12/4/2005 Συνταγματικό Δίκαιο Θέμα: «Η έννομη τάξη της Αυστρίας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Δημητρόπουλος Το κράτος της Αυστρίας είναι ένα ομοσπονδιακό κράτος. Ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας του Αυστριακού κράτους απηχεί το παλαιό μεγαλείο της αυτοκρατορίας της δυναστείας των Αψβούργων, ενώ παράλληλα αντανακλάται και θέτει την σφραγίδα του στην οικεία έννομη τάξη. Αρωγό στην προσπάθειά μας να μελετήσουμε την έννομη τάξη της Αυστρίας θα αποτελέσει το Σύνταγμα, λόγω των ακόλουθων δύο χαρακτηριστικών του δηλαδή του γεγονότος ότι αποτελεί θεμελιώδη νόμο, Grundgesetst, όπως τον αποκαλεί ο Kelsen, ο οποίος περιέχει τους θεμελιώδεις κανόνες και αξίες μιας έννομης τάξης αφενός και αφετέρου λόγω του γεγονότος ότι συνιστά καθολικό ρυθμιστή της συνολικής έννομης τάξης. Το Σύνταγμα λοιπόν στο άρθρο 2 του Πρώτου κεφαλαίου του Συντάγματος ορίζει ρητά ότι η Αυστρία είναι μία ομοσπονδιακή Πολιτεία, η οποία αποτελείται από τα αυτόνομα Ομόσπονδα Κρατίδια της Μπύργκενλαντ (Bürgenland), Karinthia, Κάτω Αυστρίας, Άνω Αυστρίας, Salzburg, Styria, Tirol, Vuralberg και Vienna. Στο άρθρο 1 διακηρύσσεται ότι η Αυστρία είναι ένα δημοκρατικό κράτος, καθώς ο νόμος και η εξουσία πηγάζουν από τον λαό. Έδρα αυτού του δημοκρατικού ομοσπονδιακού κράτους είναι η Βιέννη (άρθρο 5), ενώ προβλέπεται δυνατότητα μεταφοράς της έδρας της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Ως επίσημη γλώσσα του Ομοσπονδιακού Κράτους αναγνωρίζεται η γερμανική γλώσσα με σεβασμό όμως των γλωσσικών ιδιωμάτων των μειονοτήτων που κατοχυρώνονται με ομοσπονδιακό νόμο (άρθρο 8), ενώ στο άρθρο 8 Α καθορίζονται τα χρώματα της εθνικής σημαίας, η ενδυμασία των σωμάτων ασφαλείας και η μορφή της κρατικής σφραγίδας. Το άρθρο 9 αντιστοιχεί στο άρθρο 28 του δικού μας Συντάγματος και ορίζει ότι οι γενικώς αναγνωρισμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου θεωρούνται αναπόσπαστο κομμάτι του ομοσπονδιακού δικαίου νόμου 1
καθώς και ότι (στην παρ. 2) νόμος ή συνθήκη που χρειάζονται επικύρωση για τη θέση του σε ισχύ, δύνανται να μεταβιβάσουν ειδικές αρμοδιότητες της Ομοσπονδίας σε διακυβερνητικούς οργανισμούς και στις Αρχές τους. Το πιο σημαντικό ωστόσο άρθρο είναι το άρθρο 15 Σ παρ. 1 το οποίο καθιερώνει τεκμήριο υπέρ της δικαιοδοσίας των Κρατιδίων, καθώς ορίζει ότι εφόσον ένα ζήτημα δεν υπάγεται ρητά από το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα, στην νομοθετική ή στην εκτελεστική εξουσία της Ομοσπονδίας, τότε παραμένει εμπίπτει στα πλαίσια της αυτόνομης σφαίρας αρμοδιότητας των Κρατιδίων. Στην αρμοδιότητα δηλαδή της Ομοσπονδιακής εξουσίας εμπίπτουν μόνο τα ζητήματα ή οι λειτουργίες που ρητά αναφέρει το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα. Η αποκλειστική αυτή αρμοδιότητα της Ομοσπονδιακής εξουσίας έχει διάφορες μορφές, ανάλογα με τον ρόλο τον οποίο επιφυλάσσει στα Κρατίδια. Έτσι, το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα διακρίνει σε θέματα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας της Ομοσπονδίας (10Σ), σε θέματα για τα οποία νομοθετεί η Ομοσπονδιακή εξουσία, αλλά η εκτέλεση των Ομοσπονδιακών νόμων ανήκει στην αρμοδιότητα των