ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Σχετικά έγγραφα
Plus500CY Ltd. Εταιρικές Πληροφορίες

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4117, 15/3/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟN ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ. Για σκοπούς εναρμόνισης:

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ALPHA BANK CYPRUS LTD

ALPHA BANK CYPRUS LTD

Α Π Ο Φ Α Σ Η 8/459/ του ιοικητικού Συµβουλίου

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚYΠΡΟY

Χ. Βλ. Γκόρτσος. Επίκουρος Καθηγητής ιεθνούς

- Παράγωγα σχετιζόμενα με εμπορεύματα και εκκαθαρίζονται με ρευστά διαθέσιμα.

Δηµοσιοποιήσεις σύµφωνα µε το Παράρτηµα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε µε την Απόφαση 9/572/23.12.

IV. ΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΚΙΝ ΥΝΩΝ 4. Υπολογισµός κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο βασικού εµπορεύµατος

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ Ι ΡΥΜΑΤΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΣΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ ATTICA BANK

Δημοσιοποιήσεις σύμφωνα με το Παράρτημα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση 9/572/23.12.

Κατευθυντήριες γραμμές

Στρατηγικές και διαδικασίες των τραπεζών και εσωτερική επιθεώρησή τους.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΣΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ ΕΠΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII: ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ (TRADING)

VΙΙΙ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΙΝ ΥΝΟΣ 4. Εξελιγµένη µέθοδος µέτρησης

Asset & Wealth Management Α.Ε.Π.Ε.Υ.

Κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την αξιολόγηση ιδίων κινδύνων και φερεγγυότητας

Ι. Χ. ΜΑΥΡΙΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΡΙΘΜ. 123/

Περιεχόμενα 9. Περιεχόμενα

ΚΦΕ Μεταβίβαση τίτλων ΚΦΕ -31 ΚΦΕ Γενικά ΚΦΕ -31 ΚΦΕ Ποιους φορολογούμενους αφορά: Τα φυσικά πρόσωπα ΚΦΕ -31 ΚΦΕ -31.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ

Μάθημα: Διαχείριση Ρίσκου

Πληροφορίες εποπτικής φύσεως σχετικά µε την κεφαλαιακή επάρκεια της. ΚΑΠΠΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ., τους κινδύνους που αναλαµβάνει

Πληροφορίες σχετικά με το αρμόδιο ταμείο αποζημίωσης επενδυτών

Διαχείριση Κινδύνου Risk Management

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 61/

Επιπλέον, το ιοικητικό Συµβούλιο, ορίζει Υπεύθυνο ιαχείρισης Κινδύνων µε συγκεκριµένες αρµοδιότητες.

2 ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΟΜΟΦΩΝΑ Άρθρο 1 Χαρτοφυλάκιο Συναλλαγών 1. Το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών µιας Επιχείρησης Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών αποτελείται από το σ

Ο ΗΓΙΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ

Στρατηγικές και διαδικασίες για τη διαχείριση κινδύνων.

ΣΥΝΟΛΟ (Α) 7, Β. ΜΕΙΟΝ: ΣΥΝΟΛΟ ΑΦΑΙΡΟΥΜΕΝΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (Β) 2, Γ. ΣΥΝΟΛΟ ΒΑΣΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (Α-Β) 4,

Αντιστάθμιση του Κινδύνου ενός Χαρτοφυλακίου μέσω των Χρηματοοικονομικών Παραγώγων


MiFID (Markets in Financial Instruments Directive)

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑ. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ Νο 18 Κοινοποιείται και στις ιοικήσεις των Πιστωτικών Ιδρυµάτων (12)

Α Π Ο Φ Α Σ Η 7/459/ του ιοικητικού Συµβουλίου ΤΟ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΕΙΔΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της πρότασης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΘΕΜΑ: Υπολογισμός κεφαλαιακών απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον κίνδυνο αγοράς Κατάργηση της ΠΔ/ΤΕ 2591/

Εκπαιδευτικό σεμινάριο με θέμα «Διαχείριση Κινδύνου Επιτοκίων»

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

ALPHA BANK CYPRUS LTD

ΘΕΜΑ : «Υπολογισµός κεφαλαιακών απαιτήσεων των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών για τον κίνδυνο αγοράς.»

Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ερωτήσεις

(3) Στα χρηµατοδοτικά ανοίγµατα δεν συµπεριλαµβάνονται -

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. ΕΓΓΡΑΦΟ ΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΙΙΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝ ΥΝΟΥ Οκτώβριος 2004

ΤΑΜΕΙΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΩΝ

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ. Ενότητα 2: ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Τμήμα ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Σηµαντικά σηµεία των Νέων Λογιστικών Προτύπων

ΗΛΙΑΣ Α. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΑΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΟΠΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

«Φερεγγυότητα ΙΙ» (Οδηγία 2009/138/ΕΚ)

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 44 παράγραφος 2 στοιχείο ζ), την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),

ΔΗΛΩΣΗ ΑΡΧΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (ΔΑΕΠ)

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΕΛΤΙΣΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ

Argus Stockbrokers Limited

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΟΜΙΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΜΗΝΙΑ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 30 ΙΟΥΝΙΟΥ 2008 ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Τελικές κατευθυντήριες γραμμές

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡiΣΗ ΤΟΥΣ. 31/12/2011

Χρηματοοικονομικοί Κίνδυνοι Εισαγωγικά Στοιχεία των Παραγώγων. Χρηματοοικονομικών Προϊόντων Χρήση και Σημασία των Παραγώγων...

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αναγνώριση και αποτίμηση στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού εκτός των τεχνικών προβλέψεων

Όνομα: Επίθετο: Όνομα Πατρός: Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο ( ): Διεύθυνση Κατοικίας: Διεύθυνση Εργασίας: Διεύθυνση Αλληλογραφίας (αν διαφέρει):

«Επιτροπή Διαχείρισης Υπερημερίας και Κρίσεων»

Επισκόπηση των εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 3/378/ τoυ ιοικητικού Συµβουλίου

Μεθοδολογία της Διαδικασίας Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης (SREP) του ΕΕΜ για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα. Έκδοση 2018

AΠΟΦΑΣΗ 26/606/ του Διοικητικού Συμβουλίου Η ΕΠΙΣΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑ

L 314/22 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΩΝ

Κατευθυντήριες γραμμές

Κατευθυντήριες γραμμές

Συνολικά Βασικά Ίδια Κεφάλαια (Tier 1) Συνολικό Σταθμισμένο Ενεργητικό ,10% ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων (%) 1

Γενική Περιγραφή Αγοράς Στόχου (Target Market) 1. Γενικά. 2. Ορισμοί

ECB-PUBLIC ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ (ΕΕ) [ΕΤΟΣ/[XX*]] ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της [ημέρα Μήνας] 2016

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 68/

'

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Liquidity Risk, Swaps, Interest Rate Caps and Stress Testing

Παραδείγματα υπολογισμού κόστους, προμήθειας χρεώσεων: Συναλλαγές Ομολόγων / Παραγώγων / Δικαιωμάτων Προαίρεσης

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αντιμετώπιση των συνδεδεμένων επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων των συμμετοχών

Epic Ανώνυµη Εταιρία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών

C 120/2 EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Γενική Περιγραφή της Αγοράς Στόχου για τα Χρηµατοπιστωτικά Μέσα.

