Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΠΟΙΑ ΤΩΝ ΕΥΚΛΕΩΝ ΣΤΡΑΤΑΡΧΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ



Σχετικά έγγραφα
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 11 Ο Δέκατος Αιώνας (β μισό): Ρωμανός Β ( ) Νικηφόρος Φωκάς ( ) - Ιωάννης Τσιμισκής ( )

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

Η σταδιακή επέκταση του κράτους των Βουλγάρων

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Οι πρεσβευτές πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα

1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα ΠΑΙ ΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ Το 958 µ.χ.. γεννιέται ο Βασίλειος ο Β, γιος του Ρωµανού και της Θεοφανώς. Γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ( ). ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

30α. Η τέταρτη σταυροφορία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

Ανασκόπηση Στο προηγούμενο μάθημα είδαμε πως μετά το θάνατο του Βασιλείου Β : το Βυζάντιο έδειχνε ακμαίο, αλλά είχαν τεθεί οι βάσεις της κρίσης στρατι

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Ε. Τοποθετήστε τους δείκτες σκορ, στη θέση 0 του μετρητή βαθμολογίας. ΣΤ. Τοποθετήστε τον δείκτη χρόνου στη θέση Ι του μετρητή χρόνου.

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 13

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

Φιλικές σχέσεις και συγκρούσεις με τους Βούλγαρους και τους Ρώσους Α. Οι Βούλγαροι α μέρος

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

Η Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Ευρύκλεια Κολέζα ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ ( )

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

Η μεταβατική εποχή : Οι έριδες για το ζήτημα. των εικόνων (εικονομαχία)

Πέρσες και Έλληνες. υο κόσ'οι συγκρούονται

ΕΛΠ 11 - ΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ onlearn.gr - ελπ - εαπ. Το κράτος που ανέλαβε ο Αλέξανδρος ( 336 πΧ) ήταν στρατιωτικά έτοιμο να εισβάλει στην Περσία Ο Αλέξανδρος συνέχισε

Οι άγιοι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας

1 η Αιτία: 2 η Αιτία: 3 η Αιτία:

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΕΡΓΙΑΝΝΙΔΗ ΣΤΑΘΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΜΑ: ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Μικρασιατική καταστροφή

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

Γυναίκες πολεµίστριες και ηρωίδες. Έρευνα-επιλογή:Μ. Λόος Μετάφραση: Μ. Σκόµπα Επιµέλεια: Β. Καντζάρα

Μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση τα ψηφιδωτά που βρίσκονταν στην αψίδα του ναού της Παναγίας της Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη.

3 ο Δημοτικό Σχολείο Βροντάδου Χίου Οι Τρεις Ιεράρχες, η ζωή και το έργο τους. Χίος, 29 Ιανουαρίου 2016 Εκπαιδευτικός: Κωσταρή Αντωνία

Η εποχή του Αυγούστου (27 π.χ.-14 μ.χ.) Δεμοιράκου Μαρία

Κεφάλαιο 9. Η εκστρατεία του ράµαλη ερβενάκια (σελ )

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. Η Γέννηση του Ιησού Χριστού

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογοςιστορικός

ISBN

Το Φρούριο της Καντάρας. Κατεχόμενη Κύπρος

33 Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΣΥΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΜΗΜΑ Ε

Κεφάλαιο 8. Η γερµανική επίθεση και ο Β' Παγκόσµιος Πόλεµος (σελ )

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι

H ιστορία του κάστρου της Πάτρας

11. Γυναίκες πολεµίστριες και ηρωίδες

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

Κεφάλαιο 12. Η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου - ο ιονύσιος Σολωµός (σελ )

Σελίδα: 9 Μέγεθος: 56 cm ² Μέση κυκλοφορία: 1030 Επικοινωνία εντύπου:

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.)

ΤΑΞΗ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ-Βουλευτές:

ΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ. Από τις πέντε (5) ερωτήσεις να απαντήσεις στις τρεις (3). Κάθε ερώτηση βαθμολογείται με τέσσερις (4) μονάδες.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

Μιχάλης Κοκοντίνης. 1 Πειραματικό δημοτικό σχολείο Θεσσαλονίκης Ε'1 τάξη Οι Ρωμαίοι κυβερνούν τους Έλληνες

ΡΟΥΠΕΛ, ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΑΛΟΚΩΣΤΑ. Ονοματεπώνυμο: Χρήστος Αριστείδου Τάξη: Γ 6

Κείμενα - Εικονογράφηση. Διονύσης Καραβίας ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ

Βηθλεέμ Ιστορικές και θρησκευτικές αξιώσεις

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Ο Γέροντας Ιωσήφ εμφανίσθηκε πολλές φορές μετά την κοίμηση του

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.)

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Κείμενα - Εικονογράφηση. Διονύσης Καραβίας ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 ΤΑΞΗ: Β ΧΡΟΝΟΣ: 2 ΩΡΕΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΣΕΛΙΔΩΝ: 5

Η Αγία Σοφία και οι κόρες της Πίστη, Ελπίδα, Αγάπη

Η Νίκη ήταν κόρη της Στύγας και του Πάλλαντα. Είχε αδέρφια της το Κράτος, το Ζήλο και τη Βία.

Ογάµοςκαιηθέσητηςγυναίκας στηναρχαίααθήνα

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 14

Αυτός είναι ο αγιοταφίτης που περιθάλπει τους ασθενείς αδελφούς του. Έκλεισε τα μάτια του Μακαριστού ηγουμένου του Σαραντάριου.

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

29 Μαΐου 1453: Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ!

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ, ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΩΝ ΜΥΡΜΙΔΟΝΩΝ

κάντε κλικ στη Τρίτη επιλογή : Οι Θεσσαλονικείς αδελφοί ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος

Η μετεξέλιξη του Ρωμαϊκού κράτους (4 ος -5 ος αι. μ.χ)

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

1) Μες τους κάμπους τ αγγελούδια ύμνους ουράνιους σκορπούν κι από τα γλυκά τραγούδια όλα τριγύρω αχολογούν. Gloria in excelsis Deo!

Οδοιπορικό στο ιερό Προσκύνημα της Χιοπολίτιδας Αγίας Μαρκέλλας

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ Κ*ΑΤοΡ1Α. Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ*Κ*ΑΤοΡ1Α. Η 3υζαντινή εποχή Γ* - * **-^ Διασυνδέσεις. ΒιΒλιογραφία Τ Τ"*-*

Χρονολογία ταξιδιού:στις 8 Ιουλίου του 1497 άρχισε και τελείωσε το 1503

ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΡΗΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ

TAK TAK ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΕΡΣΕΣ! Σ ΕΦΑΓΑ, ΠΑΛΙΟΒΑΡΒΑΡΕ! Σ ΕΜΕΝΑ ΜΙΛΑΣ, ΣΚΟΥΛΗΚΙ ΑΘΗΝΑΙΕ;

Εκεί που φυλάσσονται τα γράμματα του Γέρου του Μοριά

Η Ιερά Μονή της Αγίας Μαρίνας από τα σπουδαιότερα προσκυνήματα σε όλο τον ελλαδικό χώρο

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΗΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ελιές, παστά ψάρια, και σπάνια από κρέας, κυρίως στην Αθήνα.

Τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου Χαρίδης Φίλιππος

ΑΓΑΠΩ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ Οι 300 του. Λεωνίδα. και οι επτακόσιοι Θεσπιείς. Κείμενα: Αναστασία Δ. Μακρή Εικόνες: Μιχάλης Λουκιανός

Οι τρεις Ιεράρχες. 30 Ιανουαρίου

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΧΑΜΑΛΙΔΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑ ΤΑΞΗ: Α 6

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Κεφάλαιο 4. Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ )

Transcript:

Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΠΟΙΑ ΤΩΝ ΕΥΚΛΕΩΝ ΣΤΡΑΤΑΡΧΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ Οι µεγάλες κατακτήσεις επί Νικηφόρου Β Φωκά, Ιωάννη Β Τσιµισκή και Βασιλείου Β Βουλγαροκτόνου (963-1025) Η Θεοφανώ και οι γιοι της και κατοπινοί αυτοκράτορες Βασί- Νικηφόρος Β Φωκάς (963-969) Η είδηση του θανάτου του Ρωµανού Β (15 Μαρτίου 963) βρήκε τον αρχιστράτηγο της Ανατολής Νικηφόρο Φωκά στην Τζαµανδό της Καππαδοκίας. Όπως αναφέρει ο σύγχρονός του Λέων Διάκονος, ο αρχιστράτηγος σταµάτησε τις επιχειρήσεις και προβληµατιζόταν αν έπρεπε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, καθώς η αυτοκρατορική εξουσία περιήλθε στα δύο ανήλικα τέκνα του Ρωµανού, τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο, που επιτροπεύονταν από τη µητέρα τους Θεοφανώ. Αποφάσισε τελικά να «νεωτερίσει», να επιδιώξει δηλαδή µε πραξικόπηµα την αυτοκρατορική εξουσία, έχοντας την πεποίθηση ότι αυτός µόνο ήταν ικανός να προστατεύσει την αυτοκρατορία από τους εχθρούς που την περιέβαλλαν. Δεν είχε εξάλλου καµία εµπιστοσύνη προς τον ισχυρό και εχθρικό προς αυτόν παρακοιµώµενο Ιωσήφ Βρίγγα. Παρόλο που είχε κρατήσει µια µικρή στρατιωτική δύναµη, καθώς είχε επιτρέψει στους καταπονηµένους στρατιώτες του να επιστρέψουν στα σπίτια τους για να ξεχειµωνιάσουν, ύστερα από µυστική πρόσκληση της αυτοκράτειρας έφθασε στις αρχές Απριλίου έξω από τα τείχη της Βασιλεύουσας. Όλος ο λαός, η σύγκλητος και οι άρχοντες υποδέχθηκαν µε ενθουσιασµό και επευφηµίες τον θριαµβευτή στρατηλάτη, τον πορθητή του Χάνδακα και του Χαλεπιού και των άλλων πόλεων της Κιλικίας και της Συρίας, τον νικητή του µισητού εµίρη Χαµβδά. Στον θρίαµβο που τέλεσε στον ιππόδροµο παρήλασαν και τα πολύτιµα λάφυρα από την Κρήτη και τη Βέροια της Συρίας και, όπως συνηθιζόταν από τους παλαιούς στρατηλάτες αυτοκράτορες που πλούτιζαν τη Βασιλεύουσα µε πολύτιµα κειµήλια της χριστιανοσύνης, έφερε µαζί του ένα τεµάχιο από το ιµάτιο του Ιωάννη του Βαπτιστή από τη Βέροια