Κρατιδίων (11) και στα θέματα εκείνα στα οποία η Ομοσπονδία είναι αρμόδια να θέσει τα γενικά νομοθετικά πλαίσια, αλλά η έκδοση των εκτελεστικών νόμων και η εκτέλεσή τους ανήκει στην αρμοδιότητα των Κρατιδίων (άρθρο 12). Πιο συγκεκριμένα στην αποκλειστική νομοθετική και εκτελεστική εξουσία της Ομοσπονδίας ανήκουν 1) τα ζητήματα που αφορούν το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα και ειδικότερα τα ζητήματα της εκλογής στην Βουλή των Αντιπροσώπων, που αφορούν το Συνταγματικό Δικαστήριο, τα Δημοψηφίσματα κτλ. 2) τις εξωτερικές υποθέσεις του Κράτους, 3) την ρύθμιση και τον έλεγχο της εισόδου και της εξόδου από την περιφέρεια της Ομοσπονδίας, 4) τα δημοσιονομικά ζητήματα της Ομοσπονδίας, ιδίως τα φορολογικά, 5) τα ζητήματα που αφορούν την νομισματική πολιτική, το χρηματιστήριο και το τραπεζικό σύστημα της Ομοσπονδίας, 6) τους κανόνες του Αστικού Δικαίου, εξαιρουμένων των κανονισμών που ρυθμίζουν την μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε ακίνητα οι οποίες υπόκεινται στους περιορισμούς των αρμοδίων διοικητικών αρχών, το ποινικό δίκαιο, εξαιρουμένων των κυρώσεων του διοικητικού δικαστηρίου και των διοικητικών κυρωτικών διαδικασιών σε 2
θέματα που εμπίπτουν στην σφαίρα αρμοδιότητας των Κρατιδίων, 7) η διατήρηση της δημόσιας ειρήνης και ασφάλειας, 8) ζητήματα εμπορίου και βιομηχανίας, 9) το συγκοινωνιακό σύστημα των σιδηροδρόμων, της αεροπορίας και της ναυσιπλοΐας, 10) ζητήματα αξιοποίησης μεταλλωρυχείων, δασοκονομίας κτλ., 11) ζητήματα εργατικής νομοθεσίας, 12) ζητήματα δημόσιας υγείας, 13) οι υπηρεσίες αρχειοθέτησης για επιστημονικούς και ειδικούς σκοπούς, 14) η οργάνωση της ομοσπονδιακής αστυνομίας και χωροφυλακής, 15) η οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, 16) η εγκατάσταση των ομοσπονδιακών αρχών και υπαλλήλων, 17) η δημογραφική πολιτική (και ζητήματα ομοσπονδιακών νόμων που αφορούν την κληρονομική διαδοχή σε ακίνητα). Επίσης στα ακόλουθα θέματα η Ομοσπονδία θεσπίζει τους νόμους και τα Κρατίδια είναι αρμόδια για την εκτέλεσή τους: 1) Ιθαγένεια και το δικαίωμα της υπηκοότητας, 2) Οι επαγγελματικές εκείνες οργανώσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 10, 3) Η εθνική πολιτική για τη στέγαση, 4) Ζητήματα υγειονομικά, 5) Θέματα εσωτερικής ναυσιπλοΐας. Όσον την 3 η περίπτωση αρμοδιότητας της Ομοσπονδίας, δηλ. την περίπτωση όπου η Ομοσπονδία θέτει το γενικό νομοθετικό πλαίσιο και τα Κρατίδια εκδίδουν τους εκτελεστικούς νόμους και έχουν εκτελεστική εξουσία, το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα στο άρθρο 12 ορίζει ότι εμπίπτουν σ αυτή: 1) Η κοινωνική πολιτική καθώς και το τμήμα εκείνο της δημογραφικής πολιτικής που δεν εμπίπτει στο άρθρο 10Σ, 2) Τα κρατικά ιδρύματα για την διευθέτηση των διαφορών εκτός δικαστηρίων, 3) Η πολιτική αναδασμών, 4) Θέματα παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και 5) Η εργατική νομοθεσία σε επίπεδο γεωργίας και δασοκονομίας. Το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα περιέχει μία ειδική διάταξη για την φορολογία, η οποία ορίζει ότι οι αρμοδιότητες της Ομοσπονδίας και των Κρατιδίων στο πεδίο της φορολογίας καθορίζονται με ειδικό ομοσπονδιακό νόμο. Επίσης όσον αφορά την παιδεία το άρθρο 14 ορίζει ότι η εκπαίδευση είναι υπόθεση της Ομοσπονδίας με τις εξαιρέσεις του άρθρου 14 Α, το οποίο αναθέτει στην νομοθετική και εκτελεστική αρμοδιότητα των Κρατιδίων την εκπαίδευση γύρω από θέματα γεωργίας και δασοκονομίας, την εγκατάσταση 3
