Ο ρόλος της συνοδού στα πλαίσια της ενταξιακής εκπαίδευσης Κλεάνθους Αφροδίτη Πανεπιστήμιο Κύπρου Παπαλεξανδρή Τριάδα Πανεπιστήμιο Κύπρου Φτιάκα Ελένη Πανεπιστήμιο Κύπρου Περίληψη Η παρούσα εργασία διερευνά τις περιπτώσεις τεσσάρων συνοδών που βοηθούν παιδιά με αναπηρίες σε τέσσερα δημοτικά σχολεία της Λευκωσίας κατά το ακαδημαϊκό έτος 2011-2012. Λόγω των τεσσάρων περιπτώσεων αυτών δραττόμαστε της ευκαιρίας να μελετήσουμε πώς διαμορφώνεται ο ρόλος της συνοδού και ποια τα καθήκοντα αυτού, πώς αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους σε σχέση με την ένταξη, κατά πόσο υπάρχει συνεργασία με όλους τους εμπλεκομένους φορείς όπως για παράδειγμα, η συνεργασία της συνοδού με τον δάσκαλο της γενικής τάξης, οι σχέσεις των συνοδών με την οικογένεια του ανάπηρου παιδιού, καθώς και κατά πόσο ο ρόλος των συνοδών συμβάλλει στην αλληλεπίδραση των παιδιών με αναπηρίες σε σχέση με τους συμμαθητές τους. Επιπλέον, ερευνάται εάν οι συνοδοί έχουν λάβει επιμόρφωση και κατά πόσο αυτή κρίνεται απαραίτητη. Τα ερωτήματα αυτά έρχεται να διαπραγματευτεί η παρούσα έρευνα. Εισαγωγή Σκοπός της ενταξιακής εκπαίδευσης είναι η ευημερία όλων των μαθητών με προϋπόθεση τη μετατροπή των σχολείων σε οργανισμούς, έτοιμους και πρόθυμους να υποδεχτούν το μαθητικό πληθυσμό. Η ενταξιακή διαδικασία στοχεύει στην αύξηση της συμμετοχής όλων των μαθητών, στον περιορισμό πρακτικών αποκλεισμού και διάκρισης σε ένα σχολείο που θα ανταποκρίνεται στην ετερογένεια του πληθυσμού του. Στόχος, κανένας μαθητής να μη μείνει έξω από το σχολείο ενώ καλείται να αντιμετωπίσει ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Την τελευταία δεκαετία παρατηρείται ραγδαία αύξηση του αριθμού των συνοδών, που απαρτίζουν τα σχολεία γενικής εκπαίδευσης. Θεωρείται ότι οι συνοδοί διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο για τον θεσμό της ένταξης, καθώς στο πρόσωπο τους το όραμα αυτό παίρνει σάρκα και οστά. Το υπάρχον διαχωριστικό σύστημα της γενικής και ειδικής εκπαίδευσης σύμφωνα με τους Giangreco και Doyle (2002) συνεχίζει να μεταχειρίζεται κάποιους μαθητές με αναπηρίες σαν «ζεστή πατάτα» που κανείς δεν τη θέλει. Επίσης οι Giangreco, Edelman και Broer (2001) σημειώνουν πως σε αυτές τις περιπτώσεις, οι συνοδοί συχνά είναι αυτοί που υποστηρίζουν το μαθητή, κάνουν δουλειά στις τάξεις και πρέπει να αξίζουν το σεβασμό, την εκτίμηση και την αναγνώριση μας. Βέβαια αυτά συμβαίνουν στις Η.Π.Α. όπου το εκπαιδευτικό σύστημα και οι συνοδοί διαφέρουν σε σχέση με αυτά που γίνονται στην κυπριακή κοινωνία όπου ο συνοδός έχει το ρόλο κυρίως φροντιστή. Παρότι ο ρόλος των συνοδών δεν έχει διερευνηθεί αρκετά ούτως ώστε να υπάρχει πληθώρα βιβλιογραφικών αναφορών,έχει επεκταθεί στην Κύπρο. Η αποτελεσματική συνεργασία με τους συνοδούς σύμφωνα με τους Giangreco, Suter και Doyle (2010) είναι μεγίστης σημασίας για την παρεχόμενη ενταξιακή εκπαίδευση στα γενικά σχολεία. Καθώς αυτή η συνεργασία μεταξύ των εμπλεκομένων είναι σημαντική ώστε να έχουμε επιτυχημένη ένταξη των παιδιών με αναπηρίες, ουσιαστικά θέματα που αναφέρονται στη συνεργασία αυτή ανάμεσα σε συνοδούς, δασκάλους και γονείς παραμένουν υπό μελέτη. 254
