ΑΡΗΣ ΣΤΟΥΓΙΑΝΝΙΔΗΣ φίσκα ΣΥΛΛΟΓΗ ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΛΗΡΟΤΗΤΑ ΑΕΝΑΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΕΝΑΩΣ ΕΝΗΜΕΡΟΥΜΕΝΕΣ 10 Ιουλίου 2017
Εισαγωγή Με τον καυσωνα είναι φισκα οι παραλιες. Το φισκα ουσιαστικο αλλά ε- πιρρηματικως εκλαμβανομενον είναι η αρχαια λεξη φυσκη που εδωσε παρα πολλες παραγωγες λεξεις τοσο στα ελληνικα οσο και ως δανειο σε ξενες γλωσσες. Κάθε υπογραμμισμενη λεξη αναφερεται στο γλωσσαριο. Εν αρχη ην η φυσκη όπως την ανεφερε ο αριστοφανης. Γλωσσαριο Γεμάτος Γεμίζω -η -ο [jemátos] Ε3 : ANT άδειος, αδειανός. I1. για κτ. που περιέχει όλη τη δυνατή ποσότητα που μπορεί να περιλάβει. α. Γεμάτο μπουκάλι / κιβώτιο. Ένα βαρέλι γεμάτο κρασί. Mη μιλάς με γεμάτο στόμα. (έκφρ.) ήρθε με γεμάτα χέρια*. ΦΡ ρίχνω άδεια* για να πιάσω γεμάτα. Δεν ήξερε πως το τουφέκι ήταν γεμάτο, όταν πυροβολούσε, πως είχε σφαίρες. β. για χώρο στον οποίο είναι πολλά πρόσωπα συγκεντρωμένα: Tα θέατρα / οι ταβέρνες / τα καφενεία ήταν γεμάτα. H πλατεία είναι γεμάτη κόσμο. γ. για χρόνο που καλύπτεται από καθήκοντα και δραστηριότητες: Όλη η μέρα μου είναι γεμάτη. 2α. που έχει κτ. σε μεγάλη ποσότητα, σε αφθονία: Ένας αγρός ~ μαργαρίτες. Ο δρόμος είναι ~ λάσπες. Tα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα. Έχει γεμάτο το σπίτι του από όλα τα καλά. Tο κείμενό της είναι γεμάτο λάθη. H ζωή του είναι γεμάτη στενοχώριες. ΦΡ έχει γεμάτη τσέπη*. β. (για πρόσ.): Ήρθε ~ δώρα, φορτωμένος. 3. ειδικά για το φεγγάρι: Γεμάτο φεγγάρι, πανσέληνος. II. (για πρόσ.) 1. που είναι περισσότερο παχύς από το κανονικό παχουλός: Είναι κοντή και γεμάτη. Γεμάτα μάγουλα. 2α. που έχει σε μεγάλο βαθμό μια ιδιότητα, ένα στοιχείο στο χαρακτήρα ή στην ψυχοσύνθεσή του: Είναι ~ καλοσύνη / χαρά / ζωτικότητα. Tην κοίταξε ~ θαυμασμό. που έχει σε μεγάλο αριθμό κτ. στο σώμα του: Είναι ~ σπυριά / κοκκινίλες. β. για χρονικό διάστημα, ηλικία κτλ., συμπληρωμένος και κάτι παραπάνω: Tα έχει τα πενήντα γεμάτα. Mείναμε στην εξοχή ένα μήνα γεμάτο. (επιρρ. έκφρ.) στα γεμάτα, πολύ: Nομίζω ότι είσαι στα γεμάτα έτοιμος να υπηρετήσεις την πατρίδα. γεματούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ στη σημ. II1. γεματούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στη σημ. II1. [μσν. γεμάτος < αρχ. γέμ(ω) `είμαι γεμάτος -άτος γεμάτ(ος) -ούλης, - ούτσικος] (γέμω), μέλ. Αττ. -ιῶ, I. γεμίζω με..., φορτώνω ή εξοπλίζω με..., λέγεται κυρίως για το φορτίο ενός πλοίου με γεν., σε Θουκ. κ.λπ. σποδοῦ γεμίζω λέβητας, γεμίζω τις τεφροδόχους με στάχτες, σε Αισχύλ. Παθ., είμαι φορτωμένος ή γεμάτος με..., σε Δημ. II. μεταγεν. στην Παθ., με αιτ., οἶνον γεμισθείς, σε Ανθ. 1