των σχετικών ιδρυμάτων κτλ. Το άρθρο 15 Α προβλέπει την δυνατότητα σύναψης συμφωνιών μεταξύ της Ομοσπονδίας και των Κρατιδίων για τον καθορισμό των σφαιρών αρμοδιότητας όταν αυτές τέμνονται σε ορισμένα θέματα ζητήματα, συμφωνίες, οι οποίες είναι δεσμευτικές για την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση ή τους Υπουργούς. Σε άμεση συνάφεια προς τον καθορισμό της αρμοδιότητας μεταξύ Ομοσπονδίας και Κρατιδίων, το άρθρο 17Σ ορίζει ότι οι προβλέψεις των άρθρων 10-15 σχετικά με τον καθορισμό του ποιος έχει την νομοθετική και εκτελεστική εξουσία δεν επηρεάζει τον ρόλο της Ομοσπονδίας ως προστάτη των ατομικών ελευθεριών ενώ το άρθρο 18Σ καθιερώνει την αρχή της νομιμότητας, την αρχή δηλαδή που επιτάσσει η εν γένει δημόσια διοίκηση να υπόκειται στο νόμο και κάθε διοικητική αρχή να εκδίδει διατάξεις στα πλαίσια της αρμοδιότητάς της, βασισμένη σε νόμο. Η ιδιαίτερη αυτή επισήμανση και εμμονή στην αρχή της νομιμότητας λαμβάνει χώρα προκειμένου να γίνει σαφής η ρήξη με το κατεστημένο του αστυνομικού κράτους που επικρατούσε την εποχή του Μέττερνιχ. Εξαίρεση από την αρχή της νομιμότητας προβλέπει το άρ. 18 παρ. 3 μόνο στις περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, όπου η άμεση έκδοση μέτρων, τα οποία υπό κανονικές συνθήκες σύμφωνα με το Σύνταγμα πρέπει να εγκριθούν από την Βουλή, καθίσταται αναγκαία, προκειμένου ν αποφευχθεί προφανής και ανεπανόρθωτη βλάβη σε τοπική κοινότητα. Στην περίπτωση αυτή, εάν η έγκαιρη συνεδρίαση της Βουλής δεν είναι εφικτή ή η κατάσταση έχει ξεφύγει από τον έλεγχο, τότε ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας μετά από σύσταση της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης μπορεί με δική του και της κυβερνήσεως ευθύνη να λάβει μέτρα σε επίπεδο προσωρινής νομοθεσίας, εκδίδοντας διατάξεις, οι οποίες και συνυπογράφονται από την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Πέρα από τις γενικές αυτές παρατηρήσεις, θα πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι η Αυστριακή έννομη τάξη λειτουργεί σε δύο επίπεδα, στο επίπεδο της Ομοσπονδίας και στο επίπεδο των Κρατιδίων. Σε επίπεδο Ομοσπονδίας η νομοθετική εξουσία ασκείται από την Βουλή των Αντιπροσώπων από κοινού με την Γερουσία. Όσον αφορά την Βουλή των Αντιπροσώπων παρατηρητέα είναι τα εξής: Έδρα της Ομοσπονδιακής Βουλής είναι η Βιέννη και εκλέγεται από όλο το έθνος (Εθνικό Συμβούλιο) πάντα 4
σύμφωνα με τις αρχές της ίσης, μυστικής και καθολικής ψηφοφορίας. Το εκλογικό σώμα αποτελούν άνδρες και γυναίκες, που έχουν συμπληρώσει το 19 ο έτος. Η νομοθετική περίοδος της Ομοσπονδιακής Βουλής διαρκεί τέσσερα χρόνια και υπολογίζεται από την χρονική στιγμή της πρώτης σύγκλησής της. ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας κάθε χρόνο συγκαλεί την Βουλή των Αντιπροσώπων σε τακτική σύνοδο, η οποία δεν δύναται να αρχίσει πριν από τις 15 Σεπτεμβρίου και να διαρκέσει πέραν της 15 ης Ιουλίου του επομένου έτους. Ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας μπορεί επίσης να συγκαλέσει τη Βουλή των Αντιπροσώπων σε έκτακτες συνόδους. Εάν η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση ή τουλάχιστον το 1/3 των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων ή της Γερουσίας το απαιτεί, ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας είναι υποχρεωμένος να συγκαλέσει εντός δύο εβδομάδων από την υποβολή του αιτήματος, την Βουλή των Αντιπροσώπων σε μία έκτακτη σύνοδο (άρθρο 28). Η Βουλή των Αντιπροσώπων εκλέγει τον Πρόεδρο, τον 1 ο Αντιπρόεδρο και 2 ο Αντιπρόεδρο από τα μέλη της, ενώ η λειτουργία της διέπεται από ειδικό ομοσπονδιακό νόμο, ο οποίος ψηφίζεται ως Κανονισμός Λειτουργίας της Βουλής με πλειοψηφία 2/3 με παρόντες το ½ του αριθμού των βουλευτών. Για την ψήφιση των νόμων απαιτείται, αν δεν ορίζει διαφορετικά ο ομοσπονδιακός νόμος περί λειτουργίας της Βουλής, η παρουσία τουλάχιστον του 1/3 των βουλευτών, και η ύπαρξη απόλυτης πλειοψηφίας. Όσον αφορά την Γερουσία παρατηρητέα είναι τα εξής: Τα Κρατίδια εκπροσωπούνται στην Γερουσία αναλόγως του πληθυσμού τους. το Κρατίδιο με τους περισσότερους πολίτες εκλέγει 12 μέλη, ενώ τα υπόλοιπα Κρατίδια εκπροσωπούνται με βάση τον συντελεστή, ο οποίος προκύπτει από την υπαγωγή των κατοίκων ενός Κρατιδίου προς τον αριθμό των κατοίκων του μεγαλύτερου Κρατιδίου. Πάντως, κάθε Κρατίδιο δικαιούται να εκπροσωπείται από τουλάχιστον 3 μέλη, ενώ διορίζεται αντικαταστάτης για κάθε μέλος. Τα μέλη της Γερουσίας και οι αντικαταστάτες εκλέγονται από τα κοινοβούλια των Κρατιδίων, σύμφωνα με μία αναλογική εκπροσώπηση σ αυτά των κομμάτων, αλλά μία τουλάχιστον έδρα θα πρέπει να εκλέγει να διαθέτει, το κόμμα εκείνο που έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο αριθμό εδρών στο τοπικό Κοινοβούλιο, ή αν περισσότερα κόμματα έχουν τον ίδιο αριθμό εδρών, το κόμμα εκείνο που 5
συγκέντρωσε τον 2 ο μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στις τελευταίες εκλογές. Εάν οι αξιώσεις περισσοτέρων κομμάτων είναι ισοδύναμες το ζήτημα διευθετείται με κλήρωση. Τα Κρατίδια διαδέχονται το ένα το άλλο με αλφαβητική σειρά, κάθε έξι μήνες, στην προεδρία της Γερουσίας. Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά από (ομοσπονδιακό;) νόμο, η παρουσία τουλάχιστον του 1/3 του αριθμού των μελών και η ύπαρξη απόλυτης πλειοψηφίας των παρόντων μελών της Γερουσίας είναι απαραίτητη για τη λήψη αποφάσεων εκ μέρους της. (Α.37). Όταν η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία συνεδριάζουν μαζί, από κοινού σε δημόσια συνεδρίαση στην έδρα της Βουλής των Αντιπροσώπων συγκροτούν την Ομοσπονδιακή Συνέλευση, η οποία αποφασίζει για την επικύρωση της εκλογής του Προέδρου της Ομοσπονδίας και για την υιοθέτηση απόφασης περί κήρυξης πολέμου. (38Σ). Εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 60 παρ. 6, 63 παρ. 2, 64 (4), η Ομοσπονδιακή Συνέλευση συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Ομοσπονδίας, ενώ η Προεδρία της Συνέλευσης εναλλάσσεται μεταξύ του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων και του εκάστοτε Προέδρου της Γερουσίας αρχίζοντας από τον πρώτο. Όσον αφορά