Newsletter 01-02/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-85



Σχετικά έγγραφα
Άρειος Πάγος Β2' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 93/2009

Newsletter 07-08/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-66

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

Κων/νος Τσουμάνης, Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος ΣΠΕΔΕΘ & ΚΜ

ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΟΤΑ

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

Άρειος Πάγος 175/2013 Εργασία και έκτη ημέρα την εβδομάδα σε επιχειρήσεις με καθεστώς πενθήμερης εργασίας

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-72

Ν. 4354/2015 ΝΕΟ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΟ. Εισηγητής: - Κωνσταντίνος Μπλάγας, Δ/νων Σύμβουλος ΔήμοςΝΕΤ

ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 51/2005. Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Μουσικών της Φιλαρμονικής του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ & ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ


Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

Π. Ραπανάκης, Το νέο θεσμικό πλαίσιο που προβλέπει την καταχώριση της υπερεργασίας και της νόμιμης υπερωρίας στο Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ»

2 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης (ή 24/12 x μήνες απασχόλησης)(στρογγυ λοποίηση του

. -Ένωση Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης Τηλέφωνο:

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1980

Πρόλογος. αξιολόγησή τους.

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

ΠΑΝΟ ΕΤΓΟΤΡΖ -ΓΗΚΖΓΟΡΟ ΑΘΖΝΩΝ ΝΟΜΗΚΟ ΤΜΒΟΤΛΟ ΚΔΝΣΡΗΚΖ ΔΝΩ Ζ ΓΖΜΩΝ ΚΑΗ ΚΟΗΝΟΣΖΣΩ Ν ΔΛΛΑΓΟ ΜΠΟΤΜΠΟΤΛΗΝΑ

ΓΝΩΜΟ ΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΠΡΟΣ

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

ΣΥΛΛOΓlKH ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ των Οινολόγων όπως αυτοί ορίζονται από τον 1697/87, που απασχολούνται σε Επιχειρήσεις όλης της χώρας

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

Θέματα Κανονισμού Ασφάλισης ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, Ασφαλιστικών Φορέων, προσαρμογή της νομοθεσίας στην Οδηγία 2010/18/ΕΕ και λοιπές διατάξεις.

Πρακτικό της µε αριθµό 32ης/2013 συνεδρίασης της Οικονοµικής Επιτροπής του

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

2016 Εϖείγοντα Μέτρα Εφαρµογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοϖρόθεσµου Πλαισίου

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΡΟΕ ΡΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΙΚΑΣΤΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ Κα ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑ ΑΚΗ ΠΡΟΕ ΡΟ ΕΦΕΤΩΝ ΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-52

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-191

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 49545/2371

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-91

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά Τμήμα 3ο Τριμελές Αριθμός απoφάσεως 924/2010

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Σ Η. Αθήνα, 4/7/2014. Συναδέλφισσες συνάδελφοι,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Σήμερα, 18 / 6 / 2015, ημέρα Πέμπτη, και ώρα το μεσημέρι στα γραφεία της εταιρείας με την επωνυμία «BLUE OCEANIC ΑΝΩΝΥΜΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ

Εργασιακά Θέματα. Δώρο Πάσχα

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ «ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΑΜΟΙΒΗΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΩΝ ΠΗΓΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ (ΚΑΠΕ)»

Βαθμός Ασφαλείας. Αριθμ. Πρωτ. Βαθ. Προτερ. Μ07/16 ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

γ. τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος και δ. τα αιρετά όργανα (Βουλευτές και Δήμαρχοι).

Θέµα: Εγκύκλιος επί του άρθρου 1 του Ν. 3302/2004

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των καθηγητών που εργάζονται στ α Φροντιστ ήρια Μέσης Εκπαίδευσης Νοµού Αττικής

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΤΟΥΣ 2008 ΤΗΣ ΠΕΜ-ΟΤΑ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΘΕΜΑ: Παροχή πληροφοριών για θέματα που αφορούν χορήγηση κανονικής άδειας, βιβλίο αδειών και Έντυπο Ε11.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-88

«Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Βιολόγων που απασχολούνται στις κλινικές και στα Ιατρικά Διαγνωστικά Κέντρα όλης της Χώρας»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ Αριθ. Πρωτ :1921


ΤΟ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΓ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

λειτουργεί αποτρεπτικά και εξυπηρετεί την τακτική της καθυστέρησης της γενικευµένης χορήγησης του επιδόµατος σε όλους τους δικαιούχους, πάγια θέση και

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-74

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΘΕΜΑ : Καθορισµός των όρων αµοιβής και εργασίας των εργαζοµένων στα Ιδρύµατα Ειδικής Αγωγής, που λειτουργούν ως Ν.Π.Ι..

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγίου.

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Μισθολογικές ρυθμίσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου κλπ, σύμφωνα με τον Ν 4354/2015 ( άρθρο 7 και επόμενα ).

συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται, ότι σε περίπτωση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΗ Α.Ε ΕΤΟΥΣ 2002

Σχετικά µε τη συνέχιση της ασφάλισης των µισθωτών της επιχ/σης «ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΦΩΣΦΟΡΙΚΩΝ ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ Α.Ε.»

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3106/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 47/2011

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΜΑΙΟΣ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2012

Εργασιακά Θέματα «ιευθέτηση Χρόνου Εργασίας»

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ & ΙΑΙΤΗΣΙΑΣ

Νομολογία 1202/2003 ΣτΕ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Ο ΗΜΕΡΕΣ ΑΡΓΙΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Ο ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ-ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Άρθρο 6ο Καταβολή αποδοχών

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των Εργαζοµένων στους Οίκους Ευγηρίας Α.Π.Π. - Αττικής και Νήσων

Πράξη 6 της (ΦΕΚ Α 38/ ) Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΥΛΛΟΠΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ «Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των Εργαζοµένων στις Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις της Περιφερειακής Ενότητας Χανίων»

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαΐου 2012, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει μεταξύ:

Newsletter 05-06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-75

ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο

ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 45/2003

ΓΝΩΜΟΔΟΣΗΗ. Από την Ε.Δ.Ε.Υ.Α. υποβάλλονται τα ακόλουθα ερωτήματα: Αν από τη μείωση του 7 % εξαιρούνται τα ακόλουθα επιδόματα:

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-65

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ Ι. Επί του ερωτήματος. Ι. Επί των εφαρμοστέων διατάξεων.

Transcript:

www.inlaw.gr Newsletter 01-02/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-85 [ 2 ]

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αµοιβή εργασίας - Γενικά ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 3 Έτος: 2012 Περίληψη: - Φιλοδωρήµατα. Εργαζόµενοι σε Καζίνο. Αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 361 ΑΚ, 3 παρ. 2 του Ν. 2190/1920, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949 ιεθνούς Συµβάσεως "περί προστασίας του ηµεροµισθίου", που κυρώθηκε µε το Ν. 3248/1955, σε συνδυασµό µε το άρθρο 6 του Ν. 765/1943 (που διατηρήθηκε σε ισχύ µε την ΠΥΣ324/-1946) προκύπτει ότι τα προαιρετικώς καταβαλλόµενα στον εργαζόµενο από τους πελάτες του εργοδότη φιλοδωρήµατα, έναντι της παρεχόµενης σ' αυτούς εξυπηρετήσεως, αποτελούν µέρος του µισθού µόνον όταν, βάσει ρητής ή σιωπηρής συµφωνίας µεταξύ εργοδότη και εργαζοµένου, ο πρώτος παρέχει στο δεύτερο τη δυνατότητα να λαµβάνει τα φιλοδωρήµατα και αυτά εισπράττονται τακτικά, έτσι ώστε να επαυξάνουν τις αποδοχές του. - Από το άρθρο 4 παρ. 3 της διαιτητικής απόφασης ( Α) µε αριθµό... "για τη ρύθµιση των όρων αµοιβής και εργασίας των εργαζοµένων στο Καζίνο Ρίου Πάτρας", που, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, δεσµεύει τους διαδίκους, ορίζονται: "α) Στις παραγωγικές ειδικότητες του άρθρου 3, µε εξαίρεση τους οκίµους και τους Τµηµατάρχες, διανέµονται τα φιλοδωρήµατα του άρθρου 18 παρ. 1α (Υπ. Απ. 962-17.5.1995 ΦΕΚ Β 440) των πελατών του Καζίνο, β) Το ποσό των φιλοδωρηµάτων αποτελεί κυµαινόµενη οικονοµική παροχή προερχόµενη από τις προαιρετικές παροχές πελατών κατά την διεξαγωγή παιγνιδιών το σύνολο των οποίων διανέµεται από τη ιοίκηση του Καζίνο προς τους δικαιούχους εργαζόµενους σύµφωνα µε τα οριζόµενα στο Παράρτηµα Ι". Κατά δε το Παράρτηµα Ι αυτής: "1. Φιλοδωρήµατα είναι οι κυµαινόµενες οικονοµικές παροχές, που προέρχονται από τις προαιρετικές καταβολές πελατών του Καζίνο κατά την διεξαγωγή παιγνιδιών, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην Υπ. Απ. 962/17-5-1995.. 2. Τα φιλοδωρήµατα συλλέγονται στα ειδικά κουτιά των τραπεζιών παιγνίων... 3.1 Τα φιλοδωρήµατα διανέµονται στο προσωπικό ανά µήνα σε ποσοστό 65%, ενώ ποσοστό 35% παρακρατείται από την εταιρεία για την δηµιουργία ειδικού αποθεµατικού για την κάλυψη της εργατικής και εργοδοτικής εισφοράς, του φόρου εισοδήµατος που αναλογεί σε κάθε εργαζόµενο για την αιτία αυτή καθώς και την αναλογία δώρου Χριστουγέννων Πάσχα και επιδόµατος αδείας. Μέσα στο πρώτο δεκαήµερο του Ιανουαρίου κάθε έτους, η εταιρεία προβαίνει στην εκκαθάριση του αποθεµατικού του προηγουµένου έτους και καταβάλει σε κάθε δικαιούχο το εναποµείναν πλεόνασµα µετά την αφαίρεση των προαναφεροµένων κρατήσεων. 3.2 Σε κάθε εργαζόµενο η