της Συρίας. Ο Ιωσήφ Βρίγγας, που φοβόταν τη δύναµη που διέθετε ο Νικηφόρος στον στρατό και τον θαυµασµό του λαού για τα τρόπαια και τα ανδραγαθήµατά του, κάλεσε τον στρατηγό στο παλάτι µε σκοπό να τον εξουδετερώσει τυφλώνοντάς τον. Σύµφωνα µε την αφήγηση του Λέοντα Διακόνου, ο Νικηφόρος, που διέβλεψε τις προθέσεις του παρακοιµώµενου, απέφυγε την επίσκεψη στα ανάκτορα και κατευθύνθηκε στην Αγία Σοφία, όπου ζήτησε από τον πατριάρχη Πολύευκτο (956-70) να τον προστατεύσει από τις ραδιουργίες του παρακοιµώµενου, επικαλούµενος τους αγώνες και τις νίκες του κατά των Αγαρηνών και το γεγονός ότι αύξησε την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Ο Πολύευκτος, αυστηρός και ασκητικός ιεράρχης, οδήγησε τον Νικηφόρο στο παλάτι, όπου ζήτησε από τη σύγκλητο να αναθέσει και πάλι την αρχιστρατηγία της Ανατολής στον Νικηφόρο, για να συνεχίσει τους αγώνες του κατά των αλλοφύλων, αφού βέβαια τον δέσµευαν µε όρκους ότι δεν θα σφετεριζόταν την αυτοκρατορική εξουσία. Εξάλλου, είπε, αυτή την εντολή είχε αφήσει πριν πεθάνει και ο Ρωµανός. Η σύγκλητος συµφώνησε µε την πρόταση του πατριάρχη, µαζί και ο Βρίγγας που δεν µπορούσε να πράξει αλλιώς, και αφού ο Νικηφόρος ορκίστηκε ότι θα σεβαστεί τους ανήλικους αυτοκράτορες και η σύγκλητος ότι δεν θα γινόταν καµία µεταβολή χωρίς την έγκρισή του, αναχώρησε για την Καππαδοκία, όπου συγκεντρώθηκε πάλι το στράτευµα, και άρχισε να εκγυµνάζει και να εκπαιδεύει τους στρατιώτες του για νέες επιχειρήσεις. Ο Ιωσήφ Βρίγγας, που βυσσοδοµούσε εναντίον του Νικηφόρου, προσπάθησε να απαλλαγεί από αυτόν στέλνοντας γράµµατα στους στρατηγούς Ιωάννη Τσιµισκή και Ρωµανό Κουρκούα, ζητώντας να αναγκάσουν τον Νικηφόρο να καρεί µοναχός και να κλειστεί σε µοναστήρι ή να τον στείλουν σιδηροδέσµιο στην Κωνσταντινούπολη, γιατί είχε δήθεν σκοπό να ανατρέψει τους νεαρούς αυτοκράτορες. Προσέφερε ως αντάλλαγµα στον Ιωάννη Τσιµισκή την αρχιστρατηγία της Ανατολής και στον Ρωµανό την αρχιστρατηγία των δυτικών θεµάτων. Οι δύο στρατηγοί, Αρµένιοι στην καταγωγή και γόνοι στρατηγών που είχαν διαπρέψει στους πολέµους της Ανατολής στα χρόνια του Βασιλείου Α και του Ρωµανού Α Λακαπηνού, έσπευσαν στη σκηνή του Νικηφόρου και του έδειξαν τα γράµµατα. Ο Τσιµισκής, που ήταν και ανιψιός του, τον παρότρυνε να αναλάβει την αυτοκρατορική εξουσία και να µην πέσουν θύµατα του ραδιούργου ευνούχου. Παρά τις προς στιγµήν αµφιταλαντεύσεις, ο Νικηφόρος µε όλο το στράτευµα κατευθύνθηκε Ο Ιωσήφ Βρίγγας αναζητά καταφύγιο στην Αγία

προς την Καισάρεια. Εκεί στις 2 Ιουλίου του 963 αναγορεύτηκε από τα στρατεύµατα της Ανατολής αυτοκράτορας Ρωµαίων και υποδύθηκε τα πορφυρά πέδιλα, σύµβολο της αυτοκρατορικής εξουσίας. Στη συνέχεια ανέθεσε την αρχιστρατηγία στον Ιωάννη Τσιµισκή, ενώ έστειλε στρατηγούς στα παράλια του Εύξεινου Πόντου και στην Άβυδο, για να προκαταλάβουν τις παράκτιες θέσεις. Ο επίσκοπος Ευχαΐτων Φιλόθεος επιφορτίστηκε να διαβιβάσει επιστολή του Νικηφόρου προς τον πατριάρχη Πολύευκτο, τον παρακοι- µώµενο και τη σύγκλητο, µε την οποία ζητούσε να τον αναγνωρίσουν ως αυτοκράτορα που θα περιφρουρούσε την αυτοκρατορική εξουσία των γιων του Ρωµανού έως ότου ενηλικιωθούν, και θα συνέχιζε τους αγώνες του κατά των πολεµίων. Η αντίδραση του Ιωσήφ Βρίγγα ήταν άµεση. Έριξε στη φυλακή τον επίσκοπο Φιλόθεο και οργάνωσε την άµυνα της Πόλης, για να εµποδίσει την είσοδο του Νικηφόρου. Τµήµα στρατού από το θέµα Μακεδονίας περιπολούσε στους δρόµους της Βασιλεύουσας απαγορεύοντας τη διαπεραίωση πολιτών στην ασιατική ακτή, όπου στο µεταξύ είχε φθάσει µε τον στρατό του ο Νικηφόρος. Ο Βρίγγας συγκέντρωσε µάλιστα όλα τα πλοία στην ευρωπαϊκή ακτή, για να µην µπορέσει να περάσει ο στρατός του Νικηφόρου προς τη µεριά της Βασιλεύουσας. Ο γηραιός πατέρας του Νικηφόρου, Βάρδας Φωκάς, που είχε χρηµατίσει δοµέστικος των σχολών, κατέφυγε στην Αγία Σοφία, όπου ζήτησε άσυλο. Ο αδελφός του όµως, ο Λέων Φωκάς, µεταµφιεσµένος σε εργάτη κατάφερε να περάσει στην αντίπερα ακτή. Ο λαός της Πόλης άρχισε να ξεσηκώνεται, να ξεχύνεται στους δρόµους και να κατευθύνεται στην Αγία Σοφία, για να προστατεύσει τον Βάρδα Φωκά. Η στάση γενικεύτηκε, όταν ο Βρίγγας αποµάκρυνε τον γηραιό Βάρδα από την Αγία Σοφία και τον µετέφερε στα ανάκτορα. Η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο του παρακοιµώµενου, που αναγκάστηκε να καταφύγει και αυτός ικέτης στην Αγία Σοφία, για να σωθεί. Επικεφαλής του ξεσηκωµένου πλήθους τέθηκε ο θανάσιµος εχθρός του, ο ευνούχος Βασίλειος, νόθος γιος του αυτοκράτορα Ρωµανού Α Λακαπηνού, που είχε χρηµατίσει παρακοιµώµενος του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου και άξιος στρατηγός, αλλά µετά την άνοδο του Ρωµανού Β αντικαταστάθηκε από τον Ιωσήφ Βρίγγα. Ο Βασίλειος εξόπλισε συγγενείς και φίλους και περίπου τρεις χιλιάδες άνδρες που ανήκαν στην υπηρεσία του, και κατευθύνθηκαν στο αρχοντικό του Βρίγγα. Το λεηλάτησαν και το κατέστρεψαν µαζί µε άλλα αρχοντικά. Έπειτα κατευθύνθηκαν στον Κεράτιο και µε τον βασιλικό δρόµωνα και άλλα πλοία πέρασαν τον Βόσπορο απέναντι στη Χρυσούπολη, Η θριαµβευτική είσοδος του Νικηφόρου Φωκά στην Κωνστα-

και οδήγησαν τον Νικηφόρο στο Έβδοµον, απ όπου µετά τις επευφηµίες των δήµων µε σάλπιγγες και κύµβαλα, ο Νικηφόρος φορώντας αυτοκρατορικά ενδύµατα εισήλθε έφιππος από τη Χρυσή Πύλη στην Πόλη και κατευθύνθηκε από τη λεωφόρο, τη Μέση, στην Αγία Σοφία. Ήταν Κυριακή 16 Αυγούστου του 963. Εκεί στέφθηκε από τον πατριάρχη Πολύευκτο βασιλεύς των Ρωµαίων. Ο νέος αυτοκράτορας αµέσως προέβη στην ανάθεση των ανωτέρων αξιωµάτων σε συγγενείς και φίλους του, για να εξασφαλίσει και να στερεώσει την εξουσία του. Απένειµε στον πατέρα του Βάρδα τον τίτλο του καίσαρα, πρόεδρο της συγκλήτου ανέδειξε τον παλαιό παρακοιµώµενο Βασίλειο, ενώ την αρχιστρατηγία της Ανατολής ανέθεσε στον Ιωάννη Τσιµισκή ονοµάζοντάς τον δοµέστικο των σχολών της Ανατολής και δίνοντάς του τον τιµητικό τίτλο του µαγίστρου. Ο αδελφός του Λέων αναδείχθηκε κουροπαλάτης και µάγιστρος. Τον Ιωσήφ Βρίγγα τον καθήρεσε και τον εξόρισε αρχικά στην Παφλαγονία και έπειτα στη µονή του Ασηκρήτις στα Πύθια, όπου µετά δύο χρόνια πέθανε. Υπήρχαν οι φήµες ότι δεν ήταν τόσο η έφεση για την αυτοκρατορική εξουσία που έφερε τον Νικηφόρο στη Βασιλεύουσα όσο ο κρυφός έρωτας του σκληροτράχηλου στρατηγού για τη νεαρή και ωραιοτάτη αυγούστα. Για λόγους ευνόητους αποµάκρυνε τη Θεοφανώ προσωρινά από το Μεγάλο Παλάτιο στον Πύργο του Πετρίου στον Κεράτιο. Όταν προ- Οι επευφηµίες των δήµων κατά την υποδοχή του Νικηφόρου Φωκά µπροστά στη Χρυσή Πύλη της Βασιλεύουσας «Καλώς ήλθες, Νικηφόρε, άναξ µέγιστε Ρωµαίων καλώς ήλθες, Νικηφόρε, ο τροπωσά- µενος φάλαγγας πολεµίων καλώς ήλθες, Νικηφόρε, ο πορθήσας πόλεις εναντίων καλώς ήλθες, ανδρειώτατε νικητά, αεισέβαστε καλώς ήλθες, δι ού υπετάγησαν έθνη. Διά σού Ισµαήλ ηττηθείς κατεπτώθη διά σού τα σκήπτρα Ρωµαίων κρατύνονται. Έντεινε ούν και κατευοδού και βασίλευε. Ηλέησεν ο Θεός τον λαόν αυτού, αναδείξας σε, Νικηφόρε, βασιλέα αυτοκράτορα Ρωµαίων. Ευφραίνου τοίνυν, πόλις η των Ρωµαίων. Υπόδειξαι τον θεόστεπτον Νικηφόρον. Ήλθεν γαρ όντως λάµπων την υφήλιον πάσαν». Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί βασιλείου τάξεως, έκδ. I. Reiske, τ. Ι, σ. 438.13-439.1.