Κατά τη διεξαγωγής της μελέτης βασική επιδίωξη ήταν να διερευνήσουμε περεταίρω το ρόλο της συνοδού, έτσι θεωρήσαμε απαραίτητο να μελετήσουμε αρχικά τα προσόντα τα οποία διακρίνουν τους συνοδούς. Ανακαλύψαμε ότι τα τελευταία ποικίλουν αρκετά. Στην Κύπρο και στα πλαίσια του μικρού μας δείγματος, οι περισσότερες είναι απόφοιτες λυκείου και δεν έχουν προηγούμενες εμπειρίες ή βιώματα, είτε από γενική είτε από ειδική εκπαίδευση, τόσο επαγγελματικά όσο και ακαδημαϊκά. Προσόντα συνοδών Σύμφωνα με την εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού (2009), παρατίθεται μία σειρά καθηκόντων για τους συνοδούς. Ως απαραίτητο προσόν κρίνεται το απολυτήριο λυκείου, ενώ το ανώτερο δίπλωμα θεωρείται ως επιπρόσθετο προσόν. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειωθεί ότι ως συνοδοί αποκλείονται πρόσωπα που έχουν α και β βαθμό συγγένειας με το παιδί. Σύμφωνα με την Φτιάκα (2008), δεδομένων των «προσόντων» που απαιτούνται για την θέση συνοδού (που είναι μηδέν) και των ατόμων τα οποία συνήθως προσλαμβάνονται για την θέση και βεβαίως δεδομένου του ασήμαντου μισθού που προσφέρεται για μια δουλειά δύσκολη, απαιτητική και κουραστική έχουμε την ακόλουθη εικόνα. Σχετικά με την σωματική φροντίδα, υπάρχουν θετικά αποτελέσματα και ευχαριστημένοι γονείς. Όσον αφορά στον παιδαγωγικό ρόλο, οι πιθανότητες είναι ότι το προσωπικό έχει μηδέν κατάρτιση και εμπειρία. Σύμφωνα με τους Wise και Glass (2000), καταδεικνύεται η μέγιστη σημαντικότητα του παιδαγωγικού ρόλου των συνοδών καθώς και ο άμεσος αντίκτυπος που έχει αυτή στην μετέπειτα εξέλιξη του παιδιού. Επίσης σε έρευνα που διεξήγαγαν οι Giangreco, Edelman και Broer (2001) έθεσαν το ερώτημα εάν είναι αποδεκτό κάποιοι μαθητές με αναπηρίες να λαμβάνουν εκπαίδευση από μία συνοδό, άσχετα με το επίπεδο της, ενώ οι υπόλοιποι μαθητές να λαμβάνουν τον όγκο της εκπαίδευσης τους από επαγγελματίες δασκάλους. Κάποιες φορές οι συνοδοί είναι υποχρεωμένοι να βοηθούν μαθητές με τις πιο σύνθετες προκλήσεις χωρίς να έχουν την απαραίτητη επιμόρφωση. Οι εκπαιδευτικοί όπως σημειώνουν οι Giangreco και Doyle (2007), συχνά εκφράζουν δυσαρέσκεια ότι αν υπήρχαν ικανοί ειδικοί εκπαιδευτικοί στην θέση συνοδών, δεν θα εμποδιζόντουσαν από τέτοιες καταστάσεις. Τότε «γιατί δεν υπάρχουν ειδικοί εκπαιδευτικοί για συνοδοί στα σχολεία;». Είναι ένα ερώτημα που απαντιέται αν αναλογιστεί κανείς ότι οι συνοδοί αμείβονται με πολύ λιγότερα χρήματα που φτάνει και το μισό σε σχέση με τους ειδικούς εκπαιδευτικούς. Βέβαια για να συμβεί κάτι τέτοιο πρέπει το κράτος να αντιληφθεί ότι η ένταξη των παιδιών με αναπηρίες στο γενικό σχολείο δεν είναι μια φθηνή εναλλακτική λύση (Phtiaka, 2006). Χρειάζεται να επενδυθούν χρήματα, ωστόσο η ανεπάρκεια χρημάτων είναι ένα ηθικό θέμα που δείχνει την έλλειψη δέσμευσης που υπάρχει διεθνώς για το ιδανικό της ένταξης (Fairbain and Fairbain, 1992 στο Symeonidou, 2002). Απόψεις γονέων αναφορικά με το ρόλο της συνοδού Όπως η Φτιάκα (2008) αναφέρει, παρόλο που οι γονείς των παιδιών θεωρούν τον ρόλο του συνοδού ως απαραίτητο και εκτιμητέο, η πιο οξεία κριτική που ασκείται στον θεσμό της συνοδού προέρχεται από τους ίδιους τους γονείς των παιδιών, που είναι ενταγμένα στην γενική τάξη. Αυτό προκύπτει καθώς όσο κι αν επαινούν την δουλειά των συνοδών παράλληλα ανησυχούν έντονα για πιθανή εξάρτηση των 255
παιδιών τους από αυτές και υπογραμμίζουν ότι ο ρόλος τους πρέπει να διαφοροποιηθεί. Όσον αφορά στις απόψεις των γονέων σχετικά με το θέμα της επιμόρφωσης των συνοδών θεωρούν ότι είναι μέγιστης σημασίας, ενώ τίθεται έντονα από πλευράς τους. Η ειρωνεία στην κατάσταση αυτή, είναι ότι οι ίδιοι οι γονείς καλούνται να επιμορφώσουν τις συνοδούς, όταν κι όπου χρειάζεται αντί να το κάνει το κράτος. Αξίζει να τονίσουμε στο σημείο αυτό, ότι οι γονείς των παιδιών με αναπηρίες, συχνά αναλαμβάνουν έναν διττό ρόλο στην εκπαίδευση του παιδιού τους: Σύμφωνα με τους Βλάχου και