ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ Σε όλες τις χώρες - ή τουλάχιστον στις οικονομικά προηγμένες το κράτος, πέραν των λοιπών αρμοδιοτήτων του, αναλαμβάνει και την παροχή Κοινωνικής Ασφάλισης, δηλαδή την κάλυψη των πολιτών του έναντι ορισμένων κινδύνων που απειλούν την ευημερία τους, όπως είναι η ανεργία, η ασθένεια, η ανικανότητα για εργασία, και κατ επέκταση για απόκτηση εισοδήματος κλπ.. Αναλαμβάνει επίσης την παροχή συντάξεων γήρατος. Η λειτουργία αυτή εγείρει μια σειρά από ερωτήματα, όπως για ποιο λόγο την αναλαμβάνει το κράτος, ποιά είναι η σχέση της Κοινωνικής Ασφάλισης με την ιδιωτική ασφάλιση, πως χρηματοδοτείται η Κοινωνική Ασφάλιση, πως παρέχονται οι προβλεπόμενες από αυτήν παροχές, ποιες είναι οι επιπτώσεις της στην οικονομία, ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει κ.ο.κ. Το κείμενο που ακολουθεί καταπιάνεται με τα σημαντικότερα από αυτά τα ερωτήματα. 1. Η Ανάγκη Κρατικής Παρέμβασης Η Κοινωνική Ασφάλιση αποτελεί μια εξασφάλιση των ατόμων για το μέλλον. Είναι λογικό κατά συνέπεια να διερωτάται κανείς, γιατί πρέπει τη μέριμνα αυτή να την αναλάβει το κράτος και να μην αφεθεί στην ευθύνη και πρωτοβουλία των ίδιων των πολιτών. Η ασφάλιση έναντι μελλοντικών κινδύνων δεν έχει τα χαρακτηριστικά του δημόσιου αγαθού. Δεν χαρακτηρίζεται δηλαδή από αδιαιρετότητα στην κατανάλωση και αδυναμία αποκλεισμού όσων δεν είναι πρόθυμοι να καταβάλλουν το αντίτιμο για την 1
παροχή των σχετικών υπηρεσιών. Θα μπορούσε, κατά συνέπεια, η προσφορά των υπηρεσιών ασφάλισης να αφεθεί στον ιδιωτικό τομέα και στη λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, όπως συμβαίνει με όλα τα ιδιωτικά αγαθά. Πέραν όμως αυτού, με την ανάληψη της Κοινωνικής Ασφάλισης από το κράτος και την καθιέρωσή της ως υποχρεωτικής, δημιουργούνται στρεβλώσεις στην οικονομία, οι οποίες θα ήταν καλύτερα να αποφευχθούν. Για παράδειγμα, με την καθιέρωση της Κοινωνικής Ασφάλισης ως υποχρεωτικής, παρεμβαίνει ουσιαστικά το κράτος στην επιλογή των ατόμων όσον αφορά την κατανομή του εισοδήματός τους ανάμεσα στην κατανάλωση και στην αποταμίευση (μελλοντική κατανάλωση). Έτσι, ενώ υπάρχουν πολίτες οι οποίοι, για διάφορους λόγους (θέμα επιλογής, λόγοι αβεβαιότητας, μικρό προσδόκιμο όριο ζωής κλπ), δεν θα επιθυμούσαν να θυσιάσουν την παρούσα κατανάλωση χάριν της μελλοντικής, αναγκάζονται να το κάνουν αυτό καταβάλλοντας ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες είναι υποχρεωτικές. Επιπλέον, με την παρέμβασή του αυτή το κράτος στερεί την ελεύθερη επιλογή των ατόμων να διαχειρισθούν οι ίδιοι τις αποταμιεύσεις τους, κατά τρόπο περισσότερο αποδοτικό (επένδυση των χρημάτων τους σε τοποθετήσεις που έχουν μεγαλύτερη απόδοση). Το ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι για ποιο λόγο το κράτος παρεμβαίνει σε μια δραστηριότητα η οποία μπορούσε να αφεθεί στην ελεύθερη επιλογή των πολιτών και στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να υπάρχουν οι παραπάνω αρνητικές επιπτώσεις. Τα σημαντικότερα επιχειρήματα υπέρ της ανάληψης αυτής της αρμοδιότητας από το κράτος είναι τα εξής : 1. Οι πολίτες που ανήκουν στις πολύ χαμηλές εισοδηματικές τάξεις δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τις τρέχουσες ανάγκες τους. Κατά μείζονα λόγο δεν μπορούν να αποταμιεύουν για την αντιμετώπιση αναγκών που μπορεί να ανακύψουν στο μέλλον. 2. Οι αποφάσεις για αποταμίευση με σκοπό την αντιμετώπιση μελλοντικών αναγκών είναι πολύ πιο σύνθετες από οποιαδήποτε άλλη οικονομική απόφαση, αφού προϋποθέτουν την πρόβλεψη αναγκών που ενδέχεται να ανακύψουν μετά την παρέλευση 30 και πλέον ετών, την εκτίμηση της μελλοντικής απόδοσης διαφόρων μορφών επενδύσεων, την πρόβλεψη της πιθανότητας να πάθει κανείς ένα σοβαρό ατύχημα, να μείνει ανάπηρος, 2
άνεργος κλπ. Κατά συνέπεια, η πιθανότητα λανθασμένης πρόβλεψης μελλοντικών γεγονότων είναι πολύ μεγάλη. 3. Οι προβλέψεις για τις ανάγκες που μπορεί να υπάρξουν κατά τη γεροντική ηλικία μπορεί να αποδειχθούν λανθασμένες ή απρόβλεπτοι παράγοντες (πόλεμος, υποτίμηση νομίσματος κλπ) να επηρεάσουν την αξία τους, να γίνουν επενδύσεις τις οποίες οι πολίτες θα διαπιστώσουν εκ των υστέρων ότι ήταν λανθασμένες κλπ. 4. Τα όποια λάθη στις επενδυτικές ή άλλες αποφάσεις των πολιτών δεν έχουν επιπτώσεις μόνο στους ίδιους, αλλά και στα μέλη της οικογένειάς τους, τα οποία δεν έχουν καμία ευθύνη. Επιπλέον, έχουν επιπτώσεις και στα άλλα μέλη της κοινωνίας με τη μορφή των εξωτερικών κοινωνικών επιβαρύνσεων. 5. Οι αποταμιεύσεις οι οποίες μπορεί να υπάρχουν ενδέχεται να έχουν αναλωθεί κατά τη διάρκεια του εργάσιμου βίου λόγω ασθενειών, ατυχημάτων, ανεργίας κλπ των ιδίων των δικαιούχων ή μελών της οικογένειάς τους. 6. Τέλος, ένας άλλος λόγος για τον οποίο παρεμβαίνει το κράτος στον τομέα της ασφάλισης είναι ότι το κόστος της Κοινωνικής Ασφάλισης είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό της ιδιωτικής ασφάλισης. Αυτό συμβαίνει γιατί παρά την αναποτελεσματικότητα που χαρακτηρίζει τους δημόσιους φορείς, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της Κοινωνικής Ασφάλισης και το γεγονός ότι καλύπτει όλο τον πληθυσμό, έχει ως αποτέλεσμα τον επιμερισμό του κινδύνου σε όλους τους ασφαλισμένους με αποτέλεσμα τη συγκράτηση του κόστους ασφάλισης σε συγκριτικά χαμηλά επίπεδα. Αντίθετα, αν η ασφάλιση αφεθεί αποκλειστικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία, είναι λογικό να προσελκύσει κατά κύριο λόγο αυτούς που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου (π.χ. άτομα με επικίνδυνες συνθήκες εργασίας, άτομα με ασθενή υγεία κλπ) κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα τον προσδιορισμό των ασφαλίστρων σε πολύ υψηλά επίπεδα και συνακόλουθα τον αποκλεισμό του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Για τους παραπάνω λόγους η κοινωνία απαιτεί οι πολίτες να μη μένουν αβοήθητοι και το ρόλο της Κοινωνικής Ασφάλισης και προστασίας να το αναλάβει το κράτος. 2. Διαφορές κοινωνικής - ιδιωτικής-ασφάλισης 3
