Review from 01/02/2016 Articlesize (cm2): 2282 ΦΙΛGOOD, από σελίδα 20 Customer: Author: ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Rubric: ΚΥΠΡΙΑΚΟ Subrubric: Εκπαίδευση/Εκπαιδευτικοί Mediatype: Print Page 1 / 5
ΚΑΘΩΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΜΟΥΝ ΠΑ ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ, ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΑ ΠΩΣ, ΑΝ ΚΑΙ ΗΛΙΚΙΑΚΑ ΑΛΑΣ ΧΩΡΙΖΟΥΝ ΜΟΛΙΣ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΝΑ ΜΗ ΜΕΓΑΛΩΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΧΩΡΑ. ΤΟΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ, ΛΟΙΠΟΝ, ΠΑ ΝΑ ΤΟΝ ΑΚΟΥΣΩ. ΠΑΉ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΉΣ ΕΧΕΙ ΚΑΠΟΙΑ ΠΟΛΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΝΑ ΠΕΙ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΘΕΔΕΙΚΑΤ ΑΝΑΓΚΗΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΕΣΤΟΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ / ΦΩΤΟ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΤΤΗΣ Αττό το χωριό ττου γεννηθήκατε, την Ποταμιά, έχετε μνήμες; Όχι, δεν είχα. Εκ των υστέρων ασχολήθηκα πολύ με το χωριό. Η Ποταμιά για μένα, ξέρεις, συμβολίζει την παραδοσιακή Κΰπρο. Την ονομάζω «ρκ εθνικιστική Κΰπρο», γιατί οι άνθρωποι είχαν μια φυσική αλληλεγγύη μεταξύ τους. Τα περί ειρηνικής συμβίωσης δεν είναι ένα σχήμα που επινοήσαμε για να νιώθουμε πιο καλά; Υπάρχουν δυο επίσημες αφηγήσεις. Η ελληνοκυπριακή, που λέει ότι ζούσαμε μια χαρά, και η τουρκοκυπριακή, που ισχυρίζεται ότι ζούσαμε πάντα με εχθρότητα. Και οι δύο είναι λάθος. Οι διαμάχες για το μέλλον της Κύπρου έχουν τις ρίζες τους πάρα πολύ νωρίς από τις αρχές του 20ού αιώνακαι ξεκινούν από την ελίτ. Είχαν ιστορικό βάθος λέτε... Πολιτικό βάθος. Δεν ήταν θέμα διαφωνίας ταυτότητας, κουλτούρας ή θρησκείας μεταξύ των ανθρώπων. Ήταν πολιτική διαφωνία για το μέλλον της Κύπρου. Η μια πλευρά θεωρούσε δίκαιο την ένωση με την Ελλάδα και η άλλη αντιδρούσε με φόβο απέναντι σ' αυτό. Γιατί είπατε πριν ότι η διένεξη αφορούσε στην ελίτ; Η Ποταμιά ήταν ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στο χωριό λίγοι ήξεραν γράμματα, οι περισσότεροι ήταν αγρότες, όπως η οικογένεια μου, από παππού ως προπάππο. Πριν να φτάσουν λοιπόν οι άνθρωποι των γραμμάτων και οι μεγάλες ιδέες τους στην ύπαιθρο, οι χωριανοί ήσαν άνθρωποι απλοί. Υπήρχε καθημερινή αλληλεγγύη, ο ένας έπαιρνε το κοπάδι του άλλου, ήταν στις γιορτές και στους γάμους μαζί. Ένταση δεν υπήρχε, επειδή δεν είχαν φτάσει ακόμα όλα αυτά τα ρεύματα του εθνικιστικού οράματος. Υπήρχε πρόσμιξη των δύο κοινοτήτων; Στην Ποταμιά ήτανε δίγλωσσοι οι άνθρωποι. Όχι μόνο οι Τουρκοκύπριοι μιλούσαν ελληνικά, που ήταν και το αναμενόμενο, αλλά και οι Ελληνοκύπριοι μιλούσαν καλά τουρκικά. Επίσης, υπήρχαν σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Σχέσεις οικογενειακές... Εγώ όταν έμαθα για παράδειγμα, μετά από πολλά χρόνια, ότι αυτοί που επισκέπτονται τη γιαγιά μου είναι ξαδέλφια της και ονομάζονται Κώστας και Ελισάβετ, αναρωτήθηκα πώς μπορεί να είναι συγγενείς μας. Έτσι έμαθα ότι είναι τα παιδιά του θείου μου του Δημήτρη, που ήταν ο αδελφός