Αθήνα, 30 εκεµβρίου 2008 Σχόλια της Greenpeace για τον ΚΕΝΑΚ Α) Κανονισµός Χαµηλών Προσδοκιών Ένα από τα βασικότερα προβλήµατα του ΚΕΝΑΚ είναι οι µετριοπαθείς τιµές που ορίζονται ως επιτρεπτό όριο και που είναι αµφίβολο αν θα βελτιώσουν ουσιαστικά την εξοικονόµηση ενέργειας στα κτίρια και θα συµβάλλουν καθοριστικά στην επίτευξη των εθνικών µας στόχων στη µείωση των αερίων θερµοκηπίου. Οι συγκεκριµένες τιµές είναι οριακά βελτιωµένες σε σχέση µε την υπάρχουσα κατάσταση, µε αποτέλεσµα να υπολείπονται πολύ των µέτρων που πρέπει να ληφθούν. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι εφόσον ένα κτίριο χτίζεται µε χρόνο ζωής περί τα 100 έτη οι όποιες αποφάσεις και παρεµβάσεις σήµερα θα επηρεάσουν και τις επόµενες γενιές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι οι προτεινόµενοι συντελεστές θερµικής διαπερατότητας (U). Πολλοί επιστήµονες επιµένουν ότι η χρήση του δείκτη αυτού και µόνο είναι πια ξεπερασµένη και θα έπρεπε να συνυπολογίζονται και άλλα στοιχεία. Ακόµα κι αν αγνοήσουµε αυτό τον ισχυρισµό, φαίνεται ότι υπάρχουν προβλήµατα στην οριοθέτηση των µέγιστων τιµών. Συγκεκριµένα: Ο συντελεστής U µπορεί να καθοριστεί µε βάση τρεις διαφορετικές λογικές: α) Τον ορισµό µιας µέγιστης τιµής που δεν πρέπει να ξεπεραστεί (όπως δηλαδή κάνει ο ΚΕΝΑΚ). β) Τον ορισµό µίας ενδεικτικής τιµής που δίνει τα µέγιστα οικονοµικά οφέλη (χαµηλότερη από αυτήν του ΚΕΝΑΚ).
γ) Τον ορισµό µιας τιµής που δίνει τα µέγιστα ενεργειακά οφέλη (ακόµα χαµηλότερη από την τιµή µε τα µέγιστα οικονοµικά οφέλη). Στον παρακάτω πίνακα παρατίθενται ενδεικτικά οι σηµερινές τιµές, οι προτεινόµενες τιµές του ΚΕΝΑΚ και αυτές που αποδίδουν το µέγιστο οικονοµικό όφελος για τρεις ελληνικές πόλεις (Αθήνα, Βόλο και Θεσσαλονίκη). Τιµές συντελεστή θερµικής διαπερατότητας U (Wm -2 K -1 ) Πόλη Τοιχοποιία Οροφή άπεδο Υπάρχουσα κατάσταση Αθήνα 0,70 0,50 1,90 Βόλος 0,70 0,50 1,90 Θεσσαλονίκη 0,70 0,50 0,70 ΚΕΝΑΚ Αθήνα 0,60 0,50 1,50 Βόλος 0,60 0,50 1,50 Θεσσαλονίκη 0,50 0,40 0,70 Βέλτιστη οικονοµική λύση Αθήνα 0,32 0,24 1,44 Βόλος 0,24 0,19 0,51 Θεσσαλονίκη 0,22 0,18 0,41 [Στην περίπτωση της µέγιστης εξοικονόµησης ενέργειας, οι τιµές του U θα πρέπει να είναι ακόµη χαµηλότερες. Οι τιµές του συντελεστή U δίνονται για τις περιπτώσεις της τοιχοποιίας, της οροφής και των δαπέδων. Θυµίζουµε ότι µε βάση τον ΚΕΝΑΚ, η Αθήνα και ο Βόλος ανήκουν στη Β κλιµατική ζώνη και η Θεσσαλονίκη στη Γ. Οι εκτιµήσεις για τις βέλτιστες οικονοµικά λύσεις προέρχονται από σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βιοµηχανιών Μονωτικών Υλικών (EURIMA).] Οι τιµές που συνεπάγονται τα µεγαλύτερα οικονοµικά οφέλη για τους χρήστες των κτιρίων είναι σχεδόν οι µισές απ αυτές που προβλέπει ως µέγιστες ο ΚΕΝΑΚ. Αν και προφανώς ο ΚΕΝΑΚ δεν απαγορεύει στους
ιδιοκτήτες την επίτευξη καλύτερων συντελεστών, το πρόβληµα έγκειται στο γεγονός ότι όπως δείχνει η εµπειρία οι κατασκευαστές αρκούνται στο όριο που υποδεικνύει η εκάστοτε νοµοθεσία. Τα παρακάτω διαγράµµατα (από το ευρωπαϊκό πρόγραµµα DATAMINE) δείχνουν ότι τα κτίρια του οικιακού και τριτογενούς τοµέα που κατασκευάστηκαν µετά το 1980 (οπότε και ισχύει ο σηµερινός Κανονισµός Θερµοµόνωσης) κινούνται ουσιαστικά κοντά στον οριζόµενο συντελεστή ξεπερνώντας τον µάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις.