Τόσο η ιδιωτική όσο και η κοινωνική ασφάλιση έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την παροχή προστασίας στους ασφαλισμένους έναντι κάποιου ανταλλάγματος. Ωστόσο, οι διαφορές μεταξύ τους είναι σημαντικές : 1. Η Κοινωνική Ασφάλιση αποσκοπεί κατά κανόνα στην παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο, ενώ η ιδιωτική ασφάλιση μόνο προς αυτούς που είναι ασφαλισμένοι. 2. Η σχέση μεταξύ παροχών και καταβαλλόμενου ανταλλάγματος δεν είναι το ίδιο στενή στις δυο μορφές ασφάλισης. Στην ιδιωτική ασφάλιση η σχέση αυτή είναι αρκετά στενή, με την έννοια ότι το ύψος των παροχών βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το μέγεθος του καταβαλλόμενου ανταλλάγματος, ενώ στην Κοινωνική Ασφάλιση υπεισέρχονται κοινωνικά κριτήρια και η αλληλεγγύη μεταξύ ασφαλισμένων. 3. Στην ιδιωτική ασφάλιση το ύψος των ασφαλίστρων εξαρτάται από το μέγεθος του καλυπτόμενου κινδύνου ο οποίος με τη σειρά του εξαρτάται από παράγοντες όπως είναι η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου, το επάγγελμά του κλπ. Στην Κοινωνική Ασφάλιση, οι εισφορές των ασφαλισμένων εξαρτώνται από το ύψος των αποδοχών τους. 4. Η Κοινωνική Ασφάλιση είναι από το νόμο υποχρεωτική και η λειτουργία της διέπεται από τις διατάξεις του δημοσίου δικαίου. Η ιδιωτική ασφάλιση αποτελεί απόρροια μιας σύμβασης μεταξύ ασφαλισμένου και ασφαλιστικής εταιρείας η οποία διέπεται από τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου. 5. Στην ιδιωτική ασφάλιση αποφασίζει ο ασφαλισμένος τους κινδύνους για τους οποίους θα ασφαλισθεί και σε ποιο βαθμό. Η Κοινωνική Ασφάλιση είναι υποχρεωτική και ενιαία για όλα τα μέλη της κοινωνίας (ή τις ομάδες πληθυσμού που αφορά). Έτσι, με την ιδιωτική ασφάλιση επιτυγχάνεται ευκολότερα η μεγιστοποίηση της ατομικής ευημερίας των ασφαλισμένων, αφού αποφασίζουν οι ίδιοι για ποιους κινδύνους και πόσο θα ασφαλισθούν, γνωρίζοντας οι ίδιοι καλύτερα τις ανάγκες τους. Οι φορείς της Κοινωνικής Ασφάλισης μεριμνούν για ολόκληρο τον πληθυσμό (ή μεγάλες επαγγελματικές ομάδες του) και ως εκ τούτου δεν μπορούν να προσαρμόσουν 4
τις παρεχόμενες υπηρεσίες στις προτιμήσεις και ιδιαίτερες ανάγκες κάθε ασφαλισμένου. 6. Η ιδιωτική ασφάλιση χρηματοδοτείται από τα ασφάλιστρα που καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι. Στην Κοινωνική Ασφάλιση υπάρχουν και άλλοι πόροι χρηματοδότησης, όπως εισφορές των εργοδοτών, ενισχύσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό, έσοδα από την εκμετάλλευση της περιουσίας των ασφαλιστικών φορέων κλπ. 7. Τέλος, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ιδιωτική ασφάλιση συμβάλλει στην αύξηση της ευθύνης των πολιτών και των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, αναφέρουν ότι οι επιχειρήσεις που ασφαλίζουν το προσωπικό τους γνωρίζουν ότι όσο καλύτερες και ασφαλέστερες είναι οι συνθήκες εργασίας, τόσο χαμηλότερο θα είναι το ύψος των ασφαλίστρων, Αντίστοιχα οι πολίτες γνωρίζουν ότι όσο περισσότερο μεριμνούν για την υγεία τους, τόσο χαμηλότερο θα είναι το ασφάλιστρο. Κάτι ανάλογο δεν ισχύει στην Κοινωνική Ασφάλιση όπου οι κανόνες είναι ενιαίοι και ισχύουν το ίδιο για όλους. Η ιδιωτική και η Κοινωνική Ασφάλιση δεν αποκλείουν, ωστόσο, η μια την άλλη, αλλά λειτουργούν συμπληρωματικά. Η ιδιωτική ασφάλιση παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία στην επιλογή των παρεχόμενων υπηρεσιών και εν πολλοίς καλύτερης ποιότητας υπηρεσίες, ενώ η Κοινωνική Ασφάλιση καλύπτει προβλήματα και καταστάσεις που από τη φύση της δεν μπορεί να αντιμετωπίσει η ιδιωτική ασφάλιση (άγνοια κινδύνων από πλευράς πολιτών, αδυναμία συμμετοχής σε προγράμματα ιδιωτικής ασφάλισης, αδιαφορία λόγω έμφυτης προτίμησης για την παρούσα κατανάλωση έναντι της μελλοντικής κλπ). 3. H οργάνωση της Κοινωνικής Ασφάλισης Οι μορφές οργάνωσης των κοινωνικοασφαλιστικών συστημάτων παρουσιάζουν διαφορές από χώρα σε χώρα για λόγους ιστορικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς κλπ. 5
Ειδικότερα, από οργανωτικής πλευράς η Κοινωνική Ασφάλιση μπορεί να παρέχεται υπό τις εξής μορφές : α) ως ένα σύστημα ενιαίου φορέα που καλύπτει όλο τον πληθυσμό και, β) ως ένα σύστημα περισσότερων φορέων που καλύπτουν επιμέρους ομάδες του πληθυσμού. Η πρώτη μορφή ικανοποιεί την αρχή της ενότητας του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος και παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να αντιμετωπίζει το σύνολο του πληθυσμού με ενιαία λογική και σε ενιαία βάση. Επιπλέον, συμβάλλει στον περιορισμό των διοικητικών και διαχειριστικών δαπανών (χρησιμοποιούνται τα ίδια κτίρια, οι ίδιοι υπάλληλοι κλπ) και κατ επέκταση στην εξοικονόμηση πόρων. Ωστόσο, αν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για την έγκαιρη και αποτελεσματική οργάνωσή του, υπάρχει ο κίνδυνος δημιουργίας ενός μεγάλου οργανισμού με γραφειοκρατία στη διοίκηση, καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων, αδυναμία προσαρμογής στις επικρατούσες συνθήκες και ανάγκες των ασφαλισμένων και γενικά χαμηλή αποτελεσματικότητα. Αντίθετα, όταν υπάρχουν περισσότεροι ασφαλιστικοί φορείς (επαγγελματικοί, τοπικοί κλπ) τα έξοδα διοίκησης και διαχείρισης είναι αυξημένα και είναι πιθανόν να υπάρχουν αποκλίσεις στο ύψος των εισφορών ή στο ύψος, στη μορφή ή στις προϋποθέσεις χορήγησης των παροχών. Το πλεονέκτημα όμως που έχει η ύπαρξη πολλαπλών ασφαλιστικών φορέων είναι ότι προσαρμόζει καλύτερα τις παρεχόμενες υπηρεσίες στις ανάγκες των ασφαλισμένων. Επιπλέον, φέρνει τους ασφαλισμένους πιο κοντά στο θεσμό, αυξάνοντας το ενδιαφέρον τους γι αυτόν και κατ επέκταση ενισχύει τον κοινωνικό έλεγχο. Ειδικότερα, επειδή η ομάδα ασφαλισμένων του κάθε φορέα είναι μικρή, συγκρινόμενη με αυτήν του ενιαίου φορέα, και ομοιογενής ως προς τη διάρθρωσή της, η διοίκησή τους μπορεί να είναι ευκολότερη και περισσότερο αποτελεσματική. Ελλοχεύει όμως ο κίνδυνος η αποτελεσματικότητα ενός ασφαλιστικού συστήματος που βασίζεται σε πολλούς φορείς να αμφισβητηθεί : 6
α) αν δημιουργηθούν πολλοί ασφαλιστικοί φορείς το μέγεθος των οποίων να μην εξασφαλίζει μακροπρόθεσμα τη βιωσιμότητά τους (ανεπαρκές μέγεθος ασφαλιστικών εισφορών, σχετικά υψηλό διοικητικό κόστος κλπ) και, β) αν αναπτυχθούν, κάτω από την πίεση ισχυρών ομάδων συμφερόντων, διαφοροποιήσεις προνομιακού χαρακτήρα ανάμεσα στους ασφαλιστικούς φορείς. Κάτι τέτοιο θα έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει ενιαίο σύστημα για όλους τους ασφαλισμένους και ενιαίος συντονισμός με αποτέλεσμα το όλο σύστημα να έχει αποσπασματικό και περιπτωσιολογικό χαρακτήρα. Έτσι, με την ύπαρξη πολλών φορέων υπάρχει ο κίνδυνος μακροχρόνια να διευρυνθούν οι διαφορές ανάμεσα στις διάφορες ομάδες του πληθυσμού αναφορικά με το ύψος των εισφορών και το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών, με ότι αυτό συνεπάγεται από πλευράς κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης μεταξύ του πληθυσμού. Στην πράξη, σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, το σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης δεν αναπτύχθηκε σε καθολική βάση, έτσι ώστε να καλύπτει το σύνολο του πληθυσμού, αλλά σταδιακά καλύπτοντας τον ένα κλάδο εργαζομένων μετά τον άλλο, κάτι που συνήθως ήταν αποτέλεσμα πίεσης ισχυρών ομάδων που λειτουργούσαν για όφελος των μελών τους. Το ποια από τις παραπάνω μορφές οργάνωσης της Κοινωνικής Ασφάλισης αποτελεί την άριστη επιλογή είναι δύσκολο να αποφασιστεί. Η κάθε μία έχει τα δικά της πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα και η τελική επιλογή αποτελεί πολιτική απόφαση η οποία επηρεάζεται από τις ειδικότερες συνθήκες που επικρατούν στην κάθε χώρα τη συγκεκριμένη εποχή. Το σύστημα που θεωρείται κατάλληλο μια χώρα ή σε μια δεδομένη εποχή μπορεί να μην είναι κατάλληλο σε κάποια άλλη χώρα ή στην ίδια χώρα κάποια άλλη εποχή. 4. Η χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης Οι βασικές πηγές χρηματοδότησης της Κοινωνικής Ασφάλισης είναι οι εισφορές των ασφαλισμένων, οι εισφορές των εργοδοτών και ο κρατικός προϋπολογισμός, δηλαδή τα έσοδα από τη φορολογία. Η αναλογία όμως μεταξύ των πηγών αυτών διαφέρει από 7