Μαυροπαλιάς (2008), γίνονται «εκπαιδευτικοί» στην θέση των εκπαιδευτικών και ταυτόχρονα υπερασπιστές των αναγκών και των δικαιωμάτων των παιδιών τους. Λόγω του παραπάνω οι απόψεις των γονιών αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα και παράλληλα καθιστούν την οπτική και τις εμπειρίες τους, βασικό κριτήριο για την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας, της λειτουργίας κάθε νέου εκπαιδευτικού κινήματος όπως είναι το κίνημα της ένταξης. Οι γονείς των μαθητών με αναπηρίες αποτελούν μία από τις ουσιαστικότερες πηγές στήριξης του παιδιού τους, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να αποτελέσουν πηγή πληροφόρησης των εκπαιδευτικών και όλων των εμπλεκόμενων επαγγελματιών, για την καλύτερη αντιμετώπιση του παιδιού και των αναγκών αυτού. Ο ρόλος της συνοδού ως ανασταλτικός παράγοντας στην διαδικασία ένταξης Αρκετά παιδιά χωρίς αναπηρίες θεωρούν ότι τα παιδιά με αναπηρίες δεν είναι απομονωμένα, διότι έχουν μαζί τους τη συνοδό ως παρέα. Σύμφωνα με τους Φτιάκα, Αντρέου και Σοφοκλέους, (2005) μετά την παραπάνω διαπίστωση, τίθεται σοβαρά το ερώτημα: Άραγε ποιος είναι ο ρόλος της συνοδού; «Είναι καταλύτες ένταξης ή τείχη διαχωρισμού;». Μήπως πρέπει να αντικατασταθούν; Mήπως το όλο σύστημα θα πρέπει να ενισχυθεί με τη συμμετοχή συμμαθητών του παιδιού με αναπηρίες, παιδιών χωρίς αναπηρίες σε εθελοντική βάση; Όπως σημειώνουν με αυτό τον τρόπο ενδεχομένως να στηθούν οι γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ των παιδιών με και χωρίς αναπηρίες, οι οποίες αυτή τη στιγμή απουσιάζουν. Διαπιστώνεται από δεδομένα που προέκυψαν κατά την διεξαγωγή ερευνών στην Κύπρο και στο εξωτερικό ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ παιδιών με αναπηρίες και συνομηλίκων τους, παρουσιάζει προβλήματα. Σύμφωνα με τη Φτιάκα (2008), η παρουσία συνοδού δημιουργεί την ψευδαίσθηση σε μικρούς και μεγάλους, ότι το παιδί έχει συντροφιά και γι αυτό δεν χρειάζεται την συντροφιά των συνομηλίκων του γεγονός που καταπατεί την κοινωνικοποίηση του παιδιού μέσα στην τάξη και τη σχολική μονάδα. Η εκτεταμένη εγγύτητα με τους συνοδούς όπως οι Giangreco και Doyle (2007) αναφέρουν, μπορεί να δημιουργήσει εμπόδια στην αλληλεπίδραση με τους συνομηλίκους, να στιγματίσει τον μαθητή με αναπηρία και να τον οδηγήσει στην κοινωνική απομόνωση. Η υπερεξάρτηση από τους συνοδούς όπως ο Giangreco (2003) επισημαίνει, μπορεί να έχει αντίθετα αποτελέσματα στην κοινωνική και ακαδημαϊκή ανάπτυξη των παιδιών με αναπηρίες και την ένταξη τους, έχοντας ως αποτέλεσμα ανεπαρκή καθοδήγηση και αλληλεπίδραση με τους συνομηλίκους. Η σημαντικότητα της συνεργασίας της συνοδού με τον γενικό εκπαιδευτικό Μελετώντας όλα τα παραπάνω, οδηγηθήκαμε σε μια γενικότερη διαπίστωση σχετικά με τη σημαντικότητα του ρόλου του εκπαιδευτικού της γενικής τάξης σε συνδυασμό με τη συνοδό και πόσο καθοριστικής σημασία είναι αυτός, στην ένταξη των ανάπηρων παιδιών. Η επιτυχής ένταξη μαθητών με αναπηρίες στη γενική τάξη, 256
απαιτεί έναν εκπαιδευτικό ο οποίος θα διδάσκει εξ ολοκλήρου το σύνολο της τάξης μηδενός εξαιρουμένου, χωρίς να αμελεί την διδασκαλία του ανάπηρου παιδιού καθώς έχει την ψευδαίσθηση ότι η συνοδός μπορεί να εκπαιδεύσει εξίσου το παιδί. Σύμφωνα με τους Giangreco, Halvorsen, Doyle και Broer (2004), για να διευκρινιστεί καλύτερα ο ζωτικής σημασίας ρόλος που έχει ο δάσκαλος της γενικής τάξης, αξίζει να αναφέρουμε τη μέγιστη σημασία που πρέπει να έχουν οι στάσεις που θα μεταφέρει στους μαθητές του σχετικά με την αναπηρία. Όπως οι Giangreco