αναλογία του φιλοδωρήµατος υπολογίζεται µε τον τρόπο που περιγράφεται κατωτέρω στην παρ. 3.3 και καταβάλεται το καθαρό ποσό, έπειτα από αφαίρεση. 3.3 Το σύνολο των φιλοδωρηµάτων µετά την αφαίρεση των ποσών που αντιστοιχούν στις αιτίες που αναφέρονται στην παρ. 3.1 καταβάλλεται στους δικαιούχους µε κριτήριο την προϋπηρεσία όπως αναφέρεται στην παρ. 3.4...". Από τις παραπάνω διατάξεις και ιδιαίτερα από αυτήν της προαναφερόµενης του άρθρου 3 παρ. 1 του Παραρτήµατος 1 της....α., κατά την οποία φιλοδωρήµατα διανέµονται στο προσωπικό ανά µήνα σε ποσοστό 65%, ενώ ποσοστό 35% παρακρατείται από την εταιρεία για την δηµιουργία ειδικού αποθεµατικού, και για τον αναφερόµενο σ' αυτή σκοπό, σαφώς προκύπτει αφενός ότι, κατά την ως άνω... διαιτητική απόφαση, ο µηνιαίος µισθός των εναγόντων, εκτός από το σταθερώς καταβαλλόµενο ποσό, περιλάµβανε και τα από τους πελάτες προαιρετικώς καταβαλλόµενα φιλοδωρήµατα και αφετέρου οι αναλογούσες στους πιο πάνω εργαζόµενους ασφαλιστικές εισφορές επί του µισθού αυτού, καθώς και φόρος εισοδήµατος που αναλογεί σ' αυτόν σε κάθε εργαζόµενο, καλύπτεται από το ποσοστό 35% που παρακρατείται από τον εργοδότη, για το σκοπό αυτό, ενώ το υπόλοιπο 65% διανέµεται καθαρό στους εργαζόµενους ανά µήνα. Επίσης το παρακρατούµενο ποσοστό 35% καλύπτει και τις βαρύνουσες τον εργοδότη ασφαλιστικές εισφορές, κατά το µέρος που επαρκεί προς τούτο, και στην περίπτωση που, µετά την αφαίρεση όλων των προαναφερόµενων κρατήσεων, υπάρχει πλεόνασµα, αυτό διανέµεται στους εργαζόµενους. - Κατά το άρθρο 560 εδ. 1 ΚΠολ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, συνίσταται δε η παραβίαση στην εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή κανόνα, που υπάρχει, στην πρώτη περίπτωση όταν αποδίδεται στον κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή και στη δεύτερη περίπτωση όταν εφαρµόζεται ή δεν εφαρµόζεται, κατά περίπτωση, κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αν και δεν υπάρχουν ή υπάρχουν αντίστοιχα οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, σύµφωνα µε όσα ανέλεγκτα δέχτηκε το δικαστήριο της ουσίας. ιατάξεις: ΑΚ: 361, 648, 649, 653, ΚΠολ : 560, Νόµοι: 1876/1990, άρθ. 6, ηµοσίευση: INLAW 2012 [4]

Αµοιβή εργασίας - ιαφορές αποδοχών και πρόσθετων αµοιβών εργαζοµένου σε δηµόσιο Νοσοκοµείο ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 565 Έτος: 2011 Περίληψη: - Ισότητα αµοιβής. Επίδοµα "ειδικής απασχόλησης", που προβλέπεται για αυτούς µε τη διάταξη του άρθρου 35 του Ν. 3329/2005. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Με την κρίση της η αναιρεσιβαλλόµενη απόφαση παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 22 παρ. 1 β' του Συντ. και 35 του Ν. 3329/2005, οι οποίες δεν µπορούσαν να εφαρµοσθούν στην ένδικη περίπτωση, διότι πρόκειται για διαφορετικές κατηγορίες µισθωτών, που έχουν διαφορετικό εργοδότη (δηλαδή οι αναιρεσίβλητοι το αναιρεσείον Νοσοκοµείο και οι προς σύγκριση εργαζόµενοι στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης το Ελληνικό ηµόσιο), δεν παρέχουν τις υπηρεσίες τους µε τους αυτούς όρους απασχόλησης ούτε µπορούσε σύµφωνα µετά προεκτεθέντα να γίνει σύγκριση µεταξύ των δύο ως άνω κατηγοριών µισθωτών ως προς µόνη τη συγκεκριµένη ειδική παροχή, χωρίς συσχετισµό µε το εκατέρωθεν σύνολο απολαβών, µη αρκούντος του γεγονότος ότι το αναιρεσείον ανήκει στο ΕΣΥ και διασυνδέεται λειτουργικά µε το οικείο ΠΕΣΥ. Εποµένως, ο από το άρθρο 560 παρ.1 του ΚΠολ µοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι βάσιµος. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόµενη απόφαση. ιατάξεις: ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 560, Σ: 4, 22, Νόµοι: 2606/1998, Νόµοι: 3205/2003, άρθ. 24, Νόµοι: 3229/2005, άρθ. 35, Νόµοι: 3627/2007, άρθ. 13, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αρχή ισότητας - Ιση αµοιβή ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 587 Έτος: 2011 Περίληψη: - ικηγόροι Κρατικών Νοσοκοµείων. Αρχή ισότητας. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγµατος, που ορίζει ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόµου", δεσµεύει το νοµοθέτη και τον υποχρεώνει, κατά τη ρύθµιση ουσιωδώς οµοίων πραγµάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να µη κάνει διακρίσεις συνεπαγόµενες διαφορετική µεταχείριση των Ελλήνων πολιτών, που τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες ή ανήκουν στην ίδια κατηγορία, εκτός εάν οι [5]