Είναι προφανές λοιπόν ότι τα όρια που θέτει ο ΚΕΝΑΚ κοντά στα οποία αναµένεται ότι θα κινηθούν οι κατασκευαστές στα νέα κτίρια είναι υπερβολικά υψηλά για έναν νέο φιλόδοξο νόµο που στοχεύει να θέσει τις βάσεις για τις επόµενες δεκαετίες και να συνεισφέρει τα µέγιστα προκειµένου η χώρα µας να εξοικονοµήσει ενέργεια, χρήµατα αλλά και να εκπληρώσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις. Ο ΚΕΝΑΚ πολύ απλά θα µπορούσε να θέσει όρια πολύ πιο κοντά (αν όχι ακριβώς) στα επίπεδα του µέγιστου οικονοµικού οφέλους. Το συµπέρασµα είναι πως αν θέλουµε να έχουµε ουσιαστικά αποτελέσµατα, θα πρέπει ήδη από σήµερα να βάλουµε τους σωστούς, και στην προκειµένη περίπτωση αυστηρότερους, στόχους. Β) Απλοποίηση διαδικασιών (Best practices) Όπως έχει δείξει η εµπειρία, η υιοθέτηση µιας αποκλειστικής µεθόδου οδηγεί συχνά σε αποκλεισµούς. Στη συγκεκριµένη περίπτωση, προφανώς, αυτό δεν πρέπει να είναι ζητούµενο. Ως εκ τούτου, προτείνουµε να υπάρξει η απαραίτητη διαφάνεια σε συνδυασµό µε ευελιξία (σε θέµατα όπως οι ενεργειακοί επιθεωρητές αλλά και η µέθοδος καταγραφής της ενεργειακής απόδοσης) ώστε να γίνει εφικτή η µέγιστη αξιοποίηση του διαθέσιµου δυναµικού και των βέλτιστων πρακτικών, µεταφέροντας την εµπειρία και από πιο ώριµες αγορές. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έχουµε καθυστερήσεις και αποκλεισµούς. Γ) Επιθυµητή η διάκριση µεταξύ θερµικής και ηλεκτρικής ενέργειας Από τον ΚΕΝΑΚ απορρέει πως η θερµική και η ηλεκτρική ενέργεια προσµετρούνται εξ ίσου στην ονοµαστική απόδοση ενός κτιρίου. Αυτό µπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύµητες ανωµαλίες ως προς τον καθορισµό των βέλτιστων συστηµάτων ψύξης και θέρµανσης ενός κτιρίου. Εφόσον τα ηλεκτρικά συστήµατα έχουν υψηλό συντελεστή απόδοσης, αλλά και µεγάλη κατανάλωση ενέργειας, ελλοχεύει ο κίνδυνος να προτιµηθούν αµιγώς τέτοια συστήµατα κλιµατισµού (υψηλής ονοµαστικής απόδοσης)
ακόµα και σε περιπτώσεις που η βέλτιστη λύση θα ήταν ένας συνδυασµός θερµικών και ηλεκτρικών συστηµάτων. Από τη στιγµή µάλιστα που στη χώρα µας οι ΑΠΕ δεν έχουν την επιθυµητή διείσδυση στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύµατος, το επιπλέον φορτίο όχι µόνο θα επιβάρυνε το δίκτυο της ΕΗ αλλά θα έθετε σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων της Ελλάδας για µείωση των αερίων του θερµοκηπίου. Όπως προαναφέρθηκε, στην Greenpeace πιστεύουµε πως σκοπός είναι να αποφεύγονται πρακτικές που οδηγούν σε αποκλεισµούς. Με αυτό σαν δεδοµένο, πιστεύουµε πως ένας δίκαιος διαχωρισµός µεταξύ ηλεκτρικής και θερµικής ενέργειας θα συνεισφέρει πιο αποτελεσµατικά στην εφαρµογή της βέλτιστης λύσης για κάθε ξεχωριστή περίπτωση.