και Doyle (2007) προσθέτουν, οι δάσκαλοι της γενικής τάξης είναι οι μόνοι που επηρεάζουν ατομικά τις ευκαιρίες, την καθοδήγηση και τα αποτελέσματα των μαθητών που βρίσκονται στη γενική τάξη ως το πρόσωπο εκείνο που εγκαθιδρύει το κλίμα της σχολικής κοινότητας. Όπως η Ζώνιου Σιδέρη (2004) επισημαίνει οι εκπαιδευτικοί χρειάζεται να υπερβούν το θεμελιώδη διαχωρισμό ανάμεσα σε «ειδικά» και «μη ειδικά» παιδιά, θα πρέπει να αναστοχάζονται κριτικά για το ρόλο τους στην εκπαιδευτική διαδικασία καθώς και ο στόχος να είναι η ανάπτυξη μια γνήσιας παιδαγωγικής σχέσης με τους μαθητές τους. Μεθοδολογία Κατά την έρευνά μας πήραμε συνεντεύξεις από τέσσερις συνοδούς δημοτικών σχολείων της πρωτεύουσας τη σχολική χρονιά 2011-2012. Για την συγκέντρωση των δεδομένων αφιερώσαμε τη χρονική περίοδο Νοεμβρίου Δεκεμβρίου, χρησιμοποιήσαμε ημι-δομημένες συνεντεύξεις, νατουραλιστικές παρατηρήσεις στην τάξη, στην αυλή του σχολείου και μελέτη αρχειακού υλικού. Για τους παραπάνω σκοπούς τηρούσαμε ημερολόγιο όπου καταγράφαμε τα τεκταινόμενα που σχετίζονταν με το θέμα μας.οι συνοδοί που μελετήσαμε βοηθούν από ένα παιδί η κάθε μία εκτός από την περίπτωση της δεύτερης συνοδού η οποία έχει στην επιμέλεια της δύο παιδιά, τα οποία είναι ηλικίας έξι έως έντεκα ετών και φοιτούν σε γενικές τάξεις δημόσιων δημοτικών Αποτελέσματα Σύμφωνα με τις απόψεις των συνοδών που προκύπτουν από τις συνεντεύξεις σχετικά με την ένταξη όσον αφορά στον όρο και στην πρακτική της, παρατηρήθηκε άγνοια. Στις απαντήσεις που δόθηκαν υπήρχαν κενά ενώ διαφοροποιούσαν την ένταξη σε συνάρτηση με το βαθμό αναπηρίας. Συγκεκριμένα οι συνοδοί προσεγγίζουν ελλειμματικά την αναπηρία και θεωρούν ότι η ένταξη απευθύνεται σε άτομα με «ελαφριές» αναπηρίες ενώ άτομα με βαριές αναπηρίες προορίζονται για τα ειδικά σχολεία. Όπως χαρακτηριστικά μας είπαν: «Θεωρώ ότι πρέπει τα παιδιά που είναι πιο σοβαρά να πηγαίνουν σε ειδικό σχολείο..δεν γίνεται όλες οι αναπηρίες να βρίσκονται στο γενικό» «Έχει μωρά που πρέπει να παν σε ειδικό. Άλλο να έχεις ένα πρόβλημα κινητικό..το ειδικό εν για πιο σοβαρά πράματα και καλύτερα μόνο οι ελαφριές περιπτώσεις ναν στο γενικό» «Δεν είναι όλοι για ένταξη. Κάποιοι πρέπει να είναι σε ειδικά σχολεία Νιώθω ότι κάποτε τούντα μωρά μορφώνονται εις βάρος των άλλων παιδιών και εν γίνεται σωστή δουλειά» 257
Oι Ντεροπούλου-Ντέρου και Ζώνιου-Σιδέρη (2008) σημειώνουν,οι γονείς και τα ανάπηρα παιδιά τους αποτελούν ένα «αναπηροποιημένο» σύνολο στην κοινωνική δομή της κλινικά προσανατολισμένης σύγχρονης κοινωνίας, που καθιστά το βαθμό και το είδος της αναπηρίας υπεύθυνο για τις δυνατότητες εκπαίδευσης και κοινωνικοποίησης του παιδιού. Επίσης η Ζώνιου-Σιδέρη (2009) αναφέρει, αυτό πηγάζει από το κλινικό-ιατρικό μοντέλο που προσεγγίζει τη συμπεριφορά και την κατάσταση του ατόμου ως πάθηση. Η διαπίστωση αυτή αντικρούει την ενταξιακή σκέψη η οποία είναι αντίθετη με αυτό το μοντέλο που στηρίζεται στην κοινωνική κατασκευή της αναπηρίας. Αναπηρίες που θεωρούνται πιο «βαριές» δεν πιστεύουν ότι μπορεί να προχωρήσουν, υποβαθμίζοντας τις δυνατότητες αυτών των παιδιών. Το γεγονός ότι οι συνοδοί επιτελούν τον ρόλο διαμεσολαβητή στο γενικό σχολείο μεταξύ μαθητών και ενταξιακής εκπαίδευσης χωρίς να έχουν στοιχειώδεις γνώσεις γύρω από το θέμα αυτό θα έπρεπε να μας προβληματίζει. Όπως προκύπτει από τις απαντήσεις των συνοδών σχετικά με το ποιος είναι ο ρόλος τους, θεωρούν ότι είναι καθοριστικής σημασίας και τονίζουν τη σημαντικότητα που έχει ο θεσμός της συνοδού, για την διευκόλυνση της καθημερινότητας των ανάπηρων παιδιών στην σχολική ζωή. Επίσης τα συναισθήματα οίκτου είναι φανερά στις απαντήσεις τους τα οποία διακατέχονται από απόψεις που εντοπίζονται στο φιλανθρωπικό μοντέλο αναπηρίας όπου τα ανάπηρα άτομα αντιμετωπίζονται ως εξαρτώμενα αντικείμενα οίκτου και λύπησης, που χρειάζονται βοήθεια και στήριξη. Συγκεκριμένα είπαν: «Είναι σημαντικός ο ρόλος μου..