χώρησαν τα πράγµατα όπως επιθυµούσε, τελέστηκαν οι γάµοι του µε τη Θεοφανώ στις 20 Σεπτεµβρίου 963 στη Νέα Εκκλησία των ανακτόρων, και ο Νικηφόρος χάρισε στη νέα του σύζυγο αµύθητα βασιλικά δώρα και πλούσια κτήµατα. Λέγεται από ορισµένους Βυζαντινούς ιστορικούς ότι ο ασκητικός πατριάρχης Πολύευκτος µετά τη γαµήλια τελετή απαγόρευσε στον Νικηφόρο την είσοδο στο Ιερό, προς µεγάλη έκπληξη και οργή του αυτοκράτορα. Λίγες ηµέρες αργότερα του ζήτησε να διαζευχθεί τη Θεοφανώ, γιατί είχε διαδοθεί πως ο Νικηφόρος ήταν ανάδοχος των γιων της, πνευµατικός τους πατέρας, και σύµφωνα µε τους ιερούς κανόνες υπήρχε κώλυµα γάµου λόγω της πνευµατικής συγγένειας. Το εµπόδιο αυτό παραµερίστηκε, όταν ο Νικηφόρος έπεισε τον αυστηρό πατριάρχη ότι ανάδοχος των ανήλικων βασιλέων δεν ήταν ο ίδιος αλλά ο πατέρας του Βάρδας Φωκάς. Με την άνοδο του Νικηφόρου Φωκά στον θρόνο του Βυζαντίου (963-9) η αυτοκρατορική εξουσία περιήλθε σε µία από τις πιο επιφανείς και ισχυρές οικογένειες της Μικράς Ασίας µε µεγάλη στρατιωτική παράδοση. Ακαταπόνητος και θερµουργός στρατιώτης µε ηγετικές ικανότητες και στρατηγική ιδιοφυία, ο Νικηφόρος συνέχισε τους αγώνες και τις κατακτήσεις εναντίων των Αράβων και µαζί µε τον Ιωάννη Α Τσιµισκή και τον Βασίλειο Β τον Βουλγαροκτόνο οδήγησαν την αυτοκρατορία, όπως λέγει ο G. Ostrogorsky, «στην περίοδο του πιο ένδοξου στρατιωτικού µεγαλείου που πέτυχε το µεσαιωνικό βυζαντινό κράτος». Ο Νικηφόρος, όπως τον περιγράφει ο σύγχρονός του Λέων Διάκονος, µικρόσωµος και παχύς, µε ευρύ στέρνο και πλατείς ώµους, ηλιοκαµένος από τις εκστρατείες, µε πυκνά και σκούρα µαλλιά, ψαρά γένια, µαύρα µάτια και δασιά φρύδια, είχε τη ρώµη και την ανδρεία του θρυλικού Ηρακλή. Όσο για τη φρόνηση, τη σωφροσύνη και την ευθυκρισία ξεπερνούσε όλους τους άνδρες της γενιάς του. Λιτός και εγκρατής, απέφευγε την κρεωφαγία µετά τον θάνατο της πρώτης συζύγου του και του µονάκριβου γιου του Βάρδα. Διακρινόταν για την ευσέβεια, την αρετή, τη δικαιοσύνη και τη φιλανθρωπία του. Ανιψιός του µοναχού και µετέπειτα αγίου Μιχαήλ Μαλεΐνου, αδελφού της µητέρας του, συχνά τον επισκεπτόταν στη µονή Κυµινά της Μικράς Ασίας. Σε κάποια επίσκεψη του Μαλεΐνου στην Κωνσταντινούπολη γνώρισε νεαρό µοναχό ονόµατι Αβραάµ που συζητούσε µε τον ηγούµενο. Επρόκειτο για τον µετέπειτα άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Συνδέθηκε µαζί του µε βαθιά φιλία, του εκµυστηρεύθηκε µάλιστα τον διάπυρο πόθο Ο άγιος Αθανάσιος Αθωνίτης, φίλος του Νικηφόρου Φωκά και Το καθολικό της Μονής Μεγίστης Λαύρας.

του να ασπασθεί και αυτός τον µοναχικό βίο. Στη διάρκεια της πολιορκίας του Χάνδακα ο Αθανάσιος, που είχε προφητεύσει τη νίκη των Βυζαντινών, πήγε ύστερα από επιµονή του Νικηφόρου στο στρατόπεδό του και έµεινε έως την άλωση του Χάνδακα και την κατάκτηση της Κρήτης. Μετά τη νίκη ο Νικηφόρος έπεισε µε δυσκολία τον ασκητή Αθανάσιο να κτίσει περίλαµπρο µοναστήρι στον Άθω µε την προοπτική να µονάσει και ο ίδιος εκεί. Έτσι άρχισε να κτίζεται το καθολικό της µονής της Λαύρας στον Άθω µε πλούσιες παροχές του Νικηφόρου και λάφυρα από την άλωση της Κρήτης. Η είδηση της αναγόρευσης και στέψης του Νικηφόρου και του γάµου του µε τη Θεοφανώ λύπησε βαθύτατα τον Αθανάσιο, που σύµφωνα µε τον Βίο του, ξεκίνησε να δει τον αυτοκράτορα και έφθασε έως τη Λήµνο, απ όπου του έστειλε επιστολή ψέγοντάς τον, γιατί παρέβη την υπόσχεσή του και προτίµησε τα πρόσκαιρα αγαθά του κόσµου τούτου. Σύµφωνα όµως µε το τυπικό της Λαύρας, ο Αθανάσιος πήγε στη Βασιλεύουσα, συναντήθηκε µε τον αυτοκράτορα, ο οποίος του ορκίστηκε ότι µόλις του επέτρεπαν τα δηµόσια πράγ- µατα, θα ερχόταν να µονάσει στον Άθω. Έτσι τον έπεισε να συνεχίσει τις εργασίες για την περαίωση της οικοδόµησης. Ο Νικηφόρος δεν έπαυσε να ευεργετεί τη µονή. Όρισε µε χρυσόβουλλο να παρέχονται στη µονή κάθε χρόνο τέσσερις λίτρες χρυσού (244 χρυσά νοµίσµατα) από κτήµατα της Λήµνου, µία µονή ως µετόχι στη Θεσσαλονίκη, δώρισε επίσης πολυτιµότατα ιερά λείψανα, κοµµάτια του Τιµίου Σταυρού και την κάρα του Μεγάλου Βασιλείου, τα οποία ανέκτησε µετά τις νίκες και την άλωση πόλεων που κρατούσαν οι Σαρακηνοί. Δώρο του Νικηφόρου είναι και οι δύο χάλκινες πύλες του νάρθηκα του καθολικού της µονής. Το 969, έτος του πρόωρου θανάτου του αυτοκράτορα, χρονολογούνται η Διατύπωσις του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη και το Τυπικό, συλλογή κανόνων της Λαύρας. Πολυτελής στάχωση (κάλυµµα) ευαγγελίου µε πολύτιµους Πολεµικές επιχειρήσεις εναντίον των Αράβων Όλο τον χειµώνα του 963-4 ο Νικηφόρος παρέµεινε στη Βασιλεύουσα και ασχολούνταν µε τις κρατικές υποθέσεις αλλά και εµφανίσεις σε ιππικούς αγώνες και σε άλλα θεάµατα, δηµόσιες τελετές και συµπόσια. Δεν παρέλειπε όµως να γυµνάζεται ο ίδιος και να εκπαιδεύει τα τάγµατα της ανακτορικής φρουράς για τις µεγάλες εκστρατείες εναντίον των Αράβων της Ανατολής. Μετά την ανάρρησή του στον θρόνο, το καλοκαίρι του 963, έστειλε στην Κιλικία τον δοµέστικο των σχολών της Ανατολής Ιωάννη Τσιµισκή, ο οποί-

ος συγκρούστηκε κοντά στα Άδανα µε επίλεκτο σώµα Αράβων που είχαν συγκεντρωθεί απ όλη την Κιλικία και τους έτρεψε σε φυγή. Περίπου πέντε χιλιάδες εχθροί που υποχώρησαν σε λόφο δύσβατο και απόκρηµνο, περικυκλώθηκαν από τους στρατιώτες Η άλωση της Μοψουεστίας από τον Νικηφόρο Β Φωκά Όταν ο Νικηφόρος αντιλήφθηκε ότι ήταν αδύνατο να εκπορθήσει την Ταρσό, έλυσε την πολιορκία και κατέλαβε τα κοντινά Άδανα, την Ανάβαρζο και τη Ρωσσό στον κόλπο της Ισσού, και πάνω από είκοσι άλλα φρούρια. Στη συνέχεια προσέβαλε τη Μοψουεστία, αρχαία πόλη που πήρε το όνοµά της από τον γιο του Απόλλωνα Μόψο. Χτισµένη πάνω στις δύο όχθες του Πύραµου, που τη χώριζε σε δύο µέρη, σε µια εύφορη πεδιάδα στην ανατολική εσχατιά της Κιλικίας µε λιµάνι, ήταν µετά την Ταρσό η δεύτερη σε σηµασία πόλη της Κιλικίας. Αφού την περικύκλωσε, άρχισε να τη χτυπά απ όλες τις µεριές µε τις βαλλιστικές µηχανές. Αλλά και οι πολιορκηµένοι αντιστέκονταν χτυπώντας τους Βυζαντινούς µε πυρφόρα βέλη και βαριές πέτρες από τους πύργους των τειχών. Ο Νικηφόρος τότε κατέφυγε σε στρατήγηµα. Αφού εξέτασε το υπέδαφος των πύργων, διέταξε τους άνδρες του να σκάβουν αθόρυβα κάθε βράδυ, αρχίζοντας από τις όχθες του Πύραµου και να ρίχνουν τα χώµατα στο ποτάµι. Έτσι σκάφτηκε το χώµα κάτω από δύο πύργους, που στηρίχτηκαν σε ξύλινα υποστηλώµατα. Όταν το πρωί οι Αγαρηνοί ντυµένοι στα λευκά έσκυψαν από τους πύργους και τέντωσαν τα τόξα τους και άρχισαν να βρίζουν και να περιγελούν τον αυτοκράτορα, ο Νικηφόρος διέταξε να βάλουν φωτιά στα υπόγεια στηρίγµατα των πύργων, ενώ ο ίδιος µε πλήρη πολεµική εξάρτυση κάλπαζε και οργάνωνε τις φάλαγγες. Όταν αποτεφρώθηκαν τα υποστηρίγµατα, όσο µέρος των τειχών ήταν κούφιο κατέρρευσε παρασύροντας στον θάνατο τους υπερασπιστές. Το ερειπωµένο τείχος άφησε δίοδο ικανή να περάσουν, και έτσι εισέβαλαν οι Βυζαντινοί και κατέλαβαν τη Μοψουεστία αποκοµίζοντας πλούσια λάφυρα και αιχµαλώτους. Καθώς πλησίαζε ο χειµώνας, ο Νικηφόρος επέστρεψε στην Καππαδοκία και αφού χορήγησε άφθονα δώρα στους θεµατικούς στρατιώτες, τους διέταξε να επιστρέψουν στα σπίτια τους και να ξανάρθουν µόλις έµπαινε η άνοιξη, αφού επισκεύαζαν τις πανοπλίες τους, ακόνιζαν τα ξίφη και φρόντιζαν τα άλογά τους. Λέων Διάκονος, Ιστορίας Γ 11, νεοελλην. απόδοση, σ. 185-187. Η πολιορκία και η άλωση της Μοψουεστίας αριστερά η αυτο-