διακρίσεις ή η διαφορετική µεταχείριση επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δηµοσίου συµφέροντος. Η συνδροµή των λόγων αυτών, σε συγκεκριµένη περίπτωση, υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων και η κατάφασή της δεν µπορεί να είναι αυθαίρετη. Συνεπώς, αν γίνει από το νόµο ειδική ρύθµιση για ορισµένη κατηγορία προσώπων, ενώ αποκλείεται από τη ρύθµιση αυτή, κατά αδικαιολόγητη, δυσµενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επέβαλε την ειδική µεταχείριση, επέρχεται παραβίαση της αρχής της ισότητας. Όταν η ειδική ρύθµιση αφορά µισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς υπάλληλο ή, γενικά, µισθωτό του ηµοσίου ή των Νοµικών Προσώπων ηµοσίου ικαίου (ΝΠ ) ή των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και διαπιστώνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια, για την αποκατάσταση της ισότητας, είναι υποχρεωµένα να επιδικάσουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρέθηκαν, µε διεύρυνση της εφαρµογής του νόµου που περιέχει την ευµενέστερη ρύθµιση (ΟλΑΠ 12/1992). - Προϋπόθεση για την εφαρµογή της αρχής της ισότητας επί των αµοιβών είναι η παροχή εργασίας ίσης αξίας (άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγµατος). Για την κατάφαση της προϋπόθεσης αυτής δεν αρκεί µόνο το να είναι η εργασία του συγκρινόµενου υπαλλήλου ή µισθωτού ίση ποιοτικά και ποσοτικά προς την εργασία εκείνου που ευνοήθηκε, αλλά απαιτείται να παρέχεται υπό ουσιωδώς όµοιες συνθήκες (ΟλΑΠ 13/2003). Με το άρθρο 23 παρ.2 του Ν. 3274/2004 αντικαταστάθηκε το άρθρο 245 του Ν. 1188/1981 "κώδικας προσωπικού ΟΤΑ" ως εξής: " ικηγόροι ήµων και Ιδρυµάτων. (α) Με τον Οργανισµό Εσωτερικής Υπηρεσίας των δήµων και των ιδρυµάτων τους µπορεί να συνιστώνται θέσεις δικηγόρων µε µηνιαία αντιµισθία... (β) Με τη διαδικασία της παρ.1 µπορεί να συνιστάται µία (1) θέση δικηγόρου σε δήµους µε πληθυσµό µέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) κατοίκους και δύο (2) θέσεις σε δήµους µε πληθυσµό µέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) κατοίκους. Στους λοιπούς δήµους ο αριθµός των συνιστώµενων θέσεων δικηγόρων καθορίζεται µε τον Οργανισµό Εσωτερικής Υπηρεσίας τους, ανάλογα µε τις ανάγκες τους. (γ) Οι δικηγόροι, που προσλαµβάνονται σε δήµους ή ιδρύµατά τους, παρέχουν τις νοµικές τους υπηρεσίες συγχρόνως στους δήµους, στα νοµικά πρόσωπα και σε άλλα ιδρύµατα των ίδιων δήµων χωρίς να δικαιούνται ιδιαίτερη αµοιβή (...). (ε) Οι απασχολούµενοι, σύµφωνα µε τα παραπάνω, δικηγόροι υποχρεούνται σε παροχή υπηρεσίας στο κατάστηµα του οικείου ΟΤΑ για χρόνο που ανταποκρίνεται στις εκάστοτε υπάρχουσες υπηρεσιακές συνθήκες, εφόσον δεν παρίσταται ανάγκη παράστασης ενώπιον δικαστικών ή διοικητικών αρχών (...)". Επίσης, µε την παρ.3 του ίδιου άρθρου αντικαταστάθηκε το άρθρο 246 του Ν. 1188/1981 "κώδικας προσωπικού ΟΤΑ" ως εξής: "Αντιµισθία. (α) Οι διατάξεις του Κώδικα ικηγόρων, όπως ισχύει κάθε φορά, εφαρµόζονται και για τους δικηγόρους των ΟΤΑ µε πάγια αντιµισθία. (β) Η κατά την προηγούµενη παράγραφο πάγια αντιµισθία των δικηγόρων των δήµων, των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου και των ιδρυµάτων τους, όπως αυτή διαµορφώνεται συνολικά κάθε φορά, από τις εκάστοτε ισχύουσες γι` αυτούς διατάξεις, προσαυξάνεται κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) για τους ΟΤΑ µε πληθυσµό µέχρι εκατό χιλιάδες κατοίκους και κατά τριάντα τοις εκατό (30%) για τους ΟΤΑ µε πληθυσµό άνω των εκατό χιλιάδων κατοίκων, επί του ύψους της παραπάνω αντιµισθίας(...)". Από τις διατάξεις [6]

αυτές συνάγεται, κατά πρώτο λόγο, ότι στους δικηγόρους των δήµων και των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου ή ιδρυµάτων, που ανήκουν σε δήµους, χορηγήθηκε ποσοστιαία προσαύξηση επί της αµοιβής, η οποία προβλέπεται από τις γενικές διατάξεις του κώδικα περί των δικηγόρων ή άλλων νόµων για τους δικηγόρους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους µε πάγια αντιµισθία. Η προσαύξηση αυτή κλιµακώνεται ανάλογα προς τον πληθυσµό του δήµου, στον οποίο ασκούν τα καθήκοντά τους (ο οποίος, άλλωστε, επηρεάζει και τον αριθµό των οργανικών θέσεων που συνιστώνται για το σκοπό αυτό). Εξ αυτού έπεται ότι για την παροχή της προσαύξησης και τον προσδιορισµό του ύψους αυτής λήφθηκε υπ' όψη η επιβάρυνση, την οποία υφίστανται οι δικηγόροι των δήµων σε συνάρτηση µε το συνολικό αριθµό των δηµοτών. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι στους δικηγόρους των δήµων επιβλήθηκε η υποχρέωση αφ' ενός να καλύπτουν χωρίς πρόσθετη αµοιβή τις ανάγκες όλων των νοµικών προσώπων ή ιδρυµάτων του οικείου δήµου και αφ' ετέρου, εφ' όσον δεν υπάρχει ανάγκη συγκεκριµένης εξωτερικής απασχόλησης, να απασχολούνται εντός του οικείου δηµοτικού καταστήµατος για την εξυπηρέτηση των υπηρεσιακών αναγκών και ανάλογα προς αυτές, τις οποίες δεν δικαιούνται να διεκπεραιώνουν στο προσωπικό γραφείο, που, παράλληλα, διατηρούν ως ελεύθεροι επαγγελµατίες. Η τήρηση της υποχρέωσης αυτής έχει ως εύλογη συνέπεια τον περιορισµό της ελεύθερης, επαγγελµατικής τους δραστηριότητας και των εξ αυτής προσόδων. Με τον τρόπο αυτό, παρά το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ρητώς στο νόµο, η προαναφερθείσα, ποσοστιαία προσαύξηση της πάγιας αντιµισθίας ορίσθηκε ως αντιστάθµισµα των ως άνω, πρόσθετων υποχρεώσεων των δικηγόρων της εν λόγω κατηγορίας. Κατά συνέπεια, η προς εφαρµογή της αρχής της ισότητας επέκταση της ρύθµισης του άρθρου 246 του Ν. 1188/1981, όπως ισχύει µετά την ως άνω αντικατάστασή του, και σε άλλη κατηγορία δικηγόρων, όπως αυτή των παρεχόντων τις νοµικές τους υπηρεσίες µε πάγια αντιµισθία σε άλλα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, µη ανήκοντα σε δήµους, όπως τα κρατικά νοσοκοµεία, προϋποθέτει τη διαπίστωση του ότι η προσφορά της εργασίας τους προς το νοµικό πρόσωπο του νοσοκοµείου και προς τα άλλα νοµικά πρόσωπα ή ιδρύµατα, που ανήκουν στο νοσοκοµείο όπου υπηρετούν, είναι ίση ποιοτικά και ποσοτικά προς την εργασία των δικηγόρων των δήµων και παρέχεται υπό ουσιωδώς όµοιες µε εκείνους συνθήκες. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης "αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτηµα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήµατος µε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν µπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρµόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρµόστηκε. ιατάξεις: Σ: 559 αριθ. 19, [7]

Σ: 4, 22, Νόµοι: 1188/1981, άρθ. 245, 246, Νόµοι: 3274/2004, άρθ. 23, ηµοσίευση: INLAW 2011 Αρχή της ίσης µεταχείρισης - Παραβίαση από τον εργοδότη ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 803 Έτος: 2011 Περίληψη: - Παραβίαση από τον εργοδότη της αρχής της ίσης µεταχείρισης. Μισθός. Παραγραφή. - Από τις διατάξεις των άρθρων 288 ΑΚ, 22 παρ.1 εδ.β' του Συντάγµατος και 119 της ΣυνθΕΟΚ, απορρέει η αρχή της ίσης µεταχείρισης των εργαζοµένων, σύµφωνα µε την οποία ο εργοδότης, αν προβεί σε εκούσια παροχή προς ορισµένους µισθωτούς, δεν µπορεί να εξαιρέσει από αυτήν άλλους, οι οποίοι ανήκουν στην ίδια κατηγορία και εκτελούν την ίδια εργασία, κάτω από όµοιες συνθήκες, εκτός αν η εξαίρεση επιβάλλεται από την καλή πίστη στη συγκεκριµένη περίπτωση και, συνεπώς, είναι εύλογη και κατ' αντικειµενική κρίση δίκαιη. Η αρχή της ίσης µεταχείρισης, όµως, έχει εφαρµογή µόνον επί οικειοθελών παροχών του εργοδότη και όχι επί παροχών που γίνονται σε εκπλήρωση νοµικής υποχρέωσης, οπότε η ανισότητα ελέγχεται µε βάση το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγµατος, σε συνδυασµό προς το άρθρο 22 παρ.1 εδ.β' αυτού. Εξ άλλου, µε την από 14-3-1985 Ειδική Συλλογική Σύµβαση Εργασίας (ΕΣΣΕ), που καταρτίστηκε µεταξύ της ΟΤΕ-ΑΕ, ως εργοδότη και της ΟΜΕ-ΟΤΕ, ως συνδικαλιστικού φορέα των εργαζοµένων, όπως τροποποιήθηκε µε την από 10-5- 1985 ΕΣΣΕ (κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Αθηνών µε αριθµούς 41/1985 και 66/1985, αντίστοιχα, και ισχύουν από 1-1-1985), θεσµοθετήθηκε και έχει εφαρµογή στο τακτικό προσωπικό της ΟΤΕ-ΑΕ το λεγόµενο "ενιαίο µισθολόγιο", σύµφωνα µε το οποίο το υπηρετούν προσωπικό, ανεξάρτητα από το βαθµό που κατέχει, εντάσσεται και εξελίσσεται σε µισθολογικά κλιµάκια (ΜΚ). Η ένταξη στα ΜΚ γίνεται µε βάση τη στάθµη της εκπαίδευσης εκάστου υπαλλήλου και το συνολικό χρόνο της υπηρεσίας του στην ΟΤΕ-ΑΕ. Ανάλογα µε τη στάθµη της εκπαίδευσης, το προσωπικό διακρίνεται σε µισθολογικές κατηγορίες, µεταξύ των οποίων η ΑΡ2 (ανώτερης διετούς εκπαίδευσης), η ΑΡ3 (ανώτερης τριετούς εκπαίδευσης) και η ΑΤ4 (ανώτατη τετραετούς εκπαίδευσης). Με τον όρο 11 παρ.1 του µισθολογίου, ως µεταβατική ρύθµιση, ορίσθηκε ότι το δόκιµο και µόνιµο προσωπικό που υπηρετούσε την 1-1-1985 στους κλάδους Ι, II και III του Γενικού Κανονισµού Προσωπικού (ΓΚΠ-ΟΤΕ), ήτοι το ιοικητικό, Οικονοµικό και Τεχνικό προσωπικό, εντάσσεται στο µισθολόγιο µε βάση τους τίτλους σπουδών, ανεξάρτητα προς το αν οι τίτλοι αυτοί αναγνωρίζονται από το άρθρο 7 του ΓΚΠ-ΟΤΕ ως τυπικά προσόντα. Ακολούθως, υπογράφηκε η από 21-3-1989 ΕΣΣΕ (δηµοσιεύθηκε µε την ΥΑ 13468/1989 Εργασίας), που τροποποίησε και συµπλήρωσε το ενιαίο µισθολόγιο του 1985 και προέβλεψε, µεταξύ άλλων, ότι το προσωπικό της κατηγορίας ΑΡ2 εξελίσσεται σε 15 ΜΚ µε εισαγωγικό το 11ο και καταληκτικό το 25ο, το προσωπικό της κατηγορίας [8]

