ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΕΝΤΡΟ Ένα κοριτσάκι είναι λυπηµένο πάνω σε µια χάρτινη βαρκούλα. Κοιτούσε το νέφος, ώσπου ξαφνικά εµφανίστηκε ένα κόκκινο φύλλο. Το κοιτούσε ώρες προσπαθώντας να βρει ένα συµπέρασµα από πού ήρθε αυτό το φύλλο. Παρατήρησε ακόµη πως ένα µεγάλο ψάρι την ακολουθούσε. Στο δρόµο για το σπίτι της παρατήρησε πως κανένας δε την έβλεπε. Όλοι αδιαφορούσαν γι αυτήν. Μόλις έφτασε σπίτι της είδε πως στο πόδι της είχε κολλήσει ένας κόκκινος καρπός. Όταν µπήκε στο δωµάτιό της, ο καρπός έπεσε κάτω και φύτρωσε ένα µικρό δεντράκι. Την επόµενη ηµέρα το δεντράκι είχε µεταµορφωθεί σ ένα µεγάλο δέντρο µε κόκκινα φύλλα. Το κοριτσάκι έβλεπε το δέντρο χαρούµενη, ώσπου ξαφνικά εξαφανίστηκε. Το µόνο που έµεινε ήταν ένα φύλλο που µε το µικρό στοµατάκι του ξεφώνησε µια πρόταση: <<Η δουλειά µου τελείωσε. Τώρα πλέον είσαι χαρούµενη και πρέπει να µείνεις έτσι>>. Ένα στεφάνι από λουλούδια εµφανίστηκε στο κεφάλι της µικρής κι όλος ο τόπος έλαµψε από φως εκείνο το περίεργο πρωινό. 1
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΥΛΛΟ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι. Αυτό το παιδί το έλεγαν Άνναρµπελ, το οποίο δεν είχε γονείς. Μέρα µε τη µέρα γινόταν όλο και πιο λυπηµένη. Επιπλέον όταν πήγαινε στο σχολείο τα παιδιά δεν την έπαιζαν και την παρενοχλούσαν. Δηλαδή ήταν θύµα <<BULLING>>. Όπου κι αν πήγαινε ένα κόκκινο φύλλο την ακολουθούσε. Μια µέρα αποφάσισε να πάει από διαφορετικό δρόµο στο σπίτι της. Στην πορεία συνάντησε ένα τεράστιο άγαλµα ψάρι, το οποίο <<έκλαιγε>>. Πολλοί άνθρωποι περνούσαν από µπροστά του, αλλά κανένας δεν το παρατηρούσε, σαν να µην υπήρχε. Το κόκκινο φύλλο ξαναβρέθηκε στην πορεία της. Η µικρή Άνναρµπελ συνέχισε το δρόµο για το σπίτι. Όταν έφτασε, πήγε στο δωµάτιό της και τι να δει!!! Το κόκκινο φύλλο πάλι εκεί. Προσπάθησε να το πιάσει, µα αυτό εξαφανίστηκε. Άρχισε να κάνει τα µαθήµατά της, όταν ακούστηκαν κάποιοι θόρυβοι απ έξω. Αµέσως τα παράτησε όλα και πήγε να δει τι συνέβη. Όταν πήγε έξω τι να δει, ένα τεράστιο δέντρο είχε φυτρώσει. Μετά από δύο λεπτά το δέντρο άρχισε να λάµπει. Ύστερα το δέντρο άνοιξε στα δύο και εµφανίστηκαν οι γονείς της Άνναρµπελ. Η µικρή λιποθύµησε από χαρά. Ύστερα η µικρή τους τα εξήγησε όλα για το τι συνέβαινε στο σχολείο. Οι γονείς της την επόµενη ηµέρα πήγαν στον διευθυντή του σχολείου και του είπαν τι συνέβαινε στα διαλλείµατα. Μετά από αυτό τα παιδιά στο σχολείο την έπαιζαν και την έκαναν αρχηγό σ όλα τα αθλήµατα. 2