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕΠΕΥ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 9/459/ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

ΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝ ΥΝΟΥΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΑΧΕΙΡiΣΗ ΤΟΥΣ. 31/12/2014

TRIPLE A EXPERTS ΑΕΠΕΥ

Κατευθυντήριες γραμμές

Επιτροπή Διαχειρίσεως Κινδύνων. (Risk Management Committee) Κανονισμός Λειτουργίας

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ECB-PUBLIC ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 4ης Απριλίου 2017

Στόχοι και Επενδυτική Πολιτική. Προφίλ Κινδύνου και Απόδοσης

Transcript:

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝ ΥΝΟΥ ΑΓΟΡΑΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2008

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝ ΥΝΟΥ ΑΓΟΡΑΣ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ...3 2. ΠΕ ΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ...4 3. ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ...4 4. ΚΙΝ ΥΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣ...5 5. ΒΑΣΙΚΗ ΑΡΧΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΝ ΥΝΟ ΑΓΟΡΑΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ...7 6. ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ...7 7. ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΚΙΝ ΥΝΟΥ ΑΓΟΡΑΣ...9 7.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...9 7.2 ΑΠΛΕΣ ΜΕΘΟ ΟΙ...10 7.3 ΠΡΟΗΓΜΕΝΕΣ ΜΕΘΟ ΟΙ Η ΜΕΘΟ ΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟ ΕΙΓΜΑΤΩΝ...11 7.4 ΣΥΝ ΥΑΣΜΟΣ ΜΕΘΟ ΩΝ...13 8. ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΕΙΣ ΑΚΡΑΙΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΚΙΝ ΥΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣ...14 9. ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ...18 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΣΑ...20 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II- ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ Ε ΡΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΕΙΣ ΑΚΡΑΙΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ...22 2

1. Εισαγωγή 1.1 Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου εκδίδει τις ακόλουθες Κατευθυντήριες Γραµµές προς τις τράπεζες αναφορικά µε τη διαχείριση του κινδύνου αγοράς. 1.2 Με αυτές τις Κατευθυντήριες Γραµµές, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου στοχεύει να τονίσει τη σηµασία που δίδει στην υγιή διαχείριση του κινδύνου αγοράς από τις τράπεζες και να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες των οποίων οι δραστηριότητες ενέχουν κίνδυνο αγοράς, εφαρµόζουν καλές διοικητικές πρακτικές και διαδικασίες για την αναγνώριση, επιµέτρηση, παρακολούθηση και τον έλεγχο του κινδύνου αγοράς, που είναι ανάλογες µε τους κινδύνους που αναλαµβάνονται. 1.3 Οι Κατευθυντήριες Γραµµές βασίζονται κυρίως, στη Βασική Αρχή για τον Κίνδυνο Αγοράς (Core Principle on Market risk) που περιλαµβάνεται στο έγγραφο Core Principles Methodology 1 που εκδόθηκε από την Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας (Basel Committee on Banking Supervision) της Τράπεζας ιεθνών ιακανονισµών (Bank for International Settlements) και στο έγγραφο Guideline on Technical aspects of stress testing under the supervisory review process CP 12 2, που εκδόθηκε από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (Committee of European Banking Supervisors). 1.4 Οι Κατευθυντήριες Γραµµές θα πρέπει να διαβάζονται σε συνάρτηση µε τα σχετικά τµήµατα των Κατευθυντήριων Γραµµών της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου προς τις τράπεζες για τις Εσωτερικές ιαδικασίες Αξιολόγησης της Κεφαλαιακής Επάρκειας - Ε ΑΚΕ (ICAAP), αναφορικά µε την αναγνώριση, επιµέτρηση, παρακολούθηση και τον έλεγχο του κινδύνου αγοράς. 1.5 Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου απαιτεί την πλήρη συµµόρφωση των τραπεζών µε τις αρχές που περιλαµβάνονται στις Κατευθυντήριες Γραµµές. 1 http://www.bis.org/publ/bcbs130.pdf 2 http://www.c-ebs.org/documents/gl03stresstesting.pdf 3

2. Πεδίο Εφαρµογής 2.1 Αυτές οι Κατευθυντήριες Γραµµές εφαρµόζονται στις τράπεζες που εποπτεύονται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, που είναι εγκαθιδρυµένες στη ηµοκρατία περιλαµβανοµένων των θυγατρικών τους εταιρειών και των υποκαταστηµάτων τους στο εξωτερικό. Τα υποκαταστήµατα τραπεζών που προέρχονται από χώρες εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονοµικού Χώρου Ε.Ο.Χ. (non EEA banks) τα οποία λειτουργούν στη ηµοκρατία πρέπει να διαχειρίζονται ικανοποιητικά τον κίνδυνο αγοράς, σύµφωνα µε τις αρχές που περιλαµβάνονται στις Κατευθυντήριες Γραµµές, λαµβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. 2.2 Οι τράπεζες πρέπει να διαχειρίζονται την έκθεσή τους στον κίνδυνο αγοράς τόσο σε ατοµική βάση όσο και σε επίπεδο οµίλου. 2.3 Οι τράπεζες ενθαρρύνονται να διαχειρίζονται την έκθεσή τους στον κίνδυνο αγοράς ανά το παγκόσµιο, από ένα κεντροποιηµένο σηµείο. Στην απουσία τέτοιου κεντροποιηµένου σηµείου, οι τράπεζες πρέπει να έχουν συστήµατα που να τους επιτρέπουν να παρακολουθούν ικανοποιητικά την έκθεση των θυγατρικών τους εταιρειών και των υποκαταστηµάτων τους στο εξωτερικό, στον κίνδυνο αγοράς. 3. Αναλογικότητα 3.1 Η επιλογή και η καταλληλότητα των µεθόδων που εφαρµόζονται για την αναγνώριση, επιµέτρηση, παρακολούθηση και τον έλεγχο του κινδύνου αγοράς, εξαρτάται από την πολυπλοκότητα και το µέγεθος των επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων κάθε τράπεζας. Κατ επέκταση, κάθε τράπεζα πρέπει να λαµβάνει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. 3.2 Η αρχή της αναλογικότητας αναγνωρίζει το γεγονός ότι µπορεί να υπάρχουν σηµαντικές διαφορές µεταξύ των δραστηριοτήτων των τραπεζών και κατ επέκταση οι κίνδυνοι που προκύπτουν από αυτές τις δραστηριότητες ενδέχεται να µην είναι παρόµοιοι. Ως αποτέλεσµα, οι µικρές τράπεζες που ασκούν επιχειρηµατικές δραστηριότητες που δεν είναι πολύ πολύπλοκες, µπορούν να διαχειρίζονται τον κίνδυνο αγοράς εφαρµόζοντας απλές 4

µεθόδους. Αντιθέτως, οι µεγάλες τράπεζες που έχουν πολύπλοκες επιχειρηµατικές δοµές, µε εκτενείς διεθνείς επιχειρηµατικές δραστηριότητες ενδέχεται να εφαρµόζουν πιο προηγµένες µεθόδους ώστε να διαχειρίζονται ικανοποιητικά τον κίνδυνο αγοράς. 4. Κίνδυνος Αγοράς 4.1 Ο κίνδυνος αγοράς ορίζεται ως ο κίνδυνος πρόκλησης ζηµίας σε εντός ή εκτός ισολογισµού θέσεις λόγω διακυµάνσεων στις τιµές αγοράς. Οι κύριοι κίνδυνοι που εµπίπτουν στον πιο πάνω ορισµό είναι: Οι κίνδυνοι που σχετίζονται µε διαπραγµατεύσιµους χρεωστικούς τίτλους και µετοχικούς τίτλους στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών (trading-book) και Ο κίνδυνος τιµών συναλλάγµατος και ο κίνδυνος βασικού εµπορεύµατος (commodity risk) για ολόκληρη την τράπεζα, δηλαδή στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο (banking book) και στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. 4.2 Τα κύρια είδη κινδύνων αγοράς είναι: Κίνδυνος επιτοκίου: Η έκθεση της οικονοµικής κατάστασης µιας τράπεζας σε δυσµενείς µεταβολές των επιτοκίων είναι ένας ιδιαίτερα σηµαντικός τύπος κινδύνου αγοράς. Αυτό οφείλεται στο ότι πολλές εντός και εκτός ισολογισµού θέσεις δηµιουργούν χρηµατικές ροές που βασίζονται πάνω στα επιτόκια (interest rate-driven). Κίνδυνος µετοχικών τίτλων: Η έκθεση της οικονοµικής κατάστασης µιας τράπεζας σε δυσµενείς µεταβολές στις τιµές των µετοχικών τίτλων είναι ακόµη ένας σηµαντικός τύπος κινδύνου αγοράς. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πτώσεις στις κεφαλαιαγορές ανά το παγκόσµιο, δύναται να έχουν σηµαντική επίδραση στις τιµές µετοχικών τίτλων γενικά. Επιπρόσθετα, λόγοι που σχετίζονται µε µια συγκεκριµένη επιχείρηση, π.χ. η αντίληψη της αγοράς ως προς τη µελλοντική κερδοφορία µιας επιχείρησης, µπορούν να οδηγήσουν σε πτώση της τιµής της µετοχής της επιχείρησης. 5