του Τσιµισκή και σφαγιάστηκαν. Το αίµα χυνόταν ποταµηδόν από τον λόφο, που έκτοτε ονοµάστηκε Βουνός αίµατος. Η καταστροφή αυτή έκανε φοβερό το όνοµα του Τσιµισκή µεταξύ των Σαρακηνών. Όταν έφθασε η άνοιξη του 964 ο Νικηφόρος εκστράτευσε εναντίον των Αγαρηνών. Κατέλυσε στην Καππαδοκία, όπου συγκεντρώθηκαν οι στρατιώτες του που είχαν διαχειµάσει στα σπίτια τους, και τον Ιούλιο προήλασε προς την Κιλικία µε βαριά οπλισµένο στρατό και συµµάχους Ίβηρες και Αρµενίους. Μαζί του ήταν και η Θεοφανώ µε τα δύο της παιδιά. Τους εγκατέστησε στο φρούριο Δρίζιο έξω από την Κιλικία και ο ίδιος εξόρ- µησε εναντίον της Ταρσού, της πιο σηµαντικής και καλά οχυρωµένης πόλης της Κιλικίας. Η Ταρσός, αρχαιότατη πόλη, κτισµένη σε πεδιάδα, στη διασταύρωση των µεγάλων δρόµων, σε κοντινή απόσταση από τα στενά του Ταύρου και κοντά στη θάλασσα, όπου και το λιµάνι, ήταν φρούριο απόρθητο. Περηφανευόταν για την ανδρεία των κατοίκων της και τις αιφνιδιαστικές επιδροµές τους. Ο αυτοκράτορας έστησε το στρατόπεδο και την περικύκλωσε από παντού αποκόπτοντας όλες τις προσβάσεις. Οι πολιορκηµένοι Άραβες όµως είχαν υπεραφθονία αγαθών και χλεύαζαν και εξύβριζαν από τα τείχη τον αυτοκράτορα. Το τείχος υψωνόταν σε µεγάλο ύψος και περιέβαλλε την πόλη µε διπλή οχύρωση. Γύρω-γύρω υπήρχε βαθιά σκαµµένη τάφρος κατασκευασµένη µε λευκές πελεκητές πέτρες που κατέληγε σε προµαχώνες. Ο Κύδνος ποταµός που διέρρεε την πόλη έφερνε άφθονο καθαρό νερό και σε ώρα ανάγκης τον εξέτρεπαν προς την τάφρο, που µέσα σε µία ώρα κατακλυζόταν. Ενώ βρισκόταν στην Καππαδοκία, έφθασε η είδηση για την καταστροφή του βυζαντινού στρατού στη Σικελία. Το πρώτο έτος της βασιλείας του, το 964, ο Νικηφόρος είχε στείλει στρατό και στόλο εναντίον των Σαρακηνών για την ανακατάληψη της Σικελίας, καθώς θεωρούσε ότι ήταν υποτιµητικό για τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου να πληρώνει στους Άραβες κάθε χρόνο ένα τεράστιο ποσό, το οποίο είχε καθιερωθεί ήδη από τα χρόνια του Ρωµανού Α Λακαπηνού. Η αρχηγία ανατέθηκε στον άπειρο πατρίκιο Μανουήλ, νόθο γιο του θείου του Λέοντα Φωκά, και στον δρουγγάριο του πλωΐµου ευνούχο Νικήτα. Στην αρχή οι βυζαντινές δυνάµεις είχαν επιτυχίες. Ανακατέλαβαν τις Συρακούσες και την Ιµέρα, ενώ παραδόθηκαν το Ταυροµένιο και οι Λεοντίνοι. Οι Άραβες εγκατέλειψαν τις πόλεις και κατέφυγαν σε δασώδεις περιοχές και χαράδρες. Ενώ ο Μανουήλ έπρεπε να περιφρουρήσει τις πόλεις που είχαν καταλάβει και να αποκόψει τους Άραβες από τα

χωράφια και τα βοσκοτόπια, ώστε να παραδοθούν από την πείνα, τους καταδίωξε µε αποτέλεσµα να υποστούν οι Βυζαντινοί δεινή ήττα στις επικίνδυνες στενωπούς και στα φαράγγια. Οι περισσότεροι στρατιώτες σφαγιάστηκαν, ενώ ο Μανουήλ σκοτώθηκε. Οι εχθροί τότε ακάθεκτοι όρµησαν προς το λιµάνι και κατέλαβαν µε έφοδο πολλά βυζαντινά πλοία. Ο ναύαρχος Νικήτας οδηγήθηκε µαζί µε άλλους αιχµαλώτους στην Αφρική. Σε αυτόν ανήκει ένα ιδιόχειρο σηµείωµα στον κώδικα Parisinus Gr. 497 που λέγει: «πρωτοσπαθαρίου καί γεγονότος δρουγγαρίου το πλοΐµου, όντος τού εν τώ δεσµωτηρίω Αφρικής, µηνί Σεπτεµβρί ινδ(ικτιώνος) ί» (Σεπτέµβριος 966). Τον Ιούλιο του 965 χρονολογείται και η πτώση ύστερα από πολύµηνη πολιορκία της Ραµέττας, δυσπρόσιτου ορεινού κάστρου κοντά στη Μεσσήνη, όπως µαρτυρεί µια άλλη βιβλιογραφική σηµείωση σε κώδικα της µονής της Κρυπτοφέρρης (Grotta Ferrata). Όπως αναφέρθηκε, η είδηση της καταστροφής βρήκε τον Νικηφόρο στην Καππαδοκία. Εκείνος όµως ήταν απαρηγόρητος και δύσθυµος που δεν µπόρεσε να κυριεύσει την Ταρσό, και µάλιστα πόλη χτισµένη σε πεδιάδα. Γι αυτό εκπαίδευε όσους στρατιώτες είχαν µείνει κοντά του αδηµονώντας για τον ερχοµό της άνοιξης. Την άνοιξη του 965, όταν συγκεντρώθηκε και πάλι ο στρατός στην Καππαδοκία, ο Νικηφόρος επικεφαλής τετρακοσίων χιλιάδων στρατιωτών, σύµφωνα µε τον Λέοντα Διάκονο, εισέβαλε στην Κιλικία και περικύκλωσε την Ταρσό. Διέταξε τους στρατιώτες να λεηλατούν την περιοχή, να ξεριζώνουν και να καταστρέφουν τα σπαρτά και τα δένδρα, για να αποφύγουν ενέδρες των Σαρακηνών. Στην αρχή οι κάτοικοι της Ταρσού µε τόλµη και αλαζονεία έβγαιναν από τα τείχη παραταγµένοι σε φάλαγγα έτοιµοι για πόλεµο. Ο αυτοκράτορας οδήγησε τότε το πιο ρωµαλέο τµήµα της στρατιάς του έξω από το στρατόπεδο και ανέπτυξε τις φάλαγγες σε θέση µάχης. Μπροστά παρέταξε τους κατάφρακτους ιππείς, πίσω απ αυτούς τους τοξότες και τους σφενδονιστές, µε τη διαταγή να βάλλουν συνεχώς εναντίον των εχθρών. Εκείνος στεκόταν στο δεξιό κέρας, επικεφαλής µιας πολυάριθµης ίλης ιππέων, ενώ στο αριστερό πολεµούσε ο Ιωάννης Τσιµισκής, που αναγνωριζόταν από την ακάθεκτη ορµή του, την παράλογη τόλµη και τον ενθουσιασµό του. Ίσως στο κέντρο βρισκόταν ο αδερφός του αυτοκράτορα, ο Λέων Φωκάς. Μόλις ο αυτοκράτορας διέταξε να παιανίσουν το πολεµικό εµβατήριο, τον ενυάλιο, οι ρωµαϊκές φάλαγγες κινήθηκαν µε αξιοθαύµαστη τάξη και όλο το πεδίο της µάχης άστραφτε από τη λάµψη των όπλων. Οι υπερασπιστές της Ταρσού γρήγορα τράπηκαν σε φυγή Ο Νικηφόρος Φωκάς αφιέρωσε στην Αγία Σοφία Τίµιους Σταυ-

µε µεγάλες απώλειες και κλείστηκαν άδοξα στην πόλη. Όταν άρχισε ο λιµός να τους κατατρώγει, οι κάτοικοι της Ταρσού αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Ο Νικηφόρος τους διέταξε να αποχωρήσουν από την πόλη γρήγορα χωρίς να πάρουν τίποτε µαζί τους εκτός από τα ρούχα που φορούσαν. Κατά τραγική ειρωνεία τρεις µέρες αργότερα εµφανίστηκε αραβικός στόλος από την Αίγυπτο µε σιτάρι και τρόφιµα και επικουρίες. Όταν όµως είδαν τον βυζαντινό στρατό παραταγµένο στην ακτή, δεν τόλµησαν να επιχειρήσουν απόβαση και επέστρεψαν στις βάσεις τους. Καθ οδόν υπέστησαν απώλειες από τους ανέµους και τα βυζαντινά πλοία. Ο Νικηφόρος µοίρασε στους στρατιώτες µέρος από τον αναρίθµητο πλούτο που ήταν συγκεντρωµένος στην πόλη και αφού παρέλαβε τους Τιµίους Σταυρούς, φτιαγµένους από χρυσάφι και πολύτιµους λίθους, τους οποίους είχαν αρπάξει οι Άραβες, τον Οκτώβριο επέστρεψε θριαµβευτής στη Βασιλεύουσα. Έφερε µαζί του τις πύλες της Ταρσού και της Μοψουεστίας. Τις διακόσµησε µε χρυσό και οι πρώτες τοποθετήθηκαν ως τρόπαια στην ακρόπολη, ενώ οι δεύτερες δίπλα στη Χρυσή Πύλη. Τους Τιµίους Σταυρούς τους προσέφερε ως αναθήµατα στην Αγία Σοφία. Έπειτα αναπαύτηκε διασκεδάζοντας τον λαό µε ιπποδροµίες και άλλα θεάµατα, γιατί, όπως παρατηρεί ο Λέων Διάκονος, οι κάτοικοι της πόλης του Βυζαντίου αρέσκονταν στα θεάµατα περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους (φιλοθεάµονες γάρ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων Βυζάντιοι). Την ίδια χρονιά, το 965, βυζαντινός στόλος µε στρατηγό τον πατρίκιο Νικήτα Χαλκούτζη εκδίωξε τους Άραβες από την Κύπρο και η µεγαλόνησος προσαρτήθηκε και πάλι στην αυτοκρατορία. Παρέµεινε στη βυζαντινή κυριαρχία έως το 1191, οπότε καταλήφθηκε από τον Ριχάρδο Α Λεοντόκαρδο κατά τη Γ Σταυροφορία (βλ. εδώ κεφάλαιο 13). Η άλωση της Ταρσού και των άλλων πόλεων της Κιλικίας άνοιγε τον δρόµο για τη Συρία. Την άνοιξη του 966 ο Νικηφόρος επιχείρησε νέα εκστρατεία µε κατεύθυνση την Αντιόχεια της Συρίας. Ήλπιζε πως µετά τις επιτυχίες του στην Κιλικία, θα είχαν τρο- µοκρατηθεί οι κάτοικοί της. Οι Αντιοχείς όµως, που διέθεταν περίσσεια εφοδίων, δεν ήταν διατεθειµένοι να συνθηκολογήσουν. Ο αυτοκράτορας στρατοπέδευσε έξω από τα τείχη της πόλης, δεν ήθελε όµως να την εκπορθήσει µε πολιορκητικές µηχανές και να καταστρέψει την τρίτη σε µέγεθος πόλη της οικουµένης µε τα αξιοθαύµαστα αρχιτεκτονήµατα και την πλούσια παράδοση. Κατά µια άλλη άποψη ο Νικηφόρος φοβόταν, γιατί υπήρχε η φήµη ότι µαζί µε την άλωση της Αντιόχειας θα πέθαινε ο αυτοκράτορας. Ο στρατός του Νικηφόρου Φωκά πολιορκεί το Χαλέπι

Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας κατέλαβε το φρούριο Μέµπετζε (Ιεράπολη), πέρασε το όρος του Λιβάνου και έφθασε στην Τρίπολη, που ήταν καλά οχυρωµένη, την προσπέρασε και πολιόρκησε το κάστρο της Άκρας. Περιέζωσε την πόλη µε τριπλό τείχος και την πολιόρκησε. Με τις ελεπόλεις κατέστρεψε τους πύργους των τειχών της και σε εννέα ηµέρες την κυρίεψε και αφαίρεσε τους πλούσιους θησαυρούς της. Κατέλαβε και άλλα φρούρια, επειδή όµως ήταν ήδη Δεκέµβριος γύρισε στην Κωνσταντινούπολη µε σκοπό να επιστρέψει την επόµενη άνοιξη, για να ολοκληρώσει την κατάκτηση της Συρίας. Σχέσεις µε τους Βουλγάρους Τον χειµώνα του 966/7 έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη Βούλγαροι πρέσβεις, απαιτώντας τις ετήσιες χορηγίες που όφειλε στον ηγεµόνα τους ο νέος αυτοκράτορας, έναντι της υποχρέωσης που είχαν αναλάβει να εµποδίζουν τους Ούγγρους να περνούν τον Δούναβη και να λεηλατούν τις βυζαντινές επαρχίες. Μια υποχρέωση όµως που αδυνατούσαν να εκπληρώσουν στα χρόνια της βασιλείας του Πέτρου. Ο Νικηφόρος τους φέρθηκε σκαιότατα. Όπως και µε τους Άραβες της Σικελίας, έτσι και µε τους Βουλγάρους, θεωρούσε αδιανόητο ο αυτοκράτορας των Ρωµαίων, ο νικητής των Αράβων, αυτός που κυρίεψε πόλεις και κάστρα στην Ανατολή, να πληρώνει φόρο «σε έθνος σκυθικό, πάµφτωχο και µιαρό». Εξοργισµένος, διέταξε να ραπίσουν τους πρέσβεις, γεγονός εξωφρενικό, εφόσον οι πρέσβεις ήταν ιερά πρόσωπα, και τους απέπεµψε λέγοντας: «Φύγετε αµέσως και να αναγγείλετε στον βασιλιά σας, που τρώει πετσιά και δέρµατα, ότι ο πανίσχυρος και µέγιστος βασιλεύς των Ρωµαίων θα εκστρατεύσει στην ίδια σου τη χώρα, για να σου παραδώσει ο ίδιος στο ακέραιο τους φόρους, για να µάθεις, εσύ, που από γενεές γενεών υπήρξες σκλάβος, να αναγνωρίζεις ως δεσπότες σου τους ηγεµόνες των Ρωµαίων και να µη τους ζητείς φόρους σαν να ήταν εκείνοι δούλοι σου». Θέλοντας να εκµεταλλευτεί την αδυναµία των Βουλγάρων, το ίδιο έτος ο Νικηφόρος εκστράτευσε εναντίον τους. Όταν είδε όµως ότι η χώρα ήταν γεµάτη δάση και θάµνους και περικλείεται από απάτητα βουνά, χαράδρες και βραχώδεις κακοτοπιές, αρκέστηκε σε µια επίδειξη δύναµης, κατέλαβε ορισµένα µεθοριακά φρούρια και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας προτίµησε να καταφύγει σε διπλωµατικά µέσα. Έστειλε τον πατρίκιο Καλοκύρη, άνδρα ορµητικό και δραστήριο, γιο του πρωτεύοντος της Χερσώνος, Άποψη της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία

µε δεκαπέντε κεντηνάρια χρυσού (108.000 χρυσά νοµίσµατα) να πείσει τον ηγεµόνα των Ρώσων Σβιατοσλάβο ή Σφενδοσλάβο να εισβάλει στη Βουλγαρία. Πόσο όµως παρακινδυνευµένη υπήρξε αυτή η ενέργεια του Νικηφόρου φάνηκε από την εξέλιξη των γεγονότων. Οι Βούλγαροι ανησύχησαν και προσπάθησαν να συνδιαλλαγούν µε τον αυτοκράτορα χωρίς επιτυχία. Τον Αύγουστο του 968 οι Ρώσοι πέρασαν τον Δούναβη και εισέβαλαν στη Βουλγαρία, κατέστρεψαν εκτεταµένες περιοχές της χώρας, και αφού αποκόµισαν πλούσια λάφυρα, επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Μετά τις τραγικές καταστροφές που υπέστη η χώρα του, ο τσάρος των Βουλγάρων Πέτρος ασθένησε και λίγους µήνες αργότερα, στις 30 Ιανουαρίου 969, πέθανε. Ο Νικηφόρος έστειλε πίσω στη Βουλγαρία τον Βορίση, γιο του Πέτρου, που βρισκόταν όµηρος στην Κωνσταντινούπολη, και κατέλαβε την εξουσία. Δεν µπόρεσε όµως να αποφύγει νέες επιδροµές των Ρώσων. Ο Καλοκύρης έπεισε τον Σβιατοσλάβο να εισβάλει και πάλι στη Βουλγαρία, να Ο βασιλιάς Θαδδαίος αριστερά, ο βασιλιάς Άβγαρος δεξιά κρατά Η κατάληψη της Έδεσσας από τον Νικηφόρο Β Φωκά Ο Νικηφόρος εγκατέλειψε την Αντιόχεια, προχώρησε στο εσωτερικό της Συρίας και κατέλαβε την Έδεσσα. Όπως αναφέρει ο Λέων Διάκονος, εκεί βρήκε την «κέραµον», όπου ήταν αποτυπωµένη η µορφή του Χριστού. Συµφωνα µε την παράδοση, ο απόστολος Θαδδαίος είχε αποσταλεί στον Χριστό από τον τοπάρχη της Έδεσσας Άβγαρο να φέρει το µανδήλιο, στο οποίο ο Χριστός αποτύπωσε τη µορφή του, για να θεραπευτεί από κάποιο νόσηµα. Ο Θαδδαίος µετέφερε εκεί το µανδήλιο και το έκρυψε σε ένα σωρό από κεραµίδια έξω από την πόλη, για να το πάρει την άλλη ηµέρα το πρωί. Όλη τη νύχτα ένα θαυµατουργό φως έλαµπε από τα κεραµίδια. Ο Θαδδαίος πήρε το µανδήλιο και συνέχισε τον δρόµο του. Το κεραµίδι όµως, το οποίο είχε αγγίξει το µανδήλιο, απορρόφησε µε κάθε λεπτοµέρεια τη θεανδρική µορφή του Σωτήρος. Αυτό λοιπόν το βρήκαν οι βάρβαροι και το διαφύλαξαν στην πόλη µε ευσέβεια και ευλάβεια. Μόλις λοιπόν ο αυτοκράτορας Νικηφόρος κατέλαβε την Έδεσσα, πήρε από εκεί το πάνσεπτο κεραµίδι και αφού κατασκεύασε θήκη από χρυσάφι και διαµάντια και το τοποθέτησε µέσα µε ευλάβεια, το κατέθεσε στον ναό της Θεοµήτορος στα ανάκτορα. Λέων Διάκονος, Ιστορίας Δ 10, ελλην. µετάφρ. σ. 215-217.

την κατακτήσει, και να βοηθήσει τον ίδιο να καταλάβει την αυτοκρατορική εξουσία. Ο Νικηφόρος προσπάθησε µε πρεσβείες να πείσει τους Ρώσους να σεβαστούν τις συµφωνίες και να αρκεστούν στη χρηµατική χορηγία που τους είχε δώσει, χωρίς αποτέλεσµα. Καθώς προετοιµαζόταν για νέα εκστρατεία στη Συρία και δεν ήθελε να αφήσει ανοιχτό µέτωπο πίσω του, έστειλε πρεσβεία στους Βουλγάρους τον πατρίκιο Νικηφόρο τον Ερωτικό και τον µητροπολίτη Ευχαΐτων Φιλόθεο, προτείνοντας να στείλουν οι Βούλγαροι νεαρά κορίτσια από βασιλική γενιά για να τα παντρέψει µε τους γιους του Ρωµανού και να εµπεδωθεί µε τον γάµο αδιάρρηκτη φιλία µεταξύ Ρωµαίων των Βουλγάρων. Παρόλο που οι Βούλγαροι δέχθηκαν την πρόταση, το συνοικέσιο δεν τελεσφόρησε εξαιτίας του πρόωρου θανάτου του αυτοκράτορα. Το καλοκαίρι του 969 οι Ρώσοι εισέβαλαν στη Βουλγαρία, διέλυσαν τον βουλγαρικό στρατό, συνέλαβαν τον τσάρο Βορίση και τον αδελφό του Ρωµανό και υπέταξαν τη χώρα µε πρωτοφανή σκληρότητα. Λένε ότι όταν πάτησε ο Σβιατοσλάβος τη Φιλιππούπολη, ανασκολόπησε είκοσι χιλιάδες ανθρώπους µέσα στην πόλη, για να αποθαρρύνει κάθε αντίσταση. Η άλωση της Αντιόχειας (969) Ενώ ο Νικηφόρος ετοιµαζόταν να εκστρατεύσει στη Βουλγαρία και ανέβαλε την εκστρατεία στη Συρία, έφθασε η είδηση ότι ο βυζαντινός στρατός κατέλαβε την Αντιόχεια. Οι αφηγήσεις των πηγών, του Λέοντα Διακόνου και του Ιωάννη Σκυλίτζη, ο οποίος διάκειται εχθρικά προς τον Νικηφόρο, παρουσιάζουν διαφορές ως προς τον τρόπο που έγινε η άλωση και ως προς την αντίδραση του αυτοκράτορα. Επιστρέφοντας ο Νικηφόρος από τη Συρία προς τη Βασιλεύουσα είχε αναθέσει στον πατρίκιο και στρατηγό Μιχαήλ Βούρτζη να συνεχίσει τον αποκλεισµό της Αντιόχειας, για να µην προµηθεύονται οι εχθροί τρόφιµα. Διέταξε και τον πατρίκιο και στρατοπεδάρχη Πέτρο να στείλει τους στρατιώτες του στα σπίτια τους για τον χειµώνα (παραχειµασία) και να περιµένει τον αυτοκράτορα την επόµενη άνοιξη. Ο Βούρτζης ίσως µε τη βοήθεια κάποιου Σαρακηνού µέσα από την πόλη έµαθε το ακριβές ύψος ενός πύργου και κατασκεύασε κλίµακες, τις οποίες µια σκοτεινή και βροχερή νύχτα στερέωσε αθόρυβα, ανέβηκε µε τριακόσιους άνδρες στον πύργο και κατέσφαξε τη φρουρά. Οχυρώθηκε έτσι σε δύο πύργους και έστειλε µήνυµα στον Πέτρο να σπεύσει σε βοήθειά του. Ο Πέτρος αµφιταλαντεύτηκε αν έπρεπε να παρακούσει τη διαταγή του αυτοκράτορα, φοβούµενος Χρυσό «πρωτο-βουλγαρικό» αγγείο του 9ου αιώνα από