την νομοθετική διαδικασία σε επίπεδο Ομοσπονδίας παρατηρητέα είναι τα εξής: 1. Άρθρο 4. Τα νομοσχέδια υποβάλλονται στην Βουλή των Αντιπροσώπων είτε ως προτάσεις από τα μέλη της, είτε ως νομοσχέδια από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση. Η Γερουσία δύναται να υποβάλλει νομοθετικές προτάσεις στην Βουλή των αντιπροσώπων μέσω της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης. Παρ. 2. Επίσης κάθε νομοθετική πρόταση η οποία υποβάλλεται από 100.000 ψηφοφόρους ή από το 1/6 των ψηφοφόρων κάθε Κρατιδίου εκ τριών Κρατιδίων πρέπει να υποβάλλεται άμεσα από το κύριο εκλογικό συμβούλιο στη Βουλή των Αντιπροσώπων προς ψήφιση. Η πρωτοβουλία αυτή εκ μέρους των ψηφοφόρων πρέπει να υποβάλλεται υπό μορφή νομοσχεδίου. 2. Άρθρο 42. Κάθε νομοθεσία (νομοσχέδιο) της Βουλής των Αντιπροσώπων μεταβιβάζεται χωρίς καθυστέρηση από τον Πρόεδρο στην Γερουσία. Αν δεν προβλέπεται διαφορετικά από ομοσπονδιακό νόμο, μία νομοθεσία δύναται να επικυρωθεί και να δημοσιευτεί μόνο εάν η Γερουσία δεν έχει προβάλλει αιτιολογημένη αντίρρηση. 6
3. Η εν λόγω αντίρρηση πρέπει να μεταβιβαστεί εγγράφως στην Βουλή των Αντιπροσώπων από τον Πρόεδρο της Γερουσίας εντός 8 εβδομάδων από την υποβολή της νομοθετικής πρότασης στην Γερουσία. 4. Αν η Βουλή των Αντιπροσώπων με την παρουσία τουλάχιστον των μισών μελών της εμμείνει στην αρχική της απόφαση, τότε η νομοθετική πρόταση επικυρώνεται και δημοσιεύεται. Εάν η Γερουσία δεν εγείρει κάποια ένσταση ή δεν την υπέβαλε αιτιολογημένα εντός της προθεσμίας της παρ. 3, τότε πάλι η νομοθετική πρόταση επικυρώνεται και δημοσιεύεται. 5. Η Γερουσία δεν δύναται να εγείρει ένσταση επί αποφάσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων που αφορούν τον νόμο που ρυθμίζει τον Κανονισμό λειτουργίας της Βουλής, την διάλυση της Βουλής, την απόφαση έγκρισης του τελικού Ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Άρ. 43. Εάν η Βουλή των Αντιπροσώπων αποφασίσει έτσι ή η πλειοψηφία των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων το απαιτήσει, κάθε νομοθετική πρόταση υποβάλλεται σε δημοψήφισμα, πριν από την επικύρωσή της από τον Πρόεδρο της Ομοσπονδίας. Άρ. 44. Οι συνταγματικοί νόμοι μπορούν να τίθενται σε ισχύ μόνο μέσω της ψήφισής τους από την Βουλή των Αντιπροσώπων, όταν αυτή συνεδριάζει με παρόντα τα μισά τουλάχιστον μέλη της και με την πλειοψηφία των 2/3 των παρόντων μελών. Παρ. 2. Κάθε απόπειρα ολικής αναθεώρησης του Ομοσπονδιακού Συντάγματος θα υποβάλλεται σε δημοψήφισμα, ενώπιον όλου του έθνους, πριν από την επικύρωσή της από τον Πρόεδρο της Ομοσπονδίας, ενώ σε περίπτωση μερικής αναθεώρησης αυτό θα λαμβάνει χώρα μόνο εάν το 1/3 των μελών της Βουλής ή της Γερουσίας το απαιτήσουν. Σε περίπτωση δημοψηφίσματος, για την διαμόρφωση του αποτελέσματος, το οποίο ανακοινώνεται δημόσια λαμβάνεται υπόψη η απόλυτη πλειοψηφία των έγκυρων ψήφων. Οι Ομοσπονδιακοί νόμοι δημοσιεύονται από τον Πρωθυπουργό της Ομοσπονδίας στην Ομοσπονδιακή Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρ. 45). Τόσο τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων όσο και τα μέλη της Γερουσίας απολαμβάνουν (57-58) ασυλίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Όσον αφορά την εκτελεστική εξουσία σε επίπεδο Ομοσπονδίας παρατηρητέα είναι τα εξής: Τα κυριότερα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας 7