χώρα σε χώρα ανάλογα με τη φιλοσοφία με την οποία έχει δομηθεί το ασφαλιστικό σύστημα και τον καλυπτόμενο κίνδυνο. Στην περίπτωση των μισθωτών, οι εισφορές καταβάλλονται από τους ίδιους τους ασφαλισμένους και τους εργοδότες τους σε μια προκαθορισμένη αναλογία μεταξύ τους. Σε ορισμένες όμως κατηγορίες κινδύνων, όπως είναι τα εργατικά ατυχήματα, οι επαγγελματικές ασθένειες κλπ, οι εισφορές στην Κοινωνική Ασφάλιση βαρύνουν εξολοκλήρου τους εργοδότες. Όσον αφορά τους αυτοαπασχολούμενους, ελλείψει εργοδότη, οι εισφορές βαρύνουν αποκλειστικά τους ασφαλισμένους. Οι εργαζόμενοι εισφέρουν στην Κοινωνική Ασφάλιση, γιατί είναι οι άμεσα ωφελούμενοι. Παράλληλα, με την καταβολή εισφορών ενισχύεται το αίσθημα ευθύνης για την προστασία των ιδίων και των οικογενειών τους από τους διάφορους κοινωνικούς κινδύνους. Τέλος, με τη συμμετοχή τους στο κόστος της Κοινωνικής Ασφάλισης γίνονται περισσότερο ορθολογικοί όσον αφορά τις απαιτήσεις τους για τις παρεχόμενες υπηρεσίες, αφού ένα μεγάλο μέρος του κόστους αυτών θα το χρηματοδοτήσουν οι ίδιοι. Όσον αφορά τη συμμετοχή των εργοδοτών, η δικαιολογητική τους βάση είναι το συμφέρον τους ή το ενδιαφέρον που πρέπει να έχουν για την ασφάλιση των εργαζομένων τους. Δηλαδή, όπως μεριμνούν οι εργοδότες για την ασφάλιση των λοιπών μέσων παραγωγής που χρησιμοποιούν κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους (ασφάλιση κτιρίων, μηχανημάτων, ναύλων κλπ), έτσι πρέπει να ασφαλίζουν και το εργατικό τους δυναμικό. Βέβαια, ο βαθμός στον οποίο το κόστος ασφάλισης των εργαζομένων βαρύνει τελικά τους εργοδότες είναι κάτι που εξαρτάται από τη δυνατότητά τους να μετακυλίσουν το κόστος αυτό στους εργαζόμενους, με τη μορφή της παροχής μειωμένων αμοιβών προς αυτούς (μετακύλιση προς τα πίσω), ή στους καταναλωτές, με την αύξηση της τιμής πώλησης των προϊόντων τους (μετακύλιση προς τα εμπρός). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι εισφορές των εργοδοτών μπορούν να θεωρηθούν ως ένα είδος κοινωνικοποιημένου μισθού. Δηλαδή, ότι οι εργοδότες δεν καταβάλλουν στους εργαζόμενους όλο το ποσό του μισθού που δικαιούνται για την εργασία τους, αλλά ένα μέρος αυτού το παρακρατούν και το αποδίδουν υπέρ των εργαζομένων στα ασφαλιστικά τους ταμεία, προκειμένου το ποσό αυτό να χρησιμοποιηθεί αργότερα 8
από τους εργαζόμενους, όταν θα αποχωρήσουν αυτοί από την εργασία τους (λόγω σύνταξης, ασθένειας κλπ), για την κάλυψη των αναγκών τους. Έπεται ότι το συνολικό εργατικό κόστος των επιχειρήσεων αποτελείται από το άθροισμα του καθαρού ποσού που εισπράττουν οι εργαζόμενοι από τον εργοδότη τους για τις υπηρεσίες που του παρέχουν και του κοινωνικοποιημένου μισθού (εργοδοτικών εισφορών). Όσον αφορά τη χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης από το κράτος, η δικαιολόγησή της έχει τόσο θεωρητική όσο και πρακτική βάση. Από θεωρητικής πλευράς η συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης δικαιολογείται από το γεγονός ότι έχει και αυτό υποχρέωση/συμφέρον να συμβάλλει στην κάλυψη των κινδύνων και στη γενικότερη βελτίωση των συνθηκών εργασίας αυτών που δημιουργούν τον εθνικό πλούτο. Η συμμετοχή του επίσης αυτή επιτρέπει στο κράτος να παρεμβαίνει στο σύστημα με σκοπό,την άσκηση κοινωνικής πολιτικής (π.χ. παροχές σε άτομα που έχουν περιορισμένο χρόνο ασφάλισης, πολιτικούς πρόσφυγες κλπ), κάτι που δεν θα ήταν δυνατόν, αν δεν συμμετείχε και το ίδιο στο κόστος. Από πρακτικής πλευράς, η συμμετοχή του κράτους στο κόστος της Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να επιβάλλεται από την ανεπάρκεια των εργατικών και εργοδοτικών εισφορών να καλύψουν όλο το κόστος. 5. Η επιλογή μεταξύ φορολογίας και εισφορών Συχνά τίθεται το ερώτημα αν είναι προτιμότερο η Κοινωνική Ασφάλιση να χρηματοδοτείται από εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων ή από τα γενικά φορολογικά έσοδα. Και οι δυο μέθοδοι έχουν, συγκρινόμενες η μια με την άλλη, τα δικά τους πλεονεκτήματα. Τα πλεονεκτήματα που εμφανίζει η χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης με έσοδα που εισπράττει το κράτος από τη φορολογία είναι τα εξής : 1. Οι φόροι επιβαρύνουν όλες ανεξαιρέτως τις μορφές εισοδήματος. Αντίθετα, οι εισφορές στην Κοινωνική Ασφάλιση επιβαρύνουν μόνο το εισόδημα από εργασία και εξαιρούν παντελώς το εισόδημα από κεφάλαιο. 9
2. Στη φορολογία και ιδιαίτερα στη φορολογία εισοδήματος λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και προσωπικές συνθήκες των πολιτών. Στις εισφορές στην Κοινωνική Ασφάλιση αυτό δεν είναι εύκολο και γι αυτό δεν λαμβάνονται κατά κανόνα υπόψη. 3. Οι εισφορές στην Κοινωνική Ασφάλιση καθορίζονται ως πάγιο ποσοστό των αποδοχών των εργαζομένων. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι συνήθως υπάρχει ένα ανώτατο όριο εισοδήματος πέρα από το οποίο δεν επιβάλλονται εισφορές, εισάγει ένα στοιχείο αντίστροφης προοδευτικότητας στο σύστημα. 4. Με τη φορολογία παρέχεται μεγαλύτερη ελευθερία στην κυβέρνηση να κατευθύνει τους πόρους της σε τομείς οι οποίοι έχουν, από κοινωνικής πλευράς, μεγαλύτερη προτεραιότητα ή σε τομείς της Κοινωνικής Ασφάλισης που έχουν μεγαλύτερες ανάγκες (π.χ. ανεργία, υγεία). Με τις εισφορές δεσμεύονται εκ των προτέρων οι πόροι για συγκεκριμένες χρήσεις, κάτι που περιορίζει την ευελιξία του συστήματος και την αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων. Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, οι εισφορές έχουν τα εξής πλεονεκτήματα : 1. Οι εργαζόμενοι είναι περισσότερο πρόθυμοι να συμμετάσχουν στη χρηματοδότηση προγραμμάτων κοινωνικής προστασίας το όφελος από τα οποία συνδέεται με το μέγεθος της συμμετοχής τους και είναι ως εκ τούτου σ αυτούς περισσότερο ορατό/κατανοητό. Αυτό όμως επιτυγχάνεται με τις εισφορές και όχι με τη φορολογία. 2. Η χρηματοδότηση των παροχών της Κοινωνικής Ασφάλισης με εισφορές επιβάλλει μια μορφή πειθαρχίας στους ασφαλισμένους, στις διοικήσεις των ασφαλιστικών οργανισμών και γενικά στους διοικούντες, κάτι που δεν επιτυγχάνεται στον ίδιο βαθμό με τη φορολογία. Γιατί, με τη σύνδεση εισφορών-παροχών δεν αναλαμβάνονται νέα προγράμματα από τις διοικήσεις των οργανισμών, αν δεν έχουν εξασφαλισθεί προηγουμένως οι αναγκαίοι πόροι, οι ασφαλισμένοι δεν ζητούν πρόσθετες παροχές, αν δεν έχουν πεισθεί για τα αντίστοιχα οφέλη τους, γιατί γνωρίζουν ότι το κόστος τους θα το 10