Κίνδυνος τιµών συναλλάγµατος ή κίνδυνος συναλλάγµατος: Ο κίνδυνος απρόσµενης διακύµανσης στις τιµές συναλλάγµατος µε συνεπακόλουθη αρνητική επίδράση επί των θέσεων µιας τράπεζας, είναι υπαρκτός σε όλες σχεδόν τις τράπεζες. Ο κίνδυνος συναλλάγµατος προκύπτει από θέσεις σε συνάλλαγµα άµεσης παράδοσης (spot FX positions), προθεσµιακές θέσεις σε συνάλλαγµα (forward FX positions), µελλοντικά έσοδα / έξοδα ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που αποτελεί κέρδος ή ζηµιά σε ξένα νοµίσµατα. Κίνδυνος βασικού εµπορεύµατος: Για άµεσες παραδόσεις ή εµπόριο σε βασικά εµπορεύµατα 3, ο κίνδυνος θέσης αποτελεί τον κύριο κίνδυνο, δηλαδή τον κίνδυνο να αυξηθεί ή να µειωθεί η τιµή άµεσης παράδοσης του βασικού εµπορεύµατος. 4.3 Ο κίνδυνος αγοράς δύναται να προκύψει από ειδική διαπραγµάτευση (market making), αγοραπωλησίες και απόκτηση θέσεων σε εντός ή εκτός ισολογισµού µέσα, περιλαµβανοµένων των χρηµατοοικονοµικών µέσων που περιέχονται στο Παράρτηµα Ι. 4.4 Οι τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε ξένα νοµίσµατα, σε βασικά εµπορεύµατα και σε διαπραγµατεύσιµους χρεωστικούς τίτλους ή µετοχικούς τίτλους ενδέχεται να εκτίθενται σε σηµαντικές διακυµάνσεις στις τιµές των αγορών και ουσιαστικές συνεπακόλουθες ζηµιές. Ενδεχόµενες ζηµίες δύναται να προκύψουν από γενικές διακυµάνσεις των τιµών (π.χ. αλλαγές στην καµπύλη απόδοσης (yield curve) και στις περιπτώσεις διαπραγµατεύσιµων χρεωστικών τίτλων ή µετοχικών τίτλων, από αλλαγές στις τιµές συγκεκριµένων εκδοτών (π.χ. κίνδυνος που σχετίζεται µε τη φερεγγυότητα ενός εκδότη). 4.5 Οι τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε αυτές τις αγορές πρέπει να διασφαλίζουν ότι διαθέτουν κατάλληλα συστήµατα µέτρησης και διαχείρισης των κινδύνων. Οι τράπεζες δύνανται να εφαρµόζουν εσωτερικά υποδείγµατα 3 Ένα βασικό εµπόρευµα είναι συνήθως ένα υλικό είδος εµπορεύσιµο σε δευτερογενή αγορά. Τα βασικά εµπορεύµατα είναι συνήθως πρώτες ύλες ή µερικώς επεξεργασµένα προϊόντα που µπορούν να ταξινοµηθούν κάτω από ορισµένες γενικές κατηγορίες όπως δηµητριακά, µέταλλα, ενέργεια κλπ. 6

(internal model based approaches) προσαρµοσµένα στους κινδύνους που αντιµετωπίζουν ή να εφαρµόζουν απλές µεθόδους, ή συνδυασµό των δύο µεθόδων, όπου είναι κατάλληλο. Οι τράπεζες δύνανται να επιλέξουν τη µέθοδο που ανταποκρίνεται καλύτερα στην πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, και στις δυνατότητες της τεχνικής τους υποδοµής, λαµβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. 5. Βασική αρχή για τον Κίνδυνο Αγοράς που πρέπει να εφαρµόζεται Βασική Αρχή: Οι τράπεζες πρέπει να έχουν πολιτικές και διαδικασίες για την ακριβή αναγνώριση, επιµέτρηση, παρακολούθηση και έλεγχο των κινδύνων αγοράς. 6. Απαραίτητα Κριτήρια Πρέπει να πληρούνται τα ακόλουθα απαραίτητα κριτήρια: (α) Οι τράπεζες πρέπει να έχουν κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες οι οποίες κατανέµουν καθήκοντα και αρµοδιότητες σχετικά µε την αναγνώριση, επιµέτρηση, παρακολούθηση και έλεγχο του κινδύνου αγοράς. Αυτές οι πολιτικές και οι διαδικασίες πρέπει να τηρούνται και να τυγχάνουν κατάλληλης επίβλεψης από το διοικητικό συµβούλιο της τράπεζας. (β) Οι τράπεζες πρέπει να ορίζουν όρια για τους κινδύνους αγοράς, τα οποία να είναι ανάλογα µε το µέγεθος και την πολυπλοκότητά τους και να καλύπτουν όλους τους σηµαντικούς κινδύνους αγοράς. Τα όρια πρέπει να εγκρίνονται από το διοικητικό συµβούλιο της τράπεζας και πρέπει να τηρούνται. 7

(γ) Οι τράπεζες πρέπει να έχουν συστήµατα και ελέγχους που να διασφαλίζουν ότι όλες οι πράξεις καταχωρούνται επί συστηµατικής βάσης και οι θέσεις των τραπεζών επανεκφράζονται σε τιµές αγοράς τουλάχιστον ηµερησίως (the banks marked to market positions are revalued at least daily), χρησιµοποιώντας αξιόπιστες και συνετές τιµές αγοράς (ή στην απουσία τιµών αγοράς, εσωτερικά υποδείγµατα ή αποδεκτά για τον τοµέα υποδείγµατα). Απαιτείται όπως οι τράπεζες εγκαθιδρύουν και διατηρούν πολιτικές και διαδικασίες ως προς την αποµείωση θέσεων για θέσεις που δεν µπορούν να αποτιµηθούν µε σύνεση, περιλαµβανοµένων θέσεων µεγάλης συγκέντρωσης ή λιγότερο ρευστοποιήσιµων θέσεων ή θέσεων σε ακινησία. (δ) Οι τράπεζες πρέπει να πραγµατοποιούν κατάλληλες αναλύσεις σεναρίων, προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων και προγραµµατισµό για έκτακτες καταστάσεις (scenario analysis, stress testing and contingency planning), και περιοδική επαλήθευση ή έλεγχο των συστηµάτων που χρησιµοποιούνται για την επιµέτρηση του κινδύνου αγοράς. Αυτές οι προσεγγίσεις πρέπει να είναι ενσωµατωµένες στις πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων και τα αποτελέσµατα να λαµβάνονται υπόψη στη στρατηγική ανάληψης κινδύνων της τράπεζας. (ε) Οι τιµές αγοράς που χρησιµοποιούνται για την αποτίµηση των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών πρέπει να επαληθεύονται από µια µονάδα ανεξάρτητη από τις λειτουργικές µονάδες π.χ. από τη µονάδα εσωτερικής επιθεώρησης της τράπεζας. Στο βαθµό που η τράπεζα βασίζεται για τους σκοπούς της αποτίµησης, σε εσωτερικά υποδείγµατα, η τράπεζα απαιτείται να βεβαιώνεται ότι τα εσωτερικά υποδείγµατα τυγχάνουν ανεξάρτητου ελέγχου από τη µονάδα εσωτερικής επιθεώρησης της τράπεζας. (στ) Η ανώτατη διεύθυνση, πρέπει, µεταξύ άλλων, να διασφαλίζει ότι η στρατηγική του διοικητικού συµβουλίου της τράπεζας, η διάθεση για ανάληψη κινδύνων, καθώς και οι πολιτικές και διαδικασίες που εγκρίνονται από το διοικητικό συµβούλιο της τράπεζας εφαρµόζονται και τα όρια κινδύνου αγοράς που τίθενται τηρούνται. 8