όµως µήπως θεωρηθεί υπαίτιος για τη µη ανακατάληψη της πιο σηµαντικής πόλης της Ανατολής, έφθασε στην Αντιόχεια, προκαλώντας φόβο και πανικό στους υπερασπιστές της. Ο Βούρτζης άνοιξε από µέσα τις πύλες και ο βυζαντινός στρατός εισέβαλε στην πόλη. Οι κάτοικοι που αντιστάθηκαν µε σθένος και πολέµησαν σώµα µε σώµα, αναγκάστηκαν να καταθέσουν τα όπλα. Ο στρατοπεδάρχης τους υποδούλωσε και κατέσχε πολυτιµότατα λάφυρα, ολοκλήρωσε την κατάληψη της πόλης και ενίσχυσε τα λιγότερο ασφαλή µέρη των τειχών. Με αυτόν τον τρόπο εκπορθήθηκε η Αντιόχεια στις 28 Οκτωβρίου 969 και παρέµεινε στην εξουσία των Βυζαντινών έως το 1084. Κατά τον Ιωάννη Σκυλίτζη ο Νικηφόρος τιµώρησε τους δύο στρατηγούς που παρέβησαν τις εντολές του, είναι γνωστή εξάλλου η αυστηρότητα του Νικηφόρου για την τήρηση της πειθαρχίας στο στράτευµα. Κατά τον Λέοντα Διάκονο ο αυτοκράτορας ανέπεµψε ευχαριστήριες δεήσεις στον Θεό, τη χαρά του όµως σκίασε ένα γράµµα που του έδωσε ένας άγνωστος µοναχός, που έσπευσε να εξαφανιστεί: «Βασιλέα, σε µένα το σκουλήκι αποκαλύφθηκε από τη Θεία Πρόνοια ότι θα αποδηµήσεις από αυτήν εδώ τη ζωή τρεις µήνες µετά τον Σεπτέµβριο που πέρασε». Σχέσεις του Βυζαντίου µε τη Δύση Εκτός από τους πολέµους εναντίον των Αράβων και το πρόβληµα που δηµιουργήθηκε µε την πρόσκληση των Ρώσων να περάσουν τον Δούναβη, ο Νικηφόρος έπρεπε να αντι- µετωπίσει και την επεκτατική πολιτική του Γερµανού αυτοκράτορα Όθωνα Α (936-73) στην Ιταλία, όπου συγκρούονταν τα συµφέροντα του βασιλέα της Γερµανίας µε εκείνα του αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Η πρώτη επέµβαση του Όθωνα Α στην Ιταλία ήταν το 951, όταν ανάγκασε τον βασιλέα της Ιταλίας ή Λογγοβαρδίας Βερεγγάριο Β να δηλώσει υποτέλεια σε αυτόν. Αργότερα ανέτρεψε τον Βερεγγάριο και το 962 στέφθηκε στη Ρώµη αυτοκράτορας από τον πάπα Ιωάννη ΙΒ (955-64) και εγκατέστησε την Αυλή του στην Παβία. Η Ιταλική χερσόνησος τα επόµενα χρόνια ταράσσεται από τις δολοπλοκίες και την ανατροπή του πάπα Ιωάννη ΙΒ, τη στάση του ρωµαϊκού λαού το 964 που πνίγηκε από τους Σάξωνες στο αίµα και την εµπέδωση της εξουσίας του Όθωνα Α στην Ιταλία. Μετά τη συντριβή του βυζαντινού στρατού το 964 στη Σικελία, ο Όθων στερεώνει τη θεωρία του κράτους της Ιταλίας (regnum italicum), που περιλάµβανε αυτοδίκαια ολόκληρη την Ιταλική χερσόνησο. Χρυσός σταυρός διακοσµηµένος µε σκηνές από τη ζωή του Η κατάληψη της Αντιόχειας, µικρογραφία από το Χρονικό

Επεξέτεινε σταδιακά την επικυριαρχία του στους ηγεµονίσκους της βόρειας και κεντρικής Ιταλίας έως το Βενεβέντο. Στη µεγάλη σύνοδο που συγκάλεσε στη Ραβέννα το 967 εµφανίστηκε ως ο παντοδύναµος κυρίαρχος της Ιταλίας. Τα Χριστούγεννα µάλιστα του 967 ο γιος του Όθων, δεκατεσσάρων ετών, στέφθηκε βασιλεύς από τον πάπα στη Ρώµη. Κανένας ωστόσο επίσκοπος από την Απουλία και την Καλαβρία δεν είχε παραστεί στη σύνοδο της Ραβέννας, καθώς οι περιοχές αυτές ανήκαν στους Βυζαντινούς, ενώ τη Σικελία κατείχαν οι Σαρακηνοί. Όνειρο του Όθωνα Α ήταν η αποκατάσταση της αυτοκρατορίας της Δύσης υπό το σκήπτρο του. Στην εσχατιά όµως της Ιταλικής χερσονήσου τα συµφέροντα των δύο αυτοκρατοριών επρόκειτο να συγκρουστούν. Αυτή καθαυτή η αυτοκρατορική στέψη του Όθωνα στη Ρώµη θεωρείτο από το Βυζάντιο αντιποίηση του αυτοκρατορικού αξιώµατος, που είχε δικαίωµα να φέρει σύµφωνα µε την πολιτική ιδεολογία των Βυζαντινών µόνο ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο αυτοκράτορας των Ρωµαίων. Αλλά και η προώθησή του προς το νότο θεωρείτο εχθρική ενέργεια, καθώς κινδύνευαν οι βυζαντινές κτήσεις στη νότια Ιταλία. Εξάλλου τον θρόνο του Βυζαντίου κατείχε ένας από τους πιο πολεµικούς αυτοκράτορες που µε τις νίκες του κατά των Σαρακηνών είχε πλατύνει τα όρια της αυτοκρατορίας. Ο Νικηφόρος ωστόσο το 967, όπως µαρτυρούν δυτικές πηγές, έστειλε πρεσβεία στον Όθωνα στη Σύνοδο της Ραβέννας για να διερευνήσει τις προθέσεις του και να διαπραγµατευτεί ειρήνη και φιλία. Δεν γνωρίζουµε λεπτοµέρειες για την αποστολή αυτή. Ο Όθων, για να κατοχυρώσει τις κατακτήσεις του στην Ιταλία, κατέφυγε στην πρόσφορη και πατροπαράδοτη πολιτική των επιγαµιών. Το ίδιο έτος, το 967, στέλνει στο Βυζάντιο ως πρεσβευτή του τον Βενετό Δοµήνικο, για να καθησυχάσει τον Νικηφόρο για τις διαθέσεις του Όθωνα και να ζητήσει µια Βυζαντινή πριγκίπισσα για τον επίδοξο διάδοχο του Γερµανού αυτοκράτορα. Ο Δοµήνικος συναντήθηκε µε τον Βυζαντινό αυτοκράτορα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον των Βουλγάρων και φαίνεται πως πέτυχε στην αποστολή του. Το επόµενο έτος, τον Ιανουάριο του 968, Βυζαντινοί πρέσβεις πήγαν στην Καπύη, δηλώνοντας έτσι την επιθυµία του αυτοκράτορα για συνέχιση των διαπραγµατεύσεων. Ο Όθων βέβαια σε επιστολή προς τους υπηκόους του διατείνεται ότι οι πρέσβεις, επιφανέστατοι άνδρες της Κωνσταντινούπολης, ήλθαν να εκλιπαρήσουν την ειρήνη. Τούτο φαίνεται απίθανο για τον αγέρωχο και υπεροπτικό Νικηφόρο, ο οποίος προφανώς ήθελε να κερδίσει χρόνο. Ο Όθων όµως δεν ήταν ειλικρινής στις προθέσεις Ο Γερµανός αυτοκράτορας Όθωνας Α αναθηµατικό γλυπτό

του. Από την Καπύη εισέβαλε στην Απουλία και τον Μάρτιο του 968 πολιόρκησε τη Βάρι, την πρωτεύουσα του θέµατος Λογγοβαρδίας, ευελπιστώντας ότι θα µπορούσε να διαπραγµατευθεί την εκχώρηση των θεµάτων αυτών ως προίκα, αν πραγµατοποιούταν το συνοικέσιο. Η επίθεση αυτή αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση της ειρήνης. Η φρουρά και οι κάτοικοι της πόλης αµύνθηκαν σθεναρά. Ύστερα από έναν µήνα ο Όθων έλυσε την πολιορκία και αποφάσισε να στείλει νέα πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη. Την λεπτή αποστολή ανέλαβε ο επίσκοπος Κρεµώνας Λιουτπράνδος, επιδέξιος διπλωµάτης και ρήτορας. Είχε µεταβεί στο Βυζάντιο για πρώτη φορά το 949 ως πρεσβευτής του βασιλιά της Ιταλίας Βερεγγάριου στα χρόνια του Κωνσταντίνου Ζ Πορφυρογέννητου. Η αφήγηση της αποστολής αυτής µε τον τίτλο Ανταπόδοσις (Antapodosis) αποτελεί σπουδαίο µνηµείο της ιστορίας και των ηθών της βυζαντινής Αυλής. Η πρώτη αυτή διαµονή και η γνώση των βυζαντινών πραγµάτων τον καθιστούσαν τον πλέον ενδεδειγµένο πρεσβευτή. Απέπλευσε από το Βρινδήσιο πιθανότατα µετά τη λύση της πολιορκίας της Βάρης τον Απρίλιο και µέσω Κέρκυρας και Ναυπάκτου έφθασε στην Κωνσταντινούπολη τις πρώτες ηµέρες του Ιουνίου. Η αφήγηση του Λιουτπράνδου για τη δεύτερη αυτή πρεσβεία είναι Αναφορά (Relatio de legatione Constantinopolitana) υπό τύπον επιστολής που την επεξεργάστηκε µετά την επιστροφή του στην Ιταλία και απευθύνεται προς τον αυτοκράτορα Όθωνα, τη σύζυγό του Αδελαΐδα και τον γιο του και συναυτοκράτορα. Η διήγηση αποπνέει ένα µίσος κατά των Ελλήνων, περιγράφει όµως µε ακρίβεια τα συµβάντα και είναι σηµαντική από ιστορική άποψη πηγή, που πρέπει όµως να χρησιµοποιείται µε επιφύλαξη. Υπάρχει µια δόση υπερβολής και έλλειψη αντικειµενικότητας, που δικαιολογούνται εν µέρει από την οργή του Λιουτπράνδου για την εχθρική υποδοχή και αντιµετώπισή του από τη βυζαντινή κυβέρνηση. Σκιαγραφεί µε έντονα αρνητικό τρόπο τον Νικηφόρο και τη βυζαντινή Αυλή για να δικαιολογήσει ενδεχοµένως την αποτυχία της αποστολής του. Όπως αφηγείται, στις 4 Ιουνίου ο Λιουτπράνδος και οι συνοδοί του έφθασαν έφιπποι έξω από τη Χρυσή Πύλη. Όχι µόνο δεν τους υποδέχθηκε κανείς, αλλά τους άφησαν για ώρες να περιµένουν µέσα σε καταρρακτώδη βροχή, ώσπου να τους οδηγήσουν στο µαρ- µάρινο παλάτι, όπου θα διέµεναν. Εκεί παρέµειναν τέσσερις µήνες χωρίς, όπως γράφει, καµία άνεση τα τρόφιµα ήταν πανάκριβα και δεν µπορούσαν να εξέλθουν χωρίς άδεια, καθώς έξω από το οίκηµα υπήρχε φρουρά. Δύο ηµέρες µετά την άφιξή του ο Λιουτ- Το στέµµα του Όθωνα Α (Kunhisto risches Museum,