ΑΡ3 εξελίσσεται σε 15 ΜΚ µε εισαγωγικό το 12ο και καταληκτικό το 26ο και το προσωπικό της κατηγορίας ΑΤ4 εξελίσσεται σε 16 ΜΚ µε εισαγωγικό το 13ο και καταληκτικό το 28ο. Η ως άνω, µεταβατική ρύθµιση δεν ίσχυε για το προσωπικό που υπηρετούσε ως έκτακτο την 1-1-1985, καθώς και για το µόνιµο και δόκιµο προσωπικό που υπηρετούσε µεν την 1-1-1985, αλλά απέκτησε µετά την ηµεροµηνία αυτή τίτλους σπουδών που δεν προβλέπονται για την ειδικότητα του, αφού γι' αυτές τις κατηγορίες των υπαλλήλων ίσχυε η διάταξη του όρου 2 του µισθολογίου, σύµφωνα µε την οποία οι τίτλοι σπουδών που λαµβάνονται υπ' όψη για τη διάκριση κάθε κατηγορίας είναι αυτοί που για κάθε κλάδο του προσωπικού προσδιορίζονται στο ΓΚΠ-ΟΤΕ. Ειδικά, όµως, για το προσωπικό που είχε πτυχίο της Ανώτερης Τηλεπικοινωνιακής Σχολής του ΟΤΕ (ΑΤΣ-ΟΤΕ), αν και ο χρόνος απόκτησης του πτυχίου ήταν δεκαοκτώ (18) µήνες και, κατ' αρχήν, δικαιολογούσε κατάταξη στην κατηγορία ΑΡ2, ορίσθηκε µε τον όρο 3 παρ.7 της από 14-3-1985 ΕΣΣΕ ότι εξελίσσεται όπως το προσωπικό της κατηγορίας ΑΡ3. Αργότερα, µε την από 10-6- 1999 ΕΣΣΕ, αναµορφώθηκαν οι ως άνω κατηγορίες του προσωπικού και ορίσθηκε ότι, από 1-4-1999, το προσωπικό µε πτυχίο ανώτερης διετούς εκπαίδευσης εντάσσεται στη νέα κατηγορία ΤΕ2 (τεχνολογικής διετούς εκπαίδευσης, αντίστοιχη της παλιάς ΑΡ2), το προσωπικό µε πτυχίο ανώτερης τριετούς ή τετραετούς εκπαίδευσης εντάσσεται στη νέα κατηγορία ΤΕ (τεχνολογικής εκπαίδευσης, αντίστοιχη της παλιάς ΑΡ3) και το προσωπικό µε πτυχίο ανώτατης τετραετούς εκπαίδευσης εντάσσεται στη νέα κατηγορία ΠΕ4 (πανεπιστηµιακής εκπαίδευσης, αντίστοιχη της παλιάς ΑΤ4). Τέλος, µε την από 25-6-2001 ΕΣΣΕ ορίσθηκε ότι στην κατηγορία ΤΕ εντάσσεται το προσωπικό µε πτυχίο ανώτερης ή τεχνολογικής εκπαίδευσης τριετούς φοίτησης, καθώς και το προσωπικό µε πτυχίο σχολών διετούς φοίτησης που προβλέπονται από το άρθρο 7 κεφ.β1ι του ΓΚΠ-ΟΤΕ, ήτοι πτυχίο ΤΕΙ τµήµατος ιοίκησης Επιχειρήσεων ή Λογιστικής ή Πληροφορικής ή Εµπορίας και ιαφήµισης ή άλλο ισότιµο αντίστοιχης ειδικότητας. - Κατά το άρθρο 254 ΑΚ, η παραγραφή του καθολικού δικαιώµατος από το οποίο πηγάζουν περιοδικές παροχής που δεν εξαρτώνται από κεφάλαιο, όπως είναι οι αποδοχές ή διαφορές αποδοχών από εργασιακή σχέση, αρχίζει αφ' ότου καταστεί απαιτητή η πρώτη καθυστερούµενη περιοδική δόση. Ο χρόνος, όµως, της παραγραφής του καθολικού δικαιώµατος για τη λήψη του µισθού ή για την ορθή ένταξη σε µισθολογικό κλιµάκιο από την οποία εξαρτάται το ύψος του µισθού, υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή που αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (ΑΚ 249, 251), ενώ οι αξιώσεις για τις αποδοχές ή τις διαφορές αποδοχών των επί µέρους χρονικών διαστηµάτων υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή που αρχίζει µόλις λήξει το έτος µέσα στο οποίο συµπίπτει η κατά τα ανωτέρω έναρξή της (ΑΚ 250 αρ.6 ή 17, 253, ΟλΑΠ 4/2010). ιατάξεις: ΑΚ: 249, 250, 251, 253, 254, 288, ΚΠολ : 18, 560, Σ: 22, ΣυνθΕΚ: 119, ηµοσίευση: INLAW 2011 [9]

Αρχή της ίσης µεταχείρισης - Παραβίαση από τον εργοδότη ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1553 Έτος: 2011 Περίληψη: - Αρχή ίσης µεταχείρισης. Αυτόνοµος Σταφιδικός Οργανισµός (Α.Σ.Ο.). Παθητική νοµιµοποίηση Νοµαρχιακής Αυτοδιοίκησης και όχι Ελληνικού ηµοσίου. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά το άρθρο 648 παρ. 1 του ΑΚ, µε τη σύµβαση εργασίας ο εργαζόµενος έχει την υποχρέωση να παρέχει για ορισµένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συµφωνηµένο µισθό. Την έννοια των όρων "εργοδότης" και "µισθωτός" απέδωσε το άρθρο 1 του Ν. 3239/1955 "περί συλλογικών διαπραγµατεύσεων" κατά το οποίο "εργοδότης" µεν θεωρείται παν φυσικόν ή νοµικόν πρόσωπον, συµπεριλαµβανοµένου και του ηµοσίου, ως και των Νοµικών Προσώπων ηµοσίου ικαίου, όπερ χρησιµοποιεί την εργασίαν άλλων φυσικών προσώπων, δυνάµει σχέσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου, µισθωτός δε ο παρέχων εις εργοδότην εξηρτηµένην εργασίαν έναντι αµοιβής, υπολογιζοµένης, είτε κατά χρονικήν διάρκειαν, είτε κατά µονάδα ή κατ' αποκοπήν ή ποσοστά. - Όπως προκύπτει από τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 του ισχύοντος Συντάγµατος, η απορρέουσα από αυτές αρχή της ισότητας στη µισθολογική µεταχείριση των Ελλήνων πολιτών, που τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας από άποψη βαθµού, χρόνου υπηρεσίας, τυπικών και ουσιαστικών προσόντων, είδους προσφερόµενης εργασίας και εν γένει υπηρεσιακής απόδοσης, µη επιτρεποµένης οποιασδήποτε αδικαιολόγητης διάκρισης υπέρ µιας κατηγορίας µισθωτών εις βάρος άλλης, τυγχάνει εφαρµοστέα ανεξαρτήτως του νοµικού χαρακτήρα της σχέσης µε την οποία παρέχεται η εργασία ως δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Τούτο δε γιατί το τυπικό και µόνο κριτήριο δεν αρκεί για να καταστήσει δικαιολογηµένη την εισαγόµενη από τον κοινό νοµοθέτη δυσµενή εις βάρος κατηγορίας µισθωτών διάκριση και υπέρ άλλης, αλλά πρέπει, για να είναι αυτή συνταγµατικά δικαιολογηµένη να στηρίζεται και σε γενικότερα ουσιαστικά, αντικειµενικά κριτήρια που την δικαιολογούν, πρέπει δηλαδή να συντρέχουν και λόγοι γενικότερου κοινωνικού ή δηµοσίου συµφέροντος που υπαγορεύουν στην συγκεκριµένη περίπτωση την ευµενή µεταχείριση µιας κατηγορίας µισθωτών. - Το αναιρεσείον δεν συνδέεται µε τους αναιρεσίβλητους µε σύµβαση εργασίας και έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή ως προς αυτό, για έλλειψη παθητικής νοµιµοποίησης. Αντίθετα από τις ίδιες παραδοχές προκύπτει ότι µοναδικός εργοδότης αυτών είναι η, µη διάδικος στην αναιρετική δίκη, Νοµαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ηλείας, εφόσον γίνεται δεκτό ότι οι αναιρεσίβλητοι τοποθετήθηκαν µε απόφαση του Νοµάρχη Ηλείας από την Α.Σ.Ο., στην οποία µέχρι τότε υπηρετούσαν, σε προσωποπαγείς θέσεις της Νοµαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ηλείας, η οποία αποτελεί ανεξάρτητο νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου και συνεπώς µόνο ως προς αυτήν συντρέχει παθητική νοµιµοποίηση. Εποµένως, ο, κατ' εκτίµηση του περιεχοµένου του, από το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολ, µοναδικός λόγος αναιρέσεως, µε τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της παραβιάσεως των αµέσως πιο πάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι [10]