7. Επιµέτρηση κινδύνου αγοράς 7.1 Εισαγωγή Ο κίνδυνος αγοράς θα πρέπει συνήθως να επιµετρείται χρησιµοποιώντας τη µέθοδο Κινδύνου Αξίας Χαρτοφυλακίου (Value at Risk ή (VaR)) και προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων ή χρησιµοποιώντας εσωτερικά υποδείγµατα ή, εφόσον είναι κατάλληλο, χρησιµοποιώντας απλουστευµένες µεθόδους επιµέτρησης. Ανεξαρτήτως των µεθόδων που χρησιµοποιούνται για την επιµέτρηση του κινδύνου αγοράς, θα πρέπει να εφαρµόζονται οι ακόλουθες διαδικασίες και έλεγχοι: (α) Η διάθεση ανάληψης κινδύνου αγοράς και η στρατηγική πρέπει να αποφασίζονται και να καθορίζονται από το διοικητικό συµβούλιο. (β) Το διοικητικό συµβούλιο πρέπει να καθορίζει τις απαραίτητες πολιτικές και διαδικασίες αναφορικά µε τον κίνδυνο αγοράς. (γ) Το διοικητικό συµβούλιο πρέπει να καθορίζει τις µεθοδολογίες επιµέτρησης, να θέτει όρια (περιλαµβανοµένων ορίων χαρτοφυλακίων, ορίων χώρας, ορίων νοµισµάτων, ορίων εκδοτών) και να καθορίζει τις θέσεις και πράξεις για τις οποίες απαιτείται ειδική έγκριση από το διοικητικό συµβούλιο. (δ) Το διοικητικό συµβούλιο πρέπει να επιβλέπει την ανάπτυξη και τη συνεχή βελτίωση των µεθόδων επιµέτρησης του κινδύνου αγοράς, περιλαµβανοµένων των υποδειγµάτων που χρησιµοποιούνται για την επιµέτρηση του Κινδύνου Αξίας Χαρτοφυλακίου (VaR) και τις διαδικασίες στις οποίες εδράζονται οι προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων. (ε) Στο επίπεδο του χαρτοφυλακίου θα πρέπει να χρησιµοποιείται συνδυασµός µεθόδων επιµέτρησης του κινδύνου αγοράς, π.χ. όρια και έλεγχοι, και στο επίπεδο είδους κινδύνου, συγκεκριµένων χαρτοφυλακίων και συγκεκριµένων θέσεων να χρησιµοποιείται συνδυασµός των ορίων 9

συγκέντρωσης και άλλων ελέγχων ανάλογα µε την πολυπλοκότητα των θέσεων. (στ) Πέραν των συνήθων ορίων χαρτοφυλακίου και συγκέντρωσης, όρια µπορούν να τεθούν για συγκεκριµένους σκοπούς, όταν τα συνήθη όρια δεν προσφέρουν επαρκή έλεγχο. Αυτά τα όρια θα πρέπει να άπτονται των ανησυχιών π.χ. σχετικά µε τη ρευστότητα της αγοράς, τη λειτουργική δυνατότητα (operational capacity), ή τις θέσεις σε πολύπλοκα προϊόντα για τα οποία δεν υπάρχουν παράµετροι επιµέτρησης δηµιουργώντας δυσκολίες στην αποτίµηση και την επιµέτρηση του κινδύνου. (ζ) Πρέπει να ακολουθούνται συνετές αρχές αποτίµησης και όπου χρειάζεται αρχές αποµείωσης, σύµφωνα µε τις λογιστικές αρχές. 7.2 Απλές µέθοδοι Οι τράπεζες µπορούν να χρησιµοποιούν απλές µεθόδους επιµέτρησης κινδύνου όπως Ανάλυση Χάσµατος (Gap Analysis). Σύµφωνα µε αυτή τη µέθοδο, η πιθανότητες διάφορων σεναρίων σχετικά µε τα επιτόκια, και η επίδρασή τους επί της βραχυπρόθεσµης κερδοφορίας µπορούν να αξιολογηθούν. Η τράπεζα θα πρέπει ακολούθως να τοποθετηθεί ώστε να είναι σε θέση να διαχειριστεί το πιθανότερο από αυτά τα σενάρια µε το ελάχιστο κόστος, επιτυγχάνοντας ικανοποιητικό επίπεδο κερδοφορίας. Η µέθοδος σχετικά µε την Τιµή Αξίας µιας Μονάδας Βάσης (Price Value of a Basis Point (PVBP)) µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την επιµέτρηση της αλλαγής στην αξία ενός οµολόγου λόγω της αλλαγής µιας µονάδας βάσης στην απόδοση (yield). Οµοίως, οι τράπεζες µπορούν να χρησιµοποιούν απλά σενάρια τύπου εάν- τι (what-if) για να επιµετρήσουν τον κίνδυνο αγοράς σε θέσεις που δεν σχετίζονται µε επιτόκια όπως θέσεις που εκτίθενται σε κίνδυνο µετοχικών τίτλων, ή /και κίνδυνο συναλλάγµατος ή / και κίνδυνο βασικού εµπορεύµατος. Μια τράπεζα που επιλέγει µια απλή µέθοδο, µπορεί να λάβει υπόψη τις διατάξεις των Παραρτηµάτων I µέχρι IV της Ενότητας B της Οδηγίας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου προς τις τράπεζες για τον υπολογισµό των 10

κεφαλαιακών απαιτήσεων και των µεγάλων χρηµατοδοτικών ανοιγµάτων, µε την τυποποιηµένη µέθοδο, που περιλαµβάνει διατάξεις για την επιµέτρηση του κινδύνου επιτοκίου, κινδύνου µετοχικών τίτλων, κινδύνου συναλλάγµατος, κινδύνου βασικού εµπορεύµατος και εναλλακτικές µεθόδους επιµέτρησης του κινδύνου αγοράς δικαιωµάτων προαίρεσης. Η τυποποιηµένη µέθοδος παρέχει συγκεκριµένους κανόνες για τον υπολογισµό των ανοιγµάτων σε κίνδυνο αγοράς πριν την εφαρµογή των συντελεστών στάθµισης. 7.3 Προηγµένες Μέθοδοι ή Μέθοδοι Εσωτερικών Υποδειγµάτων Μια τράπεζα που προτίθεται να υιοθετήσει τη µέθοδο εσωτερικών υποδειγµάτων για τον υπολογισµό της κεφαλαιακής της επάρκειας για τον κίνδυνο αγοράς, που απαιτεί την εκ των προτέρων έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις του Παραρτήµατος V της Ενότητας B της Οδηγίας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου προς τις τράπεζες για τον υπολογισµό των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των µεγάλων χρηµατοδοτικών ανοιγµάτων. Το ίδιο εσωτερικό υπόδειγµα που χρησιµοποιείται για τους σκοπούς του υπολογισµού της κεφαλαιακής επάρκειας για τον κίνδυνο αγοράς πρέπει να χρησιµοποιείται για τη διαχείριση του κινδύνου αγοράς. Σύµφωνα µε αυτή τη µέθοδο, µια τράπεζα χρησιµοποιεί το δικό της εσωτερικό υπόδειγµα µέτρησης κινδύνου, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι: (α) το σύστηµα διαχείρισης κινδύνων της τράπεζας βασίζεται σε υγιείς αρχές και εφαρµόζεται µε ακεραιότητα (β) το εσωτερικό υπόδειγµα διαχείρισης κινδύνων της τράπεζας εντάσσεται στενά στη διαδικασία καθηµερινής διαχείρισης κινδύνων και αποτελεί τη βάση για τις εκθέσεις αναφοράς προς την ανώτατη διεύθυνση της τράπεζας σχετικά µε το ύψος του τρέχοντος ανοίγµατος της τράπεζας 11