THE RED TREE!!! Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα µοναχικό κοριτσάκι που το έλεγαν Άννι. Δυστυχώς η Άννι στην ηλικία των τριών της χρόνων έχασε τους γονείς της σε αεροπορικό δυστύχηµα και από τότε δε χαµογέλασε ποτέ ξανά. Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε όταν το κοριτσάκι αποφάσισε να ταξιδέψει σε µακρινούς τόπους για να γνωρίσει πως ζουν οι άνθρωποι των άλλων χωρών. Έφτιαξε λοιπόν ένα χάρτινο καραβάκι για να ταξιδέψει στην απέραντη θάλασσα. Μετά από λίγα λεπτά ήρεµου ταξιδιού άρχισαν να πέφτουν αστραπές και να µαυρίζει ο ουρανός. Τότε ένα τεράστιο κύµα έσκισε το καραβάκι και βύθισε το κοριτσάκι στα βάθη της θάλασσας. Μόλις συνήλθε, αντίκρισε τεράστια άχρωµα κτίρια και θλιµµένους πολίτες. Προχωρώντας στο κέντρο της πόλης τράβηξε την προσοχή της ένα τεράστιο άγαλµα που έµοιαζε µε ψάρι, από το οποίο έτρεχαν δάκρυα και κάτω από αυτό έγραφε:<< Καλωσορίσατε στην πόλη της θλίψης>>. Η Άννι κοιτώντας το άγαλµα κατάλαβε ότι κάποιοι ή κάτι την παρακολουθούσε. Γυρνώντας την πλάτη της είδε ένα κόκκινο φύλλο που πάνω του έγραφε: <<Αν θέλεις να βρεις κάποιον σηµαντικό σου άνθρωπο ψάξε στο χρυσό λιβάδι, όπου υπάρχει το ρολόι της χαράς>>. Χωρίς να χάσει χρόνο η Άννι πήγε και ρώτησε έναν άντρα πού βρίσκεται το χρυσό λιβάδι. Ο άντρας δέχτηκε µε χαρά να τη βοηθήσει. Μετά από λίγα λεπτά η Άννι έφτασε στο χρυσό λιβάδι και µπροστά της βρέθηκε το ρολόι που έγραφε το µήνυµα του φύλλου. Ο άντρας της είπε να πατήσει το κουµπί πάνω στο ρολόι και µόλις η Άννι το πάτησε ως δια µαγείας µπήκε µαζί µε τον άντρα σ ένα δωµάτιο όπου βρισκόταν οι γονείς της. Το κορίτσι µόλις αντίκρισε µπροστά της τους γονείς της άστραψε για πρώτη φορά στη ζωή της ένα τεράστιο χαµόγελο στο πρόσωπό της Οι γονείς της την αγκάλιασαν, το φύλλο έγινε δέντρο και έβγαλε χιλιάδες άλλα φύλλα που βοήθησαν και τους άλλους ανθρώπους που ζούσαν µέσα στο ρολόι να βρουν τους συγγενείς τους. Τότε από πόλη της θλίψης έγινε πόλη της χαράς. Όλα τα κτίρια πήραν χρώµα και οι άνθρωποι έγιναν χαρούµενοι και χαµογέλασαν ξανά. Τέλος, η Άννι κατάλαβε πως ο άντρας που τη βοήθησε να φτάσει στο ρολόι και να µπει µέσα ήταν ο θείος της. Έτσι το κορίτσι έζησε για πάντα ευτυχισµένο στην πόλη της χαράς!!! 3
