείγοντος 55. - Ειδική αντιμετώπιση ωστόσο απολαμβάνουν οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων της προσωρινής επιδίκασης απαιτήσεως (άρθ. 728-730 ΚΠολΔ) και της προσωρινής ρύθμισης κατάστασης (άρθ. 731-736 ΚΠολΔ), τα λεγόμενα ρυθμιστικά μέτρα 56. Στις περιπτώσεις αυτές απαιτείται κατά τη διάταξη του άρθ. 700.2 εδ.β επίδοση επιταγής προς εκτέλεση και προβλέπεται ότι μετά την επίδοση δεν επιτρέπεται άλλη πράξη εκτέλεσης προτού περάσουν 24 ώρες, ενώ μετά την άπρακτη παρέλευση έτους από την επίδοση της επιταγής επέρχεται η συνέπεια του άρθ. 926 ΚΠολΔ, διαφορετικά γεννάται λόγος ακύρωσης της διαδικασίας της εκτέλεσης, ανοίγοντας το δρόμο για δίκη περί την εκτέλεση κατά το άρθ. 702 ΚΠολΔ 57. Τότε λοιπόν, θα πρέπει η επιταγή προς εκτέλεση να υπάρχει κάτω από το αντίγραφο ή το απόσπασμα της απόφασης που επιδίδεται και δεν αρκεί απλή επίδοση αυτών προς γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες 58. Ίδια μεταχείριση έχουν και διατάξεις των αποφάσεων αυτών σχετικά με τα δικαστικά έξοδα απαιτείται για την εκτέλεση και αυτών επίδοση του αντιγράφου ή αποσπάσματος της απόφασης καθώς και επιταγή στον καθού η εκτέλεση 59. 55 Βλ. και ΜΠΑθ. 2647/2010, ΕφΑΔ 2010. 977. 56 Σε αντιπαραβολή με τα συντηρητικά ασφαλιστικά μέτρα (συντηρητική κατάσχεση, μεσεγγύηση, προσημείωση υποθήκης κλπ. 57 Βλ. Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ., 2000, άρθ. 700, σ. 1374 και Μπέη Κ., Ασφαλιστικά Μέτρα, ό.π., σ. 224 58 Βλ. Κατρά Ι., Σύστημα Ασφαλιστικών μέτρων κλπ., ό.π., σ. 228. 59 Βλ και Μπέη Κ., Ασφαλιστικά Μέτρα, ό.π., σ. 225-226, όπου ο συγγραφέας παρατηρεί ότι και η εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα γίνεται και με απλό απόσπασμα της απόφασης κ όχι κατ ανάγκη με αντίγραφο αυτής, όπως αναφέρει το γράμμα της διάταξης του άρθ. 700.4 ΚΠολΔ, προβαίνοντας συγχρόνως και σε σύντομη ιστορική αναδρομή της διάταξης. 19

3. Δίκες περί την εκτέλεση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων κατά το άρθ. 702 ΚΠολΔ. 3.1. Γενικά Υπό την προϋπόθεση λοιπόν ότι ξεκίνησε η διαδικασία της εκτέλεσης των αποφάσεων που μας απασχολούν, προβλέπεται στο άρθ. 702 ΚΠολΔ η διαδικασία με την οποία δύναται να επιλυθούν διαφορές που ενδέχεται να προκύψουν. Στο εν λόγω άρθρο ρυθμίζεται η επίλυση διαφορών που έχουν σχέση με την εκτέλεση απόφασης που διατάσσει, ή ανακαλεί ολικά ή μερικάασφαλιστικά μέτρα. Στην περίπτωση αυτή η διαφορές εκδικάζονται από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, εφαρμόζονται δε οι διατάξεις των άρθ. 686 επ. ΚΠολΔ. Βασικά ερωτήματα που τίθενται στο πλαίσιο των δικών αυτών είναι α) ποιο είναι το αντικείμενο αυτών και πιο συγκεκριμένα ποια σχέση έχουν οι εν λόγω αντιρρήσεις/ ανακοπή με τις ανακοπές που αφορούν στην αναγκαστική εκτέλεση κατά τις οικείες διατάξεις του ΚΠολΔ; β) οι διαφορές αυτές με ποια διαδικασία εκδικάζονται, οι δε αποφάσεις που εκδίδονται επ αυτών ποιες