(γ) η τράπεζα διαθέτει µονάδα διαχείρισης κινδύνων 4, ανεξάρτητη από τα τµήµατα διαπραγµάτευσης και απευθείας υπόλογη στο διοικητικό συµβούλιο και την ανώτατη διεύθυνση της τράπεζας (δ) το διοικητικό συµβούλιο και η ανώτατη διεύθυνση της τράπεζας συµµετέχουν ενεργά στη διαδικασία ελέγχου των κινδύνων 5 και οι καθηµερινές εκθέσεις της µονάδας διαχείρισης κινδύνων εξετάζονται σε διευθυντικό επίπεδο που διαθέτει επαρκή εξουσία για να επιβάλλει µειώσεις τόσο στις θέσεις µεµονωµένων διαπραγµατευτών όσο και στο ύψος του συνολικού ανοίγµατος κινδύνου της τράπεζας (ε) η τράπεζα διαθέτει επαρκή αριθµό προσωπικού ικανό να χρησιµοποιεί πολύπλοκα υποδείγµατα στους τοµείς της διαπραγµάτευσης, του ελέγχου κινδύνων, του εσωτερικού ελέγχου και της υποστήριξης και διαχείρισης συναλλαγών (back office) (στ) η τράπεζα έχει καθορίσει διαδικασίες για την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της τήρησης των εσωτερικών πολιτικών και ελέγχων όσον αφορά τη συνολική λειτουργία του συστήµατος επιµέτρησης κινδύνων (ζ) έχει αποδειχθεί ότι το εσωτερικό υπόδειγµα της τράπεζας µπορεί να επιµετρά τους κινδύνους µε ικανοποιητική ακρίβεια (η) η µονάδα διαχείρισης κινδύνων εφαρµόζει τακτικά αυστηρό πρόγραµµα προσοµοίωσης καταστάσεων κρίσης (stress testing), τα αποτελέσµατα του οποίου εξετάζονται από το διοικητικό συµβούλιο και λαµβάνονται υπόψη στις πολιτικές και τα όρια που αυτό θέτει και 4 Τα καθήκοντα της µονάδας διαχείρισης κινδύνων ορίζονται στην Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου προς τις τράπεζες για το Πλαίσιο Αρχών Λειτουργίας & Κριτηρίων Αξιολόγησης της Οργανωτικής οµής, Εσωτερικής ιακυβέρνησης και των Συστηµάτων Εσωτερικού. 5 Αυτό µπορεί να επιτευχθεί µέσω της επιτροπής διαχείρισης κινδύνων του διοικητικού συµβουλίου, οι αρµοδιότητες και τα καθήκοντα της οποίας ορίζονται στην Οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου προς τις τράπεζες για το Πλαίσιο Αρχών Λειτουργίας & Κριτηρίων Αξιολόγησης της Οργανωτικής οµής, Εσωτερικής ιακυβέρνησης και των Συστηµάτων Εσωτερικού. 12

(θ) η τράπεζα διενεργεί, στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου, ανεξάρτητη ανάλυση του οικείου συστήµατος διαχείρισης και επιµέτρησης κινδύνων. 7.4 Συνδυασµός Μεθόδων Επιτρέπεται στις τράπεζες να χρησιµοποιούν συνδυασµό της προηγµένης ή της µεθόδου εσωτερικών υποδειγµάτων και των απλών µεθόδων για την επιµέτρηση του συνολικού κινδύνου αγοράς. Ως γενικός κανόνας, όµως, δεν επιτρέπεται η χρήση συνδυασµού µεθόδων για την ίδια κατηγορία κινδύνου (π.χ. κίνδυνος επιτοκίου). Οι τράπεζες που επιθυµούν να χρησιµοποιήσουν διαφορετικές µεθόδους για την ίδια κατηγορία κινδύνου αλλά σε διαφορετικές χώρες θα πρέπει πρώτα να λάβουν την εκ των προτέρων έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου αναµένει ότι οι τράπεζες που έχουν υιοθετήσει τη µέθοδο εσωτερικών υποδειγµάτων για οποιαδήποτε κατηγορία κινδύνου αγοράς τελικά θα την επεκτείνουν για να καλύψουν περιεκτικά όλες τις κατηγορίες κινδύνου αγοράς. Μια τράπεζα που χρησιµοποιεί εσωτερικά υποδείγµατα, δεν επιτρέπεται, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιστρέψει στη χρήση απλών µεθόδων. Αναγνωρίζεται όµως, ότι ακόµη και όταν η επιµέτρηση του κινδύνου αγοράς γίνεται από τις τράπεζες µε τη χρήση εσωτερικών υποδειγµάτων, οι τράπεζες µπορεί να υποστούν ζηµιές που δεν τις λαµβάνει υπόψη το υπόδειγµα όπως π.χ. σε αποµακρυσµένες τοποθεσίες, σε ανοίγµατα σε νοµίσµατα µικρής αξίας ή σε µη σηµαντικές επιχειρησιακές µονάδες. Η επιµέτρηση τέτοιων κινδύνων που δεν λαµβάνονται υπόψη από το εσωτερικό υπόδειγµα πρέπει να γίνεται χρησιµοποιώντας τις απλές µεθόδους. 13

8. Προσοµοιώσεις Ακραίων καταστάσεων και Κίνδυνος Αγοράς Οι κύριες κατευθυντήριες γραµµές επί των οποίων εδράζεται η προσοµοίωση ακραίων καταστάσεων από τις τράπεζες ορίζονται στο Μέρος III του εγγράφου Guideline on the Technical aspects of stress testing under the supervisory review process CP 12 6, που εκδόθηκε από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (Committee of European Banking Supervisors) και στην εγκύκλιο επιστολή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου προς τις τράπεζες ηµεροµηνίας 17 Απριλίου, 2007, για την προσοµοίωση ακραίων καταστάσεων, και τα σχετικά τους αποσπάσµατα συνοψίζονται στο Παράρτηµα II. Στην παρούσα παράγραφο, δίδονται κατευθυντήριες γραµµές που εφαρµόζονται ειδικά στις προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων για τον κίνδυνο αγοράς: 8.1 Σύµφωνα µε την παράγραφο 10 του Παραρτήµατος V της Ενότητας A της Οδηγίας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου προς τις τράπεζες για τον υπολογισµό των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των µεγάλων χρηµατοδοτικών ανοιγµάτων, όλες οι τράπεζες, ανεξαρτήτως της µεθόδου που χρησιµοποιούν για τον υπολογισµό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τους κινδύνους αγοράς, πρέπει να εφαρµόζουν πολιτικές και διαδικασίες για τη µέτρηση και τη διαχείριση όλων των σηµαντικών πηγών και επιπτώσεων των κινδύνων αγοράς. Ως µέρος αυτών των πολιτικών και διαδικασιών, οι τράπεζες πρέπει να διενεργούν προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων για τις θέσεις τους σε χρηµατοοικονοµικά µέσα στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Εφόσον είναι εφικτό, οι τράπεζες πρέπει να µελετούν µια σειρά από ακραίες, αλλά πραγµατοποιήσιµες διαταραχές στην αγορά (market 6 http://www.c-ebs.org/documents/gl03stresstesting.pdf 14