πράνδος έγινε δεκτός από τον αδελφό του αυτοκράτορα Λέοντα, ο οποίος ασκούσε τα καθήκοντα του λογοθέτη του δρόµου (υπουργού των Εξωτερικών). Αµέσως ανέκυψε ζήτηµα και λογοµαχία για τον τίτλο, µε τον οποίο θα χαρακτηριζόταν ο Όθων. Ο Λέων επέµενε να του αρνείται τον τίτλο του αυτοκράτορα, τον οποίο µόνο ο αυτοκράτορας Κωνσταντινουπόλεως µπορούσε να φέρει, και δεχόταν να ονοµάζεται ρήγας (ρήξ), όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν οι Βυζαντινοί. Οι Λατίνοι διαµαρτυρήθηκαν και ο Λέων διέκοψε τη συνέντευξη αµφισβητώντας τις καλές προθέσεις της αποστολής. Την εποµένη, Κυριακή της Πεντηκοστής, ο Λιουτπράνδος έγινε δεκτός από τον αυτοκράτορα, στον Τρίκλινο των δεκαεννέα ακουβίτων. Οι Λιουτπράνδος δίνει µια περιγραφή του Νικηφόρου µε προφανή υπερβολή και προκατάληψη. Ο αυτοκράτορας τον δέχθηκε καθισµένος σε υπερυψωµένο χρυσό θρόνο και αριστερά λίγο πίσω κάθονταν οι δύο νεαροί βασιλείς. Ο Νικηφόρος εξαγριωµένος άρχισε να διατυπώνει τις αιτιάσεις του για την άδικη συµπεριφορά του Όθωνα, την εκθρόνιση του Βερεγγάριου, τη στέψη του Όθωνα στη Ρώµη και την επίθεσή του εναντίον των πόλεων της νότιας Ιταλίας. Χαρακτήρισε µάλιστα τον Λιουτπράνδο κατάσκοπο. Ο πρέσβυς αντέτεινε µε υπεροψία και αυθάδεια ότι ο κύριός του δεν σφετερίστηκε την εξουσία, αλλά πήγε στην Ρώµη ως σωτήρας και καταλόγισε ευθύνες στον Βυζαντινό αυτοκράτορα ότι δεν ενήργησε για την προστασία της Ιταλίας και δεν νοµιµοποιούταν να έχει αξιώσεις σ αυτήν. Ανακοίνωσε στη συνέχεια την πρόταση του Όθωνα για τον γάµο του γιου του µε την πριγκίπισα, κόρη του Ρωµανού Β και της Θεοφανούς. Ο Νικηφόρος συγκρατώντας την οργή του διέκοψε την ακρόαση µε την πρόφαση ότι ήρθε η ώρα για την πανηγυρική Θεία Λειτουργία στην Αγία Σοφία. Κατά τη µετάβαση του αυτοκράτορα προς τον ναό, συνεχίζει ο Λιουτπράνδος, ένα ετερόκλητο πλήθος των επευφηµούσε: «Ιδού ανατέλλει ο αυγερινός, η αυγή προβάλλει, αντανακλά στην όψη τις ακτίνες του ηλίου, ο ωχρός θάνατος των Σαρακηνών (pallida Saracenorum mors), Νικηφόρος ο µέδων (δηλ. ο πρίγκηπας), µέδοντι Νικηφόρῳ πολλά τα έτη». Μετά τη µακρά θρησκευτική τελετή ο Λιουτπράνδος, µόνος αυτός από την ακολουθία, κλήθηκε στο καθιερωµένο επίσηµο και µε εκθαµβωτική πολυτέλεια γεύµα. Εκεί όµως χολώθηκε, γιατί τον τοποθέτησαν στη 15η τάξη στο τραπέζι των πρέσβεων. Κατά τη διάρκεια του γεύµατος ο Νικηφόρος µέσω των διερµηνέων τον ρωτούσε για τις στρατιωτικές δυνάµεις του Όθωνα στην Ιταλία καθώς και για τις υποταγµένες σε εκείνον χώ- Αεροφωτογραφία της Χρυσής Πύλης στην Κωνσταντινούπολη.

ρες. Με έντονα χλευαστικό και ειρωνικό τόνο µίλησε για τον στρατό και τον στόλο του Όθωνα, αλλά και ο Λιουτπράνδος αντεπιτέθηκε µε οργίλο ύφος, και η λογοµαχία έληξε, όταν ο Νικηφόρος διέταξε να οδηγήσουν τον πρέσβη στην κατοικία όπου έµενε. Εκεί οι Λατίνοι αποκλεισµένοι υπέφεραν από τον καύσωνα, και το βράδυ από το ψύχος. Δεν επέτρεψαν στον Λιουτπράνδο να γράψει στον Όθωνα αλλά ούτε και να επιστρέψει στην Ιταλία. Σε µια ακρόαση ενώπιον του Λέοντα Βάρδα, του παρακοιµώµενου Βασίλειου και άλλων αξιωµατούχων, ο Λιουτπράνδος επανέφερε το θέµα του συνοικεσίου, τόλµησε µάλιστα να ζητήσει ως προίκα τα θέµατα Απουλίας και Καλαβρίας. Εξοργισµένοι του απάντησαν ότι ήταν ανήκουστο και ανεπίτρεπτο η πορφυρογέννητη, κόρη πορφυρογέννητου βασιλέα, να παντρευτεί έναν βάρβαρο. Αλλά και αν επερχόταν συµφωνία, ο Όθων θα έπρεπε να δώσει προίκα αντάξια της υψηλής αυτής συγγένειας: να επιστρέψει τη Ρώµη και τη Ραβέννα και όλη τη νότια Ιταλία. Ο Λιουτπράνδος προσκλήθηκε και άλλες φορές σε γεύµα στα ανάκτορα, παρεξηγήθηκε µάλιστα όταν τοποθέτησαν πιο µπροστά απ αυτόν στη µακρόστενη τράπεζα των συµποσίων τον πρέσβη των Βουλγάρων, «άπλυτο µε κοντά µαλλιά και ζωσµένο µε αλυσίδες», το θεώρησε προσβολή προς τον κύριο και αυτοκράτορά του και γι αυτό αποχώρησε. Φαίνεται πως επρόκειτο για την πρεσβεία που είχαν στείλει οι Βούλγαροι το 968, για να αποτραπεί η εισβολή του Σβιατοσλάβου στη χώρα τους. Η δικαιολογία της βυζαντινής Αυλής ήταν ότι η θέση των Βουλγάρων πρέσβεων απέρρεε από τη συνθήκη ειρήνης του 927. Στα τέλη Ιουλίου ο Νικηφόρος αναχώρησε για τη Συρία, για να συνεχίσει τις επιχειρήσεις εναντίον των Αράβων. Ενώ ο Λιουτπράνδος περίµενε να του δοθεί η άδεια να επιστρέψει, ένα απρόβλεπτο γεγονός χειροτέρεψε την κατάσταση. Στις 25 Αυγούστου έφθασαν απεσταλµένοι του πάπα Ιωάννη ΙΓ (965/6-72) µε επιστολή, µε την οποία «παρακαλούσε τον αυτοκράτορα των Ελλήνων να συνάψει συγγένεια και σταθερή φιλία µε το αγαπητό και πνευµατικό του τέκνο Όθωνα, τον σεβαστό αυτοκράτορα των Ρωµαίων». Ήταν φανερό πως ο πάπας αµφισβητούσε τις οικουµενικές αξιώσεις του αυτοκράτορα του Βυζαντίου ως συνεχιστή της ρωµαϊκής αυτοκρατορικής ιδέας και υποστήριζε την αυτοκρατορική ιδιότητα του Όθωνα ως κληρονόµου του ρωµαϊκού κράτους. Η αναφορά του Νικηφόρου ως αυτοκράτορα των Ελλήνων (imperator Graecorum) και όχι των Ρωµαίων, όπως αντίθετα αποκαλείτο στην επιστολή ο Όθων (imperator Romanorum), εξόργι-

σε τους Βυζαντινούς αξιωµατούχους. Έριξαν τους παπικούς πρέσβεις στη φυλακή, ενώ στις 17 Σεπτεµβρίου κάλεσε ο πατρίκιος Χριστόφορος τον Λιουτπράνδο στο παλάτι και του ανέφερε τα της επιστολής και της τιτλοφορίας. Ο Λιουτπράνδος υποσχέθηκε ότι θα φρόντιζε στο µέλλον οι επιστολές να απευθύνονται προς τους «Νικηφόρο, Κωνσταντίνο και Βασίλειο, τους µεγάλους αυγούστους και αυτοκράτορες των Ρωµαίων» και έτσι του επέτρεψαν να εγκαταλείψει την Πόλη. Ο Λιουτπράνδος ωστόσο έγινε µάρτυρας και άλλων προσβολών. Λίγο πριν αναχωρήσει, του κατακράτησαν στο παλάτι πέντε πορφυρά πολύτιµα υφάσµατα, τα οποία είχε προµηθευτεί για να στολίσει τον καθεδρικό ναό του στην Κρεµώνα. Όπως αφηγείται ο ίδιος, «εγκατέλειψα µε τον αγωγιάτη µου στις 2 Οκτωβρίου κατά τις τέσσερις το απόγευµα µε πλοίο εκείνη την Πόλη, την άλλοτε τόσο πλούσια και ευτυχισµένη, τώρα όµως πεινασµένη, επίορκη, άπιστη, ληστρική, άπληστη, φιλάργυρη και κενόδοξη, και σε σαρανταεννέα ηµέρες έφθασα µε γάιδαρο, µε τα πόδια, µε άλογο, νηστικός, διψασµένος, αναστενάζοντας, κλαίγοντας και θρηνώντας στη Ναύπακτο, που είναι επαρχία της Νικοπόλεως, όπου µε άφησε ο αγωγιάτης µου». Στις 23 Νοεµβρίου έφθασε στη Ναύπακτο, στις 30 Νοεµβρίου προσκύνησε τον Άγιο Ανδρέα στην Πάτρα, στις 6 Δεκεµβρίου έφθασε στη Λευκάδα και από εκεί στην Κέρκυρα και µετά στην Ιταλία. Στο µεταξύ διάστηµα ο Όθων συνέχισε τις επιχειρήσεις στην Κάτω Ιταλία. Επέδραµε στην Απουλία, στη Λουκανία και στην Καλαβρία, απ όπου αποχώρησε τέλη Απριλίου του 969. Ο Νικηφόρος απέστειλε στρατεύµατα για να ενισχύσει τις φρουρές της Κάτω Ιταλίας. Ο στρατηγός της Βάρεως Ευγένιος επιτέθηκε στην Καπύη και ανάγκασε τους δούκες της Νεαπόλεως και του Σαλέρνο να δηλώσουν πίστη και αφοσίωση στον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Ο πόλεµος εξακολούθησε µε εναλλασσόµενες φάσεις, και τέλος, στη διαµάχη µε τον Όθωνα έδωσε ο διάδοχος του Νικηφόρου Ιωάννης Τσιµισκής. Μεταξωτό ύφασµα του 10ου αιώνα, διακοσµηµένο µε αντω- Εσωτερική πολιτική του Νικηφόρου Η δηµοτικότητα του Νικηφόρου παρά τις λαµπρές στρατιωτικές επιτυχίες άρχισε σιγά σιγά να σβήνει και ο αρχικός ενθουσιασµός να µετατρέπεται σε δυσαρέσκεια και αγανάκτηση. Αυστηρός και άτεγκτος στρατιωτικός χωρίς την απαραίτητη πολιτική ευθυκρισία και διπλωµατικότητα, όπως φάνηκε στις περιπτώσεις της αποποµπής των Βουλγάρων πρέσβεων και της πρόσκλησης του Σβιατοσλάβου, αλλά και από την αλαζονική και πε-