φέρουν οι ίδιοι και όχι το κοινωνικό σύνολο, όπως γίνεται με τη φορολογία κλπ. 3. Από κοινωνική άποψη, οι παροχές προς τους δικαιούχους που χορηγούνται ανάλογα με τις αποδοχές τους ή τις αποδοχές που είχαν όταν εργάζονταν (συντάξεις, επίδομα ασθένειας κλπ) μπορούν να δικαιολογηθούν μόνο αν οι παροχές αυτές έχουν χρηματοδοτηθεί από αντίστοιχες εισφορές. 4. Όταν η βασική πηγή χρηματοδότησης του συστήματος είναι οι εισφορές, δικαιολογείται η συμμετοχή στη διοίκηση των ασφαλιστικών φορέων εκπροσώπων των ασφαλισμένων, κάτι που εξυπηρετεί στην επιλογή των ορθολογικότερων λύσεων, στην τήρηση μακροχρόνιων δεσμεύσεων κλπ. Αν μόνος υπεύθυνος για τη χρηματοδότηση του συστήματος είναι η Πολιτεία, αυτό δεν θεωρείται αυτονόητο. 6. Η φύση των κοινωνικών εισφορών Οι εισφορές στην Κοινωνική Ασφάλιση ισοδυναμούν, όσον αφορά τη φύση τους και τις οικονομικές τους επιπτώσεις, με φόρους. Η ταύτιση αυτή των ασφαλιστικών εισφορών με τους φόρους οφείλεται κατ αρχήν στο γεγονός ότι η καταβολή τους είναι από το νόμο υποχρεωτική. Επιπλέον, όπως και με τους φόρους, η αντιπαροχή που καταβάλλεται στην περίπτωση της Κοινωνικής Ασφάλισης με τη μορφή διαφόρων παροχών, δεν εξαρτάται απαραίτητα από το ύψος των εισφορών. Για παράδειγμα, οι δαπάνες για την υγεία των ασφαλισμένων και των οικογενειών τους δεν περιορίζονται από το ύψος των εισφορών που έχουν καταβάλει, ασφαλισμένοι που καταβάλλουν τις ίδιες ακριβώς εισφορές μπορεί να απολαμβάνουν υπηρεσίες διαφορετικού ύψους ή/και διαφορετικών ειδών, λόγω διαφορετικών οικογενειακών συνθηκών ή άλλων αναγκών κ.ο.κ. Αλλά οι ασφαλιστικές εισφορές έχουν και άλλες ομοιότητες με τους φόρους : το ύψος των εισφορών, οι υπόχρεοι, οι ποινές στην περίπτωση μη συμμόρφωσης κλπ. προσδιορίζονται, όπως και στη φορολογία, από το νόμο. Επιπλέον, οι εισφορές των εργαζομένων παρακρατούνται, όπως ο φόρος εισοδήματος, από τον εργοδότη τους και αποδίδονται στον ασφαλιστικό φορέα, ενώ οι εισφορές των εργοδοτών 11
αποτελούν, όπως και οι φόροι, στοιχείο κόστους γι αυτούς το οποίο μπορεί να ενσωματώσουν στην τιμή των πωλούμενων προϊόντων. Συγκεντρώνουν δηλαδή τα χαρακτηριστικά των φόρων. Από το γεγονός ότι οι κοινωνικές εισφορές έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τους φόρους έπεται ότι έχουν και παρόμοιες επιδράσεις στα οικονομικά κίνητρα (εργασία, επένδυση κλπ) όπως και ότι προκαλούν τις ίδιες αντιδράσεις στους ιδιωτικούς φορείς με αυτές που προκαλούν οι φόροι (φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή, μετακύλυση). Στην περίπτωση των μισθωτών, οι εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων υπολογίζονται ως προκαθορισμένο ποσοστό του μισθού, ανεξάρτητα από τις προσωπικές συνθήκες των εργαζόμενων. Μπορεί όμως οι εισφορές να υπολογίζονται όχι ως ποσοστό του μισθού, αλλά κατά μισθολογικές κλάσεις, δηλαδή ανά μισθολογικό κλιμάκιο, όπου για κάθε κλιμάκιο αντιστοιχεί συγκεκριμένο ποσό εισφοράς. Ο αναλογικός αυτός χαρακτήρας των εισφορών σε σχέση με το εισόδημα επιτρέπει τον προσδιορισμό των παροχών σε επίπεδα ανάλογα με το εισόδημα των ασφαλισμένων, έτσι ώστε να διατηρηθεί γι αυτούς το ίδιο περίπου επίπεδο διαβίωσης, όταν αποχωρήσουν από την εργασία. Αυτό δείχνει ότι ο στόχος της Κοινωνικής Ασφάλισης δεν είναι να εξασφαλίσει ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης για αυτούς που αποχωρούν από την παραγωγική διαδικασία, γιατί στην περίπτωση αυτή οι εισφορές θα ήταν οι ίδιες για όλους τους εργαζόμενους, αλλά να εξασφαλίσει ένα επίπεδο διαβίωσης παρόμοιο με αυτό που είχαν όταν εργάζονταν. Στην περίπτωση των αυτοαπασχολούμενων, επειδή δεν είναι πάντοτε εύκολο να προσδιοριστούν τα εισοδήματά τους και επειδή κυμαίνονται από χρόνο σε χρόνο, οι εισφορές υπολογίζονται ως πάγιο ποσό, ανάλογα με την επαγγελματική τους δραστηριότητα και την ασφαλιστική τους κλάση. Η είσπραξη των εισφορών γίνεται, στην περίπτωση των μισθωτών, στην πηγή. Δηλαδή, κατά την πληρωμή του μισθού οι εργοδότες παρακρατούν από το μισθό την εισφορά που αναλογεί στον εργαζόμενο, την οποία, μαζί με το ποσό της εισφοράς που βαρύνει τους ίδιους, την αποδίδουν στη συνέχεια στον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα. Έτσι, την ευθύνη είσπραξης και απόδοσης των εισφορών την φέρουν οι εργοδότες. 12
7. Οι κοινωνικοί πόροι Μια άλλη πηγή χρηματοδότησης της Κοινωνικής Ασφάλισης, ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Ελλάδα, είναι οι λεγόμενοι κοινωνικοί πόροι. Οι πόροι αυτοί είναι ειδικοί φόροι ή ποσοστά εσόδων από κάποιους φόρους που επιβαρύνουν το κοινωνικό σύνολο, τα οποία δεν πηγαίνουν, μαζί με τα λοιπά φορολογικά έσοδα, στον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά για τη χρηματοδότηση φορέων της Κοινωνικής Ασφάλισης. Το πρόβλημα με τους πόρους αυτούς είναι ότι περιορίζουν την ευελιξία του κρατικού προϋπολογισμού, αφού μέρος των φορολογικών εσόδων είναι εκ των προτέρων δεσμευμένο για την Κοινωνική Ασφάλιση. Επιπλέον, κάνουν άδικη την κατανομή των φορολογικών βαρών, αφού τα έσοδά τους, στη δημιουργία των οποίων συμβάλλουν όλοι οι πολίτες, δεν διατίθενται για τη χρηματοδότηση παροχών προς το κοινωνικό σύνολο, αλλά συγκεκριμένες μόνο κατηγορίες ασφαλισμένων, όχι κατ ανάγκη αυτών που ανήκουν στις χαμηλότερες οικονομικά τάξεις. 8. Χρηματοδοτικά συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης Τα συστήματα χρηματοδότησης της Κοινωνικής Ασφάλισης διακρίνονται : α) σε αυτά που βασίζονται στο διανεμητικό σύστημα και, β) σε αυτά που βασίζονται στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα. 8.1. Το διανεμητικό σύστημα Το σύστημα αυτό χρησιμοποιείται στις περισσότερες χώρες του κόσμου : σε ορισμένες για τη χρηματοδότηση όλου του συστήματος της Κοινωνικής Ασφάλισης και σε άλλες για τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων μόνο παροχών. Το κύριο χαρακτηριστικό του διανεμητικού συστήματος είναι ότι οι συντάξεις και οι λοιπές παροχές της Κοινωνικής Ασφάλισης χρηματοδοτούνται από τις εισφορές των εν ενεργεία εργαζομένων. Δηλαδή, με το σύστημα αυτό, η παρούσα γενιά αναλαμβάνει τη συντήρηση και την κοινωνική προστασία της γενιάς που αποχώρησε από την εργασία. Έτσι, το σύστημα αυτό έχει ως βάση το στοιχείο της κοινωνικής αλληλεγγύης. 13