έννομες συνέπειες συνεπάγονται για την πορεία της εκτέλεσης των ασφαλιστικών μέτρων; 3.2. Το αντικείμενο της δίκης κατά το άρθ. 702 ΚΠολΔ. Κάνοντας λόγο για διαφορές ως προς την εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων (είτε αυτής που διατάσσει, είτε αυτής που ανακαλεί εν όλω ή εν μέρει) και προσωρινών διαταγών 60, νοούνται οι όποιες διαφορές προκύπτουν κατά την πραγμάτωση της απόφασης, δηλαδή κατά την εκτέλεσή της, όπως ορίστηκε ανωτέρω 61. Οι διαφορές αφορούν σε ακυρότητες ή αταξίες κατά την εκτέλεση 60 Βλ. Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ., 2000, άρθ. 700, σ. 1378. 61 Βλ. και Μπέη Κ., Ασφαλιστικά Μέτρα, ό.π., σ. 233, όπου εύστοχα σημειώνεται ότι η φύση των ασφαλιστικών μέτρων δεν επιτρέπει την ένταξη στις δίκες περί την εκτέλεση του άρθ. 702 ΚΠολΔ και δικών που αφορούν στην λήψη ρυθμιστικών μέτρων που προωθούν την πορεία της εκτέλεσης, όπως η αίτηση διόρθωσης του προγράμματος πλειστηριασμού, ή την αίτηση αναστολής αυτού. Εξαίρεση αποτελεί η εκτέλεση της προσωρινής επιδίκασης απαιτήσεως, οπότε στην περίπτωση αυτή υφίστανται και δίκες με το ως άνω ρυθμιστικό αντικείμενο. 20

αυτών των αποφάσεων, δηλαδή διαφορές τόσο σχετικές με την ακυρότητα του τίτλου (απόφασης ή προσωρινής διαταγής), όσο και με την προδικασία, αλλά και την μετέπειτα διαδικασία 62. Με τις αντιρρήσεις αυτές λοιπόν, δεν προβάλλει ο καθ ου η εκτέλεση παράπονα σχετικά με το περιεχόμενο της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων. Δεν γίνεται έλεγχος της ορθότητας της απόφασης, ώστε να προσβάλλεται το προσωρινό δεδικασμένο, υπό της έννοια της διαπλαστικής ενέργειας που παράγει η απόφαση των ασφαλιστικών 63. Ένας τέτοιος έλεγχος είναι δυνατός μόνο με την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της αίτησης ανάκλησης, καθώς αντικείμενο της δίκης κατά το άρθρο 702 ΚΠολΔ, είναι το κύρος της υλοποίησης των ασφαλιστικών μέτρων που διατάχθηκαν και όχι αμφισβητήσεις για την ορθότητά της απόφασης που τα διατάσσει 64. Στην έννοια των δικών κατά την εκτέλεση, όπως αναφέρονται στον παράτιτλο του άρθ. 702 ΚΠολΔ, υπάγονται όλες οι διαφορές που ενδέχεται να προκύψουν γενικά κατά την υλοποίηση (την πραγμάτωση) του ασφαλιστικού μέτρου. Και χρησιμοποιείται ο όρος «υλοποίηση», διότι όπως σημειώθηκε παραπάνω δεν υφίσταται σε όλες τις περιπτώσεις εκτέλεσης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων η κατ ακριβολογία «αναγκαστική εκτέλεση» και παράδειγμα προς τούτο είναι η προσημείωση υποθήκης 65. 62 Βλ. Χαμηλοθώρη Ι., Ασφαλιστικά μέτρα, ό.π., σ. 92 με παραπομπές σε παλαιότερη νομολογία καθώς και ενδεικτικά την πολύ κατατοπιστική απόφαση ΜΠΆρτας 588/2005, Δ. 2006.212 με παρατηρήσεις της Μπαλογιάννη Ε. και ΜΠΘεσ. 