ριφρονητική συµπεριφορά προς τον απεσταλµένο του Όθωνα Λιουτπράνδο, θεωρούσε σκοπό της ζωής του την αποκατάσταση του κύρους της αυτοκρατορίας µε τον πόλεµο. Οι συνεχείς όµως πολεµικές επιχειρήσεις απαιτούσαν τεράστιες δαπάνες, µε συνέπεια ο αυτοκράτορας να επιβάλλει νέες φορολογικές επιβαρύνσεις. Επιπλέον οι φυσικές καταστροφές ο Λιουτπράνδος αναφέρει την επιδροµή ποντικών σε ορισµένες επαρχίες της Μικράς Ασίας προκάλεσαν το 968 σιτοδεία και λιµό και γι αυτό, όπως αναφέρει, ήταν ακριβά τα τρόφιµα και στην Κωνσταντινούπολη. Οι πηγές καταγγέλλουν τον αυτοκράτορα για αισχροκέρδεια. Κατά τον Λιουτπράνδο, ο Νικηφόρος συγκέντρωσε τη συγκοµιδή του σιταριού απ όλη την επικράτεια και σε ογδόντα χιλιάδες στρατιώτες που τους στρατολόγησε µε το πρόσχηµα της εκστρατείας, πούλησε σιτάρι για έναν ολόκληρο µήνα αντί δύο χρυσών νοµισµάτων, ενώ το είχε αγοράσει µε ένα. Η αισχροκέρδεια αυτή αποδίδεται από τον Λέοντα Διάκονο και στον αδελφό του αυτοκράτορα Λέοντα Φωκά, που εγκατέλειψε τη ζωή του στρατιώτη και µεταβλήθηκε σε κερδοσκόπο αστό: «Μηχανεύτηκε µια έλλειψη σιταριού και των άλλων αναγκαίων τροφίµων και αγοράζοντας το σιτάρι µε ελάχιστα χρήµατα, το µεταπωλούσε µε πολλαπλάσιο κέρδος». Στην Πόλη κυκλοφορούσαν διαδόσεις ότι οι δύο αδελφοί κερδοσκοπούσαν σε βάρος του λαού. Κατά τον Ιωάννη Σκυλίτζη καυχιόταν µάλιστα ο Νικηφόρος ότι αγόραζε έναν µόδιο σιταριού µε ένα χρυσό νόµισµα και τον πωλούσε δύο σε αντίθεση, παρατηρεί ο ιστορικός, µε τον Βασίλειο Α, ο οποίος σε παρόµοια περίπτωση εξοργίστηκε µε τους αξιωµατούχους του παλατιού που δεν τον είχαν ενηµερώσει για τη σιτοδεία και πωλούσαν το σιτάρι δύο µεδίµνους ένα νόµισµα, και διέταξε να ανοίξουν οι σιταποθήκες και να πωληθούν δώδεκα µέδιµνοι ένα νόµισµα. Στην Πόλη κυκλοφορούσαν διάφορα ανέκδοτα που διεκτραγωδούσαν την κατάσταση. Όταν µια ηµέρα πήγε ο αυτοκράτορας Νικηφόρος να γυµνάσει τους στρατιώτες, πήγε ένας ασπροµάλλης άνδρας που ήθελε να καταταγεί στον στρατό. Έκπληκτος ο αυτοκράτορας τον ρώτησε, πώς αυτός, γέρος άνθρωπος, ήθελε να καταταγεί, κι εκείνος του απάντησε εύστοχα: «Είµαι πολύ πιο δυνατός τώρα απ ό,τι όταν ήµουν νέος. Γιατί τότε φόρτωνα δύο µουλάρια µε σιτάρι που το αγόραζα ένα νόµισµα, ενώ στα χρόνια της δικής σου βασιλείας φορτώνοµαι εύκολα στους ώµους µου σιτάρι αξίας δύο νοµισµάτων». Ο αυτοκράτορας κατάλαβε την ειρωνεία και αποµακρύνθηκε ατάραχος. Η αρνητική εικόνα του Νικηφόρου που παρουσιάζουν οι µεταγενέστεροι συγγραφείς Ιωάννης Σκυλίτζης Επιβίβαση βυζαντινού στρατού στα πλοία υπό τις οδηγίες του Μιλιαρέσιον του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, ο οποίος

και Ιωάννης Ζωναράς και «ότι είχε γίνει µισητός και όλοι διψούσαν την καταστροφή του» οφείλεται στην προσπάθεια να αµαυρώσουν τη µνήµη του και να δικαιολογήσουν την ανόσια συµπεριφορά της συζύγου του Θεοφανούς. Υπήρξαν όµως και µοναχικοί κυρίως κύκλοι του Άθω που καλλιέργησαν την εικόνα του θεοσεβούς αυτοκράτορα και νικητή των Σαρακηνών και τον αγιοποίησαν. Η κατάσταση στη Βασιλεύουσα ήταν έκρυθµη, γιατί οι στρατιώτες κυκλοφορούσαν ασύδοτοι και βιαιοπραγούσαν σε βάρος των πολιτών. Την Κυριακή του Πάσχα του 967 στον ιππόδροµο, ενώ πλήθος κόσµου παρακολουθούσε αρµατοδροµίες, σ ένα διάλειµµα ο αυτοκράτορας διέταξε τους άνδρες της φρουράς να κατέβουν στον αγωνιστικό χώρο και µε γυµνά τα σπαθιά να παραταχθούν και να µετάσχουν σε µια εικονική σύγκρουση, για να ψυχαγωγήσουν ενδεχοµένως τον λαό και για να δείξουν πώς γυµνάζονται οι στρατιώτες, για να είναι ετοιµοπόλεµοι. Δηµιουργήθηκε πανικός από το πρωτοφανές θέαµα και οι θεατές άρχισαν να εγκαταλείπουν το στάδιο στον συνωστισµό πολλοί καταπατήθηκαν και πέθαναν από ασφυξία. Ο αυτοκράτορας παρέµεινε ατάραχος και τα πνεύµατα ηρέµησαν. Όπως αφηγείται ο Λέων Διάκονος, που έφηβος την εποχή εκείνη σπούδαζε στην Κωνσταντινούπολη τα εγκύκλια γράµµατα, όταν ο Νικηφόρος το βράδυ της Αναλήψεως µετά τη λιτανεία στον ναό της Θεοτόκου της Πηγής επέστρεφε έφιππος στα ανάκτορα, οι συγγενείς αυτών που είχαν σκοτωθεί στον ιππόδροµο τον εξύβριζαν ανενδοίαστα. Μια γυναίκα µάλιστα µε την κόρη της άρχισε από τη σκεπή του σπιτιού της να πετροβολά τον αυτοκράτορα. Τις συνέλαβαν και καταταδικάστηκαν να καούν ζωντανές. Ο αυτοκράτορας όµως θεώρησε τα γεγονότα αυτά ασήµαντα και όχι επικίνδυνη αντίδραση του λαού. Όχι µόνο ο λαός ήταν δυσαρεστηµένος µε τον αυτοκράτορα αλλά και η σύγκλητος και η Εκκλησία, καθώς ο Νικηφόρος διέκοψε ένα µέρος από φιλοδωρίες προς τους συγκλητικούς και τις χορηγίες (σολέµνια) προς τους ναούς και τους ευαγείς οίκους που είχαν καθιερώσει προηγούµενοι αυτοκράτορες. Μολονότι ο Νικηφόρος ήταν ευσεβής και φιλοµόναχος, έλαβε πολλά σκληρά µέτρα κατά της Εκκλησίας: Τον Σεπτέµβριο Οκτώβριο του 963 εξέδωσε νόµο, συντάκτης του οποίου, όπως και άλλων Νεαρών και επιστολών του Νικηφόρου, ήταν ο πατρίκιος και πρωτοασηκρήτις Συµεών, που ταυτίζεται µε τον Συµεών λογοθέτη και µεταφραστή, να µην αυξάνει η ακίνητη περιουσία των µονών, των µητροπόλεων, των επισκοπών και των ευαγών ιδρυµάτων µε δωρεές νέων κτηµάτων

ούτε να ιδρύονται νέα µοναστήρια, αλλά να ανακαινίζονται τα παλαιά. Ήταν δυνατό όµως να ιδρύονται κελιά και λαύρες σε έρηµες τοποθεσίες. Επίσης λέγεται από τις αφηγηµατικές πηγές ότι όρισε να µην εκλέγεται ή να χειροτονείται επίσκοπος χωρίς τη δική του γνώµη και επενέβαινε υπέρ του κράτους στις περιουσίες των επισκόπων που πέθαιναν. Προσπάθησε µάλιστα να εκδώσει νόµο, µε τον οποίο να κηρύσσονται µάρτυρες όσοι στρατιώτες χάνονταν στον πόλεµο, συνάντησε όµως την αποφασιστική άρνηση του πατριάρχη Πολύευκτου και των άλλων επισκόπων που προέβαλαν τον κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου, που όριζε να µη µετέχουν στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας για τρία χρόνια όσοι σκότωσαν στη διάρκεια του πολέµου. Ο πολέµαρχος αυτοκράτορας έλαβε µέτρα και για την προστασία των στρατιωτών και των στρατιωτικών κτηµάτων, από τα οποία οι θεµατικοί στρατιώτες εξασφάλιζαν τον οπλισµό και τη συντήρησή τους. Με τη Νεαρά του 963/4 που αφορούσε τους στρατιώτες του θέµατος των Αρµενιακών όριζε: α) Στρατιωτικά κτήµατα Αρµενίων που είχαν δοθεί για καλλιέργεια σε πρόσφυγες ή ως αριστείον σε άλλους στρατιωτικούς, εφόσον οι κάτοχοί τους απουσίαζαν πάνω από τρία χρόνια, θα παρέµεναν στους νέους κατόχους. Όσα όµως είχαν δοθεί σε κουρατωρείες, δηλαδή σε υπηρεσίες που διαχειρίζονταν αυτοκρατορικά κτήµατα, µονές και ευαγή ιδρύµατα, ή στη βασιλική µονή της Λακάπης ή σε δυνατούς, θα αποδίδονταν στους κατόχους τους ή στους κληρονόµους τους µέσα σε µία τριακονταετία, µε την υποχρέωση οι τελευταίοι να πληρώσουν τα διάφορα έξοδα που έγιναν στο κτήµα. β) Στρατιώτες που είχαν αυτοµολήσει στους Άραβες στη Συρία έχαναν για τιµωρία τα κτήµατά τους ανεξάρτητα από τον χρόνο που επέστρεφαν, λαµβανόταν όµως πρόνοια να τους δοθεί άλλο κτήµα σε άλλη περιοχή. γ) Όσοι καταδικάζονταν για φόνο απαγορευόταν να αποζηµιώσουν τους συγγενείς του φονευθέντος σε βάρος του στρατιωτικού κτήµατος αλλά µόνο µε την κινητή τους περιουσία. Με άλλο νόµο ο Νικηφόρος καθόριζε ως όριο αναπαλλοτριώτου στρατιωτικού κτήµατος έκταση αξίας τεσσάρων λιτρών χρυσού για τους απλούς στρατιώτες, ενώ αύξησε το όριο για τους βαρύτερα οπλισµένους ιππείς, τους κλιβανοφόρους και επιλωρικοφόρους, σε έκταση αξίας δώδεκα λιτρών, γιατί ο οπλισµός και η εξάρτυσή τους απαιτούσαν µεγαλύτερα έξοδα. Το µέτρο αυτό δεν ήταν αποτέλεσµα µιας στρατιωτικής µεταρρύθµισης του Νικηφόρου στον οπλισµό και στα στρατιωτικά σώµατα, όπως υποστηρίχθηκε, διότι κατάφρακτοι ιππείς υπηρετούσαν ανέκαθεν στον βυζαντινό στρατό, αλλά απέβλεπε Η Ανάσταση παράσταση σε χειρόγραφο πολυτελούς κώδικα