shocks or scenarios) για τις θέσεις τους στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών. Ιδιαίτερα, πρέπει να λαµβάνονται υπόψη ακραίες µεταβολές στις τιµές τις αγοράς, ελλείψεις ρευστότητας στις αγορές και αθετήσεις (defaults) µεγάλων συµµετεχόντων στις αγορές. Θα πρέπει επίσης να λαµβάνονται υπόψη οι αλληλεπιδράσεις µεταξύ των διαφόρων αγορών. Οι προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων και η επαλήθευση (calibration) των προσοµοιώσεων πρέπει να αντικατοπτρίζει τη φύση των χαρτοφυλακίων, τις στρατηγικές διαπραγµάτευσης της τράπεζας και του χρόνου που θα χρειαστεί για την αντιστάθµιση (hedge out) ή τη διαχείριση των κινδύνων κάτω από αντίξοες συνθήκες αγοράς. Όπως µεταβάλλονται τα χρηµατοοικονοµικά µέσα και οι στρατηγικές των τραπεζών, θα πρέπει να αναπτύσσονται και οι προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων, ώστε να συνάδουν µε τις µεταβολές. 8.2 Αρχές που πρέπει να ακολουθούν οι τράπεζες που χρησιµοποιούν εσωτερικό υπόδειγµα για τον υπολογισµό των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο αγοράς. Σύµφωνα µε το Παράρτηµα V της Ενότητας Β της Οδηγίας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου προς τις τράπεζες για τον υπολογισµό των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των µεγάλων χρηµατοδοτικών ανοιγµάτων, οι τράπεζες που αιτούνται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου να τους επιτρέψει τη χρήση εσωτερικών υποδειγµάτων για τον υπολογισµό της κεφαλαιακής επάρκειας για τον κίνδυνο αγοράς, πρέπει να εφαρµόζουν τακτικά αυστηρό πρόγραµµα προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων, τα αποτελέσµατα του οποίου εξετάζονται από το διοικητικό συµβούλιο και την ανώτατη διεύθυνση και λαµβάνονται υπόψη στις πολιτικές και στα όρια που καθορίζουν. Ανάλογα µε το είδος του χαρτοφυλακίου, οι προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων µπορούν να ενσωµατώνουν (εφόσον εφαρµόζεται): την έλλειψη ρευστότητας στις αγορές σε ακραίες συνθήκες (Illiquidity), τον κίνδυνο συγκέντρωσης (concentrated positions), 15

τις αγορές µιας κατεύθυνσης (one-way markets), τη µη γραµµικότητα των προϊόντων και τις θέσεις που υπόκεινται σε αποκλίσεις τιµών (non-linear products / deep out-of-the-money positions), τους κινδύνους γεγονότος και αθέτησης (event and jumps-to-default risks), and σηµαντικές µεταβολές στους συσχετισµούς και στη µεταβλητότητα (significant shifts in correlations and volatility). Ειδικότερα, θα πρέπει να καλύπτουν άλλους κινδύνους που ενδεχοµένως να µην περιλαµβάνονται στους υπολογισµούς για την ελάχιστη κεφαλαιακή επάρκεια για τον κίνδυνο αγοράς όπως αβεβαιότητα ποσοστού ανάκτησης (recovery rate uncertainty), µη εµφανείς συσχετισµοί (implied correlations) ή τον κίνδυνο ασυµµετρίας (skew risk). 8.3 Για τις τράπεζες που χρησιµοποιούν εσωτερικά υποδείγµατα για τον υπολογισµό των εποπτικών κεφαλαιακών απαιτήσεων για τους κινδύνους αγοράς, οι εποπτικές απαιτήσεις για τις προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων συνεχίζουν να εφαρµόζονται. Η επί συνεχούς βάσης εκπλήρωσή τους θα εξετάζεται κατά τη ιαδικασία Εποπτικής Εξέτασης και Αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process (SREP)) όπως περιγράφεται στις Κατευθυντήριες Γραµµές της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου προς τις τράπεζες για τη ιαδικασία Εποπτικής Εξέτασης και Αξιολόγησης. Για τις τράπεζες στις οποίες έχει επιτραπεί από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου η χρήση εσωτερικών υποδειγµάτων όπου τα εποπτικά κεφάλαια υπολογίζονται βάσει µιας προσέγγισης η οποία είναι πιο ευαίσθητη στον κίνδυνο, που αξιολογείται έναντι 10ήµερης περιόδου συµµετοχής και διαστήµατος εµπιστοσύνης 99% (10 day time horizon and 99 percentile confidence level), είναι σηµαντικό να λαµβάνονται υπόψη τα γεγονότα της ουράς (tail events ) πέραν του διαστήµατος εµπιστοσύνης. Ένα αυστηρό 16

πρόγραµµα προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων, πρέπει να πληροί τα ακόλουθα κριτήρια: όλοι οι σηµαντικοί προσδιοριστικοί παράγοντες κινδύνου (risk drivers) που θα µπορούσαν να ενέχουν ασυνήθιστα µεγάλες ζηµιές, ή που θα µπορούσαν να παρακωλύσουν σοβαρά τη διαχείριση κινδύνων, πρέπει να καλύπτονται. Αυτοί οι παράγοντες περιλαµβάνουν γεγονότα χαµηλής πιθανότητας για τα κύρια είδη κινδύνων, ιδιαίτερα τις διάφορες συνιστώσες των κινδύνων αγοράς. Η επίδραση των ακραίων καταστάσεων σε γραµµικά και µη γραµµικά προϊόντα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη. Οι προσοµοιώσεις πρέπει να εφαρµόζονται στο κατάλληλο επίπεδο, όπως ορίζεται από την τράπεζα. το πρόγραµµα πρέπει να αξιολογεί τις επιπτώσεις σηµαντικών διαταραχών στις αγορές, και να εντοπίζει τις πραγµατοποιήσιµες περιπτώσεις κατά τις οποίες ενδέχεται να προκύψουν εξαιρετικά µεγάλες ζηµιές. Στο επίπεδο των χαρτοφυλακίων, θα πρέπει να εξετάζονται οι επιπτώσεις των µεταβαλλόµενων συσχετισµών (changed correlations). Αντισταθµιστικά µέτρα, ως αποτέλεσµα των σχεδιασµών εκτάκτων καταστάσεων, µπορούν να ληφθούν υπόψη εφόσον οι σχεδιασµοί βασίζονται σε πραγµατοποιήσιµες προϋποθέσεις για τη ρευστότητα της αγοράς. το πρόγραµµα πρέπει να περιλαµβάνει καταστάσεις οι οποίες, βάσει των χαρακτηριστικών των χαρτοφυλακίων, χαρακτηρίζονται από την τράπεζα ως σπάνιες αλλά πραγµατοποιήσιµες. οι τράπεζες πρέπει να καταγράφουν τα µέτρα που λαµβάνουν για να µειώσουν τους κινδύνους τους και να διατηρούν τα ίδια κεφάλαιά τους. Ειδικά, τα όρια σε ισοτιµίες νοµισµάτων, επιτόκια, τιµές µετοχικών τίτλων και τιµές βασικών εµπορευµάτων που καθορίζονται από την τράπεζα πρέπει να αντιπαραβάλλονται µε τα αποτελέσµατα των υπολογισµών των προσοµοιώσεων ακραίων καταστάσεων. 17

9. Εποπτεία από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου 9.1 Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου απαιτεί από τις τράπεζες να εφαρµόζουν αυτές τις Κατευθυντήριες Γραµµές και να υιοθετούν υγιείς διοικητικές πρακτικές για την αναγνώριση, επιµέτρηση, παρακολούθηση και τον έλεγχο του κινδύνου αγοράς. 9.2 Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου θα αξιολογεί την επάρκεια των διαδικασιών και των ελέγχων αναφορικά µε τη διαχείριση του κινδύνου αγοράς καθώς και τη συµµόρφωση µε τις διατάξεις των παρούσων Κατευθυντηρίων Γραµµών κατά την επί τόπου επιθεώρηση των τραπεζών. Προς το σκοπό αυτό, απαιτείται από τις τράπεζες όπως πριν από κάθε επί τόπου επιθεώρηση παρέχουν στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου όλες τις σχετικές πληροφορίες και στοιχεία. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου θα αξιολογεί, ιδιαίτερα, κατά πόσο οι πολιτικές που ακολουθούν οι τράπεζες καλύπτουν πλήρως όλες τις πτυχές της διαχείρισης του κινδύνου αγοράς. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου θα αξιολογεί επίσης, κατά πόσο τα συστήµατα πληροφορικής της τράπεζας και οι µονάδες διαχείρισης κινδύνων και εσωτερικής επιθεώρησης διασφαλίζουν την ακριβή αναγνώριση, επιµέτρηση, παρακολούθηση και τον έλεγχο του κινδύνου αγοράς. Ο κίνδυνος αγοράς στις τράπεζες και η αλληλεπίδραση µεταξύ των συντελεστών του κινδύνου αγοράς θα αξιολογείται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κατά τη ιαδικασία Εποπτικής Εξέτασης και Αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process (SREP)) όπως περιγράφεται στις Κατευθυντήριες Γραµµές της Κεντρικής Τράπεζας προς τις τράπεζες για τη ιαδικασία Εποπτικής Εξέτασης και Αξιολόγησης. 9.3 Όταν η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, κατά τη ιαδικασία Εποπτικής Εξέτασης και Αξιολόγησης (SREP) εξακριβώνει ότι οι διαδικασίες και οι έλεγχοι της διαχείρισης του κινδύνου αγοράς δεν είναι ικανοποιητικοί (π.χ. ψηλά όρια τερµατισµού ζηµιάς (high stop-loss limits), συχνές µη εξουσιοδοτηµένες παραβιάσεις των ορίων, ελλιπής τήρηση στοιχείων για τις αποτιµήσεις σε τρέχουσες τιµές κλπ., θα απαιτεί από την τράπεζα να λάβει 18