είναι ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας, ο Πρωθυπουργός και οι Υπουργοί. Ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας εκλέγεται από το έθνος με απευθείας μυστική και καθολική ψηφοφορία που βασίζεται στην αρχή της ισότητας. Εάν υπάρχει ένας μόνο υποψήφιος, λαμβάνει χώρα δημοψήφισμα. Η θητεία του Προέδρου είναι 6ετής και δύναται να ανανεωθεί για την αμέσως επόμενη θητεία άπαξ. Ο Πρόεδρος μπορεί, πριν από την λήξη της θητείας του, να καθαιρεθεί με δημοψήφισμα μετά από απαίτηση της Ομοσπονδιακής Συνέλευσης. Η Ομοσπονδιακή Συνέλευση συγκαλείται από τον Πρωθυπουργό για το σκοπό αυτό, αν η Βουλή των Αντιπροσώπων υποβάλλει σχετικό αίτημα, το οποίο απαιτείται να ψηφιστεί από τα 2/5 των μισού αριθμού του ελάχιστου αριθμού των βουλευτών. Ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας εκπροσωπεί τη Δημοκρατία διεθνώς, υποδέχεται τους ξένους πρέσβεις, επικυρώνει τον διορισμό ξένων προξένων, διορίζει τους διπλωματικούς ακολούθους στο εξωτερικό και καταρτίζει συνθήκες (άρ. 65). 2. Επιπλέον, ο Πρόεδρος είναι εξοπλισμένος με τις κάτωθι εξουσίες: α) να διορίζει τους ομοσπονδιακούς δημοσίους υπαλλήλους, β) να δημιουργεί και να χορηγεί επαγγελματικούς τίτλους, γ) να απονέμει χάρη σε καταδικασμένους κτλ., δ) μετά από αίτηση των γονέων να ανακηρύττει νόθα παιδιά, γνήσια. Άρθρο 66. Ο Πρόεδρος μπορεί να αναθέτει σε αρμόδια μέλη της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης την αρμοδιότητά του περί διορισμού ορισμένων κατηγοριών ομοσπονδιακών δημοσίων υπαλλήλων. 67. Αν δεν προβλέπεται κάτι διαφορετικό από το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα, όλες οι υπηρεσιακές πράξεις του Προέδρου πρέπει να βασίζονται σε συστάσεις και γνωμοδοτήσεις από την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση ή Ομοσπονδιακό Υπουργό εξουσιοδοτημένο από αυτή. Όσον αφορά την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση (69) αυτή αποτελείται από τον Καγκελάριο, τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και τους Υπουργούς, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με τα σημαντικότερα διοικητικά ζητήματα της Ομοσπονδίας, όσα απ αυτά δεν ανήκουν στην αρμοδιότητα του Προέδρου. Ο Αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης δύναται να αντικαθιστά τον Καγκελάριο σ όλο το εύρος των αρμοδιοτήτων του. Σε επίπεδο Κρατιδίων παρατηρητέα είναι τα εξής: 8
Τα Κρατίδια διαθέτουν τοπικά κοινοβούλια, τα οποία συγκροτούνται με καθολική, μυστική, προσωπική, απευθείας ψηφοφορία, βασισμένη στην αρχή της ισότητας και στα πλαίσια των οποία λαμβάνει χώρα η νομοθετική δραστηριότητα (95) (97). Έτσι ένας τοπικός νόμος προκειμένου να τεθεί σε ισχύ χρειάζεται να ψηφιστεί από την τοπική Βουλή, να επικυρωθεί από την Βουλή και να δημοσιευτεί από τον τοπικό Κυβερνήτη. (97). Εάν ένας τοπικός νόμος προβλέπει ότι για την εκτέλεσή του απαιτείται η σύμπραξη των αρχών της Ομοσπονδίας, η έγκριση της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης πρέπει να ληφθεί. Το άρθρο 98 ορίζει ότι κάθε νομοθετική πρόταση πρέπει άμεσα μετά την ψήφισή της από το τοπικό Κοινοβούλιο να γνωστοποιείται από τον τοπικό Κυβερνήτη στον αρμόδιο Υπουργό της Ομοσπονδίας πριν από την δημοσίευσή του. Παρ. 2. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δύναται μέσα σε 8 εβδομάδες από την γνωστοποίηση της νομοθετικής πρότασης από τον τοπικό Κυβερνήτη να εγείρει αιτιολογημένη ένσταση εναντίον του, λόγω του ότι αντίκειται σε συμφέροντα της Ομοσπονδίας. σε περίπτωση ένστασης ο τοπικός νόμος μπορεί να δημοσιευτεί μόνο εάν το τοπικό Κοινοβούλιο με την παρουσία του μισού τουλάχιστον αριθμού των βουλευτών του ψηφίσει ακόμα μία φορά την νομοθετική πρόταση. Τα Κρατίδια διαθέτουν επίσης (τοπικό) Σύνταγμα το οποίο μάλιστα μπορεί σύμφωνα με το άρ.99 να τροποποιηθεί, εάν δεν θίγεται το Ομοσπονδ. Σύνταγμα με τοπικό συνταγματικό νόμο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο 100Σ το οποίο ορίζει ότι κάθε τοπικό Κοινοβούλιο δύναται να διαλυθεί από τον Πρόεδρο της Ομοσπονδίας κατόπιν αιτήματος της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης και με την επικύρωση της Γερουσίας. Η πρόταση μέσα στα πλαίσια της Γερουσίας πρέπει να ληφθεί με παρόντες τον μισό αριθμό μελών της Γερουσίας και με πλειοψηφία 2/3 των έγκυρων ψήφων, χωρίς την συμμετοχή στην συνεδρίαση των αντιπροσώπων βουλευτών του Κρατιδίου, η Βουλή του οποίου κινδυνεύει να διαλυθεί. Σε περίπτωση διάλυσης πρέπει εντός 3 εβδομάδων να εκδοθεί έγγραφη εντολή για διεξαγωγή νέων εκλογών σύμφωνα με τις προβλέψεις του οικείου τοπικού Συντάγματος. Το κάθε Κρατίδιο διαθέτει και την κυβέρνησή του, η οποία εκλέγεται από το τοπικό Κοινοβούλιο και ασκεί την εκτελεστική εξουσία και τα μέλη της οποίας δεν είναι απαραίτητο να είναι μέλη του τοπικού Κοινοβουλίου. Η τοπική 9
Κυβέρνηση αποτελείται από τον τοπικό Κυβερνήτη, ένα απαιτούμενο αριθμό βουλευτών και άλλα μέλη (άρ. 101). Άρθρο 102. Στο επίπεδο των Κρατιδίων, στο βαθμό που δεν υφίσταται μία αυτόνομη ομοσπονδιακή διοίκηση, ο τοπικός Κυβερνήτης και οι τοπικές αρχές ασκούν τις εκτελεστικές εξουσίες της Ομοσπονδίας. επίσης, στο βαθμό που ομοσπονδιακές Αρχές, ειδικώς οι Αρχές που είναι επιφορτισμένες με το έργο της δημόσιας ασφάλειας της Ομοσπονδίας, είναι επιφορτισμένες με την εκτέλεση ζητημάτων, τα οποία εκτελούν όχι ως άμεση αλλά ως έμμεση Ομοσπονδιακή Διοίκηση, τότε θεωρούνται κατώτερες του Τοπικού Κυβερνήτη και υπόκεινται στις οδηγίες του. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η διαμόρφωση του συστήματος δικαιοσύνης στην Αυστρία. Στον πρώτο βαθμό υφίστανται τα ειρηνοδικεία και τα περιφερειακά δικαστήρια (Landesgerichte) στις κυριότερες πόλεις. Κατόπιν, στον δεύτερο βαθμό υφίστανται τα εφετεία μόνο όμως σε τέσσερα Κρατίδια, καθώς έχει συγκεντρωθεί η ύλη. Τέλος υφίσταται το Ανώτατο Δικαστήριο, το δικαστήριο της τελευταίας βαθμίδας όσον αφορά τις αστικές και ποινικές υποθέσεις, το οποίο εξετάζει μόνο νομικά ζητήματα και το οποίο εδρεύει στη Βιέννη. Σε επίπεδο όμως διοικητικού δικαίου υφίσταται το Διοικητικό δικαστήριο για τον έλεγχο νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, και γίνεται έλεγχος συνταγματικότητας από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο, το Διοικητικό Δικαστήριο και το Συνταγματικό Δικαστήριο είναι στο ίδιο επίπεδο, αλλά επειδή μπορεί να υπάρξουν συγκρούσεις σχετικά με τις αρμοδιότητες των διαφόρων κλάδων, το Συνταγματικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφασίσει και να άρει τις συγκρούσεις μεταξύ αυτών, δηλαδή του κλάδου των πολιτικών δικαστηρίων και του κλάδου των διοικητικών δικαστηρίων. 