Edouard Manet, Berthe Morisot, 1872-74 Berthe Morisot : Ζωγράφος και μοντέλο Με αφορμή την αναδρομική της έκθεση στη Μαδρίτη (Museo Thyssen-Bornemisza) Η ιδιαιτερότητα της Berthe Morisot ήταν πως ζούσε τη ζωγραφική της και ζωγράφιζε τη ζωή της, έγραψε ο Paul Valéry κι αυτό γιατί στο έργο της δομείται μια περίκλειστη, σχεδόν αξεδιάλυτη σχέση ανάμεσα στο καλλιτεχνικό ιδεώδες και το απόκρυφο της ιδιωτικής ζωής. Παντρεμένη με τον αδελφό του Manet τον Eugène η Berthe Morisot (Bourges, 1841 Paris, 1895) ήταν μια πρωτοποριακή γυναίκα στον καιρό της. Πήρε μέρος στη θρυλική Πρώτη Ιμπρεσιονιστική Έκθεση του 1874 με εννέα έργα της καθώς και σ όλες τις κατοπινές ιμπρεσιονιστικές εκθέσεις ως το 1886. Η Morisot είναι μια ειδική περίπτωση στην ιστορία της τέχνης του 19 ου αι., γιατί όντας γυναίκα γεννημένη σε μια γαλλική οικογένεια της μεγαλοαστικής τάξης κατόρθωσε να δημιουργήσει ως καλλιτέχνις μια σημαντική καριέρα συνδεδεμένη με ένα νέο ρεύμα που απορριπτόταν ευρέως εκείνη την εποχή. Η ανεξάρτητη έως και αντιδραστική φύση της είναι φανερή και η έκθεση επεκτείνει το θέμα της στο ρόλο της γυναίκας στο Παρίσι του τέλους του 19 ου αι., καθώς η Morisot ήταν επίσης μια γυναίκα της πόλης, που ενδιαφερόταν για την έντονη πολιτιστική ζωή του καιρού και συγχρωτιζόταν με διανοούμενους και καλλιτέχνες. Μαθήτρια του Camille Corot, η Berthe αντέγραφε στο Λούβρο ένα έργο του Rubens όταν γνώρισε εκεί τον Édouard Manet. Αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης είναι το περίφημο έργο του Manet το Μπαλκόνι (1868, Paris, Musée d Orsay), για το οποίο πόζαρε η Morisot και το οποίο ο Manet παρουσίασε τον επόμενο χρόνο στο Σαλόν. Από τότε διατήρησαν στενή προσωπική και καλλιτεχνική σχέση. Η έκθεση, σε επιμέλεια της Pamela Alarcó, έχει δομηθεί με έργα της Morisot, που ανάμεσά τους αντιπαραβάλλεται από ένα έργο των Corot, Manet, Degas, Renoir, Boudin, Monet και Pissarro, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή της. Η σύγκριση καθρεφτίζει τη διαφορά της ανδρικής με την γυναικεία έκφραση. Ο άνδρας καλλιτέχνης παραμένει παρατηρητής και έτσι η θέση του ταυτίζεται με του θεατή. Δανείζει τη ματιά του στο θεατή και τον κατευθύνει να νοιώσει συγκεκριμένα συναισθήματα. Η θηλυκή όμως δημιουργία φαίνεται να λειτουργεί διαφορετικά : ταυτίζεται με το θέμα, διαχέει την καλλιτεχνική της φύση μέσα σ αυτό και απορροφάται εντελώς απ αυτό που βλέπει. Στη συνέχεια απεικονίζει την ψυχή της, που έχει σκορπιστεί μέσα στο θέμα. Απαιτείται δηλαδή εδώ ικανότητα ταύτισης και απ την πλευρά του θεατή. Είναι δημιουργίες εύθραυστες από υλικά ευαίσθητα, λες