1206/1988, Αρμ. 1988.358 63 Βλ. και ΑΠ 1312/2003, ΧρΙΔ 2004.245 και ΑΠ 439/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟS, όπου για το προσωρινό δεδικασμένο αναφέρεται ότι: «προβάλλεται προς απόκρουση νέας αιτήσεως μεταξύ των ιδίων διαδίκων με βάση τον ίδιο πραγματικό και νομικό λόγο και δεν δεσμεύει την κυρία μεταξύ αυτών δίκη [για τη νομή ή την κυριότητα]» 64 Βλ. ΜΠρΑθ 2647/2010, ΕφΑΔ 2010.977, και παρατηρήσεις Μπαλογιάννη Ε. σε ΜΠΆρτας 588/2005, Δ. 2006.212. 65 Στην περίπτωση αυτή, θα μπορούσαν να προκύψουν διαφορές που αφορούν την εγκυρότητα του τίτλου, όπως η εγγραφή βάσει τίτλου που έχει αποδυναμωθεί, ή ανακληθεί, ή που δεν φέρει χρονολογία κατά το άρθ. 1329 ΑΚ. Εξάλλου, αναφορικά προς το ασφαλιστικό μέτρο της εγγυοδοσίας, ας σημειωθεί ότι δεν υφίσταται κατ ουσία εκτέλεση, καθώς σε περίπτωση που αυτή δεν παρασχεθεί εκούσια, το δικαστήριο οφείλει κατόπιν αίτησης να δεχθεί την αντικατάσταση του μέτρου αυτού με επαχθέστερο. Για το θέμα αυτό βλ. και Μπέη Κ., Ασφαλιστικά Μέτρα, ό.π., σ. 219 και 262 επ. 21

Για τις διαφορές που εμπίπτουν στο πεδίο ορισμού της διάταξης του άρθρου 702 ΚΠολΔ 66, ως προς την εκδίκαση και επίλυσή τους θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής: εφαρμόζεται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δηλαδή των άρθρων 686-699 ΚΠολΔ 67, συμπληρωματικά δε οι διατάξεις 933 επ. ΚΠολΔ 68 εάν δε, εισαχθεί προς συζήτηση σε άλλη διαδικασία, θα πρέπει να παραπεμφθεί στη σωστή των ασφαλιστικών μέτρων 69 Προφανώς η ανάγκη ενότητας της διαδικασίας κατά την αίτηση και παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας καθιστά απαραίτητο να εκδικάζονται όλες οι αιτήσεις που αφορούν τα ασφαλιστικά μέτρα με την ίδια διαδικασία (άρθ. 682 επ.). Στην περίπτωση όμως της προσωρινής επιδίκασης απαιτήσεως, καθώς η σχετική απόφαση συνιστά εκτελεστό τίτλο κατά το άρθ. 904.2 ΚΠολΔ, οι όποιες αντιρρήσεις περί την εκτέλεση δικάζονται κατά την διαδικασία των ανακοπών του άρθ. 933 και 936 ΚΠολΔ 70. Αρμόδιο δικαστήριο είναι αυτό το οποίο εξέδωσε την απόφαση, η οποία επιχειρείται να εκτελεστεί, αλλά παράλληλη αρμοδιότητα έχει και το μονομελές πρωτοδικείο, ή (ελλείψει αυτού) το ειρηνοδικείο του τόπου όπου εκτελείται η απόφαση (ή η προσωρινή διαταγή) 71 τέτοια επείγουσα περίσταση θα πρέπει να την προσεγγίσει κανείς με γνώμονα τον 66 Στις διατάξεις για τα επιμέρους ασφαλιστικά μέτρα γίνεται επίσης παραπομπή στη διάταξη του άρθ. 702 ΚΠολΔ βλ. την περίπτωση αντικατάστασης μεσεγγυούχου (άρθ. 717), ή τη χορήγηση άδειας προς εκποίηση των κατεσχεμένων (άρθ. 719 ΚΠολΔ). 67 Βλ. και ΑΠ 298/2003, Δ/νη 2004.407 και ΜΠΑθ. 4946/2007, Δ/νη 2008.302. 68 ΜΠρΙω. 463/2007, ΕφΑΔ 2008. 588 με σημείωμα Κατηφόρη Ν., ΜΠΆρτας 588/2005, ό.π., ΜΠΘεσ. 1206/1988, Αρμ. 1988.358. 69 Βλ. και ΕφΑθ 8365/1989, Δ/νη 1993.1375. 70 Βλ. Μπέη Κ., Ασφαλιστικά Μέτρα, ό.π., σ. 240-241. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τις διαφορές που εγείρονται στο πλαίσιο της εκτέλεσης απόφασης που ρυθμίζει προσωρινά την κατάσταση, οπότε και εφαρμόζονται κανονικά ταω του άρθ. 702 ΚΠολΔ. 71 Βλ. άρθ. 702 ΚΠολΔ. 22