βάσιµος. Κατά συνέπεια πρέπει να αναιρεθεί στο σύνολο της (ως προς το αναιρεσείον), η προσβαλλόµενη απόφαση ιατάξεις: ΑΚ: 648, ΚΠολ : 560, Σ: 4, 22, Νόµοι: 3239/1955, άρθ. 1, ηµοσίευση: INLAW 2011 ηµόσιο - Προσλήψεις στο ηµόσιο ικαστήριο: Άρειος Πάγος Ολοµέλεια Αριθµός απόφασης: 21 Έτος: 2011 Περίληψη: - Κατάταξη σε προσωρινή οργανική θέση. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. - Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 103 παρ. 7 του Συντάγµατος, η οποία προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α'85/18-4-2001), η πρόσληψη υπαλλήλων στο ηµόσιο και στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε µε διαγωνισµό, είτε µε επιλογή σύµφωνα µε τα προκαθορισµένα και αντικειµενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόµος ορίζει. Νόµος µπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται µε αυξηµένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείµενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγµατικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής. Στην ίδια διάταξη προστέθηκε παράγραφος 8, σύµφωνα µε την οποία νόµος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο ηµόσιο και τον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, όπως αυτός καθορίζεται, κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεποµένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3, είτε πρόσκαιρων, είτε απρόβλεπτων, είτε επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόµος ορίζει, επίσης, τα καθήκοντα που µπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούµενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόµο µονιµοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η µετατροπή των συµβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολούµενους µε σύµβαση έργου. Ακόµη, στο άρθρο 118 7 του Συντάγµατος, προστέθηκε µεταβατική διάταξη, σύµφωνα µε την οποία, νοµοθετικές ρυθµίσεις που αφορούν την τακτοποίηση της υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού που υπάγεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 εξακολουθούν να ισχύουν µέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών. Είναι πρόδηλο, πως οι προαναφερθείσες συνταγµατικές διατάξεις τέθηκαν µε το σκοπό να θέσουν τέρµα, σε κάθε περίπτωση δε να ελαχιστοποιήσουν την αλόγιστη πρόσληψη προσωπικού στο ηµόσιο και στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, µε την έννοια της θέσπισης ανεξάρτητης ελεγκτικής αρχής για τον έλεγχο των προσλήψεων αλλά και της απαγόρευσης της µονιµοποίησης των εκτάκτων υπαλλήλων του ηµοσίου και του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα, και της [11]

µετατροπής των συµβάσεων εργασίας ορισµένου χρόνου, όπως και των απασχολούµενων µε σύµβαση έργου, σε συµβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Η προαναφερθείσα συνταγµατική µεταβολή στο συγκεκριµένο τοµέα, καταδεικνύει ασφαλώς και το µέγεθος του προβλήµατος, εφ' όσον ήταν κοινός τόπος η πρόσληψη προσωπικού µε σύµβαση εργασίας ορισµένου χρόνου ή µε σύµβαση έργου και στη συνέχεια για το λόγο, ότι οι πιο πάνω προσλαµβανόµενοι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, η σύµβαση τους, µε νοµοθετικές, εκάστοτε, ρυθµίσεις µετατρέπονταν σε σύµβαση εργασίας αορίστου χρόνου ή διορίζονταν αυτοί σε θέσεις µονίµων υπαλλήλων, Η πιο πάνω µεταβατική συνταγµατική διάταξη κάλυψε, κατά πρόνοια του Συνταγµατικού νοµοθέτη, την περίπτωση που, κατά τον χρόνο της αναθεώρησης του Συντάγµατος, υπήρχαν σε εξέλιξη και ίσχυαν νοµοθετικές ρυθµίσεις που είχαν ήδη ψηφισθεί, και αφορούσαν τις παραπάνω ρυθµίσεις. Έτσι, εύλογα, οι εργαζόµενοι είχαν την προσδοκία πως, αφού η σχετική διαδικασία είχε νόµιµα αρχίσει πριν τη Συνταγµατική Αναθεώρηση µπορούσε να ολοκληρωθεί αζηµίως γι' αυτούς, αλλά και για λόγους ισότητας "ενώπιον του νόµου". Σχετική, ισχύουσα κατά τη Συνταγµατική µεταβολή, διάταξη είναι η διάταξη του άρθρου 17 του ν. 2839/2000 "Ρυθµίσεις Υπ. Εσωτερικών, ηµόσιας ιοίκησης και Αποκέντρωσης σύµφωνα µε την οποία (παρ.1) προσωπικό το οποίο υπηρετεί κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόµου ή υπηρέτησε µέσα στο χρονικό διάστηµα από 1-8-1999 µέχρι 31-3-2000 στο ηµόσιο, στους ΟΤΑ α' και β' βαθµίδας και στα Νοµικά Πρόσωπα ηµοσίου ικαίου, µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισµένου χρόνου πλήρους απασχόλησης ή µε σύµβαση µίσθωσης έργου κατατάσσεται σε οργανικές θέσεις µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του φορέα τελευταίας απασχόλησης, εφόσον κατά την 31-3-2000: α) είχε συνολική παροχή υπηρεσίας στον φορέα µε συµβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισµένου χρόνου ή µε συµβάσεις µίσθωσης έργου είκοσι τέσσερις (24) µήνες... β)... γ)... δ)... ε) πρόκειται εφεξής να καλύψει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα, σε θέσεις του οποίου κατατάσσεται". Για να υπάρξει η πιο πάνω κατάταξη, ορίστηκε στην 5 του ίδιου άρθρου, ότι απαιτείται, πλην άλλων: α) υποβολή αίτησης µέσα σε αποκλειστική προθεσµία δύο (2) µηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου. Άρα, η παραπάνω ρύθµιση ίσχυσε µέχρι να ολοκληρωθούν οι σχετικές διαδικασίες, όπως αυτές προβλέπονται στην προαναφερθείσα διάταξη. Επακολούθησε η συνταγµατική µεταβολή, µε έναρξη ισχύος από 18-4-2001, µετά απ' αυτή τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 3051/2002 για τις ανεξάρτητες αρχές προσλήψεις στο δηµόσιο τοµέα και συναφείς ρυθµίσεις. Στο άρθρο 14 4 του νόµου αυτού ορίστηκε, πως "η προθεσµία για την υποβολή των αιτήσεων, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 17 παρ. 5 περίπτωση α' του Ν. 2839/2000, παρατείνεται από τότε που έληξε και λήγει δύο (2) µήνες µετά τη δηµοσίευση του παρόντος. ηλαδή, η αµέσως προηγούµενη διάταξη, παρέτεινε την αποκλειστική προθεσµία υποβολής αιτήσεων για την κατάταξη σε οργανική θέση συµβασιούχων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σύµφωνα µε τους όρους του άρθρου 17 του Ν. 2839/2000. Η πιο πάνω προθεσµία, όµως, είχε ήδη λήξει όταν ίσχυσε η αναθεώρηση του Συντάγµατος (15-4-2001), και, εποµένως, σύµφωνα µε τις παραπάνω συνταγµατικές διατάξεις, δεν ήταν δυνατόν να αναβιώσει. Τούτο θα ήταν σαφώς αντίθετο µε τις προαναφερθείσες συνταγµατικές [12]