129. Το Διοικητικό Δικαστήριο ιδρύθηκε στη Βιέννη το 1867 (1870) και παρείχε εξειδικευμένη και συγκεντρωτική νομική επανεξέταση της διοικητικής νομιμότητας. Οι προσφυγές που αφορούν παραβίαση δικαιωμάτων άλλων από αυτά που προστατεύονται ευθέως από το Σύνταγμα και τους λοιπούς συνταγματικούς κανόνες ανήκουν στην αρμοδιότητα του Διοικ. Δικαστηρίου. Το δικαστήριο αυτό εξετάζει ειδικότερα προσφυγές με θέμα την παρανομία των 10
ατομικών διοικητικών πράξεων και προσφυγές με θέμα παράβασης του καθήκοντος για λήψη απόφασης εντός της νόμιμης προθεσμίας (μέσα σε 6 μήνες), αν η ανώτατη διοικητική αρχή παρέμεινε ανενεργή. Σε μερικές περιπτώσεις οι διοικητικές αρχές (όπως ο αρμόδιος Ομοσπονδιακός Υπουργός σε θέματα που αναφέρονται στα άρθρα 11 και 12 του Ομοσπονδιακού Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο τα Ομοσπονδιακά Κρατίδια είναι αρμόδια για την εφαρμογή των ομοσπονδιακών νόμων, μπορούν να εγείρουν προσφυγή με λόγο την αντικειμενική παράβαση του νόμου. Από την εισαγωγή των Ανεξάρτητων Επιτροπών στα Κρατίδια το Διοικητικό Δικαστήριο είναι επίσης ένα είδος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Οι υποθέσεις που δεν υπάγονται στο Διοικητικό Δικαστήριο, εισάγονται ενώπιον διοικητικών αρχών, οι οποίες δημιουργήθηκαν ως ανεξάρτητες αρχές με τον χαρακτήρα δικαστηρίων υπό την έννοια του άρ. 6 της ΕΣΔ. Σ αυτό το πλαίσιο πρέπει ν αναφερθούν οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Επιτροπές των κρατιδίων που υπάρχουν από το 1991 και η Ομοσπονδιακή Επιτροπή για το Άσυλο που υπάρχει από το 1998. Ακόμα υπάρχουν διάφορες άλλες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 133 αριθ. 4 του Ομοσπονδιακού Συντ., οι οποίες είναι Επιτροπές που περιέχουν τουλάχιστον ένα ενεργό δικαστή ως ένα από τα μέλη, για ειδικές υποθέσεις του διοικητικού δικαίου (π.χ. για το ποσό από απαλλοτρίωση ή για τα μέτρα που λήφθηκαν στους τομείς της μεταρρύθμισης της γης). Όσον αφορά τις αρμοδιότητες του Συνταγματικού Δικαστηρίου παρατηρητέα είναι τα εξής: α) Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο αποφαίνεται σύμφωνα με το άρθρο 137-14 επί συγκρούσεων αρμοδιοτήτων μεταξύ δικαστηρίων και διοικητικών επιτροπών, β) μεταξύ του Διοικητικού Δικαστηρίου και όλων των άλλων δικαστηρίων, γ) μεταξύ των Κρατιδίων ή μεταξύ των Κρατιδίων και της Ομοσπονδίας. Επίσης αποφαίνεται για το κατά πόσο υφίσταται συμφωνία κατά την έννοια του άρθρ. 15Σ περί κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ Ομοσπονδίας και Κρατιδίων. Ακόμη αποφαίνεται μετά από αίτημα Δικαστηρίου για το εάν διατάξεις που εκδίδονται από Ομοσπονδιακή ή τοπική Αρχή είναι παράνομες. Καθώς και μετά από αίτημα της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης εάν διατάξεις που εκδίδονται από Αρχές των Κρατιδίων είναι παράνομες. 11