Τοποθέτηση στο round table discussion «Σεμινάριο για ζητήματα ιθαγένειας και ανιθαγένειας» ημερομ. 7/10/2015, Συνεδριακό Κέντρο Φιλοξενία 1. Έχει, εύστοχα, ειπωθεί ότι η ιθαγένεια, αποτελεί «το δικαίωμα να έχει κανείς δικαιώματα». Και αυτό γιατί η κτήση ιθαγένειας φέρει μαζί της τόσο τη διπλωματική προστασία του κράτους ιθαγένειας και, πολύ συχνά, συνιστά νομική προϋπόθεση για την άσκηση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Συνακόλουθα, πρόσωπα χωρίς ιθαγένεια, στερούνται, της νομικής αναγνώρισης που χρειάζεται για την άσκηση πολλών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στο γάμο, το δικαίωμα στην εργασία, την εκπαίδευση, την υγεία και το δικαίωμα στην ελεύθερη διακίνηση -δικαιώματα «δεδομένα», εν πολλοίς, για άτομα με ιθαγένεια. Αποτελούν, ως εκ τούτου, μία από τις πλέον ευάλωτες ομάδες σε ότι αφορά παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διακρίσεων, ενώ η περιθωριοποίηση, ο αποκλεισμός και η φτώχεια αποτελούν την πραγματικότητα της ζωής των ανιθαγενών. Τα άτομα αυτά είναι, επιπλέον, ιδιαίτερα ευάλωτα σε απελάσεις από τη χώρα διαμονής τους όπου στερούνται νομικού καθεστώτος, βρίσκονται σε ρίσκο μακρόχρονων κρατήσεων ιδιαίτερα στο πλαίσιο της πριν την απέλαση κράτηση- επειδή πολλές φορές δεν γίνονται αποδεκτά από κανένα κράτος. 2. Όπως έχει ήδη ειπωθεί, η Κύπρος δεν έχει υπογράψει καμιά από τις διεθνείς συνθήκες που ρυθμίζουν τα ζητήματα της ανιθαγένειας και ούτε διαθέτει ειδική νομοθεσία που να αφορά σε αυτό το ζήτημα. Μέχρι πρόσφατα εφαρμογή είχαν οι γενικές διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου και αρμόδια αρχή για αξιολόγηση των ατομικών αιτημάτων ήταν η Υπηρεσία Ασύλου. Στην περίπτωση, ειδικότερα, ανιθαγενών που βρίσκονταν στην Κύπρο και ήταν ταυτόχρονα και πρόσφυγες, σύμφωνα με τον ορισμό της Συνθήκης της Γενεύης του 1951 για τους Πρόσφυγες, και κατά συνέπεια δικαιούνταν να τους παραχωρηθεί η αυξημένη προστασία του διεθνούς προσφυγικού δικαίου, παραχωρείτο, και συνεχίζει να υπάρχει η δυνατότητα παραχώρησης προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής 1
προστασίας κατ εφαρμογή των κριτηρίων, διαδικασιών και έννομων συνεπειών του περί Προσφύγων Νόμου. Ωστόσο, πολύ συχνά, ένα ανιθαγενές πρόσωπο βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής του για λόγους που δεν σχετίζονται με τους λόγους δίωξης που δικαιολογούν τη μεταχείρισή του ως πρόσφυγα. Αυτές οι περιπτώσεις ενέπιπταν, μέχρι πρόσφατα, στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 19Α του περί Προσφύγων Νόμου, με τίτλο «Καθεστώς Διαμονής για Ανθρωπιστικούς Λόγους», το οποίο προέβλεπε την δυνατότητα παραχώρησης καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας και δεν του αναγνωρίζεται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Με το Νόμο 59(Ι)/2014, ο οποίος τροποποίησε τον περί Προσφύγων Νόμο, το άρθρο 19Α καταργήθηκε, χωρίς να αντικατασταθεί με οποιοδήποτε άλλο άρθρο παρεμφερούς φύσης. Γνωρίζουμε, ότι κατά τη συζήτηση του Νομοσχεδίου στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η αντιπροσωπεία στην Κύπρο της Υπάτης Αρμοστείας των Η.