ρυθµίσεις, διότι δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα στον κοινό νοµοθέτη να επέµβει και να ρυθµίσει υπηρεσιακές καταστάσεις του προσωπικού στο ηµόσιο και ευρύτερο δηµόσιο τοµέα. ιαφορετική παραδοχή θα οδηγούσε σε ευθεία παραβίαση των συνταγµατικών µεταρρυθµίσεων. - Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται, εκτός των άλλων, και αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Αυτός υπάρχει, όταν εχώρησε ψευδής ερµηνεία ή κακή εφαρµογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνα που ρυθµίζει τις βιοτικές σχέσεις την άσκηση των δικαιωµάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις. Εσφαλµένη, κατ' ακρίβειαν, εφαρµογή υπάρχει, όταν αποδόθηκε µεν στη µείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισµού ορθά η έννοια του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου, στη συνέχεια, όµως, δεν εφαρµόσθηκε ο ίδιος στην κρινόµενη περίπτωση, αν και τα περιστατικά που δέχτηκε, ανέλεγκτα, ο δικαστής της ουσίας υπάγονταν σ' αυτόν (ΟλΑΠ 86/1988, ΟλΑΠ 4/2006). ιατάξεις: ΚΠολ : 559 αριθ. 1, Σ: 103, 118, Νόµοι: 2839/2000, άρθ. 17, Νόµοι: 3051/2002, αρθ. 14, ηµοσίευση: INLAW 2011 ιευθύνοντες Υπάλληλοι - Εξαίρεση από προστατευτικές διατάξεις ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 74 Έτος: 2011 Περίληψη: - Εξαίρεση από προστατευτικές διατάξεις των διευθυνόντων υπαλλήλων. Απασχόληση την Κυριακή. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. - Κατά την έννοια του αρθ. 2 εδ. α' της ιεθνούς Σύµβασης της Ουάσιγκτον περί περιορισµού των ωρών εργασίας στις βιοµηχανικές επιχειρήσεις που κυρώθηκε µε το Ν. 2269/1920, ως πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διεύθυνσης ή εµπιστοσύνης, επί των οποίων κατά την ως άνω σύµβαση δεν εφαρµόζονται οι διατάξεις της, θεωρούνται εκείνα στα οποία, επειδή διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή τους έχει ιδιαίτερη εµπιστοσύνη ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διεύθυνσης όλης της επιχείρησης ή σηµαντικού τοµέα της και εποπτείας του προσωπικού, έτσι ώστε όχι µόνο επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης, αλλά και διακρίνονται εµφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, γιατί ασκούν δικαιώµατα του εργοδότη σε µεγάλο βαθµό, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνεται η πρόσληψη ή η απόλυση προσωπικού, έναντι του οποίου επέχουν θέση εργοδότη, καθώς και η λήψη σηµαντικών αποφάσεων για την επίτευξη του σκοπού του εργοδότη, διαθέτουν πρωτοβουλία και ανεξαρτησία υψηλού βαθµού, έστω και αν είναι υποχρεούνται να συµµορφώνονται µε τις διατάξεις νόµων, σχέδια και πλαίσιο γενικών καθοδηγητικών γραµµών, και επωµίζονται ενίοτε και ποινικές ευθύνες για την τήρηση στην επιχείρηση των διατάξεων, που έχουν θεσπισθεί για το [13]

συµφέρον των εργαζοµένων, και τα οποία συνήθως αµείβονται µε αποδοχές που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα όρια και τις καταβαλλόµενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές. εν είναι, όµως, αναγκαίο να συντρέχουν όλες αυτές ή και άλλες περιστάσεις για να χαρακτηρισθεί κάποιος µισθωτός ως διευθύνων υπάλληλος. Γι' αυτό και τα πρόσωπα αυτά, αν και δεν παύουν να είναι µισθωτοί µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας, εξαιρούνται από την εφαρµογή των διατάξεων της εργατικής νοµοθεσίας που αφορούν τα χρονικά όρια εργασίας, την εβδοµαδιαία ανάπαυση, την λήψη αδειών αναψυχής και την αποζηµίωση ή την προσαύξηση για υπερεργασία και υπερωριακή εργασία ή εργασία κατά τις Κυριακές και εξαιρετέες εορτές ή κατά τη νύκτα ή εκτός έδρας, οι οποίες είναι ασυµβίβαστες µε την εξέχουσα θέση τους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν µε την σύµβαση σε συνδυασµό µε τις καταβαλλόµενες υψηλές αποδοχές, που είναι υψηλότερες των λοιπών εργαζοµένων. Η έννοια της διευθυντικής θέσης, ανεξάρτητα από το εάν ο εργαζόµενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, προσδιορίζεται µε βάση τα αντικειµενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής από την φύση και το είδος των παρεχοµένων υπηρεσιών που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα σχέση εκείνου που τις παρέχει τόσο προς τον εργοδότη όσο και προς τους λοιπούς υπαλλήλους. - Από τον συνδυασµό των διατάξεων των αρθ. 1 και 2 Ν. 435/1976,της 8900/1946 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονοµικών και Εργασίας (όπως ερµηνεύθηκε αυθεντικά µε την 25 82511951 ΥΑ των αυτών Υπουργών), 10 βδ 748/1966 και 904 ΑΚ, προκύπτει ότι υπό το σύστηµα της πενθήµερης εβδοµαδιαίας εργασίας των 40 ωρών, στο οποίο υπάγονται και οι υπάλληλοι των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων (από 30-7-1991 ΣΣΕ που κηρύχθηκε υποχρεωτική µε την ΥΑ 16318/1991, ΦΕΚ Β'931, από 16-7-1993 ΣΣΕ, υποχρ. µε ΥΑ 13825/1993, ΦΕΚ Β' 795, από 26-4-1994, υποχρ. µε ΥΑ 13066/1994, ΦΕΚ Β' 664, από 8-8-1996 πρακτικό συµφωνίας, υποχρ. µε ΥΑ 12668/1996, ΦΕΚ Β' 997, Α 20/1997, υποχρ. µε ΚΥΑ 12161/1997, ΦΕΚ Β' 523, από 20-5-1998 ΣΣΕ, υποχρ. µε ΥΑ 11614/1998, ΦΕΚ Β' 705, Α 13/2000, υποχρ. µε ΥΑ 12299/2000, ΦΕΚ Β' 1216, Α 102001, υποχρ. µε ΥΑ 14286/2001, ΦΕΚ Β' 22, από 21-5-2002 ΣΣΕ, υποχρ. µε ΥΑ 11639/2002, ΦΕΚ Β' 790, Α 19/2004, υποχρ. µε ΥΑ 12434/2004, ΦΕΚ Β' 1294), ο αµειβόµενος µε µηνιαίο µισθό µισθωτός που θα εργασθεί κατά την Κυριακή (ή σε ηµέρα αργίας), επιτρεπτώς ή µη, δικαιούται προσαύξηση 75% επί του 1/25 του µηνιαίου µισθού του και αναπληρωµατική εβδοµαδιαία ανάπαυση, κατ' άλλη εργάσιµη ηµέρα της αρξαµένης την Κυριακή εβδοµάδας, σε περίπτωση δε µη χορήγησης της αναπληρωµατικής αυτής ανάπαυσης δικαιούται το 1/25 του µηνιαίου µισθού του κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισµό. - Κατά την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ "Η άσκηση του δικαιώµατος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος". Κατά την έννοια αυτής µόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώµατος επί χρόνο µικρότερο από τον απαιτούµενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωµα κατ' αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δηµιουργήθηκε από την αδράνεια του [14]

δικαιούχου, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώµατος. Αν όµως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται µε προηγούµενη συµπεριφορά του δικαιούχου, και ο ίδιος µεταβάλλοντας την στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που ήδη έχει διαµορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες αλλ' αρκεί να επέρχονται δυσµενείς απλώς για τα συµφέροντά του επιπτώσεις. Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώµατος µπορεί να καταστεί µη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευµένη. - Κατά την διάταξη του αρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολ λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρµοσθεί, αν και κατά τις σχετικές παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι πραγµατικές προϋποθέσεις εφαρµογής του ή αντίθετα, όταν δεν εφαρµοσθεί, µολονότι κατά τις παραδοχές αυτές, συντρέχουν οι πραγµατικές προϋποθέσεις εφαρµογής του ή εφαρµοσθεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλ. µε εσφαλµένη υπαγωγή. - Κατά τον αριθ. 19 του αυτού ως άνω άρθρου αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως εάν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την τελευταία διάταξη προκύπτει, ότι ο προβλεπόµενος απ' αυτήν λόγος ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται µε βάση το πραγµατικό του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία, όταν δηλ. δεν προκύπτει από την απόφαση ποια πραγµατικά περιστατικά δέχθηκε αυτή, ώστε σε συνδυασµό µε το διατακτικό της να κριθεί περαιτέρω, αν στην συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρµογή της διάταξης που εφαρµόσθηκε. Το κατά νόµον αναγκαίο περιεχόµενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό πόρισµά της και να µην καταλείπονται αµφιβολίες. - Κατά τον αριθµό 8 του αυτού ως άνω άρθρου αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγµατα", των οποίων η παρά το νόµο µη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον προβλεπόµενο απ' αυτήν λόγο αναίρεσης, νοούνται οι αυτοτελείς, νόµιµοι και παραδεκτά προταθέντες στο δικαστήριο της ουσίας πραγµατικοί ισχυρισµοί, οι οποίοι συγκροτούν την ιστορική βάση και εποµένως στηρίζουν το αίτηµα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης καθώς και ο λόγος έφεσης που περιέχει παράπονο κατά της απόφασης του πρωτοβαθµίου δικαστηρίου, µε την οποία απορρίφθηκε ισχυρισµός του εκκαλούντος ή έγινε δεκτός ισχυρισµός του αντιδίκου του, ο λόγος, όµως, αυτός δεν ιδρύεται, εάν ο ισχυρισµός, µε την προδιαληφθείσα [15]