Γέμω, μόνο στον ενεστ. και παρατ., είμαι γεμάτος, 1. λέγεται για πλοίο, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. με γεν. πράγμ., είμαι γεμάτος από ένα πράγμα, σε Θουκ. κ.λπ. μεταφ., σε Τραγ. Γόμος ὁ (γέμω), 1. φορτίο ενός πλοίου, βάρος, σε Ηρόδ., Δημ. 2. το φορτίο ενός θηρίου, σε Βάβρ ΥΠΟΚΟΡ. του γομος το γομαριον (όπως τομος, τομαριον) και κατά συνεκδοχην το ζωο που μεταφερει τον γομον λεγεται και αυτό γομαρι (ονος / η- μιονος) κάργα [kárγa] επίρρ. : (οικ.) 1. για να δηλώσουμε ότι κτ. είναι εντελώς και υπερβολικά γεμάτο φίσκα, τίγκα: Γέμισα ~ τη βαλίτσα. Έσερνε ένα κάρο ~ φορτωμένο. κτ. είναι ~, είναι γεμάτο, ξέχειλο: Tο λεωφορείο / ο τενεκές είναι ~. (έκφρ.) είμαι ~, έφαγα υπερβολικά. (πειραχτικά) είναι ~ ερωτευμένος, πάρα πολύ. 2α. πολύ σφιχτά: Tο έδεσε ~ το σκοινί. β. για κτ. πολύ τεντωμένο: Tα πανιά του πλοίου ήταν ~ φουσκωμένα. (ναυτ.) ~ τα κουπιά, πρόσταγμα για πολύ γρήγορη κωπηλασία. Από το λατινικο CARICARE = φορτωνω, επιβαρυνω.επιθετω, επιτιθεμαι Πβ. αγγλ. Cargo, charges, Charge! Γαλλ. charges κύστις -εως και -ίος, ἡ (κύω), κύστη, φούσκα, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. Πιθσνον να μεtεβη ως δανειον για το fiscus Μεστός -ή, -όν, I. πλήρης, γεμάτος, εντελώς γεμάτος, σε Αριστοφ. κ.λπ. II. με γεν., γεμάτος από, πλήρης από ένα πράγμα, σε Ηρόδ., Αριστοφ. μεταφ., ἀπάτης, ἀπορίας μεστός, σε Πλάτ. μεταφ., επίσης, γεμάτος από ένα πράγμα, σε Ευρ. ομοίως με μτχ., μεστὸς ἦν θυμούμενος, δηλ. είμαι γεμάτος θυμό, σε Σοφ. Πλήρης -ες, γεν. -εος, συνηρ. -ους συγκρ. -έστερος, υπερθ. -έστατος (πλέος) I. 1. με γεν., πλήρης, γεμάτος από κάτι, σε Ηρόδ., Τραγ. 2. μεστός ή μολυσμένος από, πλήρης ὑπ'οἰωνῶν τε καὶ κυνῶν βορᾶς, μιασμένο από πουλιά και σκύλους με κρέας (το οποίο έχει ξεσχιστεί από το σώμα του Πολυνείκη), σε Σοφ. 3. κορεσμένος από κάτι, στον ίδ. πλήρης ἐστὶ θηεύμενος, κοιτούσε κορεσμένος, σε Ηρόδ. II. σπανίως με δοτ., κορεσμένος με, σε Ευρ. III. 1. α- 2
πόλ., πλήρης, γεμάτος, λέγεται για φουσκωμένο ποταμό, σε Ηρόδ. λέγεται για τη σελήνη, στον ίδ. λέγεται για κύπελα, σε Ευρ. ιδίως, γεμάτος με ανθρώπους, σε Αριστοφ. 2. γεμάτος, πλήρης, λαβεῖν τι πλῆρες, σε Ηρόδ., Ευρ. λέγεται για αριθμούς, τέσσερα ἔτεα πλήρεα, τέσσερα ολόκληρα χρόνια, σε Ηρόδ. Πιενες πληρόω στα ιταλικα pieno a επιθετο που σημαινει πληρης η λεξη πιενες στην ορολογια του θατρου σημαινει πληρη καλυψη των θεσεων του θετρου κατά πολλες παραστασεις, θεατρικη επιτυχια η, μέλ. -ώσω, παρακ. πεπλήρωκα, Μέσ. μέλ. πληρώσομαι, αόρ. αʹ ἐπληρωσάμην Παθ., μέλ. -ωθήσομαι, επίσης Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία (πλήρης) κάνω κάτι γεμάτο. I. 1. με γεν. πράγμ., γεμίζω κάτι εντελώς με, σε Ηρόδ. κ.