λυπάμαι τα παιδιά αυτά. Λυπάται η ψυχή μου. Πρέπει να τα βοηθάμε, να τους δίνουμε θάρρος...από τον καιρό που κάνω αυτήν την δουλειά νιώθω πιο καλά» «Ο ρόλος μου εν βοηθητικός..κοίτα εν καλό πράμα γιατί είσαι δίπλα του και βοηθάς το μωρό αφού έχει ανάγκη..eν κρίμα» Η στήριξη αυτή δίνεται ως πράξη φιλανθρωπίας, οίκτου και καλής θελήσεως προς τους «πάσχοντες» συνανθρώπους μας. Η άποψη αυτή σύμφωνα με τη Ζώνιου- Σιδέρη (2009) είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με το περιεχόμενο της ενταξιακής εκπαίδευσης, αφού η ένταξη των παιδιών με αναπηρία στο σχολείο δεν αφορμάται από αισθήματα οίκτου ή συμπόνιας, αλλά προϋποθέτει θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις για όλα τα «διαφορετικά» παιδιά τόσο της πλειονότητας όσο και της κάθε μειονότητας. Τα παιδιά δεν θα πρέπει να θεωρούνται προβληματικά και για λύπηση. Όπως ο Βarton (2007) αναφέρει η ενιαία εκπαίδευση αφορά τον τρόπο που κατανοούμε και δεσμευόμαστε απέναντι σε αυτή τη διαφορά. Ο δίκαιος χειρισμός των διαφορών μεταξύ των μαθητών, η ικανότητα προσέγγισης των διαφορών ως πηγή βοήθειας και όχι ως πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, αποτελεί κριτική διάσταση στο «εργάζομαι υπέρ της ενταξιακής εκπαίδευσης». Υπάρχουν πολλά ερωτήματα που μένουν αναπάντητα σχετικά με το ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των συνοδών και τι υπηρεσίες πρέπει να προσφέρει. Οι Giangreco & Doyle (2002) σημειώνουν, οι συνοδοί φαίνεται να είναι μια προφανής υποστηρικτική λύση που μοιάζει να είναι η εύκολη απάντηση στη λύση προβλήματος, για την παροχή βοήθειας σε παιδιά με αναπηρίες γιατί εκτός των άλλων κοστίζει λιγότερο απ το να προσλάβουν επαγγελματίες εκπαιδευτικούς. 258
Κατά τη διάρκεια τόσο της παρατήρησης μας αλλά και των συνεντεύξεων η συνεργασία μεταξύ των συνοδών και των γενικών εκπαιδευτικών μοιάζει από προβληματική έως και αδιάφορη.αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη συνεργατική διδασκαλία και τα οφέλη της. Είναι απαραίτητη η συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων αφού όλοι είναι υπεύθυνοι στην εφαρμογή της ένταξης.η ποιότητα ενός συνεργατικού μαθησιακού περιβάλλοντος όλων συμμετεχόντων στην εκπαιδευτική διαδικασία σύμφωνα με τη Ζώνιου-Σιδέρη (2004) είναι το βασικότερο όλων για να γκρεμιστεί οποιοδήποτε φράγμα δημιουργείται από την κοινωνία, την εκπαιδευτική πολιτική και τους τεχνοκράτες που είναι αντίθετη στο δημοκρατικό σχολείο. Μόνο στη μία περίπτωση παρατηρήσαμε η συνοδός να έχει ενεργό ρόλο στο μάθημα τέχνης καθώς είναι απόφοιτος σχολής γραφικών τεχνών. Με γνώμονα αυτό, η γενική εκπαιδευτικός της παραχωρεί χρόνο κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας της. Μία από τις βασικές εκπαιδευτικές πρακτικές της ενταξιακής εκπαίδευσης είναι η συνδιδασκαλία. Η συνδιδασκαλία αποτελεί μία προσπάθεια προώθησης των πιο αποτελεσματικών μεθόδων διδασκαλίας παιδιών με αναπηρίες σε τάξεις συνεκπαίδευσης. (Scruggs, Mastropieri and McDuffie,2007).Mε τον όρο συνδιδασκαλία εννοείται η συνεργασία δύο εκπαιδευτικών, ο ένας από τους οποίους (η και οι δύο) προβλέπεται να είναι καταρτισμένος με εξειδικευμένη και επιστημονική γνώση.