Στα πλεονεκτήματα του διανεμητικού συστήματος συγκαταλέγονται τα εξής : α) Μπορούν να εξασφαλιστούν παροχές προς τους δικαιούχους σταθερής αγοραστικής, αξίας αφού σε περιόδους πληθωρισμού το κράτος μπορεί να επιβάλλει αύξηση ασφαλιστικών εισφορών ή να επιχορηγήσει το ασφαλιστικό σύστημα με έσοδα από τη φορολογία. β) Το κοινωνικό στοιχείο υπερτερεί του ατομικού, αφού οι παροχές καλύπτονται από εισφορές των εργαζομένων της επόμενης γενιάς. γ) Εφόσον υπάρχει οικονομική μεγέθυνση, το ύψος των συντάξεων μπορεί διαχρονικά, σε σταθερές τιμές, να αυξάνει. δ) Το σύστημα είναι απλό στην εφαρμογή. ε) Η καταβολή συντάξεων και λοιπών παροχών μπορεί να ξεκινήσει άμεσα, γιατί δεν εξαρτάται από τη συσσώρευση κεφαλαίου που έχουν καταβάλει οι συνταξιοδοτούμενοι, αλλά από τις ασφαλιστικές εισφορές των εν ενεργεία εργαζομένων. Δηλαδή, η καταβολή παροχών δεν προϋποθέτει τη συγκέντρωση κάποιου αποθεματικού, όπως ισχύει με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι με το σύστημα αυτό, τα έσοδα που πραγματοποιεί ένας ασφαλιστικός φορέας κατά τη διάρκεια μιας οικονομικής χρήσης πρέπει να επαρκούν για τη χρηματοδότηση των παροχών του κατά τη διάρκεια της χρήσης δημιουργεί ένα στοιχείο αβεβαιότητας. Ιδιαίτερα όταν υπάρχουν δημογραφικές ή κοινωνικοοικονομικές αλλαγές (π.χ. σημαντική αύξηση ανεργίας) υπάρχει ο κίνδυνος οι εισφορές να μην επαρκούν για την κάλυψη των παροχών, με συνέπεια να απαιτηθούν αυξήσεις στις εισφορές ή/και περικοπές στις παροχές. Ειδικότερα, η δυνατότητα ενός διανεμητικού συστήματος να χρηματοδοτεί επαρκώς ενός ικανοποιητικού επιπέδου παροχές προς στους ασφαλισμένους εξαρτάται από την ευνοϊκή πορεία κάποιων οικονομικών μεγεθών, όπως είναι ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού, το ποσοστό της ανεργίας, η παραγωγικότητα και ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, κλπ. Διαφορετικά, το διανεμητικό σύστημα παρουσιάζει προβλήματα. Ειδικότερα, η βιωσιμότητα του διανεμητικού συστήματος κρίνεται από την εξέλιξη δύο κυρίως δεικτών : το ρυθμό αύξησης των ασφαλισμένων και το ποσοστό ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ. Έτσι, αν το Β παριστά το ποσοστό των παροχών, το C το ποσοστό των εισφορών και το D είναι ο δείκτης δημογραφικής εξάρτησης (δηλαδή η αναλογία συνταξιούχων προς εργαζόμενους), ένα διανεμητικό σύστημα είναι ικανοποιητικό όταν οι μεταβλητές που αποτελούν την εξίσωση: 14
B C D κινούνται ευνοϊκά. Για παράδειγμα, είναι σαφές ότι το σύστημα μπορεί να εξασφαλίσει υψηλότερες συντάξεις (Β), αν αυξηθούν τα ποσά που εισπράττονται από εισφορές (C), κάτι που επιτυγχάνεται αν αυξηθεί το επίπεδο των μισθών ή/και αν αυξηθεί ο αριθμός των εργαζομένων, που με τη σειρά τους εξαρτάται από την αύξηση του ΑΕΠ. Ομοίως, το σύστημα μπορεί να εξασφαλίσει υψηλότερες συντάξεις όσο μειώνεται ο δείκτης D, δηλαδή η αναλογία συνταξιούχων/εργαζομένων. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι σε περιόδους όπως είναι η σημερινή, όπου υπάρχει παρατεταμένη οικονομική ύφεση, μεγάλο ποσοστό ανεργίας και επιδείνωση των δημογραφικών δεδομένων τα συστήματα ασφάλισης με διανεμητικού χαρακτήρα εμφανίζουν προβλήματα.. 8.2. Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα Σύμφωνα με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα για κάθε ασφαλισμένο δημιουργείται ένας λογαριασμός ο οποίος πιστώνεται με τις εισφορές του, όπως αυτές προβλέπονται από το ισχύον κατά περίπτωση σύστημα. Έτσι, με την πάροδο του χρόνου δημιουργείται για κάθε ασφαλισμένο ένα αποθεματικό το οποίο προσαυξάνεται με τους συσσωρευθέντες τόκους. Το αποθεματικό αυτό, το οποίο μπορεί να διαφέρει από ασφαλισμένο σε ασφαλισμένο, ανάλογα με τις εισφορές που έχουν καταβάλει κατά την περίοδο της ασφάλισής τους, αποτελεί αργότερα την πηγή χρηματοδότησης των παροχών του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης σε καθένα εξ αυτών. Το πλεονέκτημα του κεφαλαιοποιητικού συστήματος είναι ότι το αποθεματικό που σχηματίζεται για κάθε ασφαλισμένο αποτελεί εγγύηση γι αυτούς ότι δεν υπάρχει κίνδυνος απώλειας των εισφορών τους ή παροχής προς αυτούς υπηρεσιών οι οποίες δεν αντιστοιχούν στις εισφορές που έχουν καταβάλλει. Κατά συνέπεια, το σύστημα αυτό φαίνεται αξιόπιστο και ασφαλές στα μέλη του. Χαρακτηριστικό στοιχείο του συστήματος είναι ότι υπάρχει διασπορά ασφαλιστικού κινδύνου, αφού λειτουργεί δεν λειτουργεί κατ ενιαίο τρόπο, αλλά 15
χωριστά για κάθε άτομο και προσαρμόζεται καλύτερα στις ανάγκες των επιμέρους πληθυσμιακών ομάδων. Περιορίζει όμως την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών του πληθυσμού. Το σύστημα αυτό εφαρμόζεται περισσότερο στην ιδιωτική ασφάλιση και ταιριάζει καλύτερα στην ατομική πρόνοια. Σε πολλές χώρες λειτουργεί ως βασικό σύστημα της επικουρικής-επαγγελματικής ασφάλισης ή ως συμπληρωματικό υποσύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης και εξασφαλίζει παροχές σε ανταποδοτική βάση (ανάλογα του ύψους των εισφορών) σε αντιδιαστολή με την αναδιανεμητική βάση (στην οποία ευνοούνται οι εισοδηματικά αδύναμες ομάδες που κατέβαλλαν μικρότερες εισφορές) του διανεμητικού συστήματος. Πλεονέκτημα του κεφαλαιοποιητικού συστήματος είναι η δημιουργία αποταμίευσης οι οποίες αν κατευθυνθούν σε παραγωγικές επενδύσεις, μπορεί να συμβάλλουν στην αύξηση του ΑΕΠ και της απασχόλησης. Το μειονέκτημά του είναι ότι : α) απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρις ότου συσσωρευτεί το αναγκαίο ποσό του αποθέματος και το σύστημα να λειτουργήσει ικανοποιητικά. Έτσι, μέχρι να συσσωρευτεί το ποσό αυτό, ή δεν μπορούν να καταβληθούν παροχές ή καταβάλλονται μειωμένες. β) Ένα άλλο μειονέκτημα του κεφαλαιοποιητικού συστήματος είναι ότι λόγω του μακροχρόνιου χαρακτήρα του ενέχει κινδύνους και αβεβαιότητες. Για παράδειγμα, τα συσσωρευθέντα αποθεματικά, τα οποία μπορεί να φθάνουν σε τεράστια μεγέθη, μπορεί να είναι δελεαστικά για το κράτος σε περιόδους έκτακτης ανάγκης.. γ) Τέλος, το γεγονός ότι ο ασφαλιστικός φορέας διαθέτει μεγάλα ποσά μπορεί να τον οδηγήσει στο να τα επενδύσει προς όφελος των μελών του. Η απόδοση όμως των τοποθετήσεων αυτών εξαρτάται από παράγοντες οι οποίοι δεν μπορούν να προβλεφθούν που σημαίνει ότι δεν αποκλείεται να αποβεί επιζήμια για τους ασφαλισμένους. 9. Χρηματοδότηση μέσω του φορολογικού συστήματος 16