πως θα διαλυθούν οι εικόνες μ ένα φύσημα του αέρα, ή πως θα ανακατευθούν τα χρώματα μόνα τους, γιατί κάτι αέρινο κυκλοφορεί μέσα τους. Ίσως αυτό να εννοούσε ο Paul Valéry όταν έγραφε για τα έργα της : Είναι φτιαγμένα από το τίποτα, ένα τίποτα πολλαπλασιασμένο από την υπέρτατη τέχνη του αγγίγματός της, από το πιο απλό άγγιγμα της ομίχλης, ένα ίχνος κύκνων, ένα βιαστικό χάδι του πινέλου, που ανεπαίσθητα τρίβει το υλικό. Το ευγενικό άγγιγμα μας δίνει τα πάντα : την ώρα της μέρας, την εποχή και τη γνώση, το μεγάλο δώρο της μείωσης των πραγμάτων στην ουσία τους, της φώτισης του θέματος στο έπακρο και μέσα απ αυτό να παίρνεις την εντύπωση της διανοητικής εργασίας στον ανώτατο βαθμό. Το βάθος των θεμάτων ανελκύεται στην επιφάνεια μέσα από την φωτεινότητά τους. Το ενδιαφέρον της έκθεσης εστιάζεται, κατά τη γνώμη μου, στη διαφοροποίηση του γυναικείου χεριού, που είναι αναγνωρίσιμο δίπλα στα έργα των ανδρών ιμπρεσιονιστών στο σημείο ότι η ζωγράφος αναμειγνύεται απόλυτα με τα θέματά της, ακόμα κι αν αυτά είναι τοπία. Οι άνδρες καλλιτέχνες παραμένουν παρατηρητές ή θαυμαστές του θέματός τους. Το πορτραίτο της καλλιτέχνιδας με λόγια του Valery : η ύπαρξή της απλή καθαρή- απόκρυφη, παθιασμένα εργασιομανής, μάλλον εσωστρεφής αλλά κομψή Από τους πιο σπάνιους και συγκρατημένους χαρακτήρες, η ουσία της διάκρισης κάθε τι στη συμπεριφορά και την εμφάνισή της μαρτυρούσε προσεκτική επιλογή Κι ήταν τολμηρός στο να ορίσει τα βαθειά, σκούρα μάτια της, ταυτόχρονα έξυπνα και μυστηριώδη : Η Berthe Morisot κατοικούσε τα μεγάλα μάτια της, που η ασυνήθιστη καθηλωτική ματιά τους και η συνεχής δραστηριότητά τους τής έδιναν αυτόν τον παράξενο αέρα, μακρινό και απομακρινόμενο. Αυτή η γυναίκα στεκόταν χωριστά, σε απόσταση και το πιο έντονο χαρακτηριστικό της ήταν ότι ζούσε τη ζωγραφική της και ζωγράφιζε τη ζωή της σαν αυτό να ήταν μια φυσική και απαραίτητη λειτουργία για κείνην.. Το 1876 ο Εμιλ Ζολά αναφέρει για τα έργα της Ψυχή και Νέα γυναίκα στην τουαλέτα της πως είναι δύο πολύτιμα μαργαριτάρια, στα οποία τα γκρίζα και τα λευκά των υφασμάτων παίζουν μια ντελικάτη συμφωνία. Κι ο Stéphane Mallarmé με αξιοσημείωτη οικονομία μέσων, διαχέοντάς τα με την φρέσκια γοητεία του γυναικείου οράματος, η μαντάμ Βerthe Morisot κατορθώνει θαυμάσια να συλλάβει την εσωτερική υπόσταση μιας μοντέρνας γυναίκας ή ενός παιδιού μέσα στην πεμπτουσία της ατμόσφαιρας μιας παραλίας ή μιας πυκνής πελούζας. Η Berthe Morisot, ευφυής και αυθεντική ζωγράφος, απόγονος του ζωγράφου Fragonard, δεν ήταν μόνο μοντέλο για τον Manet, αλλά αποτέλεσε και τον σύνδεσμό του με τους ιμπρεσιονιστές, επιτρέποντάς του να κατανοήσει τι είχε αρχικά απορρίψει. Ο Manet έκανε πολλές σπουδές και γρήγορα σκίτσα με το γωνιώδες πρόσωπό της και τα έντονα μαύρα μάτια της και την ζωγράφισε σε μεγάλα έργα όπως το Μπαλκόνι και η Ανάπαυση. Το 1870 όμως η άφιξη στη σκηνή μιας άλλης ζωγράφου της Eva Gonzales, που έγινε η μόνη μαθήτρια του