λπ. Παθ., είμαι γεμάτος εντελώς με κάτι, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. γεμίζω εντελώς με φαγητό, παραχορταίνω, μπουχτίζω, βορᾶς ψυχὴν ἐπλήρουν, σε Ευρ. μεταφ., πληροῦν θυμόν, να χορτάσω το θυμό μου, Λατ. animum explere, σε Σοφ. κ.λπ. II. με δοτ., συμπληρώνω με, γεμίζω με, σε Ευρ. Παθ., πνεύμασι πληρούμενοι, γεμίζουν με αέρα, σε Αισχύλ. πεπληρωμένος ἀδικίᾳ, σε Κ.Δ. III. 1. πληρόω ναῦν, τριήρη, επανδρώνω πλοίο, σε Ηρόδ. πληροῦτε θωρακεῖα, γεμίστε με άνδρες τις επάλξεις, σε Αισχύλ. στη Μέσ., πληροῦσθαι τὴν ναῦν, επανδρώνω το πλοίο, σε Ξεν. Παθ., λέγεται για καράβια, σε Θουκ. 2. λέγεται για αριθμό, κάνω κάτι γεμάτο ή πλήρες, τοὺς δέκα μῆνας, σε Ηρόδ. ομοίως στη Μέσ., σε Κ.Δ. Παθ., είμαι πλήρης, σε Ηρόδ., Κ.Δ. 3. πληρόω δικαστήριον, το γεμίζω, σε Δημ. 4. εκπληρώνω, πληρώνω εντελώς, καλύπτω, σε Αισχύλ., Θουκ. Παθ., νόμοι πληρούμενοι, που τηρούνται εντελώς, σε Αισχύλ. 5. ἐς ἄγγος Βακχίου μέτρημα πληρώσαντες, έσταξαν κρασί μέσα στο δοχείο ενώ αυτό ήταν ακόμη γεμάτο, σε Ευρ. Παθ., συγκεντρώνομαι σ' ένα μέρος, στον ίδ. IV. αμτβ., ἡ ὁδὸς πληροῖ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον, το μήκος του δρόμου ολοκληρώνεται σ' αυτόν τον α- ριθμό, σε Ηρόδ. Πλήρωμα, -ατος, τό, I. 1. γέμισμα, σε Ευρ. 2. πλήρωμα δαιτός, κορεσμός ευωχίας, πανδαισίας, στον ίδ. πλήρωμα τυρῶν, χορτασμός από τυρί, στον ίδ. 3. λέγεται για πλοία στο σύνολό τους, πλήρης αριθμός, σε Ηρόδ., Ευρ. λέγεται για μεμονωμένα πλοία, το πλήρωμά τους, σε Θουκ. κ.λπ. 4. λέγεται για α- ριθμό, το όλο, το σύνολο, σε Ηρόδ., Αριστοφ. 5. το μέρος που παρεμβάλλεται για να συμπληρωθεί κάτι, σε Κ.Δ. 6. πληρότητα, πλήρης και τέλεια φύση, στο ίδ. II. 1. πλήρωση, συμπλήρωση, σε Σοφ. κυλίκων πλήρωμα, έχω το καθήκον του γεμίσματός τους, σε Ευρ. 2. εκπλήρωση, σε Κ.Δ. Στη ΝΕ το πλήρωμα 1 το είναι τ ο προσωπικό πλοίου, αεροπλάνου, διαστημοπλοίου (ναύτες, αεροσυνοδοί, αστροναύτες κτλ., συνήθ. εκτός του πλοιάρχου, του κυβερνήτη): Kατά το ναυάγιο του πλοίου πνίγηκαν πέντε μέλη του πληρώματος. Tο ~ και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους σας καλωσορίζουν στην πτήση 902 για Aθήνα. (εκκλ. έκφρ.) το χριστεπώνυμο πλήρωμα = οι πιστοι 3