οι δύο εκπαιδευτικοί οργανώνουν από κοινού τη διδασκαλία, διαφοροποιούν το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών και γενικότερα αναλαμβάνουν μαζί τις ευθύνες όλης της εκπαιδευτικής διαδικασίας (Ζώνιου-Σιδέρη, 2009). Υπό ιδανικές συνθήκες η συνδιδασκαλία μεταξύ συνοδού και εκπαιδευτικού θα είχε άψογα αποτελέσματα στην εκπαίδευση των μαθητών. Βεβαίως, στη συγκεκριμένη περίπτωση μας δεν τίθεται θέμα ύπαρξης δύο εκπαιδευτικών ωστόσο παρατηρήσαμε ότι κάποιες φορές η δασκάλα της τάξης προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει λειτουργικά την συνοδό κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αντιμετωπίζοντας την ισότιμα. Όλοι οι συνοδοί θεωρούν την εμπλοκή γονέων απαραίτητη και βασική. Σύμφωνα με τη Μπούτσκου (2008), η συμμετοχή των γονέων μπορεί να έχει νόημα και να μην είναι περιστασιακή εμπλοκή, μόνο όταν λειτουργεί ως μια δυναμική σχέση που συνεχώς εξελίσσεται, μετεξελίσσεται και χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό και διάθεση για διάλογο. Παρατηρήσαμε μία συνοδό να έχει τετράδιο επικοινωνίας με το σπίτι. Τα ευρήματα βιβλιογραφίας υποδεικνύουν ότι οι γονείς θα πρέπει να ενημερώνονται τακτικά για την πρόοδο τους παιδιού τους.σύμφωνα με τους Λαμπροπούλου, Χατζηκακού και Βλάχου (2003) μια καλή ιδέα είναι η καθιέρωση ενός τετραδίου επικοινωνίας στο οποίο ο εκπαιδευτικός, μπορεί να σημειώνει πληροφορίες για την πρόοδο και τις δραστηριότητες του παιδιού στο σχολείο. Το ίδιο μπορούν να κάνουν και οι γονείς, ώστε να κρατούν ενήμερο τον συνοδό για το τι γίνεται στο σπίτι. Όσον αφορά στην αλληλεπίδραση των παιδιών με αναπηρίες και τους συμμαθητές παρατηρήσαμε πως η υπερεξάρτηση των συνοδών μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην πραγματική ένταξη αυτών. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις οι συνοδοί βρίσκονται δίπλα στα παιδιά με αποτέλεσμα αυτό να έχει αρνητικό αντίκτυπο προς τους συνομηλίκους. Επίσης το διάλειμμα τρέχουν πίσω από τα παιδιά ή κάθονται συνέχεια δίπλα τους στα παγκάκια. Αυτή η κακή σχέση του παιδιού με τη συνοδό όπως συμπληρώνουν οι Causton-Theocharis και Malmgrem (2005) έχει ως 259
αποτέλεσμα τη κακή επίδραση στις σχέσεις με τους συμμαθητές. Οι συνοδοί μπορεί να απωθήσουν τη βοήθεια από τους συμμαθητές προς τον μαθητή με αναπηρία και αυτό προκαλεί εμπόδια στην ομαδική δουλειά. Πολλές φορές στα πλαίσια της συνεργασία παρατηρήθηκε η συνοδός να δρα ως το ζευγάρι του μαθητή με αναπηρία και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απομακρύνει μια καλή ευκαιρία για το παιδί με αναπηρία να έρθει σε επαφή με τους συνομηλίκους τους εμποδίζοντας ένας από τους βασικούς σκοπούς της συνεργατικής μάθηση που είναι το να μαθαίνει ο ένας από τον άλλο συνομήλικο. Σύμφωνα με τη Φτιάκα (2008), η ύπαρξη συνοδού μπορεί να τονίσει την διαφορά του παιδιού από τα άλλα παιδιά της τάξης, τη στιγμή που το κύριο μέλημα μας θα έπρεπε να είναι η απαλείφει των διαφορών και η έμφαση στις ομοιότητες. Σχετικά με τα παραπάνω για ακόμη μια φορά εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο ο θεσμός της συνοδού αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην ενταξιακή ενιαία εκπαίδευση. Αναλύοντας τα όσα είδαμε θεωρούμε ότι τα μέλη της ομάδας μπορεί να ελαχιστοποιήσουν τα μη επιθυμητά αποτελέσματα της συνοδειακής υποστήριξης με το να κάθονται με τους μαθητές με αναπηρίες στο μέσο της τάξης και κατά μήκος των συμμαθητών τους. Έτσι θα αποφεύγονται οι κλειστές σχέσεις με τους συνοδούς. Τέλος σε σχετική