Manet αναστάτωσε την Berthe και εισήγαγε ένα στοιχείο ζήλιας, επαγγελματικής τουλάχιστον, στη ζωή της. Υπάρχει γραπτή μαρτυρία από το 1871 πως ο Manet επιθυμούσε να την παντρέψει με τον αδελφό του, κάτι που η Berthe δέχθηκε στο τέλος του 1874 σε ηλικία 35 ετών και μετά τον θάνατο του πατέρα της. Ο Puvis de Chavannes την ενθάρρυνε να του γράφει ο,τιδήποτε μπαίνει στο μυαλό σου, αυτό το μυαλό στο παράξενο και μαγευτικό του κουτί. Όταν η Βerthe ζήτησε από τον Manet να έρθει να δει Το κορίτσι που διαβάζει, το έργο που ζωγράφιζε για το Σαλόν, εκείνος είπε πως ήταν καλό και μετά άρχισε να το ρετουσάρει : αφότου άρχισε τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Πήγαινε από τη φούστα στο σώμα και το κεφάλι, από το κεφάλι στο φόντο. Έκανε αστεία όλη την ώρα γελώντας σαν τρελός, μού έδωσε την παλέτα μόνο για να μού την αρπάξει πάλι μέχρι τελικά τις 5 η ώρα το απόγευμα, που μας άφησε με την ωραιότερη καρικατούρα
που έχεις δει ποτέ η μητέρα μου το βρήκε πολύ διασκεδαστικό. Μού ράγισε την καρδιά. Η Berthe περιέγραψε τις μεταστροφές διάθεσης του ζωγράφου στην επίσκεψή του στο Σαλόν, όπου παρουσιαζόταν το Μπαλκόνι του : Συνάντησα τον Μανέ να κάθεται έξω στον ήλιο με το καπέλο του. Έμοιαζε μπερδεμένος. Μού ζήτησε να πάω μέσα να δω το έργο του γιατί ο ίδιος δεν τα κατάφερνε να μπει. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια ποικιλία συναισθημάτων. Γελούσε, γινόταν ανήσυχος. Με την ίδια ανάσα με διαβεβαίωνε πως το έργο του ήταν χάλια και πως ήταν μεγάλη επιτυχία. Βρίσκω αυτή την προσωπικότητα υπέροχα γοητευτική. Τα έργα του, όπως πάντα, δημιουργούν την εντύπωση ενός άγριου φρούτου, λίγο άγουρου πάντως. Κάθε άλλο απ το να μην μού αρέσουν Στο έργο μοιάζω περισσότερο παράξενη παρά άσχημη. Φαίνεται πως η έκφραση femme fatale έχει κυκλοφορήσει ανάμεσα στους περίεργους. Η Berthe πόζαρε για το διάσημο πορτραίτο της με το ψηλό καπέλο, ένα από τα πιο αυθεντικά έργα του Manet, με έντονη αναφορά στον Βελάσκεθ, όσον αφορά την καθαρότητα των μαύρων τόνων και τα θολά περιγράμματα. Ο Manet σίγουρα έβλεπε την Berthe πιο σαγηνευτική ντυμένη στα μαύρα, όπως εμφανίζεται συχνά στις φωτογραφίες της εποχής. Ο μοντερνισμός αυτής της γυναίκας στο κομψό, ψηλό, πένθιμο καπέλο με ένα μικρό μάτσο βιολέτες καρφιτσωμένο στο στήθος της, επαινέθηκε εξαιρετικά από τον Valéry, ο οποίος έκρινε το πορτραίτο της Berthe σαν το καλύτερο έργο του Manet, υπογράμμισε το μαύρο, το απόλυτο μαύρο το μαύρο που είναι μόνο του Μανέ και περιέγραψε ποιητικά το βλέμμα σαν μια παρουσία της απουσίας. Χωρίς αμφιβολία το πορτραίτο είχε μεγάλη σημασία για την Berthe, η οποία τελικά το απέκτησε το 1894, ένα χρόνο πριν το θάνατό της. Το κρέμασε δίπλα σ ένα δώρο, που είχε πάρει απ τον Μανέ το 1872- ένα μικρό έργο του που απεικονίζει