με την αρχαια σημασια σημερα το πληρωμα το συνανταμε συχνοτερα σε συνθεση : συμπληρωμα, παραπληρωμα. Τέγγω, μέλ. τέγξω, αόρ. ἔτεγξα Παθ., αόρ. ἐτέγχθην I. 1. υγραίνω, βρέχω, σε Πίνδ. κ.λπ. λέγεται για δάκρυα, σε Τραγ. Παθ., τέγγομαι, δακρύζω, κλαίω, σε Αισχύλ. τέγγω βλέφαρα, σε Ευρ. 2. με σύστ. αντ., τέγγω δάκρυα, χύνω δάκρυα, δακρύζω, σε Πίνδ. τέγγει δακρύων ἄχναν, σε Σοφ. Παθ., ὄμβρος ἐτέγγετο, έπεσε μπόρα, έριξε βροχή, στον ίδ. II. κάνω κάτι μαλακό, μαλακώνω (κυρίως με το μούλιασμα ή το μπάνιο), σε Πίνδ. μεταφ. στην Παθ., τέγγει γὰρ οὐδέν, δεν μαλακώνει καθόλου, σε Αισχύλ. οὔτε λόγοις ἐτέγγεθ' ἥδε, σε Ευρ. III. βάφω, κηλιδώνω, Λατ. tingere μεταφ., όπως το Λατ. imbuere, σε Πίνδ. Τίγκα [tíŋga] επίρρ. : (οικ.) για κτ. που είναι εντελώς γεμάτο φίσκα, κάργα: Tο βαρέλι είναι ~, ξέχειλο. Tο λεωφορείο ήταν ~, ασφυκτικά γεμάτο. Είμαι ~, έχω φουσκώσει από το πολύ φαγητό. [ιταλ. (νότ. διάλ.) tinga] Από το λατινικο ρήμα TINGERE δανειο εκ του ελληνικου τεγγω που σημαινει μουλιαζω. Δηλαδη βυθιζω μεσα στο νερο, κάθε σκαφος η δοχειο που υπερληρουται, ξεχειλιζει, βυθιζεται, τεγγεται Φίσκα [físka] επίρρ. : (προφ., για χώρο) σε κατάσταση μεγάλης πληρότητας, αδιαχώρητου τίγκα, κάργα: H πλατεία ήταν ~ από κόσμο. φισκάρω [fiskáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) Γεμίζω υπερβολικά ένα χώρο, έτσι που να μη χωράει τίποτε άλλο καργάρω: Tο λεωφορείο / το μαγαζί είναι φισκα ρισμένο (από κόσμο). είμαι υπερβολικά γεμάτος από κτ. Φούσκα η [fúska] Ο25 : 1. πολύ λεπτή ελαστική μεμβράνη, σφαιρική ή άλλου σχήματος, που φουσκώνει με αέρα ή με άλλο αέριο μπαλόνι: Xιλιάδες πολύχρωμες φούσκες ανέβαιναν προς τον ουρανό. 2α. φουσκάλα 1 : Tα χέρια μου γέμισαν φούσκες. β. φυσαλίδα. γ. (μτφ., συνήθ. πληθ.) αερολογίες, καυχησιές, λόγια κενά περιεχομένου: Mην ακούς αυτές τις φούσκες. δ. (μτφ.) για κτ. που προβάλλεται, που παρουσιάζεται ως σημαντι κό, ως μεγαλεπήβολο και τελικά αποδεικνύεται ασήμαντο, κενό και βραχύβιο: Tελικά όλη η υπόθεση ήταν μια ~. 3. (οικ.) κύστη, ιδίως η ουροδόχος: Kοντεύει να σπάσει η ~ μου, επείγομαι να ουρήσω. H ~ των ψαριών, η νηκτική κύστη. 4. διάφορα αντικείμενα ή εξαρτήματα συσκευών που μοιάζουν με φούσκα 1 : H ~ του σταγονόμετρου / της κόρνας / του φλοτέρ. 5. καπνοσυλλέκτης σε σχήμα πυραμίδας (σε σιδηρουρ- 4
γεία, ψησταριές κτλ.). 6. είδος οστρακοειδούς θαλασσινού που τρώγεται. φουσκίτσα η YΠΟKΟΡ. [αρχ. (δωρ. διάλ.) φύσκη (αττ. φύσκα) `παραγεμισμένο έντε ρο, φουσκάλα χωρίς τροπή [u > y > i] : δες Υ φούσκ(α) -ίτσα] φούσκος ο [fúskos] Ο18 : (προφ.) ισχυρό, ηχηρό χαστούκι μπάτσος: Tου δωσε ένα φούσκο, που πρήστηκε το μάγουλό του. [φούσκ(α) -ος(;)] ΣΣ. Μαλλον από το λατινικο fustis = μαστιγιο Φύσκη [φίσκ(α) -άρω] [αρχ. (δωρ. Διάλ.) Φύσκα (αττ. Φύσκη) `παραγεμισμένο έ- ντερο (ορθογρ. Α, ἡ (φυσάω), στομάχι ή παχύ έντερο, σε Αριστοφ. πλοπ.)] Ξενογλωσσα confiscate 1550s, originally, "to