ερώτηση για επιπλέον επιμόρφωση τους φάνηκαν αρνητικές αφού τη θεωρούν κατά μία έννοια καταναγκαστικό έργο. Η πείρα όπως προκύπτει από τα λεγόμενα τους είναι σημαντικότερη και πως τα θέματα των σεμιναρίων πολλές φορές δεν είναι χρήσιμα. Μόνο η μία συνοδός κρίνει απαραίτητη την επιμόρφωση αφού θεωρεί ότι δεν έχει καθόλου γνώσεις γι αυτά τα παιδιά. Πώς γίνεται να έχουν αυτή την πεποίθηση όταν πρόκειται να έχουν την επιμέλεια παιδιών σχολικής ηλικίας; Σύμφωνα με τη Ζώνιου-Σιδέρη (2009) τα τελευταία χρόνια η σημαντική ανάπτυξη του χώρου της εκπαίδευσης των παιδιών με αναπηρίες σε συνδυασμό με την άμεση προοπτική της σχολικής τους ένταξης στο περιβάλλον της γενικής τάξης, έχει οδηγήσει στην ανάδειξη νέων αναγκών επιμόρφωσης. Το σχολείο που οραματιζόμαστε πρέπει να είναι ένα σχολείο για όλα τα παιδιά. Προϋπόθεση ενός ενταξιακού συστήματος αποτελεί η αλλαγή της στάση των ίδιων των επαγγελματιών που βρίσκονται μέσα στην τάξη και ο ρόλος της επιμόρφωση είναι καθοριστικός. Συμπεράσματα - Εισηγήσεις Μετά από την παρουσίαση και την ανάλυση των ευρημάτων καταλήξαμε σε καίρια συμπεράσματα σχετικά με τη γενικότερη λειτουργία του συνοδού στα πλαίσια της γενικής τάξης. Μελετώντας το θεωρητικό υπόβαθρο καταλήξαμε ότι τα προσόντα που διαθέτουν οι εν λόγω συνοδοί είναι ελλιπή για να ανταποκριθούν στις ανάγκες των παιδιών που επιβλέπουν. Στην κυπριακή κοινωνία ο ρόλος τους παραμένει παθητικός και μη ουσιαστικός. Οι συνοδοί θα έπρεπε να έχουν τόσο ακαδημαϊκές γνώσεις όσο και κατάλληλη επαγγελματική κατάρτιση σε θέματα εκπαίδευσης προωθώντας την ένταξη των μαθητών. Διαφαίνεται η απουσία επιμόρφωσης και συνεργασίας με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο κυρίως στο παιδί με αναπηρία αφού η αποτελεσματικότητα της ένταξης απαιτεί συντονισμένη προσπάθεια και συνεργασία όλων των εμπλεκομένων. Όπως η Φτιάκα (2008) αναφέρει είναι επιτακτική ανάγκη ο επανακαθορισμός του ρόλου του συνοδού αν πρέπει να υπάρχει, αν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα καθώς επίσης και ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των εμπλεκόμενων φορέων. Πρέπει 260
να τροχοδρομηθεί ένας εποικοδομητικός διάλογος με τα θέματα ένταξης ανάπηρων μαθητών όπως παρουσιάζονται στην καθημερινότητα της κυπριακής κοινωνία με στόχο την αλλαγή της υπάρχουσας νομοθεσίας. Οπωσδήποτε πρέπει να διερευνηθεί εκτενώς ο ρόλος των συνοδών στην Κύπρο και πως αυτός επηρεάζει την ενταξιακή εκπαίδευση μαθητών με αναπηρίες. Κατά τη διερεύνηση μας παρατηρήσαμε ότι ο θεσμός των συνοδών είναι παρερμηνευμένος και γίνεται με λανθασμένους τρόπους. Το τελευταίο έχει ως συνέπεια να μην έχουμε τα επιθυμητά εκπαιδευτικά αποτελέσματα για την ισότιμη συμμετοχή των παιδιών με αναπηρίες στη γενική εκπαίδευση. Αναφορές Ελληνόφωνες Βarton, L. (2007). Eκπαίδευση και ο Αγώνας για Αλλαγή: H αναγκαιότητα μιας κριτικής πολιτικής της ελπίδας. Στο Φτιάκα. Ε, (2008) Περάστε για έναν καφέ. Σχέσεις οικογένειας και σχολείο στην κόψη της διαφορετικότητας (σσ. 21-38). Αθήνα: Ταξιδευτής. Βλάχου, Α. & Μαυροπαλιάς, Τ. (2008). Εκπαίδευση και σχολική ένταξη παιδιών με αναπηρίες: Η οπτική των γονέων. Στο Ε. Φτιάκα (2008) Περάστε για έναν καφέ. Σχέσεις οικογένειας και σχολείο στην κόψη της διαφορετικότητας (σσ. 87-122). Αθήνα: Ταξιδευτής. Ζώνιου Σιδέρη, Α. (2004). H εκπαιδευτική ένταξης στην Ελλάδα: μια πορεία είκοσι ετών. Στο Α. Ζώνιου Σιδέρη & Η. Σπανδάγου (επιμ). (2004) Εκπαίδευση και Τύφλωση: Σύγχρονες τάσεις και προοπτικές. (σσ. 43-51): Aθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Ζώνιου