ένα ματσάκι βιολέτες δίπλα σε μια κόκκινη βεντάλια και σε ένα γράμμα του ζωγράφου με παραλήπτη εκείνη. Το ιδιωτικό νόημα μας διαφεύγει. Στη συνέχεια ο Μανέ προχώρησε σε λιθογραφίες του πορτραίτου της, ίσως το 1874, εισάγοντας ελαφριές παραλλαγές. Στο ένα τύπωμα συγκεντρώνεται στα περιγράμματα, στο άλλο προσθέτει τα έντονα μαύρα. Το μοντέλο απομακρύνεται σε κάποιο βαθμό από τον θλιμμένο, αινιγματικό αέρα που έχει στον καμβά. Το 1882-83 ο Manet ζωγράφισε την Αμαζόνα, έργο που παρουσιάζεται στην έκθεση. Η εικόνα της γυναίκας ντυμένης στα μαύρα, φορώντας ένα ψηλό καπέλο ήταν μια προσέγγιση με την οποία είχε πειραματιστεί στις σπουδές της Berthe Morisot, διατηρώντας πάντα τη θηλυκότητά της. Εδώ έγινε η απεικόνιση μιας γεμάτης αυτοπεποίθηση μοντέρνας γυναίκας που φοράει ανδρικά ρούχα: ένας θηλυκός δανδής του καιρού της. Edouard Manet, Berthe Morisot, 1872-74 Édouard Manet, Αμαζόνα, 1882
Berthe Morisot, Στον καθρέφτη psiqué 1876 Edouard Manet, Μπροστά στον καθρέφτη 1876-7 Berthe Morisot,Γυναίκα και κορίτσι στο μπαλκόνι,1871-72 Edouard Manet, Ο σιδηρόδρομος,1872-3 Edouard Manet, Η ανάπαυση, 1870 Edouard Manet, Το Μπαλκόνι, 1868-9
Πορτραίτα της Berthe Morisot από τον Μανέ, 1873
Berthe Morisot,Μπροστά στον καθρέφτη B. Morisot, Στη μηλιά, 1890 B.Morisot, Ο Eugène Manet, 1875 B. Morisot, Κύκνοι, 1885 B. Morisot,Κορίτσι που παίζει με μπάλα, 1886 B. Morisot,Στο χορό, 1875 B.Morisot,Αυτοπροσωπογραφία, 1885
Το Μπαλκόνι (1868-69) Goya, Majas al balcon, 1810-12 Manet, Το Μπαλκόνι, 1868-9 R.Magritte,Το μπαλκόνι του Μανέ,1950 Ο Manet υπέβαλε το Μπαλκόνι στην επιτροπή και έγινε αποδεκτό για το Σαλόν του 1869. Η κριτική ήταν λιγότερο σκληρή αυτόν τον καιρό, παρόλο που μια γελοιογραφία του Cham στο Le Monde Illustre προσπάθησε να διασκεδάσει το κοινό: Κλείστε αυτό το παράθυρο. Σας το λέω κύριε Manet για το καλό σας. Ο Gautier πάντως αναγνώρισε το ταλέντο του καλλιτέχνη, παρόλο που, σχεδόν όπως όλοι, αισθανόταν το έργο κάπως πρόχειρο και ατέλειωτο. Είπε σ έναν κριτικό τέχνης: Ο Manet θα μπορούσε να είναι καλός ζωγράφος, αν μόνο ήθελε να κάνει μια προσπάθεια να είναι τέτοιος. Η σύνθεση είναι παρόμοια με του Goya, στις Μάγιας στο μπαλκόνι, που είναι βέβαιο πως αποτέλεσε και την πηγή έμπνευσής του. Η Berthe κάθεται με τον αγκώνα της ακουμπισμένο στο κάγκελο, αρχικά κρατώντας μια ανοιχτή ομπρέλα που αντικαταστάθηκε στη ζωγραφική εκδοχή με μια κόκκινη βεντάλια, την ίδια που ο Manet τοποθετεί στα χέρια της συζύγου του Suzanne στο Ψάρεμα. Ο Manet είχε τρείς από τις πρόσφατες φιλίες του να ποζάρουν : την Berthe που γνώρισε στο Λούβρο, την Fanny Claus, μια βιολονίστρια, μέλος ενός κουαρτέτου, που συνόδευε τη γυναίκα του σε μουσικά ρεσιτάλ στο σπίτι του ζωγράφου. Και τον Antoine Guillemet, έναν τοπιογράφο και φίλο