Σε ένα πολύ μικρό αριθμό χωρών εφαρμόζεται ένα ιδιότυπο σύστημα χρηματοδότησης της Κοινωνικής Ασφάλισης, το οποίο έχει ως βασικά χαρακτηριστικά : α) την καθολικότητα των παροχών, και β) τη χρηματοδότηση των παροχών από τα γενικά φορολογικά έσοδα. Συγκεκριμένα, δικαιούχοι των συνταξιοδοτικών παροχών είναι όλοι οι κάτοικοι της χώρας, με κριτήρια το συνολικό χρόνο διαμονής, την ηλικία, την απασχόληση, το συνολικό τους εισόδημα και κατ' επέκταση των διαθέσιμων μέσων διαβίωσης. Από την άλλη πλευρά, οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται και συλλέγονται από τις φορολογικές αρχές σε προοδευτική βάση σε σύνδεσή τους με το φορολογητέο εισόδημα, ή/και κατ έμμεσο τρόπο από τους φόρους κατανάλωσης. Στόχος του συστήματος αυτού, που εκφράζει την τάση που είχε δημιουργηθεί κατά τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολεμικής εποχής για εντονότερη ανάμιξη του κράτους, είναι η μεγαλύτερη αναδιανομή προς τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις, περιορίζοντας στο ελάχιστο την αρχή της ανταποδοτικότητας και προωθώντας στο μέγιστο την κοινωνική αλληλεγγύη. Ωστόσο, στις χώρες που εφαρμόζονταν το σύστημα αυτό έχουν υπάρξει αλλαγές προς την κατεύθυνση υιοθέτησης μικτών συστημάτων με το αιτιολογικό ότι και το διανεμητικό σύστημα εξασφαλίζει την παρουσία της Πολιτείας, αφού προβλέπει, τριμερή χρηματοδότηση με κρατική συμμετοχή και κάλυψη των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών ταμείων από τον κρατικό προϋπολογισμό. 10. Οι Παροχές της Κοινωνικής Ασφάλισης Οι παροχές των φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης καλύπτουν όλους σχεδόν τους κινδύνους που μπορούν να επηρεάσουν οικονομικά τους ασφαλισμένους, όπως είναι η ανεργία, η ασθένεια, η αναπηρία, ο θάνατος, το εργατικό ατύχημα, ο τοκετός κλπ. Οι παροχές αυτές μπορεί να είναι σε χρήμα ή σε είδος και να έχουν διαρκή χαρακτήρα ή να είναι προσωρινές. Συνοπτικά, οι παροχές της Κοινωνικής Ασφάλισης μπορούν να διακριθούν στις εξής κατηγορίες : 17
1. Παροχές συντάξεων. Αφορά παροχές σε χρήμα λόγω γήρατος, ασθένειας, αναπηρίας ή θανάτου. 2. Παροχές υγείας. Πρόκειται για παροχές σε χρήμα ή σε είδος για ασθένειες, εργατικά ατυχήματα κλπ. Οι παροχές αυτές μπορεί να είναι σε χρήμα, όπως είναι η παροχή επιδόματος ασθένειας ή σε είδος, όπως είναι η παροχή νοσοκομειακής και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. 3. Παροχές ανεργίας, όπως είναι η χορήγηση στους ανέργους, για ορισμένο χρονικό διάστημα, επιδόματος ανεργίας. 4. Παροχές για την οικογένεια, όπως είναι η παροχή επιδομάτων για τα παιδιά των ασφαλισμένων, η παροχή μητρότητας, κλπ. Οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση των παραπάνω παροχών ποικίλλουν από χώρα σε χώρα και μεταξύ ασφαλιστικών φορέων. Διαφορές επίσης υπάρχουν και ως προς το ύψος και τη διάρκεια των χορηγούμενων παροχών. Ειδικότερα, οι σημαντικότερες κατηγορίες παροχών είναι οι εξής : 10.1. Παροχές γήρατος Οι παροχές γήρατος διαφέρουν από τις λοιπές παροχές που χορηγούνται έναντι ασφάλισης κάποιου κινδύνου, γιατί τα γηρατειά δεν αποτελούν κίνδυνο, αλλά βεβαιότητα. Δηλαδή, δεν πρόκειται για ένα πιθανό ή τυχαίο γεγονός, αλλά για ένα στάδιο της ζωής από το οποίο είναι προορισμένα να περάσουν όλα τα άτομα, εκτός πρόωρου θανάτου. Έτσι, ενώ είναι κατανοητή η ασφάλιση έναντι οποιουδήποτε κινδύνου, δεν είναι το ίδιο κατανοητή η ασφάλιση έναντι ενός βέβαιου γεγονότος. Στην περίπτωση αυτή, ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης των αναγκών του, όταν κάποιο άτομο σταματήσει να εργάζεται, είναι η δημιουργία αποταμιεύσεων κατά τη διάρκεια του εργάσιμου βίου του, για την αντιμετώπιση μελλοντικών αναγκών.. Η λύση όμως αυτή παρουσιάζει κάποια προβλήματα : 1. Πολλά άτομα, ιδιαίτερα νεώτερης ηλικίας, μπορεί να είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη συσσώρευσης επαρκών αποταμιεύσεων κατά 18
τη διάρκεια του εργάσιμου βίου τους, για την αντιμετώπιση αναγκών που θα ανακύψουν στο απώτερο μέλλον. 2. Πολλά άτομα μπορεί να συνειδητοποιούν την ανάγκη αυτή, αλλά το χαμηλό επίπεδο του εισοδήματός τους και η αντιμετώπιση των τρεχουσών αναγκών να μην τους επιτρέπουν τη συσσώρευση επαρκών, ή καθόλου, αποταμιεύσεων για το μέλλον. 3. Με την αύξηση των τιμών, οι αποταμιεύσεις που μπορεί να έχουν συσσωρευτεί σταδιακά απαξιώνονται και μπορεί τελικά να μην επαρκούν για την ικανοποίηση των μελλοντικών αναγκών. Για τους παραπάνω λόγους, χρειάστηκε η παρέμβαση του κράτους και η ίδρυση από αυτό ειδικών συνταξιοδοτικών φορέων, οι οποίοι χορηγούν στους ηλικιωμένους οικονομικές παροχές (συντάξεις) κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Το όριο ηλικίας από το οποίο αρχίζει η περίοδος συνταξιοδότησης δεν είναι το ίδιο σε όλες τις χώρες, αλλά κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 65 και 67 ετών, ενώ για το ύψος της σύνταξης λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, όπως είναι η διάρκεια του χρόνου που εργάσθηκε ο ασφαλισμένος, το εισόδημα που είχε πριν συνταξιοδοτηθεί κλπ. Παράλληλα, με την παροχή συντάξεων, παρέχεται στους συνταξιούχους και στα προστατευόμενα μέλη της οικογένειάς τους νοσοκομειακή και ιατροφαρμακευτική προστασία. 10.2. Παροχές λόγω θανάτου του αρχηγού της οικογένειας Η προστασία, μετά το θάνατο του άμεσα ασφαλισμένου, των μελών της οικογένειας του, δικαιολογείται από το γεγονός ότι, αν δεν υπάρξει για τα άτομα αυτά σχετική μέριμνα, υπάρχει κίνδυνος να αντιμετωπίσουν προβλήματα επιβίωσης. Για το λόγο αυτό, το δικαίωμα σύνταξης μεταφέρεται από τον άμεσα ασφαλισμένο στα μέλη της οικογένειάς του (σύζυγο, παιδία, λοιπά προστατευόμενα μέλη), ανεξάρτητα από το αν αυτός απεβίωσε πριν ή μετά τη συνταξιοδότησή του. 19
Οι όροι και οι προϋποθέσεις παροχής των συντάξεων αυτών ποικίλλουν. Κατά κανόνα, αν και οι συγκεκριμένες συντάξεις παρέχονται για την προστασία των εξαρτημένων μελών της οικογένειας του αποθανόντος, για την παροχή των συντάξεων δεν εξετάζεται αν τα άτομα αυτά έχουν πράγματι ανάγκη προστασίας ή είναι οικονομικά αυτοδύναμα. Τίθενται όμως συνήθως κάποιο περιορισμοί, ώστε να εξαλειφθούν οι προκλήσεις και οι καταστρατηγήσεις. Για παράδειγμα, συνήθως τα παιδιά του αποθανόντος δικαιούνται την είσπραξη της σύνταξης μέχρι ένα όριο ηλικίας, το οποίο μπορεί να είναι το όριο ενηλικίωσης ή αποπεράτωσης των σπουδών τους, εκτός αν έχουν κάποια μόνιμη αναπηρία και δεν μπορούν να εργασθούν, οπότε εισπράττουν τη σύνταξη καθ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Επίσης, μπορεί να απαιτείται ένα ελάχιστο χρονικό όριο έγγαμου βίου, προκειμένου να αποφευχθούν καταστρατηγήσεις του νόμου (π.χ. εικονικοί γάμοι), να θεσπίζεται κάποιο ελάχιστο όριο ηλικίας για τη συνταξιοδότηση της συζύγου χωρίς παιδιά κλπ. 10.3. Παροχές ανεργίας Η ανεργία ασκεί πολλές αρνητικές επιδράσεις τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Δημιουργεί προβλήματα επιβίωσης σε όσους δεν έχουν εργασία, απαξιώνει τις επαγγελματικές τους δεξιότητες, επηρεάζει το ηθικό τους, συρρικνώνει το μέγεθος του παραγόμενου προϊόντος, περιορίζει τη ζήτηση, επιδεινώνει την οικονομική κατάσταση των οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης κλπ. Κατά κανόνα, επίδομα ανεργίας παρέχεται σε ανέργους που είναι από σωματικής και πνευματικής πλευράς ικανοί και πρόθυμοι να εργασθούν, αν τους προσφερθεί κατάλληλη εργασία. Δηλαδή, άτομα τα οποία δεν θεωρούνται ικανά για εργασία (π.χ. πνευματικά ανάπηροι, σωματικά ανάπηροι ανίκανοι για εργασία) δεν δικαιούνται επιδόματος ανεργίας, όπως δεν δικαιούνται επιδόματος ανεργίας και αυτοί στους οποίους οι οργανισμοί απασχόλησης εργατικού δυναμικού προσφέρουν κατάλληλη εργασία, την οποία όμως δεν αποδέχονται. Συγκεκριμένα, όταν δεν αποδέχονται μια εργασία που τους προσφέρεται, η οποία είναι συναφής με αυτήν που είχαν προηγουμένως ή μπορεί να ασκηθεί με τις γνώσεις τους και τις ικανότητες τους, όταν, τηρουμένων των αναλογιών, η αμοιβή που τους παρέχεται δεν απέχει πολύ από αυτήν που είχαν προηγουμένως, η απόσταση από την κατοικία τους δεν είναι απαγορευτική 20