πιθανολογούμενο κίνδυνο να ματαιωθεί η προσωρινή δικαστική προστασία που επιδιώκεται 72. Ανάλογα δε με τη φύση της ακυρότητας που προβάλλεται είναι δυνατή η άσκηση ανακοπής (αίτησης) με αναγνωριστικό ή καταψηφιστικό αίτημα 73. Με αυτή δίνεται η δυνατότητα να προβληθεί ακυρότητα που αφορά όλη τη διαδικασία της εκτέλεσης ασφαλιστικού μέτρου, λαμβανομένων υπ όψιν των ιδιαιτεροτήτων που εμφανίζουν οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων, όπως φερειπείν το ότι η εκτέλεση του μέτρου γίνεται δίχως να εκδοθεί απόγραφο και δίχως να απαιτείται επιταγή προς εκτέλεση παρά πόδας του αντιγράφου ή αποσπάσματος της απόφασης. Στο πλαίσιο της αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά την εκτέλεση των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων θα πρέπει να σημειωθεί και το εξής: Αντικείμενο των αντιρρήσεων του άρθ. 702 ΚΠολΔ είναι τα ελαττώματα της εκτέλεσης και συγκεκριμένα οι ακυρότητες των επιμέρους πράξεων κατά το άρθ. 159 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και εδώ. Επομένως οι ακυρότητες αυτές ενδέχεται είτε να προβλέπονται ρητώς από τις διατάξεις του Κώδικα (άρθ. 159.1 ΚΠολΔ), είτε να κηρύσσονται ως τέτοιες από το δικαστήριο, το οποίο αποδέχεται την ανακοπή του άρθ. 702 σε συνδυασμό με το άρθ. 933 επ. ΚΠολΔ., εφόσον έχει αποδειχθεί και βλάβη του επικαλούντος την ακυρότητα 74 Διαφορές λοιπόν που θα μπορούσαν να προκύψουν κατά την εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να αφορούν ελαττώματα σχετικά με την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των υποκειμένων της εκτέλεσης, 72 Βλ. Μπέη Κ., Ασφαλιστικά Μέτρα, ό.π., σ. 233. 73 Βλ. Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ., 2000, άρθ. 700, σ. 1378, όπου δίνεται δεκτό ότι είναι δυνατό η ακυρότητα στην περίπτωση αυτή να αναγνωριστεί και κατά τη διαγνωστική δίκη και ΜΠρΑθ 1120/2008, ΕΠολΔ.2009.534 με παρατηρήσεις Γιαννόπουλου Π και ΜΠρΑθ. 15776/1997, Δ/νη 1998.1423. 74 Βλ. Γέσιου- Φαλτσή Π., Αναγκαστική εκτέλεση, Γενικό μέρος, ό.π., σ. 249-251. 23

ώστε εάν φερειπείν έχει παρεμβληθεί ειδική ή καθολική διαδοχή δίχως τις αναγκαίες διατυπώσεις κατά το άρθ. 925 ΚΠολΔ, αναλογικά εφαρμοζόμενο και αυτό να καθίστανται οι πράξεις εκτέλεσης άκυρες και μάλιστα δίχως επέλευση δικονομικής βλάβης 75, ενώ άλλα ελαττώματα αφορούν την ακυρότητα πράξεων της εκτέλεσης, όπως είναι αυτά που προκύπτουν από την αυτοδίκαιη άρση του ασφαλιστικού μέτρου 76, την συντηρητική κατάσχεση ακατασχέτων, την κατάσχεση αντικειμένων τρίτου 77, την καταχρηστική κατάσχεση στα χέρια τρίτου 78. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι εκφεύγουν του πεδίου ορισμού του άρθ. 702 ΚΠολΔ η περίπτωση του ασφαλιστικού μέτρου της εγγυοδοσίας και της σφράγισης/ αποσφράγισης περιουσιακών στοιχείων. Στην πρώτη περίπτωση καθώς ο αιτών τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσεται να καταβάλλει εγγύηση πριν τα εκτελέσει, θα πρέπει προφανώς αυτός εκούσια να συμμορφωθεί και εάν διαφωνεί να ζητήσει ανάκληση αυτών, όχι όμως να εναντιωθεί στην εκτέλεσή τους. Ο δε καθού η αίτηση των ασφαλιστικών μάλλον στερείται εννόμου συμφέροντος να εναντιωθεί με κάποια ανακοπή στην εκούσια συμμόρφωση του αιτούντα να καταβάλλει εγγύηση. Στην περίπτωση δε που επιχειρηθεί εκτέλεση παρά τη μη καταβολή εγγύησης, θα εναντιωθεί κατά της πράξης εκτέλεσης που επιχειρείται. Στην περίπτωση τώρα της σφράγισης/ αποσφράγισης εφαρμόζεται η διάταξη του άρθ. 738 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει τα της εκτέλεσης των μέτρων αυτών 79. Αναφορικά προς το μέτρο της προσημείωσης υποθήκης (άρθ. 706/ 724 ΚΠολΔ), η ανακοπή του άρθ. 702 ΚΠολΔ θα μπορούσε να έχει αίτημα τόσο την 75 Βλ. Καλαβρό Κ.Φ., Το ανίσχυρο των διαδικαστικών πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, 2010, σ. 24 και ΑΠ 345/2006, Δ. 2006.1170. 76 Ιδίως δε τη περίπτωση της αυτοδίκαιης άρσης της συντηρητικής κατάσχεσης κατά τους ορισμούς του άρθ. 715.5 ΚΠολΔ. 77 Βλ. Χαμηλοθώρη Ι., Ασφαλιστικά μέτρα, ό.π., σ. 93 και Τζίφρα Π., Ασφαλιστικά Μέτρα, 1985, σ. 68 επ. 78 Βλ. μείζονα πρόταση της ΜΠρΑθ 2647/2010, ΕφΑΔ 2010.977. 79 Βλ. Μπέη Κ., Ασφαλιστικά Μέτρα, ό.π., σ. 236-238. 24

αναγνώριση της ακυρότητας της εγγραφής προσημείωσης, όσο και την ακύρωση της εγγραφής λόγω κάποιου ελαττώματος ή παρατυπίας, αλλά και λόγω ελαττώματος στη διαδικασία τροπής της προσημείωσης σε υποθήκη 80. Θα μπορούσε λοιπόν εδώ να υπαχθεί ανακοπή με αίτημα την εξάλειψη εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, διότι όταν αυτή ενεγράφη, το ακίνητο επί του οποίου το βάρος, δεν ανήκε στον καθ ου 81, ή γενικά όταν συντρέχει κάθε λόγος απόσβεσης της απαίτησης, η οποία ασφαλίζεται με το μέτρο της προσημείωσης υποθήκης κατά τα άρθ. 1317-1318, 1323 ΑΚ και ο δανειστής της απαίτησης δεν συναινεί στην εξάλειψη της εγγραφής της προσημείωσης 82. Αυτό συμβαίνει φερειπείν αν εξοφλήθηκε η απαίτηση ή ο δανειστής παραιτήθηκε από την απαίτησή του, ή η προσημείωση είχε άκυρα εγγραφεί. Στην τελευταία περίπτωση αυτή, κατά τα κρατούντα στη θεωρία και νομολογία, η αίτηση για εξάλειψη προσημείωσης που έχει εγγραφεί με βάση διαταγή πληρωμής εκδικάζεται από το εκδώσαν τη διαταγή πληρωμής δικαστήριο, ακολουθώντας τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον βεβαίως συντρέχει προς τούτο λόγος, όπως η εξόφληση της απαίτησης, ή η ακύρωση της διαταγής πληρωμής 83, ή η επιχείρηση εκτέλεσης δυνάμει διαταγής πληρωμής, η οποία δεν είχε επιδοθεί εμπρόθεσμα κατά το άρθ. 630Α. Τέλος, στο πλαίσιο του αντικειμένου της ανακοπής του άρθ. 702 ΚΠολΔ, εντάσσονται και αντιρρήσεις που αφορούν το κύρος της τροπής της προσημείωσης σε υποθήκη. Έτσι λοιπόν θα γινόταν δεκτή μία ανακοπή με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της τροπής της προσημείωσης σε υποθήκη, εφόσον η απαίτηση δεν έχει καταστεί ακόμη τελεσίδικη κατά το άρθ. 1277 ΑΚ, ή εάν τράπηκε σε υποθήκη αφού παρήλθαν οι 90 μέρες που προβλέπει το άρθ. 1323 ΑΚ 84. 80 Βλ. Μπέη Κ., Ασφαλιστικά Μέτρα, ό.π., σ. 238. 81 ΜΠρΑθ 10221/2001, Δ/νη 2003.864. 82 ΜΠρΞανθης 176/1990, Δ. 1992.525. 83 ΜΠρΡοδ. 4618/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΜΠρΑθ. 6529/1989, Δ. 1990.70, ΜΠρΜεσ. 219/1989, Δ. 1990.724. 84 Βλ. Μπέη Κ., Ασφαλιστικά Μέτρα, ό.π., σ. 239. 25