διορθωτικά µέτρα, περιλαµβανοµένων, εφόσον η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου το θεωρήσει επιβεβληµένο, της επιβολής συγκεκριµένων ορίων για τον κίνδυνο αγοράς, της κατανοµής επιπρόσθετου κεφαλαίου κάτω από τον Πυλώνα 2 για την ικανοποιητική κάλυψη του κινδύνου αγοράς που αναλήφθηκε κλπ. 19

Παράρτηµα I Χρηµατοοικονοµικά Μέσα Τα χρηµατοοικονοµικά µέσα ορίζονται στο Παράρτηµα Ι της Οδηγίας της ΕΕ για τις αγορές χρηµατοοικονοµικών µέσων (2004/39/EΚ) και στο Τρίτο Παράρτηµα του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και ραστηριοτήτων και Ρυθµιζόµενων Αγορών Νόµου 144(Ι) του 2007 ως: (1) Μεταβιβάσιµες κινητές αξίες. (2) Μέσα χρηµαταγοράς. (3) Μερίδια οργανισµών συλλογικών επενδύσεων. (4) Συµβόλαια δικαιωµάτων προαίρεσης (options), συµβόλαια µελλοντικής εκπλήρωσης (futures), συµβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσµιακές συµβάσεις επιτοκίων (forward-rate agreements) και άλλες παράγωγες συµβάσεις (derivative contracts) σχετιζόµενες µε κινητές αξίες, νοµίσµατα, επιτόκια ή αποδόσεις, ή άλλα παράγωγα µέσα, χρηµατοοικονοµικούς δείκτες ή άλλα χρηµατοοικονοµικά µεγέθη δεκτικά εκκαθαρίσεως µε φυσική παράδοση ή µε ρευστά διαθέσιµα. (5) Συµβόλαια δικαιωµάτων προαίρεσης (options), συµβόλαια µελλοντικής εκπλήρωσης (futures), συµβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσµιακές συµβάσεις επιτοκίου (forward-rate agreements) και κάθε άλλη σύµβαση παράγωγου µέσου (derivative contracts) σχετιζόµενη µε εµπορεύµατα, που πρέπει να εκκαθαρισθούν µε ρευστά διαθέσιµα ή µπορούν να εκκαθαρισθούν µε ρευστά διαθέσιµα κατ' επιλογή ενός συµβαλλόµενου µέρους (αλλά όχι λόγω αδυναµίας πληρωµής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύµβασης). (6) Συµβόλαια δικαιωµάτων προαίρεσης (options), συµβόλαια µελλοντικής εκπλήρωσης (futures), συµβάσεις ανταλλαγής (swaps) και κάθε άλλη σύµβαση παράγωγου µέσου σχετιζόµενη µε εµπορεύµατα, που επιδέχονται εκκαθαρίσεως µε φυσική παράδοση, εφόσον είναι διαπραγµατεύσιµα σε ρυθµιζόµενη αγορά ή/και Πολυµερή Μηχανισµό ιαπραγµάτευσης (ΠΜ ). 20

(7) Συµβόλαια δικαιωµάτων προαίρεσης (options), συµβόλαια µελλοντικής εκπλήρωσης (futures), συµβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσµιακές συµβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύµβαση παράγωγου µέσου σχετιζόµενη µε εµπορεύµατα, που επιδέχονται εκκαθαρίσεως µε φυσική παράδοση, εφόσον δεν αναφέρονται άλλως στο σηµείο (6) πιο πάνω και δεν προορίζονται για εµπορικούς σκοπούς και που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηµατοοικονοµικών µέσων, όσον αφορά, µεταξύ άλλων, το κατά πόσον υπόκεινται σε εκκαθάριση ή διακανονισµό µέσω αναγνωρισµένων γραφείων συµψηφισµού ή σε τακτικές κλήσεις για κάλυψη περιθωρίων. (8) Παράγωγα µέσα για τη µετακύληση του πιστωτικού κινδύνου. (9) Χρηµατοοικονοµικές συµβάσεις επί διαφορών (contracts for differences). (10) Συµβόλαια δικαιωµάτων προαίρεσης (options), συµβόλαια µελλοντικής εκπλήρωσης (futures), συµβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσµιακές συµβάσεις επιτοκίου (forwards) και κάθε άλλη σύµβαση παράγωγου µέσου σχετιζόµενη µε κλιµατικές µεταβλητές, ναύλους, άδειες εκποµπής ρύπων, ή ποσοστά πληθωρισµού ή άλλες επίσηµες οικονοµικές στατιστικές, που πρέπει να εκκαθαρισθούν µε ρευστά διαθέσιµα ή µπορούν να εκκαθαρισθούν µε ρευστά διαθέσιµα κατ' επιλογή ενός συµβαλλόµενου µέρους (αλλά όχι λόγω αδυναµίας πληρωµής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύµβασης) καθώς και κάθε άλλη σύµβαση παράγωγου µέσου σχετιζόµενη µε περιουσιακά στοιχεία, δικαιώµατα, υποχρεώσεις, δείκτες και µέτρα, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν Παράρτηµα, που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηµατοοικονοµικών µέσων, όσον αφορά, µεταξύ άλλων, το κατά πόσον είναι διαπραγµατεύσιµα σε ρυθµιζόµενη αγορά ή ΠM, υπόκεινται σε εκκαθάριση ή διακανονισµό µέσω αναγνωρισµένων γραφείων συµψηφισµού ή σε τακτικές κλήσεις για κάλυψη περιθωρίων. 21

Παράρτηµα II- Κύριες κατευθυντήριες γραµµές στις οποίες εδράζονται οι προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων από τις τράπεζες Οι κύριες κατευθυντήριες γραµµές στις οποίες εδράζονται οι προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων από τις τράπεζες ορίζονται στο Μέρος III του εγγράφου Guideline on the Technical aspects of stress testing under the supervisory review process CP 12 7, που εκδόθηκε από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (Committee of European Banking Supervisors) και στην εγκύκλιο επιστολή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου προς τις τράπεζες ηµεροµηνίας 17 Απριλίου, 2007, για την προσοµοίωση ακραίων καταστάσεων. Στο παρόν Παράρτηµα περιγράφονται οι κατευθυντήριες γραµµές που εφαρµόζονται σε κάθε προσοµοίωση ακραίας κατάστασης (ΠΑΚ) ανεξαρτήτως της χρήσης της στο πλαίσιο του καθορισµού και αξιολόγησης του εσωτερικού κεφαλαίου και των προσδιοριστικών παραγόντων κινδύνου που ενέχονται στη διαδικασία. Αυτές οι κύριες κατευθυντήριες γραµµές στοχεύουν στη διασφάλιση των προσοµοιώσεων ακραίων καταστάσεων ως αναπόσπαστου µέρους του πλαισίου διαχείρισης κινδύνων της τράπεζας. Οι κατευθυντήριες γραµµές για τις προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων του Πυλώνα 2 που περιλαµβάνονται στο παρόν Παράρτηµα, ισχύουν και για τις προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς και δεν αναιρούν οποιαδήποτε διάταξη της Οδηγίας της ΕΕ για την κεφαλαιακή επάρκεια 8 και της Οδηγίας της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για τον υπολογισµό της κεφαλαιακής επάρκειας και των µεγάλων χρηµατοδοτικών ανοιγµάτων. Ακολουθούν οι κατευθυντήριες γραµµές που αφορούν οποιαδήποτε προσοµοίωση ακραίων καταστάσεων (ΠΑΚ): 7 http://www.c-ebs.org/documents/gl03stresstesting.pdf 8 Οδηγίες της ΕΕ 2006/48/EΚ and 2006/49/EΚ. 22