ή δεν δημιουργεί δυσεπίλυτα προβλήματα σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο κλπ. Τα κριτήρια όμως αυτά και ο τρόπος εφαρμογής τους ορίζονται από τις οικείες διατάξεις κάθε χώρας, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν. Βέβαια, ο τρόπος με τον οποίο μπορούν να εφαρμοσθούν στην πράξη τα παραπάνω κριτήρια για να κριθεί αν μια θέση εργασίας που προσφέρεται είναι ή όχι κατάλληλη για ένα άτομο έχει μεγάλη σημασία. Γιατί, αν τα κριτήρια που θα τεθούν είναι πολύ αυστηρά ή αφήνουν περιθώρια για υποκειμενικές εκτιμήσεις, μπορούν να υπάρξουν αδικίες ή φαινόμενα καταχρηστικής εφαρμογής. Κατά κανόνα, δικαίωμα για επίδομα ανεργίας έχουν μόνο όσοι έχουν απασχοληθεί σε κάποια εργασία για ένα χρονικό διάστημα, πριν γίνουν άνεργοι, και έχουν καταβάλλει τις αντίστοιχες εισφορές. Επίσης, η χρονική περίοδος για την οποία παρέχεται το επίδομα ανεργίας είναι περιορισμένη, ώστε να υπάρχει πίεση στους ανέργους για αναζήτηση νέας εργασίας. Σημειώνεται ότι η ασφαλιστική κάλυψη κατά του κινδύνου της ανεργίας έχει δεχθεί κριτική και ορισμένα από τα επιχειρήματα των επικριτών της είναι τα εξής : 1. Σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, η ανεργία μπορεί να φτάσει σε τέτοιο επίπεδο που η αύξηση των ποσών που καταβάλλονται συνολικά για επιδόματα ανεργίας σε συνδυασμό με τον περιορισμό (λόγω ανεργίας) των εισφορών να θέσουν σε κίνδυνο χρεοκοπίας το όλο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα. 2. Η δυνατότητα είσπραξης επιδόματος ανεργίας περιορίζει την προθυμία των ανέργων να αναζητήσουν άμεσα εργασία ή να αποδεχθούν εργασία με χαμηλότερη αμοιβή, κάτι που θα διευκόλυνε την αύξηση του εθνικού εισοδήματος και την έξοδο της οικονομίας από την ύφεση. 3. Η ανεργία δεν πλήττει στον ίδιο βαθμό όλες τις κατηγορίες των εργαζόμενων. Πλήττει περισσότερο τα άτομα προχωρημένης και νεαρής ηλικίας καθώς και τους ανειδίκευτους εργάτες από ότι τους ελεύθερους επαγγελματίες και τα άτομα με αυξημένες επαγγελματικές δεξιότητες. Παράλληλα, τα επιδόματα ανεργίας δεν παρέχονται στους αυτοτελώς εργαζόμενους, αλλά στους απασχολούμενους με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Κατά συνέπεια, η 21
ασφάλιση κατά της ανεργίας συνεπάγεται μεταφορά εισοδήματος μεταξύ ασφαλισμένων, κάτι που είναι κοινωνικά άδικο. Ο αντίλογος που υπάρχει ωστόσο στα παραπάνω επιχειρήματα είναι ότι το γεγονός ότι η ασφάλιση κατά της ανεργίας ωφελεί κάποιες κατηγορίες εργαζομένων σε βάρος κάποιων άλλων είναι σύμφωνο με την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης και δεν είναι κάτι που συναντάται μόνο στον τομέα της ασφάλισης κατά της ανεργίας, αλλά χαρακτηρίζει και άλλους τομείς της Κοινωνικής Ασφάλισης (υγείας, εργατικών ατυχημάτων κλπ). Αντιτείνουν επίσης οι υποστηρικτές της ασφάλισης κατά της ανεργίας ότι δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος τα επιδόματα ανεργίας να συμβάλλουν στην παράτασης της ανεργίας, πρώτον γιατί χορηγούνται υπό προϋποθέσεις, δεύτερον γιατί χορηγούνται για περιορισμένο χρονικό διάστημα και τρίτον γιατί είναι αρκετά χαμηλότερα από το εισόδημα που θα μπορούσαν να έχουν τα άτομα αν εργάζονταν. Έτσι, υποστηρίζουν, το κίνητρο για εργασία παραμένει ισχυρό. 10.4. Παροχές αναπηρίας ή ανικανότητας Ανάπηρο ή ανίκανο θεωρείται ένα άτομο το οποίο δεν μπορεί να εργασθεί και κατά συνέπεια αδυνατεί να αποκτήσει εισόδημα. Έπεται ότι οι παροχές αναπηρίας χορηγούνται με τη μορφή των συντάξεων οι οποίες έχουν στόχο να αναπληρώσουν μέρος τουλάχιστον της απώλειας εισοδήματος των δικαιούχων. Η αναπηρία ή ανικανότητα απόκτησης εισοδήματος μπορεί να είναι μόνιμη ή παροδική. Δηλαδή, υπάρχουν αναπηρίες οι οποίες μπορεί με την πάροδο του χρόνου να αποκατασταθούν πλήρως ή μερικώς, όπως υπάρχουν και αναπηρίες οι οποίες έχουν μόνιμο χαρακτήρα ή μπορεί να επιδεινωθούν. Για το λόγο αυτό, στην πράξη, για να μπορέσει κανείς να θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης, θα πρέπει η αναπηρία του να μην είναι πρόσκαιρη ή η διάρκειά της να υπερβαίνει κάποιο προκαθορισμένο χρονικό όριο. Για τον ίδιο λόγο, οι παροχές αναπηρίας είναι συχνά προσωρινές, έτσι ώστε οι δικαιούχοι, να επανεξετάζονται και, αν χρειαστεί, να μπορούν οι συντάξεις να ανασταλούν. Θα πρέπει επίσης, για να θεμελιωθεί δικαίωμα σύνταξης, ο βαθμός αναπηρίας να είναι σημαντικός. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, παρέχεται σύνταξη 22
αναπηρίας όταν οι δικαιούχοι είναι ανάπηροι τουλάχιστον κατά 67%. Δηλαδή, όταν έχουν χάσει τουλάχιστον τα δύο τρίτα της ικανότητάς τους να αποκτήσουν εισόδημα. Οι όροι και οι προϋποθέσεις για την παροχή συντάξεων αναπηρίας μπορεί να διαφέρουν όχι μόνο μεταξύ των χωρών, αλλά και μεταξύ κλάδων εργαζομένων ή και ατυχημάτων. Για παράδειγμα, μπορεί να υπάρχουν διαφορετικές προϋποθέσεις παροχής αναπηρικής σύνταξης ανάμεσα σε εργατικά ατυχήματα και αναπηρίες που οφείλονται σε άλλους λόγους, ανάμεσα σε κλάδους εργαζομένων κλπ. Επίσης, όσον αφορά το ύψος των παρεχόμενων συντάξεων, μπορεί να εφαρμόζονται διάφορα συστήματα όπως : Το ποσό της αναπηρικής σύνταξης να εξαρτάται από το ύψος του εισοδήματος των δικαιούχων πριν από την αναπηρία τους, Το ποσό της αναπηρικής σύνταξης να μην εξαρτάται από το προηγούμενο ύψος του εισοδήματος των δικαιούχων, αλλά να είναι το ίδιο για όλους, Το ποσό της αναπηρικής σύνταξης να εξαρτάται από το προηγούμενο εισόδημα των δικαιούχων, αλλά και τη διάρκεια ασφάλισής τους, Το ποσό της αναπηρικής σύνταξης να εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, όπως είναι η οικογενειακή κατάσταση των δικαιούχων, αν πρόκειται για ολική ή μερική αναπηρία κλπ. 10.5. Παροχές μητρότητας και ασθένειας Αν και τα δυο αυτά συμπτώματα διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, εξετάζονται συνήθως από κοινού γιατί σε μεγάλο βαθμό δημιουργούν παρόμοιες ανάγκες. Πρώτον, δημιουργούν ανάγκες οι οποίες είναι προσωρινές. Δεύτερον, συνεπάγονται την αποχή από την εργασία για ένα χρονικό διάστημα και κατ επέκταση την ανάγκη αναπλήρωσης του εισοδήματος. Τρίτον, συνεπάγονται την ανάγκη παροχής νοσοκομειακής και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Οι παροχές του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος για μητρότητα και ασθένεια μπορεί να καλύπτουν όλο τον πληθυσμό, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση 23