της νέας γενιάς των ιμπρεσιονιστών. Αναφέρεται πως ο Guillemet είπε ότι ο Manet τον έβαλε να ποζάρει δέκα πέντε φορές και η Mlle Claus φαίνεται χάλια και εξουθενωμένη τόσες ώρες όρθια. Ο Manet μοιάζει σχεδόν τρελός. Μοιάζει σίγουρος για μεγάλη επιτυχία, μετά ξαφνικά αμφιβολίες τον κυριεύουν και γίνεται κακόκεφος. Το αινιγματικό Μπαλκόνι έχει δώσει έναυσμα σε πολλές θεωρίες με επικρατέστερη πως είναι μια αλληγορία για τις επιρροές στο έργο του Μανέ, με την Berthe να αντιπροσωπεύει την ισπανική σχολή, την Fanny Claus τη γιαπωνέζικη και τον Guillemet την ολλανδική. Ο Mauner το είδε σαν ένα σύμβολο της ματαιότητας, με την ορτανσία να παραπέμπει στα γερμανικά αναγεννησιακά χαρακτικά με τα φυτά μπροστά, που συμβολίζουν το θάνατο. Αυτό εκφράστηκε οπτικά το 1949 από τον Rene Magritte, που αντικατέστησε τις φιγούρες με φέρετρα. Το έργο έχει επίσης θεωρηθεί ως τίποτα παραπάνω από μια ρεαλιστική απεικόνιση της μοντέρνας ζωής που σατιρίζει την οκνηρή, βαρετά κομψή κοινωνία της εποχής.
Ο Manet ζωγράφισε την Berthe στο Μπαλκόνι καθισμένη μες στο άσπρο της φόρεμα και με ένα χρυσό μενταγιόν το ίδιο που φαίνεται να φοράει σε φωτογραφίες της εποχής και να κρατάει την περιττή κόκκινη βεντάλια, αντί για ένα πινέλο. Στα πόδια της σα σύμβολο άδειου και οκνηρού τρόπου ζωής, το μικρό σκυλάκι που περιμένει να του πετάξει το αφεντικό τη μπάλα. Η Fanny Claus κρατάει μια ομπρέλα με τον ίδιο αδιάφορο και μηχανικό τρόπο που μια βιολονίστρια κρατάει το όργανο φτιάχνοντας τα βαριά γάντια της. Ο Antoine Guillemet, ο τοπιογράφος μέσα στη μπλε γραβάτα του μοιάζει να καπνίζει τα λεπτά και να κοιτάζει έξω στο τοπίο το θέμα της τέχνης του με μια νωθρή έκφραση. Καμία σχέση δεν φαίνεται να υπάρχει ανάμεσα στους τρεις καλλιτέχνες που απλά κοιτούν τον κόσμο από το παρατηρητήριό τους. Ο Manet διάλεξε τους νέους φίλους για μοντέλα του, όλους από την υψηλή κοινωνία και όλους καλλιτέχνες και τους τοποθέτησε στο μπαλκόνι με πράσινο κιγκλίδωμα και παντζούρια και μια λεπτομερή πορσελάνινη γλάστρα. Η σκηνή είναι εντελώς διαφορετική από του Γκόγια, όπου δεν ξεγελά η σημασία των δύο ανδρών πίσω απ τις γυναίκες. O René Magritte τανύζει τη χρονική προοπτική και τους προβάλλει στο μέλλον: ήταν ήδη νεκροί χωρίς να το γνωρίζουν. Είναι ενδιαφέρουσα στο έργο του Magritte, αλλά και γενικότερα στο παράλογο του σουρεαλισμού, η σύνδεση με τα νέα επιστημονικά δεδομένα των αρχών του 20 ου αι. Εδώ ο Magritte, εκτός από το να δηλώνει πως εκείνος ο τρόπος ζωής (ή ζωγραφικής;) είναι ωσεί νεκρός, υπονοεί ταυτόχρονα πως ο,τιδήποτε βλέπουμε στο παρόν είναι ήδη παρελθόν. Σύμφωνα με τη φυσική η ακτίνα του σύμπαντος μετριέται σε χρόνο. Ίσως να μας ψιθυρίζει επιπλέον ότι ο θάνατος μεταβάλλει μόνο τις ιδιότητες, δεν καταργεί αυτό που είναι. Κατερίνα Καζολέα