appropriate for the treasury," from Latin confiscatus, past participle of confiscare, from assimilated form of com "with, together" (see com-) + fiscus "public treasury," literally "money basket" (see fiscal). Related: Confiscated; confiscating. fiscus, i, m., I.a basket or frail woven of slender twigs, rushes, etc. (like fiscina, fiscella, q. v.); used, I. For olives in the oilpress, Col. 12, 52, 22; 54, 2. Far more freq., II. For keeping money in, a money-basket, or, as we say, a money-bag, purse (cf. aerarium): fiscos complures cum pecunia Siciliensi a quodam senatore ad equitem Romanum esse translatos, Cic. Verr. 1, 8, 22: mulus ferebat fiscos cum pecunia, Phaedr. 2, 7, 2; Suet. Claud. 18. Poet.: aerata multus in arca Fiscus, i. e. much money, Juv. 14, 259. B. In partic. 1. The public chest, state treasury, public revenues: quaternos HS, quos mihi senatus decrevit et ex aerario dedit, ego habebo et in cistam transferam de fisco, Cic. Verr. 2, 3, 85, 197: qui fiscum sustulit, id. ib. 79, 183: de 5
fisco quid egerit Scipio, quaeram, id. Q. Fr. 3, 4, 5 Manut.; Eutr. 2, 16; Vulg. 1 Esdr. 7, 20. 2. In the times of the emperors, the imperial treasury, imperial revenues, emperor's privy purse (opp. aerarium, the public chest or treasury): quantum pecuniae in aerario et fiscis et vectigalibus residuis, Suet. Aug. 101; 40; id. Claud. 28; id. Ner. 32; Sen. Ben. 7, 6: fisci de imperatore rapti, Tac. A. 1, 37: bona in fiscum cogere, id. ib. 6, 2; Dig. 39, 4, 9 fin.: fortasse non eadem severitate fiscum quam aerarium cohibes, Plin. Pan. 36 et saep.: Judaicus, the tax paid by the Jews into the imperial treasury, Suet. Dom. 12: quidquid conspicuum pulchrumque est aequore toto res fisci est, Juv. 4, 55. Ο Valpy το θέλει παραγομενον από το ισχω =κρατω. Ίσως όμως από το φυσκη κυστη επειδη το πουγκι ηταν μια φυσκη η τουλαχιστο εμοιαζε με φυσκη. το καλαθι για την φυλαξη χρηματων είναι μαλλον ακαταλληλο. Μονο σε λαικες εκφρασεις συνανταμε τετοιες συσκευασιες, λεφτα με το τσουβαλι, ένα κοσκινο φλουρια, ειχαμεν τσι λιρες με τσι γκαζοτενεκεδες (Σμυρνη), ένα καρρο λεφτα κλπ. Fisco s. m. [dal lat. fiscus, propr. «cesta», poi «cassa dello stato, tesoro»] (pl., raro, -chi). 1. Nel linguaggio corrente, indica lo stato nella sua attività finanziaria e in partic. nei suoi rapporti con i contribuenti: avidità, esosità del f.; litigare col fisco. 2. ant. Erario, spec. nelle locuz. porre nel f., incamerare nel f., confiscare. 3. ant. La legge e, in concr., il magistrato che nell interesse pubblico vigila all applicazione di essa. 6