των δικαιούχων ή μόνο τις οικογένειες που έχουν χαμηλότερο εισόδημα και δεν μπορούν να καλύψουν τις αναλογούσες δαπάνες με δικά τους μέσα. Τα δυο αυτά συστήματα είναι προφανές ότι διαφέρουν μεταξύ τους τόσο ως προς το κόστος, όσο και ως προς τις διανεμητικές τους επιπτώσεις. Οι παροχές νοσοκομειακής και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης χορηγούνται ανεξάρτητα από την αιτία, λόγω υγείας, απουσίας του ασφαλισμένου από την εργασία του (ασθένεια, τραυματισμός κλπ), τη μορφή της ασθένειάς του, τα μέσα διάγνωσης και ίασης της ασθένειας κλπ. Καλύπτουν επιπλέον οι παροχές αυτές τόσο τους άμεσα ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους, όσο και τα μέλη της οικογένειάς τους, τα οποία έχουν υπό την προστασία τους. Συνήθως, ωστόσο, οι ασφαλισμένοι καλούνται να επιβαρυνθούν οι ίδιοι με ένα μέρος των δαπανών που απαιτούνται για την προστασία της υγείας τους, έτσι ώστε να αποφευχθεί η μη ορθολογική και αλόγιστη δαπάνη την οποία διαφορετικά θα έφερε το κοινωνικό σύνολο. Έπεται ότι το ποσοστό επιτυχίας μιας τέτοιας πολιτικής εξαρτάται από το μέρος της δαπάνης που θα κληθούν να φέρουν οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι. Όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό αυτό, τόσο πιο προσεκτικοί θα είναι στις επιλογές τους για τις δαπάνες υγείας. Ταυτόχρονα, όμως, όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό συμμετοχής των ασφαλισμένων, τόσο περισσότερα άτομα από τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις θα αδυνατούν να καλύψουν το ποσοστό αυτό και θα τίθενται ουσιαστικά εκτός συστήματος. Εκτός, φυσικά, αν το ποσοστό συμμετοχής των ιδίων προσδιορίζεται από το ύψος του εισοδήματός τους, κάτι που ωστόσο κάνει το σύστημα πιο σύνθετο και απαιτεί προϋποθέσεις για να εφαρμοσθεί. Όσον αφορά τις παροχές σε χρήμα, το ποσό που χορηγείται σε αναπλήρωση του εισοδήματος που χάνει ο ασφαλισμένος λόγω ασθένειας ή τοκετού είναι όχι μόνο περιορισμένο χρονικά, αλλά συνήθως και χαμηλότερο από το ποσό του εισοδήματος που θα πραγματοποιούσε, αν δεν διέκοπτε την επαγγελματική του δραστηριότητα. Ο περιορισμός αυτός τίθεται αφενός για να προστατευθούν οι κοινωνικοασφαλιστικοί φορείς από υπέρμετρες δαπάνες και αφετέρου για να αποφευχθούν συμπτώματα κατάχρησης του θεσμού από την πλευρά των ασφαλισμένων. 11. Η επένδυση των αποθεματικών 24
Οι ασφαλιστικοί φορείς, ιδιαίτερα αυτοί που λειτουργούν με βάση το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, διαχειρίζονται αποθεματικά τα οποία μπορούν να φθάνουν σε δυσθεώρητα ύψη. Τίθεται κατ επέκταση ζήτημα αξιοποίησής τους. Όμως, λόγω της φύσης τους, οι ασφαλιστικοί φορείς δεν μπορούν να επιδιώκουν απλώς την επένδυση των αποθεματικών τους σε χρήσεις οι οποίες αποβλέπουν αποκλειστικά ή πρωτίστως στη μεγιστοποίηση των κερδών, αλλά πρέπει να έχουν και άλλους στόχους οι οποίοι μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με αυτόν της μεγιστοποίησης των κερδών. Έτσι, για τη διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων είναι σκόπιμο να τηρούνται κάποια κριτήρια ή αρχές αναφορικά με την επενδυτική τους δραστηριότητα, οι οποίες είναι οι εξής : 11.1. Το κριτήριο της ασφάλειας. Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό η επένδυση των αποθεματικών των ασφαλιστικών φορέων δεν πρέπει να θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά τους και γενικότερα το θεσμό της Κοινωνικής Ασφάλισης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πρέπει να αποφεύγονται οι τοποθετήσεις σε επενδύσεις αυξημένου κινδύνου, γιατί στις επενδύσεις αυτές όσο πιθανή είναι η απόκτηση αυξημένων κερδών, το ίδιο πιθανή είναι και επίτευξη σημαντικών ζημιών. Και επειδή κατά κανόνα η ασφάλεια των επενδύσεων και η απόδοσή τους δεν κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση, είναι προτιμότερη η τοποθέτηση χρημάτων σε επενδύσεις που έχουν μικρότερη σχετικά απόδοση, αλλά περιορισμένο κίνδυνο, από τοποθετήσεις αυξημένου κινδύνου με υψηλά κέρδη. 11.2. Το κριτήριο του κοινωνικοοικονομικού οφέλους Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, εκτός από τον στόχο της απόκτησης ικανοποιητικών κερδών με αυξημένη σχετική ασφάλεια, οι ασφαλιστικοί φορείς θα πρέπει να έχουν ως γνώμονα στις επενδύσεις τους την εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος, κάτι που αποτελεί εξάλλου τον πυλώνα της λειτουργίας του όλου κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Δηλαδή θα πρέπει να προτιμώνται οι τοποθετήσεις των χρημάτων των ασφαλιστικών φορέων σε χρήσεις οι οποίες 25
προωθούν τον στόχο της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης έναντι άλλων χρήσεων που αποφέρουν την ίδια ή και υψηλότερη απόδοση. 11.3. Το κριτήριο της ρευστότητας Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, τα αποθεματικά των ασφαλιστικών φορέων δεν πρέπει να επενδύονται σε χρήσεις που δεν επιτρέπουν την αποδέσμευσή τους μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Γιατί, αν οι ασφαλιστικοί φορείς δεσμεύσουν τα κεφάλαιά τους, ενδέχεται να βρεθούν σε κατάσταση αδυναμίας καταβολής των παροχών ή να αναγκασθούν σε ρευστοποιήσεις που συνεπάγονται ζημία. 12. Οι οικονομικές επιδράσεις της κοινωνικής ασφάλισης Οι εισφορές των εργοδοτών και των εργαζομένων έχουν τα χαρακτηριστικά των φόρων (υποχρεωτική καταβολή, μη άμεση αντιπαροχή). Κατά συνέπεια, όπως και οι φόροι, ασκούν αρνητικές επιδράσεις στα οικονομικά κίνητρα και σε διάφορα οικονομικά μεγέθη. Για παράδειγμα, οι ασφαλιστικές εισφορές επηρεάζουν την απασχόληση, την αποταμίευση, την προσφορά εργασίας, τη διανομή του εισοδήματος, την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας κλπ. Κατ επέκταση, επηρεάζουν το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Ειδικότερα, οι επιδράσεις των ασφαλιστικών εισφορών στην αποταμίευση, στην προσφορά εργασίας και στη διανομή του εισοδήματος είναι οι εξής : 12.1. Η επίδραση στην αποταμίευση Ο θεσμός της Κοινωνικής Ασφάλισης επηρεάζει το κίνητρο για αποταμίευση, κατ επέκταση το μέγεθος των αποταμιεύσεων και μέσω αυτών τις επενδύσεις και το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι ο θεσμός της Κοινωνικής Ασφάλισης επιτρέπει στα άτομα να αποταμιεύουν μικρότερα ποσά για τις ανάγκες τους στο μέλλον, που δεν θα μπορούν πλέον να εργάζονται ή για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών ( ασθένεια, ατύχημα, κλπ). Έτσι, η 26