Μια φορά κι έναν καιρό η µικρή Σόνια σε µια µακρινή πόλη ζούσε µε τους γονείς της. Αυτή η πόλη δεν ήταν συνηθισµένη. Κάθε δέκα χρόνια γινόταν µια αλλαγή στα δέντρα της. Από κόκκινα τα φύλλα των δέντρων γινόντουσαν µαύρα και το αντίστροφο. Όταν τα φύλλα των δέντρων γινόντουσαν µαύρα επικρατούσε δυστυχία ενώ όταν γινόντουσαν κόκκινα επικρατούσε χαρά στην πόλη. Αυτή η στιγµή έφτασε. Τα φύλλα των δέντρων έγιναν µαύρα από κόκκινα. Η Σόνια ήταν πολύ λυπηµένη. Στη φαντασία της την ακολουθούσε ένα τεράστιο σύννεφο θλίψης µε µορφή ψαριού. Αλλά η Σόνια είχε κρατήσει ένα κόκκινο φύλλο στην καρδιά της που της έδινε ελπίδα. Όµως αυτή η ελπίδα όλο και πιο πολύ έσβηνε. Η Σόνια περίµενε δέκα ολόκληρα χρόνια, τα φύλλα των δέντρων άλλαξαν, έγιναν κόκκινα αλλά η Σόνια δεν ένιωσε κάποια αλλαγή µέσα της. Ένιωθε απογοητευµένη Τότε εµφανιστήκαµε εµείς και είδαµε το κοριτσάκι µες στην θλίψη. Το ρωτήσαµε τι έχει, αλλά αυτό δεν µας απάντησε και συνέχισε το δρόµο για το σπίτι της. Την ακολουθήσαµε µέχρι να φτάσει. Όταν φτάσαµε την είδαµε να µπαίνει στο σπίτι της. Ύστερα πήγαµε στο παράθυρο και την είδαµε να ξαπλώνει στο κρεβάτι της. Μετά πήγαµε στην πόρτα και της είπαµε να ανοίξει για να συζητήσουµε και να την βοηθήσουµε µε το πρόβληµά της. Μας άνοιξε και αρχίσαµε να συζητάµε για την κατάλληλη λύση. Μετά από µισή ώρα συζήτησης καταφέραµε να την κάνουµε να νιώσει καλύτερα. Μια µέρα το φύλλο από µέσα της βγήκε και της είπε ένα µυστικό. <<Σόνια, παίξε µε τους φίλους σου, γιατί θα είναι οι µόνοι που θα σε κάνουν να νιώσεις καλύτερα και να θυµάσαι ότι οι φίλοι είναι για πάντα. Της είπε ότι πρέπει να πάει το κόκκινο φύλλο στο δέντρο, εκεί που ανήκει. Η Σόνια το άκουσε το φυλλαράκι και το πήγε στο πάρκο σε ένα δέντρο µε κόκκινα φύλλα. Όταν η Σόνια ανέβασε το φύλλο στο δέντρο, εκείνο µετατράπηκε σε σκόνη. Δεν πίστευε στα µάτια της. Όταν γύρισε σπίτι αντίκρισε ένα δέντρο στο δωµάτιο ίδιο µε εκείνο στο πάρκο. Τότε κατάλαβε πως το δέντρο είχε µεταφερθεί στο δωµάτιό της. Το φύλλο που ήταν στο δέντρο της είπε πως κάθε φορά που θα έχει κάποιο πρόβληµα το κορίτσι θα έρχεται στο δέντρο. Το δέντρο θα της δείχνει ένα από τα φύλλα του και το φύλλο αυτό θα της δίνει την απάντηση στο πρόβληµά της. Η Σόνια ήταν πολύ χαρούµενη. Από εκείνη τη µέρα η Σόνια και το δέντρο έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. 4
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που έχασε τους γονείς της από τροχαίο. Από τη λύπη της µια µέρα αποφάσισε να βγει έξω και να µη ξαναγυρίσει για να πάει να βρει την αληθινή αγάπη. Καθώς περπατούσε ήταν τόσο λυπηµένη που δεν την ένοιαζε για το που ήταν για µια στιγµή ένιωσε κάτι περίεργο κάτι που το νιώθει συχνά κάτι που έχει να νιώσει τόσο πολύ από τη στιγµή που