έννοια, ελήφθη υπόψη από το δικαστήριο και απορρίφθηκε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, τούτο δε συµβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες µε τον φερόµενο ως µη ληφθέντα υπόψη ισχυρισµό. ιατάξεις: ΚΠολ : 281, 904, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 19, Νόµοι: 2269/1920, Νόµοι: 435/1976, άρθ. 1, 2, Νόµοι: 2874/2000, άρθ. 4, ηµοσίευση: INLAW 2011 * ΕΕ 2011.1291 ικηγόροι - ικηγορική αµοιβή - Καταγγελία έµµισθης εντολής δικηγόρου ικαστήριο: Εφετείο Πειραιά Αριθµός απόφασης: 64 Έτος: 2012 Περίληψη: - Σύµβαση έµµισθης εντολής δικηγόρου. Καταγγελία της σύµβασης εργασίας. Καταχρηστική καταγγελία. Αποζηµίωση. - Η σχέση παροχής νοµικών υπηρεσιών από δικηγόρο µε πάγια αµοιβή θεωρούµενη ως σχέση απόλυτης προσωπικής εµπιστοσύνης, συνάπτεται µε σύµβαση ιδιόµορφης έµµισθης εντολής, η οποία λογίζεται πάντοτε ως αορίστου χρόνου και λύνεται, µεταξύ άλλων, και µε καταγγελία του εντολέα που είναι µονοµερής αναιτιώδης δικαιοπραξία, δεν είναι δηλαδή απαραίτητο να δικαιολογείται και µπορεί να γίνει οποτεδήποτε, υπόκειται δε µόνο στους περιορισµούς του άρθρου 281 ΑΚ. Είναι δηλαδή άκυρη και λογίζεται ότι δεν έγινε συµφώνως µε τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ όταν η άσκησή της υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος αυτού (ΑΠ 941/1992 ΕΝ 50511, ΕφΑθ 4755/1998 Ελ νη 39.1357). - Η διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 εδ. τελευταίο κώδικα των δικηγόρων (Ν 3026/1954), όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 10 παρ.1 του Ν 3790/1957 ορίζει ότι: «εν περιπτώσει λύσεως της συµβάσεως δια καταγγελίας του εντολέως, ο δικηγόρος δικαιούται να λαµβάνει την συµπεφωνηµένη εντός των ορίων του άρθρου 92 του παρόντος αµοιβή του µέχρι πλήρους καταβολής της κατά των άνω αποζηµιώσεως». Από αυτή την διάταξη, σαφώς προκύπτει ότι δεν ιδρύεται ακυρότητα της καταγγελίας της συµβάσεως εντολής από την µη καταβολή της αποζηµιώσεως και εποµένως η σύµβαση που καταγγέλθηκε λύνεται οπωσδήποτε, απλώς ο εντολέας οφείλει να συνεχίσει την καταβολή της συµφωνηµένης αµοιβής ως είδος ποινής και µέσο εξαναγκασµού αυτού προς πληρωµή της οφειλόµενης αποζηµίωσης (ΟλΑΠ 570/1986 Ελ νη 27.1122, ΕφΑθ 5857/1987 Ελ νη 29.1233). ιατάξεις: ΑΚ: 174, 180, 281, ΚΠολ : 677 επ., Κωδ ικ: 92, 94, ηµοσίευση: INLAW 2012 [16]

Ειδική πρόσθετη αµοιβή 176 Ευρώ - Προσωπικό ΟΤΑ ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1584 Έτος: 2010 Περίληψη: - Επίδοµα 176 Ευρώ. εν το δικαιούνται οι εργαζόµενοι σε δηµοτική επιχείρηση. - Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγµατος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόµου, Η διάταξη αυτή καθιερώνει όχι µόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόµου αλλά και την ισότητα του νόµου έναντι αυτών, µε την έννοια ότι δεσµεύει και το νοµοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθµίσει ουσιωδώς όµοια πράγµατα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να µην αντιµετωπίζει κατά τρόπο ανόµοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας διακρίσεις ή εξαιρέσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δηµόσιου συµφέροντος, τη συνδροµή των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια. Συνεπώς, αν γίνει από το νόµο ειδική ρύθµιση για ορισµένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθµιση αυτή, κατ' αδικαιολόγητη δυσµενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική εκείνη µεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσµενή µεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγµατική. Στην περίπτωση αυτή, προς αποκατάσταση της συνταγµατικής αρχής της ισότητας, πρέπει να εφαρµοσθεί και για εκείνους, σε βάρος των οποίων έγινε η δυσµενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθµιση, διότι µόνο µε τον τρόπο αυτό αίρεται η κατάσταση που δηµιουργήθηκε από την παραβίαση της ανωτέρω αρχής. Εξάλλου, γενικότεροι λόγοι κοινωνικού συµφέροντος για τη διαφορετική νοµοθετική ρύθµιση των αποδοχών κατηγοριών εργαζοµένων, που παρέχουν την ίδια εργασία και υπό τις ίδιες συνθήκες, συντρέχουν όταν η κάθε κατηγορία παρέχει την εργασία κάτω από διαφορετικό νοµικό καθεστώς ήτοι, όταν η µία κατηγορία παρέχει τις υπηρεσίες της µε σχέση δηµοσίου δικαίου και η άλλη µε σχέση ιδιωτικού δικαίου ή προκειµένου περί κατηγοριών απασχολουµένων µε σχέση ιδιωτικού δικαίου, όταν η µία απασχολείται στο ηµόσιο, τους ΟΤΑ ή Ν.Π... και η άλλη σε Ν.Π.Ι.. ή γενικώς στον ιδιωτικό τοµέα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 παρ.1 του Ν. 2738/99 "Συλλογικές ιαπραγµατεύσεις στη δηµόσια κ.λ.π...", η συλλογική διαπραγµάτευση για ρύθµιση ζητηµάτων των όρων και συνθηκών απασχολήσεως υπαλλήλων, που ρυθµίζονται σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο άρθρο 3 του ιδίου νόµου, λόγω συνταγµατικών περιορισµών (όπως ιδίως είναι τα ζητήµατα µισθών, συντάξεων, συστάσεως οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισµού κ.λ.π.) µπορεί να καταλήγει σε συλλογική συµφωνία. Κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, η συµφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύµβαση εργασίας, συνεπάγεται όµως για το ηµόσιο ή ΝΠ ή ΟΤΑ: α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων εφόσον τα θέµατα της συµφωνίας µπορεί να ρυθµιστούν κανονιστικώς βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδοτήσεως νόµου, β) είτε την προώθηση σχετικής νοµοθετικής ρυθµίσεως των θεµάτων της συµφωνίας. Αντικείµενο του περιεχοµένου της συµφωνίας µπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποιήσεως της δεσµεύσεως για την έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προωθήσεως νοµοθετικών ρυθµίσεων κατά περίπτωση. Με το άρθρο 14 του Ν. 3016/2002 "για την εταιρική διακυβέρνηση, [17]