Ε. για τους πρόσφυγες εξέφρασε τη διαφωνία της με την προτιθέμενη κατάργηση της εν λόγω πρόνοιας. Μετά την ψήφιση του Ν. 59(Ι)/2014, ο χειρισμός των προσώπων χωρίς ιθαγένεια, εφόσον δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό πλαίσιο του περί Προσφύγων Νόμου, γίνεται, στην ουσία, αποκλειστικά από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, στα πλαίσια των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου που προβλέπουν τη δυνατότητα παραχώρησης άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Ως Γραφείο, εκφράσαμε, κατά καιρούς, τις επιφυλάξεις μας σε σχέση με το πεδίο και τον τρόπο εφαρμογής των προαναφερόμενων νομοθετικών διατάξεων, τονίζοντας ότι το γεγονός ότι η αναφερόμενη εξουσία αυτή έχει μετεξελιχθεί σε εργαλείο κάλυψης των κενών και αδυναμιών που παρατηρούνται στο μεταναστευτικό πλαίσιο, και μάλιστα κατά τρόπο που δεν είναι οριοθετημένος, προκαθορισμένος, ελέγξιμος και επαληθεύσιμος, οδηγεί σε ένα σημαντικό και μη ανεκτό έλλειμμα ασφάλειας δικαίου και δικαιοκρατικών εγγυήσεων. 2
Τις επιφυλάξεις αυτές σημειώσαμε και στην Τοποθέτηση αναφορικά με τη ρύθμιση του νομικού καθεστώτος και των δικαιωμάτων των προσώπων χωρίς ιθαγένεια, επισημαίνοντας, ειδικότερα, ότι, με την κατάργηση του άρθρου 19 Α του περί Προσφύγων Νόμου και την ανάθεση του ζητήματος στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, υπάρχει ο κίνδυνος το θέμα των ανιθαγενών να υποτιμηθεί και να «χαθεί» μέσα στις δαιδαλώδεις αρμοδιότητες και διαδικασίες του Τμήματος, οι οποίες, όπως κατ επανάληψη παρατηρήσαμε, χαρακτηρίζονται από γραφειοκρατία, καθυστερήσεις, δυσκαμψία, αδιαφάνεια και έλλειψη εχεγγύων νομικής ασφάλειας και προβλεψιμότητας. Για αυτό και, βασική κατάληξη της αναφερόμενης Τοποθέτησης, -πέρα από την ανάγκη για υπογραφή και επικύρωση της Σύμβασης του 1954- ήταν ότι ο αναφερόμενος πιο πάνω κίνδυνος, θα μπορούσε να περιοριστεί με την υιοθέτηση και τη δέσμευση για εφαρμογή ενός πλαισίου δράσης σε σχέση με τους ανιθαγενείς, στο οποίο θα ορίζεται η διαδικασία και τα κριτήρια αναγνώρισης ενός προσώπου χωρίς ιθαγένεια, ο τύπος και το περιεχόμενο των δικαιωμάτων του και οι τρόποι διατμηματικής συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων υπηρεσιών, και συγκεκριμένα του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και της Υπηρεσίας Ασύλου, υπό την καθοδήγηση της UNHCR. 3. Όλες οι περιπτώσεις που τέθηκαν υπόψη μας και που η εξέταση των οποίων στάθηκε αφορμή για την ετοιμασία και την υποβολή της Τοποθέτησης που προαναφέρεται, αλλά και μετά την υποβολή της, κατέδειξαν και καταδεικνύουν ζητήματα που άτομα χωρίς ιθαγένεια καλούνται να αντιμετωπίσου, στην απουσία ενός τέτοιου πλαισίου δράσης, και ταυτόχρονα στοιχειοθετούν την ανάγκη υιοθέτησης ενός τέτοιου πλαισίου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση γυναίκας που αποτάθηκε (28.1.2013), μέσω Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης, στο Γραφείο, ζητώντας την παρέμβασή μας για να εξασφαλίσει άδεια παραμονής. Η συγκεκριμένη γυναίκα κατάγεται από το Ουζμπεκιστάν, κράτος του οποίου κατείχε την υπηκοότητα μέχρι το 2003, οπότε και την απώλεσε όταν απέκτησε τη Ρώσικη υπηκοότητα, ως σύζυγος Ρώσου πολίτη. Το 2005 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της μόνιμα στην Κύπρο, εξασφαλίζοντας, έκτοτε, τις απαραίτητες άδειες παραμονής. Μετά το διαζύγιό της το 2010, διαμένει 3
στην Κύπρο με τις δύο της κόρες, που είναι μαθήτριες σε σχολείο εδώ. Το 2010, ενημερώθηκε από τη Ρώσικη Πρεσβεία στη Λευκωσία ότι η διαδικασία με την οποία της είχε παραχωρηθεί, το 2003, η Ρωσική υπηκοότητα έπασχε, και, για το λόγο αυτό, δεν θεωρείται, πλέον, Ρωσίδα υπήκοος. Από τότε, κατέστη ανιθαγενείς, δεδομένου και του ότι η επανάκτηση της ιθαγένειας της χώρας καταγωγής της δεν είναι εφικτή, μετά την, από μέρους της, αποκήρυξη της υπηκοότητας, το 2003. Ελλείψει διαβατηρίου, η παραπονούμενη είχε πια στερηθεί τη δυνατότητα ανανέωσης της άδειας παραμονής της στην Κύπρο. Έγιναν πολλές προσπάθειες από πλευράς μας με στόχο να διευθετηθεί η νόμιμη παραμονή της παραπονούμενης και της οικογένειάς της στην Κύπρο, χωρίς, όμως αποτέλεσμα, μέχρι πρόσφατα, όταν παραχωρήθηκε, εν τέλει, το καθεστώς του πρόσφυγα στην ίδια και στα παιδιά της. Για το διάστημα των χρόνων που μεσολάβησαν μέχρι την παραχώρηση στην παραπονούμενη διεθνούς προστασίας, η τελευταία βρισκόταν σε κατάσταση συνεχούς ανασφάλειας, δεδομένης της αβεβαιότητας γύρω από το θέμα της παραμονής της εδώ, μη έχοντας καμία άλλη επιλογή μετακίνησης, με ότι αυτό συνεπάγεται από άποψη δικαιωμάτων και αξιοπρεπούς διαβίωσης. Κατά το 2014, τέθηκε υπόψη μας, μέσω της υποβολής σχετικών ατομικών παραπόνων, το θέμα της έκδοσης laissez passer, ως ταξιδιωτικό έγγραφο, σε δικαιούχους συμπληρωματικής προστασίας και, ειδικότερα, στις περιπτώσεις ανιθαγενών ατόμων, τα οποία δεν έχουν, εκ των πραγμάτων, τη δυνατότητα έκδοσης διαβατηρίου. Με βάση την κείμενη νομοθεσία, το μόνο έγγραφο που προβλέπεται για τους μη κατόχους εθνικού διαβατηρίου, που δεν είναι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες, είναι το laissez passer, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα στους δικαιούχους του εν λόγω εγγράφου, αφού αυτό φαίνεται να περιορίζει, σε μεγάλο βαθμό την μετακίνησή τους, δεδομένου ότι, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, δεν αποδέχονται το laissez passer, για σκοπούς θεώρησης εισόδου. 4
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση οικογένειας Κόυρδων από τη Συρία, ανιθαγενείς και κάτοχοι συμπληρωματικής προστασίας, οι οποίοι διαμένουν 10 και πλέον χρόνια στην Κύπρο. Η μεγάλη κόρη του ζευγαριού είναι φέτος τελειόφοιτη δημόσιου σχολείου, και επιθυμία της είναι να σπουδάσει στο εξωτερικό. Η έλλειψη ταξιδιωτικών εγγράφων που να τις επιτρέπουν να ταξιδέψει εκτός Κύπρο, καθιστά, στο παρόν στάδιο, αδύνατη την πρόσβασή της σε τριτοβάθμια εκπαίδευση. 5