σκοτώθηκαν οι γονείς της. Τότε το µάτι της είδε ένα κόκκινο φύλλο το οποίο άλλο σαν κι αυτό βλέπει συχνά αλλά απλώς το προσπέρασε. Το κορίτσι έχοντας κάνει πολύ δρόµο αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Όταν µπήκε µες το δωµάτιο της είδε το φύλλο το οποίο βλέπει συνεχώς τότε το φύλλο αυτό άρχισε να µεγαλώνει και µέσα από αυτό άρχισαν να βγαίνουν ακτίνες φωτός και τότε βγήκαν δύο άτοµα µέσα από το λουλούδι που είχε σχηµατιστεί. Τα δύο αυτά άτοµα ήταν οι γονείς της! Μόλις βγήκαν έξω άρχισαν να λένε στο κορίτσι: «Μη στεναχωριέσαι θα είµαστε πάντα µαζί σου και θα σε προσέχουµε, είµαστε µες την καρδιά σου και κανείς δε θα µπορεί να σε πειράξει θα είµαστε για πάντα κοντά σου». Το κορίτσι άρχισε να κλαίει µη πιστεύοντας όλο αυτό που έβλεπε. Έλεγε συνέχεια πάρτε µε µαζί σας κανείς δε µε αγαπάει και κανείς δε µε σκέφτεται. Οι γονείς χαµογέλασαν και είπαν «Λάθος κάνεις παιδί µου, η αγάπη είναι εκεί έξω και σε περιµένει απλά πρέπει να την ψάξεις!» Τότε ξαφνικά οι γονείς άρχισαν να εξαφανίζονται. Το κορίτσι έκλαιγε ασταµάτητα για ώρες ολόκληρες! Μια παρέα παιδιών πλησίασε στο σπίτι της. Η πόρτα χτύπησε τέσσερις φορές. Στην πέµπτη το κοριτσάκι άνοιξε. Μπροστά της είδε τέσσερα µελαχρινά κορίτσια και δύο γοητευτικά αγόρια. Το µάτι της έπεσε πάνω σε κάτι περίεργα σηµάδια στο λαιµό τους, αλλά δεν έδωσε και µεγάλη σηµασία. Αφού τους καλωσόρισε, τους κέρασε ένα ποτήρι φυσικό χυµό πορτοκαλιού από τις πορτοκαλιές του κήπου της αγαπηµένης της µητέρας. Γνωρίστηκε µε τα παιδιά και κατάλαβε ότι η Ειρήνη ήταν η έξυπνη της παρέας, η Ζωή και η Εβίτα ήταν τα µαθηµατικά µυαλά, η Ραφαηλία ήταν η ροµαντική και τα δύο αγόρια ήταν οι αστείοι. Πέρασαν αξέχαστες στιγµές χαράς και διασκέδασης µαζί. Πήγαιναν βόλτες, σινεµά και έβγαιναν έξω για παγωτά. Έπαιζαν χιλιάδες παιχνίδια και σιγά σιγά κατάλαβε ότι η αληθινή αγάπη που της έλεγαν οι γονείς της βρισκόταν µπροστά της. Εκείνες τις στιγµές ένιωθε πως ο Αλέξανδρος, ένας από τα δύο αγόρια ήταν η αληθινή της αγάπη. Όταν βρισκόταν κοντά του ένιωθε γαλήνη στην ψυχή της. Ένιωθε πως θα ήταν πάντα εκεί για να την προστατεύει. Τα κορίτσια βλέποντας την συµπεριφορά της προς τον Αλέξανδρο είπαν: << Η αποστολή µας εδώ τελείωσε και ήρθε η ώρα να φύγουµε>>. Τότε βγήκε µια λάµψη και τα κορίτσια µαζί µε το αγόρι εξαφανίστηκαν. Ο Αλέξανδρος και το κορίτσι συνέχισαν τη ζωή τους µαζί φτιάχνοντας µια υπέροχη οικογένεια. Για πρώτη φορά ήταν τόσο χαρούµενη! Και έζησε αυτή καλά κι εµείς καλύτερα! 5
6