της γιαγιάς μου. Και πότε αλλάζει αυτό; Το πράγμα χαλάει από τη δεκαετία του '50, όταν οι ελίτ διεκδικούν δυναμικά εθνικούς στόχους και καλούν τον κόσμο ν ανταποκριθεί. Η ΕΟΚΑ είναι ένοπλος αγώνας με κινητοποίηση του λαού. Η ΤΜΤ ιδρύεται για την υπόθεση της διχοτόμησης. Έτσι, οι απλοί άνθρωποι αποκτούν εθνική συνείδηση και βγαίνουν από την κοινωνική τους ταυτότητα, που είναι αγρότες σε συνεργασία. Έτσι προέκυψε η σύγκρουση που οδήγησε στην προσφυγοποίησή μου, σε ηλικία τεσσάρων χρονών, τον Φεβρουάριο του '64. Κι έτσι καταλήξαμε στο γκέτο της Λουρουτζίνας. Οφείλω να σας πω ότι, αν και σχεδόν συνομήλικοι, δεν μπορεί να συλλάβει το μυαλό μου την εικόνα του γκέτο. Το καταλαβαίνω. Γενικά στην ελληνοκυπριακή συλλογική μνήμη απουσιάζουν εντελώς οι εμπειρίες των Τουρκοκυπρίων από τη δεκαετία του '60. Ειδικά από το '64 και μετά, πού ζούσαν και κυρίως πώς ζούσαν. Πώς ζούσατε λοιπόν; Σκέψου ότι ξαφνικά για μας η χώρα Κύπρος δεν υπήρχε. Υπήρχε ουσιαστικά μια φυλακή, από την οποία δεν μπορούσες να βγεις έξω. Το έξω ήταν ο Έλληνας, ο εχθρός που σε απειλούσε, και μέσα ήταν ο Τούρκος πασάς που σε κυβερνούσε. Και τους φοβόσουν και τους δύο. Υπήρχε το στοιχείο του εθνικού φανατισμού; Πώς δεν υπήρχε; Ο Τούρκος ο πασάς ήταν εκεί και συμβόλιζε τον τουρκικό εθνικισμό. Αλλά και το εκπαιδευτικό σύστημα, τα σχολεία, έκτιζαν αυτή την τεχνητή συνείδηση συστηματικά. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι δεν ήξερες πού ζούσες. Διότι δεν έβγαινες έξω. Ζούσαμε σε ένα νησί χωρίς θάλασσαί Δεν υπήρχε ελεύθερη διακίνηση έξω από το γκέτο από το '64 μέχρι το '69. Άρα, εσείς μέχρι ποια ηλικία ζήσατε σε αυτόν τον περίκλειστο χώρο; Από το '64 είχα φτάσει δέκα χρονών και δεν ήξερα τι είναι η Κύπρος. Αυτή ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία από κάθε άποψη. Γιατί από τη μια υπήρχε ο Τούρκος αξιωματικός που επέβαλλε την τάξη, αλλά από την άλλη οι χωριανοί μεταξύ τους μιλούσαν ελληνικά. Εγώ, για να καταλάβεις, στη γειτονιά της Λουρουτζίνας άκουγα ελληνική μουσική. Τον Καζαντζίδη τον έμαθα εκεί, στο τζούκμποξ που τον άκουγαν οι μεγάλοι. Ο Τούρκος ο πασάς έβαζε πρόστιμο για κάθε ελληνική λέξη ένα σελίνι, όμως οι πολίτες δεν μπορούσαν να μη μιλήσουν ελληνικά, αφού αυτή ήταν η κυρίαρχη γλώσσα. Στο πατρικό σας πότε επιστρέψατε; Μετά, όταν άνοιξαν οι πόρτες, και η γιαγιά και ο παππούς γυρίσανε στη φάρμα. Τότε άρχισα κι εγώ να βγαίνω από το γκέτο για να τους επισκεφθώ και πήγα στην Ποταμιά. Στο σπίτι που γεννήθηκα. Πρώτη φορά το είδα, νομίζω, το '71 '72. Και μόλις το κοίταξα, αντιλήφθηκα ότι δεν έχω καμία σχέση μ' αυτό το σπίτι. Δεν είναι σπίτι μου, είπα. Αυτό δεν έχει καμιά σχέση με μένα. Παράξενο να το λέτε αυτό... Γιατί το να γεννηθείς κάπου δεν λέει τίποτα. Τα βιώματα σου είσαι εσύ. Όσα θυμάσαι. Η μνήμη είναι η ταυτότητα. Εγώ δεν είχα καμιά μνήμη. Άρα, δεν με άγγιζε... Κάποια στιγμή, θυμάμαι, μετά το '70, υπήρχε μια χαλάρωση και κάποιοι πρόσφυγες από την Ποταμιά έφυγαν από τη Λουρουτζίνα για να γυρίσουν στο χωριό. Άκουγα τους γονείς μου να συζητούν αν θα επιστρέψουμε και τρόμαξα με την ιδέα ότι θα πάμε πίσω. Page 2 / 5
Page 3 / 5
Page 4 / 5
Page 5 / 5