Σιδέρη, Α. (2009). Η αναγκαιότητα της ένταξης. Στο Α. Ζώνιου Σιδέρη (επιμ) (2009) Συγχρονες ενταξιακές προσεγγίσεις, τομ. Α, (29-54), Αθήνα: Eλληνικά Γράμματα. Ζώνιου Σιδέρη, Α. (2009). Επιμόρφωση εκπαιδευτικών. Στο Α. Ζώνιου Σιδέρη, (επιμ) (2009). Σύγχρονες ενταξιακές προσεγγίσεις, τομ. Β, (σσ. 45-57), Αθήνα: Eλληνικά Γράμματα. Λαμπροπούλου, Β., Χατζηκακού, Κ. & Βλάχου, Γ. (2003). Η ένταξη και η συμμετοχή των κωφών/βαρήκοων μαθητών σε σχολεία με ακούοντες μαθητές. Πάτρα: Πανεπιστήμιο Πατρών. Μπούτσκου, Ε. (2008). Κατασκευάζοντας «τους γονείς». Ψίθυροι των δασκάλων της ειδικής αγωγής. Στο Ε. Φτιάκα (2008) Περάστε για έναν καφέ (σσ. 197-215). Αθήνα: Ταξιδευτής. Ζώνιου Σιδέρη, Α & Ντεροπούλου Ντέρου. (2008). Συνεργασία σχολείου και οικογένειας: Ανάλυση λόγου των εμπειριών γονέων παιδιών με αναπηρίες. Στο Ε. Φτιάκα (επιμ). Περάστε για έναν καφέ: Σχέσεις οικογένειας και σχολείο στην κόψη της διαφορετικότητας (69-86). Αθήνα: Ταξιδευτής. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού (2009). Εγκύκλιος 19.1.2009. Λευκωσία. 261
Φτιάκα, Ε., Αντρέου, Μ. & Σοφοκλέους, Α. (2005). Η ένταξη των παιδιών με ειδικές ανάγκες στο δημοτικό σχολείο: Οι στάσεις των δεκάχρονων και εντεκάχρονων παιδιών ως προς τα παιδιά με ειδικές ανάγκες. Στο Ε. Φτιάκα (επιμ), Ειδική και ενιαία εκπαίδευση στην Κύπρο (σσ. 235-256). Αθήνα: Ταξιδευτής. Φτιάκα, Ε. (2008). Η ένταξη των παιδιών με ειδικές ανάγκες στο γενικό σχολείο μέσα από τα μάτια των γονιών: Επιτυχίες, προβλήματα και συνεργασία ανάμεσα στην οικογένεια και το σχολείο. Στο Ε. Φτιάκα (επιμ), Περάστε για έναν καφέ. Σχέσεις οικογένειας και σχολείο στην κόψη της διαφορετικότητας (123-215) Αθήνα: Ταξιδευτής. Αγγλόφωνες Causton-Theoharis J.N. & Malmgren, K.W. (2005). Building bridges: Strategies to help paraprofessionals promote peer interactions. Teaching Exceptional Children, 37(6): 18-24 Giangreco M.F., Edelman, S.W., & Broer, S.M. (2001). Respect, appreciation, and acknowledgement of paraprofessionals who support students with disabilities.exceptional Children, 67 (4): 485-498 Giangreco M.F. & Doyle, M.B. (2002). Students with disabilities and paraprofessional supports: Benefits, balance, and band-aids. Exceptional Children, 34 (7): 1-12 Giangreco, M. F. (2003). Working with paraprofessionals. Educational Leadership, 61(2): 50-53. Giangreco, M.F., Halvorsen, A., Doyle, M.B. & Broer, S.M. (2004). Alternatives to overreliance on paraprofessionals in inclusive schools. Journal of Special Education Leadership, 17(2): 82-90. Giangreco, M.F., & Doyle, M.B. (2007). Teacher assistants in inclusive schools.in L. Florian (Ed.), The SAGE handbook of special education (pp. 429-439). London: Sage. Giangreco, M. F., Suter, J. C., & Doyle, M. B. (2010). Paraprofessionals in inclusive schools: A review of recent research. Journal of Educational and Psychological Consultation, 20: 41-57. Phtiaka, H. (2006). From separation to integration: parental assessment of State intervention. International Studies in Sociology of Education, 16 (3): 175-189 Scruggs, Thomas E., Mastropieri, Margo A., McDuffie. E. (2007). Co teaching in inclusive classrooms: a metasynthesis of qualitative research, 73 (4): 392-416 Symeonidou, S. (2002). A critical consideration of current values on the education of disabled children. International Journal of Inclusive Education, 6 (3):217-229. 262
Wise, L. & Glass, C. (2000). Working with Hannan, a special girl in a mainstream school. London: Routledge/Falmer. 263