θέµατα µισθολογίου και άλλες διατάξεις", ορίστηκαν, µεταξύ άλλων και τα εξής: Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονοµίας και Οικονοµικών, Εσωτερικών, ηµόσιας ιοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρµοδίου υπουργού ρυθµίζονται τα θέµατα των συλλογικών συµφωνιών που συνάπτονται κατ' εφαρµογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 2738/99 και αφορούν θέµατα µισθών και αµοιβών, συµπεριλαµβανοµένων και αυτών που υπεγράφησαν κατά το έτος 2001. Με όµοιες αποφάσεις, οι ρυθµίσεις της προηγούµενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται εν όλω ή εν µέρει και στο λοιπό προσωπικό του ηµοσίου, των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και λοιπών νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου (ΝΠ ), που δεν συµµετείχε στη σύναψη συλλογικών συµφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/99 και µέχρι του ποσού των 176 ευρώ. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες µισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των 176 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται µόνο η διαφορά µέχρι του ποσού αυτού. Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι οι ρυθµίσεις που εισάγονται µε αυτές αφορούν αποκλειστικά και µόνο σε υπαλλήλους του ηµοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠ, ανεξάρτητα από τη σχέση, δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που τους συνδέει µε τους εν λόγω φορείς, όχι δε και σε εργαζόµενους του ιδιωτικού τοµέα, στον οποίο περιλαµβάνονται και τα ΝΠΙ, ακόµη και αν τα τελευταία επιχορηγούνται ή όχι από το δηµόσιο ή είναι κοινωφελούς χαρακτήρα ή ανήκουν στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα. - Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1069/1980 "Για την άσκηση των πάσης φύσεως δραστηριοτήτων του κυκλώµατος ύδρευσης και αποχέτευσης οικιστικών κέντρων της χώρας..", δύνανται να συνιστώνται κατά την παρ. 3 του παρόντος άρθρου σε κάθε ήµο ή Κοινότητα της χώρας...ή από περισσότερους ήµους ή Κοινότητες ή ήµους και Κοινότητες ενιαίες επιχειρήσεις υδρεύσεως και αποχετεύσεως, οι οποίες αποτελούν ίδια νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου κοινωφελούς χαρακτήρα, διεπόµενα από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονοµίας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόµο. - Με την κρίση του αυτή το Πολυµελές Πρωτοδικείο, το οποίο ακολούθως, αφού εξαφάνισε την εκκαλουµένη κατά παραδοχή σχετικού λόγου εφέσεως του αναιρεσείοντος, δέχτηκε εν µέρει την αγωγή, παραβίασε τη διάταξη 4 του Συντάγµατος, καθόσον, υπό τις εκτιθέµενες παραδοχές, η διαφορετική νοµοθετική ρύθµιση δικαιολογείται στην προκειµένη περίπτωση από γενικότερους λόγους κοινωνικού συµφέροντος, ενόψει του ότι οι ενάγοντες ως εργαζόµενοι σε νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία από εκείνη των υπαλλήλων των ΟΤΑ, και των λοιπών Ν.Π..., στους οποίους χορηγείται η επίµαχη παροχή. ιατάξεις: Σ: 4, Νόµοι: 2738/1999, άρθ. 13, Νόµοι: 3016/2002, άρθ. 14, ηµοσίευση: INLAW 2010 [18]

Ειδική πρόσθετη αµοιβή 176 Ευρώ - Υπάλληλοι ηµοσίου ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1501 Έτος: 2010 Περίληψη: - Επίδοµα 176 Ευρώ. εν το δικαιούνται οι ειδικευόµενοι ιατροί. ιατάξεις: ΚΠολ : 560, Σ: 4, 22, Νόµοι: 2738/1999, άρθ. 13, Νόµοι: 3016/2002, άρθ. 14, Νόµοι: 3205/2003, άρθ. 43, ηµοσίευση: INLAW 2010 Ειδική πρόσθετη αµοιβή 176 Ευρώ - Υπάλληλοι ηµοσίου ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 306 Έτος: 2011 Περίληψη: - Επίδοµα 176 Ευρώ. Άνιση µεταχείριση εκπαιδευτικών. Αρχή ισότητας. - Κατά την διάταξη του αρθ. 4 παρ. 1 του Συντάγµατος "οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόµου". Με την διάταξη αυτή δεν θεσπίζεται µόνο η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόµου, αλλά και η έναντι αυτών ισότητα του νόµου, µε την έννοια ότι ο νοµοθέτης δεσµεύεται, όταν ρυθµίζει ουσιωδώς όµοια πράγµατα, σχέσεις ή καταστάσεις που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να µην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, ρυθµίζοντας µε τον τρόπο αυτόν τις εν λόγω καταστάσεις ανόµοια, εκτός αν η διαφορετική τους ρύθµιση επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δηµοσίου συµφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια µπορεί, όµως, ο νόµος να ρυθµίζει διαφορετικά για όµοιες σχέσεις ή καταστάσεις προσώπων που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίας λειτουργών ή υπαλλήλων ή εργαζοµένων και δικαιολογείται η διάκριση αυτή, χωρίς να παραβιάζεται έτσι η αρχή της ισότητας (ΟλΑΠ 3/2009). Κατά συνέπεια, αν γίνει από το νόµο ειδική ρύθµιση για ορισµένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από την ρύθµιση αυτή κατ' αδικαιολόγητη δυσµενή διάκριση άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική µεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει την αδικαιολόγητη δυσµενή µεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγµατική. Τα παραπάνω ισχύουν και όταν η ειδική ρύθµιση αφορά µισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δηµόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικά µισθωτό, στην περίπτωση δε που γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτήν και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών που θεσπίζεται από τα αρθρ. 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγµατος, αφού τα δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται σύµφωνα µε τα αρθρ. 87 παρ. 1 και 2, 93 παρ. 4 και 120 παρ. 2 του Συντ., να ασκήσουν έλεγχο στο έργο της [19]

νοµοθετικής εξουσίας και να εφαρµόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας και µε βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρµογή του νόµου που περιέχει την ευµενή ρύθµιση. Εάν τα δικαστήρια περιορίζονταν να κηρύξουν µόνο την αντισυνταγµατικότητα της διάταξης που εισάγει τη δυσµενή διάκριση, χωρίς να µπορούν να επεκτείνουν την ειδική ευµενή ρύθµιση και υπέρ εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η δυσµενής διάκριση, τότε θα παρέµενε η αντισυνταγµατική ανισότητα και δεν θα έχει ουσιαστικό περιεχόµενο η ζητούµενη δικαστική προστασία. Αυτό δεν αντίκειται στο αρθρ. 80 παρ. 1 του Συντ., κατά το οποίο "µισθός, σύνταξη, χορηγία ή αµοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισµό του Κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόµο", διότι ο νόµος υπάρχει και είναι αυτός που περιέχει την ευµενή διάταξη. Περαιτέρω, κατά το αρθ. 13 παρ. 1 Ν. 2738/1999 (που εισήγαγε τον θεσµό των συλλογικών διαπραγµατεύσεων) η συλλογική διαπραγµάτευση για ρύθµιση ζητηµάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης υπαλλήλων, που δεν ρυθµίζεται σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο αρθ. 3 του ίδιου νόµου λόγω συνταγµατικών περιορισµών (όπως είναι ιδίως τα ζητήµατα µισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισµού κλπ.) µπορεί να καταλήγει σε συλλογική συµφωνία. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου η συµφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύµβαση εργασίας, συνεπάγεται, όµως, για το ηµόσιο ή ΝΠ ή ΟΤΑ : (α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέµατα της συµφωνίας µπορούν να ρυθµισθούν κανονιστικά µε βάση υπάρχουσα σχετική εξουσιοδότηση νόµου (β) είτε την προώθηση σχετικής νοµοθετικής ρύθµισης των θεµάτων της συµφωνίας. Αντικείµενο του περιεχοµένου της συµφωνίας µπορεί ν' αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσµευσης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νοµοθετικών ρυθµίσεων κατά περίπτωση. Με το αρθ. 14 Ν. 3016/2002 "για την εταιρική διακυβέρνηση, θέµατα µισθολογίου και άλλες διατάξεις" ορίσθηκαν, µεταξύ άλλων, τα εξής : "παρ.1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονοµίας και Οικονοµικών, Εσωτερικών, ηµόσιας ιοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρµόδιου υπουργού ρυθµίζονται τα θέµατα των συλλογικών συµφωνιών που συνάπτονται κατ' εφαρµογή των διατάξεων του αρθ. 13 Ν. 2738/1999 και αφορούν θέµατα µισθών και αµοιβών, συµπεριλαµβανοµένων και αυτών που υπεγράφησαν κατά το έτος 2001. παρ.2. Με όµοιες αποφάσεις οι ρυθµίσεις της προηγούµενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται εν όλω ή εν µέρει και στο λοιπό προσωπικό του ηµοσίου, των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και λοιπών προσώπων δηµοσίου δικαίου (Ν.Π...), που δεν συµµετείχε στην σύναψη συλλογικών συµφωνιών του άρθρου 13 Ν. 2738/1999 και µέχρι του ποσού των εκατόν εβδοµήντα έξι (176) ευρώ. παρ.3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες µισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των 176 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται µόνο η διαφορά µέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθµίσεις αυτές, όσον αφορά το προσωπικό των ΟΤΑ και το προσωπικό των λοιπών Ν.Π..., περιορίζονται στις υφιστάµενες από τον προϋπολογισµό τους δυνατότητες. παρ.4. Με τις προβλεπόµενες από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα : α) οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαµβάνοντας υπόψη για τη χορήγηση ή µη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλοµένων µηνιαίων αποδοχών και λοιπών [20]