Αναφορικά προς το μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης και της δικαστικής μεσεγγύησης, οι διαφορές που θα μπορούσαν να παρουσιαστούν κατά την εκτέλεση θα είχαν προφανώς να κάνουν με την αποδυνάμωση της απόφασης, λόγω μη εμπρόθεσμης άσκησης αγωγής για την κύρια απαίτηση (άρθ. 715.5 ΚΠολΔ), λόγω εκτέλεσης παρά τη μη εμπρόθεσμη καταβολή την διατασσόμενης εγγυοδοσίας (άρθ. 694 ΚΠολΔ), αλλά και την συντηρητική κατάσχεση ακατασχέτων πραγμάτων 85. Άλλες περιπτώσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν είναι οι εξής: Η εκτέλεση να στηρίζεται σε απόφαση ασφαλιστικών νομής, αν και η αξίωση από προσβολή της νομής είχε παραγραφεί κατά το άρθ. 992 ΑΚ, αφού δηλαδή είχε παρέλθει ένα έτος από την προσβολή της νομής 86. Τότε προσβάλλεται η εκτέλεση με την ανακοπή του άρθ. 702 ΚΠολΔ καθώς η εκτέλεση έγινε μετά τη συμπλήρωση της ετήσιας παραγραφής 87. Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση εκτέλεσης απόφασης που διατάσσει συντηρητική κατάσχεση, δίχως η έκδοση της απόφασης να συνοδεύεται από άσκηση αγωγής εντός 30 ημερών σύμφωνα με το άρθ. 715.5 ΚΠολΔ. Πρόκειται για εκτέλεση απόφασης, η οποία έχει αυτοδίκαια αρθεί 88, λόγω παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας του άρθ. 715.5 ΚΠολΔ 89. Στην τελευταία περίπτωση πάντως υφίσταται διχογνωμία εάν η αυτοδίκαιη άρση θεμελιώνει λόγο ακυρότητας κατά το συνδυασμό των άρθρων 702 και 933 85 Βλ. Μπέη Κ., Ασφαλιστικά Μέτρα, ό.π., σ. 239 και αμέσως παρακάτω για την αντιμετώπισης της περίπτωσης «αποδυνάμωσης της απόφασης». 86 Βλ. ΕιρΡόδου 50/1998, ΑρχΝ 2000.562 άλλο είναι το ζήτημα ότι στην απόφαση αυτή η αξίωση από προσβολή νομής δεν υπόκειται στην ενιαύσια παραγραφή του άρθ. 992 ΑΚ, επειδή επρόκειτο για ακίνητα κυριότητας του Δημοσίου. 87 Βλ. ΠΠρΒολ. 440/1983, ΝοΒ 1984.891. 88 Bλ. Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ., 2000, άρθ. 693, σ. 1357-1358, όπου γίνεται σχετική αναφορά στην αποδυνάμωση της απόφασης συνεπεία της άπρακτης προθεσμίας άσκησης αγωγής για την κύρια υπόθεση ΑΠ 573/2009, ΧρΙΔ 2010. 42, ΠΠρΘεσ 2679/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟS, ΜΠρΡοδ 201/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟS. Βλ. και ΜΠρΑθ 3292/2008, ΕΠολΔ 2009.97, όπου εξετάζεται η περίπτωση ανακοπής κατά εκτέλεσης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, η οποία είχε ανακληθεί και ως εκ τούτου, η ανακοπή εδώ απορρίπτεται ως απαράδεκτη. 89 Βλ. ΜΠρΙω 29/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟS. 26