1. Σχετικότητα ανάλογα µε το µέγεθος και την πολυπλοκότητα των εργασιών των τραπεζών ΠΑΚ 1. Οι κατευθυντήριες γραµµές για τις προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων εφαρµόζονται σε όλες τις τράπεζες σύµφωνα µε την αρχή της αναλογικότητας, λαµβάνοντας υπόψη το µέγεθος, την πολυπλοκότητα των εργασιών και τη διαφοροποίηση (diversification). 2. Πεδίο εφαρµογής των προσοµοιώσεων ακραίων καταστάσεων ΠΑΚ 2. Σύµφωνα µε την αρχή ICAAP 7 του εγγράφου Guidelines on the Supervisory Review Process 9 της CEBS και την παράγραφο 2 των Κατευθυντηρίων Γραµµών της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου προς τις τράπεζες για τις Εσωτερικές ιαδικασίες Αξιολόγησης της Κεφαλαιακής Επάρκειας (ICAAP), οι τράπεζες πρέπει να αναγνωρίζουν τους σηµαντικούς κινδύνους και να προβαίνουν σε επαρκείς και αναλογικές προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε όλους τους κινδύνους που αναγνωρίστηκαν ως σηµαντικοί. 3. ιακρίβωση (calibration) των προσοµοιώσεων ακραίων καταστάσεων ΠΑΚ 3. Με βάση την αναγνώριση των σηµαντικών κινδύνων, οι τράπεζες πρέπει να υπολογίζουν τους προσδιοριστικούς παράγοντες κινδύνου που θα αποτελέσουν το αντικείµενο των προσοµοιώσεων ακραίων καταστάσεων. ΠΑΚ 4. Ανάλογα µε την κατάστασή τους, οι τράπεζες θα πρέπει να χρησιµοποιούν ιστορικά ή / και υποθετικά σενάρια. ΠΑΚ 5. Οι προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων πρέπει να βασίζονται σε σπάνια αλλά πραγµατοποιήσιµα γεγονότα. ΠΑΚ 6. Οι προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων θα πρέπει, καταρχήν να εφαρµόζονται στο ίδιο επίπεδο όπως και οι Ε ΑΚΕ (ICAAP). Ο τρόπος που είναι σχεδιασµένες οι Ε ΑΚΕ, επηρεάζει το επίπεδο στο οποίο διενεργούνται 9 http://www.c-ebs.org/pdfs/gl03.pdf 23

προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων. Τραπεζικοί όµιλοι που δραστηριοποιούνται διασυνοριακώς (integrated cross-border banks) που έχουν άρτιες κεντροποιηµένες υπηρεσίες, µπορούν να διενεργούν προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων για ολόκληρο τον όµιλο. Είναι επίσης δυνατό, µεµονωµένες λειτουργικές µονάδες / νοµικές οντότητες να διευθύνονται ξεχωριστά και να έχουν τις δικές τους Ε ΑΚΕ. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων στο επίπεδο του οµίλου, διευκολύνονται όταν η τράπεζα έχει µια ολοκληρωµένη προσέγγιση (integrated approach) όπου οι προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων εφαρµόζονται µε συνέπεια σε όλο τον όµιλο. 4. Συχνότητα και χρονικός ορίζοντας των προσοµοιώσεων ακραίων καταστάσεων ΠΑΚ 7. Η συχνότητα διενέργειας των προσοµοιώσεων ακραίων καταστάσεων πρέπει να αποφασίζεται σύµφωνα µε τη φύση των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται η τράπεζα και τα είδη των προσοµοιώσεων που διενεργούνται. ΠΑΚ 8. Οι τράπεζες πρέπει να αποφασίζουν τον χρονικό ορίζοντα των προσοµοιώσεων ακραίων καταστάσεων σύµφωνα µε την ληκτότητα και τη ρευστότητα των θέσεων που προσοµοιώνονται, όπου εφαρµόζεται. ΠΑΚ 9. Κάτω από συγκεκριµένες περιστάσεις, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δύναται να ζητήσει από τις τράπεζες να διενεργήσουν ad hoc προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε ένα συγκεκριµένο χρονικό σηµείο. 5. Ποιότητα των δεδοµένων και των συστηµάτων πληροφορικής ΠΑΚ 10. Οι τράπεζες πρέπει να χρησιµοποιούν κατάλληλα και αντιπροσωπευτικά δεδοµένα όταν διενεργούν προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων και τα συστήµατα πληροφορικής πρέπει να είναι κατάλληλα σε σχέση µε την πολυπλοκότητα των τεχνικών και του φάσµατος που καλύπτουν οι προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων που διενεργούνται από τις τράπεζες. 24

6. Ο ρόλος του διοικητικού συµβουλίου και της ανώτατης διεύθυνσης αναφορά και ερµηνεία των αποτελεσµάτων των προσοµοιώσεων ακραίων καταστάσεων ΠΑΚ 11. Το διοικητικό συµβούλιο έχει την τελική ευθύνη για το γενικό πλαίσιο προσοµοιώσεων ακραίων καταστάσεων. Το διοικητικό συµβούλιο µπορεί, εφόσον κρίνεται κατάλληλο, να αναθέσει ορισµένες πτυχές αυτού του πλαισίου, στην επιτροπή διαχείρισης κινδύνων ή στη µονάδα διαχείρισης κινδύνων, διατηρώντας την αποτελεσµατική επίβλεψη. ΠΑΚ 12. Η διαδικασία προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο µέρος του πλαισίου διαχείρισης κινδύνων της τράπεζας, µε ξεκάθαρες γραµµές αναφοράς και επικοινωνίας σε κατανοητή µορφή. ΠΑΚ 13. Όταν κρίνεται απαραίτητο από την τράπεζα, θα πρέπει να λαµβάνει διορθωτικά µέτρα ή ενέργειες έχοντας υπόψη το µέγεθος του κινδύνου που προκύπτει µέσα από τις προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων και τους στόχους και την αντοχή στους κινδύνους, όπως καθορίζονται από το διοικητικό συµβούλιο. Τα διορθωτικά µέτρα πρέπει να εγκρίνονται από το διοικητικό συµβούλιο και να εφαρµόζονται από την ανώτατη διεύθυνση. ΠΑΚ 14. Θα πρέπει να υπάρχουν κατάλληλες καταγεγραµµένες διαδικασίες ώστε να διευκολύνουν την επαρκή εφαρµογή ολόκληρου του πλαισίου προσοµοιώσεων ακραίων καταστάσεων. 7. Εξέταση και αναθεώρηση της µεθοδολογίας προσοµοιώσεων ακραίων καταστάσεων ΠΑΚ 15. Οι τράπεζες πρέπει να εξετάζουν περιοδικά κατά πόσο οι προσοµοιώσεις ακραίων καταστάσεων συνεχίζουν να είναι ικανοποιητικές. Ειδικότερα, οι τράπεζες πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι προϋποθέσεις αναφορικά µε το προφίλ κινδύνων και το εξωτερικό περιβάλλον συνεχίζουν να ισχύουν µε την πάροδο του χρόνου. 25